Friday, May 14, 2010

the queen

η βασίλισσα των Κυκλάδων με καλεί.
Και σαν ναύτης που περιμένει να πιάσει το λιμάνι,
διαλέγω πουκάμισα ριγέ και χοντρά βαμβάκια, σηκώνω τα μανίκια ξανά,
καλύπτω το καμένο μου χέρι -μα όχι τελείως- να βλέπω το χρόνο στον καρπό μου να ξαναγεννιέται
και ξεχνάω να ξυπνήσω την αυγή, να καλωσορίσω τα πουλιά στο μπαλκόνι.
Ποιο άρωμα να διαλέξω- τον κάλυκα της δροσιάς, το πράσινο τσάι της Άπω Ανατολής, βανίλια βερύκοκο, το φιλί της Ρώμης, την απόδραση από το άστυ-
ποιο χρώμα για τα μάγουλά μου, μπρούντζινο σαν αρχαίο κεραμικό, κόκκινο σαν το αίμα του μήνα μου, ροδαλό σαν τα χείλη μου, κοραλί σαν τα κοράλλια που έψαχνα μικρή
μέσα στα καταστήματα γυρνώ σαν το δερβίση.
Και γράφω πάλι λέξεις κομμένες σαν την αλυσίδα που με κρατούσε σαν ομφάλιος λώρος,
πέφτω στα λάθη μου όπως άλλοι στα βράχια
αγγίζω το λαιμό μου σαν τη μητέρα μου τις άυπνες της νύχτες.

"Herr God, Herr Lucifer
beware, beware.
Out of the ash I reach with my red hair
and I eat men like air"
Sylvia Plath

Saturday, May 08, 2010

ebben?

δεν γράφω πια για τις ημέρες της θλίψης.
Ίσως τα πράγματα που βλέπω- δυο νεκροί σκατζόχοιροι στη σειρά σαν στρατιώτες πεσμένοι στη μάχη, ο εκτυφλωτικός ήλιος τα μεσημέρια που κάνει όλα τα αντικείμενα να κολυμπούν στο φως, τα κύματα-
να μην υπάρχουν, να τα βλέπω μόνο εγώ
και να είναι μόνο οι νεκρές ψυχές πραγματικότητα, ο επιθανάτιος ρόγχος, οι αναθυμιάσεις των μολυσμένων πόλεων, το ουρλιαχτό του λύκου στην καρδιά μου.
Κι έτσι δεν θέλω να γράφω πια.
Το σώμα δεν πεινάει, δεν διψάει για συγκινήσεις.
Τα μάτια χόρτασαν αντανακλάσεις.
Και λερώνω τα χέρια μο με μπογιές και στολίδια, τραβάω τα βλέφαρά μου να μην πέσουν
σα γκροτέσκα μάσκα,
μουτζουρώνω τα χείλη μου με μελάνι, κρατάω το κοντάρι της σκούπας με καμάρι.
Δεν ξέρω τι να γράψω πια σε εκείνους που με άκουγαν-
καπνίζω, αγγίζω επιφάνειες, αφουγκράζομαι τις καμινάδες
μήπως βγάλουν καπνό, παρόλο που έρχεται το καλοκαίρι.