όταν δε λέει να ξημερώσει περπατάω σε δρόμους και χαζεύω τα παράθυρα των άλλων, θαυμάζω τις κουρτίνες τους και κατασκοπεύω τη ζωή τους,τις λίστες για τα ψώνια τους το σημειωματάριο δίπλα στο τηλέφωνο,τα κάδρα στους τοίχους,τα μισοτελειωμένα φλυτζάνια γεμάτα καφέ.
Στο μυαλό μου είναι πάντα πρωινό ηλιόλουστο και από κάπου ακούγεται ένα πιάνο να παίζει. Οπως τότε που πήγαινα με τη μάνα μου στο φούρνο και φλυαρούσα κλοτσώντας μια πέτρα, το σπίτι με το πηγάδι στην αυλή του,φαντάσου πως τότε κάθε πρωί έβγαινες και τραβούσες μου έλεγε, πόσα ατυχήματα σε πηγάδια,πόσα παιδιά νεκρά και φοβόμουν και της κρατούσα σφιχτά το χέρι. Μαζί σου δε φοβάμαι μαμά.
Θα με σώσουν τα χέρια σου με τα κόκκινά σου νύχια.
Οι σκάλες υπηρεσίας στριφογυρνούσαν στο άπειρο σα γιρλάντες και εγώ άπλωνα στη φαντασία μου ρούχα στην ταράτσα,φρέσκια μπογιά και κλαδιά απλωμένα να ζητάνε βοήθεια στο πεζοδρόμιο,αμυγδαλιές βερυκοκιές κερασιές, το καλοκαίρι θα πάμε στο νησί και θα είναι ωραία, θα μαζέψουμε βότσαλα και κοχύλια.
Τα σπίτια μας τα σπίτια που δε ζήσαμε που γκρεμίσαμε στη μνήμη μας που πουλήθηκαν που δόθηκαν αντιπαροχή τα μωσαικά που έμαθα να μετράω τα σπίτια που δε ζήσαμε μαζί θα αγοράσω μια ζωγραφιά του Ρόκγουελ που δείχνει ένα ζευγάρι να βγάζει άδειες γάμου και είναι φθινόπωρο θα την βάλω στην κρεβατοκάμαρα θα τη χαιδεύω θα τη φιλάω θα με προστατεύει από την αγάπη.
Θα φοράω το άρωμά μου όπως τότε που οι γυναίκες εμένα με αγαπούσαν τότε που τα χρώματα ήταν χρώματα τα σπίτια καταφύγια οι πόρτες σε παρακαλούσαν να τις ανοίξεις δεν σε έδιωχναν έλαμπαν στραφτάλιζαν τύφλωναν με την αγάπη τους.
No comments:
Post a Comment