Sunday, September 30, 2012

queen depression

δεν ζω σε κάδρα και εικόνες
είμαι παλιά πολύ παλιά πιο παλιά και απ' τον πόθο
πιο δυνατή απ' το  θάνατο πιο βίαια από την εκδίκηση
πιο έντονη από τους οργασμούς σας και το φθόνο σας

διαλέγω τυχαία τα θύματά μου τα γραπώνω 
καθώς βγαίνουν για να πάνε στη δουλειά 
γυρνάνε από τον κινηματογράφο στρώνουν το κρεβάτι τους

τα μεταμορφώνω σιγά σιγά σε μαριονέτες
τα ταίζω στοργικά χάπια και τσιγάρα
σκουπίζω τα μάτια τους όταν κλαίνε 
εμένα έχουν δίπλα τους τη νύχτα στο κρεβάτι
είμαι η μόνη τους πατρίδα το νερό το οξυγόνο

τους ντύνω τους στολίζω
με νευρικές ανορεξίες κρίσεις πανικού λυγμούς
τους διώχνω τον αφρό από το στόμα όταν κυλάει
γίνονται όλοι τα ξεμωραμένα μου παιδιά οι σύντροφοί μου οι εραστές μου

μια καλεσμένη που καταχράστηκε τη φιλοξενία
ελάτε παιδιά μου όλοι μαζί αδελφωμένοι
στα φαρμακεία στις ουρές των ταμείων στα σαλόνια αναμονής των γιατρών
στα λευκά σεντόνια στα επείγοντα στους ορούς  στα χέρια σας

είμαι η λύκαινα που σας βυζαίνει 
σας κρατάει με το ζόρι ζωντανούς
άπλυτους και αχτένιστους με τα γαριασμένα σας νυχτικά
τους λεκέδες την ξηροστομία σας την υπνηλία σας

βασίλισσα στο θρόνο μου κι εσείς γονατίζετε
χωρίς εμένα δεν θυμάστε ποιοι ήσασταν πριν
έχετε μόνο εμένα για συντροφιά όπου και να πάτε
νησιά βουνά πόλεις
ο θόρυβος στο κεφάλι σας η σκουριά στο στόμα σας το σύννεφο στα μάτια σας

όλοι μπροστά μου αδερφωμένοι ναρκωμένοι διψασμένοι
με ξηροδερμίες τριξίματα δοντιών 
είμαι η κουβέρτα που σας σκεπάζει το νερό που σας ξεπλένει
εγώ η παράδοξη βασίλισσα
η Κίρκη η Κάλι η Εκάτη
το σώμα σας είναι ο βωμός μου.
 

Saturday, September 29, 2012

greed,I

έχω μέσα μου μια πόλη που ζαλίζεται στους σταθμούς των τραίνων
δεν είναι άνδρας δεν είναι γυναίκα δεν είναι παιδί
ρωτάει καθρέφτη καθρεφτάκι μου ποια είναι η πιο όμορφη
εσύ.όχι εσύ.εσύ προπαντώς.κανένας.εσύ.

ζητάει στοργή και ντρέπεται που ζητάει και δαγκώνει όταν της τη δίνουν
βγάζει γλώσσα δαγκώνει τα μπράτσα της τα κόβει με ξυράφια τα θαυμάζει
δεν νανουρίζει βρέφη δεν ποτίζει λουλούδια στις γλάστρες
σφουγγαρίζει ιδρωμένη πλένεται με το σφουγγαρόπανο  
στήνει δίκες κάθεται στο σκαμνί καταδικάζει
το παρελθόν της το μέλλον της τη γενιά της 

τα βράδια ψάχνει δολοφόνους για να τους κάνει το τραπέζι
περπατάει στους δρόμους αντανακλάται φωτίζεται 
θέλουν να τη βάλουν σε βιτρίνα 
τα νιάτα της τα νιάτα της
το δέρμα της εσωτερική παλινδρόμηση
χτυπάει τα μάγουλά της ανοίγει τα πόδια της 
τα ξανακλείνει και καταβροχθίζει

λέει μάνα 
μάνα δεν είχα ποτέ δώρα
μάνα από τότε που βγήκα από την κοιλιά σου κρυώνω
σε ψάχνω σε στοές  σε δρόμους 
όταν κοιτάζομαι στον καθρέφτη βλέπω τα μάτια σου 
στο μπάνιο πλένω το δικό σου σώμα
τις ραγάδες σου τα ράμματά σου τις ρωγμές σου

