Sunday, August 31, 2008

once again


δύσκολες οι νύχτες με κρύο
τρίζουν τα παραθυρόφυλλα
μαθαίνεις αν έχεις αντοχές όταν κλείνεις τα μάτια
κάπου το φεγγάρι που κρύβεται δεν ξέρει μυστικά
το χτύπημα της δερμάτινης ζώνης
τα εγκλήματα που δε μαθεύτηκαν ποτέ
οι αμαρτίες που δεν εξομολογήθηκαν
τα τραγούδια που δεν παίχτηκαν
το κοκκινισμένα δέρμα στα μάγουλα με τα αποτυπώματά του
the tatters of my wedding dress.
κι εσύ κοιμάσαι ήρεμη.
ούτε εφιάλτες ούτε βίαια ξυπνήματα
ούτε νοτισμένα μαξιλάρια .
μια προσευχή για μας τους αυπνους
που κρατάμε το κλειδί για τα κελιά μας
δεμένα στο λαιμό
με γροθιές σφιγμένες,
(when i am on a pedestal, you did not raise me there)
ακούμε όλο βράδυ το γέλιο μιας ύαινας που ξεσκίζει πλάσματα της νύχτας
βάζουμε με ανακούφιση αλάτι στις πληγές μας
διώχνουμε φύλακες άγγελους, κρατάμε μικρά φονικά
στην κόρη του ματιού μας.
(it is your flesh that i wear)

Wednesday, August 27, 2008

elizabeth short


πιο διάσημη νεκρη απο ότι ζωντανή
στα φώτα του Χόλλυγουντ
στο πεζοδρομιο που ρουφηξε το γυμνό σου σώμα
το παραμορφωμένο σου πια πρόσωπο
τα βαμμένα μαύρα σου μαλλιά
την περίεργη συμπεριφορά σου
τους αμέτρητους εραστές σου
τα διάσημά πια ονειρά σου
ελίζαμπεθ.
τραγική. αστεία. τρομαχτική. ερωτική.
νεκρή.
μια μαίρυλιν του θανάτου.
εσύ κρατάς το κλειδί για το έγκλημά σου.
στα σηκωμένα σου χέρια
κράτησες όνειρα δεκάδων κοριτσιών
με το αίμα σου γράφτηκαν βιβλία
στοιχειώνεις μπαρ ξενοδοχείων.
ερωμένη. πόρνη. αγία. νεκρή.
μέσα στη νύχτα του λος άντζελες.
ελίζαμπεθ.

Tuesday, August 19, 2008

μικραίνει η καθε νύχτα


και εσύ να γράφεις κάθε βράδυ σε δάχτυλα και μπράτσα με μελάνια ανεξίτηλα, και να περιμένεις το ταχυδρομείο, δεν μου αρέσει όταν είσαι θυμωμένη, όταν κρίνεις, αυτό το βλέμμα σου το αυστηρό, ακόμα κι όταν λες πως με αγαπάς πολύ και αμέσως διορθώνεις ότι κάνω, και τα βαριά σου βήματα στις σκάλες και ο ήχος του σώματος πάνω στο στρώμα, ότι κάνω το κάνω για σένα, πόσο κανιβαλιστικό μου ακούγεται, καταβροχθίζεις ρυζόγαλα και γλυκά του κουταλιού και φέτες ψωμιού με βούτυρο και δεν ξέρω τι άλλο, και ανοίγεις με θόρυβο τα παράθυρα τα ξημερώματα, εσύ έφταιξες ή εγώ;
και όταν όλο αυτό τελειώσει θα θέλεις να το ξαναρχίσεις, ένα δύο τρία πάμε ξανά, ο ιδρώτας πάνω από το φρύδι σου, το στόμα σου να σκληραίνει, και ο αναστεναγμός πριν κοιμηθείς κάθε φορά να με παγώνει.

Sunday, August 17, 2008

nordic lights


η καρδια μου στα χερια σου
περνάει ο Αύγουστος σαν μέλισσα
στην παλάμη μου
η βισκόζη πάνω στο δέρμα μου
δροσίζει τους περαστικούς σε κεντρικους δρόμους
πνίγω με τη ζώνη μου τους περίεργους στους φάρους
κι αν σε παρέσυρα μη δίνεις σημασία.
πόσα χρόνια πόσοι δρόμοι
ένα τέλος στην Αλάσκα
ανήμερα Χριστούγεννα που έδινα τη ζωή μου σε ένα θνησιγενές μωρό
μέσα στο κρύο στα ματωμένα σεντόνια
κι όμως ξερω μόνο εσένα αγάπησα
άβολο μέσα στα κοστούμια σου
τα γκρίζα σου μαλλιά
τα λεπτά σου δάχτυλα τα διάφανα
το παγωτό με το σιρόπι κεράσι στους πάγκους
η βανίλια στο στόμα μου μέσα στη βροχή
κι αν με λες Ανναμπελ, δεν πειράζει,γλυκέ μου Χούμπερτ.
(επέτειος από την έκδοση της Λολίτας, του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ)

