Monday, December 22, 2008

η γεννηση


αυτό το κρύο πάνω στα βλέφαρα
αυτή η ζέστη του καρπού σου
η Ανδρομέδα του καθρέφτη σου,
η Μέδουσα που παραμονεύει στη ντουλάπα σου.
Και συνεχίζεται ο θόρυβος από τις γκρίζες τηλεοράσεις
και φυσάει ο άνεμος, κρύε, άπονε βοριά
που φοβίζεις τα παιδάκια
που ξαπλώνουν ήσυχα στα κρεβάτια τους
κρατώντας οριζόντιο το ζεστό τους σώμα
τα αδύνατα πόδια τους,τις αδύναμες ψυχές τους.
Δύσκολο να συγχωρείς τις αμαρτίες σου,τα λάθη σου.
Και όταν τα σούρουπα ψιθυρίζουν μυστικά εσύ επίτηδες κρατάς το στόμα σου κλειστό.
Τις κερνάς καφέ, τσιγάρα, γέλια γάργαρα
παρακαλάς να μείνουν ακόμα λίγο
να σε συντροφεύσουν στα λίγα σου ρίγη
μα πετούν
σαν όνειρα που δεν έγιναν ποτέ,
σαν τους νεκρούς που κοιμούνται μες στο χώμα.

Thursday, December 11, 2008

colours..


οι μέρες ζητούν χρώματα
μπαχάρια και ανοιχτά παράθυρα
να φεύγει ο καπνός της μνήμης
να ξεχάσει το μυαλό,να αναπαυτεί.
πως θα ήθελα να ήμουν στον Αρχάγγελο
να περπατώ στα γκρίζα σοκάκια με τα χείλη σκασμένα από το κρύο
και να ζεσταίνομαι τις νύχτες μπροστά σε τζάκια πέτρινα
να είμαι εγώ το χρώμα, το αίμα, η ζωή.
κι όταν ανάβω τσιγάρο να ανάβουν και τα άστρα
να παίζει η μουσική του Kurt Weill
γιουκάλι τάνγκο και μαχαγκόννυ, και να χορεύουν τα κλαδιά
σαν παιδιά σε θεατρική παράσταση
όπου αλλού εκτός από δω θα θελα να σε ακούσω να λες
να βλέπω τα μάτια σου να δακρύζουν από χαρά, από ομορφιά,
να ανοίγουν τα χέρια σου να την πιάσουν
να πέφτει το χιόνι απαλά στα βλέφαρά σου
και να είμαστε το χρώμα, η αφή, να είμαστε το σώμα της φωτιάς
που διακλαδίζεται από σπίτι σε σπίτι
να ζεστάνει τα παγωμένα μέλη των βρεφών.

Monday, December 08, 2008

numb


έτσι όπως έγιναν τα πράγματα θέλω να φαντάζομαι
πως είμαι μια ζαχαροπλάστης σε ένα παραμύθι
και μαζί με γλυκά
ροδακινόπιτες, μηλόπιτες, κερασόπιτες, πίτες με μούρα
τάρτες με φράουλα και εξωτικό ανανά
βάζω μέσα στη ζύμη ιστορίες
για μια χώρα μαγική που ποτέ δε γνώρισε πόλεμο και μίσος
για ανθρώπους που αγαπούν
και παιδιά ροδομάγουλα που χτυπούν την πόρτα με ματωμένα γόνατα
και ζητούν και άλλες ιστορίες
κι εγώ με τα χέρια και το πρόσωπο αλευρωμένο
να τα καθίζω στο τραπέζι
να τους σερβίρω σαντιγί γαρνιρισμένη με δάκρυα αγγέλων
κακαο με πραλίνα από φουντούκι
ζεστές βάφλες με μαρμελάδα βερίκοκο
σε λευκά φλυτζάνια, απλά, χωρίς στολίδια.
και δεν θα ξέρω αν είμαι εγώ
ή το φάντασμά μου σε μια άλλη χώρα και αλλο χρόνο
και όταν θρέψει η πληγή
στο στόμα την καρδιά και τα σκέλια
θα αναληφθώ
ψηλά
πάνω στις στέγες των σπιτιών, να βλέπω καπνούς να βγαίνουν
από ζαχαρωμένες καμινάδες

Friday, December 05, 2008

έφυγες

και έκλεισαν τα όμορφα πράσινά σου μάτια
ή γαλάζια ήταν-ποτέ δεν κατάλαβα ακριβώς
οι σημειώσεις στη βεράντα σου
οι άγριες κρίσεις σου, ο αφρός από το
στόμα σου.
και οι σκόνες από τα πολύχρωμά σου χάπια συλλάβιζαν μαμά
και ζητούσες ζωή και έρωτα μα κανένας δεν στα έδινε
και ήθελες να γελάς μα το στόμα σου πιασμένο.
και η αρρώστια να σε κατατρώει σαν το οξύ του θανάτου
να μασάει τα σωθικά σου σαν μέδουσα αχόρταγη
και εσύ να μουτζουρώνεις σημειωματάρια τα πρωινά
και να αναζητάς τον πρίγκιπα τον σκοτεινό
κι όταν αγαπούσες έλεγες μάνα η αγκαλιά σου η φρικτή
γιατί να σου μοιάζω
γιατί να γεννηθώ από σένα
να μπορούσα να σε μισήσω
να μπορούσα να σε σκοτώσω
χωρίς να πληγώνω εμένα
σαν σιαμαίες αδελφές
με καταράστηκε ο Θεός
και εγώ ακόμα παρακαλάω
μεσα στη λήθη του λιθίου
σαν μια άλλη Σύλβια Πλαθ που ο χρόνος της έφθειρε τις γωνίες
του προσώπου
και μαλάκωσε αυτό το στόμα το υγρό
μάνα
μου λείπει η αγκαλιά σου
ίσως κάποτε τη βρω
αν σε εξαυλώσω και εξαυλωθώ.

Saturday, November 29, 2008

τα σαββατιατικα πρωινά

η Αθήνα βαριέται ακόμα πιο πολύ. Στα ακριβά καφέ στο Κολωνάκι, στα συνοικιακά στέκια που κορίτσια αγοράζουν φτηνά βερνίκια και ρουζ και κοκκαλάκια μαλλιών, στα κεντρικά κομμωτήρια, η πόλη μισοκοιμάται.
Με φόντο τα εποχιακά λαμπιόνια, τις γιρλάντες και τη φωνή του Μπινγκ Κρόσμπυ, με αρώματα πολύτιμα στους καρπούς και το ντεκολτέ, τα μάτια τα μισάνοιχτα σταμάτησαν να κοιτούν, να αγαπούν, να συναντιούνται.
Ψελλίζουν κάτι για κρίσεις οικονομικές
το γάμο της τάδε και της δείνα
κλέινουν εισητήρια για παραστάσεις που δεν καταλαβαίνουν
περιμένουν μετρό και τρόλευ
δοκιμάζουν κραγιόν στον καρπό σε πολυκαταστήματα
ξεφυλλίζουν βιβλία που πάλι δεν καταλαβαίνουν
η βλακεία, είναι ανίκητη σκέφτονται
μετά ανοίγουν ξανά τις τηλεοράσεις τους.
Μουγκές εκσπερματώσεις και πόθος ξεπλυμένος
πράσινο τσάι τα απογεύματα-μα τι πλήξη, όλα απαγορεύονται πια αν είναι διασκεδαστικά
καφές,τσιγάρο,φαγητό
"θυμάμαι τότε στη Φωκίωνος Νέγρη-η Μελίνα- το ουίσκυ-τι κομψός που ήταν αλήθεια ο Καραμανλής-τα Χριστούγεννα λέμε να πάμε στη Νέα Υόρκη,εσείς;"
Και δεν ξέρουν πως και η Νέα Υόρκη βαριέται
βρωμίζουν τα πεζοδρόμια από το χιόνι
μαγειρεύουν ρολό κιμά και πινουν αναψυκτικά από το κουτάκι
κι αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας
συνεχίζει την πορεία του
κρυφά νυσταγμένος και εκείνος.

Wednesday, November 19, 2008

κι εγώ...


νιώθω σαν να μεγάλωσα πια
δε με συγκινούν τα χρώματα της ίριδας
τα δερματόδετα βιβλία, οι μουσικές και οι γιορτές.
σπάνια πια αλλάζω δέρμα
αναστενάζω στις βροχές, σηκώνω το ψέμα μου.
ο πόνος μέσα στα μάγουλά μου και πιο πάνω
χτυπάει τη φλέβα του καρπού, τη διαστέλλει.
τα μάτια τα κόκκινα της έμπνευσης δεν με καρφώνουν
αν και προσεύχομαι γοναστιστή,γυμνή, σε κάθε χτύπημα του ρολογιού.
ακόμα κι όταν θέλω να χαθώ στα κρίνα
η δύναμη της γης πίσω με τραβάει, σαν θήραμα σε κυνήγι ματωμένο.

Saturday, November 15, 2008

στα κρύα κλαδιά

στα κρύα κλαδιά της μνήμης έχω μάθει να κρυώνω.
δεν με ενοχλούν πια τα σύννεφα, τα ξεροβόρια,τα άκαμπτα ποδαράκια των νεκρών πουλιών.
σαν επίμονη γυναίκα στη γέννα περιμένω.
κρατάω τα πόδια μου ανοιχτά
τα χέρια μου σφιγμένα
τα χείλη μου από τα δαγκώματα λευκαίνουν.
κι ας τρέχουν δίπλα μου ποτάμια από μέλη κάποιων που κάποτε αγάπησα
το άρωμα της μνήμης θάβεται σιγά σιγά στις λάσπες
και τα ποιήματα που δε γράφτηκαν ποτέ τραγουδώνται από αγγέλους πεσμένους.
και περιμένω το νερό
να ξεπλύνει
να πνίξει
να χορτάσει τις μικρές μου ύαινες.

