Saturday, September 27, 2008

wallow


τα άδεια σπίτια δεν είναι πάντα θλιβερά
οι λευκοί τοίχοι μπορούν ακόμα να ελπίζουν
δεν ξεκόλλησε ακόμα η άμμος από τα παντζούρια μου
σεπτέμβρης και τα αγκάθια στο δέρμα μου
δεν λεν να φύγουν
σπαταλημένες ώρες πάνω από χαρτιά και μολύβια
με αυτό το χείλος που θέλει να τρέμει κι εγώ δεν το αφήνω.
γιατί αν το αφήσω θα καταρρεύσει η γύψινη αυτή μάσκα
και οι τοίχοι και τα θεμέλια
θα πάρει ο βοριάς τις κουρτίνες να βουλιάξουν στο πιο βαθύ σημείο του ωκεανού
λευκό μέσα στο λευκό, το μάτι του Κύκλωπα μονίμως θολωμένο
από τη λαχτάρα να ριζώσει.
και οι γυναίκες της νύχτας
ακόμα περιμένουν να ξεριζώσουν τα βαμμένα μου νύχια να τραβήξουν το αίμα
για να κοιμηθούν
κι όταν φωνάζω δεν με ακούει κανείς τις νύχτες ή τις μέρες
και βαλτώνω αργά στη λασπωμένη άμμο
αχνή, άκληρη και μολυσμένη.

Tuesday, September 23, 2008

ice queen

μάλλινες κάλτσες μέχρι το γόνατο
αυτό το τσαλαβούτημα στα μουσκεμένα πλακάκια από το πρωτοβρόχι
για πρώτη φορά τα δικά μου γλυκά στο ψυγείο
τα μεσάνυχτα βράζει η τσαγιέρα στο μάτι της κουζίνας.
το γυμνό μου πρόσωπο στα χέρια σου
σα να περάσαν χρόνια χίλια
πάνω στο γραφείο τα μολύβια μου
τα σκουπισμένα δάκρυα, οι λυγμοί του χτες.
Κανέλα, κακάο, μοσχοκάρυδο, τα στεγνά μου χέρια στο αμπάρι
τα βήματα στη σκάλα των προγόνων μου
τα παιδιά γύρισαν εδώ και μέρες στα σχολεία.
Κρυστάλλινα κρύα νερά και ένας γκρίζος ουρανός
δυο τρία συρτάρια άνω κάτω
ένα φευγιό ακόμα στα κατάστιχα
το αίμα της ωριμότητας που στεγνώνει σαν το γάλα της συκιάς πάνω στο δέρμα.
καρύδι και φουντούκι και αμύγδαλο
"καρδιά μου τι να σε κεράσω"
δεν ξέρω τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
προσφέρω τους καρπούς της γης και βότσαλα,
κι αν καλοπιάσω τον καιρό μου χάρισμά σου,
το δικό μου φετινό φθινόπωρο.

Wednesday, September 17, 2008

τώρα πετώ για της ζωής το πανηγύρι...


¨εχει στα μαλλιά κορδέλες στο κορμί της χίλιες βδέλλες"
πονεμένα μάτια, βρίσκω απασχολήσεις εφήμερες, κουβάδες με μαύρα νερά, lists of destruction πονεμένο στομάχι, είναι περίεργη αυτή η εποχή σου λέω, δεν ξέρεις αν φταις εσύ ή ο νοτιάς, παγωμένα νερά, σκόνη, ραθυμία,ανατριχίλες στο σώμα, φτηνά σήριαλ στην τηλεόραση, γυναίκες με κλαρωτές ρόμπες στο δρόμο, κλωτσάω ένα χαλίκι, ιδρώνω πάνω από ένα σίδερο, φοβάμαι τα βράδια, μην κοιτάς που κάνω τη γενναία, το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, τα παιδιά κάτω στον κάμπο,τα πρόσωπα στον ύπνο με τα κοφτερά δόντια που στάζουν αίμα,εικόνες βυζαντινές τρομαχτικές, θέλω να έρθει ο δικός μου χειμώνας, να μου ζεσταίνεις τα πόδια μέσα από τις χοντρές κάλτσες και να με αγκαλιάζεις τα βροχερά πρωινά, να με παρηγορείς όταν κρυώνω, να κοιτάω τα όμορφα χέρια σου, να φιλάω την ανάσα σου.

Sunday, September 14, 2008

hush, little darling


τα παράθυρα κλειστά, είμαι στο φως μια μικρή ηλιακτίδα και η " νύχτα λασπωμένο κρόσσι", είμαι μια μήτρα βαθιά, χωράω τα πάντα, πίστεψε με, θανάτους μάτια ξερατά ιδρώτα και δεν κλαίω αντέχω δες με
το αίμα στην άκρη του δρόμου
μια μάνα που ψάχνει τα παιδιά της
οι σκισμένες εφημερίδες στα περβάζια
τα μάτια μου αντέχουν τα πάντα
θορύβους θυμούς θυμοσοφίες δολοφονίες
τα φύκια που μαζεύονται στις θαλασσινές σπηλιές
οι δολοφόνοι πίσω από τα πατζούρια
τα ρούχα μου πιέζουν το δέρμα
σφιχτά χαμόγελα μέσα στη δυσωδία
και τα θύματα άγγελοι κρατιούνται με λύσσα
ήσουν δεκαοχτώ χρονών ήσουν ένα γερασμένο παιδί
ήσουν λευκός και όμορφος μέσα στα γαμπριάτικά σου
φρεσκοξυρισμένος ένα δάχτυλό σου προεξείχε
ήσουν στα μαύρα άγελος του θανάτου
ήσουν μωρό παιδί με ένα μπουκάλι στο χέρι σου
και δεν έχω καταλάβει ποιος ήσουν τελικά
μα ακόμα σε περιμένω, να δεις το καινούριο μου φόρεμα, γκρι, που σου άρεσε.
" που είναι το έλεος σου Ντόμινε "

