Monday, December 22, 2008
η γεννηση
Thursday, December 11, 2008
colours..
Monday, December 08, 2008
numb
Friday, December 05, 2008
έφυγες
ή γαλάζια ήταν-ποτέ δεν κατάλαβα ακριβώς
οι σημειώσεις στη βεράντα σου
οι άγριες κρίσεις σου, ο αφρός από το
στόμα σου.
και οι σκόνες από τα πολύχρωμά σου χάπια συλλάβιζαν μαμά
και ζητούσες ζωή και έρωτα μα κανένας δεν στα έδινε
και ήθελες να γελάς μα το στόμα σου πιασμένο.
και η αρρώστια να σε κατατρώει σαν το οξύ του θανάτου
να μασάει τα σωθικά σου σαν μέδουσα αχόρταγη
και εσύ να μουτζουρώνεις σημειωματάρια τα πρωινά
και να αναζητάς τον πρίγκιπα τον σκοτεινό
κι όταν αγαπούσες έλεγες μάνα η αγκαλιά σου η φρικτή
γιατί να σου μοιάζω
γιατί να γεννηθώ από σένα
να μπορούσα να σε μισήσω
να μπορούσα να σε σκοτώσω
χωρίς να πληγώνω εμένα
σαν σιαμαίες αδελφές
με καταράστηκε ο Θεός
και εγώ ακόμα παρακαλάω
μεσα στη λήθη του λιθίου
σαν μια άλλη Σύλβια Πλαθ που ο χρόνος της έφθειρε τις γωνίες
του προσώπου
και μαλάκωσε αυτό το στόμα το υγρό
μάνα
μου λείπει η αγκαλιά σου
ίσως κάποτε τη βρω
αν σε εξαυλώσω και εξαυλωθώ.
Saturday, November 29, 2008
τα σαββατιατικα πρωινά
Με φόντο τα εποχιακά λαμπιόνια, τις γιρλάντες και τη φωνή του Μπινγκ Κρόσμπυ, με αρώματα πολύτιμα στους καρπούς και το ντεκολτέ, τα μάτια τα μισάνοιχτα σταμάτησαν να κοιτούν, να αγαπούν, να συναντιούνται.
Ψελλίζουν κάτι για κρίσεις οικονομικές
το γάμο της τάδε και της δείνα
κλέινουν εισητήρια για παραστάσεις που δεν καταλαβαίνουν
περιμένουν μετρό και τρόλευ
δοκιμάζουν κραγιόν στον καρπό σε πολυκαταστήματα
ξεφυλλίζουν βιβλία που πάλι δεν καταλαβαίνουν
η βλακεία, είναι ανίκητη σκέφτονται
μετά ανοίγουν ξανά τις τηλεοράσεις τους.
Μουγκές εκσπερματώσεις και πόθος ξεπλυμένος
πράσινο τσάι τα απογεύματα-μα τι πλήξη, όλα απαγορεύονται πια αν είναι διασκεδαστικά
καφές,τσιγάρο,φαγητό
"θυμάμαι τότε στη Φωκίωνος Νέγρη-η Μελίνα- το ουίσκυ-τι κομψός που ήταν αλήθεια ο Καραμανλής-τα Χριστούγεννα λέμε να πάμε στη Νέα Υόρκη,εσείς;"
Και δεν ξέρουν πως και η Νέα Υόρκη βαριέται
βρωμίζουν τα πεζοδρόμια από το χιόνι
μαγειρεύουν ρολό κιμά και πινουν αναψυκτικά από το κουτάκι
κι αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας
συνεχίζει την πορεία του
κρυφά νυσταγμένος και εκείνος.
Wednesday, November 19, 2008
κι εγώ...
Saturday, November 15, 2008
στα κρύα κλαδιά
δεν με ενοχλούν πια τα σύννεφα, τα ξεροβόρια,τα άκαμπτα ποδαράκια των νεκρών πουλιών.
σαν επίμονη γυναίκα στη γέννα περιμένω.
κρατάω τα πόδια μου ανοιχτά
τα χέρια μου σφιγμένα
τα χείλη μου από τα δαγκώματα λευκαίνουν.
κι ας τρέχουν δίπλα μου ποτάμια από μέλη κάποιων που κάποτε αγάπησα
το άρωμα της μνήμης θάβεται σιγά σιγά στις λάσπες
και τα ποιήματα που δε γράφτηκαν ποτέ τραγουδώνται από αγγέλους πεσμένους.
