Tuesday, October 29, 2013

παλιά προγράμματα

ας μείνουμε ένα βράδυ μόνοι ο ένας από μας να νοσταλγεί τον άλλον, να σκέφτομαι τι να σου πω όταν σε δω, να ξεχάσω πως είναι το σώμα σου στο κρεβάτι και να σε μυρίζω στα μαξιλάρια πάλι-να αναρωτηθώ αν γύρισες στο σπίτι με ασφάλεια.
να ξεχάσεις κι εσύ τα τραγούδια που αγαπώ και να με ρωτήσεις αλήθεια σου αρέσει τόσο ο Κοέν, είσαι χαζούλα που ξεχνάς το νούμερο του τηλεφώνου σου, προτιμάς το ξύδι ή το λεμόνι, να σου ξανακάνω τις ίδιες ερωτήσεις, θέλεις γάλα ή λεμόνι στο τσάι σου και να μη θυμώνεις-και όταν πηγαίνουμε στον κινηματογράφο πάλι να ρωτάς άν θέλω διάδρομο ή μέσα.
Και θα ήθελα να πάμε πάλι μαζί στον κινηματογράφο,να κόψουμε εισητήρια και να σου πω σώπα, αρχίζει η ταινία, όταν σβήνουν τα φώτα σβήνει κ ο έξω κόσμος, στο είχα πει,πρόσεχε, είναι κολλητική η μαγεία, σαν μια γρίπη που όλο υποτροπιάζει,σαν το αίμα που βράζει όταν έχουμε πυρετό.
Να δώσουμε ραντεβού μπροστά στον κινηματογράφο, να με ξεχωρίσεις από το παλτό μου, τώρα που νυχτώνει νωρίς στο φουαγιέ ανάβουν τα φώτα, στην Αλεξάνδρας και στην Κηφισίας η Αθήνα επιπλέει, όταν αρχίσουν τα κρύα θα είμαστε δυο ορφανά που ψάχνουν καταφύγιο από το κρύο, κωμωδία ή το δράμα μιας πράξεως.
Και να γυρίσουμε στο σπίτι χωριστά, να μετανιώνω που δεν σου είπα να έρθεις μαζί, να μου πεις να ξαναπάμε σύντομα,έρχεται χειμώνας πάλι στο εκράν, κι όταν φοβάσαι θα σε νανουρίζω με παλιά προγράμματα και αποκόμματα εισητηρίων.

Saturday, October 26, 2013

μέρες μαγισσών

και καθόταν σε ένα πιάνο με ένα μαύρο μάλλινο φουστάνι, τα χείλη της φουσκωμένα από τα δαγκωματα και τα φιλιά, σαν μαθήτρια Αρσακείου ή ωδείου, σαν να έδινε παράσταση στο σχολείο και κάτω την παρακαλουθούσαν, και έκλαιγε για μας, ήταν μια νύχτα του Οκτώβρη, έπεφταν τα φύλλα και δεν έβγαιναν τα όνειρα.
Ήθελε πραγματικά η Χιονάτη να φάει το μήλο? φυσικά και ήθελε,το μήλο ήταν εύγεστο, μυρωδάτο,εκεί είναι το δηλητήριο, στην ομορφιά του, στο κόκκινο χρώμα του,όλοι θέλουν να γευτούν την ομορφιά, να την κατασπαράξουν,ούτε η Χιονάτη ήταν τόσο αθώα,ήξερε πως το δηλητήριο είναι θελκτικό και κολλάει στα χείλη όπως τα φιλιά μετά από μια νύχτα έρωτα.
Πως μπορεί και κάτω από το μάλλινο φόρεμά της είχε και εκείνη είχε φρούτα για κέρασμα σε άγνωστα παλικάρια, πως έγραφε τραγούδια για να προσεγγίσει περαστικούς μέσα σε δάση. Και ήταν και κείνη,σου λέω,μάγισσα.
και σε θυμάμαι και σένα που ήσουν μια μάγισσα και πίστευες σε εκείνες μα δεν τις φοβόσουν σαν τις άλλες στη γειτονιά. Και κάτω από τα φορέματά σου τα μάλλινα δεν έκρυβες δηλητήρια γιατί ήξερες καλύτερα,την ομορφιά τη χαρίζουμε απλόχερα στα μικρά κορίτσια για να μεγαλώσουν και να δίνουν χαρά, και πως ο κόσμος μας είναι μαγικός χωρίς φίλτρα και μαντζούνια,κι ας γεννήθηκες σε χρονιά γρουσούζικη με τη μητέρα σου να ψιθυρίζει στο αυτί σου πως οι γυναίκες πρέπει να έχουν ανοιχτές λεκάνες για να κάνουν παιδιά γερά που να μην τα παίρνει ο Χάρος. 
Και ζεις μέσα μου μια μέρα σαν και αυτή, ζωντανεύουν τα μάτια σου τα καστανά πάνω από τα δικά μου, και για ένα μόνο λεπτό έχω τα χέρια μου σαν τα δικά σου, φθαρμένα.

