Tuesday, October 30, 2012

Μέδουσα

τα μαλλιά μου πάλι σκούρα, κάστανα στη φωτιά και κομμένα κλαδιά,αποκτούν ζωή δική τους και φουσκώνουν,φυσαλίδες σιγά σιγά τα ανεβάζουν και οι ρίζες ανυψώνονται,δεν μπορώ να τα σταματήσω
και είναι τα δέντρα αυτά που κουράζονται να αντιστέκονται στον αέρα τα κλαδιά φωνάζουν για βοήθεια ανήμπορτα χέρια
δρυς οξιές ιτιές κλαίουσες
το νερό θα το σταματήσει σκέφτομαι μα τύχη καμιά θυμώνουν που αντιστέκομαι γίνονται κισσός γίνονται ερπετά
κροταλίζουν στους κροτάφους μου δε φοβούνται το νερό
σκούρο χρώμα καλός οιωνός κακός οιωνός, νερά ήρεμα ή φουρτουνιασμένα? ψάρια τύχη ή λαχτάρα? γάμος τύχη ή ατυχία?
και βουίζουν τα νερά στα αυτιά μου
γοργόνα της πεντάρας λέω. φτηνή και ψεύτικη.
ένας καθρέφτης από το πουθενά βλέπει τις μπογιές στο πρόσωπό μου,ροζ και γαλάζιες, να διαλύονται

Monday, October 29, 2012

στις πολύβουες Κυριακές

περπατάω και είμαι ζωντανή, σπρώχνουμε τον κόσμο στα στενάκια,οι ράγες του τραίνου προς Πειραιά και αεροδρόμιο, ο κόσμος δε με καταπίνει πια, είναι απόγευμα νωρίς και έχει υγρασία .Δεν με πειράζει που είναι Κυριακή και νυχτώνει.
Βλέπω μια ανοιχτή ομπρέλα σε μα τζαμαρία, παντού ερείπια και μανταλωμένες πόρτες,ομπρέλα ανοιχτή σημαίνει γρουσουζιά μα μπορεί και να είναι τύχη,ζωγγραφισμένη στο χέρι προσεκτικά σαν κούκλα,μπλε βασιλικό και λεπτομέρειες γύρω γύρω, λευκές και κίτρινες σα λεμονιές, η ομπρέλα μέσα στο τζάμι λέει προστάτεψέ με και θα σε σκεπάσω από τη βροχή και τον ήλιο,θα μπω στην τσάντα σου αν με πάρεις στο σπίτι και δε θα σου φέρω κακή τύχη, θα βρέχει και θα βρέχομαι εγώ για σένα και δε θα ξεβάφω, μπλε σαν τη θυμωμένη θάλασσα σαν δυο ανταριασμένα μάτια.
Τρώμε διαφημιστική κρέμα καραμελέ καθισμένες στην πλατεία και χαζεύουμε δαχτυλίδια,τα μαγαζιά κλείνουν ένα ένα πόσοι άνθρωποι ετερόκλητοι σε αυτή την πόλη, άνθρωποι με λειψά μέλη άλλοι με λειψές ψυχές, ξανθά κορίτσια με σακούλες στα χέρια και την υπεροψία της νιότης τους,του φρέσκου δέρματός τους, φάλτσα λαικά τραγούδια πεινασμένες γάτες,έλα να μυρίσεις το άρωμά μου ambre des merveilles,το κεχριμπάρι των θαυμάτων, αναβλύζει από τη θάλασσα ζεστό και φέρνει τύχη,είναι πορτοκαλί και λευκό και κολλάει στο δέρμα σα στρείδι, ένα στρείδι από βανίλια, κεχριμπάρι εσπεριδοειδή, απλώνεται στο γκρίζο του μετρό και τα πλακάκια, αναβλύζει Βαλτική μέσα στη Μεσόγειο και οι ράγες του τραίνου όταν με τραβήξουν στη γειτονιά μου λένε να είσαι η θάλασσα να μην ησυχάζεις ποτέ 

Saturday, October 27, 2012

πυξίδες

η φωτιά στο τζάκι να σιγοκοιμάται, ξερά σύκα σε ένα πιάτο στο τραπέζι κι ένα ραδιόφωνο μονάχο του να παίζει, στα φλυτζάνια καφές πικρός, στους διαβάτες υψωμένοι γιακάδες ένα κοριτσάκι με την κούκλα του στο χέρι,πρωτοβρόχια, οδηγίες προς ναυτιλομένους.
δεν ξέρω αν είμαι γέλιο ή κλάμα
παλιές εφημερίδες και κουκουνάρια στο καλάθι, τα φαγωμένα καλύμματα των καναπέδων,στο μυαλό μου τα καράβια φεύγουν από το Λαύριο,κόκκινο και πορτοκαλί φόντος στους εφιάλτες μου,το καράβι που παίρναμε τότε λεγόταν Μύρινα και είχε κόκκινα καλύμματα στο σαλόνι του και τραπεζάκια χαμηλά,φθαρμένες αφίσες σε βρώμικες κορνίζες, ταξιδεύαμε νυσταγμένοι αναχώρηση στις οκτώ κοιμόμουν στο αυτοκίνητο και χάραζε,μια χαραμάδα ήλιου και ροζ βλέφαρα να ανοιγοκλείνουν σαν στόματα,περνούσαμε από τα Μεσόγεια ανοίγαν τα μαγαζιά φούρνοι νεωτερισμοί χασάπικα, γυναίκες με ψηλοτάκουνα στη στάση του λεωφορείου τα μπαρ που έκλειναν,κι εγώ έλεγα η Αθήνα με διώχνει τα ξημερώματα,απόρριψη και αναγούλα και αναφιλητό,δεν έχω πόλη δεν έχω προορισμό.
αν πεθάνω άραγε θα είμαι όμορφη
αφροί στο φόρεμά μου ανοιγμένα πανιά στα μάτια μου αν πεθάνω ας γίνω μια ανάσα, μια σπίθα στα ξύλα του τζακιού το πρωινό τσιγάρο των ξυλοκόπων, μια λάμπα που κάποιος ξέχασε να σβήσει όταν η ώρα αλλάζει τον Οκτώβρη  

sylvia

είναι όμως άδικο να μένεις στην ιστορία για ένα φούρνο του γκαζιού
έναν αποτυχημένο γάμο
τα ξανθά μαλλιά και το λευκό μαγιώ σου
έναν έρωτα με πάθος 
και δύο αυτοκτονίες
η μία η πιο διάσημη της λογοτεχνίας