Monday, August 11, 2008

ifyouneedmenow

κουραστηκα να ντύνομαι στα λευκά
σαν την αθώα ψυχή μου που χάθηκε
τώρα θέλω μαύρα μάτια μουτζουρωμένα
ξεφτισμένα νύχια κοκκινόμαυρα
τα ρούχα μου τα σκισμένα σαν παλιές σημαίες
να δείχνουν καμένα δάχτυλα, κιρσούς, γρήγορα ζευγαρώματα ξεχασμένα σε πάγκους από μπαρ
να χύνεται αλκοολ στα χείλη μου κι εσύ να κοινωνάς
όπως κατεβαινει στο λαιμό
να πιέζω τα πονεμένα μου πόδια στην άμμο
και να φυσάει, απέναντι από τα ξερονήσια
φασκόμηλα και θυμάρι και κομματιασμένα φύκια
να ραίνουν τα μαλλιά μου
μέσα στα κόκκινα νερά που έγιναν το αίμα μου
ένα σκυλί αλυχτάει.
μα ούτε κι έτσι με σκοτώνουν.
ούτε τα λευκά μάτια των θαμώνων
οι ταγκισμένες κολώνιες τα ξεθυμασμένα βλέμματα
και δυο ακίδες που πονούν
εκεί, πάνω στην κλειδωση
αχ να χα εικόνες να σου έδειχνα
το λιωμένο μου πρόσωπο να γερνάει σε σημεία
γύρω απ' τα χείλη πάνω στους κροτάφους
να σου προσέφερα βρασμένο νερό για τη θυσία
στάρι κρασί μέλι γάλα
να σου δινα όλα τα χρώματα του κόσμου
και για τελευταία φορά να εξαυλωνόμουν
σαν το αέριο στο γκαζάκι, μια ευωδιά θανάτου,μια ανάμνηση
της λαίδης λάζαρος.

Thursday, August 07, 2008

cinnamon milk

και τα βράδια πίνω ζεστό γάλα με κανέλα,δεν ξέρω αν είναι βάλσαμο ή αν το μπαχάρι μέσα μου ξυπνάει πόθους άλλους, είναι ο καιρός αρκετά κρύος για να φορέσω κάλτσες πάνω από το γόνατο;
έχω ένα ζευγάρι, γκρι, σαν τον ουρανό πριν ξημερώσει, το avalanche του Cohen,κουνάω τα δάχτυλα των ποδιών μου μέσα από τα κοτλέ μου σχεδόν διαλυμένα παπούτσια, δεν θα μπει ποτέ τάξη σε αυτή την ντουλάπα τελικά, η θάλασσα θυμίζει πισίνα τα μεσημέρια, ήρεμη και γαλάζια, το κρύο νερό με ζωντανεύει,φωνάζω πως είμαι το δελφινοκόριτσο,τα χέρια μου πονάνε όταν ξυπνάω, σημάδια απ' τα μαξιλάρια.
Αυτοκίνητα περιμένουν σε σειρά έξω απ'τις ταβέρνες,fake letters fake lives, τα λαικά κορίτσια που σερβίρουν στα μπαρ, κατεστραμμένα ξανθά μαλλιά, χαμόγελο σε λίγο στραβά δόντια, το νερό γλυφό, δε χορταίνω σου λέω δε χορταίνω, πεταμένα περιοδικά σε κάδους απορριμμάτων και η ζωή η δική μου μεταίωρη,τα νύχια μου ξεβάφουν,απόχρωση κόκκινη σε μπεζ φόντο,και αν είναι η νύχτα αυτή δύσκολη,παρηγόρησέ με.

Friday, August 01, 2008

ογδοος μήνας


ξεχύνονται στην επαρχία άνθρωποι από όλες τις γωνιές
γεμάτοι από άχρηστα πράγματα στις βαλίτσες τους
ψηλοτάκουνα που δε θα φορεθούν στα στενοσόκακα
μπεστ σέλερ που δε θα διαβάσουν
μπάλες που θα ξεφουσκώσουν άδοξα
αρώματα με γιασεμί και περγαμόντο
παιδιά χαρούμενα ή θλιμμένα
φωνάζουν για προσοχή
πάντα ζητούν κάτι, πάντα κάτι έχουν να πουν
γυναίκες μόνες ή δεσμευμένες
αν κοιμούνται μόνες δεν θέλουν να το μάθει κανείς
βάζουν κρέμες στο σώμα, κραγιον στα χείλη
θέλουν να γνωρίσουν κάποιον για να ξεχάσουν
συνήθως μεθούν μόνες στον πάγκο ενός μπαρ
παραπατούν στο δρόμο για ένα φτηνό ενοικιαζόμενο δωμάτιο
χαμογελούν στην ιδιοκτήτρια, βάζουν σκούρα γυαλιά
μπορεί και να συγκινούνται με τα παιδιά στην παραλία
μα λένε όχι ακόμα, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή
αλλάζουν κουβέντα
πιάνουν κουβέντα για τα σήριαλ που θα παίξουν το χειμώνα
θέλουν να φάνε σπιτικό ρυζόγαλο και γλυκό του κουταλιού
ψωνίζουν φτηνά δώρα για τη μητέρα τους
λένε πως δε θέλουν να φύγουν
όταν έρθει το φέρυ μετά το Δεκαπενταύγουστο χαίρονται που θα γυρίσουν στο σπίτι τους
με λίγη σκόνη στα έπιπλα, κάποια ρούχα ασιδέρωτα
μεγάλες συσκευασίες στιγμιαίου καφέ και απότιστες γλάστρες
κι αν κοιμηθούν,νησιά σκέφτονται, και ίσως να δακρύζουν.