Tuesday, January 29, 2013

οι όρκοι σιωπής

Δεν έχεις χειμωνιάτικη γεύση κι ας είναι τα χρώματά σου γκρίζα και λευκά, κι ας απλώνεσαι πάνω στη γη σαν εραστής να τη γονιμοποιήσεις.
Και ήθελα να πω λέξεις, λέξεις που ήξερα και ξέχασα στην πορεία,που έδωσαν γροθιά στα δόντια και μάτωσαν τα χείλη, που έκαναν τα στόματά μας να πονάνε όπως όταν τα δαγκώνουμε ή από το κρύο- μα μπερδεύονται στη γλώσσα μου αυτά που σκέφτηκα και δεν είπα ή είπα και δεν σκέφτηκα, και η διαφορά μικρή μα το αποτέλεσμα μεγάλο.
Από τα χείλη μας λείπει μια στρώση δέρματος και τα κάνει τόσο ευαίσθητα, το αίμα φαίνεται πολύ και τα κοκκινίζει όταν θυμώνουμε,φεύγει όταν τρομάζουμε, το σκάει για να κρυφτεί, στους κροτάφους ,σε εκείνη τη φλέβα του λαιμού.
οι μέρες σου άρχισαν να μεγαλώνουν και το φως σου να γίνεται πιο λαμπερό ακόμα,η καφετιέρα δουλεύει στο σπίτι,το κόκκινο λαμπάκι της τη νύχτα,δεν μετράω φλυτζάνια και γουλιές,ξυπνάω τις νύχτες.
και τώρα θα ρωτήσεις-με ζητάς? 
όχι μα πιο πολύ ψάχνω στο υποσυνείδητό μου έρχονται αυτά που δεν σου είπα,και έτσι ξαναγυρνάμε στα χείλη και στο στόμα, το τρέφω μόνο με υγρά να το ζεστάνω,και είναι σα να έχω πάρει όρκο σιωπής, σα να με έχεις σφραγίσει με μολύβι λιωμένο.
 

Tuesday, January 15, 2013

baby lips

un righe di missoni.έβλεπα στον ύπνο μου απόψε ένα φόρεμα πλεκτό ζιγκ ζαγκ, μπερδεύονταν οι κλωστές του, κόκκινες ροζ μωβ και φούξια, μια πινελιά λευκό στη ζώνη του, μέχρι το γόνατο να χαιδεύει τις γάμπες ηδονικά, το γόνατο πάνω από τα χοντρά καλσόν προστατευμένο, να μην κρυώνει το σώμα να μην ζητάει από κρύα χέρια να το ζεστάνουν, ροζ πλεκτά με μαύρο για άμυνα να ρίχνονται πάνω σε σώματα, όχι αυστηρά σακάκια, όχι φθαρμένα βαμβακερά.
μαλλί αφράτο πλυμένο σε νερό βρόχινο και ας είναι όλα ψέμα, ποιο χειροποίητο και πιο φροντισμένο, όλα μαζικής παραγωγής σε κοντέινερ και κούτες, τα αφήνουμε στο καθαριστήριο και συνεχίζουμε το δρόμο μας χωρίς αγάπη στο μπράτσο.
κραγιόν baby lips να σκορπίζει κανα δυο ροζ φιλιά, ανακατεμένο με βαζελίνη για να μην σκάνε τα χείλη, γιατί να μην σκορπίζω φιλιά στην γκριζάδα?
οι αγάπες ποτέ δεν μας αφήνουν, χρωματιστές ή ασπρόμαυρες.
 

Saturday, January 12, 2013

κι εκείνη ΙΙ

της είχε πει πως όταν την συναντούσε ήταν όλες οι γυναίκες της ζωής του.Η μάνα του, η αδερφή του, η γυναίκα του.Τις περιείχε όλες και κανονικά έπρεπε να τον κούραζε, το συνοφρύωμα η μικρή κακία η πονηριά, αλλά όπως και το τσιγάρο τον κούραζε ήταν το πρώτο που ζητούσε κάθε πρωί.
Της το είχε πει μια φορά που συναντήθηκαν κι εκείνη αδιαφόρησε μπορεί και να τον κοίταξε ειρωνικά και του ζήτησε λεφτά για να φάει κάτι, πράγματα που μην εννοείς ας μην τα λες μουρμούρισε και δάγκωσε το δάχτυλό της και έτρεξε αίμα και του το έδειξε και μετά έβαψε τα μάτια της και έφυγε.
Την έχασε για μήνες.
Εκείνη περπατούσε και πήγαινε στο σπίτι τους τις νύχτες και κοιτούσε την άλλη.σαν αρπακτικό πουλί ή σαν κουκουβάγια.Την έβλεπε να μελετάει στο τραπέζι της κουζίνας, να βάζει πλυντήριο ξεχωρίζοντας τα χρώματα αυστηρά, να βάφεται πριν φύγει για δουλειά βάζοντας κοσμήματα και παλτό. Ένα βράδυ κοιτούσε τη βέρα της με τρυφερότητα και μετά με ντροπή.Χαραγμένα ονόματα σε μέταλλο.Ταυτότητες για ζευγάρια. Σαν νούμερα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης οι ημερομηνίες.
Την έβαλε στο στόμα της και την έφτυσε.
Και έξω από το παράθυρο, κάποια έκλαιγε με λυγμούς.

