περπατάω και είμαι ζωντανή, σπρώχνουμε τον κόσμο στα στενάκια,οι ράγες του τραίνου προς Πειραιά και αεροδρόμιο, ο κόσμος δε με καταπίνει πια, είναι απόγευμα νωρίς και έχει υγρασία .Δεν με πειράζει που είναι Κυριακή και νυχτώνει.
Βλέπω μια ανοιχτή ομπρέλα σε μα τζαμαρία, παντού ερείπια και μανταλωμένες πόρτες,ομπρέλα ανοιχτή σημαίνει γρουσουζιά μα μπορεί και να είναι τύχη,ζωγγραφισμένη στο χέρι προσεκτικά σαν κούκλα,μπλε βασιλικό και λεπτομέρειες γύρω γύρω, λευκές και κίτρινες σα λεμονιές, η ομπρέλα μέσα στο τζάμι λέει προστάτεψέ με και θα σε σκεπάσω από τη βροχή και τον ήλιο,θα μπω στην τσάντα σου αν με πάρεις στο σπίτι και δε θα σου φέρω κακή τύχη, θα βρέχει και θα βρέχομαι εγώ για σένα και δε θα ξεβάφω, μπλε σαν τη θυμωμένη θάλασσα σαν δυο ανταριασμένα μάτια.
Τρώμε διαφημιστική κρέμα καραμελέ καθισμένες στην πλατεία και χαζεύουμε δαχτυλίδια,τα μαγαζιά κλείνουν ένα ένα πόσοι άνθρωποι ετερόκλητοι σε αυτή την πόλη, άνθρωποι με λειψά μέλη άλλοι με λειψές ψυχές, ξανθά κορίτσια με σακούλες στα χέρια και την υπεροψία της νιότης τους,του φρέσκου δέρματός τους, φάλτσα λαικά τραγούδια πεινασμένες γάτες,έλα να μυρίσεις το άρωμά μου ambre des merveilles,το κεχριμπάρι των θαυμάτων, αναβλύζει από τη θάλασσα ζεστό και φέρνει τύχη,είναι πορτοκαλί και λευκό και κολλάει στο δέρμα σα στρείδι, ένα στρείδι από βανίλια, κεχριμπάρι εσπεριδοειδή, απλώνεται στο γκρίζο του μετρό και τα πλακάκια, αναβλύζει Βαλτική μέσα στη Μεσόγειο και οι ράγες του τραίνου όταν με τραβήξουν στη γειτονιά μου λένε να είσαι η θάλασσα να μην ησυχάζεις ποτέ
No comments:
Post a Comment