καίγομαι και κάνω εξορκισμούς
και είναι πάντα εδώ
το παράσιτο που τρέφω και με τρέφει τόσα χρόνια
το απολυμαίνω το φροντίζω το καμαρώνω
μάνα με ακούς δεν έγινα σαν όλα τα άλλα κορίτσια
είμαι ήττα είμαι καημός είμαι ένα σκουριασμένο εργαλείο
ψάχνω για σύμμαχους και βρίσκω  συνενόχους στα εγκλήματά μου
μάνα σκοτώνω τα άλλα κορίτσια όταν γεννιούνται
τα πνίγω τα θάβω τους κόβω το λαιμό
και συνεχίζω να πεινάω 
τους γράφω γράμματα από τον άλλο κόσμο στον καθρέφτη

όταν μιλάω φτύνω κομμένα γυαλιά
δίνω αίμα παίρνω χολή παίρνω καπνό 
στα χέρια μου σαπίζουν οι καρποί μαραίνονται τα κρίνα
όταν βγάζω τα ρούχα μου βγαίνουν κομμάτια οργάνων και πονάω
μάνα εγώ αυτά τα κομμάτια σου προσφέρω
να τα ράψεις να τα μαντάρεις να με φτιάξεις πάλι ολόκληρη

δεν μπορώ πια να σκοτώνω με κούρασαν τα νυχτέρια με μάγισσες




 

Friday, September 28, 2012

1997

θα συνεχίσω να ψάχνω εκείνο το σκούρο κραγιόν σου που έβαζες ευλαβικά κάθε πρωί με βία πάνω στα ξεραμένα χείλη
θα αναζητώ τα μάλλινα φορέματά σου κάτω από το τριμμένο σου πανωφόρι
τα φθαρμένα παπούτσια σου και τα ξυπόλητα βήματά σου στις σκάλες
τα άνοστα ανάλατα φαγητά σου
τη συλλογή από καρτ ποστάλ 
τα άκομψα μεθύσια σου 

τη θέα σου το πρωί σε ένα ροζ μπουρνούζι
σε ρώταγα αν έκλαιγες και έλεγες είναι το νερό
τα εσώρουχά σου να στεγνώνουν στο καλοριφέρ
στο γραφείο σου μισοφαγωμένες σοκολάτες και φτηνό κονιάκ
σερβιρισμένο σε φλυτζάνια του καφέ

την παιδική σου οδοντόβουρτσα 
τα βράδια που γυρνούσες λεκιασμένη από τσιγάρα και ιδρώτα 
και γελούσες,γελούσες
έβαζες νερό στο βραστήρα
άνοιγες το ραδιόφωνο 
ακουμπούσες τα ρούχα σου κουβαριασμένα πάνω στην καρέκλα
έτριβες τα πονεμένα σου πόδια

κάθε βράδυ πέθαινες  και δεν το ξέραμε.

Monday, September 24, 2012

πριν την καθημερινότητα

σε μιά ξένη πόλη ξανά, στην πρασινάδα των προαστίων ξεραίνονται τα χέρια μου,τα χείλια μου ματώνουν και πονάνε,αγχώνομαι,φοβάμαι να περάσω το δρόμο.
Παρατηρώ τους λεκέδες στο πάτωμα και αναβάλλω να τους καθαρίσω, λεκιασμένες κουρτίνες από νικοτίνη και σκέψεις από υδροχλωρικό οξύ, πέφτουν οι σοβάδες στο μπάνιο,δεν έχω που να βολέψω τα πόδια μου,τα χέρια μου,μισογεμάτα βαζάκια στα ντουλάπια της κουζίνας,κουάκερ και στιγμιαίες σούπες, καλαμποκάλευρο και κακάο,τα φλιτζάνια μου με τη ρωγμή,η ρωγμή στο μετωπό μου και η ρωγμή στην καρδιά μου,τα πράγματα που θέλω να πετάξω,οι άνθρωποι που δεν πέταξα,τα άδεια μπουκάλια νερού και η τσαλακωμένη μου μνήμη.
Δεν θέλω να θυμάμαι ονόματα.
Δεν θέλω να θυμάμαι ονόματα δρόμων.
Η σκόνη στο δωμάτιο είναι από το δικό μας δέρμα.
Πως γίνεται να αγαπάς και να μισείς τα ντουβάρια που σε έθρεψαν,να φοράς κουρελιασμένα ρούχα και να περνάς μια μέρα ολόκληρη ανακατεύοντας παλιές αποδείξεις και ψάχνοντας σε παλιές ατζέντες τηλεφωνων..
πως γίνεται να είναι βράδυ,να είναι πάντα βράδυ στο μυαλό σου χωρίς καν τα αρρωστιάρικα φώτα του δρόμου,πως γίνεται όλα να είναι γύρω σου λευκά κι εσύ να τα λερώνεις, να στριγγλίζουν οι εξαίσιες μουσικές και να γίνεται κράξιμο η φωνή σου
πως γίνεται να τρως όρθια στην κουζίνα εσύ που έστρωνες κάθε μέρα καθαρά τραπεζομάντιλα
πως γίνεται να μη σου λέει τίποτα το παρελθόν σου,το παρόν σου και το μέλλον σου
πως γίνεται να είσαι μια ανάμνηση και να σαι ζωντανή.
 

