η φωτιά στο τζάκι να σιγοκοιμάται, ξερά σύκα σε ένα πιάτο στο τραπέζι κι ένα ραδιόφωνο μονάχο του να παίζει, στα φλυτζάνια καφές πικρός, στους διαβάτες υψωμένοι γιακάδες ένα κοριτσάκι με την κούκλα του στο χέρι,πρωτοβρόχια, οδηγίες προς ναυτιλομένους.
δεν ξέρω αν είμαι γέλιο ή κλάμα
παλιές εφημερίδες και κουκουνάρια στο καλάθι, τα φαγωμένα καλύμματα των καναπέδων,στο μυαλό μου τα καράβια φεύγουν από το Λαύριο,κόκκινο και πορτοκαλί φόντος στους εφιάλτες μου,το καράβι που παίρναμε τότε λεγόταν Μύρινα και είχε κόκκινα καλύμματα στο σαλόνι του και τραπεζάκια χαμηλά,φθαρμένες αφίσες σε βρώμικες κορνίζες, ταξιδεύαμε νυσταγμένοι αναχώρηση στις οκτώ κοιμόμουν στο αυτοκίνητο και χάραζε,μια χαραμάδα ήλιου και ροζ βλέφαρα να ανοιγοκλείνουν σαν στόματα,περνούσαμε από τα Μεσόγεια ανοίγαν τα μαγαζιά φούρνοι νεωτερισμοί χασάπικα, γυναίκες με ψηλοτάκουνα στη στάση του λεωφορείου τα μπαρ που έκλειναν,κι εγώ έλεγα η Αθήνα με διώχνει τα ξημερώματα,απόρριψη και αναγούλα και αναφιλητό,δεν έχω πόλη δεν έχω προορισμό.
αν πεθάνω άραγε θα είμαι όμορφη
αφροί στο φόρεμά μου ανοιγμένα πανιά στα μάτια μου αν πεθάνω ας γίνω μια ανάσα, μια σπίθα στα ξύλα του τζακιού το πρωινό τσιγάρο των ξυλοκόπων, μια λάμπα που κάποιος ξέχασε να σβήσει όταν η ώρα αλλάζει τον Οκτώβρη
No comments:
Post a Comment