και περιμένω το νερό
να ξεπλύνει
να πνίξει
να χορτάσει τις μικρές μου ύαινες.
Thursday, November 13, 2008
μέσα στο κόκκινο ποτάμι
σαν παλιοί ιππότες σε μονομαχίες
κρατούν κάτω από το πρόσωπό μου όπλα γεμάτα
κραδαίνουν το κουφάρι μου
ρουφάνε το αίμα μου.
μην είσαι δειλή μου λεν
θα πονέσει τόσο, τόσο λίγο
όσο θα τρέχει το υγρό από την ψυχή σου στο χαρτί
όσο θα βλέπεις τους φόβους σου να γράφονται
όσο οι εφιάλτες σου θα τριγυρίζουν και τους άλλους.
κι εγώ σθεναρά αντιστέκομαι
θα νικήσω λέω τη μια
και το χέρι μου προκαλώ να γράψει από την άλλη
και τάζω έπαθλα φτηνά στον εαυτό μου
σαν κάτι φτηνά πλαστικά παιχνίδια πεταμένα στη γωνιά
σαν πεταμένα τσιγάρα μετά από ονομαστικές γιορτές στην επαρχία.
Friday, November 07, 2008
να είχα τα λόγια
Thursday, October 30, 2008
η χώρα μου
ταξιδεύει μέσα σε ξεχασμένες ηρωικές επετείους και οστεοφυλάκια
κομματιάζει με τις πόρπες της ζώνης τα μάτια της περηφάνειας
κολακεύει και κολακεύεται,
διαρρηγνύει τα ιμάτιά της
πως είναι ακόμα παρθένα
μα στην καρδιά της μια αριθμομηχανή
χτυπάει διαρκώς ποσά για την ώρα που διέθεσε.
Βάζει ακριβά αρώματα πάνω στο λεκιασμένο της λαιμό
στα λασπωμένα της χέρια ματωμένα μονόπετρα
και προχωράει
σε μια ακέφαλη παρέλαση
τη συνοδεύει
μια λεπρή μπάντα
Sunday, October 26, 2008
be...
τα χέρια στο σαγόνι σου με τις πρωινές εφημερίδες
οι αναστεναγμοί σου πριν κοιμηθείς,το τρίξιμο του κρεβατιού σου.
τα ταξίδια μας τόσα χρόνια στα καράβια
ο καπνός του τσιγάρου σου να φεύγει σαν τα χρόνια, αυτή η θαμπάδα του δέρματος στους καρπούς σου, κι όμως έλαμπες.
και όταν κοιτούσα αυτές τις παλιές φωτογραφίες σου
κι οταν έψαχνα τις τσέπες σου κρυφά
ήσουν δικός μου,μόνο δικός μου,στα μικρά παιδικά μου χέρια.
και ήσουν ο δικός μου ήρωας,αλάθητος, ανίκητος.
και κρατούσες τη ζωή μας όπως κρατούσες το τιμόνι, τραγουδώντας τη ζωή
κι εγώ να μετράω τις ουλές σου
τις πινελιές του πράσινου στα μάτια σου
τον ήχο του κλειδιού σου στην πόρτα
να σε παρακαλάω να μου λες ιστορίες, κι εγώ η μικρή μις μάκβεθ
να κρεμιέμαι απ τη ζωή σαν από τύχη, να λέω
είμαι σαν κι εσένα
σάρκα και οστά, και σου ρουφάω τη ζωή, είμαι το δικό σου αίμα.
κι όταν ανάσαινες ήσουν η δική μου αναπνοή και όταν πέθαινα εσύ ο θάνατος μου
-όσο ζω θα ζεις, ούτε μια μέρα παραπάνω-
και κρατάω το σακατεμένο σου δάχτυλο ακόμα
τα μάτια σου με πονάνε
κι όσο κοιμάσαι ταξιδεύει η ζωή
κι εσύ τρεμάμενος γερνάς-κι εγώ δε σε κρατάω πια απ' το χέρι.
