
Ο ένας μου εαυτός βρίσκεται στο Μπαρ των Χαμένων Ονείρων.
Πως μου άρεσε στις ταινίες,όταν ο ήρωας καθόταν στη μπάρα,έκανε νόημα στο μπάρμαν και του έβαζε το συνηθισμένο.Άναβε τσιγάρο.Στραβά,στην άκρη του στόματος.Σε στιγμές αμηχανίας.Ο μπάρμαν μάζευε τα ποτήρια,μα δεν έφευγε ο ήρωας,σκούπιζε με το πανάκι τα πλυμένα,τη μπάρα,μια καθαρίστρια σφουγγάριζε νυσταγμένη.
Την αγαπούσε;Τον αγαπούσε;Δεν έμαθα ποτέ.
Τώρα πια οι ηθοποιοί δεν ανάβουν τσιγάρο στις ταινίες.Τουλάχιστον όχι οι πρωταγωνιστές.
Και εκείνη δεν ερχόταν.Δεν ερχόταν.Μπορεί και να το μετάνιωσε.Να ντύθηκε,να έβαλε το chypre άρωμά της,το κραγιόν της,και να μην μπόρεσε να ξεμυτίσει από την πόρτα.
Μπορεί.
Ο άλλος μου εαυτός παλεύει με το βετέξ και τα βρώμικα νερά καθώς παλέυει να κρατήσει την ισορροπία του σε οκτώ μποφώρ.Δέχτηκα το φιλί του Ιούδα.
Χλωρίνη και νερό.Ένα για τον καθένα και πάλι από τη αρχή.Και ταξιδιώτης του παντός,είμαι κύμβαλο αλαλάζον...δεν είμαι κύμβαλο φίλε.Μια φτηνή φυσαρμόνικα ίσως.Φθαρμένη στις άκρες.
Χλωρίνη βετέξ και βρώμικο νερό.
Το έρημο κορμί μου όμως,δεν σταματάει να πετάει μπουμπούκια.
Στο στήθος,στην ήβη,στον αυχένα.
Αν ένα βράδυ κοντά στο Θησείο σταματήσεις να ακούσεις το αεράκι,μπορεί να είσαι τυχερός και να τα διακρίνεις.