Friday, November 30, 2012

πίνοντας

το αλκοόλ μια γροθιά στο στομάχι, κυλάει ζεστό και αψύ στο λαιμό, ένα χρώμα διάφανο και καθαρό, οι ήχοι που με συντροφεύουν οι στροφές του πλυντηρίου και το τσακ του αναπτήρα, άδειοι δρόμοι άδεια σπίτια, ίσως σε κάποιο από εκείνα που βλέπω άνθρωποι να αποφασίζουν να ενώσουν τη ζωή τους και τα σώματά τους.
Θα ήθελα να μην υπάρχουν ειδήσεις και νέα, να μην μαθαίναμε βασανιστήρια και πτώματα, και ας ξέρω πως δε γίνεται, μόνο να βλέπω φώτα και σταγόνες και να φαντάζομαι πως θα με έπαιρνες να φύγουμε, εσύ και εγώ σε κάποιο τραίνο με φως μόνο τα μάτια μας.
να μου δίνεις το παλτό σου όταν κρυώνω και να μου χτενίζεις τα μαλλιά που θα είναι μακριά σε σκάλες και να μοιραζόμαστε το τελευταίο μας τσιγάρο, το τελευταίο μας παγωτό το τελευταίο μας απομεινάρι.
και να σκεφτομαι δεν υπάρχει επιστροφή μα κρατάω ένα μπουκάλι και λέω "επέστρεφε", επέστρεφε μνήμη και βλέμμα και ρόγχο, άνοιξε την πόρτα με ένα ποτήρι να το μοιραστούμε
και όταν με αγκαλιάσεις να σβήσουν δια μαγείας όλες οι τηλεοράσεις και οι οθόνες υπολογιστών και οι ταμειακές μηχανές
μόνο γροθιές στο στομάχι και φωτιά στην ανάσα σαν μετά από πλημμύρα, παλίρροια και περηφάνεια

Thursday, November 29, 2012

αθώοι μέχρι τέλους

βρέχει 
δε θέλω να σε βλέπω πια θέλω να ξανασυναντηθούμε στα πενήντα και να λέμε για το τότε, να νοσταλγούμε που δεν είμασταν ούτε νέοι ούτε όμορφοι 
με ρίζες γερές σαν βελανιδιές θέλω όταν με βλέπεις να βρέχει και να ναι τα μάτια σου θολωμένα και να έχω ρυτίδες σαν χάρτης και κοφτερά νύχια σαν μάγισσα μα να μην είμαι πια ούτε γυναίκα ούτε όμορφη ούτε χαριτωμένη 
να μην είμαι η γυναίκα ή η κόρη κανενός μα ορφανή σαν δακρύβρεχτο μυθιστόρημα, να γυρίζω τα χρόνια πίσω όπως και όσο μου αρέσει να μπερδεύω επίτηδες ημερομηνίες και πρόσωπα 
θα έχω ένα σάλι και μια άκακη καρδιά και μια υπόνοια λεβάντας στα μαλλιά μου-λιγοστά και ίσια σαν βανίλια 
και να λέμε στίχους από παλιά τραγούδια και να βήχουμε στα καλοσιδερωμένα μας μαντίλια και με κάθε ανάσα να μην ξέρουμε αν θα είναι η τελευταία ή πάλι η πρώτη
θα σου λέω θυμάσαι τότε που φορούσα τα λευκά και να εννοώ μαύρα να εννοώ κόκκινα κι εσύ να καταλαβαίνεις και να γελάς
να μην μου χωράνε πια τα δαχτυλίδια και να τρίβω με σαπούνι και βούτυρο και να μαγκώνει πάλι
και να λέμε για τα ρούχα και τα παπούτσια που έχουμε φυλαγμένα στο μπαούλο ολοκαίνουργια τα αφόρετα παπούτσια και να νοσταλγούμε
άλγος ίσον πόνος θα λέμε
μια νιότη που δε ζήσαμε 
ίσως για να είμαστε αθώοι μέχρι τέλους