τα βρώμικα μαλλιά σου την αρρώστια σου
για να σε διαγράψουν
ως ποιήτρια για μικροαστές με νευρώσεις και τεντωμένα νεύρα
διατροφικές διαταραχές
και βαμμένα μάτια μαύρα και μαλλιά
για κακομαθημένα κορίτσια που κραυγάζουν βοήθεια

όταν οι λέξεις σου πάνω στο λευκό χαρτί
ήταν τόσο όμορφες σαν παγωμένο ατσάλι
τέλειες σαν χειρουργικό εργαλείο
παγωμένες σαν τις νύχτες της Βοστώνης
κοφτερές σαν αλκοόλ στο στομάχι
και γροθιά

μα όλοι θυμούνται έναν αποτυχημένο γάμο
σκηνές ζηλοτυπίας έναν άνδρα άπιστο
καμένες σελίδες ημερολογίων
κι ένα μάγουλο να τρέχει αίμα

(και εγώ όταν σε διάβασα ήμουν μικροαστή με νευρώσεις και τεντωμένα νεύρα, Βικτώρια Λουκά)
 
 

Friday, October 26, 2012

λωτοφάγοι

και να υπήρχε που λες μια χώρα για όλους εμάς τους ξεγραμμένους 
εκεί που δε θα κρύβαμε τα σημάδια από τα ξυράφια στις γάμπες και τους καρπούς
εκτρώσεις διατροφικές διαταραχές αποβολές
δε θα μας πλήγωναν τα σκληρά λόγια μα θα κυλούσαν σαν νερό σαν αμαρτία
θα αγκαλιαζόμασταν θα σπάγαμε ροζ μπαλόνια και θα γελούσαμε με τον κρότο
ναρκωμένοι με διεσταλμένες κόρες και μουτζουρωμένα βλέφαρα
θα τριγυρνούσαμε με ξεχειλωμένα στριφώματα και φρεσκοπλυμένα κορμιά
χωρίς νοσοκόμες χωρίς κρίσεις πανικού
ιλίγγους λαβυρίνθους κεφαλαλγίες
θα μας μοίραζαν χαρτιά για να ζωγραφίσουμε και οπιούχα κρυμμένα σε μαρμελάδα σύκο

δε θα υπήρχαν λόγια που καίνε
φθονερές ματιές επικριτικά σχόλια
μόνο λωτοφάγοι. εμείς.κανένα ουρλιαχτό μέσα στη νύχτα
κανένας εφιάλτης με παγωμένα δόντια και αιμοβόρικα δάχτυλα
μόνο θα τραγουδάμε νανουρίσματα

και δε θα ξέρουμε ποιον κηδεύουμε
εσένα εμένα εκείνους που μας χλεύασαν
μια αρρώστια χωρίς όνομα που μια μέρα έτσι μας διάλεξε
τα παιδιά που δεν κάναμε 
φλουοξετίνη σεροτονινη οι δυο μου κόρες 
θηλάστηκαν με σκόνες εργαστηρίου και πειράματα 
φοράνε τα καλά τους φορέματα τις Κυριακές
καμιά φορά με επισκέπτονται ακόμα
χαίρονται όταν με βλέπουν
όχι σαν εσένα που στρίβεις το βλέμμα σου από την άλλη 


 

