Thursday, December 05, 2013

σάββα αγίου

και εκείνος στο δρόμο για το σπίτι ήθελε να γυρίσει πίσω σε εκείνη, έχεις δίκιο να θυμώνεις, μόνο τώρα σου είπα πως ομόρφυνες, εδώ και πέντε χρόνια σε βλέπω και έρχομαι στο σπίτι σου και κοιμόμαστε μαζί. Και δεν είμαι ερωτευμένος μαζί σου αλλά το σώμα σου είναι το μόνο που έχω. Ούτε το σπίτι μου ούτε η δουλειά μου, το σώμα σου, ούτε τα λίγα χρήματα που έχω σε οικονομίες,το σώμα σου και το πρόσωπό σου.
Το λίγο πεσμένο στήθος σου σφιγμένο μέσα στα απλά λευκά σουτιέν σου.Η τούφα που πέφτει στο μέτωπό σου και το ένα σου μάτι που είναι λίγο πιο μικρό το ένα από το άλλο και σπιθηρίζουν όταν θυμώνεις μαζί μου γιατί αργώ και είσαι κουρασμένη αλλά μετά με συγχωρείς και με αγκαλιάζεις πάλι. Και το κρεβάτι σου με την καράφα του νερού στο κομοδίνο με το πετσετάκι το κοφτό πάνω. Και δίπλα αυτός ο τόμος με τα ποιήματα του Ρίτσου, που τα βράδια που εγώ δεν είμαι εκεί διαβάζεις πριν κοιμηθείς.
Αυτό έχω μόνο στον κόσμο, σκεφτόταν μέσα στο αυτοκίνητο, ακούγοντας τις τελευταίες ειδήσεις της ημέρας, στον δρόμο για το σπίτι, η μόνη μου κληρονομιά ένα σώμα γυναικείο, ούτε καν στην ακμή του, στα νιάτα του, ένα σώμα φθαρμένο σαν κι εμένα και τη συνείδησή μου. Είναι αυτό έρωτας? Δεν ξέρω και μια ζωή θα αναρωτιέμαι, και είναι νύχτα με κρύο και το λιγότερο που μπορούσα να κάνω ήταν να ξαπλώσω δίπλα της, να τη ζεστάνω,να της πω δεν είναι και πολύ, αλλά έχουμε ο ένας το σώμα του άλλου, αποκούμπι και βάσανο μαζί. Και δεν σου έχω κάνει ποτέ καν ένα δώρο, ούτε ένα μπουκάλι ουίσκυ καθώς έρχομαι, είμαι κάθαρμα,  ασυγχώρητος, και έφτασα σχεδόν πενήντα και δεν έχω ιδέα τι μου γίνεται, το μόνο σταθερό μου βάσανο να αγαπώ είσαι εσύ.

Wednesday, December 04, 2013

καθημερινές σκηνές

αυτή ακριβώς τη στιγμή ένα παράνομο ζευγάρι κάνει έρωτα σε άπλυτα σεντόνια, κρυώνει αλλά δεν περνάει από το μυαλό τους να σκεπάσουν τα γυμνά κορμιά τους, τα σώματά τους από την ηλικία έχουν κάπως χαλαρώσει, το στήθος της γυναίκας δεν είναι πια τόσο στητό,ο άνδρας έχει γκρίζες τρίχες στο στέρνο, παίζει στο ραδιόφωνο ένας σταθμός ειδήσεις και διαφημίσεις για τα Χριστούγεννα, ένα γεμάτο τασάκι στο κομοδίνο και δυο ποτήρια ουίσκυ σκέτο. εκείνη είναι νεότερη, κρατιέται σφιχτά πάνω του για να τον νιώσει πιο πολύ,τι μοναξιά να είσαι πιο μόνη όταν ο άλλος είναι μέσα σου, ακουμπάει τον ώμο του με τα δάχτυλά της, στον τοίχο σχηματίζονται σκιες, είναι βράδυ, οι ειδήσεις αρχίζουν ή έχουν τελειώσει για να δώσουν τη θέση τους σε διαφημίσεις, εκείνος από πάνω της είναι λίγο κουρασμένος, σκέφτεται το δρόμο για το σπίτι και το αποψινό κρύο, πως θα θελε να κοιμάται μαζί της τα βράδια μα δεν μπορεί, οι συνθήκες της ζωής, σταματάει για λίγο, τη ρωτάει αν κουράστηκε, εκείνη λέει,πως σου πέρασε από το μυαλό, συνέχισε.Εκείνος συνεχίζει με λιγότερη όρεξη, εκείνη γλιστράει, να το αφήσουμε καλύτερα,είμαστε και οι δυο κουρασμένη, ας προσπαθήσουμε αργότερα, δεν υπάρχει αργότερα λέει εκείνος, πρέπει να φύγω.
Εκείνη γυρνάει στο πλάι, εκείνος εκνευρίζεται, κοίτα τώρα την πουτάνα που μου κάνει γυμνάσια, μπαίνει μέσα της ξανά στη στάση αυτή λίγο με το ζόρι, εκείνη τον αφήνει, εκείνος ερεθίζεται από την αδιαφορία της περισσότερο,τη σφίγγει λίγο περισσότερο από όσο πρέπει, εκείνη συνεχίζει να μην έχει όρεξη αλλά κάπως λυπάται και της αρέσει που τον λυπάται, νιώθει καλύτερα από το να τη λυπάται αυτός, εκείνος τελειώνει πολύ έντονα, βγαίνει από μέσα της και γυρνάει πλευρό να ηρεμήσει, πίνει λίγο ακόμα, κρυώνεις του λέει εκείνη, όχι είμαι εντάξει, σκεπάσου εσύ, έχεις ανατριχιάσει. Εκείνη πηγαίνει στο μπάνιο και κάνει ντους, φοράει μια καρώ ρόμπα μπλε, πίνει και εκείνη μια γουλιά δίπλα του, την κοιτάει εκείνος και της λέει ομόρφυνες, τόσα χρόνια γνωριζόμαστε και ποτέ δεν σου είπα πως ομόρφυνες, πόσα χρόνια είναι, πέντε ή κάτι τέτοιο, τη σφίγγει στην αγκαλιά του, μυρίζουν τα μαλλιά της όμορφα, φρέζια, της σφίγγει το χέρι, ίσως να πηγαίναμε στον κινηματογράφο το σαββατοκύριακο, το ξέρει πως δεν μπορούν και οι δυο, σηκώνεται κι εκείνος για να κάνει ντους, εκείνη πίνει λίγο ακόμα  για να ζεσταθεί, βγάζει τη ρόμπα και φοράει το νυχτικό της,γκρίζο με ένα φιόγκο στο μπούστο, εκείνος βγαίνει, θα ξαπλώσω για να κοιμηθώ είμαι πολύ κουρασμένη, βγες μόνος σου αυτή τη φορά, εντάξει της λέει εκείνος, ντύνεται γρήγορα,τη φιλάει στο μάγουλο και φοράει ήδη το σακάκι του, εκείνη σκεπάζεται μέχρι το κεφάλι, κλείνει τη λάμπα και μετά την ξανανοίγει, ξέχασε να βουρτσίσει τα δόντια της, βουρτσίζοντας τα λέει ναι ομόρφυνα, κλείνει το ραδιόφωνο, αύριο τα ποτήρια με το ουίσκυ, απόψε κάνει πολύ κρύο για να σηκωθεί ξανά,αγκαλιάζει το μαξιλάρι, θα τον ξαναδεί σύντομα,ίσως μεθαύριο, ίσως.