Thursday, November 13, 2008

μέσα στο κόκκινο ποτάμι

με προκαλούν οι λέξεις
σαν παλιοί ιππότες σε μονομαχίες
κρατούν κάτω από το πρόσωπό μου όπλα γεμάτα
κραδαίνουν το κουφάρι μου
ρουφάνε το αίμα μου.
μην είσαι δειλή μου λεν
θα πονέσει τόσο, τόσο λίγο
όσο θα τρέχει το υγρό από την ψυχή σου στο χαρτί
όσο θα βλέπεις τους φόβους σου να γράφονται
όσο οι εφιάλτες σου θα τριγυρίζουν και τους άλλους.
κι εγώ σθεναρά αντιστέκομαι
θα νικήσω λέω τη μια
και το χέρι μου προκαλώ να γράψει από την άλλη
και τάζω έπαθλα φτηνά στον εαυτό μου
σαν κάτι φτηνά πλαστικά παιχνίδια πεταμένα στη γωνιά
σαν πεταμένα τσιγάρα μετά από ονομαστικές γιορτές στην επαρχία.



Friday, November 07, 2008

να είχα τα λόγια


και τι να πεις σε έναν καιρό που αρνιέται να αλλάξει
στον ιδρώτα που κυλάει από το σώμα σου σαν προσευχή
τι να πεις στα παλιά σου ρούχα, δυο σκισμένα σεντόνια,μια τρυπημένη κουβέρτα που έκανε το γύρο τόσων κρεβατιών
τι να πεις στο σώμα σου το ίδιο που αλλάζει
φουσκώνει και μαζεύει σαν την παλίρροια με κάτι χειμωνιάτικα φεγγάρια
τραβώντας πίσω του αδεια μπουκάλια και τα πετράδια της χαμένης Ατλαντίδας.
Τι να πεις στο σώμα αυτό το κουρασμένο
που σμιλεύτηκε με γάλα ζεστό και ζυμωτό ψωμί
μέλι από μέρη μακρινά και νερά, λιωμένο χιόνι
που καλύπτεται από μαύρες φορεσιές
που τις λερώνει στα σοκάκια και τα σπασμένα πεζοδρόμια
τι να πεις στη γύμνια την αληθινή, εκείνη του δικού σου προσώπου στον καθρέφτη.
και δε φτάνουν πια οι μουσικές οι εξαίσιες, τα στολίδια τα ακριβά, ο καφές και τα τσιγάρα τα βαριά-
τι να πεις στα ζαρωμένα μάτια και το δέρμα το χάρτινο και το λάρυγγα τον κλεισμένο
κι αν σκεφτείς πως από καιρό περίμενες
την παρακμή,τις ράθυμες κινήσεις, τη νύστα που μυρμηγκιάζει τα άκρα
κάτι απογεύματα που πέφτει όλη η σκόνη του κόσμου
πάνω στους ώμους σου
και σφίγγεις τη γροθιά μπρος στον καθρέφτη-και τώρα οι δυο μας ,λες
και όλη του κόσμου η ντροπή
και όλου του κόσμου οι αμαρτίες
ξεπροβάλλουν σαν την Μέδουσα,στη θάλασσα του μυαλού σου.

Thursday, October 30, 2008

η χώρα μου

η χώρα μου
ταξιδεύει μέσα σε ξεχασμένες ηρωικές επετείους και οστεοφυλάκια
κομματιάζει με τις πόρπες της ζώνης τα μάτια της περηφάνειας
κολακεύει και κολακεύεται,
διαρρηγνύει τα ιμάτιά της
πως είναι ακόμα παρθένα
μα στην καρδιά της μια αριθμομηχανή
χτυπάει διαρκώς ποσά για την ώρα που διέθεσε.
Βάζει ακριβά αρώματα πάνω στο λεκιασμένο της λαιμό
στα λασπωμένα της χέρια ματωμένα μονόπετρα
και προχωράει
σε μια ακέφαλη παρέλαση
τη συνοδεύει
μια λεπρή μπάντα

Sunday, October 26, 2008

be...

μου λείπουν τόσο τα πρωινά μαζί σου
τα χέρια στο σαγόνι σου με τις πρωινές εφημερίδες
οι αναστεναγμοί σου πριν κοιμηθείς,το τρίξιμο του κρεβατιού σου.
τα ταξίδια μας τόσα χρόνια στα καράβια
ο καπνός του τσιγάρου σου να φεύγει σαν τα χρόνια, αυτή η θαμπάδα του δέρματος στους καρπούς σου, κι όμως έλαμπες.
και όταν κοιτούσα αυτές τις παλιές φωτογραφίες σου
κι οταν έψαχνα τις τσέπες σου κρυφά
ήσουν δικός μου,μόνο δικός μου,στα μικρά παιδικά μου χέρια.
και ήσουν ο δικός μου ήρωας,αλάθητος, ανίκητος.
και κρατούσες τη ζωή μας όπως κρατούσες το τιμόνι, τραγουδώντας τη ζωή
κι εγώ να μετράω τις ουλές σου
τις πινελιές του πράσινου στα μάτια σου
τον ήχο του κλειδιού σου στην πόρτα
να σε παρακαλάω να μου λες ιστορίες, κι εγώ η μικρή μις μάκβεθ
να κρεμιέμαι απ τη ζωή σαν από τύχη, να λέω
είμαι σαν κι εσένα
σάρκα και οστά, και σου ρουφάω τη ζωή, είμαι το δικό σου αίμα.
κι όταν ανάσαινες ήσουν η δική μου αναπνοή και όταν πέθαινα εσύ ο θάνατος μου
-όσο ζω θα ζεις, ούτε μια μέρα παραπάνω-
και κρατάω το σακατεμένο σου δάχτυλο ακόμα
τα μάτια σου με πονάνε
κι όσο κοιμάσαι ταξιδεύει η ζωή
κι εσύ τρεμάμενος γερνάς-κι εγώ δε σε κρατάω πια απ' το χέρι.


Thursday, October 16, 2008

και ανυπομονώ

να έρθει ξανά ένας χειμώνας
πάνω στα πατάρια των καφενείων γυναίκες φορούν έσάρπες κεντημένες
φερμένες από χώρες ξωτικές
κεντημένες από μάγισσες του Καυκάσου
με τα στόματα του βοριά να φυσούν στις άκρες
του ορίζοντα
το χρώμα του λυκόφωτος στις ραφές
σπουργίτια αθώα στα κλαδιά αιώνιων δέντρων
το χρώμα του βάθους του ωκεανού της καρδιάς σου
της αβύσσου της δικής μου
μαλακό μαλλί από ανάσες αγέννητων βρεφών
στον αργαλειό πλεγμένο
στα υγρά υπόγεια, στις γωνιές στοιβαγμένες κιτρινισμένες εφημερίδες.
και λέω δε θα κρυώνω πια
οι ώμοι μου θα ναι ζεστοί και φιλόξενοι
μα κάτι μέσα μου τρίζει-σαν τα τζιτζίκια που πιάναμε κάποτε στις ιδρωμένες μας παλάμες
και δεν μπορώ να σταματήσω να φοβάμαι
όσο ο κόσμος γυρίζει και αυτό το φθινόπωρο,
η υγρασία με σκοτώνει.

Sunday, October 12, 2008

betjeman

Here where the
cliff's alone prevail
I stand alone, exultant, free
and from the cushion of the gale
behold a huge
consoling sea.
john betjeman

Saturday, October 11, 2008

october songs

τα τραγουδια του οκτώβρη δεν τα πε ποτέ κανείς
αρχίζει η εποχή με τα κομμάτια ξεραμένου δέρματος
στις παλάμες μου
τα σημάδια από τα ρούχα στο δέρμα μου
τα απομεινάρια πικνικ στα πάρκα
τα ψίχουλα που περίσσεψαν από ένα κυριακάτικο γεύμα
πόσο λυπάμαι,τα χρόνια που φύγαν,χαμένα, πριν να γνωρίσω εσένα
κοκκινίζουν τα χείλη από την αναμονή
όταν ξαγρυπνάω τις αυγές με τα χρώματα των ρόδων
τα γλυκά σου χρώματα όταν κοιμούνται τα πουλιά
κι εσύ ταξιδεύεις, ιερή μέσα στους αφρούς της θάλασσας
που σιγά σιγά κρυώνει
στις αγκαλιές αφίλητων αγοριών.
κι αν κοιμηθώ στην αγκαλιά σου
θα ναι για πάντα
η ομορφιά που δεν πονάει λίγες στιγμές
σαν σβηστή λάμπα τα απογεύματα
ο μεγάλος ύπνος, η καρδιά που σταμάτησε επιτέλους να ματώνει.

Saturday, September 27, 2008

wallow


τα άδεια σπίτια δεν είναι πάντα θλιβερά
οι λευκοί τοίχοι μπορούν ακόμα να ελπίζουν
δεν ξεκόλλησε ακόμα η άμμος από τα παντζούρια μου
σεπτέμβρης και τα αγκάθια στο δέρμα μου
δεν λεν να φύγουν
σπαταλημένες ώρες πάνω από χαρτιά και μολύβια
με αυτό το χείλος που θέλει να τρέμει κι εγώ δεν το αφήνω.
γιατί αν το αφήσω θα καταρρεύσει η γύψινη αυτή μάσκα
και οι τοίχοι και τα θεμέλια
θα πάρει ο βοριάς τις κουρτίνες να βουλιάξουν στο πιο βαθύ σημείο του ωκεανού
λευκό μέσα στο λευκό, το μάτι του Κύκλωπα μονίμως θολωμένο
από τη λαχτάρα να ριζώσει.
και οι γυναίκες της νύχτας
ακόμα περιμένουν να ξεριζώσουν τα βαμμένα μου νύχια να τραβήξουν το αίμα
για να κοιμηθούν
κι όταν φωνάζω δεν με ακούει κανείς τις νύχτες ή τις μέρες
και βαλτώνω αργά στη λασπωμένη άμμο
αχνή, άκληρη και μολυσμένη.