το μικρο καλοκαιράκι του αη δημήτρη

Είναι το μικρό καλοκαιράκι του Αη Δημήτρη και αυτές τις μέρες πάντα σκέφτομαι τις καμπάνες στην πλατεία να χτυπάνε το 1940 και έναν νέο άνδρα να ετοιμάζεται να ανέβει στο μέτωπο και τη γυναίκα του με τη μακριά πλεξούδα να του ετοιμάζει τα ρούχα, με την κόρη τους να κλαίει στην κούνια αγνοοώντας τις καταστάσεις και η γυναίκα,μικρόσωμη και φοβισμένη να διπλώνει μάλλινες φανέλες με φουσκωμένη την κοιλιά της, να πηγαίνει να δηλώνει τα άλογά τους για επιστράτευση και να τον αποχαιρετάει χωρίς να ξέρει αν θα τον ξαναδεί, να μετράει στην αποθήκη λάδι και στάρι και ζάχαρη και να κλαίει μόνη χωρίς πατέρα χωρίς άνδρα επιταγμένο σπίτι από γερμανούς στην κατοχή να τρέμει μόνη τη νύχτα στο κρεβάτι σε ποιον να πει φοβάμαι δε μου λένε τίποτα οι νίκες σας
και έναν άνδρα να περπατάει μέσα στα χιόνια με τη χλαίνη σιωπηλό και να σκοτώνει τα άλογα με το όπλο όταν δεν άντεχαν άλλο και να καπνίζει με τους άλλους στρατιώτες αμίλητο και να σκέφτεται πως αν πεθάνει μαζί θα πεθάνουν 3 γυναίκες 
φύτευε και όργωνε και τσάπιζε και βρέθηκε να παίρνει ζωές και να ματώνει από τις ψείρες και τον τρόμο από τα κομμένα λαρύγγια και τα μέλη σκορπισμένα τριγύρω 
και να περπατάει το δρόμο του γυρισμού εξαθλιωμένος διψασμένος βρώμικος δεν έχω δει ακόμα το παιδί μου ζει το παιδί μου ζει η γυναίκα μου ηττημένοι σε μια σειρά και άλλοι να κρύβουν όπλα για τον εμφύλιο που θα ερχόταν πάλι αίμα 
ατέλειωτα βήματα και ανορθόγραφα γράμματα στην τσέπη και για μια ζωή εφιάλτες τη νύχτα ιδρωμένα σεντόνια και ουρλιαχτά
γάγγραινες σαλεμένα μυαλά
ένα όπλο συντροφιά και το κρύο κι εκείνο εχθρός χιονίστρες και σας χαρίζω τα εμβατήριά σας εμένα τη ζωή μου ποιος θα μου τη δώσει πίσω γνώρισα τον τρόμο και ποτέ δεν θα φύγει από μένα τώρα πάνω μου κολλημένος και ο θάνατος μια ρουτίνα οι ζωντανοί είναι η εξαίρεση κι εγώ δεν είμαι ζωντανός μυρίζω σφαίρα και ανώνυμες ζωές που πήρα και σάπιο δέρμα
και η γυναίκα μου να μην ξέρει καν αν είμαι ζωντανός και εκείνη τι δίνει να φάει το παιδί σας χαρίζω νίκες και κλέος θέλω πίσω τα άλογά μου το χωράφι μου να μυρίσω γη να σκάψω για να δώσω ζωή όχι να θάψουμε γνωστούς και φίλους 
και μας λένε ήρωες μα εγώ μόνο θάνατο βλέπω ο καθημερινός μου σύντροφος ο μόνος φίλος
 

Tuesday, October 23, 2012

Cabiria

Δεν έχει γεύση ούτε η ευτυχία ούτε ο θάνατος, σαν σήμερα γεννήθηκε ο Μάνος Χατζιδάκης και στη βροχή που πέφτει λέω τα παιδιά κάτω στον κάμπο,τα παιδιά κάτω στον κάμπο μεγάλωσαν είναι δίπλα μας, τρέχουν τα μάτια τους αίμα και χολή και μας τραβάνε κάτω στο έδαφος, ο Ροβινσώνας δε ζει πια στη Μύκονο η σκούνα δεν έφυγε στο Μαρόκο αλλά έμεινε στα καρνάγια στον Πειραιά και στο Λαύριο και πέρασε και ο εικοστός αιώνας..
Ζυγός μα και Σκορπιός και εγώ Καρκίνος στη λίμνη σαν την Καμπίρια να σηκώνεται αργά και να δακρύζει στην κάμερα,τα παιδιά την αγκάλιασαν μα δεν σκέφτηκε κανείς τι έγινε μετά μα χαμογέλασε και περπάτησε και αγόρασε και ένα ζευγάρι τακούνια να τη συντροφεύουν με τον ήχο τους, να αγκαλιάζουν τα πόδια της, ένα ζευγάρι παπούτσια καστόρινα να λένε ας περπατήσουμε μαζί μέσα στη φτήνια και την αρρώστια και το κλάμα και τη ζωή που δεν έρχεται,που την περιμένουμε και δεν έρχεται κι ας περπατάμε στη βροχή μπροστά γιατί κάπου μέσα , μέσα εκεί υπάρχει κάπου η ευτυχία ή κάτι που να της μοιάζει και βρίσκεται σε κάτι μαγαζιά με ρετάλια και γαριασμένα σεντόνια,σε έναν άνδρα που ανάβει ένα τσιγάρο στο λιμάνι αποχαιρετώντας τα καράβια που έφυγαν χωρίς να τον πάρουν μαζί και σε μια γυναίκα που ζυμώνει και αυτήν την ευτυχία και εγώ την αξίζω, Καμπίρια,Τζελσομίνα,Ιουλιέτα..

apples and time

τα πιο όμορφα είναι πάντα τα  φθαρμένα από το χρόνο, την ύλη, την ίδια τη ζωή, φράουλες που έχουν παραωριμάσει, η Βενετία αλατισμένη και ποτισμένη από τη λιμνοθάλασσα και το αλκοόλ στα μπάρ,τα χείλη ξεραμένα να ανάβουν τσιγάρο και το μακιγιάζ να διαλύεται στο τέλος της νύχτας.
το μήλο που έδωσε η Εύα δεν ήταν δροσερό και σφιχτό σαν το στήθος της ούτε κόκκινο σαν τα χείλη της αλλά ένα μήλο σαν τα παραπάνω ,μαραγκιασμένο από τη φθορά της ύπαρξης και το χρόνο που περνάει χαιδεύοντας μας τρυφερά το μάγουλο, σκέφτομαι και ακόμα είναι πρωί,είναι νωρίς ακόμα και εγώ τα πρωινά τιμωρώ τον εαυτό μου,δεν τρώω μαρμελάδα μήλου ή φράουλας ή βατόμουρου, καφές στεγνός με την κηλίδα του στην επιφάνεια,σκούρος χωρίς χρώμα και υφή να λεκιάζει ρούχα και λαιμό απρόσεχτα,η κομπόστα μήλου που έφτιαχνε η μάνα μου τα απογεύματα κι εγώ στο τραπέζι της κουζίνας πράσινο και εκείνο και στρογγυλό όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω παπαρούνα,λουλούδι ή φρούτο, σύκο ο καρπός του δέντρου που κρεμάστηκε ο Ιούδας, κεράσι με λεπτή επιδερμίδα ζεστή σάρκα και ένα κουκούτσι στο κέντρο, ο λεκές που δε βγαίνει από τα ρούχα στη μνήμη,είχε και ένα κραγιόν στην τσάντα της σάπιο μήλο που δεν το φόρεσε ποτέ, αρνιόταν εκείνη το χρώμα με γυμνά χείλη πάλεψε στη ζωή,με άβαφα μάτια και μαλλιά, γιατί να ξεγελάς την παρακμή σου,είναι σύντροφός σου και αλήθεια σου,μουτζουρώνω τα μάτια μου τα βράδια,γεμίζω χαρτιά και νιώθω φύλλα να βγαίνουν από πάνω μου,φύλλα και μπουμπούκια κι ας έρχεται χειμώνας.

