Monday, March 31, 2014

γύρη

Οι μέρες οι ηλιόλουστες είναι οι δυσκολότερες, όταν αλλάζει η ώρα-δεν τις αντέχεις. Αντέχεις πιο εύκολα το κρύο και τη βροχή και τα μεγάλα σκοτεινά απογεύματα, λες θα έρθει η άνοιξη και όλα θα είναι πάλι ωραία, θα βγουν τα κορίτσια περίπατο και θα χαμογελάσουν τα λουλούδια, θα έρθουν καλύτερες μέρες για μένα και για όλους
μα όταν έρχονται καταλαβαίνεις πως μεγαλύτερο ψέμα από αυτό δεν υπάρχει, οι ηλιόλουστες μέρες είναι εδώ και είναι το ίδιο σκληρές, το κρύβουν σε ένα μελιστάλαχτο ζεστό προσωπείο και πρέπει να ψάχνεις ξανά να βρεις παγίδες.
την άνοιξη αρχίζει ξανά η πανοπλία σου, γυαλιά ηλίου για να μην φαίνεται το βλέμμα, οι πρώτες ανησυχίες για τον ήλιο και την ακτινοβολία, ανησυχείς αν το καλοκαίρι θα είσαι όμορφη και ψάχνεις να βρεις ελαττώματα κι όταν πέφτει η νύχτα η ανησυχία μεγαλώνει
λες θέλω να γίνω γύρη
να αφήνω απαλή κίτρινη σκόνη στα μπαλκόνια να είμαι λεπτή και αόρατη σαν ιστός αράχνης, να γονιμοποιώ τα λουλούδια που ξεπροβάλλουν από τις φυλλωσιές
και να προκαλώ αλλεργίες, δάκρυα και μπουκωμένη αναπνοή χωρίς να με βλέπουν να τους περιβάλλω
να με φυσάει απαλά το αεράκι από τη μια άκρη της γης στην άλλη με στάσεις μόνο σε κάγκελα και παντζούρια ο ζεστός αέρας 
άσε με να γίνω γύρη να χαιδεύω τα δέντρα να χαιδεύω τα πρόσωπα
θα φύγω όταν ο ήλιος γίνει λαμπρότερος και το φως δυσβάσταχτο
την άνοιξη είμαστε πιο εύθραυστοι και βάζουμε πανοπλίες για να μην βλέπουν τα μάτια μας,γιατί κατά βάθος κλαίμε

Sunday, March 23, 2014

η βία των προαστείων

σαν καρτ ποστάλ μοιάζουν οι ηλικιωμένοι στα προάστεια λουσμένοι από το φως ενός πορτατίφ ή μιας οθόνης με ανοιχτές ή μισάνοιχτες κουρτίνες
Σάββατο βράδυ και μόνο τα φώτα του δρόμου και των αυτοκινήτων να μου λένε έλα μαζί μου, στον κήπο του διπλανού σπιτιού ένας γέρος μόνος του πάνω σε μια πλαστική καρέκλα να αφουγκράζεται τη σιωπή 
αυτά τα άδεια Σάββατα της ζωής μας με ένα βιβλίο στα γόνατα που δεν διαβάζουμε
ήχοι από το διπλανό διαμέρισμα ένα κουδούνι χτυπάει 
σβηστά τα φώτα στην κουζίνα μας ένα τηλέφωνο που χτυπάει και δεν το σηκώνουμε, διαφημιστικά έντυπα που ξεχάσαμε να ρίξουμε στον κάδο
η μάνα μου στον καναπέ να καθαρίζει πορτοκάλια με την ασπρόμαυρη ζακέτα της
"πονάς?¨ "ναι"
(κι εγώ πονάω μαζί σου)
τα παιδιά που μαζεύονται κι ο ήλιος που πέφτει, πάλι δεν έχει τίποτα στην τηλεόραση

κάποτε μου υποσχέθηκες πως θα με μάθεις να πλέκω τώρα τα χέρια σου δεν πάνε
έχουν στραβώσει σαν γέρικα δέντρα
θέλω να σου πω έλα να αλλάξουμε χέρια να κοπώ εγώ με το μαχαίρι που ρίχνεις τις πορτοκαλόφλουδες στο πιάτο, έλα να σου γράψω πάλι σημειώματα και να τα αφήσω στο πορτοφόλι σου 
ελα να παίξουμε ένα παιχνίδι να γίνουν τα μαλλιά σου μαύρα όπως πριν να σβήσουν οι κηλίδες στα χέρια σου
κάποτε στην θέση σου η μάνα σου φοβόταν το σκοτάδι και τον ήχο του τηλεφώνου
έλα να ανταλλάξουμε ιστορίες και να γίνουν τα χέρια σου λευκά
μα πονάς και δεν μπορείς να θυμηθείς και εγώ κλείνω την πόρτα και δεν ξέρω τι να σου πω