Tuesday, September 23, 2008

ice queen

μάλλινες κάλτσες μέχρι το γόνατο
αυτό το τσαλαβούτημα στα μουσκεμένα πλακάκια από το πρωτοβρόχι
για πρώτη φορά τα δικά μου γλυκά στο ψυγείο
τα μεσάνυχτα βράζει η τσαγιέρα στο μάτι της κουζίνας.
το γυμνό μου πρόσωπο στα χέρια σου
σα να περάσαν χρόνια χίλια
πάνω στο γραφείο τα μολύβια μου
τα σκουπισμένα δάκρυα, οι λυγμοί του χτες.
Κανέλα, κακάο, μοσχοκάρυδο, τα στεγνά μου χέρια στο αμπάρι
τα βήματα στη σκάλα των προγόνων μου
τα παιδιά γύρισαν εδώ και μέρες στα σχολεία.
Κρυστάλλινα κρύα νερά και ένας γκρίζος ουρανός
δυο τρία συρτάρια άνω κάτω
ένα φευγιό ακόμα στα κατάστιχα
το αίμα της ωριμότητας που στεγνώνει σαν το γάλα της συκιάς πάνω στο δέρμα.
καρύδι και φουντούκι και αμύγδαλο
"καρδιά μου τι να σε κεράσω"
δεν ξέρω τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
προσφέρω τους καρπούς της γης και βότσαλα,
κι αν καλοπιάσω τον καιρό μου χάρισμά σου,
το δικό μου φετινό φθινόπωρο.

Wednesday, September 17, 2008

τώρα πετώ για της ζωής το πανηγύρι...


¨εχει στα μαλλιά κορδέλες στο κορμί της χίλιες βδέλλες"
πονεμένα μάτια, βρίσκω απασχολήσεις εφήμερες, κουβάδες με μαύρα νερά, lists of destruction πονεμένο στομάχι, είναι περίεργη αυτή η εποχή σου λέω, δεν ξέρεις αν φταις εσύ ή ο νοτιάς, παγωμένα νερά, σκόνη, ραθυμία,ανατριχίλες στο σώμα, φτηνά σήριαλ στην τηλεόραση, γυναίκες με κλαρωτές ρόμπες στο δρόμο, κλωτσάω ένα χαλίκι, ιδρώνω πάνω από ένα σίδερο, φοβάμαι τα βράδια, μην κοιτάς που κάνω τη γενναία, το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, τα παιδιά κάτω στον κάμπο,τα πρόσωπα στον ύπνο με τα κοφτερά δόντια που στάζουν αίμα,εικόνες βυζαντινές τρομαχτικές, θέλω να έρθει ο δικός μου χειμώνας, να μου ζεσταίνεις τα πόδια μέσα από τις χοντρές κάλτσες και να με αγκαλιάζεις τα βροχερά πρωινά, να με παρηγορείς όταν κρυώνω, να κοιτάω τα όμορφα χέρια σου, να φιλάω την ανάσα σου.

Sunday, September 14, 2008

hush, little darling


τα παράθυρα κλειστά, είμαι στο φως μια μικρή ηλιακτίδα και η " νύχτα λασπωμένο κρόσσι", είμαι μια μήτρα βαθιά, χωράω τα πάντα, πίστεψε με, θανάτους μάτια ξερατά ιδρώτα και δεν κλαίω αντέχω δες με
το αίμα στην άκρη του δρόμου
μια μάνα που ψάχνει τα παιδιά της
οι σκισμένες εφημερίδες στα περβάζια
τα μάτια μου αντέχουν τα πάντα
θορύβους θυμούς θυμοσοφίες δολοφονίες
τα φύκια που μαζεύονται στις θαλασσινές σπηλιές
οι δολοφόνοι πίσω από τα πατζούρια
τα ρούχα μου πιέζουν το δέρμα
σφιχτά χαμόγελα μέσα στη δυσωδία
και τα θύματα άγγελοι κρατιούνται με λύσσα
ήσουν δεκαοχτώ χρονών ήσουν ένα γερασμένο παιδί
ήσουν λευκός και όμορφος μέσα στα γαμπριάτικά σου
φρεσκοξυρισμένος ένα δάχτυλό σου προεξείχε
ήσουν στα μαύρα άγελος του θανάτου
ήσουν μωρό παιδί με ένα μπουκάλι στο χέρι σου
και δεν έχω καταλάβει ποιος ήσουν τελικά
μα ακόμα σε περιμένω, να δεις το καινούριο μου φόρεμα, γκρι, που σου άρεσε.
" που είναι το έλεος σου Ντόμινε "

Sunday, September 07, 2008

ο καπνός


και η φωνή της φλέρυς ευαίσθητη σαν το κρύσταλλο που γίνεται κομμάτια, και η εύθραυστη ψυχή μου, ανάβω τσιγάρο,ίσως και να καπνίζω όσο καιρό ζούσα, ίσως και πιο πριν, πριν γεννηθώ, τα δάχτυλα μου κάνουν κύκλους σαν του καπνού, ανακατεύεται η μυρωδιά του ταμπάκο με το άρωμά μου,coco mademoiselle και είναι Σεπτέμβρης και φυσάει, λίγη ζάχαρη άχνη στην γλώσσα μου, μάλλινο φανελάκι πλεκτές κάλτσες μέχρι το γόνατο, αν κρυώνουν τα πόδια μου τρέμω ολόκληρη, ψάχνω συνταγές, shepherds pie, χορταστικά φαγητά και επιδόρπια, βαριές κρέμες γάλακτος, βούτυρο, απαγορευμένες ουσίες πια, τσιγάρο, λιπαρά, το καράβι φωτισμένο πάει για άλλες πολιτείες, σφυρίζει τρεις φορές και εγώ χώνω τα παπούτσια μου στην άμμο, δεν πάει άλλο θέλω να πω μα δεν το λέω, ίσως και να είναι καλύτερα έτσι,ναι,έτσι ακριβως όπως τώρα.

Saturday, September 06, 2008

η κοκκινίλα...


από τα μάτια μου που δε φεύγει και κάτι εικόνες που σκόρπισαν σαν τη σκόνη, κάτι γυναίκες μόνες που το κραγιόν ξεφτίζει από τα χείλη παραγγέλνουν παγωτό σοκολάτα και καπνίζουν το τελευταίο τους τσιγάρο, ψάχνω ρουζ για να κρύψω τη χλωμάδα μου, όχι στα μάγουλα, μέσα μου, blushing tempting, fleur de flirt, foolish virgin, honey cafe, αποχρώσεις κοραλλί και ροδακινί και παρθενικό ροζ, τα δικά μου χείλη σκάνε και τα καίει το θαλασσόνερο, τα φαγωμένα μου νύχια πάνω στο τραπέζι σε πρώρο πλάνο, κάτι κουβέντες που δεν έγινα ποτέ, νοστάλγησα να ακούσω ένα τραγούδι του Αζναβούρ, ένα κοριτσάκι ψάχνει το χαμένο του παιχνίδι, το αδέσποτο του χωριού στην άκρη της αμμουδιάς, να σε ράψω αν πληγώθηκες, θέλω να μουτζουρώσω το μακιγιάζ των ματιών μου και να μη με αναγνωρίζει κανένας, να φορέσω ένα μάλλινο ροζ φουστάνι και να πάμε στο πέραμα και στο λαύριο να χαζέψουμε τα πλοία που σκουριάζουν, έτσι νιώθω κι εγώ καμιά φορά, πως σκουριάζω στο πέρασμα του χρόνου, πως γουργουρίζω με θόρυβο σαν ξεχαρβαλωμένη καφετιέρα, καλύπτω τα γόνατά μου με το φόρεμα, και να έπιανε λέει μια βροχή και να έφευγαν όλοι να κρυφτούν και να μέναμε οι δυο μας, και να πονάνε οι σταγόνες στο παραμελημένο δέρμα, να άδειαζε όλος ο κόσμος και εγώ να χαράζω κύκλους στην άμμο σαν σε αρχαία τελετή, να βλέπω τα χαμηλά σπίτια και τα σκοτάδια τους και να γίνομαι ένα, ο θάνατος μας περιτριγυρίζει δεν το καταλαβαίνεις, κάνε την υπόκλισή σου και περίμενε, δεν τελειώνουν οι στιγμές, τελειώνει μόνο το σώμα, σαν παλιό πλάνο σε ταινία που δεν είδε κανείς.

Thursday, September 04, 2008

και μερικές φορές


δεν με πειράζει ο συνωστισμός πάνω στο γραφείο μου
η σκόνη στα τραπέζια και τα αφημένα ποτήρια
πολλά ελαττώματα έγιναν παρελθόν
σαν το δροσερό νερό που κυλάει στην πλάτη μου
σαν τα παπούτσια που πιάνω στα χέρια μου για να περπατήσω στην άμμο
σαν το κραγιόν που φεύγει από τα χείλη
σαν τον πάγο που λιώνει στα ποτήρια
στους πάγκους των μπαρ μετά τα μεσάνυχτα
που κάποιος ξέχασε να τα μαζέψει
και είναι ο βοριάς και η δροσιά και η νύχτα που έρχεται νωρίς και με αγκαλιάζει
και μου λέει, τώρα, είμαι συμμαχός σου
και όχι εχθρός σου
σαν τη βουκαμβίλια στις αυλές των νησιών που σκορπίζει πέταλα σε στενοσόκακα και εκκλησιές
σαν το πορτοκαλί σούρουπο που χαιδεύει το εσωτερικό του μπράτσο μου
τα παιδιά που τρέχουν στην άμμο
δυο τρεις σκοποί του Νίνο Ρότα
et in arcadia ego.