Thursday, October 16, 2008
και ανυπομονώ
πάνω στα πατάρια των καφενείων γυναίκες φορούν έσάρπες κεντημένες
φερμένες από χώρες ξωτικές
κεντημένες από μάγισσες του Καυκάσου
με τα στόματα του βοριά να φυσούν στις άκρες
του ορίζοντα
το χρώμα του λυκόφωτος στις ραφές
σπουργίτια αθώα στα κλαδιά αιώνιων δέντρων
το χρώμα του βάθους του ωκεανού της καρδιάς σου
της αβύσσου της δικής μου
μαλακό μαλλί από ανάσες αγέννητων βρεφών
στον αργαλειό πλεγμένο
στα υγρά υπόγεια, στις γωνιές στοιβαγμένες κιτρινισμένες εφημερίδες.
και λέω δε θα κρυώνω πια
οι ώμοι μου θα ναι ζεστοί και φιλόξενοι
μα κάτι μέσα μου τρίζει-σαν τα τζιτζίκια που πιάναμε κάποτε στις ιδρωμένες μας παλάμες
και δεν μπορώ να σταματήσω να φοβάμαι
όσο ο κόσμος γυρίζει και αυτό το φθινόπωρο,
η υγρασία με σκοτώνει.
Sunday, October 12, 2008
betjeman
cliff's alone prevail
I stand alone, exultant, free
and from the cushion of the gale
behold a huge
consoling sea.
john betjeman
Saturday, October 11, 2008
october songs
αρχίζει η εποχή με τα κομμάτια ξεραμένου δέρματος
στις παλάμες μου
τα σημάδια από τα ρούχα στο δέρμα μου
τα απομεινάρια πικνικ στα πάρκα
τα ψίχουλα που περίσσεψαν από ένα κυριακάτικο γεύμα
πόσο λυπάμαι,τα χρόνια που φύγαν,χαμένα, πριν να γνωρίσω εσένα
κοκκινίζουν τα χείλη από την αναμονή
όταν ξαγρυπνάω τις αυγές με τα χρώματα των ρόδων
τα γλυκά σου χρώματα όταν κοιμούνται τα πουλιά
κι εσύ ταξιδεύεις, ιερή μέσα στους αφρούς της θάλασσας
που σιγά σιγά κρυώνει
στις αγκαλιές αφίλητων αγοριών.
κι αν κοιμηθώ στην αγκαλιά σου
θα ναι για πάντα
η ομορφιά που δεν πονάει λίγες στιγμές
σαν σβηστή λάμπα τα απογεύματα
ο μεγάλος ύπνος, η καρδιά που σταμάτησε επιτέλους να ματώνει.
Saturday, September 27, 2008
wallow
Tuesday, September 23, 2008
ice queen
αυτό το τσαλαβούτημα στα μουσκεμένα πλακάκια από το πρωτοβρόχι
για πρώτη φορά τα δικά μου γλυκά στο ψυγείο
τα μεσάνυχτα βράζει η τσαγιέρα στο μάτι της κουζίνας.
το γυμνό μου πρόσωπο στα χέρια σου
σα να περάσαν χρόνια χίλια
πάνω στο γραφείο τα μολύβια μου
τα σκουπισμένα δάκρυα, οι λυγμοί του χτες.
Κανέλα, κακάο, μοσχοκάρυδο, τα στεγνά μου χέρια στο αμπάρι
τα βήματα στη σκάλα των προγόνων μου
τα παιδιά γύρισαν εδώ και μέρες στα σχολεία.
Κρυστάλλινα κρύα νερά και ένας γκρίζος ουρανός
δυο τρία συρτάρια άνω κάτω
ένα φευγιό ακόμα στα κατάστιχα
το αίμα της ωριμότητας που στεγνώνει σαν το γάλα της συκιάς πάνω στο δέρμα.
καρύδι και φουντούκι και αμύγδαλο
"καρδιά μου τι να σε κεράσω"
δεν ξέρω τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
προσφέρω τους καρπούς της γης και βότσαλα,
κι αν καλοπιάσω τον καιρό μου χάρισμά σου,
το δικό μου φετινό φθινόπωρο.
Wednesday, September 17, 2008
τώρα πετώ για της ζωής το πανηγύρι...
Sunday, September 14, 2008
hush, little darling
Sunday, September 07, 2008
ο καπνός
Saturday, September 06, 2008
η κοκκινίλα...
