Saturday, November 29, 2008

τα σαββατιατικα πρωινά

η Αθήνα βαριέται ακόμα πιο πολύ. Στα ακριβά καφέ στο Κολωνάκι, στα συνοικιακά στέκια που κορίτσια αγοράζουν φτηνά βερνίκια και ρουζ και κοκκαλάκια μαλλιών, στα κεντρικά κομμωτήρια, η πόλη μισοκοιμάται.
Με φόντο τα εποχιακά λαμπιόνια, τις γιρλάντες και τη φωνή του Μπινγκ Κρόσμπυ, με αρώματα πολύτιμα στους καρπούς και το ντεκολτέ, τα μάτια τα μισάνοιχτα σταμάτησαν να κοιτούν, να αγαπούν, να συναντιούνται.
Ψελλίζουν κάτι για κρίσεις οικονομικές
το γάμο της τάδε και της δείνα
κλέινουν εισητήρια για παραστάσεις που δεν καταλαβαίνουν
περιμένουν μετρό και τρόλευ
δοκιμάζουν κραγιόν στον καρπό σε πολυκαταστήματα
ξεφυλλίζουν βιβλία που πάλι δεν καταλαβαίνουν
η βλακεία, είναι ανίκητη σκέφτονται
μετά ανοίγουν ξανά τις τηλεοράσεις τους.
Μουγκές εκσπερματώσεις και πόθος ξεπλυμένος
πράσινο τσάι τα απογεύματα-μα τι πλήξη, όλα απαγορεύονται πια αν είναι διασκεδαστικά
καφές,τσιγάρο,φαγητό
"θυμάμαι τότε στη Φωκίωνος Νέγρη-η Μελίνα- το ουίσκυ-τι κομψός που ήταν αλήθεια ο Καραμανλής-τα Χριστούγεννα λέμε να πάμε στη Νέα Υόρκη,εσείς;"
Και δεν ξέρουν πως και η Νέα Υόρκη βαριέται
βρωμίζουν τα πεζοδρόμια από το χιόνι
μαγειρεύουν ρολό κιμά και πινουν αναψυκτικά από το κουτάκι
κι αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας
συνεχίζει την πορεία του
κρυφά νυσταγμένος και εκείνος.

Wednesday, November 19, 2008

κι εγώ...


νιώθω σαν να μεγάλωσα πια
δε με συγκινούν τα χρώματα της ίριδας
τα δερματόδετα βιβλία, οι μουσικές και οι γιορτές.
σπάνια πια αλλάζω δέρμα
αναστενάζω στις βροχές, σηκώνω το ψέμα μου.
ο πόνος μέσα στα μάγουλά μου και πιο πάνω
χτυπάει τη φλέβα του καρπού, τη διαστέλλει.
τα μάτια τα κόκκινα της έμπνευσης δεν με καρφώνουν
αν και προσεύχομαι γοναστιστή,γυμνή, σε κάθε χτύπημα του ρολογιού.
ακόμα κι όταν θέλω να χαθώ στα κρίνα
η δύναμη της γης πίσω με τραβάει, σαν θήραμα σε κυνήγι ματωμένο.

Saturday, November 15, 2008

στα κρύα κλαδιά

στα κρύα κλαδιά της μνήμης έχω μάθει να κρυώνω.
δεν με ενοχλούν πια τα σύννεφα, τα ξεροβόρια,τα άκαμπτα ποδαράκια των νεκρών πουλιών.
σαν επίμονη γυναίκα στη γέννα περιμένω.
κρατάω τα πόδια μου ανοιχτά
τα χέρια μου σφιγμένα
τα χείλη μου από τα δαγκώματα λευκαίνουν.
κι ας τρέχουν δίπλα μου ποτάμια από μέλη κάποιων που κάποτε αγάπησα
το άρωμα της μνήμης θάβεται σιγά σιγά στις λάσπες
και τα ποιήματα που δε γράφτηκαν ποτέ τραγουδώνται από αγγέλους πεσμένους.
και περιμένω το νερό
να ξεπλύνει
να πνίξει
να χορτάσει τις μικρές μου ύαινες.

