Thursday, May 25, 2006

Σήμερα θα πάμε ένα ταξίδι..προς το κέντρο της Ευρώπης..Παίρνουμε το αεροπλάνο για Φρανκφούρτη ή Στουτγάρδη,και αφού πάρουμε βαλίτσες και λοιπά μπαγκάζια,πάμε στο σταθμό του τραίνου και παίρνουμε το τραίνο για Χαιδελβέργη.
Πανέμορφη πόλη-ειδική συμφωνία μεταξύ συμμάχων και Γερμανών να μη βομβαρδιστεί μετά τον πόλεμο..το παλιότερο πανεπιστήμιο της Ευρώπης και ένα από τα καλύτερα και τα λοιπά και τα λοιπά.
Εκεί πηγα για Εράσμους στο τρίτο μου έτος και προτελευταίο-η φοίτηση ένα θέμα αστείο ως γελοίο-έπρεπε να περάσω δύο μαθήματα κάθε εξάμηνο και ο βαθμός δε μετρούσε στο πτυχίο.
Έμενα στο κέντρο της πόλης.Δίπλα ήταν η σχολή από τα αριστερά,δεξιά ένα μαγαζί με στρώματα,απέναντι ένας φούρνος και ένα παιδικό βιβλιοπωλείο,λίγο παραπάνω το Gymnasium και μια παιδική χαρά.
Εκείνη τη χρονιά έμεινα ηθελημένα πολύ μόνη μου.Οι συγκάτοικοί μου ήταν λίγο χαζά,ένας Αμερικανός που συνέχεια έλειπε,ένας Σουηδός χεβυμεταλλάς που επίσης όλο έλειπε γιατί είχε ήδη φτιάξει μια μπάντα και έκανε συνέχεια πρόβες,ένας Ελβετός κρυπτογκέι που δεν μπορούσα να συννενοηθώ μαζί του γιατί μιλούσε γερμανικά με γαλλική προφορά δράμα,και όλο κουνούσα το κεφάλι μου,και μια Αγγλίδα ξενερουά απέναντι με την οποία μοιραζόμουν και το μπάνιο,(πράσινο όλο λαχανί πλαστικό και κόκκινο καπάκι τουαλέτας-εικαστική παρέμβαση).Το δωμάτιό μου ήταν τεράστιο,βιβλιοθήκη,δυο γραφεία,το ένα το έκανα μπουντουάρ,στο άλλο διάβαζα,θέρμανση 24 ώρες τη μέρα,ντουλάπα,μια χαρά.Μέχρι και απλώστρα είχε βάλει η περσινή.Το παράθυρο έβλεπε το δρόμο,αν δεν έιχες να κάνεις τίποτα καθόσουν στο μέσα περβάζι και παρατηρούσες τον κόσμο-το καλύτερό μου.
έξω από τη Χαιδελβέργη αμερικάνικη βάση-τίγκα στα diners, μέχρι και wal-mart είχε.
Εμεινα πολύ μόνη γιατί όπως είπα τα συγκατοικίδια ξενερουά,δε γουστάρω τιμημένο Ελληναριό (λογική σκέψη-αφού δεν θα κανα παρέα μαζί τους στην Ελλάδα γιατί να κάνω εδώ;)και οι ξενιτεμένοι Ελληνες λίγο υβρίδιο μεταξύ Γερμανών και Ελλήνων-έβριζαν τη Γερμανία όταν ήταν στη Γερμανία και την Ελλάδα όταν ήταν στην Ελλάδα-λογικό,πως να πας όταν έχεις ζησει μια ζωή στην Ευρώπη στο κολωχώρι στην Βέροια ή στη Δράμα λόγου χάρη.Εστω.
Και ήταν ωραίο να είσαι μόνος όταν το αποφασίζεις-και είσαι καλά με αυτό.
Ετσι κι αλλιώς αυτα που μου έλειπαν απ'την Ελλάδα τα 'χα.Ειχε ένα καφενείο που έκανε ωραιότατο ελληνικό καφέ,εφημερίδες στο σταθμό,και τα ελληνικά φαγητά δε μου έλειπαν.