Thursday, September 04, 2008
και μερικές φορές
Sunday, August 31, 2008
once again
Wednesday, August 27, 2008
elizabeth short
Tuesday, August 19, 2008
μικραίνει η καθε νύχτα
Sunday, August 17, 2008
nordic lights
Monday, August 11, 2008
ifyouneedmenow
σαν την αθώα ψυχή μου που χάθηκε
τώρα θέλω μαύρα μάτια μουτζουρωμένα
ξεφτισμένα νύχια κοκκινόμαυρα
τα ρούχα μου τα σκισμένα σαν παλιές σημαίες
να δείχνουν καμένα δάχτυλα, κιρσούς, γρήγορα ζευγαρώματα ξεχασμένα σε πάγκους από μπαρ
να χύνεται αλκοολ στα χείλη μου κι εσύ να κοινωνάς
όπως κατεβαινει στο λαιμό
να πιέζω τα πονεμένα μου πόδια στην άμμο
και να φυσάει, απέναντι από τα ξερονήσια
φασκόμηλα και θυμάρι και κομματιασμένα φύκια
να ραίνουν τα μαλλιά μου
μέσα στα κόκκινα νερά που έγιναν το αίμα μου
ένα σκυλί αλυχτάει.
μα ούτε κι έτσι με σκοτώνουν.
ούτε τα λευκά μάτια των θαμώνων
οι ταγκισμένες κολώνιες τα ξεθυμασμένα βλέμματα
και δυο ακίδες που πονούν
εκεί, πάνω στην κλειδωση
αχ να χα εικόνες να σου έδειχνα
το λιωμένο μου πρόσωπο να γερνάει σε σημεία
γύρω απ' τα χείλη πάνω στους κροτάφους
να σου προσέφερα βρασμένο νερό για τη θυσία
στάρι κρασί μέλι γάλα
να σου δινα όλα τα χρώματα του κόσμου
και για τελευταία φορά να εξαυλωνόμουν
σαν το αέριο στο γκαζάκι, μια ευωδιά θανάτου,μια ανάμνηση
της λαίδης λάζαρος.
Thursday, August 07, 2008
cinnamon milk
έχω ένα ζευγάρι, γκρι, σαν τον ουρανό πριν ξημερώσει, το avalanche του Cohen,κουνάω τα δάχτυλα των ποδιών μου μέσα από τα κοτλέ μου σχεδόν διαλυμένα παπούτσια, δεν θα μπει ποτέ τάξη σε αυτή την ντουλάπα τελικά, η θάλασσα θυμίζει πισίνα τα μεσημέρια, ήρεμη και γαλάζια, το κρύο νερό με ζωντανεύει,φωνάζω πως είμαι το δελφινοκόριτσο,τα χέρια μου πονάνε όταν ξυπνάω, σημάδια απ' τα μαξιλάρια.
Αυτοκίνητα περιμένουν σε σειρά έξω απ'τις ταβέρνες,fake letters fake lives, τα λαικά κορίτσια που σερβίρουν στα μπαρ, κατεστραμμένα ξανθά μαλλιά, χαμόγελο σε λίγο στραβά δόντια, το νερό γλυφό, δε χορταίνω σου λέω δε χορταίνω, πεταμένα περιοδικά σε κάδους απορριμμάτων και η ζωή η δική μου μεταίωρη,τα νύχια μου ξεβάφουν,απόχρωση κόκκινη σε μπεζ φόντο,και αν είναι η νύχτα αυτή δύσκολη,παρηγόρησέ με.