Thursday, October 24, 2013

fall dreaminess

και γινόταν, που λες, μια γιορτή στην πόλη χωρίς ιδιαίτερο λόγο.Αποφασίστηκε δια μαγείας όταν οι άνθρωποι κατάλαβαν πως ίσως και να αξίζουν μια ευκαιρία.
Στο κέντρο της πόλης και στα πλακόστρωτα οι κοπέλες με τα κυριακάτικά τους και το κόκκινο κραγιόν τους έβαζαν γλυκά σε δίσκους και τα άφηναν σε τάβλες, γλυκα ταψιού,γλυκά του κουταλιού,χαλβά σιμιγδαλένιο,καραμελωμένα μήλα και αχλάδια ποσέ σε παχύρρευστο σιρόπι. 
Έκανε που λες, κρύο πολύ και τα σπίτια είχαν τις πόρτες τους ορθάνοιχτες. Παντού φαναράκια να δίνουν φως στο γκρίζο της ημέρας και τα τζάκια και οι σόμπες αναμμένες-και όλοι έτρωγαν ice-cream soda, με βανίλια παγωτό και σιρόπι μύρτιλλο.
Τα νέα ζευγάρια, κρυμμένα στις γωνίες έκαναν έρωτα σα να ήταν το φυσικότερο πράγμα στον κόσμο,φορώντας τα παλτά τους, ο ένας μέσα στον άλλον και αναβόσβηναν και εκείνοι σαν τα φαναράκια με κάθε οργασμό, ζέσταιναν τα χείλη τους και έμπλεκαν τα μαλλιά τους, και τάιζαν μετά ο ένας τον άλλον κάστανα από τη φουφού,ορθιοι, να κάνουν ένα διάλειμμα από τον κολλώδη έρωτα και να αφεθούν πάλι μετά.
Πάμε μια βόλτα μου είπες, το παλτό σου ήταν λευκό κατάλευκο,μα χαθήκαμε στο δρόμο και χώρισαν οι δρόμοι μας, σα να άναβαν πάλι τις λάμπες τη νύχτα μία μία, φως κίτρινο της ώχρας, μια βικτωριανή Αθήνα-δεν ήθελα να κάνω έρωτα σαν τα νέα ζευγάρια,με τύφλωνε η καθαρότητα των κορμιών τους,κοιτούσα να πόδια μου ντυμένα με γκρίζες μάλλινες κάλτσες με πλεξίδες στην άκρη της γάμπας,και εσύ με το λευκό παλτό σου έκανες πως δεν με έβλεπες.
Άναψα τσιγάρο και πήρα ένα παγωτό σόδα από ένα μπαρ, ήταν το ποτό της μέρας που μοίραζαν σε όλους που περνούσαν, είμαι γλυκιά και αναβράζουσα σα σόδα. Βγηκα με το γυάλινο μπωλ στο χέρι, λαίμαργη και χορτάτη, πεινασμένη και χορτασμένη από το κρύο μέσα κι έξω.
Και όλα τα κορίτσια της πόλης άνοιξαν τις ντουλάπες τους και πέταξαν τα ρούχα από το μπαλκόνι, να διαλέξουν οι περαστικοί πουκάμισα και φούστες κλος, βελούδινα σακάκια σε κόκκινο και κυπαρισσί. Και αντί για λουλούδια προσφέραμε ο ένας μεταξωτα μαντίλια με σπόρους ρόδι μέσα.
Σε φώναξα από μέσα μου.Δεν ήθελα όμως να έρθεις.
 

