σου λένε ψέματα
πως στην πόλη σου δεν είσαι ξένη
τότε που κατέβαινες κρατώντας το χέρι του πατέρα σου
παρακαλώντας να πάρετε το τραίνο στο γυρισμό
στόμα που κολλούσε από καραμέλες και ανυπομονησία
βιτρίνες, κινηματογράφοι
αυτά που σε περίμεναν στοργικά να μεγαλώσεις.
και μεγάλωσες και δεν ξέρεις που να τρέξεις
λες μου κρύβατε όλοι την αλήθεια
δεν μου είπατε για παιδιά που περνάνε τα χέρια στα τζάμια δίπλα σου
δε μου είπατε για βρώμικους δρόμους και συνειδήσεις
δε μου είπατε η πόρτα κλείνει και η συντροφιά σου ο πονοκέφαλος
δε μου είπατε ηλικιωμένοι σε πλησιάζουν ζητάνε να πληρώσουν για την παρέα σου
στα χέρια σου κρατάς κεράσια
κανείς δεν τα βλέπει δεν τα μυρίζει δεν τα λαχταράει
τα πρωινά μου δεν έχουν πια δροσοσταλίδες δεν έχουν πάχνη
μόνο ιδρώτα και πίκρα στα μάτια
φοράω το άρωμά μου και όλοι το φόβο μυρίζουν
και τον ακολουθούν με πάθος
στα ραγισμένα πεζοδρόμια και περιμένουν σαν σκυλιά
τη στιγμή που το πόδι μου θα λυγίσει για να πέσω
No comments:
Post a Comment