Sunday, September 07, 2008

ο καπνός


και η φωνή της φλέρυς ευαίσθητη σαν το κρύσταλλο που γίνεται κομμάτια, και η εύθραυστη ψυχή μου, ανάβω τσιγάρο,ίσως και να καπνίζω όσο καιρό ζούσα, ίσως και πιο πριν, πριν γεννηθώ, τα δάχτυλα μου κάνουν κύκλους σαν του καπνού, ανακατεύεται η μυρωδιά του ταμπάκο με το άρωμά μου,coco mademoiselle και είναι Σεπτέμβρης και φυσάει, λίγη ζάχαρη άχνη στην γλώσσα μου, μάλλινο φανελάκι πλεκτές κάλτσες μέχρι το γόνατο, αν κρυώνουν τα πόδια μου τρέμω ολόκληρη, ψάχνω συνταγές, shepherds pie, χορταστικά φαγητά και επιδόρπια, βαριές κρέμες γάλακτος, βούτυρο, απαγορευμένες ουσίες πια, τσιγάρο, λιπαρά, το καράβι φωτισμένο πάει για άλλες πολιτείες, σφυρίζει τρεις φορές και εγώ χώνω τα παπούτσια μου στην άμμο, δεν πάει άλλο θέλω να πω μα δεν το λέω, ίσως και να είναι καλύτερα έτσι,ναι,έτσι ακριβως όπως τώρα.

Saturday, September 06, 2008

η κοκκινίλα...


από τα μάτια μου που δε φεύγει και κάτι εικόνες που σκόρπισαν σαν τη σκόνη, κάτι γυναίκες μόνες που το κραγιόν ξεφτίζει από τα χείλη παραγγέλνουν παγωτό σοκολάτα και καπνίζουν το τελευταίο τους τσιγάρο, ψάχνω ρουζ για να κρύψω τη χλωμάδα μου, όχι στα μάγουλα, μέσα μου, blushing tempting, fleur de flirt, foolish virgin, honey cafe, αποχρώσεις κοραλλί και ροδακινί και παρθενικό ροζ, τα δικά μου χείλη σκάνε και τα καίει το θαλασσόνερο, τα φαγωμένα μου νύχια πάνω στο τραπέζι σε πρώρο πλάνο, κάτι κουβέντες που δεν έγινα ποτέ, νοστάλγησα να ακούσω ένα τραγούδι του Αζναβούρ, ένα κοριτσάκι ψάχνει το χαμένο του παιχνίδι, το αδέσποτο του χωριού στην άκρη της αμμουδιάς, να σε ράψω αν πληγώθηκες, θέλω να μουτζουρώσω το μακιγιάζ των ματιών μου και να μη με αναγνωρίζει κανένας, να φορέσω ένα μάλλινο ροζ φουστάνι και να πάμε στο πέραμα και στο λαύριο να χαζέψουμε τα πλοία που σκουριάζουν, έτσι νιώθω κι εγώ καμιά φορά, πως σκουριάζω στο πέρασμα του χρόνου, πως γουργουρίζω με θόρυβο σαν ξεχαρβαλωμένη καφετιέρα, καλύπτω τα γόνατά μου με το φόρεμα, και να έπιανε λέει μια βροχή και να έφευγαν όλοι να κρυφτούν και να μέναμε οι δυο μας, και να πονάνε οι σταγόνες στο παραμελημένο δέρμα, να άδειαζε όλος ο κόσμος και εγώ να χαράζω κύκλους στην άμμο σαν σε αρχαία τελετή, να βλέπω τα χαμηλά σπίτια και τα σκοτάδια τους και να γίνομαι ένα, ο θάνατος μας περιτριγυρίζει δεν το καταλαβαίνεις, κάνε την υπόκλισή σου και περίμενε, δεν τελειώνουν οι στιγμές, τελειώνει μόνο το σώμα, σαν παλιό πλάνο σε ταινία που δεν είδε κανείς.

Thursday, September 04, 2008

και μερικές φορές


δεν με πειράζει ο συνωστισμός πάνω στο γραφείο μου
η σκόνη στα τραπέζια και τα αφημένα ποτήρια
πολλά ελαττώματα έγιναν παρελθόν
σαν το δροσερό νερό που κυλάει στην πλάτη μου
σαν τα παπούτσια που πιάνω στα χέρια μου για να περπατήσω στην άμμο
σαν το κραγιόν που φεύγει από τα χείλη
σαν τον πάγο που λιώνει στα ποτήρια
στους πάγκους των μπαρ μετά τα μεσάνυχτα
που κάποιος ξέχασε να τα μαζέψει
και είναι ο βοριάς και η δροσιά και η νύχτα που έρχεται νωρίς και με αγκαλιάζει
και μου λέει, τώρα, είμαι συμμαχός σου
και όχι εχθρός σου
σαν τη βουκαμβίλια στις αυλές των νησιών που σκορπίζει πέταλα σε στενοσόκακα και εκκλησιές
σαν το πορτοκαλί σούρουπο που χαιδεύει το εσωτερικό του μπράτσο μου
τα παιδιά που τρέχουν στην άμμο
δυο τρεις σκοποί του Νίνο Ρότα
et in arcadia ego.