Tuesday, October 22, 2013

the importance of eyebrows

τις τελευταίες μέρες δεν μπορώ να βγω έξω αν δεν φτιάξω σωστά τα φρύδια μου, αν τα ξεχάσω είμαι γυμνή σαν χωρίς ρούχα.Βγάζω τις τρίχες με ένα τσιμπιδάκι, εκείνες που ξεφεύγουν από τη γραμμή, τα γεμίζω με μία καφετί πούδρα με κέρινη μυρωδιά, τα στρώνω ευλαβικά με ένα βουρτσάκι.Άλλες φορές με ένα μολύβι που έχει χρώμα "στάχτη" , ash, τα ζωγραφίζω και τα κάνω πιο σκούρα, πιο μακριά, πιο ογκώδη.Θέλω πάνω από τα μάτια μου να έχω τόξα σαν σοφός Κένταυρος, να πετυχαίνουν το σημάδι και να με μια σαιτιά να το ρίχνουν να ψυχορραγεί στο έδαφος.
Μόνο έτσι είναι τα μάτια μου προστατευμένα από καπνούς και στραβές ματιές, άστοχα σχόλια και κακές προθέσεις.
Ο κένταυρος Νέσσος προσπάθησε να βιάσει τη Διηάνειρα,τη σύζυγο του Ηρακλή,καθώς την περνούσε από το ποτάμι.Και οι κένταυροι, αντίθετα με τη μυθολογία και τα ψέματα που πλάθουμε στο μυαλό μας, δεν ήταν πάντα γενναίοι και και σοφοί,γίνονταν έρμαια των παθών τους, γίνονται ύπουλοι και μας δίνουν συνταγές για τον αιώνιο έρωτα ενώ στην πραγματικότητα μας κάνουν να τρώμε τις σάρκες μας.
Βαφή ματιών και φρυδιών, τα βαμμένα μάτια των Αιγυπτίων,των Φαραώ.Τα βαμμένα μάτια του προφήτη όταν προσευχόταν που ακόμα τιμούν οι μωαμεθανοί. Η Λιζ Τέιλορ με την αψίδα της σαν φτιαγμένη με μαθηματική ακρίβεια,γράφει not for sale στο butterfield 8 ή πετάει ποτήρια ουίσκυ στο Ρίτσαρντ Μπάρτον,χωρίς να φοβάται εκείνον, το αλκοόλ, τα σπασμένα γυαλιά ή τον εαυτό της.Τα φρύδια του Κωστή Παλαμά, λευκά και παντοδύναμα παρά την πείνα και το κρύο της Κατοχής.
Γαιτανόφρυδα,έλεγε ο παππούς μου,ο πατέρας του ήταν τόσο γυναικάς και κοκέτης που χτένιζε τα φρύδια του στον καθέφτη πριν βγει.Λένε πως ήταν όμορφος,πως ακόμα και στην Αθήνα οι γυναίκες έβγαιναν στα μπαλκόνια να τον δουν όταν περνούσε,τότε,και έφυγε νέος,πολύ νέος,όπως φεύγει και η ομορφιά. 
Αφήνω το στόμα μου άβαφο τις περισσότερες φορές μήπως ξαφνικά εμφανιστείς από το πουθενά και θέλεις να με φιλήσεις.Το αφήνω άβαφο και χωρίς πυρομαχικά ακόμα κι αν ξέρω πως το φιλί σου μπορεί να μου σπασει τα δόντια.