Sunday, September 23, 2012

Στην Κ.

Δεν έκανε πολύ εντύπωση η κοπέλα αυτή στο δρόμο όταν κυκλοφορούσε.  
Όχι πως ήταν άσχημη,κάθε άλλο. Ήταν η σιωπή της που κυριαρχούσε. Και η σιωπή της έκανε σχεδόν να αχνίζει, να βλέπεις γύρω της ατμούς και δροσοσταλίδες και να περνούν σε δεύτερη μέρα τα πλούσια,λαμπερά σγουρά μαλλιά της, τα έξυπνα μάτια της, το χαμόγελό της το πλατύ.
Ζούσε μαζί με τους γονείς της σε μια παλιά μονοκατοικία.Δούλευε σε μια δημόσια υπηρεσία που σιχαινότα .Σηκωνόταν κάθε μέρα στις 6 και γυρνούσε το μεσημέρι. Ζουσε με ελάχιστα
χρήματα, δεν ψώνιζε ρούχα,δεν έβγαινε μου είχε πει. Της έδιναν προσκλήσεις και τις χάριζε αλλού. Για θέατρα,για παραστάσεις, για εγκαίνια.Από τη δουλειά.Και εκείνη αρνιόταν και την κοιτούσαν παράξενα,κουνούσε τις μπούκλες της και πήγαινε να πάρει το τραινο για να γυρίσει στο σπίτι.
Έβγαινα παλιά μου είπε.Πήγαινα και διακοπές σε νησιά το καλοκαίρι, έπινα τζιν με τόνικ και σφηνάκια τεκίλας και φλέρταρα με γνωστούς και αγνώστους. 
Κανά δυο αδιέξοδοι έρωτες, μια μεγάλη απογοήτευση. Οδηγούσα  τζιπ, έβγαινα στα μπαρ στο Κολωνάκι και σχεδίαζα ταξίδια στη Φλωρεντία.
Τώρα δεν μπορώ πια.Όχι πως μου αρέσει να κάθομαι στην τηλεόραση κάθε βράδυ.Όχι πως μου αρέσει να μαλώνω με τη μητέρα μου, δεν ξέρω πως άλλαξαν όλα μου είπε.
Καμιά φορά παίρνω το τραίνο και πάω μέχρι τον Πειραιά.Μετά ξαναγυρνάω πίσω στο σπίτι,αγοράζω μια σοκολάτα από το περίπτερο,την τρώω με βουλιμία. Κάθε μέρα αγοράζω μια διαφορετική σοκολάτα,έτσι για ποικιλία. Δεν βοηθάω στις δουλειές του σπιτιού.Η μάνα μου φωνάζει.Λέει πως είμαι κακή κόρη μα εγώ την αγνοώ.Ερωτεύομαι πια μόνο πλατωνικά.Δεν έχω ερωτικές ορμές.Δεν θέλω να κάνω παιδί, θέλω μόνο να πηγαίνω στο σταθμό στα Καλάβρυτα και να κοιτάζω τα τραίνα,όταν πηγαίνω με τους γονείς μου κάθε Αύγουστο.Να κοιτάζω τα τραίνα και να σκέφτομαι πως μοιράζω καραμέλες στα παιδιά που σκότωσαν οι Γερμανοί για να τους γλυκάνω τη σιωπή.
Γιατί ξέρω καλά από σιωπή.