Monday, October 22, 2012

οι λύκοι

δεν μου αρέσει να γράφω για ανθρώπους ζωντανούς, εκείνοι που συναντάω στο δρόμο και περνάνε σε γραπτούς λόγους έχουν μέσα τους κάτι το πεθαμένο,μάτια χέρια μυρωδιά,δάχτυλα που γραπώνουν πριν για πάντα αποσυρθούν, μου αρέσουν και εκείνοι που δε μεγάλωσαν και αυτός είναι ο θάνατος ο πιο βαθύς ο πιο πένθιμος,στα μνημόσυνά του πάμε κάθε Κυριακή και ρίχνουμε λουλούδια και ανάβουμε κεριά, σαν το δαυλί που έκαιγε και όσο έκαιγε ο ήρωας θα ζούσε και οι ίδιοι το πετάμε στη φωτιά,δεν κλαίω δεν είμαι στενοχωρημένη αλήθεια,μου αρέσει να γράφω για φουσκονεριές και μπουγάδες και ασπρόρουχα,για λάμες που χτυπάνε στον τοίχο,για κιτρινισμένα φύλλα και μπουμπούκια την άνοιξη,για χρώματα που φεύγουν από καμβάδες όταν φυλακίζονται, το χρώμα τρέχει στον τοίχο βγαίνει στο μπαλκόνι τρέχει με τα νερά της βροχής στα λούκια για να πάει στη θάλασσα, και φέτος δεν θυμάμαι που έβαλα την ομπρέλα μου,μια ζωή χωρίς όπλα κινούμαι,χωρίς ομπρέλα και γάντια και καπέλο και πήρα τη στράτα κι έρχομαι μες στη βροχή και βρέχομαι,Τσιτσάνης στο ραδιόφωνο, και στρώσε μου να κοιμηθώ μα εγώ δεν έχω ύπνο, όλοι έχουν ύπνο και εγώ έχω μόνο φυγή και σταγόνες της βροχής γαλάζιες και λιλά και γκρίζο μια ζωή γκρίζο σε καμβά και πρόσωπο και χείλη,πάνω στα βουνά αλυχτάνε οι λύκοι και τέτοιες μέρες κατεβαίνουν με τα μάτια τους στοργικά να ξαπλώσουν στα πόδια κάτι κοριτσιών σαν και μένα.

Sunday, October 21, 2012

νυχτερινά φώτα

Εντίθ Πιαφ και η φωνή της είναι το βράδυ, η γυναίκα με το μαύρο φόρεμα και τα κόκκινα χείλη θριαμβεύει στο Olympia, la foule, τραγουδούσε στο δρόμο και είχε δεκάδες εραστές, ναι σου λέω, ήταν η νύχτα με τη φωνή την πικρή και τη μοναξιά της, τα μοναχικά μας βράδια με το φωτάκι της κουζίνας και το τσιγάρο στα χείλη,το ραγισμένο φλυτζάνι να γεμίζει τσάγια και καφέδες και νερά που βάζουμε μέσα μας για να μην αρχίσουμε να κλαίμε και τρέχουν δάκρυα, είναι οι νύχτες που περάσαμε με δεκάδες εραστές αλλά μόνοι,να ισιώνουμε και να ξαναισιώνουμε τα σεντόνια για να μην πούμε λέξεις που θα μετανιώσουμε,κινήσεις που δεν θα πάρουμε πίσω και πως δαγκώνεις τα χείλη σου όταν πονάς και επίτηδες τα ξεραίνεις για να πονάς και να ξέρεις που πονάς, ο Οκτώβρης και ο Νοέμβρης φέρνουν κρύο και βροχές,μάλλινες ζακέτες με τρύπες στα μανίκια και πακέτα με χαρτομάντιλα,πόσο μου έλειψε το ξεροβόρι στο νησί μου, κάτι λευκές νύχτες μου έλειψαν που είχαν ξαστεριά,σου λέω εγώ δεν είμαι αυτό που κάποτε ίσως αγάπησες,δεν είναι το ίσως αυτό που πονάει είναι το αγάπησες,Οκτώβρης,κιτρινισμένα βιβλία και κλειστά παράθυρα,πλένεις τα πιάτα στο νεροχύτη και λες εγώ δεν έγινα αυτό που ονειρεύτηκα όπως τόσοι άλλοι και είμαι τώρα μέρος μιας μεγάλης παράδοσης,μιας μεγάλης γενιάς,στάζουν οι σαπουνάδες και λες μα συνέχεια απλώνουν στο απέναντι μπαλκόνι,γράφω γράμματα με τη σαπουνάδα στα ποτήρια,σβήνω τους λεκέδες από τις κούπες και λέω μπορεί να μην έγινα κάτι που ονειρεύτηκα αλλά είμαι ήσυχη,είμαι γαλήνια κάτω από το δέρμα μου,και το λέω και μόλις το ξεστομίζω ξέρω πως είναι ψέμα μα μια στο τόσο συγχωρείται,πόσο κοστίζει ένα ήσυχο βράδυ να τα δώσω, να τα χτυπήσω στο τραπέζι και να πω πάρτε τα,ξοφλήσαμε και εντάξει,μα φοβάμαι πως γίνομαι μια καρικατούρα χωρις καν περίγραμμα και σβήνω στο χαρτί,μη με πετάξεις,μη με πετάξεις σε παρακαλώ σου προσφέρομαι να μη νυχτώνεις και εσύ, μα πάντα σκοτεινιάζει και το μελάνι μου στάζει στα χέρια σου και πας να τα ξεπλύνεις.

