Tuesday, April 30, 2013

της μεγάλης τρίτης

τόσα τροπάρια για γυναίκες που ξεστράτισαν, αμαρτωλές που έγιναν αθώες,που έκλαψαν για τα λάθη και τις αμαρτίες τους, μια μέρα της μεγάλης εβδομάδας αφιερωμένη στη βρώμικη σάρκα τους που με πίστη και μετάνοια καθαρίστηκαν, φτωχές ρακένδυτες και στεγνωμένες
στεγνωμένες από πόθο κουρασμένες από φιλιά και ξενύχτια δίπλα σε σώματα γνωστών και αγνώστων να καίγονται από θλίψη 
γιατί κάποτε ήταν νέες 
γιατί κάποτε ποθούσαν ένα σώμα.ίσως και παραπάνω.γιατί ποθούσαν τη μέθη των φιλιών.
γιατί για μια στιγμή είδαν την αλήθεια-και μετά δεν την ηθελαν πια,και τις γύρισαν την πλάτη
και σας βολεύει να ζητάμε για συγχώρεση
θέλετε να σας κοιτάμε με μάτια βουρκωμένα για μια χαμένη vagina intacta
την ίδια στιγμή που το δικό σας σπέρμα τρέχει από τα μπούτια μας

Sunday, April 28, 2013

ninfeo mio

φοράω άρωμα ninfeo mio στη θάλασσα.η θάλασσα είναι κρύα με καθαρή άμμο και σημάδια από μαύρα φύκια.τα βράδια η θάλασσα δεν νιωθει μοναξιά. περνάμε ένα παρηκμασμενο μέρος με τροχόσπιτα,είναι ακόμα νωρίς, δεν έχουν ακόμα ξυπνήσει οι λουόμενοι,θα καταφθάσουν αργότερα με τα αντιηλιακά τους και τις κυριακάτικες εφημερίδες τους.
προς το παρόν μια κυριακάτικη σιωπή.σαρωνίδα,λαγονήσι.
η ζωή μου σαν κακοφωτισμένη ταινία του '60, στην άσφαλτο-κανένα κύμα, τα νησάκια λέγονται φλέβες θυμάμαι από πολύ παλιά, ποιος βασίλευε τα αρχαία χρόνια στη σαρωνίδα και το λαγονήσι?ο ποσειδώνας που ταλαιπώρησε τον οδυσσέα?
υπήρχε όμως και κάποιος βασιλιάς, υπήρχε βασίλισσα,είχαν παιδιά?
αν υπήρχαν μπορεί και σήμερα να έρχονται και να τρώνε στις εξοχικές ταβέρνες και τα κακοχτισμένα εκτρώματα-ποιος αντιστάθηκε στην κακογουστιά της κυριακής,μάλλον κανένας.
τα βράδια οι γοργόνες βγαίνουν στην ακρογιαλιά και πουλάνε χάντρες-
λίγοι τολμούν να βουτήξουν ακόμα-κάνουν εκφράσεις πόνου ή τους γενναίους, καταφέρνω μερικές απλωτές στα ρηχά, το μούδιασμα στα πόδια μου γνωστό και ο αέρας γύρω μου λέει περνάμε όλοι σαν την αμμο μα ελάχιστοι,ελάχιστοι μένουν.

Saturday, April 27, 2013

γκρίζος σαν καπνός και επίμονος σαν ατσάλι

βάζω στην τσάντα μου 2 μπλε βαμβακερά πουλόβερ. Κυριακή του Λαζάρου με πρώιμες ζέστες, το πρώτο παγωτό της χρονιάς είναι αλμυρή καραμέλα, η μεγάλη εβομάδα θα περάσει χωρίς παγωτό σε μια Ιερουσαλήμ που όλο μπαίνουμε και περπατάμε μέσα σε μεγάλα πλήθη μα μόνοι, μόνοι ο καθένας στο θάνατό μας, με επευφημισμούς ή με κατηγορίες.
το ίδιο είναι έτσι κι αλλιώς εξάλλου,τυφλοί στον πόνο του άλλου και συνάμα ερήμην του και στο έλεος του-η αλήθεια είναι πόνος που χτυπάει κάτω από τον κρόταφο,κάτω από τα σπυράκια που έβγαλα από το άγχος κάτω από το δεξί μου χείλος και σε αυτή στη φλέβα στο λαιμό που τρεμοπαίζει, σαν αμνός που πάει υποτακτικά στο σφαγείο μα ξέρει τι ακριβώς τον περιμένει.
Ο πόνος μου δεν είναι καν δυσβάχταχτος, ούτε κόκκινος θυμωμένος, ούτε ορμητικός,είναι γκρίζος σαν καπνός και επίμονος σαν ατσάλι.Δεν ζητάει παυσίπονα και δικαιολογίες.
είναι μεθυστικός καμιά φορά σαν το αγέρι της άνοιξης και αρυτίδωτος σαν τη θάλασσα που δεν είδαμε.
Και γνώριμος όπως όταν ήρθαμε στη ζωή, ματωμένοι εξ αρχής με τα σημάδια του πολέμου