Thursday, November 13, 2008

μέσα στο κόκκινο ποτάμι

με προκαλούν οι λέξεις
σαν παλιοί ιππότες σε μονομαχίες
κρατούν κάτω από το πρόσωπό μου όπλα γεμάτα
κραδαίνουν το κουφάρι μου
ρουφάνε το αίμα μου.
μην είσαι δειλή μου λεν
θα πονέσει τόσο, τόσο λίγο
όσο θα τρέχει το υγρό από την ψυχή σου στο χαρτί
όσο θα βλέπεις τους φόβους σου να γράφονται
όσο οι εφιάλτες σου θα τριγυρίζουν και τους άλλους.
κι εγώ σθεναρά αντιστέκομαι
θα νικήσω λέω τη μια
και το χέρι μου προκαλώ να γράψει από την άλλη
και τάζω έπαθλα φτηνά στον εαυτό μου
σαν κάτι φτηνά πλαστικά παιχνίδια πεταμένα στη γωνιά
σαν πεταμένα τσιγάρα μετά από ονομαστικές γιορτές στην επαρχία.



Friday, November 07, 2008

να είχα τα λόγια


και τι να πεις σε έναν καιρό που αρνιέται να αλλάξει
στον ιδρώτα που κυλάει από το σώμα σου σαν προσευχή
τι να πεις στα παλιά σου ρούχα, δυο σκισμένα σεντόνια,μια τρυπημένη κουβέρτα που έκανε το γύρο τόσων κρεβατιών
τι να πεις στο σώμα σου το ίδιο που αλλάζει
φουσκώνει και μαζεύει σαν την παλίρροια με κάτι χειμωνιάτικα φεγγάρια
τραβώντας πίσω του αδεια μπουκάλια και τα πετράδια της χαμένης Ατλαντίδας.
Τι να πεις στο σώμα αυτό το κουρασμένο
που σμιλεύτηκε με γάλα ζεστό και ζυμωτό ψωμί
μέλι από μέρη μακρινά και νερά, λιωμένο χιόνι
που καλύπτεται από μαύρες φορεσιές
που τις λερώνει στα σοκάκια και τα σπασμένα πεζοδρόμια
τι να πεις στη γύμνια την αληθινή, εκείνη του δικού σου προσώπου στον καθρέφτη.
και δε φτάνουν πια οι μουσικές οι εξαίσιες, τα στολίδια τα ακριβά, ο καφές και τα τσιγάρα τα βαριά-
τι να πεις στα ζαρωμένα μάτια και το δέρμα το χάρτινο και το λάρυγγα τον κλεισμένο
κι αν σκεφτείς πως από καιρό περίμενες
την παρακμή,τις ράθυμες κινήσεις, τη νύστα που μυρμηγκιάζει τα άκρα
κάτι απογεύματα που πέφτει όλη η σκόνη του κόσμου
πάνω στους ώμους σου
και σφίγγεις τη γροθιά μπρος στον καθρέφτη-και τώρα οι δυο μας ,λες
και όλη του κόσμου η ντροπή
και όλου του κόσμου οι αμαρτίες
ξεπροβάλλουν σαν την Μέδουσα,στη θάλασσα του μυαλού σου.

Thursday, October 30, 2008

η χώρα μου

η χώρα μου
ταξιδεύει μέσα σε ξεχασμένες ηρωικές επετείους και οστεοφυλάκια
κομματιάζει με τις πόρπες της ζώνης τα μάτια της περηφάνειας
κολακεύει και κολακεύεται,
διαρρηγνύει τα ιμάτιά της
πως είναι ακόμα παρθένα
μα στην καρδιά της μια αριθμομηχανή
χτυπάει διαρκώς ποσά για την ώρα που διέθεσε.
Βάζει ακριβά αρώματα πάνω στο λεκιασμένο της λαιμό
στα λασπωμένα της χέρια ματωμένα μονόπετρα
και προχωράει
σε μια ακέφαλη παρέλαση
τη συνοδεύει
μια λεπρή μπάντα

Sunday, October 26, 2008

be...