Saturday, October 20, 2012

βαδίζοντας

δεν θέλω να κρυώσει η αγάπη σου σαν τον καιρό σκέφτομαι καθώς περπατάω στο πεζοδρόμιο, δεν θέλω, αν με κοιτάς είμαι ο ήλιος, γυρνάω γύρω από τη γη και φλέγομαι ως τις ρίζες των μαλλιών, θα θελα να κλαις για να σε παρηγορώ μόνο εγώ μα με κάνεις έτσι να πονάω περισσότερο,δεν ξέρουν τι σκεφτομαι τα ζευγάρια στα καφέ στα πεζοδρόμια,τραπεζάκια έξω και ραστώνη,είναι πρωί πάλι.
Κι εγώ τριγυρνάω ζαλισμένη, βλέπω τις βιτρίνες με τα παιδικά ρούχα, κανένα παιδί δε θα γίνει το δικό μας,δε θα αγοράσουμε κουβερτούλες και καροτσάκι, δε θα βάψουμε το παιδικό δωμάτιο, παιδικά σερβίτσια τσαγιού και τραινάκι, πάντα το ήξερα μα σήμερα με πονάει πιο πολύ, δε θα στρώσω το τραπέζι για να φάμε δε θα πεις σε κάποιον τι όμορφη που είναι σήμερα η μαμά, για κοίτα,τι όμορφη που είναι η μαμά μας.
Μα βάζω κραγιόν στο χέρι μου και δε λέω τίποτα σε κανέναν,δε θα σε συναντήσω δε θα με δεις, μα στο μυαλό σου θέλω να είμαι δυνατή και ίσια, να βαδίζω με στιλπνά πόδια και βλέμμα καθαρό, είναι το χρέος μου,είναι το χρέος μου προς εσένα και σε μένα και αυτά ξεπληρώνονται με τους πιο υψηλούς τόκους, αν δεν το κάνω το ξέρω πως θα σε απογοητεύσω,και αυτό,αυτό είναι που είναι το χειρότερο από όλα.

Thursday, October 18, 2012

on desk

Μου έλειψαν τα όμορφα λαικά τραγούδια που ακούγονται από τα μπαλκόνια καθώς περπατάω σε λοξές γραμμές και οι γαζίες, για χατίρι σου ξημερώνει βγαίνει η Πούλια βγαίνει ο Αυγερινός, αυτές οι κουρτίνες που τρεμουλιάζουν σαν ερωμένες στο φύσημα του ανέμου, λευκές κόκκινες γαλάζιες πεταλούδες με κολλημένα φτερά μέσα στα σπίτια μας, μου έλειψαν τα μαντίλια της γιαγιάς μου και η πλεξούδα της, γεννημένη του Αγ.Δημητρίου ανήμερα με καραμέλες στις τσέπες της για τα παιδιά της γειτονιάς.
Γιαγιά τα αποστεωμένα χέρια σου που δε στόλισαν βάζα με λουλούδια μόνο καπνά πότισαν και καπίστρωσαν άλογα και τάιζαν τη σόμπα με ξύλα.
Μου έλειψαν τα μπλε τετράδια στοιβαγμένα στα χαρτοπωλεία που ήταν αστέρια και μπλε ποδιές και εξωτικά ψάρια σε ενυδρεία στο μυαλό μου και ζωντάνευαν τα βράδια, το ζύγισμα στο φαρμακείο η σκέψη πως όταν μεγαλώσω θα με περιμένει ένας κόσμος όμορφος να περπατήσουμε μαζί εγώ άτσαλα στα ενήλικα πόδια μου και εκείνος πιο σοφός.
Τώρα στα μπαλκόνια μόνο σφουγγαρίστρες και τραγούδια πουθενά, γράφω γράμματα στις εμμονές μου και απάντηση δεν παίρνω, μπροστά όχι πίσω όχι πλάγια όχι.
Να φοβάσαι να προχωρήσεις και πίσω να μη μπορείς να γυρίσεις πια.
Τα πρωινά καμιά φορά ανελέητα και πιο σκληρό το γεγονός πως τα αντέχεις.

 