Friday, August 01, 2008
ογδοος μήνας
ξεχύνονται στην επαρχία άνθρωποι από όλες τις γωνιές
γεμάτοι από άχρηστα πράγματα στις βαλίτσες τους
ψηλοτάκουνα που δε θα φορεθούν στα στενοσόκακα
μπεστ σέλερ που δε θα διαβάσουν
μπάλες που θα ξεφουσκώσουν άδοξα
αρώματα με γιασεμί και περγαμόντο
παιδιά χαρούμενα ή θλιμμένα
φωνάζουν για προσοχή
πάντα ζητούν κάτι, πάντα κάτι έχουν να πουν
γυναίκες μόνες ή δεσμευμένες
αν κοιμούνται μόνες δεν θέλουν να το μάθει κανείς
βάζουν κρέμες στο σώμα, κραγιον στα χείλη
θέλουν να γνωρίσουν κάποιον για να ξεχάσουν
συνήθως μεθούν μόνες στον πάγκο ενός μπαρ
παραπατούν στο δρόμο για ένα φτηνό ενοικιαζόμενο δωμάτιο
χαμογελούν στην ιδιοκτήτρια, βάζουν σκούρα γυαλιά
μπορεί και να συγκινούνται με τα παιδιά στην παραλία
μα λένε όχι ακόμα, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή
αλλάζουν κουβέντα
πιάνουν κουβέντα για τα σήριαλ που θα παίξουν το χειμώνα
θέλουν να φάνε σπιτικό ρυζόγαλο και γλυκό του κουταλιού
ψωνίζουν φτηνά δώρα για τη μητέρα τους
λένε πως δε θέλουν να φύγουν
όταν έρθει το φέρυ μετά το Δεκαπενταύγουστο χαίρονται που θα γυρίσουν στο σπίτι τους
με λίγη σκόνη στα έπιπλα, κάποια ρούχα ασιδέρωτα
μεγάλες συσκευασίες στιγμιαίου καφέ και απότιστες γλάστρες
κι αν κοιμηθούν,νησιά σκέφτονται, και ίσως να δακρύζουν.
Monday, July 28, 2008
νύχτες υγρες
Thursday, July 24, 2008
δυτικοι ανεμοι
Thursday, July 10, 2008
δεν ξέρω τι θα πει θλίψη
Monday, July 07, 2008
στα μουδιασμένα μου χέρια
Tuesday, July 01, 2008
φύλλα πεσμένα
Sunday, June 29, 2008
μελτέμια
Monday, June 23, 2008
ο ζεστός αέρας
Saturday, June 21, 2008
to market! to market!
μπισκότα κάθε είδους, με σοκολάτα, με αμύγδαλο, με φράουλα, βουτύρου
και τραγανές γκοφρέτες με πραλίνα
σοκολάτες στο χαρτί με τζίντζερ και κανέλα
τα δυο μου μάτια αχόρταγα
προσπερνώ τα προιόντα διαίτης
γάλα για πεινασμένα μωρά σαν μικρά χελιδονάκια στη φωλιά
μερέντα μέλι φυστικοβούτυρο σαλέπι
μαρμελάδα σύκο και μύρτιλλο, κάστανο
για πρωινά στην εξοχή
φραγκοστάφυλο και βατόμουρο σε φρυγανισμένο ψωμί
σταγόνες κουβερτούρας
τα μπαχάρια παράδεισος, κανέλα πάνω σε ζεστό ρυζόγαλο,
μοσχοκάρυδο, πιπέρι να γαργαλάει τη γλώσσα
το αλάτι της γης
παιδιά στα καρότσια προσπαθούν να πιάσουν τα χρώματα
τα χέρια τους σαν φάροι
τσάι φερμένο από την Κίνα σε πλοία ξύλινα
καφές απ' τη Σουμάτρα
τις νύχτες που ξαγρυπνούν οι ερωτευμένοι
στα ταμεία μπάλες μέντας λιώνουν στο στόμα
μαστίχα χιώτικη αχ αυτές οι σταγόνες
καραμέλες βουτύρου στον πάτο της τσάντας μου
σαν χιλιάδες χαμένα κλειδιά της μνήμης
Saturday, June 14, 2008
χωρίς ανάσα
ο ήλιος με θαμπώνει .σα να βλέπω άστρα μέρα μεσημέρι .βλέπω τα νερά, τα παιδιά που παίζουν, τα πολυτελή κότερα να βαριούνται στα ανοιχτά, πιάτα με φρέσκο ψάρι για χατήρι των πρωτευουσιάνων, και τα κοιτάζω σα να ναι για πρώτη φορά, σα να μην έχω περάσει όλη μου τη ζωή εδώ, μέσα στα χώματα και την άμμο.
δεν ξέρω πως περνάνε οι νύχτες μου. ίσως κάπου να αναβοσβήνει μια τηλεόραση. ίσως κάπου να τσουγκρίζουν ποτήρια, θανατηφόρα δηλητήρια, το κόκκινο φόρεμα στην ντουλάπα όπως πάντα, πετάω από δω και από κει, δείξε μας πως φουμάρουν οι μάγκες, δε μου πάει που είναι όλοι χαμογελαστοί, ίσως και να ξέρουν καλύτερα βέβαια, νιφάδες με βρώμη για μεσημεριανό, δεν έχω γονείς, δεν έχω παρελθόν, περπατάω στην άμμο, δυο παρατημένες βάρκες, κατεβάζω το γείσο του καπέλου για να μη βλέπουν το πρόσωπό μου, τα μικρά αστράκια στα μάτια μου, δεν θέλω να ξέρουν, θέλω να το ξέρω μόνο εγώ και κανένας άλλος.