Wednesday, November 28, 2012

απόγευμα

Τσάι χωρίς ζάχαρη και τσιγάρα με γδαρμένο λαιμό,είπα να σου γράψω ένα γράμμα μα είπα να μάθω πια να ξεγράφω και όχι να γράφω, να σβήνω τα μελάνια από τα χέρια και τις στάχτες,να ξεχάσω τις ιστορίες που μου είπαν να γίνω πάλι αθώα με μάτια ορθάνοιχτα, να δακρύζω σε δρόμους και να μιλάω μόνη πάνω σε σκαμπώ,να πω σε ξένους αυτά που δεν πρόλαβα να πω, αυτά που μόνα τους μου έκλεισαν το στόμα,αυτά που πνίγηκαν βγαίνοντας ή που μου έδωσαν γροθιά, λόγια βαμμένα με κραγιόν ή καφείνη, λόγια δύσοσμα και άγευστα, κουβέντες που δεν άκουσαν οι τοίχοι, τα φώτα και τα μαξιλάρια, που μόνα τους έβαλαν ταινία λογοκρισίας.
Και μόνη μου αναρωτιέμαι αν άντεξαν οι τοίχοι των ψυχιατρείων και των έρημων κλιναμαξών, τις κραυγές που αντανακλούνται στη σιωπή και στο χιόνι του μυαλού, του υπόκωφου πόθου και της υπόκωφης άμυνας, της άμυνας που είναι η χειρότερη επίθεση γιατί το χέρι πονάει τα κρατάει το σουγιά και το σπαθί, τα δόντια τρίζουν και διαλύονται από τις κουβέντες που δεν ξεπλύθηκαν με στοματικό διάλυμα, δεν συγχωρέθηκαν και δεν ξεχάστηκαν.
και συνήθως δεν είναι τίποτα, είναι τρεις λέξεις,είναι φοβάμαι ή βοήθεια ή μη φεύγεις, ακόμα και αν δε φοβάσαι ή δεν χρειάζεσαι βοήθεια, μα αντί για αυτά ψελλίζεις είμαι καλά αντέχω μη φοβάστε.Γιατί το να καθησυχάζεις είναι το πιο κουραστικό πράγμα στον κόσμο,κουράζεσαι η ίδια που το ακούς και σε κάνει να θες να ξαπλώσεις άλλη μια φορά στα πλακάκια,στο ξύλινο πάτωμα ή στο παιδικό σου κρεβάτι και να κοιτάς πάλι
όπως τότε που ήρθες στον κόσμο και δεν ήξερες να μιλάς πια,μόνο άγγιζες, ένιωθες και ήθελες και άλλο να μαθαίνεις.

 

Tuesday, November 27, 2012

code red

βλέπω παντού κόκκινα, όχι ερεθισμένα σαν ταύρος μα με περιέργεια μωρού. χαζεύω κραγιόν σε βιτρίνες, τα χείλη που βάφονται και το αίμα που τα πλημμυρίζει όταν ερωτεύεσαι, όταν πονάς όταν δαγκώνεσαι, με ονόματα όπως κόκκινο της Σαγκάης, Εξπρές Οριάν,κόκκινο της παπαρούνας, κόκκινο του τούβλου, της τουλίπας. 
στρώνω κόκκινες κουβέρτες και τις ακουμπάω στο μάγουλό μου,μου έλειψαν οι παλιές κουβέρτες και φλοκάτες, να τσιμπάνε λίγο το δέρμα να θυμίζουν πως ερχεται χειμώνας και μας τσιμπάνε και οι αναμνήσεις μας και θέλουν πλύσιμο στο χέρι και ξέπλυμα καλό, όχι ένα δυο στροφές στο πλυντήριο και δικτατορία του συνθετικού,ακόμα και αν πέσαμε στη γοητεία του προσωρινά,μαλλί που κάποιοι έγνεψαν και έπλεξαν και εξημέρωσαν.
Και έτσι είμαστε και εμείς, ευαίσθητοι και ευερέθιστοι και ψάχνουμε κάποιον να μας εξημερώσει, παλιά οι γυναίκες έβαφαν τα χείλη τους με χυμό μούρων και αγριοκέρασων μα έκρυβαν το αίμα του μήνα τους για να μη δείξουν τη δύναμή τους σε λευκά πανιά, κόκκινο και λευκό και ο κύκλος στο πακέτο των τσιγάρων μου, i am a stranger here myself, σπίθες στο τζάκι πέφτουν στο πάτωμα και πεθαίνουν,γευματίζω σήμερα πάνω σε παλιά τεύχη του Θησαυρού, μα δεν υπογραμμίζω πια με μολύβι τα λάθη, μαρμελάδα κεράσι σε πιάτο πορσελάνινο,code red,code red.