Tuesday, December 03, 2013

σαν το ματωμένο γαμο

Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια χώρα που οι άνθρωποι ήταν ζαλισμένοι από γεγονότα. Κάποτε κατανάλωναν και έτσι περνούσε ο καιρός τους, προσπαθώντας να ζηλέψουν οι γείτονες, οι συγγενείς, οι γνωστοί, και να ξεχάσουν τις ταπεινές τους ρίζες που οι ίδιοι νόμιζαν ταπεινές,γιατί οι ρίζες ποτέ ταπεινές δεν είναι. Και όταν στη χώρα αυτή τέλειωσαν τα αγαθά άρχισαν να καταναλώνονται τα αισθήματα και ο φθόνος, γιατί όταν έχεις μάθεις να καταναλώνεις το κάνεις ασυναίσθητα. Και άρχισαν τα λόγια γιατί οι άνθρωποι είχαν ξεχάσει πως οι πράξεις μετράνε στη ζωή, φτάνει να δείχνεις και να φαίνεσαι πιο έξυπνος από τον άλλον, ακόμα και αν δεν είσαι στην πραγματικότητα, και να γίνονται χαιρέκακοι, όλο και περσσότερο χαιρέκακοι, παρόλο που το αρνιούνταν και έγραφαν στους τοίχους "αγάπη ρε ******" δεν ήξεραν να αγαπήσουν καν τον τοίχο. Και κρατούσαν το κεφάλι με τα χέρια και δεν είχαν τι να πουν γιατί κάποτε ανακύκλωναν κουτσομπολιά αφού κανένας δεν τους έμαθε να συζητάνε ή να μένουν μόνοι, γράφουν σε τοίχους εικονικούς και διαβάζουν ασυνάρτητες προτάσεις από διάφορα status ανθρώπων που βρίσκονται για φαγητό και το φωτογραφίζουν, γιατί κανένας άλλος πληβείος δεν έχει την τύχη να πάει σε εστιατόρια και να ζηλέψει, όπως ζήλευε παλιά η γειτονιά ζηλεύει τώρα η γειτονιά η εικονική. Και ξέχασαν να βλέπουν τηλεόραση που τους έτρεφε σαν μητρικό γάλα ή τους νανούριζε και δεν μιλούσε ο ένας με τον άλλον, ούτε καν στο τηλέφωνο. Αλλά όλοι μαγείρευαν γιατί ανακάλυψαν την κουζίνα και τις σπιτικές μυρωδιές, αλλά τι να τις κάνεις τις σπιτικές μυρωδιές αν δεν έχεις σπίτι και κανέναν να καλέσεις, αφού δεν έχεις να μιλάς και να αγαπάς? Μια φορά και έναν καιρό μια πόλη αργοπέθαινε και την άφηναν να αργοπεθαίνει από ασφυξία, ασφυξία αισθημάτων, θυμού και φόβου, ασφυξία απραξίας, ασφυξία μίσους, γιατί μη μου πεις πως όταν μισείς δεν σε κουράζει, και όταν μισείς ξεχνάς ακόμα και το πένθος ενός γονιού που έχασε το παιδί του, να μην σου τύχει να μην σου τύχει έλεγε η γιαγιά μου και κανένας δεν σεβάστηκε τη σιωπή μιας μητέρας αλλά έκαναν υποθέσεις και τσακώνονταν από ψεύτικη συγκίνηση, μα η μητέρα τώρα πια δεν έχει κόρη και μόνο εκείνη το ξέρει πως πονάει, και μόνη της θα θρηνήσει το βράδυ, ενώ οι υπόλοιποι θα αναλώνονται ξανά σε συζητήσεις για την τρόικα και τη χώρα που αργοπεθαίνει από ασφυξία γιατί την έπνιξαν οι ίδιοι.