Saturday, September 22, 2012

Για απόψε

Δεν γράφω σαν τη Σέξτον ή την Πλαθ.
Δεν έβαλα το κεφάλι μου στο φούρνο υγραερίου, ή στο γκαράζ του αυτοκινήτου.
Δεν θα κερδίσω Πούλιτζερ, δεν θα διδάξουν τα γραπτά μου
δεν θα γίνω προιον λογοτεχνικών συζητήσεων.
Αντί για βραβεία κουβαλάω κάτι τσαλακωμένα χαρτιά 
γεύση μεταλλική στο στόμα, σκονισμένες βαλίτσες, ένα κουρασμένο δέρμα,
κανα δυο ανεκπλήρωτους έρωτες, σκόνη πολλή, καρτ ποστάλ από μέρη που δεν πήγα.
Την παιδική μου κουβέρτα,δυο τρία δάκρυα που δε χύθηκαν
και αυτά έκαναν όλη τη διαφορά.
Δεν πήγα πολλά ταξίδια,δεν έχω να διηγηθώ ιστορίες.
Δεν είμαι πολύ φιλόδοξη ούτε δυναμική
δεν έχω  ιδιαίτερα ταλέντα ούτε χαρακτηριστικά
πολλές φορές περνάω απαρατήρητη
δεν εμπνέω άγριους πόθους ή μίση.
Δεν είμαι καλή ούτε κακή.
Ενα κορίτσι σαν όλα τα άλλα δηλαδή.
Μα είμαι εδώ. Για απόψε. Για σήμερα.
Γράφω τις γραμμές αυτές.
Με ακούς να γράφω,όταν όλοι κοιμούνται?
 

Friday, September 21, 2012

κι εγω σαν θάλασσα

θα συνεχίσουν τα κορίτσια να παντρεύονται με λευκά νυφικά
να στρώνονται κρεβάτια με νομίσματα και να θυμούνται οι μεγαλύτερες
δυο τρία μικρά κοριτσάκια στο δωμάτιο παίζουν με την κούκλα τους
ανίδεες για τί τις περιμένει.

θα συνεχίσουν τα ζευγάρια να αγκαλιάζονται τις κρύες νύχτες
να μαλώνουν ο ένας για τα παγωμένα πόδια του άλλου
ενώ κάποιοι άλλοι την ίδια ώρα ξοδεύονται σε ξύλινες μπάρες 
σέρνοντας τα βαμμένα μάτια τους,τα κοτλέ σακάκια τους, τους κιρσούς τους
κοιτάνε κάποια βιτρίνα,ξημερώματα, ψιθυρίζοντας  κάποιο όνομα.

θα συνεχίσουν τα καράβια να πιάνουν στο Λαύριο
σαν φαντάσματα ή σάπιες χώρες
θα βάζουν ουίσκι και καφέ οι κοπέλες στο μπαρ του πλοίου
"πλησιάζουμε Μακρόνησο,λίγο έχουμε ακόμα" 
ένα κορίτσι με ξεχειλωμένο πουλόβερ θα κλαίει 
θα τρίζει τα δόντια της στη ζέστη του γκαράζ λουσμένη σε φώτα

θα φορτώνουν οι πωλητές στις λαικές την πραμάτεια τους σε καφάσια
θα ανάβουν τσεμπεροφόρες τα καντήλια στα ξωκλήσια
θα απολαμβάνουν οι άνθρωποι τις ήττες και τις εκδικήσεις
μεταξύ τους,μέσα τους,στον καθρέφτη τους.

η θάλασσα θα αφρίζει θα ξεσπάει θα τιμωρεί θα λιώνει
θα ημερεύει θα μαγεύει θα καταριέται
άψυχα κορμιά μαλλιά βρεφών σκαριά πλοίων
θα μπλαβίζει θα κοκκινίζει θα σκληραίνει
δεν θα κοιμάται δεν θα ησυχάζει δεν θα παραδοθεί
θα καταπίνει αχόρταγη δεν θα θυμάται δεν θα έχει έλεος
συνείδηση και ελαφρυντικά
θα μας φιλάει γλυκά σαν το θάνατο
σαν τον έρωτα.σαν το ψέμα.

