Monday, December 22, 2008

η γεννηση


αυτό το κρύο πάνω στα βλέφαρα
αυτή η ζέστη του καρπού σου
η Ανδρομέδα του καθρέφτη σου,
η Μέδουσα που παραμονεύει στη ντουλάπα σου.
Και συνεχίζεται ο θόρυβος από τις γκρίζες τηλεοράσεις
και φυσάει ο άνεμος, κρύε, άπονε βοριά
που φοβίζεις τα παιδάκια
που ξαπλώνουν ήσυχα στα κρεβάτια τους
κρατώντας οριζόντιο το ζεστό τους σώμα
τα αδύνατα πόδια τους,τις αδύναμες ψυχές τους.
Δύσκολο να συγχωρείς τις αμαρτίες σου,τα λάθη σου.
Και όταν τα σούρουπα ψιθυρίζουν μυστικά εσύ επίτηδες κρατάς το στόμα σου κλειστό.
Τις κερνάς καφέ, τσιγάρα, γέλια γάργαρα
παρακαλάς να μείνουν ακόμα λίγο
να σε συντροφεύσουν στα λίγα σου ρίγη
μα πετούν
σαν όνειρα που δεν έγιναν ποτέ,
σαν τους νεκρούς που κοιμούνται μες στο χώμα.

Thursday, December 11, 2008

colours..


οι μέρες ζητούν χρώματα
μπαχάρια και ανοιχτά παράθυρα
να φεύγει ο καπνός της μνήμης
να ξεχάσει το μυαλό,να αναπαυτεί.
πως θα ήθελα να ήμουν στον Αρχάγγελο
να περπατώ στα γκρίζα σοκάκια με τα χείλη σκασμένα από το κρύο
και να ζεσταίνομαι τις νύχτες μπροστά σε τζάκια πέτρινα
να είμαι εγώ το χρώμα, το αίμα, η ζωή.
κι όταν ανάβω τσιγάρο να ανάβουν και τα άστρα
να παίζει η μουσική του Kurt Weill
γιουκάλι τάνγκο και μαχαγκόννυ, και να χορεύουν τα κλαδιά
σαν παιδιά σε θεατρική παράσταση
όπου αλλού εκτός από δω θα θελα να σε ακούσω να λες
να βλέπω τα μάτια σου να δακρύζουν από χαρά, από ομορφιά,
να ανοίγουν τα χέρια σου να την πιάσουν
να πέφτει το χιόνι απαλά στα βλέφαρά σου
και να είμαστε το χρώμα, η αφή, να είμαστε το σώμα της φωτιάς
που διακλαδίζεται από σπίτι σε σπίτι
να ζεστάνει τα παγωμένα μέλη των βρεφών.

Monday, December 08, 2008

numb


έτσι όπως έγιναν τα πράγματα θέλω να φαντάζομαι
πως είμαι μια ζαχαροπλάστης σε ένα παραμύθι
και μαζί με γλυκά
ροδακινόπιτες, μηλόπιτες, κερασόπιτες, πίτες με μούρα
τάρτες με φράουλα και εξωτικό ανανά
βάζω μέσα στη ζύμη ιστορίες
για μια χώρα μαγική που ποτέ δε γνώρισε πόλεμο και μίσος
για ανθρώπους που αγαπούν
και παιδιά ροδομάγουλα που χτυπούν την πόρτα με ματωμένα γόνατα
και ζητούν και άλλες ιστορίες
κι εγώ με τα χέρια και το πρόσωπο αλευρωμένο
να τα καθίζω στο τραπέζι
να τους σερβίρω σαντιγί γαρνιρισμένη με δάκρυα αγγέλων
κακαο με πραλίνα από φουντούκι
ζεστές βάφλες με μαρμελάδα βερίκοκο
σε λευκά φλυτζάνια, απλά, χωρίς στολίδια.
και δεν θα ξέρω αν είμαι εγώ
ή το φάντασμά μου σε μια άλλη χώρα και αλλο χρόνο
και όταν θρέψει η πληγή
στο στόμα την καρδιά και τα σκέλια
θα αναληφθώ
ψηλά
πάνω στις στέγες των σπιτιών, να βλέπω καπνούς να βγαίνουν
από ζαχαρωμένες καμινάδες

Friday, December 05, 2008

έφυγες

και έκλεισαν τα όμορφα πράσινά σου μάτια
ή γαλάζια ήταν-ποτέ δεν κατάλαβα ακριβώς
οι σημειώσεις στη βεράντα σου
οι άγριες κρίσεις σου, ο αφρός από το
στόμα σου.
και οι σκόνες από τα πολύχρωμά σου χάπια συλλάβιζαν μαμά
και ζητούσες ζωή και έρωτα μα κανένας δεν στα έδινε
και ήθελες να γελάς μα το στόμα σου πιασμένο.
και η αρρώστια να σε κατατρώει σαν το οξύ του θανάτου
να μασάει τα σωθικά σου σαν μέδουσα αχόρταγη
και εσύ να μουτζουρώνεις σημειωματάρια τα πρωινά
και να αναζητάς τον πρίγκιπα τον σκοτεινό
κι όταν αγαπούσες έλεγες μάνα η αγκαλιά σου η φρικτή
γιατί να σου μοιάζω
γιατί να γεννηθώ από σένα
να μπορούσα να σε μισήσω
να μπορούσα να σε σκοτώσω
χωρίς να πληγώνω εμένα
σαν σιαμαίες αδελφές
με καταράστηκε ο Θεός
και εγώ ακόμα παρακαλάω
μεσα στη λήθη του λιθίου
σαν μια άλλη Σύλβια Πλαθ που ο χρόνος της έφθειρε τις γωνίες
του προσώπου
και μαλάκωσε αυτό το στόμα το υγρό
μάνα
μου λείπει η αγκαλιά σου
ίσως κάποτε τη βρω
αν σε εξαυλώσω και εξαυλωθώ.