Wednesday, October 17, 2012

mornings of a perfume muse

πόσα χρόνια αντί για τραίνα εμείς ταξιδεύουμε με μπουκάλια, αντί για εισητήρια παρακαλάμε στα ταμεία για κομμάτια από γυαλί γεμάτα ελιξίρια.
Μαγικά φίλτρα διάφανα και αλκοολούχα που φεύγουν σαν τα φιλιά σου και τη δική σου μυρωδιά πάνω στο δέρμα μου, η Βενετία με τον Άσενμπαχ και τις φράουλες και το ζευγάρι που πενθεί το κορίτσι του σε άρωμα από δαμάσκηνα βερύκοκα κανέλα, η Ρώμη με μέντα του Απόλλωνα στα χέρια και περγαμόντο και λεμόνι Ρωμαία αρχόντισσα καθαρή με καστανά μάτια
στο Παρίσι στη Rive Gauche παίζουμε το ρόλο της Juliette Greco ερωτευόμαστε ξανά τον Μοντάν μνημονεύουμε κάθε φορά τη μητέρα μας στη Madame Rochas και το νο 5 σε καθρέφτες
Je reviens και εκδικήσεις μπαίνουμε σε πίνακες του Βαν Γκογκ με τη Μπλε Ώρα, τρομάζουμε με τη Mitsouko σε χάρτινο δέρμα της Μαντάμ Μπατερφλάυ, οι υποσχέσεις σου κράτησαν λιγότερο από τα αρώματά μου, στα βότσαλα γεμίζουμε σύριγγες με άρωμα ταχυδρομούμε προσωπικότητες ακόμα κι όταν δεν έχουμε χρήματα στο μυαλό μας σέρνουμε βαριά Οργάντζα.
Στα παιδικά μας πανηγύρια με το μαλλί της γριας και τη βανίλια, σε σαφάρι με ελέφαντες εξημερωμένες τίγρεις, πίνουμε το νερό των θαυμάτων
Shalimar και τα νιάτα μας άδεια από το περιεχόμενο αλλά ακόμα ευωδιαστά Αmarige και ερωτευόμαστε για πρώτη φορά
τα δικά μας λουλούδια δε μαραίνονται μαζεύονται στα εργαστήρια εξαυλώνονται και ξαναζούν
ποιος είπε πως το άρωμα τελικά δεν είναι η ίδια η αθανασία
 

Tuesday, October 16, 2012

τα χαμόγελα κρύβουν κομμένες γλώσσες

πόσο παράξενο να συνεχίζει να είναι ίδια η καθημερινή ζωή σου, να ξεχνιούνται οι νυχτερινές κράμπες και ημικρανίες, σπασμένα ποτήρια ραγισμένες μποτίλιες φαρμάκων, οι σκιες στον τοίχο και αυτά τα σκυλιά που αλυχτάνε.
και με μια γρήγορη κίνηση ακουμπάς το πόδι σου στο πάτωμα και ετοιμάζεσαι να κάνεις το πρώτο βήμα της ημέρας, καφές και ήλιος και υγρασία παντού,στο μυαλό σου στα μαλλιά σου στα χείλια σου, το κρύο νερό στο πρόσωπο και το λαιμό, το συνωμοτικό βλέμμα στον καθρέφτη κάθε μέρα παίζουμε αυτό το παιχνίδι, ο ένας να ναρκώνει τον άλλον σαν σε χειρουργείο ή σε πνιγμό και να κερδίζουν πάντα οι αναθυμιάσεις.
και όπως φοράς το κραγιόν σου και το άρωμά σου και ψηλαφίζεις το λαιμό σου για να σιγουρευτείς πως είσαι στέρεα λες δε μου χαρίστηκε τίποτα, δεν δικαιούστε τίποτα από μένα για να με κομματιάζετε κάθε μέρα, η ομορφιά μου δεν ήταν για κανέναν απειλή ή μαχαιριά γιατί πρώτη πλήγωσε εμένα και από τότε που με θυμάμαι κραυγάζω από μέσα μου
αυτό το μαχαίρι δεν ήταν δικό μου.
 

Monday, October 15, 2012

και δεν πολέμησα με φωτιά αλλά νοστάλγησα πυρκαγιές

θέλω να είμαι στα σβηστά φώτα 
ένα τσιγάρο που περιμένει να ανάψει
πίσω από τις γρίλιες του μυαλού σου

εύθραυστη απαραίτητη
δηλητηριώδης αναγκαία
σύντομη και συνήθεια

με στρογγυλή άκρη λεπτό σκελετό
χάρτινη λευκή 

τα φώτα δεν ανάβουν πια στους δρόμους
μόνο τα καντήλια στα εικονοστάσια δείχνουν την πορεία
άλλη μια μέρα πέρασε
και δεν σου έγραψα ακόμα
σκέφτομαι τι χρώμα θα έχει το μελάνι σου
και βγαίνει στα χέρια μου καταπράσινο
όχι σα σμαράγδι όχι σα φύλλο
μα σαν το δέρμα του δράκοντα
και τις φολίδες που εσύ κρύβεις
 


 



 

Saturday, October 13, 2012

homage to homes

όταν δε λέει να ξημερώσει περπατάω σε δρόμους και χαζεύω τα παράθυρα των άλλων, θαυμάζω τις κουρτίνες τους και κατασκοπεύω τη ζωή τους,τις λίστες για τα ψώνια τους το σημειωματάριο δίπλα στο τηλέφωνο,τα κάδρα στους τοίχους,τα μισοτελειωμένα φλυτζάνια γεμάτα καφέ.
Στο μυαλό μου είναι πάντα πρωινό ηλιόλουστο και από κάπου ακούγεται ένα πιάνο να παίζει. Οπως τότε που πήγαινα με τη μάνα μου στο φούρνο και φλυαρούσα κλοτσώντας μια πέτρα, το σπίτι με το πηγάδι στην αυλή του,φαντάσου πως τότε κάθε πρωί έβγαινες και τραβούσες μου έλεγε, πόσα ατυχήματα σε πηγάδια,πόσα παιδιά νεκρά και φοβόμουν και της κρατούσα σφιχτά το χέρι. Μαζί σου δε φοβάμαι μαμά.
Θα με σώσουν τα χέρια σου με τα κόκκινά σου νύχια.

Οι σκάλες υπηρεσίας στριφογυρνούσαν στο άπειρο σα γιρλάντες και εγώ άπλωνα στη φαντασία μου ρούχα στην ταράτσα,φρέσκια μπογιά και κλαδιά απλωμένα να ζητάνε βοήθεια στο πεζοδρόμιο,αμυγδαλιές βερυκοκιές κερασιές, το καλοκαίρι θα πάμε στο νησί και θα είναι ωραία, θα μαζέψουμε βότσαλα και κοχύλια. 