 

Wednesday, September 19, 2012

τα κόκκινα δηλητήρια

είχες φακίδες και εγώ δυο σπασμένα μπροστινά δόντια
ήσουν πιο γρήγορος αλλά ήμουν ψηλότερη και σε περνούσα κάθε χρόνο
μιλούσες τρεις γλώσσες και σε ζήλευα που διάβαζες κόμικς σε γλώσσες που εγώ δεν καταλάβαινα
με έμαθες να κάνω τσιχλόφουσκες.μου χάρισες το κραγιόν της γιαγιάς σου.
σου έδινα όλα τα παιχνίδια μου για να παίζεις μαζί μου.

δεν συμπαθώ τα κορίτσια μου έλεγες. όλα τα κορίτσια ή μόνο εμένα?
εμένα με συμπαθείς?δεν απαντούσες.έκανες κόλπα με την τράπουλα.
παίρνεις την καλή θέση όταν σκαρφαλώνουμε στα βράχια και με αφήνεις να στέκομαι. 
κολυμπάς πιο γρήγορα από μένα αλλά εμένα θαυμάζουν στην παραλία.
είμαι πιο όμορφη και πάντα θα είμαι.το ξέρεις.

δεν με αφήνεις να παίζω με τις κούκλες μου.φτιάχνουμε δηλητήρια και μαγικά φίλτρα.
δηλώνω πως βρήκα τι δουλειά θα κάνω μεγαλώνοντας.
καγχάζεις.θέλω να σε βάλω να δοκιμάσεις.είμαστε 5 χρονών με χτυπημένα γόνατα και ήδη στη μάχη.

θες να διαβάσεις το ημερολόγιό μου.θυμώνω.δεν με αφήνεις να ακούω τα τραγούδια που μου αρέσουν.
αναζητάς άλλα πιο όμορφα κορίτσια.δε μου μιλάς.σκαρφαλώνεις τα βράχια πιο γρήγορα από μένα. με κοιτάς κοροιδευτικά και πετάς λέξεις που δεν καταλαβαίνω.
άγνωστες λέξεις.Βοστώνη.Χόκευ.Χιόνι.Αεροπλάνα.
Είμαι ακόμα ψηλότερη από σένα.Ξαπλώνουμε τα μεσημέρια δίπλα δίπλα πάνω στα μάρμαρα που έχει δροσιά.
Το βράδυ με βάζεις να πιω ξύδι,σε στοίχημα.
Είμαστε 12 χρονών. Κρύβουμε λέξεις.

Πίνουμε τζιν και βότκα σε μπαρ της συμφοράς.Πίνουμε ουίσκι πάνω σε καναπέδες.
Ζαλιζόμαστε και γελάμε και κλαίμε.
Κάνω εμετό στο πεζοδρόμιο.Κρατάς τα μαλλιά μου μακριά από το πρόσωπο.
Ξέρεις πως υποψιάζομαι τις κινήσεις σου,
Πλέον με πολιορκείς. Είσαι ψηλότερος από εμένα.
Σε φοβάμαι. Σου γράφω γράμματα.Ξέρω πως δεν τα διαβάζεις.
Είμαστε 20 χρονών. Μυρίζουμε αλκοόλ και ήττα.

Έχουμε ρυτίδες και ξεχωριστές ζωές.
Μαζεύουμε πτώματα από μάχες που δώσαμε και χάσαμε ηρωικά.
Χάσαμε όμως.Εσύ στο θόρυβο του μυαλού σου κι εγώ σε δειλία και φόβο.
Δεν γελάμε πια στα εστιατόρια. Παίζουμε με τα κουτάλια και κοροιδεύεις τα καπέλα μου,
Πίνεις και κλαίω.
Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ σου λέω.Οι γρατζουνιές από τις παιδικές φιλίες.
Δεν με καταλαβαίνεις.Είμαστε 30.Μη φύγεις μου λες.
Θυμήσου τα δηλητήρια που φτιάχναμε.Τότε,στα πέντε και στα εφτά.Τότε που το σκάγαμε από το μεσημεριανό ύπνο.Τότε που μαζεύαμε βότσαλα και φυσούσαμε σαπουνόφουσκες.
Ήταν τόσο ροζ τα χείλια σου μου λες.¨Ελαμπε πάνω σου ο ήλιος.
Κλαις στον ώμο μου.Με παρακαλάς.
Μου δίνεις δολώματα.Μου στήνεις παγίδες.
Ο θόρυβος στο μυαλό σου και οι φλέβες σου.
Το φωνητικό σου αλφάβητο και οι ασκήσεις φυσικής.
Έρχεσαι σαν εφιάλτης σε γνωστά μέρη.
Μα εγώ πια δεν πολεμάω. 