Sunday, November 25, 2012

απορια

μα γιατί
πρέπει
να πεθάνεις
για να πουν επιτέλους καλά λόγια
οι γύρω σου

Saturday, November 24, 2012

οι λύκοι για άλλη μια φορά

και κάτι μου λέει πως οι λύκοι ακόμα τριγυρίζουν στην πλατεία του χωριού με το στόμα τους ξερό και κατακόκκινο, η γκρίζα τους γούνα μαδημένη και με δαγκωνιές βαθιές μέχρι το κόκκαλο να φεγγίζει στο πίσω τους πόδι και τα μάτια τους με γλαύκωμα ή τυφλά από ζάχαρο και γηρατιά,δεν σταματάνε όμως να γυρίζουν με τα ρουθούνια τους να οσμίζονται την αδύναμη σάρκα,τα ρουθούνια τους ερεθισμένα από τη μυρωδιά του αίματος
και στόχο κάθε κοριτσάκι χαμένο στο σταυροδρόμι με μπλεγμένες τις μπούκλες του,  κάθε μεθυσμένο διαβάτη με τρύπιους αγκώνες στο σακάκι, κάθε χωριάτη με το τσεκούρι πάνω στο άλογο στο δρόμο για ξύλα, κάθε σεληνιασμένο εραστή να πεθαίνει από πόθο και σκουριά και κάθε μωρό στην κούνια.
και χωμένοι μέσα στα κρεβάτια, μισοκοιμισμένοι στα τζάκια, άυπνοι με το χέρι στην κουρτίνα και τα μάτια υποψιασμένα ή θλιμμένα ή άδεια, μερικοί ακούν το γρύλισμά τους και ξέρουν να το ερμηνεύουν
κανείς δεν είναι ασφαλής
κάτω από τη γλώσσα τους σχεδιάζουν δεκάδες εκτελέσεις, αποκεφαλισμούς και πλιάτσικα

Thursday, November 22, 2012

και μετά απο μας?

σε δέκα χρόνια ίσως να είμαστε ακόμα έτσι, με μεγαλύτερη φθορά να στρώνουμε τραπέζι,εσύ αδύναμη και μερικούς πόντους πιο κοντή, εγώ με κουρασμένα μάτια να σε βοηθάω πια με τα ψώνια, στα γεράματά μας να γίνουμε πάλι όπως παλιά,ίσως να έρχομαι να σε βλέπω και να σου κάνω δουλειές, δέκα χρόνια, και πολλά και λίγα,ίσως και να κοιμάσαι ακόμα πιο λίγο τα βράδια,ίσως να βλέπουμε μαζί τηλεόραση και να σου λέω καληνύχτα με μια θερμοφόρα στο χέρι, να παραπονιέμαι για πόνους και εγχειρήσεις και φάρμακα,χέρι  χέρι στα νοσοκομεία να ετοιμάζω την τσάντα σου και όλοι να λένε, κρίμα που δεν έφτιαξε τη ζωή της και εγώ θα ακούω μα θα κάνω πως δεν άκουσα και θα πλένω τα χέρια μου σχολαστικά στο νιπτήρα να τρέχει η βρύση να τα παρασέρνει όλα και θα σου λέω μην κλαις βρε μάνα,δεν έγινε και τίποτα,πρέπει να υπάρχουμε και εμείς,δίνουμε και θέμα συζήτησης, και εσύ να μην απαντάς
και ίσως να μην υπάρχετε πιά,προχτές μου είπες τι να κρατήσω από τα πράγματά σου και το έλεγες τόσο φυσικά και απλά, τρόμαξα, έμεινα ψύχραιμη και είπα μέσα μου ναι τελικά είμαι κόρη σου,δεν θέλω να γίνω η μαμά σου,δεν θέλω να σε ταίσω με το κουτάλι όταν θα είσαι αδύναμη,δεν θέλω να σε βάζω για ύπνο,δεν θέλω να σου λιώνω τα χάπια όταν εσύ δε θα μπορείς να καταπιείς, δε θέλω να σε κάνω μπάνιο, δε θέλω να τα κάνω όλα αυτά μα είναι νόμος να γινόμαστε βάρος στους άλλους όταν είμαστε πια περιττοί και ακούμε πια τη φθορά στα χέρια μας και στο στήθος μας
είναι τόσο κλισέ που σε σκέφτομαι πάντα με το γαλάζιο σου φόρεμα και τα όμορφά σου νύχια στο γραφείο να δουλεύεις και να με κοιτάζεις όπως κάθομαι δίπλα σου και να μου χαμογελάς, γιατί έχει η μαμά σου άσπρα μαλλιά με ρωτούσαν,το λευκό σου νυχτικό να τσαλακώνει, η μοναδική βελούδινή σου φούστα και τα παλτά μας ενθύμιο στη ντουλάπα,οι σοκολάτες που έκρυβες,το φόρεμά σου στροβίλιζε στις σκάλες ήσουν πάντα εκεί και έχει περάσει τόσος καιρός και κάποια στιγμή μόνο εγώ θα τα θυμάμαι αυτά και μετά κανένας,από δω και πέρα κανένας.
 