μου λείπουν τόσο τα πρωινά μαζί σου
τα χέρια στο σαγόνι σου με τις πρωινές εφημερίδες
οι αναστεναγμοί σου πριν κοιμηθείς,το τρίξιμο του κρεβατιού σου.
τα ταξίδια μας τόσα χρόνια στα καράβια
ο καπνός του τσιγάρου σου να φεύγει σαν τα χρόνια, αυτή η θαμπάδα του δέρματος στους καρπούς σου, κι όμως έλαμπες.
και όταν κοιτούσα αυτές τις παλιές φωτογραφίες σου
κι οταν έψαχνα τις τσέπες σου κρυφά
ήσουν δικός μου,μόνο δικός μου,στα μικρά παιδικά μου χέρια.
και ήσουν ο δικός μου ήρωας,αλάθητος, ανίκητος.
και κρατούσες τη ζωή μας όπως κρατούσες το τιμόνι, τραγουδώντας τη ζωή
κι εγώ να μετράω τις ουλές σου
τις πινελιές του πράσινου στα μάτια σου
τον ήχο του κλειδιού σου στην πόρτα
να σε παρακαλάω να μου λες ιστορίες, κι εγώ η μικρή μις μάκβεθ
να κρεμιέμαι απ τη ζωή σαν από τύχη, να λέω
είμαι σαν κι εσένα
σάρκα και οστά, και σου ρουφάω τη ζωή, είμαι το δικό σου αίμα.
κι όταν ανάσαινες ήσουν η δική μου αναπνοή και όταν πέθαινα εσύ ο θάνατος μου
-όσο ζω θα ζεις, ούτε μια μέρα παραπάνω-
και κρατάω το σακατεμένο σου δάχτυλο ακόμα
τα μάτια σου με πονάνε
κι όσο κοιμάσαι ταξιδεύει η ζωή
κι εσύ τρεμάμενος γερνάς-κι εγώ δε σε κρατάω πια απ' το χέρι.


Thursday, October 16, 2008

και ανυπομονώ

να έρθει ξανά ένας χειμώνας
πάνω στα πατάρια των καφενείων γυναίκες φορούν έσάρπες κεντημένες
φερμένες από χώρες ξωτικές
κεντημένες από μάγισσες του Καυκάσου
με τα στόματα του βοριά να φυσούν στις άκρες
του ορίζοντα
το χρώμα του λυκόφωτος στις ραφές
σπουργίτια αθώα στα κλαδιά αιώνιων δέντρων
το χρώμα του βάθους του ωκεανού της καρδιάς σου
της αβύσσου της δικής μου
μαλακό μαλλί από ανάσες αγέννητων βρεφών
στον αργαλειό πλεγμένο
στα υγρά υπόγεια, στις γωνιές στοιβαγμένες κιτρινισμένες εφημερίδες.
και λέω δε θα κρυώνω πια
οι ώμοι μου θα ναι ζεστοί και φιλόξενοι
μα κάτι μέσα μου τρίζει-σαν τα τζιτζίκια που πιάναμε κάποτε στις ιδρωμένες μας παλάμες
και δεν μπορώ να σταματήσω να φοβάμαι
όσο ο κόσμος γυρίζει και αυτό το φθινόπωρο,
η υγρασία με σκοτώνει.