 

Sunday, September 16, 2012

Θ.Κ

τον είδα απόψε.το στόμα του μύριζε γάλα όπως παλιά,η γκρίζα του φανέλα πάνω στα κόκκαλα έπλεε, με κοιτούσε και ήταν σα να μου έλεγε,τι έκανες τόσο καιρό όσο έλειπα,και εγώ ήθελα να πω,δεν άκουσα ποτέ τη φωνή σου, έβλεπα τα χείλη σου και τα δόντια σου αλλά τη φωνή σου δεν την άκουσα, δεν έμαθα ποτέ αν κοιμήθηκες καλά, αν σου άρεσαν τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα ή το καλοκαίρι,δεν είχες μυστικά,ήσουν το πιο όμορφο λευκό χαρτί που υπήρξε ποτέ,δεν γράφτηκαν πάνω σου λέξεις,δεν έγιναν λάθη και μουτζούρες,δεν τσαλακώθηκαν οι άκρες σου,δεν πετάχτηκες στον κάλαθο των αχρήστων.
και έζησες
σαν λευκό χαρτί που έκανε ένα απαλό τρίξιμο όταν φυσάει το αεράκι,όταν ξημερώνει.
εκείνη σου έβαζε μάλλινες κάλτσες το χειμώνα για να μην κρυώνεις.δεν υπήρχε περίπτωση να κρυώσεις,αφού ήσουν άγγελος.
και δεν έμαθα ποτέ αν πονούσες όταν κοβόσουν στο ξύρισμα,αν με έβλεπες ποτέ στα όνειρά σου, δεν μαλώσαμε ποτέ,δεν είχαμε μυστικά,δεν καλύψαμε ο ένας τον άλλο,δεν γκρίνιαξες γιατί έπρεπε να με πάρεις μαζί σου, δεν είχαμε μυστική γλώσσα και βλέματα.
Ήσουν σιωπηλός και όμορφος σαν όστρακο, σπάνιο και ακριβό και πολύτιμο,και κάποτε ανασαίναμε τον ίδιο αέρα και πίναμε το ίδιο νερό και τώρα εσύ είσαι ο αέρας και το νερό και οι κόκκοι της άμμου,είσαι η σκουριά του μεταλλείου και όταν εγώ θα φύγω-
λίγοι θα σε θυμούνται πια
τα μεγάλα σου μάτια και την κορμοστασιά σου και εγώ ακόμα δεν ξέρω πως ήταν ο ήχος της φωνής σου
δεν ξέρω καν 
αν είχες φωνή.

Saturday, September 15, 2012

η μαγισσα και η ντουλαπα

στην άκρη του δωματίου μου
στέκεται
μια μπλε ντουλάπα γεμάτη με στιγμές
παιχνίδια που τα παιδιά δεν έπαιξαν
σπασμένα κομμάτια καπνού
άμμος στις τσέπες της ζακέτας μου
και ξύλινες γυαλιστερές κρεμάστρες.
Τον Μάιο την τακτοποιώ με χαρά
φρεσκοπλυμένα και αναιδή σαν σε βιτρίνα
το Σεπτέμβρη μαραμένα τριαντάφυλλα
με λεκέδες από καφέ και τριμμένους αγκώνες.

Άραγε ψιθυρίζουν το ένα στο άλλο το χειμώνα
αγγίζονται με τρυφερότητα οι τιράντες και οι ξηλωμένες ραφές
τα ετοιμόρροπα κουμπιά 
ανυπομονούν για να γυρίσω την επόμενη χρονιά
σε ποια χέρια θα περάσουν όταν φύγω?
θα μοιραστούν ευλαβικά σε φίλους και συγγενείς?
θα σωριαστούν σε πεζοδρομια
θα κρεμαστουν σαν τάματα
ή σε πενήντα χρόνια 
πάλι σαν σε βιτρίνα, πολύχρωμα βαλσαμωμένα πουλιά
κάποιος σαν κι εσένα να τα δει και να σκεφτεί
πως  " μοιάζει με κάτι που θα φορούσες,αν υπήρχες? "
 