Tuesday, November 20, 2012

default

Δεν υπάρχουν αδυναμίες όταν βρέχει. Δεν υπάρχουν καλωσυνάτοι άνθρωποι που θα σου δανείσουν μια ομπρέλα,όλοι περπατούν ευθυτενείς σαν μαθητές με τιμωρία για να μη δείξει το νερό ελαττώματα και διαβρώσει τέλειες προσόψεις και συνειδήσεις.
Ηλικιωμένες κυρίες πέφτουν στη στάση του τραμ και κανένας δεν απλώνει το χέρι να βοηθήσει, κάνουμε όλοι τους συμπονετικούς στη θεωρία και από μέσα μας καγχάζουμε, στο κάτω κάτω ποιος θέλει να είναι ο ηττημένος...
και θέλω να πω δυνατά και να φωνάξω, έχει και αυτό την ηδονή του,την περηφάνεια του, να περπατάς με σπασμένο μεσαίο τακούνι και να λες είμαι εντάξει,καλύτερα ένα κουτσό πόδι, λες και δεν αμυνθήκαμε ποτέ στα χτυπήματα. 
και εγώ εκείνες τις γυναίκες αγαπώ, με την αρχή του έρπη από το άγχος και τους πόντους στα καλσόν στρατηγικά κρυμμένους, πάντα όμως με άρωμα στους λοβούς των αυτιών που δεν προκαλούν καμιά εντύπωση μα είναι πάντα εκεί, στα καφενεία και στα μπακάλικα, στις τσάντες τους έχουν χαρτομάντιλα και παραμάνες, παυσίπονα σπίρτα αντισηπτικά, τα ξεθωριασμένα μαλλιά και αναρωτιέμαι αν τα μυστικά τους είναι μεγαλύτερα από πόνο ή ενοχή και αν κανείς ζωγράφισε αυτή τη γραμμή στο σαγόνι και το σφίξιμο στη μέση των χειλιών.
Περνάει από μητέρα σε κόρη άραγε? Είναι αυτό το μεγάλο μας μυστήριο? 

Thursday, November 15, 2012

γράφοντας

όταν γράφεις ξαναγράφεις τη ζωή σου, σβήνεις την παλιά σου ζωή και παίρνεις μια δεύτερη ευκαιρία,ακόμα και αν σε κρίνουν εσύ λες γράφω μια ζωή σαν να ήθελα να τη ζήσω,μακριά ο φόβος και τα λόγια τα μαραμένα εσύ διαλέγεις ποια θα κρατήσεις ποια όχι,
θα φτιάξεις νέο σώμα ίσως νέα μάτια ένα άλλο σπίτι και θα έχεις άλλες μνήμες
μα δεν γίνεται ποτέ έτσι
τα βράδια εξακολουθώ να σε φιλώ με το στόμα μιας άλλης και είναι αυτές οι σκέψεις που με κάνουν να λέω περιμένω να έρθει χειμώνας να σε νοσταλγήσω ξανά, να πιω τον πόνο σου και να τον γεννήσω να τον μεγαλώσω άραγε είχαμε κάτι άλλο 
τις νύχτες έρχεται ένα αγόρι με χώμα στις χούφτες του και μου λέει έλα μαζί μου να σκάψουμε ίσως να βρούμε θησαυρούς
μα εγώ ανάβω καντήλια σε προαύλια εκκλησιών και φοβάμαι τα καστανά μαλλιά του που θα ασπρίσουν 
και τον αφήνω μόνο με μια λαχτάρα στο βλέμμα
άλλος ένας που εγώ άφησα μονάχο