Sunday, August 31, 2008

once again


δύσκολες οι νύχτες με κρύο
τρίζουν τα παραθυρόφυλλα
μαθαίνεις αν έχεις αντοχές όταν κλείνεις τα μάτια
κάπου το φεγγάρι που κρύβεται δεν ξέρει μυστικά
το χτύπημα της δερμάτινης ζώνης
τα εγκλήματα που δε μαθεύτηκαν ποτέ
οι αμαρτίες που δεν εξομολογήθηκαν
τα τραγούδια που δεν παίχτηκαν
το κοκκινισμένα δέρμα στα μάγουλα με τα αποτυπώματά του
the tatters of my wedding dress.
κι εσύ κοιμάσαι ήρεμη.
ούτε εφιάλτες ούτε βίαια ξυπνήματα
ούτε νοτισμένα μαξιλάρια .
μια προσευχή για μας τους αυπνους
που κρατάμε το κλειδί για τα κελιά μας
δεμένα στο λαιμό
με γροθιές σφιγμένες,
(when i am on a pedestal, you did not raise me there)
ακούμε όλο βράδυ το γέλιο μιας ύαινας που ξεσκίζει πλάσματα της νύχτας
βάζουμε με ανακούφιση αλάτι στις πληγές μας
διώχνουμε φύλακες άγγελους, κρατάμε μικρά φονικά
στην κόρη του ματιού μας.
(it is your flesh that i wear)

Wednesday, August 27, 2008

elizabeth short


πιο διάσημη νεκρη απο ότι ζωντανή
στα φώτα του Χόλλυγουντ
στο πεζοδρομιο που ρουφηξε το γυμνό σου σώμα
το παραμορφωμένο σου πια πρόσωπο
τα βαμμένα μαύρα σου μαλλιά
την περίεργη συμπεριφορά σου
τους αμέτρητους εραστές σου
τα διάσημά πια ονειρά σου
ελίζαμπεθ.
τραγική. αστεία. τρομαχτική. ερωτική.
νεκρή.
μια μαίρυλιν του θανάτου.
εσύ κρατάς το κλειδί για το έγκλημά σου.
στα σηκωμένα σου χέρια
κράτησες όνειρα δεκάδων κοριτσιών
με το αίμα σου γράφτηκαν βιβλία
στοιχειώνεις μπαρ ξενοδοχείων.
ερωμένη. πόρνη. αγία. νεκρή.
μέσα στη νύχτα του λος άντζελες.
ελίζαμπεθ.

Tuesday, August 19, 2008

μικραίνει η καθε νύχτα


και εσύ να γράφεις κάθε βράδυ σε δάχτυλα και μπράτσα με μελάνια ανεξίτηλα, και να περιμένεις το ταχυδρομείο, δεν μου αρέσει όταν είσαι θυμωμένη, όταν κρίνεις, αυτό το βλέμμα σου το αυστηρό, ακόμα κι όταν λες πως με αγαπάς πολύ και αμέσως διορθώνεις ότι κάνω, και τα βαριά σου βήματα στις σκάλες και ο ήχος του σώματος πάνω στο στρώμα, ότι κάνω το κάνω για σένα, πόσο κανιβαλιστικό μου ακούγεται, καταβροχθίζεις ρυζόγαλα και γλυκά του κουταλιού και φέτες ψωμιού με βούτυρο και δεν ξέρω τι άλλο, και ανοίγεις με θόρυβο τα παράθυρα τα ξημερώματα, εσύ έφταιξες ή εγώ;
και όταν όλο αυτό τελειώσει θα θέλεις να το ξαναρχίσεις, ένα δύο τρία πάμε ξανά, ο ιδρώτας πάνω από το φρύδι σου, το στόμα σου να σκληραίνει, και ο αναστεναγμός πριν κοιμηθείς κάθε φορά να με παγώνει.

Sunday, August 17, 2008

nordic lights


η καρδια μου στα χερια σου
περνάει ο Αύγουστος σαν μέλισσα
στην παλάμη μου
η βισκόζη πάνω στο δέρμα μου
δροσίζει τους περαστικούς σε κεντρικους δρόμους
πνίγω με τη ζώνη μου τους περίεργους στους φάρους
κι αν σε παρέσυρα μη δίνεις σημασία.
πόσα χρόνια πόσοι δρόμοι
ένα τέλος στην Αλάσκα
ανήμερα Χριστούγεννα που έδινα τη ζωή μου σε ένα θνησιγενές μωρό
μέσα στο κρύο στα ματωμένα σεντόνια
κι όμως ξερω μόνο εσένα αγάπησα
άβολο μέσα στα κοστούμια σου
τα γκρίζα σου μαλλιά
τα λεπτά σου δάχτυλα τα διάφανα
το παγωτό με το σιρόπι κεράσι στους πάγκους
η βανίλια στο στόμα μου μέσα στη βροχή
κι αν με λες Ανναμπελ, δεν πειράζει,γλυκέ μου Χούμπερτ.
(επέτειος από την έκδοση της Λολίτας, του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ)

Monday, August 11, 2008

ifyouneedmenow

κουραστηκα να ντύνομαι στα λευκά
σαν την αθώα ψυχή μου που χάθηκε
τώρα θέλω μαύρα μάτια μουτζουρωμένα
ξεφτισμένα νύχια κοκκινόμαυρα
τα ρούχα μου τα σκισμένα σαν παλιές σημαίες
να δείχνουν καμένα δάχτυλα, κιρσούς, γρήγορα ζευγαρώματα ξεχασμένα σε πάγκους από μπαρ
να χύνεται αλκοολ στα χείλη μου κι εσύ να κοινωνάς
όπως κατεβαινει στο λαιμό
να πιέζω τα πονεμένα μου πόδια στην άμμο
και να φυσάει, απέναντι από τα ξερονήσια
φασκόμηλα και θυμάρι και κομματιασμένα φύκια
να ραίνουν τα μαλλιά μου
μέσα στα κόκκινα νερά που έγιναν το αίμα μου
ένα σκυλί αλυχτάει.
μα ούτε κι έτσι με σκοτώνουν.
ούτε τα λευκά μάτια των θαμώνων
οι ταγκισμένες κολώνιες τα ξεθυμασμένα βλέμματα
και δυο ακίδες που πονούν
εκεί, πάνω στην κλειδωση
αχ να χα εικόνες να σου έδειχνα
το λιωμένο μου πρόσωπο να γερνάει σε σημεία
γύρω απ' τα χείλη πάνω στους κροτάφους
να σου προσέφερα βρασμένο νερό για τη θυσία
στάρι κρασί μέλι γάλα
να σου δινα όλα τα χρώματα του κόσμου
και για τελευταία φορά να εξαυλωνόμουν
σαν το αέριο στο γκαζάκι, μια ευωδιά θανάτου,μια ανάμνηση
της λαίδης λάζαρος.

Thursday, August 07, 2008

cinnamon milk

και τα βράδια πίνω ζεστό γάλα με κανέλα,δεν ξέρω αν είναι βάλσαμο ή αν το μπαχάρι μέσα μου ξυπνάει πόθους άλλους, είναι ο καιρός αρκετά κρύος για να φορέσω κάλτσες πάνω από το γόνατο;
έχω ένα ζευγάρι, γκρι, σαν τον ουρανό πριν ξημερώσει, το avalanche του Cohen,κουνάω τα δάχτυλα των ποδιών μου μέσα από τα κοτλέ μου σχεδόν διαλυμένα παπούτσια, δεν θα μπει ποτέ τάξη σε αυτή την ντουλάπα τελικά, η θάλασσα θυμίζει πισίνα τα μεσημέρια, ήρεμη και γαλάζια, το κρύο νερό με ζωντανεύει,φωνάζω πως είμαι το δελφινοκόριτσο,τα χέρια μου πονάνε όταν ξυπνάω, σημάδια απ' τα μαξιλάρια.
Αυτοκίνητα περιμένουν σε σειρά έξω απ'τις ταβέρνες,fake letters fake lives, τα λαικά κορίτσια που σερβίρουν στα μπαρ, κατεστραμμένα ξανθά μαλλιά, χαμόγελο σε λίγο στραβά δόντια, το νερό γλυφό, δε χορταίνω σου λέω δε χορταίνω, πεταμένα περιοδικά σε κάδους απορριμμάτων και η ζωή η δική μου μεταίωρη,τα νύχια μου ξεβάφουν,απόχρωση κόκκινη σε μπεζ φόντο,και αν είναι η νύχτα αυτή δύσκολη,παρηγόρησέ με.