 

Friday, September 14, 2012

συννεφιασμενος ουρανός

τα λευκά σύννεφα 
διαστέλλονται σαν το εσωτερικό 
του σώματός μου
που συλλέγει νερό και αίμα 
κάθε μήνα
το στήθος μου γυμνό στον καθρέφτη να καταπίνει φως
με δυο τρεις μαβιές γραμμες στις καμπύλες του
σα μαχαιριές αδιόρατες
ένα κρύο που ανεβαίνει απο τα γυμνά πόδια 
στα πλακάκια
εισπνοή,εκπνοή-
καταρράκτες κύματα 
ακόμα κι όταν ματώνουμε μαζί πεθαινουμε μόνοι.

Tuesday, September 11, 2012

William S.

ο κόσμος όλο θέατρο,ο κόσμος μια σκηνή
και πως να χωρέσει η σιωπή
ο βοριάς, ένα σπουργίτι με σπασμένο φτερό
το πρόσωπό σου φτιαγμένο από χιλιάδες παραστάσεις
που στο τέλος της νύχτας 
κέρινο πλάθεται κατά βούλησιν
κοινού και σκηνοθετών και έργου.
Έργου προπαντώς.
Πλάθοντας ξανά βλέφαρα και χείλη 
σβήνοντας τις ρυτίδες ανάμεσα στα φρύδια,
πρόσωπο μισολειωμένο μα ζωντανό.
Κι εσύ, ο συγγραφέας του έργου,
κοιμάσαι άραγε τα βράδια ήσυχος
χωρίς να αναρωτιέσαι 
αν ζει ακόμα η Δεισδαιμόνα, η Οφηλία,η λαίδη Μάκβεθ,η Μιράντα?
Έκανες ειρήνη ακουμπώντας την πένα σου στο γραφείο
ή σε κηνυγούν ακόμα τα κορίτσια που τους φύσηξες ζωή?
Ρόζαλιντ, Κορδηλία,Βεατρίκη, Λαβίνια,Βαιόλα,
δεκάδες γυναικεία ονόματα με μάσκες κέρινες
τυλιγμένες στη σιωπή?
 

Monday, September 10, 2012

τα κύματα σαν εσένα

δέκα βότσαλα κατηφορίζουν στην ακρογιαλιά.
αφρός.
ανοίγω τα μάτια μου με βία. σκιές στους λόφους.
δεν κράτησα ούτε μια φωτογραφία αν θες να ξέρεις.

γνωρίζω λίγα και σκέφτομαι λιγότερα.
μου έκαναν δώρο ένα άρωμα που λέγεται χίλια φιλιά.
κάποιος άλλος έπρεπε να μου δώσει ό,τι δε μου έδωσες εσύ.
ή η ζωή γενικότερα, ή όποιος μου χρωστούσε.

μα δεν θέλω να πορεύομαι με χρέη
φίλων ή εραστών ή του κόσμου.ή ενοχές, ή δανεικά.
ακόμα οι μελανιές έχουν μείνει στο λαιμό μου από εκβιασμούς 
και δεν μαλακώνουν.
και τα δικά μου δάχτυλα κουράστηκαν να σφίγγουν.

τα βράχια πάντα έτσι κι αλλιώς ξέρουν
πως είναι να είσαι δυνατός.
πάνω σου ζουν πεταλίδες,αχινοί, χταπόδια.
τους δίνεις σπίτι και νερό και σου χαρίζουν ρωγμές 
αλάτι στις πληγές, σάλιο.
μα καμιά φορά σε φιλούν.
και εσύ διαλέγεις αυτό που πονάει λιγότερο.
το κόστος του φιλιού προπαντώς.
και το δηλητήριό του
νυν και αεί,μες στη ζωή, όπως έλεγε και ο Γκάτσος.

Friday, September 07, 2012

σαν σεπτέμβρης

ήρθε πάλι ο καιρός που θα κλείσουμε τις πόρτες.
στις βεράντες που κάναν νυχτέρια οι γειτόνισσες χώμα.
έκοψε τα δρομολόγια του το λεωφορείο,
έβγαλα τη ζακέτα μου από τη ντουλάπα.
κάθε χρόνο όλο και πιο λίγο.
όλο και πιο λίγες ηλιαχτίδες, όλο και πιο λίγα φώτα στο δρόμο.
μάζεψα λιγότερα βότσαλα, μέτρησα λιγότερους αχινούς,
έκλεψα λιγότερα σύκα,είδα λιγότερα όνειρα.
κι ο βοριάς που τα χείλη ματώνει το ξέρει
χτυπάει τις γρίλιες τα ξημερώματα βρυχώντας
εσύ και εγώ και η αλμύρα
δεμένα τα χέρια μας
έλα να μας ακολουθήσεις.