Wednesday, November 14, 2012

πόλεις

Κάπου στην Ακροναυπλία ο κάμπος πυρώνει και μας χτυπάει, πόσο δυνατός μπορεί να είναι ο ήλιος πόση ζέστη μπορείς να αντέξεις και τα μάτια να πονάνε, δεν βλέπω καλά και ψαχουλεύω στα τυφλά το μέρος που μεγάλωσα.
Ο Αργολικός κάμπος. Ο τόπος που έθρεψε μύθους και ύφανε με φως ήταν στο μπαλκόνι μου, βαφόταν κόκκινος τα απογεύματα και γαλάζιος τα πρωινά, όταν βαριόμουν έψαχνα κάτω από τους καναπέδες να βρω αν άφησαν τίποτα οι προηγούμενοι που έμειναν εκεί. 
Είχα ένα γραφείο και ένα κρεβάτι και οι επισκέπτες κάθονταν στο δικό μου δωμάτιο που ήταν και το σαλόνι και δε με άφηναν να διαβάσω και εκνευριζόμουν και το πρωί στο σχολείο είχα άγχος αλλά έβλεπα το Παλαμήδι από το παράθυρο και σκεφτόμουν 999,999 σκαλοπάτια και μια θάλασσα από κάτω, μια θάλασσα που δεν είναι κυκλαδίτικη, μια θάλασσα παράξενη, το μπάνιο μας ήταν φυστικί και η μοκέτα γαλάζια και μια φορά χιόνισε αλλά συνήθως έκανε ζέστη.
Μια φορά με το σχολείο μας πήγαν εκδρομή στην Τίρυνθα και είδαμε τις αγροτικές φυλακές. Στην παραλία είχε τεράστιες μέδουσες και φοβόμουν,είχε και το χειμώνα μέδουσες και εγώ νόμιζα πως το χειμώνα πέθαιναν αλλά ζούσαν.
Φύγαμε σαν κυνηγημένοι και ήταν Νοέμβρης μια Κυριακή απόγευμα έφτιαξα τα πράγματά μου βιαστικά και φορτώσαμε το αυτοκίνητο γυρίσαμε πίσω ήταν βράδυ έκανε κρύο φοβόμουν η μάνα μου έστρωνε αμίλητη το κρεβάτι μου και την επόμενη μέρα πήγα σχολείο και δεν πρόλαβα να αποχαιρετήσω κανέναν καν.
Και τώρα βλέπω μόνο μια βεράντα και γαλάζια νερά. Κάπου πριονίζουν μια ροδιά που ήταν η δική μου και ακούω μια φωνή δεν ανήκουμε πια εδώ είμαστε ξένοι κάποιοι με κοιτούν εχθρικά αλλά δεν τους βλέπω μυρίζει χλώριο και κάτω οι στέγες των σπιτιών να απλώνονται
και έχουν σχεδόν περάσει 30 χρόνια και ίσως από τότε να τους κοιτάω όλους υποψιασμένα και αυτό,αυτό είναι που δεν αντέχω.
 