Sunday, October 12, 2008

betjeman

Here where the
cliff's alone prevail
I stand alone, exultant, free
and from the cushion of the gale
behold a huge
consoling sea.
john betjeman

Saturday, October 11, 2008

october songs

τα τραγουδια του οκτώβρη δεν τα πε ποτέ κανείς
αρχίζει η εποχή με τα κομμάτια ξεραμένου δέρματος
στις παλάμες μου
τα σημάδια από τα ρούχα στο δέρμα μου
τα απομεινάρια πικνικ στα πάρκα
τα ψίχουλα που περίσσεψαν από ένα κυριακάτικο γεύμα
πόσο λυπάμαι,τα χρόνια που φύγαν,χαμένα, πριν να γνωρίσω εσένα
κοκκινίζουν τα χείλη από την αναμονή
όταν ξαγρυπνάω τις αυγές με τα χρώματα των ρόδων
τα γλυκά σου χρώματα όταν κοιμούνται τα πουλιά
κι εσύ ταξιδεύεις, ιερή μέσα στους αφρούς της θάλασσας
που σιγά σιγά κρυώνει
στις αγκαλιές αφίλητων αγοριών.
κι αν κοιμηθώ στην αγκαλιά σου
θα ναι για πάντα
η ομορφιά που δεν πονάει λίγες στιγμές
σαν σβηστή λάμπα τα απογεύματα
ο μεγάλος ύπνος, η καρδιά που σταμάτησε επιτέλους να ματώνει.

Saturday, September 27, 2008

wallow


τα άδεια σπίτια δεν είναι πάντα θλιβερά
οι λευκοί τοίχοι μπορούν ακόμα να ελπίζουν
δεν ξεκόλλησε ακόμα η άμμος από τα παντζούρια μου
σεπτέμβρης και τα αγκάθια στο δέρμα μου
δεν λεν να φύγουν
σπαταλημένες ώρες πάνω από χαρτιά και μολύβια
με αυτό το χείλος που θέλει να τρέμει κι εγώ δεν το αφήνω.
γιατί αν το αφήσω θα καταρρεύσει η γύψινη αυτή μάσκα
και οι τοίχοι και τα θεμέλια
θα πάρει ο βοριάς τις κουρτίνες να βουλιάξουν στο πιο βαθύ σημείο του ωκεανού
λευκό μέσα στο λευκό, το μάτι του Κύκλωπα μονίμως θολωμένο
από τη λαχτάρα να ριζώσει.
και οι γυναίκες της νύχτας
ακόμα περιμένουν να ξεριζώσουν τα βαμμένα μου νύχια να τραβήξουν το αίμα
για να κοιμηθούν
κι όταν φωνάζω δεν με ακούει κανείς τις νύχτες ή τις μέρες
και βαλτώνω αργά στη λασπωμένη άμμο
αχνή, άκληρη και μολυσμένη.

Tuesday, September 23, 2008

ice queen

μάλλινες κάλτσες μέχρι το γόνατο
αυτό το τσαλαβούτημα στα μουσκεμένα πλακάκια από το πρωτοβρόχι
για πρώτη φορά τα δικά μου γλυκά στο ψυγείο
τα μεσάνυχτα βράζει η τσαγιέρα στο μάτι της κουζίνας.
το γυμνό μου πρόσωπο στα χέρια σου
σα να περάσαν χρόνια χίλια
πάνω στο γραφείο τα μολύβια μου
τα σκουπισμένα δάκρυα, οι λυγμοί του χτες.
Κανέλα, κακάο, μοσχοκάρυδο, τα στεγνά μου χέρια στο αμπάρι
τα βήματα στη σκάλα των προγόνων μου
τα παιδιά γύρισαν εδώ και μέρες στα σχολεία.
Κρυστάλλινα κρύα νερά και ένας γκρίζος ουρανός
δυο τρία συρτάρια άνω κάτω
ένα φευγιό ακόμα στα κατάστιχα
το αίμα της ωριμότητας που στεγνώνει σαν το γάλα της συκιάς πάνω στο δέρμα.
καρύδι και φουντούκι και αμύγδαλο
"καρδιά μου τι να σε κεράσω"
δεν ξέρω τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
προσφέρω τους καρπούς της γης και βότσαλα,
κι αν καλοπιάσω τον καιρό μου χάρισμά σου,
το δικό μου φετινό φθινόπωρο.

Wednesday, September 17, 2008

τώρα πετώ για της ζωής το πανηγύρι...