Thursday, April 25, 2013

κι αν κρεμαστείς

ήθελα να ταξιδέψουμε και να σε βλέπω κουρασμένο δίπλα μου στο κάθισμα του τραίνου ή του λεωφορείου, μια αφηρημένη παλάμη πάνω στο πόδι μου, ένα τσιγάρο φωλιασμένη στο παλτό σου.
να ξεχωρίζω και να πλένω τα ρούχα σου κι ας μένει ανέγγιχτο το φαγητό μου στο πιάτο και το τσάι στο φλυτζάνι ας παγώνει.
περπατάμε στους ίδιους δρόμους και είμαστε σε διαφορετικούς κόσμους λέω και ανάβω τσιγάρο, το αριστερό μου μάτι τσούζει και το τρίβω με κίνδυνο να φύγει ο φακός μου
βάζω τα χέρια στις τσέπες της φούστας μου άδειες εκτός από το σελοφάν ενός πακέτου τσιγάρων θέλω να πω είμαι γεμάτη αγάπη είμαι η ίδια αγάπη πως περνάνε οι μέρες μας χωρίς αγάπη κι έρχεται ο Μάης να μας κουράσει με σχέδια για διακοπές και ξέστρωτα σεντόνια
είσαι σε έναν καπνισμένο χώρο και δεν με βλέπεις μεθάω με τον καπνό και ξεχνάω να σε ψάξω να σε βρω να σου πω είμαι κουρασμένη πήγαινε με στο σπίτι τώρα μα χαίρομαι που σε ναρκώνει και εσένα ο καπνός για να με ξεχνάς ζαλισμένος θέλω να πω είμαστε ενήλικοι σε προβιές και γρατζουνάμε τον αέρα 
κι αν κρεμαστείς εγώ θα είμαι το σκοινί σου αλλά και το πόδι που θα κλωτσήσει το σκαμνί 

Wednesday, April 24, 2013

δεκανίκια

κυκλοφορώ με παπούτσια που χτυπάνε. ολόισια μαύρα με μπεζ, μου κανουν φουσκάλες και συνεχίζω να τα φοράω, με δείχνουν αδύναμη όπως είμαι και μέσα. Μια ολοζώντανη φουσκάλα γεμάτη διάφανο πύο που την πιέζει φτηνή δερματίνη.
Κουτσαίνω στις ουρές στα ταμεία στην Ερμού με τα κοριτσάκια δίπλα μου υγιή και ρωμαλέα σαν γαζέλες, με χρωματιστές τούφες στα μαλλιά τους ξοδεύοντας το χαρτζιλίκι τους σε κοκκαλάκια μαλλιών και χρωματιστά μπλουζάκια.
θα έρθετε στη θέση μου σκέφτομαι, όχι τώρα, όχι σύντομα, αλλά σε μερικά χρόνια πόση ανακούφιση θα νιώθετε όταν επιτέλους αρχίσουν οι πόνοι στον αυχένα και προσμονή για την ώρα που μόνες διαβαίνετε το κατώφλι του σπιτιού σας για να κλείσετε την πόρτα σας και να μείνετε ξυπόλητες, ίσως με παράταιρες,τρύπιες κάλτσες.
στην πλατεία η σερβιτόρια φοράει ροζ κραγιόν που μοιάζει με κιμωλία και έχει μαλλί οξυζενέ. ίσως και εκείνη να τη βρίσκεις πιο όμορφη από μένα που κουτσαίνω και συνέχεια διπλώνω και ξεδιπλώνω και στρώνω τη φούστα μου,μου φέρνει έναν καφέ και θέλω να της πω άσε μου να σου γνωρίσω κάποιον θα ταιριάζετε πολύ, μα ντρέπομαι πάλι για τις χαζομάρες που σκέφτομαι και σωπαίνω.
και είναι τέλη απρίλη και ο κόσμος ακόμα στριμώχνεται στις πλατείες πίνουν καφέδες και νερά και βότανα και εγώ κουτσαίνω και δεν θελω να είσαι το δεκανίκι μου