Friday, August 01, 2008

ογδοος μήνας


ξεχύνονται στην επαρχία άνθρωποι από όλες τις γωνιές
γεμάτοι από άχρηστα πράγματα στις βαλίτσες τους
ψηλοτάκουνα που δε θα φορεθούν στα στενοσόκακα
μπεστ σέλερ που δε θα διαβάσουν
μπάλες που θα ξεφουσκώσουν άδοξα
αρώματα με γιασεμί και περγαμόντο
παιδιά χαρούμενα ή θλιμμένα
φωνάζουν για προσοχή
πάντα ζητούν κάτι, πάντα κάτι έχουν να πουν
γυναίκες μόνες ή δεσμευμένες
αν κοιμούνται μόνες δεν θέλουν να το μάθει κανείς
βάζουν κρέμες στο σώμα, κραγιον στα χείλη
θέλουν να γνωρίσουν κάποιον για να ξεχάσουν
συνήθως μεθούν μόνες στον πάγκο ενός μπαρ
παραπατούν στο δρόμο για ένα φτηνό ενοικιαζόμενο δωμάτιο
χαμογελούν στην ιδιοκτήτρια, βάζουν σκούρα γυαλιά
μπορεί και να συγκινούνται με τα παιδιά στην παραλία
μα λένε όχι ακόμα, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή
αλλάζουν κουβέντα
πιάνουν κουβέντα για τα σήριαλ που θα παίξουν το χειμώνα
θέλουν να φάνε σπιτικό ρυζόγαλο και γλυκό του κουταλιού
ψωνίζουν φτηνά δώρα για τη μητέρα τους
λένε πως δε θέλουν να φύγουν
όταν έρθει το φέρυ μετά το Δεκαπενταύγουστο χαίρονται που θα γυρίσουν στο σπίτι τους
με λίγη σκόνη στα έπιπλα, κάποια ρούχα ασιδέρωτα
μεγάλες συσκευασίες στιγμιαίου καφέ και απότιστες γλάστρες
κι αν κοιμηθούν,νησιά σκέφτονται, και ίσως να δακρύζουν.

Monday, July 28, 2008

νύχτες υγρες


κουραστηκα πια καθε βραδυ
να φτιάχνω το πρόσωπό μου
και να παίξω σε μια σκηνή
γεμάτη ακίδες
και να με χειροκροτούν παλιάτσοι
με σκιστά ματια και κάλους στα χέρια
ξυπόλητη, ιδρωμένη μα πάνω από όλα αγνή
με καμένους καρπούς από τσιγάρα
με το άρωμά μου να αναδεύει αναμνήσεις
πότε καλές πότε άσχημες
αλλοιωμένο από τα δυνατά φώτα
και ούτε ένα ποτήρι νερό στο πίσω μέρος
να δροσίσει τους αναμμένους κροτάφους μου
πυρωμένους από την κάψα χωραφιών
γεμάτα ακρωτηριασμένα μέλη
αφίλητων στρατιωτών.

Thursday, July 24, 2008

δυτικοι ανεμοι


παιρνουν μακρια τις δαιμονικες ψυχες
που ψαχνουν να βρουν τις πιο ενδόμυχες μου σκεψεις
πίσω από τις κόρες των ματιων μου
την κινηση του καρπου μου
το σουφρωμα των χειλιων μου.
προς τη δυση καιγονται τα σαπισμενα ξυλα, αυτα που έθρεψαν και μόλυναν
το τρυφερο δερμα απο τις γαμπες μου
μπηκαν κατω από τα νύχια μου
κατω απο τη γλώσσα μου
και με εκαναν να βγαζω μια φιδισια διχαλωτη γλωσσα
που σφυριζε και γεμιζε με γλιτσα τις πιο πολυτιμες μου σκεψεις.
Δεν ξερω τι ήταν πιο τρομαχτικο, το πρόσωπο μου εκείνες τις στιγμες
ή το γεγονός πως αισθανομουν πιο ανετα στο γυαλιστερο εκεινο φιδοτομαρο.
Μα οταν φυσαει απ το βορια και τη δύση
η θαλασσα ξεπλενει την ανατριχιαστική ουσια
αγκαλιαζει το πληγωμενο κορμί
και με το αλατι της το θρεφει.
Και με πληγωμενα μαγουλα, ματωμενα χειλη και μισα δάχτυλα,
ριχνω το σώμα μου σε εκεινη
και ελπιζω πως θα γινω ένα τοσο δα μικρο πετραδακι
να λαμποκοπαει με το φως του ήλιου
και με το κυμα να ξεβραζεται στις ακρογιαλιες
λιγο κοφτερο σε μερικες ακρες, μα γυμνο και ελαφρύ, σαν φύσημα του αέρα.

Thursday, July 10, 2008

δεν ξέρω τι θα πει θλίψη


τα βράδια που φυσάει έτσι
δεν ακούω ήρεμες ανάσες
μόνο αναστεναγμούς ερωτευμένων κοριτσιών
κρεμασμένες από κάποιο τηλέφωνο ή ένα σκισμένο σημείωμα
με κομμένη την αναπνοή και τις φλέβες
χωρίς ακόμα να έχουν στεγνώσει τα δάκρυά τους
με πασαλειμμένο το κραγιόν στο στόμα.
Ακούω τα κύματα να κατασπαράζουν έρωτες
κάτι γυναίκες με μαύρα να ζυμώνουν πρόσφορα
μαραμένες με μια λευκή γραμμή στη θέση των χειλιών.
Και σκέφτομαι τα παιδικά μου χρόνια
κι εκείνο το παλιό πράσινο λεωφορείο με τα φθαρμένα καθίσματα
να πηγαινοφερνει τους ανθρώπους που αγάπησα
την πρώτη τουφα των μαλλιών μου
τα νιάτα της μάνας μου
την πρώτη μου κούκλα
την ανοιξιάτικη δροσιά και τα πρώτα κρύα του φθινοπώρου
τα κόκκινα μάτια μου
τη μυρωδιά της ευτυχίας
μα θλίψη δε νιώθω.
μια πίκρα μόνο για την ομορφιά που χάνεται
χωρίς καν να μας αγγίξει
τα πρώτα βήματα χωρίς μελανιές στα γόνατα
και δεν θέλω να κλάψω,
μόνο να πω ευχαριστώ
δεν ξερω γιατί ,σε ποιον
και να σβηστώ κι εγώ ίδια με ένα φύσημα
του Προφήτη Ηλία παραμονή, μέσα στα θυμάρια.

Monday, July 07, 2008

στα μουδιασμένα μου χέρια


δεν ξέρω να διαβάσω πια άλλα βιβλία
ξεχνάω αμέσως τις προτάσεις και τις φράσεις
δεν ξέρω να γράψω πια άλλα ποιήματα
τα χέρια μου βγαίνουν να αλητέψουν
σε σώματα κρυφά και ανάσες
θέλουν να πιάσουν θαλάσσιες ανεμώνες και κρυψώνες παιδιών
τα χαμένα ρύζια των γαμήλιων τελετών
να τα πετάξουν στα σαπισμένα πλοία σε όλα τα λιμάνια του κόσμου
να γίνουν μαργαριτάρια δακρυσμένα.
Τα χέρια μου θέλουν να γίνουν γοργόνες
να ρωτάν τους ναυτικούς αν ζει ο αδερφός μου ο μονάκριβος
και όταν λένε όχι να τσακίζουν με μανια τα πλοία με την ουρά τους
ή να συνοδεύουν τα φρεσκοβαμμένα καικια στο Αιγαίο
να γίνουν ερωμένες του θεού Ποσειδώνα
σα γυναίκες μοιραίες που πίνουν σε κάποιο μπαρ
να διηγούνται ιστορίες κάποιου άλλου
μπορεί και ψέματα μπορεί και αλήθεια
να χαρίσουν κούκλες στα παιδιά και να φτιάξουν χάρτινα καραβάκια
τους θησαυρούς του Σολομώντα να μοιράσουν.
Και αν κάποια στιγμή κοιμηθούν μέσα στη θολούρα
να ξεχάσουν πως είναι κάποιου χέρια
και να τραβήξουν προς τον ουρανό,
σαν δυο ωχρά μπαλόνια.

Tuesday, July 01, 2008

φύλλα πεσμένα


το γαλάζιο πουά φουστάνι
για κυριακάτικες βόλτες στα σοκάκια
ποτέ δεν το απέκτησα
γλυκά ταψιού και αναψυκτικά, υποβρύχια, αφεψήματα
καφέδες μυρωδάτοι
η καρδιά σκορπάει στη ζύμη που αχνίζει
σε πυρωμένους φούρνους
σε στενοσόκακα της πρωτεύουσας
σε κάτι παρηκμασμένα καφενεία
με τα κυριακάτικά τους κρυφά αναστενάζουν
σαν ηρωίδες μυθιστορήματος σε συνέχειες
διορθώνουν λίγο τη φθηνή τους πούδρα
στο πρόσωπό τους
και το ανοιχτόχρωμο κραγιόν κρυφά
αγορασμένο σε καλάθια κάποιου πανηγυριού
της Αγίας Παρασκευής, της Αγίας Μαρίνας, της Αγίας Ειρήνης ίσως
και κοιτάζονται στον καθρέφτη κατάματα
δε θα γεράσω ποτέ λένε
δε θα γεράσω
θα μείνω δροσερή σαν κρίνο
μετά δαγκώνουν τα χείλη για να μη βγει ο λυγμός
αγαπούν κάποιον παντρεμένο ή κάποιον σταρ του κινηματογράφου
και πίσω από κάποιον πάγκο
με το τρανζίστορ να παίζει τα λαικά
ψήνουν σκέτους καφέδες, σερβίρουν παγωμένα νερά και λεμονάδες.
Και εγώ σκέφτομαι εσένα Πιερ Πάολο
στις όχθες μιας έρημης παραλίας
να κάνεις κύκλους με βότσαλα
και να περπατάς πάνω στα κύματα.