Friday, January 11, 2013

κι εκείνη

Εκείνη ήθελε μόνο να είναι η μουσική στο μυαλό του.Τίποτε άλλο. Δεν την ενδιέφερε να κοιμάται δίπλα του ή να τρώει μαζί του το μεσημέρι, αν και μερικές φορές ονειρευόταν πως έπλενε τα ρούχα του κι έτσι ήταν όλη την ημέρα πάνω του σαν απειλή ή κάτι παρόμοιο που γράφουν και οι ποιητές.
Που δεν είχαν ιδέα από έρωτα έτσι κι αλλιώς.
Τα βράδια στο σταθμό ψιθύριζε πως πιο πολύ τα ελαττώματά του αγαπούσε, την απιστία του και την ανασφάλειά του, τις κρυφές του κινήσεις που ήταν επίτηδες φανερές.
Δεν ήταν πλανόδια δεν ήταν άστεγη δεν ήταν ναρκομανής, δεν είχε που να πάει και απλά περπατούσε χωρίς να σταματάει, έτσι τον είχε γνωρίσει κιόλας, ήταν και η άλλη δίπλα θυμάται, η φωνή της είναι μαλακή και στείρα, άρα εκείνη είναι η μουσική στο μυαλό του.
Η μελωδία, η καλογραμμένη παρτιτούρα, το πεντάγραμμο.
κι εγώ μια γοητευτική παραφωνία, ένα μουτζουρωμένο μάγουλο από το κραγιόν της άλλης.
θα ήθελα να με είχαν ερωτευτεί και οι δυο παραδέχεται.Να μιλάνε για μένα σαν σεληνιασμένοι έφηβοι και να χτυπάνε τα δόντια τους από νοσταλγία και στέρηση, να σχολιάζουν την ομορφιά μου και τα νιάτα μου και το σφρίγος μου και έτσι θα έρχεται πάλι και σε μένα η αγάπη, η αγάπη τους, η ξοδεμένη ζωή τους να γυρνάει σε μένα να τη γνέθω και να τους την ξαναχαρίζω, εσάρπες γάντια και φαιδρά αντικείμενα, να κολλάω τις σπασμένες πορσελάνες του γάμου τους.
να ζωντανεύουν τα στέφανα και να έρχονται στο δικό μου βρώμικο κεφάλι, στα δακρυσμένα μου μάτια από το κρύο και την ασιτία.
η μουσική στο κεφάλι του είναι ο πόθος που δεν είχα.

Thursday, January 10, 2013

ανασα λεμοναδα, ΙΙ

και της να της πει δηλαδη, όταν κάνουμε έρωτα φοβάμαι πως σε πληγώνω, δεν αντέχω να βλέπω τις συσπάσεις που μοιάζουν με πόνο στο πρόσωπό σου, τα ταξίδια του μυαλού σου, δεν είσαι ποτέ στέρεη και δεν έχεις χρώμα ούτε υφή, δεν είσαι γυναίκα δεν είσαι όνειρο,δεν ξέρω τι είσαι και με φοβίζεις.
Σε σκέφτομαι όταν καπνίζω κρυφά κάτω από τον απορροφητήρα της κουζίνας και σε βλέπω ναι αιωρείσαι στις σκάλες του μετρό με τα πόδια δύο εκατοστά πάνω από τη γη Παναγία των Υπογείων προστάτιδα των γυναικών με πρησμένα πόδια και σκισμένες πλαστικές σακούλες, κάθε μέρα σου γράφω γράμματα και τα καίω ένα ένα στο τζάκι που καπνίζει και όταν καίγονται η γειτονιά λέει μα δεν είναι κοντά η θάλασσα γιατί μυρίζει αλμύρα και καταιγίδα, και η άλλη καταλαβαίνει,ξέρει, με κοιτάει υποτιμητικά και χτυπάει το πιάτο μου στο τραπέζι σα να μου κάνει χάρη, κι εγώ τις νύχτες παραμιλάω όταν γεμίζει το φεγγάρι και λέω πως γίνεται να είναι η εμμονή σου να είναι ξινή και μυρωδάτη σαν το λεμόνι και τους πορτοκαλεώνες, κίτρινη σαν τον ίκτερο και ζεστή σαν το πρώτο φως του ήλιου.