Sunday, November 11, 2012

sundays in dry skin

οι Κυριακές μου άρεσαν πάντα περισσότερο από τα Σάββατα.Όταν ήμουν παιδί, έβλεπα οικογενειακές ταινίες τα απογεύματα καθισμένη στο χαλί του σαλονιού με τα πόδια μου διπλωμένα και μια σοκολάτα στο χέρι, μου άρεσε που ξαναγυρνούσαμε στη ρουτίνα της Δευτέρας, έφηβη κάπνιζα κρυφά στο παράθυρο και έλεγα που θα πάει, τσαλάκωνα τις εφημερίδες,τις πετούσα στον κάδο και έλεγα πως να ζει ο κόσμος αλλού τις Κυριακές του, πως ζουν οι μόνοι άνθρωποι, εκείνοι που ζουν μόνοι, πάνε στον κινηματογράφο,κοιτάνε τις βιτρίνες με ανεβασμένο το γιακά τους,τρώνε πάστες στα ζαχαροπλαστεία, τι κάνουν ακριβώς? Σιωπούν?Χαίρονται που θα έρθει η Δευτέρα? 
Κάνουν ίσως έρωτα τα ζευγάρια ή μελαγχολούν για το χρόνο που περνάει και δεν αναζητούν τα σώματά τους,σκεφτόμουν σε σταθμούς τραίνων με ατέλειωτους καφέδες κάπου στην Ευρώπη, τους λείπουν τα παιδικά τους χρόνια, ή ζουν το τώρα,αγοράζουν με χαρά την κυριακάτικη εφημερίδα ή απλά δίνουν τα κέρματα στον περιπτερά, οι άντρες έχουν το ποδόσφαιρο,οι γυναίκες τι έχουν,τι έχουν ακριβώς?
Ξετυλίγουν τη ρόμπα τους άλλες γυμνές από μέσα άλλες με μια νυχτικιά που δεν τις κολακεύει, κάπου τρέχουν τα νερά στο μπάνιο, σαπούνι λεβάντα ή λεμόνι ή τριαντάφυλλο,αγριοπασχαλιά ίσως, μια τελευταία ματιά στην πόρτα που κλείνει και το κλειδί που έχει γυρίσει δυο φορές,τα πορτοκαλιά φώτα στο δρόμο,εκείνος που κάπου ανασαίνει μακριά,δεν δείχνουν πια οικογενειακές ταινίες έτσι δεν είναι?θέλουν να πουν
μα δεν το λένε,κι έτσι δεν το λέω ούτε εγώ

Saturday, November 10, 2012

τρεις πληγές

τρεις πληγές στο πέλμα του δεξιού μου ποδιού να στέλνουν σήμα, δεν είναι καρφιά δεν είναι τρυπήματα,πως γίνεται στις μικρές πληγές να βγαίνει το αίμα το πιο βαθύ, πως γίνεται πάντα τα άκρα μας να μας προδίδουν πάνω στο σεντόνι.
Πληγή πρώτη-δε με πρόσεξες ποτέ. Μιλούσα μα δεν άκουγες και κουράστηκα να ανοιγοκλείνω χείλη και εικόνες. 
Πληγή δεύτερη-δε με φρόντισες όσο έπρεπε κι εγώ θα ανοίγω πάλι, τύλιξέ με με επίδεσμο κι εγώ πάλι θα τρέχω πάλι να σε καίω
πληγή τρίτη- θα στάζω να καθαρίζεις τα πατώματα, είμαι όλοι οι ανώνυμοι που πλήγωσες με αδράνεια 
μα νόμιζες πως ποτέ δε θα βγαίναμε από μέσα σου ρωτάνε.
Η κοκκινίλα τους γίνεται ποτάμι,ήρεμο, πλωτό κάτω από τη γη, γυρίζει από το ταξίδι της η Περσεφόνη με μάγουλα που κολλάνε από τους σπόρους του ροδιού.
Ακόμα και οι βασίλισσες του Άδη από λαιμαργία πάσχουν.
 

Wednesday, November 07, 2012

ημέρες υγρές

στην Αθήνα βρέχει, μια γυναίκα ανοίγει τα πατζούρια και αρχίζει να κλαίει επειδή ο ορίζοντας την πνίγει, ένα κοριτσάκι κλαίει γιατί βράχηκαν και καταστράφηκαν τα ολοκαίνουριά της παπούτσια, έσβησε το τσιγάρο του συνταξιούχου στη γωνία που καπνίζει κρυφά από τη γυναίκα του και σήκωσε τα μάτια προς τον ουρανό και είπε να σου δώσω μια να σπάσεις αχ βρε κόσμε γυάλινε.
Η Κ. θα ανοίγει την ομπρέλα της περιμένοντας στη στάση, όταν βρέχει πάει με μια φίλη της στη δουλειά, το κρεβάτι μου πόσο θα θελα να μαι στο κρεβάτι μου λέει, η πατρίδα για μας τους μελαγχολικούς, η Β. δε θα βγει να περπατήσει θα ανάψει τα φώτα στο σαλόνι και θα πει αχ να ήμουνα αλλού..η Α. θα περιμένει να χτυπήσει το κουδούνι πάνω από τους ατμούς της κατσαρόλας. Η Ε. γυρίζει το φλυτζάνι από συνήθεια και η Μ σε ένα πούλμαν για Στερεά Ελλάδα λέει μόνο όταν βρέχει μου αρέσει, τι όμορφη που δείχνει η Οινόη στα γκρίζα σαν λερωμένο μαργαριτάρι, ο Α. σκέφτεται μια τέτοια μέρα σκοτώσαν τον πατέρα μου μια τέτοια μέρα γεννήθηκε ο γιος μου.
Στο Λονδίνο ανοίγουν ομπρέλες με κινήσεις συγχρονισμένης κολύμβησης, βάζουν οι κυρίες κρέμα χεριών με άρωμα verbena και lily of the valley,το κρίνο της κοιλάδας λευκό και ασήμαντο με μια ευωδιά που ζαλίζει, βήματα αθόρυβα πάνω στις μοκέτες,κάπου αλλού πέφτει ήσυχο και ντροπαλό το χιόνι..