Thursday, September 06, 2012

ζαχαρώδη και άλλα

μέσα στη ζάλη οι γυναίκες
φυσώντας απαλά καπνό
ψιθυρίζουν λέξεις όπως
καραμέλες βουτύρου, ροζ μαλλί γριας, παστέλι.
σιρόπι βύσσινο, κυδώνι, γλυκόριζα.
βανίλια μαδαγασκάρης, ζαχαρωμένα κομμάτια ανανά,
θρυμματισμένα αμύγδαλα, παγωτό φυστίκι.
ροδοζάχαρη, σφεντάμι, μπαστουνάκια κανέλλας,
φουσκωμένα αναιδή γλειφιτζούρια
λικέρ λεμόνι και καρυδάκι
μελάσσα, σπόροι ροδιών, γαρύφαλο.
γλασαρισμένα κεράσια, κάστανο ψημένο,
αρωματισμένα μήλα.
σπάνε τη ζάχαρη με τα δόντια,σκίζουν το τούλι της μπομπονιέρας
πετάνε τα κουφέτα σαν βότσαλα στην αμμουδιά
και δεν ξέρεις πιο είναι πιο λευκό
το κουφέτο ή ο κυνόδοντας
τι είναι πιο ροδαλό
το γλυκό τριαντάφυλλο ή τα χείλη
πιο τρυφερή η ανάσα ή το στήθος τους.


Wednesday, September 05, 2012

Η Κασσάνδρα του Παρνασσού

Η γιαγιά μου ήταν η Κασσάνδρα.
Κρατώντας με στο στήθος της προσευχόταν
το χάρισμα αυτό να μην βυζάξω.
Έλυνε και ξέλυνε τα μαλλιά της κάθε πρωί
κοιτώντας την κορφή του Παρνασσού
και μνημόνευε τα χιόνια
που καταραμένα στέκονταν εκεί
λεία, παγωμένα και κατάλευκα
σαν τα νερά της Στυγός
να αγκιστρώνουν πτώματα, λάφυρα του Εμφυλίου, βρέφη που γεννήθηκαν νεκρά
κομματιασμένες στρατιωτικές στολές, ατιμασμένες χωριατοπούλες,
μυστικά, εγκλήματα, μπλαβιασμένα μέλη, σπονδυλικές στήλες ζώων.
Κι εγώ βρέφος στην κούνια
κρυφά ακόνιζα τη γλωσσα μου
γιατί ηταν πια αργά.

Sunday, September 02, 2012

στα θαλασσινά καφενεία

κάθομαι με λυγισμένα πόδια, ποιήματα του Ναμπόκωφ και ιδρωμένες παλάμες, ο αέρας δεν πέφτει και οι γνωστοί με κοιτούν συγκαταβατικά, περνούν από μπροστά μου σχολιάζοντας φεγγάρια και δρομολόγια, ένα φεγγάρι πάλι κόκκινο και θυμωμένο να μου κάνει ανάκριση
και εγώ τυλίγομαι με την εσάρπα μου
και κάνω πάλι την αθώα
γυρνώντας δεν καληνυχτίζω κανέναν και μετράω τα σκοτεινά και τα φωτισμένα παράθυρα,θέλω να σκαρφαλώσω στα βράχια όπως τότε που ήμουν 13 αλλά τα βράχια δεν είναι πια τα ίδια
ούτε είμαι κι εγώ
κάθε νύχτα η ίδια διαδρομή προς το σπίτι με το σφίξιμο στο στομάχι και την ψυχή στο στόμα
σκέφτομαι τη Βιρτζίνια Γουλφ με τις πέτρες στις τσέπες να βαδίζει με αστάθεια και να χάνεται,ανεβαίνω τις σκάλες κρατώντας τον τοίχο σιωπηλά
και λέω μέσα μου,πόσα ακόμα σκαλοπάτια
πόσα ακόμα σκαλοπάτια.