Monday, October 21, 2013

σε ξαναβρήκα

μα για πόσο θα κρατήσει αυτός ο ήλιος θα σκεφτεί με σταυρωμένα τα χέρια στο μπαλκόνι. δεν μου πάει ο ήλιος αυτός δεν είναι καν χαρούμενος.μικρό καλοκαιράκι του αη-δημήτρη λένε οι παλιοί στο καφενείο και κοιτούσαν τα μπράτσα της,λευκά και άδολα κάτω από το καθημερινό της φόρεμα, ελπίζοντας πως θα ζεσταθεί και θα σηκώσει και άλλο τα μανίκια της.Αλλά όχι, δεν θέλει να τους δώσει αυτή τη χαρά. τα μαλλιά της πάλι γέμισαν σκόνη και χώμα από το σκούπισμα του μπαλκονιού, πάλι να ζεσταίνει νερό στην κατσαρόλα για να λουστεί, να τα ξεβγάλει με ξύδι για να λάμπουν και να τα στεγνώσει δίπλα στο τζάκι που ανάβει έτσι για λίγο, ανάβουν το βράδυ όταν σκοτεινιάζει όταν γυρίζει ο πατέρας στο σπίτι και κάθεται αμίλητος. μα γιατί δε μας μιλάει την ακούω σχεδόν να σκέφτεται,γιατί ήμαστε κορίτσια και η γνώμη μας δε μετράει σε τίποτα,μας βλέπει σαν κάτι άλλο, μεταξύ ανθρώπων και παραδείσιων πουλιών και δούλων, αχ δυο κορίτσια του λένε συνεχώς οι γειτόνοι,θα θελα να λεγε για μας, είμαι ο πιο περήφανος από όλους σας για τα παιδιά μου, ο πιο περήφανος και ο πιο τυχερός.Και θα πρεπε να το λεγε και σε μας, αλλά δεν το λέει.
Και καμαρώνει που στο δρόμο με κοιτάζουν όταν βγαίνω για τα ψώνια,όταν σταματάω στη γειτόνισσα και όταν πάω στην κυρα-Λένη για βεγγέρα,και που είμαι η μόνη που δε φοβάμαι να περπατήσω το μονοπάτι που κόβει δρόμο ακόμα και αργά τη νύχτα.Καμαρώνει μα δεν λέει κουβέντα και αυτό σκοτώνει και εκείνον και εμένα.
Την παρακολουθώ και σαν να την ακούω. Μικρό καλοκαιράκι του Αη-Δημήτρη,πριν καποια χρόνια θα ξεσπούσε ο πόλεμος και θα άλλαζαν πολλά,εκείνη το θυμάται κι ας κάνει πως δεν το θυμάται γιατί θα ουρλιάξει και δεν μπορεί,να ουρλιάξει επειδή πείνασε και κρύωσε? όλοι πείνασαν και κρύωσαν και ακόμα πεινάνε και κρυώνουν.μόνο τα βράδια που φοβόταν πως θα ξυπνούσε και θα έβλεπε μπροστά της όλο το χωριό σκοτωμένο και εκείνη η μόνη ζωντανή, να μην ξέρει αν θα θέλει να ζήσει ή να μπει στην ομάδα με τα χλωμά, πεσμένα σώματα που κανένα δε φοράει παπούτσια και κάλτσες και τα πόδια τους είναι κέρινα μα τα πρόσωπά τους χαμογελαστά και να μην ξέρει ποιοι είναι οι ζωντανοί και ποιοι είναι οι πεθαμένοι.

Saturday, October 12, 2013

Φτήνια

δεν λέει να σταματήσει ο πονοκέφαλος τις μέρες αυτές. Έχω δυο καλοξυσμένα μολύβια faber no 2 και τα περιεργάζομαι με ενδιαφέρον.Να τα βάλω μέσα στο αυτί μου,να δω πόσο θα πονέσω? Να τα γευτώ σαν τη Λούκα στον Υπνοβάτη της Καραπάνου, να κόβω τη μύτη κομματάκια κομματάκια και να τη φάω, εγώ κυρία μου τα ζω τα γραπτά μου,νιώθω τον πόνο της πένας μου, δεν είμαι φέηκ, ξεχάστε την Πλαθ και τη Σέξτον και την Καραπάνου,ήρθε αντάξια διάδοχος, διάδοχος του θρόνου,δελφίνη.