νοέμβρης χωρίς πεσμένα φύλλα

οι γκρίζες στάχτες μου λερώνουν το τραπεζομάντιλο, στάσιμες μέρες,ελώδης, λιμνάζουσες και εγώ κοιμάμαι με σπασμούς.Οι άνθρωποι περπατάνε με τις μύτες των ποδιών στις μπεζ πολυκατοικίες της γειτονιάς,οι δικές μας μέρες δεν είχαν trick or treat του Halloween με πορτοκαλί κολοκύθες φαναράκια και γελαστά παιδιά, δεν θα έχουν ημέρα των Ευχαριστιών με τα ευωδιαστά μούρα στρωμένα τραπέζια, βουνά από ψητές πατάτες και γλυκές πίτες και προσμονή για το χειμώνα που έρχεται.
Ο δικός μου χειμώνας είναι αμφιβολία και ακινησία και γκρίζο, καμένο λαιμό από το τσιγάρο και τα φώτα της πόλης που μετακινείται με τα αυτοκίνητά της, με την τσάντα στο μπροστινό κάθισμα και ένα ραδιόφωνο που στριγγλίζει στα αυτιά, καραμέλες έξω από το κουτί να λιώνουν και μια οργή που σιγοκοχλάζει.
Σκέφτομαι, λες και περιμένεις να κολλήσουμε ταινίες στα τζάμια για να είμαστε ασφαλείς όπως τότε που μας έλεγαν οι γιαγιάδες μας και σκουρόχρωμες κουρτίνες, για να μην κινδυνεύουμε από τον εχθρό και ταυτόχρονα θες να φωνάξεις μα από τον εαυτό μας και τους γύρω μας κινδυνεύουμε, ίσως μέσα στα σπίτια μας να είναι ο εχθρός και να μην θέλουμε να το δούμε, πατάω λίγο το άρωμα στον αέρα που πλανάται για να θυμιατίσω, kenzo jungle, γαρύφαλλο κάρδαμο κανέλα, βαρύ για την εποχή μα το χρειάζομαι, θέλω να δώσω χρώμα στην ταλαιπωρημένη μου νυχτικιά με τα τρυπημένα μανίκια, να αποξηράνω τα έλη τριγύρω με αλχημείες..
 

Monday, November 05, 2012

...