¨εχει στα μαλλιά κορδέλες στο κορμί της χίλιες βδέλλες"
πονεμένα μάτια, βρίσκω απασχολήσεις εφήμερες, κουβάδες με μαύρα νερά, lists of destruction πονεμένο στομάχι, είναι περίεργη αυτή η εποχή σου λέω, δεν ξέρεις αν φταις εσύ ή ο νοτιάς, παγωμένα νερά, σκόνη, ραθυμία,ανατριχίλες στο σώμα, φτηνά σήριαλ στην τηλεόραση, γυναίκες με κλαρωτές ρόμπες στο δρόμο, κλωτσάω ένα χαλίκι, ιδρώνω πάνω από ένα σίδερο, φοβάμαι τα βράδια, μην κοιτάς που κάνω τη γενναία, το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, τα παιδιά κάτω στον κάμπο,τα πρόσωπα στον ύπνο με τα κοφτερά δόντια που στάζουν αίμα,εικόνες βυζαντινές τρομαχτικές, θέλω να έρθει ο δικός μου χειμώνας, να μου ζεσταίνεις τα πόδια μέσα από τις χοντρές κάλτσες και να με αγκαλιάζεις τα βροχερά πρωινά, να με παρηγορείς όταν κρυώνω, να κοιτάω τα όμορφα χέρια σου, να φιλάω την ανάσα σου.

Sunday, September 14, 2008

hush, little darling


τα παράθυρα κλειστά, είμαι στο φως μια μικρή ηλιακτίδα και η " νύχτα λασπωμένο κρόσσι", είμαι μια μήτρα βαθιά, χωράω τα πάντα, πίστεψε με, θανάτους μάτια ξερατά ιδρώτα και δεν κλαίω αντέχω δες με
το αίμα στην άκρη του δρόμου
μια μάνα που ψάχνει τα παιδιά της
οι σκισμένες εφημερίδες στα περβάζια
τα μάτια μου αντέχουν τα πάντα
θορύβους θυμούς θυμοσοφίες δολοφονίες
τα φύκια που μαζεύονται στις θαλασσινές σπηλιές
οι δολοφόνοι πίσω από τα πατζούρια
τα ρούχα μου πιέζουν το δέρμα
σφιχτά χαμόγελα μέσα στη δυσωδία
και τα θύματα άγγελοι κρατιούνται με λύσσα
ήσουν δεκαοχτώ χρονών ήσουν ένα γερασμένο παιδί
ήσουν λευκός και όμορφος μέσα στα γαμπριάτικά σου
φρεσκοξυρισμένος ένα δάχτυλό σου προεξείχε
ήσουν στα μαύρα άγελος του θανάτου
ήσουν μωρό παιδί με ένα μπουκάλι στο χέρι σου
και δεν έχω καταλάβει ποιος ήσουν τελικά
μα ακόμα σε περιμένω, να δεις το καινούριο μου φόρεμα, γκρι, που σου άρεσε.
" που είναι το έλεος σου Ντόμινε "

Sunday, September 07, 2008

ο καπνός


και η φωνή της φλέρυς ευαίσθητη σαν το κρύσταλλο που γίνεται κομμάτια, και η εύθραυστη ψυχή μου, ανάβω τσιγάρο,ίσως και να καπνίζω όσο καιρό ζούσα, ίσως και πιο πριν, πριν γεννηθώ, τα δάχτυλα μου κάνουν κύκλους σαν του καπνού, ανακατεύεται η μυρωδιά του ταμπάκο με το άρωμά μου,coco mademoiselle και είναι Σεπτέμβρης και φυσάει, λίγη ζάχαρη άχνη στην γλώσσα μου, μάλλινο φανελάκι πλεκτές κάλτσες μέχρι το γόνατο, αν κρυώνουν τα πόδια μου τρέμω ολόκληρη, ψάχνω συνταγές, shepherds pie, χορταστικά φαγητά και επιδόρπια, βαριές κρέμες γάλακτος, βούτυρο, απαγορευμένες ουσίες πια, τσιγάρο, λιπαρά, το καράβι φωτισμένο πάει για άλλες πολιτείες, σφυρίζει τρεις φορές και εγώ χώνω τα παπούτσια μου στην άμμο, δεν πάει άλλο θέλω να πω μα δεν το λέω, ίσως και να είναι καλύτερα έτσι,ναι,έτσι ακριβως όπως τώρα.