Friday, June 13, 2008
στα έρημα σοκάκια
Thursday, June 05, 2008
εικόνες
δώστε μου λευκά πλαίσια
να τοποθετήσω το σώμα μου, τα χέρια μου, τα ρίγη μου.
να ξεχειλίσουν οι κορνίζες απ΄το αίμα μου
τα μαύρα μανιτάρια στην καρδιά μου
οι νεκρές φύσεις στο βλέμμα μου.
να κοιμηθώ μια βραδιά
σα να 'μαι ορφανή, υγρή, μόνη στον κόσμο
κανένας να μη νοιάζεται
και η αγκαλιά αδειανή από λουλούδια και υποσχέσεις.
στους δρόμους ενός κέντρου
διαλύομαι σαν ατμός
στα χέρια των αγνώστων.
Wednesday, June 04, 2008
στα νεκρά μου δάχτυλα
οι ρυτίδες της μάνας μου γύρω από το στόμα
λαμποκοπάνε τα πρωινά
οι νύχτες γλιστράνε σαν πρωινές δροσοσταλίδες.
Τις μέρες μου
καίγεται η άσφαλτος
τα ρούχα μου σε σωρούς στο πάτωμα
κρεμ, γαλάζια, ροζ και λευκά πέταλα
κάθε ρούχο και μια πόλη, μια μυρωδιά, ένα αγχωμένο τσιγάρο στα ανοιχτά.
Δε μου φτάνει το νερό.
Διψάω, αυτές οι κοκκινίλες στο λάρυγγα
δεν προκλήθηκαν από χέρια, όνειρα, χαμογελαστά πρόσωπα.
Μόνο η αίσθηση του πνιγμού
δυο τρεις ανάσες έξω απ' το Μακρονήσι,
την ώρα που κοιμόταν το παιδί στο πίσω κάθισμα
μια γεύση μούχλας μέσα στο στόμα μου
και ο καιρός να περνάει, αγέρωχος, σα βοριάς, σα να κοιμούνται πια όλοι οι θεοί.
και γεννιόμουν,
γεννιόμουν μέσα σε καμπίνες και διαδρόμους
σε βρώμικα ποτήρια του καφέ και λεκιασμένα στρώματα,
γεννιόμουν σε στεγνωμένα χείλη και ροζιασμένα χέρια.
και πονούσε η ανάσα,
πονούσε το βλέμμα, το δάκρυ που δε βγήκε,
ο λυγμός που κατέβηκε στο λαιμό ξανά.
Δεν κοιμόμουν.
Και όταν τα βλέφαρά μου έκλειναν, έβλεπαν το θάνατο.
αγέρωχο σαν το βοριά, να προχωράει στο θρίαμβό του.
Thursday, May 29, 2008
Monday, May 26, 2008
και εκείνες τις μέρες
Tuesday, May 20, 2008
and the lovely heat
Saturday, May 17, 2008
anchorage
δεν ξέρω αν βρήκες καταφύγιο σε εκείνο το μέρος που έλεγαν Ανκορατζ
μπορεί και να ταν κοντά στη θάλασσα
γεμάτο από θαλάσσιες ανεμώνες
σε δέκα πυθμένες δίπλα σε αραχνιασμένες μάγισσες
ήρθαν και έφυγαν σαν ταμπάκο στα δόντια των προφητών
οι μοίρες
κοιμόμουν ξυπνούσα και ήταν τα ίδια όλα
χρώματα ψυχές καρποί
η σάπια ψυχή της Περσεφόνης
κοιμάται σε σιδερένια κρεβάτια
λυγίζει τα γυάλινά της δάχτυλα
καλεί τις μέλισσες να έρθουν πιο κοντά
να φτιάξουν αλησμόνητες κερήθρες
δεν ξέρω πια αν μου μοιάζω .