Τα σπίτια μας τα σπίτια που δε ζήσαμε που γκρεμίσαμε στη μνήμη μας που πουλήθηκαν που δόθηκαν αντιπαροχή τα μωσαικά που έμαθα να μετράω τα σπίτια που δε ζήσαμε μαζί θα αγοράσω μια ζωγραφιά του Ρόκγουελ που δείχνει ένα ζευγάρι να βγάζει άδειες γάμου και είναι φθινόπωρο θα την βάλω στην κρεβατοκάμαρα θα τη χαιδεύω θα τη φιλάω θα με προστατεύει από την αγάπη. 

Θα φοράω το άρωμά μου όπως τότε που οι γυναίκες εμένα με αγαπούσαν τότε που τα χρώματα ήταν χρώματα τα σπίτια καταφύγια οι πόρτες σε παρακαλούσαν να τις ανοίξεις δεν σε έδιωχναν έλαμπαν στραφτάλιζαν τύφλωναν με την αγάπη τους.

Thursday, October 11, 2012

autumn sea

ξανά να λούζομαι στο φως σου
πορτοκαλί, κεραμιδί, κατακόκκινο
η άμμος στα πόδια μου χρυσή
ήμασταν μόνες.

τα εστιατόρια και τα καταστήματα κλειστά
τα δωμάτια άδεια και οι άνθρωποι
σε χειμερία νάρκη

σε νοσταλγώ με πάθος
άλγος πόνος κόκκινα νερά
τόσα χρόνια ματώνεις στη θάλασσά σου
βαθμοί 52 χειμώνα καλοκαίρι σταθερή

και ήμουν κι εγώ κόκκινη 
και όμορφη στην ακτή σου
και γλυκιά στο αλάτι σου 

η πατρίδα έρχεται μόνο στα όνειρά σου όπως τη θες

 
 

brides

ποσα κορίτσια ονειρεύτηκαν το σπίτι τους
στη Βενετία την Τοσκάνη στο Γκλόστερ
ταξίδεψαν για να κάνουν την προίκα τους από την Αθήνα
στο Παρίσι στο Μιλάνο

αγόρασαν και παρήγγειλαν μπαούλα για τα ασπρόρουχα
πορσελάνες για τους σκαλιστούς μπουφέδες τους
λινές πετσέτες γαλατιέρες ζαχαριέρες
δώρα για τους εραστές τους είδη καπνιστού καπέλα γάντια για το κρύο
με την κοιλιά τους να περιμένει ένα παιδί
έπιπλα για παιδικά δωμάτια
γαλάζια ροζ τα χάιδεψαν με τα απαλά τους χέρια
ακούω τα τακούνια τους τακ τακ στα πλακόστρωτα
κορίτσια πλούσια και φτωχά
ευλογημένα όμορφα όχι τόσο όμορφα
νέα με τις μαμάδες τους τις νταντάδες τους
έκλαψαν έκαναν παζάρια
περίμεναν με αγωνία να φτάσουν στις παιδικές τους κρεβατοκάμαρες
ξενυχτούσαν καπνίζοντας
έκλαψαν για το άγνωστο και σκούπισαν τα μάγουλά τους με τα λευκά τους μεσοφόρια
ονειρεύτηκαν εκείνον
εκείνον που μπορεί να μην ήρθε
να διάλεξε μια άλλη 
να σκοτώθηκε στη μάχη

με μια κραυγή στους λευκούς τους λαγόνες
με ένα θέλω που δεν ειπώθηκε
με ένα παιδί που δε γεννήθηκε

και σήμερα όλα τους τα σπασμένα νοικοκυριά και όνειρα
πωλούνται σε τιμές κόστους στα προάστεια
με μια ετικέτα και μια χρονολογία 
σε καλλιγραφικά γράμματα


Monday, October 08, 2012

το στόμα της σιωπής

σου λένε ψέματα
πως στην πόλη σου δεν είσαι ξένη
τότε που κατέβαινες κρατώντας το χέρι του πατέρα σου
παρακαλώντας να πάρετε το τραίνο στο γυρισμό
στόμα που κολλούσε από καραμέλες και ανυπομονησία
βιτρίνες, κινηματογράφοι
αυτά που σε περίμεναν στοργικά να μεγαλώσεις.

και μεγάλωσες και δεν ξέρεις που να τρέξεις
λες μου κρύβατε όλοι την αλήθεια
δεν μου είπατε για παιδιά που περνάνε τα χέρια στα τζάμια δίπλα σου
δε μου είπατε για βρώμικους δρόμους και συνειδήσεις
δε μου είπατε η πόρτα κλείνει και η συντροφιά σου ο πονοκέφαλος
δε μου είπατε ηλικιωμένοι σε πλησιάζουν ζητάνε να πληρώσουν για την παρέα σου

στα χέρια σου κρατάς κεράσια
κανείς δεν τα βλέπει δεν τα μυρίζει δεν τα λαχταράει
τα πρωινά μου δεν έχουν πια δροσοσταλίδες δεν έχουν πάχνη
μόνο ιδρώτα και πίκρα στα μάτια
φοράω το άρωμά μου και όλοι το φόβο μυρίζουν
και τον ακολουθούν με πάθος
στα ραγισμένα πεζοδρόμια και περιμένουν σαν σκυλιά
τη στιγμή που το πόδι μου θα λυγίσει για να πέσω

 

