Sunday, August 22, 2010

τα κύματα που δεν έσπασαν στους βράχους

Και το μόνο που θα μείνει από μας,
δυο μπουκάλια άρωμα, άμμος στα παπούτσια και τις τσάντες μας,
μισοτελειωμένα βιβλία, ταινίες που δεν προλάβαμε να δούμε, εκδρομές που δεν σχεδιάσαμε,
ένα στρωμένο κρεβάτι που δε θα προδώσει τα μυστικά που είχαμε
-διπλωμένα σεντόνια, μια νυχτικιά με σατέν κορδέλα προσεκτικά απλωμένη-
δυο εισητήρια από μουσεία που επισκεπτήκαμε, μισοτελειωμένα φλιτζάνια τσάι
πεταμένα φίλτρα καφέ.
Δυο φορέματα που δεν είδες να φοράω.
Εκείνο που σου άρεσε δεν θα το ξαναβάλω-το μπλε μαρέν με τη δαντέλα σα να κουρέλιασε, σα να ξεχείλωσε το στρίφωμά του-
κι ας είναι πλυμένο και σιδερωμένο στη ντουλάπα μου.


Όταν θα σε βλέπω καμιά φορά στο δρόμο, θα λέω από μέσα μου
πως ίσως, τότε που τα φώτα για ένα λεπτό έσβησαν, για μια στιγμή να με αγάπησες.
Και μετά θα σκεπάζομαι όπως σαβανώνουν τους νεκρούς.
Με τα χέρια σταυρωμένα και τα χείλη στεγνά
θα σιγοτραγουδάω
για τα παιδιά μας που δεν γεννήθηκαν, τις νύχτες που δεν αγκαλιαστήκαμε,
τα κρύα πρωινά που δεν μου κράτησες το χέρι.

Τα μεσάνυχτα, κάποιος θα μου βρέξει τα χείλη με ένα βαμβάκι.
Ίσως να είσαι εσύ.
Ίσως πάλι, και όχι.