Wednesday, January 09, 2013

η ανάσα λεμονάδα

χαιδευει τα λιγοστά αξύριστα γένια του, είναι πάλι πρωί πως πέρασαν οι ώρες μελετώντας, τόσες ώρες μόνο το φως της οθόνης του υπολογιστή στο δωμάτιο,έφεξε πάλι η μέρα,άλλη μια μέρα περπατώντας και μιλώντας σε αγνώστους για πράγματα ασήμαντα κοσμοιστορικά,εκείνη έχει ήδη φύγει χωρίς να την ακούσει.
περπατάει σαν γάτα και τον τρομάζει και νιώθει πως τον παρακολουθεί ακόμα και όταν κοιμάται. Με κατασκοπεύεις της λέει γελώντας. Εκείνη δε γελάει αλλά ανάβει τσιγάρο και πλένει τα πιάτα καπνίζοντας και σιγοτραγουδώντας,μην ξεχάσεις να περάσεις από τον τάδε του λέει ξαφνικά ίσως με μια αιχμή στη φωνή.
Γιατί τα θυμούνται αυτά οι γυναίκες όταν πλένουν τα πιάτα αναρωτιέται και όχι την ώρα του καφέ π.χ ή μετά τα καθημερινά ψώνια. πηγαίνει προς το μπάνιο γυμνός, η στύση του τον ταλαιπωρεί,πιέζει με τους μηρούς του αλλά τίποτα, εκεί τόσα χρόνια κάθε πρωί με ζέστη βροχή ή κρύο,να του θυμίζει πως είναι άντρας να του θυμίζει πως είναι δότης.
Συνέρχεται λίγο με το νερό, η σαπουνάδα δεν τσούζει στα μάτια και έρχεται στο μυαλό του η άλλη, η άλλη με το δάχτυλο στο στόμα και τα κοκκαλιάρικά της πόδια,τα μαλλιά της ριγμένα πίσω στο μαξιλάρι.
Τη διώχνει από το μυαλό του βιαστικά, ένα τελευταίο ξέπλυμα κι εκείνη φεύγει μαζί με τη σαπουνάδα και κατεβαίνει στους υπονόμους όπου ζει και το μυαλό της.Εκεί καταφεύγει όταν τα πράγματα είναι ζόρικα με ένα γλυφιτζούρι λεμόνι ελπίζοντας πως θα σπάσει τα δόντια της δαγκώνοντάς το και τότε θα έχει επιτέλους ένα ψεγάδι, η ανάσα της είναι γάλα και σιρόπι λεμονιού, το στήθος της βανίλια και τριαντάφυλλο.
δεν πρέπει να σε σκέφτομαι διατάζει.
ποιον διατάζει, τον εαυτό του ή εκείνη.
εκείνος δεν έχει πια λουλούδια και χρώματα στο στήθος παρά μόνο παράπονα και κλεισούρα,ανάβει ένα τελευταίο τσιγάρο και ανακατεύει τα χαρτιά του για τη δουλειά, νούμερα και ονομασίες, θέλει να γευτεί την ανάσα λεμονάδα μα πνίγεται,τραβάει μια ακόμα ρουφηξιά να την ξορκίσει, πρέπει να περάσω από τον τάδε ίσως με κεράσει έναν καφέ σκέτο, ίσως αν πάω αργότερα κεράσει και ένα κονιάκ. 

Tuesday, January 08, 2013

serpents

η κακία δεν λιώνει σαν το κερί ή σαν το χιόνι, κολλάει επάνω μας και μας γεμίζει φολίδες που νομίζουμε πως προστατεύουν αλλά στην πραγματικότητα κάνουν τις όμορφες κοπέλες όχεντρες και τα παιδιά αστρίτες-ψυχρόαιμα, ύπουλα με μια γλώσσα που σφυρίζει απειλητικά και αν δεν τις πατάμε στο κεφάλι θα φωλιάσουν στα κρεβάτια μας, στους κόρφους μας και θα μας ψιθυρίζουν δηλητηριώδη παράπονα στο αυτί σαν Σειρήνες χωρίς πόδια για να κόψουμε και τα δικά μας και να τις ακολουθήσουμε
να κοιμόμαστε μαζί τους το χειμώνα, να δαγκώνουμε ανυπεράσπιστες γάμπες τα καλοκαίρια και να στήνουμε μαζί τους φωλιές
αν τις ακολουθήσουμε θα γίνουμε εμείς ο φόβος, θα ζηλεύουμε το ζεστό αίμα των άλλων και στα σκοτωμένα τους πράσινα και γκρίζα θα υμνούμε τη σφαγή και τα θύματά μας.