Sunday, June 29, 2008

μελτέμια


και δεν ήρθε ποτέ εδώ
η κάντιλλακ του Τζων Ρέντυ, ίσως και να μην έχει σημασία, άρχισαν κιόλας τα μελτέμια, τριάντα καλοκαίρια και χειμώνες, σα να μην έχει αλλάξει τίποτα, φιλάω το νότο, κοιτάω τα γλαρόπουλα να πετάνε χαμηλά, λινά ρούχα για λίγη δροσιά, ο πειραιάς καίγεται και καίγομαι κι εγώ μαζί, καταμεσήμερο, άδεια καράβια, άδειες παραλίες, σκονισμένα ράφια, βιβλία που δεν έχω καταφέρει να διαβάσω, τα μαλλιά πιασμένα ψηλά, ζεσταίνομαι, αφήνω σημάδια από τα κόκκινα νύχια μου στα πλακάκια, από τα κόκκινα χείλη μου στον καθρέφτη, κολλάζ με μανία, ένα δέρμα τεντωμένο σα σκοινί, ο δρόμος ζεστός, μου καίει τα πόδια.

Monday, June 23, 2008

ο ζεστός αέρας


με χτυπάει ο ζεστός αέρας της Αθήνας, βιβλία του Τσιφόρου και βιβλία για την Ήπειρο, τα καλοκαιρινά μου φορέματα πάνω στον καναπέ,καφές carte noir και ιδρωμένες παλάμες.
Στο κέντρο άνθρωποι τρώνε και καπνίζουν και κάνουν έρωτα στις γωνιές, είμαι κάπως αφηρημένη, στο σινεμά βλεπω τη χιονισμένη Μασσαχουσέτη ή τη Μιννεσότα ή το Ουισκό νσιν, μικρές κωμοπόλεις και τη Νέα Υόρκη και την πέμπτη λεωφορο,η Ώντρευ Χέμπουρν με κοιτάζει με τα μεγάλα της μάτια και το ροζ κραγιόν,δεν χορταίνω, δεν χορταίνω το νερό, και οι άσφαλτος ξερνάει ατμούς και οι βιτρίνες με ζαλίζουν και κοιμάμαι ανήσυχα μα όμορφα για πρώτη ίσως φορά, σε λίγο θα αρχίσει η καθοδος στην εξοχή, μου αρέσει που φυσάει,αλήθεια, φιλάω τα χέρια σου, πόσο μου αρέσει να ξυπνάω το πρωί.

Saturday, June 21, 2008

to market! to market!

ζουμερά βερύκοκα δίπλα σε ώριμα κεράσια
μπισκότα κάθε είδους, με σοκολάτα, με αμύγδαλο, με φράουλα, βουτύρου
και τραγανές γκοφρέτες με πραλίνα
σοκολάτες στο χαρτί με τζίντζερ και κανέλα
τα δυο μου μάτια αχόρταγα
προσπερνώ τα προιόντα διαίτης
γάλα για πεινασμένα μωρά σαν μικρά χελιδονάκια στη φωλιά
μερέντα μέλι φυστικοβούτυρο σαλέπι
μαρμελάδα σύκο και μύρτιλλο, κάστανο
για πρωινά στην εξοχή
φραγκοστάφυλο και βατόμουρο σε φρυγανισμένο ψωμί
σταγόνες κουβερτούρας
τα μπαχάρια παράδεισος, κανέλα πάνω σε ζεστό ρυζόγαλο,
μοσχοκάρυδο, πιπέρι να γαργαλάει τη γλώσσα
το αλάτι της γης
παιδιά στα καρότσια προσπαθούν να πιάσουν τα χρώματα
τα χέρια τους σαν φάροι
τσάι φερμένο από την Κίνα σε πλοία ξύλινα
καφές απ' τη Σουμάτρα
τις νύχτες που ξαγρυπνούν οι ερωτευμένοι
στα ταμεία μπάλες μέντας λιώνουν στο στόμα
μαστίχα χιώτικη αχ αυτές οι σταγόνες
καραμέλες βουτύρου στον πάτο της τσάντας μου
σαν χιλιάδες χαμένα κλειδιά της μνήμης

Saturday, June 14, 2008

χωρίς ανάσα



ο ήλιος με θαμπώνει .σα να βλέπω άστρα μέρα μεσημέρι .βλέπω τα νερά, τα παιδιά που παίζουν, τα πολυτελή κότερα να βαριούνται στα ανοιχτά, πιάτα με φρέσκο ψάρι για χατήρι των πρωτευουσιάνων, και τα κοιτάζω σα να ναι για πρώτη φορά, σα να μην έχω περάσει όλη μου τη ζωή εδώ, μέσα στα χώματα και την άμμο.

δεν ξέρω πως περνάνε οι νύχτες μου. ίσως κάπου να αναβοσβήνει μια τηλεόραση. ίσως κάπου να τσουγκρίζουν ποτήρια, θανατηφόρα δηλητήρια, το κόκκινο φόρεμα στην ντουλάπα όπως πάντα, πετάω από δω και από κει, δείξε μας πως φουμάρουν οι μάγκες, δε μου πάει που είναι όλοι χαμογελαστοί, ίσως και να ξέρουν καλύτερα βέβαια, νιφάδες με βρώμη για μεσημεριανό, δεν έχω γονείς, δεν έχω παρελθόν, περπατάω στην άμμο, δυο παρατημένες βάρκες, κατεβάζω το γείσο του καπέλου για να μη βλέπουν το πρόσωπό μου, τα μικρά αστράκια στα μάτια μου, δεν θέλω να ξέρουν, θέλω να το ξέρω μόνο εγώ και κανένας άλλος.

Friday, June 13, 2008

στα έρημα σοκάκια


ερημωμένα λούνα παρκ μέσα στη ζέστη
μετά τη λαική αγορά καταβρέχουν τους δρόμους
-δεν κρατά πολύ, αμέσως στεγνώνει, λύτρωση καμιά-
πεταμένα ρούχα στο πίσω κάθισμα
δυο τρία κραγιόν στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου
έλιωσαν,
το νερό χλιαρό στα χείλη.
Έρημα τα καρνάγια, μαύρα βότσαλα, ψάρια νεκρά.
θα θελα να κάνει κρύο, μάλλον, να τυλίγομαι σε χοντρές ζακέτες,να βάζω τα χέρια μου στις τσέπες του παλτού
να πειράζω τα φαγωμένα μου νύχια.
αντί για αυτό ένα ακόμα νυσταλέο μεσημέρι, κολλημένο από τον ιδρώτα,
σαν τόσα άλλα.
Δεν σκίζουμε το πέλαγος μα τις καρδιές μας.
Ατέλειωτα τσιγάρα στο κατάστρωμα φυλλάδες στα τραπεζάκια
κρύβω τα μάτια μου.
Κρύβομαι στις σκάλες, ψάχνω με το βλέμμα για δελφίνια, μαλλον έφυγαν κι αυτά.
στα λιμάνια λαικά τραγούδια, κάτι σκύλοι απορημένοι στο περίπτερο.
Κουρασμένες πέτρες, κουρασμένα χέρια.
Στον πάγκο της κουζίνας δυο άγουρα βερύκοκα μου ψιθυρίζουν
καλωσόρισες.

Thursday, June 05, 2008

εικόνες

Κουράστηκα να ψάχνω για εικόνες
δώστε μου λευκά πλαίσια
να τοποθετήσω το σώμα μου, τα χέρια μου, τα ρίγη μου.
να ξεχειλίσουν οι κορνίζες απ΄το αίμα μου
τα μαύρα μανιτάρια στην καρδιά μου
οι νεκρές φύσεις στο βλέμμα μου.
να κοιμηθώ μια βραδιά
σα να 'μαι ορφανή, υγρή, μόνη στον κόσμο
κανένας να μη νοιάζεται
και η αγκαλιά αδειανή από λουλούδια και υποσχέσεις.
στους δρόμους ενός κέντρου
διαλύομαι σαν ατμός
στα χέρια των αγνώστων.

Wednesday, June 04, 2008

στα νεκρά μου δάχτυλα

καθρεφτίζεται η μεσόγειος
οι ρυτίδες της μάνας μου γύρω από το στόμα
λαμποκοπάνε τα πρωινά
οι νύχτες γλιστράνε σαν πρωινές δροσοσταλίδες.
Τις μέρες μου
καίγεται η άσφαλτος
τα ρούχα μου σε σωρούς στο πάτωμα
κρεμ, γαλάζια, ροζ και λευκά πέταλα
κάθε ρούχο και μια πόλη, μια μυρωδιά, ένα αγχωμένο τσιγάρο στα ανοιχτά.
Δε μου φτάνει το νερό.
Διψάω, αυτές οι κοκκινίλες στο λάρυγγα
δεν προκλήθηκαν από χέρια, όνειρα, χαμογελαστά πρόσωπα.
Μόνο η αίσθηση του πνιγμού
δυο τρεις ανάσες έξω απ' το Μακρονήσι,
την ώρα που κοιμόταν το παιδί στο πίσω κάθισμα
μια γεύση μούχλας μέσα στο στόμα μου
και ο καιρός να περνάει, αγέρωχος, σα βοριάς, σα να κοιμούνται πια όλοι οι θεοί.
και γεννιόμουν,
γεννιόμουν μέσα σε καμπίνες και διαδρόμους
σε βρώμικα ποτήρια του καφέ και λεκιασμένα στρώματα,
γεννιόμουν σε στεγνωμένα χείλη και ροζιασμένα χέρια.
και πονούσε η ανάσα,
πονούσε το βλέμμα, το δάκρυ που δε βγήκε,
ο λυγμός που κατέβηκε στο λαιμό ξανά.
Δεν κοιμόμουν.
Και όταν τα βλέφαρά μου έκλειναν, έβλεπαν το θάνατο.
αγέρωχο σαν το βοριά, να προχωράει στο θρίαμβό του.

Thursday, May 29, 2008

Jackie Collins...



i fuckin' worship you man!