Ο ήλιος μας ξανάρθε.Φτιάχνω τσάι και καφέ-το μόνο που πετάω είναι φίλτρα.Μάλλον οι γείτονες σκέφτονται πως δεν τρώω,πως είμαι ένα πλάσμα που τρέφεται με υγρά και μυρωδιές σαν την Horla του Μωπασσάν,και άδεια μπουκάλια από νερό,ατέλειωτα μπουκάλια νερό. Στεγνώνω, μαζέυω,σαφρακιάζω σαν αποξηραμένο φρούτο,το μόνο που με σώζει είναι το νερό και η καφεινη,έχει ανθρώπινες ανάγκες άραγε η κοπέλα του τρίτου?

Έχει άραγε?

Μια φορά μου είπες πως δεν με παρεξηγείς όταν είμαι έτσι και εγώ λέω, μα πάντα είμαι έτσι,όλα τα άλλα είναι μια καλή μεταμφίεση, ένα καλό δέρμα που από κάτω κρύβει ηλεκτροφόρα χέλια. Μην αγγίζετε. Κάθε μέρα αδειάζω πύον από τους πόρους και το πετάω στον κάδο των αχρήστων. Αυτό είναι.
Σε μια βόλτα σε ένα εμπορικό κέντρο χαζεύω μια συλλογή από βεστιάρια και μουσειακές τσάντες Chanel και Hermes. Τα ρούχα είναι βελούδινα, μεταξωτά, κεντημένα στο χέρι. Αγγίζω ένα παλτό από φιδίσιο δέρμα και ανατριχιάζω, ήρθες και με βρήκες και εδώ λοιπόν,Φόβε, στα Μεσόγεια Αττικής , καταφύγιο Αρβανιτών, αχανών λακανόκηπων και παράνομων οικημάτων.
Κρατάω ένα γαλάζιο πλεκτό απο lambswool (αγνό,παρθενικό, καλά πάμε), προσιτής τιμής,και σκέφτομαι πως δε θα σου άρεσε καθόλου.Με τη σκέψη αυτή πάω κατευθείαν στο ταμείο,μια κυρία που μοιάζει φτηνή με το έντονο μολύβι χειλιών και καμμένα από το οξυζενέ μαλλιά μου παίρνει τη σειρά.Όχι, κάνω λάθος,η φτηνή της υπόθεσης είμαι εγώ.

Monday, October 07, 2013

τα τσιγάρα που ανάψαμε

δεν σου κρατώ κακία αν θες να μάθεις. Αμφιβάλλω αν θες να μάθεις προφανώς. Μα εγώ θα το πω-ίσως και να το ακούσεις.
ίσως και να πηγαίναμε μια βόλτα στην εξοχή-να έμοιαζε με φιλμ του νεορεαλισμού,να έμοιαζε με τα τοπία που έφτιαχνες.Στην άμμο του μυαλού σου,στα βότσαλά του.Στο κέντρο υπάρχει μια λίμνη στρογγυλή με σύρμα στο κέντρο της που μας απαγορεύει να κολυμπάμε μέσα της.Είναι ένας μικρός κύκλος μα κανείς δεν ξέρει γιατί δεν μπορούμε να βουτήξουμε.Κολυμπάμε γύρω γύρω σαν τυφλά ψάρια, σαν ναρκωμένα-στο πλάι με την μέση μας να αγγίζει τον πάτο που είναι άμμος.Όπως ακριβώς το μυαλό σου, ψιλό και κοκκώδες.
Δεν μπορούμε να μιλήσουμε-κάτι κολλάει στον ουρανίσκο μας.Τα χρώματα γύρω μας ψυχρά,γαλάζια, πράσινα, γκρίζα.Υπόλευκα και χαμηλής θερμοκρασίας. Και γύρω μας ένας θίασος τσιγγάνων με 2 γυναίκες κορυφαίες του χορού.  Ούτε εκείνες μπορούν να μιλήσουν-οι άνδρες κοιτούν το έδαφος,έχουν ένα μαχαίρι στη ζώνη.Ακονισμένο.
Και 2 τσιγγάνες δίνουν η μια στην άλλη φουστάνια.Ένα μαύρο πλεκτό στο χέρι, ένα γκρίζο που θα ταίριαζε σε γραμματέα,καλοκαιρινά με τιράντες, χειμωνιάτικα με μανίκια 3/4.Σε στραβές κρεμάστρες που μας δίνουν στο καθαριστήριο και μετά θέλουμε να τις πετάξουμε μα τις κρατάμε για άγνωστους λόγους και μας πληγώνουν τα μάτια στη ντουλάπα.
Και ο βουβός θίασος αυτός συνέχεια μαζεύει τα ρούχα αυτά που δεν ανήκει σε κανέναν, οι γυναίκες έχουν ψηλούς μαύρους κότσους και πρόσωπα σουφρωμένα,κρέμονται πάνω τους τάματα και μισοφέγγαρα και γιαταγάνια, και στον πάτο της λίμνης τα ρούχα όλα μαζί πέφτουν κρεμασμένα, και έχουν πάνω τους καρφιτσωμένο σε ένα χαρτάκι το όνομά σου