Saturday, September 06, 2008

η κοκκινίλα...


από τα μάτια μου που δε φεύγει και κάτι εικόνες που σκόρπισαν σαν τη σκόνη, κάτι γυναίκες μόνες που το κραγιόν ξεφτίζει από τα χείλη παραγγέλνουν παγωτό σοκολάτα και καπνίζουν το τελευταίο τους τσιγάρο, ψάχνω ρουζ για να κρύψω τη χλωμάδα μου, όχι στα μάγουλα, μέσα μου, blushing tempting, fleur de flirt, foolish virgin, honey cafe, αποχρώσεις κοραλλί και ροδακινί και παρθενικό ροζ, τα δικά μου χείλη σκάνε και τα καίει το θαλασσόνερο, τα φαγωμένα μου νύχια πάνω στο τραπέζι σε πρώρο πλάνο, κάτι κουβέντες που δεν έγινα ποτέ, νοστάλγησα να ακούσω ένα τραγούδι του Αζναβούρ, ένα κοριτσάκι ψάχνει το χαμένο του παιχνίδι, το αδέσποτο του χωριού στην άκρη της αμμουδιάς, να σε ράψω αν πληγώθηκες, θέλω να μουτζουρώσω το μακιγιάζ των ματιών μου και να μη με αναγνωρίζει κανένας, να φορέσω ένα μάλλινο ροζ φουστάνι και να πάμε στο πέραμα και στο λαύριο να χαζέψουμε τα πλοία που σκουριάζουν, έτσι νιώθω κι εγώ καμιά φορά, πως σκουριάζω στο πέρασμα του χρόνου, πως γουργουρίζω με θόρυβο σαν ξεχαρβαλωμένη καφετιέρα, καλύπτω τα γόνατά μου με το φόρεμα, και να έπιανε λέει μια βροχή και να έφευγαν όλοι να κρυφτούν και να μέναμε οι δυο μας, και να πονάνε οι σταγόνες στο παραμελημένο δέρμα, να άδειαζε όλος ο κόσμος και εγώ να χαράζω κύκλους στην άμμο σαν σε αρχαία τελετή, να βλέπω τα χαμηλά σπίτια και τα σκοτάδια τους και να γίνομαι ένα, ο θάνατος μας περιτριγυρίζει δεν το καταλαβαίνεις, κάνε την υπόκλισή σου και περίμενε, δεν τελειώνουν οι στιγμές, τελειώνει μόνο το σώμα, σαν παλιό πλάνο σε ταινία που δεν είδε κανείς.

Thursday, September 04, 2008

και μερικές φορές


δεν με πειράζει ο συνωστισμός πάνω στο γραφείο μου
η σκόνη στα τραπέζια και τα αφημένα ποτήρια
πολλά ελαττώματα έγιναν παρελθόν
σαν το δροσερό νερό που κυλάει στην πλάτη μου
σαν τα παπούτσια που πιάνω στα χέρια μου για να περπατήσω στην άμμο
σαν το κραγιόν που φεύγει από τα χείλη
σαν τον πάγο που λιώνει στα ποτήρια
στους πάγκους των μπαρ μετά τα μεσάνυχτα
που κάποιος ξέχασε να τα μαζέψει
και είναι ο βοριάς και η δροσιά και η νύχτα που έρχεται νωρίς και με αγκαλιάζει
και μου λέει, τώρα, είμαι συμμαχός σου
και όχι εχθρός σου
σαν τη βουκαμβίλια στις αυλές των νησιών που σκορπίζει πέταλα σε στενοσόκακα και εκκλησιές
σαν το πορτοκαλί σούρουπο που χαιδεύει το εσωτερικό του μπράτσο μου
τα παιδιά που τρέχουν στην άμμο
δυο τρεις σκοποί του Νίνο Ρότα
et in arcadia ego.

