
θα περιποιούμαι τους αρρώστους της ψυχής μου με αφεψήματα.
θα βλέπω τον πρόσωπό μου στον καθρέφτη και τα φύλλα των δέντρων θα μου μοιάζει.
θα με συνοδεύει ο Κουρτ Βάιλ στις βόλτες πάνω στο ξύλινο πάτωμα
θα μου βάφει τα μάτια η Κλεοπάτρα νικημένη στο Άκτιο.
Και όταν βουτάω
στα νερά του δρόμου
θα μαι η ντροπή
ολόγυμνη
που όλους σας σκιάζει
και στα αυτιά μου θα ακούγεται
το βουητό
του φόβου σας
όπως ο ήχος μέσα σε ένα κοχύλι
και η άρπα του Νέρωνα στη φλεγόμενη Ρώμη
θα βγάζει την πιο γλυκιά φωτιά.
όμορφα που είναι τα πρωινά που κρατάς τους καρπούς μου
σαν φίλντισι και στάχτη μαζί
κι εγώ όταν θα καίγομαι στους δρόμους
φωνάζοντας το όνομά σου
ακριβέ μου
θα κρατήσω φυλαχτό το γυαλί που σε σκότωσε.