Sunday, October 07, 2012

reflections on a kitchen floor

η κούραση να σηκώσεις τα βλέφαρά σου από το πάτωμα
σηκώνεις αντικείμενα από τη θέση τους
ένα μάτσο κλειδιά, ενα ποτήρι, ένα βιβλίο
τα ξαναβάζεις στη θέση τους σχεδόν υπνωτισμένη
αναγνωρίζεις τα αποτυπώματά σου σε πόρτες
που έκλεισες πριν χρόνια
σε σκοτεινούς διαδρόμους και αδιέξοδα
σε άγριες νύχτες και εξημερωμένες μέρες

αναγνωρίζεις το πρόσωπό σου με την αφή
ποια δάκρυα ποια θλίψη
πιάνεις τυχαία ένα μαχαίρι του ψωμιού
λες δεν έχω κανέναν να ταισω
απογεύματα στο πάτωμα της κουζίνας 
παρέα με στιγμιαίο καφέ τον ήχο του ασανσέρ
γυρνάς στο στόμα σου τα ίδια κλισέ
θα ζήσω θα ζήσω δεν θα το βάλω κατω
θα συνεχίσω θα πλέκω η ίδια έναν ιστό
θα κολλάω πάνω του 
τέχνη είναι και αυτό
ίσως η πιο δύσκολη η πιο γοητευτική
να πιάνεσαι στον ιστό σου
να περιμένεις να σε καταβροχθίσει ο εαυτός σου
ο άλλος ο λιπόσαρκος με τα μάτια τα στεγνά
και τα κλαδιά για χέρια
ο άλλος εκείνος που κροταλίζουν τα δόντια του 
ο άλλος που είναι τόσο όμορφος
στέρεος σταθερός που σου μελανιάζει τη σάρκα
τόσο γλαφυρά τόσο ιδιαίτερα τόσο ηδονικά

τραβάει ένα ένα τα κουμπιά της μπλούζας σου
τα φτύνει στο πάτωμα
είσαι τόσο τυχερή σου λέει τόσο πιστή τόσο σοφή
εσύ η μικρή γλυκιά μου ερωμένη
θα είσαι για πάντα νέα και όμορφη
δεν δίνεσαι στον καθένα σε μένα μόνο
σε μένα σε σκονισμένες γωνίες σε εγκαταλελειμένες οικοδομές
σε μένα όρθια πάντα πρόθυμη πάντα τόσο ζεστή
κοχλάζουν οι φλέβες σου προσμένοντας να τις χαράξω μόνο εγώ
εγώ που έχω μόνο πάνω σου το δικαίωμα
να σου λέω σκίσε τα χείλια σου στο κομμένο γυαλί και φίλησέ με
 
 
 

Thursday, October 04, 2012

sympony in gray






στη γύμνια μου είμαι ειλικρινής
λέω αυτό είναι το αληθινό μου σώμα
χωρίς στολίδια περιττά και υποσχέσεις
κάτω από νυχτερινά φώτα και λέξεις

λευκό και στροβιλίζεται 
οι ώμοι μου στρογγυλοί και η πλάτη λυγισμένη
ο λαιμός μου σε κοινή θέα, η κλείδα έτοιμη να τσακιστεί στα δύο
η ανατριχίλα των χεριών από το κρύο
το στήθος ανεβοκατεβαίνει καθησυχαστικά
λέει είμαι ακόμα εδώ και σε προσέχω
κρατάω την καρδιά σου σε μέρος ασφαλές
πιάσε,πιάσε να νιώσεις 
η καμπύλη ανάμεσα στα πόδια το βάθος του αφαλού σου
ένας λαβύρινθος χωρίς πόρτες χωρίς παράθυρα 
ένα κουμπί λευκό ,ίσα που χωράει η άκρη του δαχτύλου σου
οι φουσκάλες στα δάχτυλα των ποδιών
τα σημάδια στις γάμπες οι μελανιές στους μηρούς αλλάζουν χρώματα και σχήματα

τόσο στέρεο και τόσο φτιαγμένο από αέρα και νερό
τα κόκκαλα της λεκάνης τρυπάνε τον καθρέφτη σου
ανάμεσα στα πόδια είμαι ζάχαρη που λιώνει
είμαι γη είμαι κοιλάδα είμαι βυθός
ζαρώνω και διαστέλλομαι στο χώρο και το χρόνο
δροσίζω τις νύχτες τα σεντόνια
η θέα μου μουδιάζει τα λόγια και τις προσβολές
ένα σωρό από κόκκαλα και σάρκα
απαιτώ να μου δίνεις προσοχή
μόνο επειδή υπάρχω

δεν εισαι εσυ το φθινοπωρο

Μου είναι δύσκολο να είμαι η σιωπή μου.
Συννεφιάζει μα λείπουν τα χρώματα του φθινοπώρου, τα κόκκινα φύλλα που καίγονται στα πεζοδρόμια σαν λαμπαδιασμένες εφημερίδες
τα τραγούδια του Τσιτσάνη το απόγευμα
τα καθαρά, φρεσκοξυσμένα μου μολύβια.

Σήμερα δεν θα γίνουν κηδείες δεν θα γίνουν μνημόσυνα
θα παντρέψουμε τη θλίψη με το φόβο και θα βάλουμε αγγελία στην εφημερίδα
θα είμαστε όλοι καλεσμένοι με τα καλά μας φορέματα
θα κρατιόμαστε αγκαζέ και θα περπατάμε σαν σε νεκρώσιμη ακολουθία

στη δεξίωση θα ευχηθούμε να ξεχάσουμε
και όλοι θα λέμε ψέματα
ο γαμπρός και η νύφη θα χορέψουν βαλς
μα κανένας άλλος δεν θα ακολουθήσει

και το βράδυ δεν θα γυρίσουμε στα σπίτια μας
ουτε ένας.