Thursday, October 03, 2013

κάποτε ήταν δύο ανθρωποι σε μια ακρογιαλιά

τον πηγαίνει συχνά στη θάλασσα, στην παραλία, από το χέρι. Δεν θα μάθει ποτέ να κολυμπάει μα γιατί να τη στερηθεί? Κρατάει το χερι της στη διαδρομή και σηκώνει το κεφάλι του να νιώσει τον άνεμο που φυσάει.Της σφίγγει το χέρι περισσότερο.
Όταν σηκώνει το κεφάλι του έτσι φαίνονται καθαρά τα σημάδια από τα ράμματα.
Ροζ, λευκά σκουλήκια πάνω στο κεφάλι του παιδιού της μαρμαρωμένα. Με τον καιρό θα γίνουν πιο λεπτά, σαν σε κέντημα.
Δεν θέλει να σκέφτεται τώρα το νυστέρι, όχι τώρα. 
Τώρα είναι η ώρα του παιχνιδιού,του απογευματινού μπάνιου. Συνεχίζουν να περπατάνε.Του δείχνει τους γλάρους στον ορίζοντα.Όταν πετάνε χαμηλά θα έχουμε τρικυμία. Οι γλάροι τρώνε ψαράκια σαν εσένα,το ήξερες? Τα ψαρεύουν με το ράμφος τους και πετάνε μετά ψηλά στον ουρανό. Είναι λευκοί σαν τον αφρό της θάλασσας και κάνουν παρέα στα πλοία. Κι έτσι δεν είμαστε μόνοι μας όταν ταξιδεύουμε,έχουμε τους γλάρους συντροφιά.
Την κοιτάει με τα μεγάλα μάτια του. Θαυμάζει και το μαγιώ του, τις σαγιονάρες του.Περπατάει αβέβαιο, λίγο φοβισμένο, μα χαμογελάει.
¨Οταν κάθονται στην παραλία  του δίνει ένα αδειο μπουκάλι και μαζεύει θησαυρούς.
Βοτσαλάκια ανοιχτόχρωμα, ροζ και λευκά σαν τα ράμματά του.
(Θέλει να κλάψει.Όχι τώρα διατάζει τον εαυτό της.Σφίγγει τα δόντια,κακή συνήθεια)
Της φέρνει και κοχύλια και χρωματιστα γυαλάκια. Τα απλώνει στην πετσέτα και τα χαζεύει.
Πάμε να τα πλύνουμε καλά,να τα πάρουμε στο σπίτι για ενθύμιο,του λέει, είναι ώρα για το φαγητό σου, να ξεκουραστείς, να κοιμηθείς.
Στην παραλία είναι μόνοι. Σιγά σιγά θα σουρουπώσει.
Της δίνει στο χέρι μια πετρούλα στρογγυλη, μετά αλλάζει γνώμη,την ακουμπάει στην κοιλιά της και την πιέζει.
Είναι γκρίζα σαν το μαγιώ της τον ουρανό την ψυχή της.
Του λέει ευχαριστώ πολυ, του δίνει ένα φιλί. 
Οι γλάροι σιωπαίνουν.