Κολυμπούσα στην πισίνα του εμπορικού κέντρου,αργά,λίγο πριν κλείσει,και έκλεινα τα μάτια μόνη και ένιωθα πως επέπλεα στο σύμπαν όλο,ωραιότατα βιβλιοπωλεία,καφεζαχαροπλαστεία καταπληκτικά,περπατούσα στο κρύο,έβρισκα ρούχα του γούστου μου-επιτέλους-έπινα blackbush ουίσκυ σε μια ιρλανδική παμπ εκεί κοντά καμιά φορά,κάπνιζα καμιά φορά πουράκια βανίλιας,ενίοτε άφιλτρο Lucky Strike,και έτρωγα ωραιότατο σολωμό στα Nordsee-μούρλια.
Και σιγοτραγουδούσα "Χαρά στον Ελληνα που ελληνοξεχνά",όποιος τραγουδά το Αχ Ελλάδα σ' αγαπώ με πάθος ποτέ δεν καταλάβε τι σημαίνει πραγματικά το τραγούδι αυτό,έβγαινα ενίοτε με έναν φοιτητή φιλοσοφίας θεόμουρλο και πηγαίναμε βόλτα προς το κάστρο,και όταν έφτιαξε λίγο ο καιρός πηγαίναμε στις όχθες του Νέκαρ και κρατιόμασταν εντελώς αθώα από το χέρι σα δεκατετράχρονα.
Μετά ήρθε η Ιρίνα από την Αγία Πετρούπολη αλλά τότε ήταν Μάης και είχα φάει 6 μήνες και έμεναν 3,αλλά και πάλι εγώ τα δικά μου,πάνω κάτω και βόλτες με το τραμ στο Μάνχαιμ,και χωμένη στα βιβλιοπωλεία.
Στις 25 Μαιου,σε μια συναυλία των Sixteen Horsepower στο Karlstorbahnhof,γυρισα για μια στιγμή και με πέρασε ήλεκτρικό σοκ.Είδα τον πιο όμορφο άνδρα της ζωής μου,πανύψηλο με ξανθά μακριά μαλλιά και λαμπερά γαλάζια μάτια(και σιχαίνομαι τους ξανθούς με γαλανά μάτια-αλήθεια)και ειπα στον εαυτό μου,αν δεν πας να του μιλήσεις θα το μετανιώνεις για όλη σου τη ζωή,και πήγα.Για πρώτη φορά,και μέχρι τώρα τελευταία.
Και όταν τέλειωσε η συναυλία με κέρασε μια σόδα(αυτό ήθελα να πιω)και βγήκαμε μαζί και ήμασταν μαζί-έτσι απλά.
Και έμενε στο βουνό,έκανε Zivildienst,(άλλη φορά τι είναι αυτό για όσους δεν ξέρουν),ακούγαμε συνέχεια μουσική και μου έριχνε τα Runen,μου μαγείρευε γιατί εγώ στην κουζίνα είμαι άχρηστη,και εγώ του έφτιαχνα βαρύ γλυκό και του έλεγα για την ελληνική μυθολογία και το άπλετο φως,του διάβαζα Σεφέρη μεταφρασμένο βέβαια,αλλά άκουγε με αγάπη και Τσιτσάνη και Βαμβακάρη και λοιπά,αν και δεν έιχε γνωρίσει ποτέ Έλληνες άλλους,καταγόταν από ένα μικρό χωριό στο Μέλανα Δρυμό που όλοι ήταν αγρότες.
Μου τραγουδούσε το"Swing low sweet chariot"παμπάλαιο γκόσπελ πανέμορφο-και με σκέπαζε πριν φύγει για δουλεια στις 6 το πρωί.
Και ήμουν ευτυχισμένη-γιατί μόνο αν είσαι ευτυχισμένη με τον εαυτό σου μπορείς να δώσεις και σε άλλους.
Και σήμερα,αρμυρή Κυκλαδίτισσα ξανά-αναρωτιέμαι.
Πως πέρασαν τόσο γρήγορα τα ρημάδια τα 6 χρόνια;

4 comments:

Elemental_Nausea said...

Καλησπέρα .Αχ καλά πολύ όμορφη ιστορία, πολύ γλυκιά.Είναι όμορφο να έχεις τόσες ωραίες αναμνήσεις.

Τελευταίος said...

Πραγματικά, ο ρημαδιασμένος ο χρόνος κυλά αδυσώπητα γοργά όταν περνάς καλά. Ευτυχώς κυλά, έστω κι αργά, όταν δεν περνάς καλά.

zero said...

Ο χρονος ειναι Πανδαματωρ.
Γραφεις πολυ καλα.

ζερο.

triantara said...

μ'έκανες να γελάσω αλλά και να νοσταλγήσω. νά'σαι καλά :)