Monday, January 07, 2013

ο θυμός

στο πεζοδρόμιο απέναντι φυτρώνουν κόκκινα δέντρα, είναι πιο κοντά από όλα τα άλλα δέντρα στη γειτονιά,μετράω τρία και δίπλα τους άλλα με γυμνά λεπτά κλαδιά σαν συνειδήσεις και αξιοπρέπειες, σαν τον λεπτό καπνό που βγαίνει από τις καμινάδες.
τα πρωινά που όλοι λείπουν στις δουλειές τους κάνω σχέδια που μετά απολαμβάνω να βυθίζω, το καινούριο μου ημερολόγιο έχει πάνω ζωγραφισμένα ροδάκινα που μοιάζουν ψεύτικα μα ψέματα δε λένε.
δεν έχω γνωρίσει ακόμα τους καινούριους μου γείτονες,ακούω μόνο πόρτες να ανοιγοκλεινουν και το αδέσποτο της γειτονιάς που βάφτισα Μπόνι, δεν έρχεται κοντά μου ακόμα μα με κοιτάει σαν να μαστε και οι δυο κατάσκοποι ξένων παραθύρων.
σφίγγω το παλτό μου που μοιάζει κατασκοπικό για να δείχνω σοβαρότερη και μεγαλύτερη, καμιά φορά το πετυχαίνω και δε φοβάμαι όταν πέφτει το φως και ψαχουλεύω το φως του διαδρόμου στο τοίχο, τα εν οίκω μη εν δήμω και ρητά που έμαθα σαν καραμέλα στο στόμα,βουτύρου, με χρώμα γλυκό και γεύση καθησυχαστική.
βλέπω συχνά στον ύπνο μου πως ξύπνησα τυφλή και δεν πετάγομαι όπως παλιότερα, είναι γενναία πράξη αναρωτιέμαι? και πότε ξέρεις πως είσαι έτοιμη να κάνεις αυτά που φοβάσαι?
πότε μπαίνει πραγματικά το κλειδί στην πόρτα?
όταν δε θυμώνεις πια.τότε.

Friday, January 04, 2013

α στερητικο

περιμένω κάποιος να μου πει σε λυπάμαι, είσαι αξιοθρήνητη και αφελής, έλα λοιπόν παραδέξου το, τι κι αν πρόσεχες μέχρι τώρα να μην εκτεθείς.
Και υπάρχουν ακόμα τα βράδια που ματώνεις.Ματώνεις και το υγρό κυλάει από τα αυτιά σου και το στόμα σου και καλύπτει τα δόντια σου και στεγνώνει στα μαλλιά σου μπορεί και να μην είναι αίμα να είναι η αγάπη που έδωσα και δε βρήκε ανταπόκριση μπορεί να είναι ο πόνος που με κατατρώει και να μην έχει άλλο να καταβροχθίσει και να βγήκε έξω επιτέλους να τον δουν όλοι
μα είναι αλήθεια ο πόνος και εγώ πάντα εκείνη ζητούσα
κι αν αυτά που γράφω ξενίζουν είναι γιατί είναι ανθρώπινα και όλοι τα νιώσαμε και καμιά φορά σας κάνουν να φοβάστε και όταν βλέπετε σε μένα ένα κομμάτι του εαυτού σας  κάνετε πως κοιτάτε αλλού λέτε δε φταίω εγώ δεν έχω ευθύνη
κάποτε υπήρχε ένας ευτυχισμένος πρίγκιπας που κοιτούσε από ψηλά την πόλη και ένα χελιδόνι κάποτε πριγκίπισσες γίνονταν κύκνοι και πετούσαν από εκεί που τις είχαν κλεισμένες και έβρισκαν τα λιωμένα τους γοβάκια
κάποτε ήμουν αθώα
 

Thursday, January 03, 2013

ένας αποχωρισμός

ενα κανονικό κορίτσι σαν όλα τα άλλα λιποθυμάει στην ουρά των καταστημάτων, τα μαλλιά της ξεχτένιστα η τσάντα της ανοίγει κατά λάθος έχει μέσα παλιές αποδείξεις καραμέλες κουμπιά και κλωστές που τραβήχτηκαν από ρούχα
δεν είναι το σπασμένο της μολύβι δεν είναι τα μασημένα της λόγια δεν είναι η αδερφή που έχετε να μιλήσετε χρόνια 
είναι η συνείδησή σας που πήγε άκλαυτη ίσως να είναι και οι χαμένες σας ονειρώξεις
γράψτε της ένα γράμμα και αποχαιρετήστε την