Sunday, June 29, 2008

μελτέμια


και δεν ήρθε ποτέ εδώ
η κάντιλλακ του Τζων Ρέντυ, ίσως και να μην έχει σημασία, άρχισαν κιόλας τα μελτέμια, τριάντα καλοκαίρια και χειμώνες, σα να μην έχει αλλάξει τίποτα, φιλάω το νότο, κοιτάω τα γλαρόπουλα να πετάνε χαμηλά, λινά ρούχα για λίγη δροσιά, ο πειραιάς καίγεται και καίγομαι κι εγώ μαζί, καταμεσήμερο, άδεια καράβια, άδειες παραλίες, σκονισμένα ράφια, βιβλία που δεν έχω καταφέρει να διαβάσω, τα μαλλιά πιασμένα ψηλά, ζεσταίνομαι, αφήνω σημάδια από τα κόκκινα νύχια μου στα πλακάκια, από τα κόκκινα χείλη μου στον καθρέφτη, κολλάζ με μανία, ένα δέρμα τεντωμένο σα σκοινί, ο δρόμος ζεστός, μου καίει τα πόδια.

Monday, June 23, 2008

ο ζεστός αέρας


με χτυπάει ο ζεστός αέρας της Αθήνας, βιβλία του Τσιφόρου και βιβλία για την Ήπειρο, τα καλοκαιρινά μου φορέματα πάνω στον καναπέ,καφές carte noir και ιδρωμένες παλάμες.
Στο κέντρο άνθρωποι τρώνε και καπνίζουν και κάνουν έρωτα στις γωνιές, είμαι κάπως αφηρημένη, στο σινεμά βλεπω τη χιονισμένη Μασσαχουσέτη ή τη Μιννεσότα ή το Ουισκό νσιν, μικρές κωμοπόλεις και τη Νέα Υόρκη και την πέμπτη λεωφορο,η Ώντρευ Χέμπουρν με κοιτάζει με τα μεγάλα της μάτια και το ροζ κραγιόν,δεν χορταίνω, δεν χορταίνω το νερό, και οι άσφαλτος ξερνάει ατμούς και οι βιτρίνες με ζαλίζουν και κοιμάμαι ανήσυχα μα όμορφα για πρώτη ίσως φορά, σε λίγο θα αρχίσει η καθοδος στην εξοχή, μου αρέσει που φυσάει,αλήθεια, φιλάω τα χέρια σου, πόσο μου αρέσει να ξυπνάω το πρωί.

Saturday, June 21, 2008

to market! to market!

ζουμερά βερύκοκα δίπλα σε ώριμα κεράσια
μπισκότα κάθε είδους, με σοκολάτα, με αμύγδαλο, με φράουλα, βουτύρου
και τραγανές γκοφρέτες με πραλίνα
σοκολάτες στο χαρτί με τζίντζερ και κανέλα
τα δυο μου μάτια αχόρταγα
προσπερνώ τα προιόντα διαίτης
γάλα για πεινασμένα μωρά σαν μικρά χελιδονάκια στη φωλιά
μερέντα μέλι φυστικοβούτυρο σαλέπι
μαρμελάδα σύκο και μύρτιλλο, κάστανο
για πρωινά στην εξοχή
φραγκοστάφυλο και βατόμουρο σε φρυγανισμένο ψωμί
σταγόνες κουβερτούρας
τα μπαχάρια παράδεισος, κανέλα πάνω σε ζεστό ρυζόγαλο,
μοσχοκάρυδο, πιπέρι να γαργαλάει τη γλώσσα
το αλάτι της γης
παιδιά στα καρότσια προσπαθούν να πιάσουν τα χρώματα
τα χέρια τους σαν φάροι
τσάι φερμένο από την Κίνα σε πλοία ξύλινα
καφές απ' τη Σουμάτρα
τις νύχτες που ξαγρυπνούν οι ερωτευμένοι
στα ταμεία μπάλες μέντας λιώνουν στο στόμα
μαστίχα χιώτικη αχ αυτές οι σταγόνες
καραμέλες βουτύρου στον πάτο της τσάντας μου
σαν χιλιάδες χαμένα κλειδιά της μνήμης

Saturday, June 14, 2008

χωρίς ανάσα



ο ήλιος με θαμπώνει .σα να βλέπω άστρα μέρα μεσημέρι .βλέπω τα νερά, τα παιδιά που παίζουν, τα πολυτελή κότερα να βαριούνται στα ανοιχτά, πιάτα με φρέσκο ψάρι για χατήρι των πρωτευουσιάνων, και τα κοιτάζω σα να ναι για πρώτη φορά, σα να μην έχω περάσει όλη μου τη ζωή εδώ, μέσα στα χώματα και την άμμο.