και ήταν μια μέρα δε θυμάμαι αν ήταν απόγευμα ή βράδυ καλοκαίρι ήταν πάντως και έπεφτε από το κρεβάτι χτυπούσε σηκωνόταν ξανάπεφτε δάγκωνε το δάχτυλό της να πονέσει να πονέσει έλεγε δεν κλαίω αλλά έκλαιγε επέμενε δεν κλαίω δεν κλαίω φύγετε αφήστε με μόνη διψάω έλεγε φέρτε μου νερό το έχυνε κάτω και έβαζα τα πόδια της να μουσκέψουν να κρυώσουν ήθελε να βγει στο δρόμο δεν την αφήναμε δεν είμαι πια παιδί έλεγε γιατί μου φέρεστε σαν παιδί μετά ξεχνούσε αχ πηγαίνετε με στη θάλασσα δεν έβλεπε τη θάλασσα δίπλα της δίπλα της ήταν άναβε τσιγάρα το ξεχνούσε μετά τα μαζεύαμε εμείς γελούσε έσκισε τη μπλούζα της πήγε να σβήσει το τσιγάρο δεν ντρεπόταν που είδαμε το στήθος της ούτε καν προσπάθησε να το καλύψει βλέπαμε το δέρμα της να ανατριχιάζει δεν έκανε κρύο δεν έκανε και έκλαιγε έτρεχαν τα δάκρυα και την έπιασε λόξυγκας μόνο να με αγαπάτε θέλω έλεγε μόνο να με αγαπάτε και δεν με αγαπάει κανένας και εγώ τα πάντα έχω δώσει έχω χάσει το μυαλό μου το έχασα πάει και θυμάσαι μαμά τότε που έσωσες εκείνο το κοριτσάκι από πνιγμό και ζήλευα γιατί άλλο κοριτσάκι φρόντιζες και το κλώτσησα πολύ λυπάμαι δεν ήθελα να το πονέσω δεν ήθελα λόξιγκας ανεβοκατέβαινε η ανάσα της δεν ήξερε που να πάει το στήθος της έξω προσπάθησε πάλι να καεί της το τραβήξαμε από το χέρι καήκαμε εμείς και έβαλε τα γέλια αν πονάω εγώ όλοι σας να πονάτε είπε όλοι σας να μη νιώσετε χαρά ποτέ να νιώσετε όπως νιώθω εγώ κάθε μέρα κάθε λεπτό ζήτησε πάλι τη θάλασσα τα μαλλιά της μπερδεμένα έσφιγγε τους κόμπους να πονέσει είπε ένα αχ ηρέμησε λίγο μας ξεγέλασε είπε σας ξεγέλασα όλοι νομίζετε πως ξημέρωσε μα ήταν βράδυ και έξω σκοτάδια σκοτάδια έβλεπε το δρόμο ήθελε να τρέξει τα πόδια της δεν πατούσαν στη γη δεν πατούσαν σας λέω δεν ήταν άνθρωπος πια
μα τι σας έκανα είπε τι σας έκανα και με κοιτάζετε με τέτοια σιωπή δεν ήμουν κακό κορίτσι δώστε μου μια ευκαιρία ακόμα σας ντρόπιασα σας ντρόπιασα έλεγε ντρέπεστε για μένα δεν ξέραμε τι να της πούμε κάποιος ψέλλισε όχι ήταν αργά σπάραξε αχ να μη νιώσετε όπως ένιωσα εγώ έριξε κάτω το ποτήρι και είπε να ναι τόσες οι πίκρες σας σαν τα κομμάτια του γυαλιού και τόσο κοφτερές να ξέρετε να ξέρετε έξω σκοτάδια και εγώ βλέπω το ξημέρωμα σε μανταλωμένα παράθυρα δεν θα με κρατήσετε κοντά σας όλοι σας δε θέλετε να με ξέρετε κάνετε πως δεν υπάρχω πως είμαι καλά θα ηρεμήσει λέτε μα δεν ηρέμησα δεν ηρέμησα θέλω τη μαμά μου βοήθεια μα η μητέρα της ήταν νεκρή χρόνια 
κάποιος πήγε να πάρει τηλέφωνο το γιατρό
δε μάθαμε τι απέγινε
εμείς τη σκοτώσαμε

Sunday, November 04, 2012

στο ενδιάμεσο

τα χρώματα και η ομορφιά τους δεν σου ανήκουν, δε θες να τα δεις, είναι Κυριακή, μοιάζει με Μάιο και είναι Νοέμβρης, ο Οκτώβρης πέρασε χωρίς να βρέξει πολύ, ήθελα να βρέξει και να μυρίζει το χώμα και να λέω γη και ύδωρ,γη και ύδωρ,παραδίδω και κρατάω τα δάκρυά μου κάτω από τα μάτια,δεν είναι η ώρα ακόμα για κλάμα ούτε γέλιο, είναι καιρός να δω χρώμα και ομορφιά, να πάλλεται ο σφυγμός στην όψη της ομορφιάς και των πικρών πρωινών με ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι να σκέφτομαι πως είμαι αυτό που δε θες να δεις,που δε θα καταλάβεις, που δε θες να καταλάβεις.
Και να λέω μη μου λεκιάζετε τη ζωή, είμαι ζωντανή παρόλες τις προβλέψεις και τις στατιστικές και τις υποθέσεις, θα γράφω γράμματα και σημειώματα που κανείς δε θα διαβάσει και δε θα θυμάται,ένας κόκκος άμμου μέσα στο στρείδι σας, το σημείο στο πεζοδρόμιο που πάντα σκοντάφτεις.