Monday, May 26, 2008

και εκείνες τις μέρες


έμοιαζαν με κοχύλι, με εσωτερικό κοχυλιού, λαμπερό και αλμυρό, και η ζέστη κυριαρχούσε στο εσωτερικό του σώματός μου, και ανέβαινε η θερμοκρασία στο εσωτερικό των μηρών μου,
τραπεζάκια έξω που λέει και ο Σαββόπουλος, χαμηλώνω τα οδοφράγματά μου τις άμυνές μου, οι νύχτες έχουν μια γεύση σαν από σύκο, γινωμένο αυγουστιάτικο, black eyed dog, flower prints και gingham, μια γρατζουνιά ενθύμιο από τα βράχια, ο ίλιγγος στα μάτια μου, city sickness, δεν ξέρω πια τι μου θυμίζω, ένα όνειρο ίσως, μακρινό σχεδόν ξεχασμένο, κρύβομαι κάτω από τα σεντόνια μου και τα σημειώματα κάποιας εποχής, και ίσως να μοιάζω κι εγω σαν κοχύλι, ξεχασμένο στην άμμο, να περιμένω να με μαζέψουν τα παιδιά.

Tuesday, May 20, 2008

and the lovely heat


θέλω μια βόλτα στη θάλασσα
να νιώσω τις κρύες σταγόνες να κυλάνε πάνω μου
η αρμύρα στα μαλλιά μου να με μεθάει
με τα πράσινα νερά να με καλούν
ο βυθός, ο βυθός και οι σπηλιές
να σπάει σαν κρύσταλλο η ομορφιά
και μέσα μου να ξαναγεννιέται
δυο ψάρια κοντά στους μηρούς μου
και αυτή η θάλασσα της Μεσογείου μήτρα

Saturday, May 17, 2008

anchorage

and in time
δεν ξέρω αν βρήκες καταφύγιο σε εκείνο το μέρος που έλεγαν Ανκορατζ
μπορεί και να ταν κοντά στη θάλασσα
γεμάτο από θαλάσσιες ανεμώνες
σε δέκα πυθμένες δίπλα σε αραχνιασμένες μάγισσες
ήρθαν και έφυγαν σαν ταμπάκο στα δόντια των προφητών
οι μοίρες
κοιμόμουν ξυπνούσα και ήταν τα ίδια όλα
χρώματα ψυχές καρποί
η σάπια ψυχή της Περσεφόνης
κοιμάται σε σιδερένια κρεβάτια
λυγίζει τα γυάλινά της δάχτυλα
καλεί τις μέλισσες να έρθουν πιο κοντά
να φτιάξουν αλησμόνητες κερήθρες
δεν ξέρω πια αν μου μοιάζω .
Κοιμόμουν ξυπνούσα
ο ίδιος θόλος στην οροφή
το γάλα στις χούφτες σου
αυτά τα φθαρμένα κρίνα στα μαλλιά σου.

Friday, May 16, 2008

οι λευκές μου νύχτες


οι λευκές μου νύχτες σαν τον Αρχάγγελο στη Σιβηρία
ήμασταν πολύ νέοι της έλεγε δε θα μπορούσαμε να τα καταφέρουμε
μια μπεζ γυναίκα
δέρμα, χείλη, μάτια
ίσως παλιά να 'ταν ηθοποιός, ίσως και όχι,
ξεχώριζαν τα χέρια της είχε αίμα στα νύχια
στη φαντασία της ξέσκιζε τις σάρκες του
τα αμέτρητά της θέλω
εκείνο το λευκό φουστάνι για να κάνει βόλτα στην προκυμαία
τα μακριά μαλλιά που είχε κάποτε
τα ροζ της μάγουλα
τις νύχτες ζεσταίνεται από αδέσποτες καρδιές.
Δεν ξέρει αν έχει αγαπήσει.
Είδε κάτι λουλούδια μια φορά, σε ένα μέρος άγονο
ίσως και αυτό να είναι ευτυχία σκέφτηκε
να υπάρχεις σε ακατάλληλες συνθήκες, να ριζώνεις
υπάρχει σαν την αλμύρα, στέκεται.
Τις νύχτες ζεσταίνει ανάμεσα στα πόδια της ένα περίστροφο.

Thursday, May 08, 2008

και οι μέρες στην αθήνα


καμιά φορά είναι γκρίζες καμιά φορά είναι ηλιόλουστες, ντύνομαι ακατάλληλα τις περισσότερες φορές, αυτοκίνητα που περνούν, Χατζιδάκης και το Καταραμένο Φίδι, ακούσατε ακούσατε, βαρέθηκα να μην έχω έμπνευση, βαρέθηκα να είμαι μούσα, σαμπουάν μέντας και καφές τα πρωινά, μου αρέσει αυτό το κρύο νερό, τραγούδια παλιά του Τσιτσάνη, όλοι οι πόροι του σώματός μου είναι ζωντανοί, σε ψάχνω.
Τα φορέματά μου στη ντουλάπα, θέλω να τα φορέσω και να στροβιλιστώ ακούγοντας Σοστακόβιτς και Ραβέλ, και κάτι παλιά τραγούδια του Σουγιούλ, και κάτι παλιά της Βέμπο, αυτή η φωνή η τόσο όμορφη που δεν ξέρεις καν αν υπήρξε στα αλήθεια, και να κοιτάς τα άσπρα μου μαλλιά και να σου λέω, έτσι είναι, δεν πειράζει .

Sunday, May 04, 2008

περνάει ο καιρός



και γύρω μου βλέπω χρώματα, και λευκά φορέματα και πλακόστρωτα, έχω μια σιωπή, είμαι θύτης ή θύμα, σουρουπώνει στην καρδιά μας, το κρεβάτι μου είναι καράβι, αρχίζουν τα γυμνά μπράτσα και οι απάνθρωπες ζέστες, δεν ξέρω τι να κάνω πρώτα, μια ζαλάδα στην εξώπορτα, θυμάμαι κάτι λόγια, κάτι χειρονομίες, τα νευρικά μου όνειρα το νευρικό μου σώμα, είχαν έρθει κάποτε κάτι απογεύματα, καθαρίζω σιωπηλά το πρόσωπό μου, κοιτάζω τα χέρια μου σαν ξένα, δεν ξέρω αν τρομάζω στη σιωπή, το ζεστό μου γάλα το βράδυ και τα υγρά μου σεντόνια, οι υγρές μου μέρες πάνω στο δέρμα μου,το κρεβάτι μου καράβι.

Thursday, May 01, 2008

μάης


" και ήταν του Μάη το πρόσωπο,
το σκίρτημα του κάμπου "
Πάντα όταν έρχεται ο Μάης, θυμάμαι το Φελλίνι μαζί με τη Τζουλιέτα Μασίνα...

Wednesday, April 30, 2008

μέσα στη ζέστη των σφαγείων


ο βαρύς χειμώνας της καρδιάς μου
ήταν ένας άντρας στα σφαγεία έλεγαν παλιά ,
εκεί στο δρόμο
τον έβλεπαν οι σεληνιασμένες
δεν έμαθα ποτέ αν ήταν αλήθεια
ανατριχίλα μέσα στις κουβέρτες μου
η ξαφνική ματιά μέσα στον καθρέφτη, ώρα μία και μισή
δεν έχω λόγια, έχω μόνο αναπνοές
να γείρω τα κουρασμένα μου βλέφαρα
άνθρωποι στο καράβι που κάνουν πως δεν με ξέρουν
δυο λεκέδες στο μπεζ μου φόρεμα
γύρω μου βλέπω κόκκινες, κατακόκκινες νύχτες .

Monday, April 28, 2008

my lament


i have the mean reds
η γλυκιά ζωή σαν σαντιγύ στο στόμα
με πιάνει ένα παράπονο
τι να απέγινε εκείνο το παιδί με τα γλυκά καστανά μάτια
που πάει ο έρωτας όταν φεύγει
είμαι το δικό σου παιδί
ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη-πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη
και αναβλύζω από μέσα σου
αυτό το ρίγος από τα ακροδάχτυλά σου
το ροζ ηλιοβασίλεμα του κόλπου, τα γαλαζοπράσινα νερά
η αλμύρα μου, η δική μου αλμύρα
ξεχειλίζει από τις φλέβες μου και γυρνάει σε σενα

Saturday, April 26, 2008

σκέψεις σε γκρίζο


γκρίζος θαλασσινός αφρός, ελαφρύ κοκκίνισμα στα μάγουλα, and all that jazz, κάτι μικρές κουβέντες με φίλους, ειρωνικά βλέμματα που προσπερνάω, κουτσομπολιά, είναι καλύτερα από το να φυσάει κόκκινο χώμα, ίσως και να είναι δεν ξέρω, στέλνω ένα φιλί στην Αθήνα, η καρώ μου κουβέρτα, έχω ορθάνοιχτα μάτια, από μέρος σε μέρος, ο Τζόνυ Κας τραγουδάει στους βαρυποινίτες, ή γίνεσαι σκληρός ή πεθαίνεις, πόσο δύσκολο μου φαίνεται.
Δεν ξέρω να αποχαιρετώ, είμαι στάσιμη στο χρόνο, με πνίγει αυτή η απόσταση, με ζαλίζει αυτό που νιώθω, αλήθεια, πάντα ήμουν η δυνατή, πάντα, κρατιέμαι από την άκρη του κρεβατιού και νιώθω πως πεθαίνω, λίγο λίγο πως πεθαίνω.