Κοιμόμουν ξυπνούσα
ο ίδιος θόλος στην οροφή
το γάλα στις χούφτες σου
αυτά τα φθαρμένα κρίνα στα μαλλιά σου.
Friday, May 16, 2008
οι λευκές μου νύχτες
Thursday, May 08, 2008
και οι μέρες στην αθήνα
Sunday, May 04, 2008
περνάει ο καιρός
και γύρω μου βλέπω χρώματα, και λευκά φορέματα και πλακόστρωτα, έχω μια σιωπή, είμαι θύτης ή θύμα, σουρουπώνει στην καρδιά μας, το κρεβάτι μου είναι καράβι, αρχίζουν τα γυμνά μπράτσα και οι απάνθρωπες ζέστες, δεν ξέρω τι να κάνω πρώτα, μια ζαλάδα στην εξώπορτα, θυμάμαι κάτι λόγια, κάτι χειρονομίες, τα νευρικά μου όνειρα το νευρικό μου σώμα, είχαν έρθει κάποτε κάτι απογεύματα, καθαρίζω σιωπηλά το πρόσωπό μου, κοιτάζω τα χέρια μου σαν ξένα, δεν ξέρω αν τρομάζω στη σιωπή, το ζεστό μου γάλα το βράδυ και τα υγρά μου σεντόνια, οι υγρές μου μέρες πάνω στο δέρμα μου,το κρεβάτι μου καράβι.
Thursday, May 01, 2008
μάης
Wednesday, April 30, 2008
μέσα στη ζέστη των σφαγείων
Monday, April 28, 2008
my lament
Saturday, April 26, 2008
σκέψεις σε γκρίζο
Friday, April 25, 2008
on the brink
Tuesday, April 22, 2008
σιωπηλή ένταση
Και γυρνάνε οι ιστοί από τις αράχνες και τα αστέρια στον ουρανό και γυρνάνε και οι σκέψεις μου, μισή εδώ μισή αλλού, προσπαθώ να καθρεφτιστώ στα νερά και αντανάκλαση πουθενά.
Κακή τηλεόραση και μούχλα, εγκατάλειψη, το μέρος που μεγάλωσα γκρεμίστηκε, πάνε οι παλιές μου κρυψώνες και ιδρώτας της εφηβείας μου,ο καπνός του τσιγάρου μου και οι στίχοι με το κραγιόν στον καθρέφτη, τώρα όλα είναι και μυρίζουν σκόνη.
Ψεκάζω λίγη κολώνια στην άκρη του παπλώματος, πατρίδα μου είναι οι μυρωδιές ,άνθρωποι που γνώρισα κάπου, σε ένα τραίνο σε ένα πλοίο, που μοιραστήκαμε έναν καφέ και δυο τσιγάρα στα καταστρώματα, badlands, ο άνεμος στο πρόσωπό μου.
Κολλάω, κολλάω ολόκληρη, και περιμένω το κακό.
"Μαύρα είναι τα άλογα
Τα πέταλά είναι μαύρα
πάνω στις σκούρες κάπες γυαλοκοπούν
λεκέδες από μελάνι και κερί.
Τα κρανία τους είναι από μολύβι
γι' αυτό και δεν θρηνούν
με τα λουστρινένιες δερμάτινες ψυχές τους
κατηφορίζουν στο στενό "
Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα
Monday, April 21, 2008
πλακόστρωτα
Thursday, April 17, 2008
sweet bird of youth
Wednesday, April 16, 2008
oh,the days!
Sunday, April 13, 2008
Αυτή η υγρασία...
Έχω τη διάθεση να φωνάξω σταματήστε, δεν αντέχω άλλο, και έρχεται ένας βαρύς ήλιος, κάθομαι ώρες σιωπηλή και μελετάω βιβλία χιλιομελετημένα, όταν χαίρομαι νιώθω σαν βαμπίρ, η αυγή είναι η μόνη ώρα που με μαλακώνει .
Και δεν σε νιώθω. Ακούω να κάνουν σχέδια κι εγώ περιμένω ταχυδρομεία που δεν έρχονται και παλιότερες εποχές.
Ούτε η θάλασσα σώζει, δε μοιάζει με εκείνη των παιδικών μου χρόνων, με εκνευρίζει η ραθυμία, οι ήχοι ξένοι στα αυτιά μου, και αυτή η υγρασία λίγο λίγο με σκοτώνει.