δεν ξέρω πως περνάνε οι νύχτες μου. ίσως κάπου να αναβοσβήνει μια τηλεόραση. ίσως κάπου να τσουγκρίζουν ποτήρια, θανατηφόρα δηλητήρια, το κόκκινο φόρεμα στην ντουλάπα όπως πάντα, πετάω από δω και από κει, δείξε μας πως φουμάρουν οι μάγκες, δε μου πάει που είναι όλοι χαμογελαστοί, ίσως και να ξέρουν καλύτερα βέβαια, νιφάδες με βρώμη για μεσημεριανό, δεν έχω γονείς, δεν έχω παρελθόν, περπατάω στην άμμο, δυο παρατημένες βάρκες, κατεβάζω το γείσο του καπέλου για να μη βλέπουν το πρόσωπό μου, τα μικρά αστράκια στα μάτια μου, δεν θέλω να ξέρουν, θέλω να το ξέρω μόνο εγώ και κανένας άλλος.

Friday, June 13, 2008

στα έρημα σοκάκια


ερημωμένα λούνα παρκ μέσα στη ζέστη
μετά τη λαική αγορά καταβρέχουν τους δρόμους
-δεν κρατά πολύ, αμέσως στεγνώνει, λύτρωση καμιά-
πεταμένα ρούχα στο πίσω κάθισμα
δυο τρία κραγιόν στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου
έλιωσαν,
το νερό χλιαρό στα χείλη.
Έρημα τα καρνάγια, μαύρα βότσαλα, ψάρια νεκρά.
θα θελα να κάνει κρύο, μάλλον, να τυλίγομαι σε χοντρές ζακέτες,να βάζω τα χέρια μου στις τσέπες του παλτού
να πειράζω τα φαγωμένα μου νύχια.
αντί για αυτό ένα ακόμα νυσταλέο μεσημέρι, κολλημένο από τον ιδρώτα,
σαν τόσα άλλα.
Δεν σκίζουμε το πέλαγος μα τις καρδιές μας.
Ατέλειωτα τσιγάρα στο κατάστρωμα φυλλάδες στα τραπεζάκια
κρύβω τα μάτια μου.
Κρύβομαι στις σκάλες, ψάχνω με το βλέμμα για δελφίνια, μαλλον έφυγαν κι αυτά.
στα λιμάνια λαικά τραγούδια, κάτι σκύλοι απορημένοι στο περίπτερο.
Κουρασμένες πέτρες, κουρασμένα χέρια.
Στον πάγκο της κουζίνας δυο άγουρα βερύκοκα μου ψιθυρίζουν
καλωσόρισες.

Thursday, June 05, 2008

εικόνες

Κουράστηκα να ψάχνω για εικόνες
δώστε μου λευκά πλαίσια
να τοποθετήσω το σώμα μου, τα χέρια μου, τα ρίγη μου.
να ξεχειλίσουν οι κορνίζες απ΄το αίμα μου
τα μαύρα μανιτάρια στην καρδιά μου
οι νεκρές φύσεις στο βλέμμα μου.
να κοιμηθώ μια βραδιά
σα να 'μαι ορφανή, υγρή, μόνη στον κόσμο
κανένας να μη νοιάζεται
και η αγκαλιά αδειανή από λουλούδια και υποσχέσεις.
στους δρόμους ενός κέντρου
διαλύομαι σαν ατμός
στα χέρια των αγνώστων.

Wednesday, June 04, 2008

στα νεκρά μου δάχτυλα

καθρεφτίζεται η μεσόγειος
οι ρυτίδες της μάνας μου γύρω από το στόμα
λαμποκοπάνε τα πρωινά
οι νύχτες γλιστράνε σαν πρωινές δροσοσταλίδες.
Τις μέρες μου
καίγεται η άσφαλτος
τα ρούχα μου σε σωρούς στο πάτωμα
κρεμ, γαλάζια, ροζ και λευκά πέταλα
κάθε ρούχο και μια πόλη, μια μυρωδιά, ένα αγχωμένο τσιγάρο στα ανοιχτά.
Δε μου φτάνει το νερό.
Διψάω, αυτές οι κοκκινίλες στο λάρυγγα
δεν προκλήθηκαν από χέρια, όνειρα, χαμογελαστά πρόσωπα.
Μόνο η αίσθηση του πνιγμού
δυο τρεις ανάσες έξω απ' το Μακρονήσι,
την ώρα που κοιμόταν το παιδί στο πίσω κάθισμα
μια γεύση μούχλας μέσα στο στόμα μου
και ο καιρός να περνάει, αγέρωχος, σα βοριάς, σα να κοιμούνται πια όλοι οι θεοί.
και γεννιόμουν,
γεννιόμουν μέσα σε καμπίνες και διαδρόμους
σε βρώμικα ποτήρια του καφέ και λεκιασμένα στρώματα,
γεννιόμουν σε στεγνωμένα χείλη και ροζιασμένα χέρια.
και πονούσε η ανάσα,
πονούσε το βλέμμα, το δάκρυ που δε βγήκε,
ο λυγμός που κατέβηκε στο λαιμό ξανά.
Δεν κοιμόμουν.
Και όταν τα βλέφαρά μου έκλειναν, έβλεπαν το θάνατο.
αγέρωχο σαν το βοριά, να προχωράει στο θρίαμβό του.