Sunday, August 31, 2008

once again


δύσκολες οι νύχτες με κρύο
τρίζουν τα παραθυρόφυλλα
μαθαίνεις αν έχεις αντοχές όταν κλείνεις τα μάτια
κάπου το φεγγάρι που κρύβεται δεν ξέρει μυστικά
το χτύπημα της δερμάτινης ζώνης
τα εγκλήματα που δε μαθεύτηκαν ποτέ
οι αμαρτίες που δεν εξομολογήθηκαν
τα τραγούδια που δεν παίχτηκαν
το κοκκινισμένα δέρμα στα μάγουλα με τα αποτυπώματά του
the tatters of my wedding dress.
κι εσύ κοιμάσαι ήρεμη.
ούτε εφιάλτες ούτε βίαια ξυπνήματα
ούτε νοτισμένα μαξιλάρια .
μια προσευχή για μας τους αυπνους
που κρατάμε το κλειδί για τα κελιά μας
δεμένα στο λαιμό
με γροθιές σφιγμένες,
(when i am on a pedestal, you did not raise me there)
ακούμε όλο βράδυ το γέλιο μιας ύαινας που ξεσκίζει πλάσματα της νύχτας
βάζουμε με ανακούφιση αλάτι στις πληγές μας
διώχνουμε φύλακες άγγελους, κρατάμε μικρά φονικά
στην κόρη του ματιού μας.
(it is your flesh that i wear)

Wednesday, August 27, 2008

elizabeth short


πιο διάσημη νεκρη απο ότι ζωντανή
στα φώτα του Χόλλυγουντ
στο πεζοδρομιο που ρουφηξε το γυμνό σου σώμα
το παραμορφωμένο σου πια πρόσωπο
τα βαμμένα μαύρα σου μαλλιά
την περίεργη συμπεριφορά σου
τους αμέτρητους εραστές σου
τα διάσημά πια ονειρά σου
ελίζαμπεθ.
τραγική. αστεία. τρομαχτική. ερωτική.
νεκρή.
μια μαίρυλιν του θανάτου.
εσύ κρατάς το κλειδί για το έγκλημά σου.
στα σηκωμένα σου χέρια
κράτησες όνειρα δεκάδων κοριτσιών
με το αίμα σου γράφτηκαν βιβλία
στοιχειώνεις μπαρ ξενοδοχείων.
ερωμένη. πόρνη. αγία. νεκρή.
μέσα στη νύχτα του λος άντζελες.
ελίζαμπεθ.

Tuesday, August 19, 2008

μικραίνει η καθε νύχτα


και εσύ να γράφεις κάθε βράδυ σε δάχτυλα και μπράτσα με μελάνια ανεξίτηλα, και να περιμένεις το ταχυδρομείο, δεν μου αρέσει όταν είσαι θυμωμένη, όταν κρίνεις, αυτό το βλέμμα σου το αυστηρό, ακόμα κι όταν λες πως με αγαπάς πολύ και αμέσως διορθώνεις ότι κάνω, και τα βαριά σου βήματα στις σκάλες και ο ήχος του σώματος πάνω στο στρώμα, ότι κάνω το κάνω για σένα, πόσο κανιβαλιστικό μου ακούγεται, καταβροχθίζεις ρυζόγαλα και γλυκά του κουταλιού και φέτες ψωμιού με βούτυρο και δεν ξέρω τι άλλο, και ανοίγεις με θόρυβο τα παράθυρα τα ξημερώματα, εσύ έφταιξες ή εγώ;
και όταν όλο αυτό τελειώσει θα θέλεις να το ξαναρχίσεις, ένα δύο τρία πάμε ξανά, ο ιδρώτας πάνω από το φρύδι σου, το στόμα σου να σκληραίνει, και ο αναστεναγμός πριν κοιμηθείς κάθε φορά να με παγώνει.