Friday, April 25, 2008

on the brink


βρώμικες μπάρες, έντονα αρώματα, θλιμμένες φέτες λεμόνι, γυρίζω με τα πόδια, μαύρα νερά, ξέχασαν να ανάψουν τα φώτα, φέρτε μου λίγο καθαρό αέρα, nebraska, my name is joe roberts i work for the state, χαράζω με το πόδι μου γραμμές στο πάτωμα, τα χειρόγραφα του Χειμωνά στο κρεβάτι, επτά επί Θήβας.
Φέτος δεν είδα καμιά πεταλούδα, τα μαλλιά μου μπλέκονται, η μπλε ώρα, είναι άλλα τα νερά, μπορούν να τρελάνουν άνθρωπο λένε, ορκίζεσαι σαν στα νερά της Στυγός, κουμπώνω το πάνω κουμπί της μπλούζας μου, μου αρέσουν τα χάπι έντ αλήθεια, και οι καραμέλες βουτύρου, και οι βόλτες με το αυτοκίνητο στην επαρχία, κουμπώνω το πάνω κουμπί και βγαίνω.
Μεγάλη Παρασκευή. Για άλλη μια χρονιά, δεν θα τη ζήσεις.

Tuesday, April 22, 2008

σιωπηλή ένταση

Γκρίζα νερά και γκρίζες ημέρες, εγώ μια παραφωνία στα πολύχρωμά μου ρούχα, ποιο κακό θα συμβεί απόψε;

Και γυρνάνε οι ιστοί από τις αράχνες και τα αστέρια στον ουρανό και γυρνάνε και οι σκέψεις μου, μισή εδώ μισή αλλού, προσπαθώ να καθρεφτιστώ στα νερά και αντανάκλαση πουθενά.

Κακή τηλεόραση και μούχλα, εγκατάλειψη, το μέρος που μεγάλωσα γκρεμίστηκε, πάνε οι παλιές μου κρυψώνες και ιδρώτας της εφηβείας μου,ο καπνός του τσιγάρου μου και οι στίχοι με το κραγιόν στον καθρέφτη, τώρα όλα είναι και μυρίζουν σκόνη.

Ψεκάζω λίγη κολώνια στην άκρη του παπλώματος, πατρίδα μου είναι οι μυρωδιές ,άνθρωποι που γνώρισα κάπου, σε ένα τραίνο σε ένα πλοίο, που μοιραστήκαμε έναν καφέ και δυο τσιγάρα στα καταστρώματα, badlands, ο άνεμος στο πρόσωπό μου.

Κολλάω, κολλάω ολόκληρη, και περιμένω το κακό.



"Μαύρα είναι τα άλογα

Τα πέταλά είναι μαύρα

πάνω στις σκούρες κάπες γυαλοκοπούν

λεκέδες από μελάνι και κερί.

Τα κρανία τους είναι από μολύβι

γι' αυτό και δεν θρηνούν

με τα λουστρινένιες δερμάτινες ψυχές τους

κατηφορίζουν στο στενό "

Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

Monday, April 21, 2008

πλακόστρωτα


αυτά τα έρημα σπίτια στα νησιά
δεν βλέπω κατοίκους με παρακολουθούν πίσω από σφαλισμένα παράθυρα
πως αλλάζω πως χτενίζω τα μαλλιά μου
η βρώμικη παραλία με τις μαύρες σακούλες
τα έφηβα κορμιά των ιστιοπλόων στο κόκκινο νερό
η σκόνη του δρόμου στα μαλλιά μου
αγριομολόχες
μια θάλασσα μικρή είναι το καλοκαίρι μου
νεκρά έντομα
η θεά Άρτεμις στην αγχόνη δυο φουσκάλες στους αντίχειρές μου
τα νερά του Αχέροντα ανάμεσα στα πόδια μου
οι αράχνες πλέκουν ιστούς στα βλέφαρά μου
εγκατάλειψη
ο Πρόσπερο σε μια βάρκα- famous blue raincoat
δεν ήταν εκείνο για τη Νίκο, was torn at the shoulder
πουλόβερ fair isle για το βράδυ
πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό
απελπισία
το μαρτύριο του Ταντάλου
όλη η σκόνη του κόσμου στους ώμους μου

Thursday, April 17, 2008

sweet bird of youth


παλιά εγώ και η Κ. γράφαμε κάρτες. Αγόραζε από μουσεία, αγόραζα από το ταχυδρομείο, και γράφαμε εκατοντάδες γράμματα. Ήταν τότε που καθόμασταν στην κουζίνα και λέγαμε χαζομάρες μέχρι ξημερώματα, και γράφαμε λατινικά τσιτάτα στα παράθυρά μας. Ήταν τότε που τα μάτια μας ήταν ορθάνοιχτα και θαυμάζαμε τον κόσμο. Και μου έστελνε κάρτες με πίνακες του Βεττριάνο και του Ώμπρευ Μπηρντσλευ. Και εγώ φυσούσα τον καπνό και κρατούσα το σπίρτο ένα δευτερόλεπτο πάνω από το μολύβι των ματιών μου για να λιώσει.
και πέρασαν τα χρόνια και μου λείπουν οι κάρτες, και αυτές που έπαιρνα με 10 πένες και εκείνες που μου έστελνε η Κ. Κανένας δε γράφει πια κάρτες, postcards from the edge που έλεγε και η ταινία, και αντί να έχω τα μάτια ορθάνοιχτα σηκώνω τους ώμους, και οι εποχές περνάνε χωρίς υγρά βλέμματα και πρησμένα χείλη.
Και μου λείπουν οι κακοφτιαγμένοι καφέδες και η αφέλειά μου.
Και τα πρωινά που περίμενα κάτι συναρπαστικό, και ίσω περίμενε και στην επόμενη γωνία, και ενθουσιαζόμουν με ο,τιδήποτε νέο μάθαινα.
Τώρα φοβάμαι τις αλλαγές, το δέρμα μου και το κάθε νεύρο του αντιδρά στην παραμικρή αλλαγή και το σώμα μου εκδικείται το παραμικρό. Και λείπω από τη σκηνή, τραυλίζω μισόλογα και προτιμώ τη σιωπή.
Μου λείπουν οι κάρτες, μου λείπει η αίσθηση του κρύου νερού στα βότσαλα, μου λένε πως δεν έχω αλλάξει και δεν πιστεύω πολλά πράγματα πια.
παράξενο να σου λείπει η αφέλειά σου...

Wednesday, April 16, 2008

oh,the days!


μισοπιωμένοι καφέδες στα τραπέζια , ανοιγμένα βιβλία στο πάτωμα ,κάτι αποσκευές μισοάδειες και άλλες μισογεμάτες ,χαίρομαι που φύσηξε βοριάς ," για ένα φιλότιμο" του Ιωάννου σε ένα σκαλοπάτι κάπου στα Πατήσια και κρυώνω, δεν έχω δίκιο να ανησυχώ, δυο γαλάζιες κηλίδες στα μάτια μου.
Εντίθ Πιαφ με συννεφιά στον Πλαταμώνα, Τζόνυ Κας στα Τέμπη, Jackson, Folsom Prison Blues, τα πιασμένα μου γόνατα και το σημάδι στη λεκάνη μου, τα εξουθενωμένα μου νεύρα και το τρέμουλο των ποδιών μου, Charade μισοτελειωμένο, δεν έχω δει ποτέ μύρτιλλα, τη χρώμα να 'χουν άραγε, ρούχα μουλιάζουν στη μπανιέρα, κόκκινες κηλίδες στα χέρια μου, τρομάζω τα βράδια με τη φωνή σου, αυτή η μυρωδιά της κανέλλας στο μαξιλάρι σου και ο τρόπος που γύριζες τις σελίδες, αυτές οι κόκκινες κηλίδες στα χερια μου και τα ψέματα που δε λέω, ο επιθανάτιος ρόγχος μου τέσσερα ξημερώματα στη σειρά, τρομάζω στο βοριά.

Sunday, April 13, 2008

Αυτή η υγρασία...

Με παραλύει αυτός ο καιρός,νιώθω νυσταγμένη,περιμένω να έρθει κάτι και δεν έρχεται ποτέ ,αυτή η άνοιξη είναι σα να κοιμάται βαριά ακόμα, είμαι κουραστική, άπληστη, νευρωτική, από τις λίγες φορές που δεν έχω κάτι να πω.
Έχω τη διάθεση να φωνάξω σταματήστε, δεν αντέχω άλλο, και έρχεται ένας βαρύς ήλιος, κάθομαι ώρες σιωπηλή και μελετάω βιβλία χιλιομελετημένα, όταν χαίρομαι νιώθω σαν βαμπίρ, η αυγή είναι η μόνη ώρα που με μαλακώνει .
Και δεν σε νιώθω. Ακούω να κάνουν σχέδια κι εγώ περιμένω ταχυδρομεία που δεν έρχονται και παλιότερες εποχές.
Ούτε η θάλασσα σώζει, δε μοιάζει με εκείνη των παιδικών μου χρόνων, με εκνευρίζει η ραθυμία, οι ήχοι ξένοι στα αυτιά μου, και αυτή η υγρασία λίγο λίγο με σκοτώνει.

Monday, April 07, 2008

beside the seaside



νιώθω πως θα έρθουν σιγά σιγά οι μεγάλες ζέστες

θέλω να νιώσω μια θέρμη στα γόνατά μου

αυτό το τσιμέντο με πληγώνει στα κέντρα των πόλεων

δεν έχω λέξεις, προτάσεις, εκφράσεις .

Θέλω να βλέπω ροζ χρώματα και γυμνά μπράτσα

νεράιδες στα φύλλα της καρυδιάς, λουλούδια οπιούχα και καρώ τραπεζομάντιλα

οι καθρέφτες μου λένε ψέματα .

τηλεοράσεις παίζουν στο λυκόφως των διαμερισμάτων

τεχνικολόρ όνειρα ξυπνούν τα ένστικτα της επιβίωσης

Sunday, April 06, 2008

Fasten your seatbelts





it's going

to be

a bumpy

night

-πως μου άρεσε που ήσουν τόσο όμορφη και ταυτόχρονα τόσο τρομακτική-