Monday, November 05, 2012

...

και ήταν μια μέρα δε θυμάμαι αν ήταν απόγευμα ή βράδυ καλοκαίρι ήταν πάντως και έπεφτε από το κρεβάτι χτυπούσε σηκωνόταν ξανάπεφτε δάγκωνε το δάχτυλό της να πονέσει να πονέσει έλεγε δεν κλαίω αλλά έκλαιγε επέμενε δεν κλαίω δεν κλαίω φύγετε αφήστε με μόνη διψάω έλεγε φέρτε μου νερό το έχυνε κάτω και έβαζα τα πόδια της να μουσκέψουν να κρυώσουν ήθελε να βγει στο δρόμο δεν την αφήναμε δεν είμαι πια παιδί έλεγε γιατί μου φέρεστε σαν παιδί μετά ξεχνούσε αχ πηγαίνετε με στη θάλασσα δεν έβλεπε τη θάλασσα δίπλα της δίπλα της ήταν άναβε τσιγάρα το ξεχνούσε μετά τα μαζεύαμε εμείς γελούσε έσκισε τη μπλούζα της πήγε να σβήσει το τσιγάρο δεν ντρεπόταν που είδαμε το στήθος της ούτε καν προσπάθησε να το καλύψει βλέπαμε το δέρμα της να ανατριχιάζει δεν έκανε κρύο δεν έκανε και έκλαιγε έτρεχαν τα δάκρυα και την έπιασε λόξυγκας μόνο να με αγαπάτε θέλω έλεγε μόνο να με αγαπάτε και δεν με αγαπάει κανένας και εγώ τα πάντα έχω δώσει έχω χάσει το μυαλό μου το έχασα πάει και θυμάσαι μαμά τότε που έσωσες εκείνο το κοριτσάκι από πνιγμό και ζήλευα γιατί άλλο κοριτσάκι φρόντιζες και το κλώτσησα πολύ λυπάμαι δεν ήθελα να το πονέσω δεν ήθελα λόξιγκας ανεβοκατέβαινε η ανάσα της δεν ήξερε που να πάει το στήθος της έξω προσπάθησε πάλι να καεί της το τραβήξαμε από το χέρι καήκαμε εμείς και έβαλε τα γέλια αν πονάω εγώ όλοι σας να πονάτε είπε όλοι σας να μη νιώσετε χαρά ποτέ να νιώσετε όπως νιώθω εγώ κάθε μέρα κάθε λεπτό ζήτησε πάλι τη θάλασσα τα μαλλιά της μπερδεμένα έσφιγγε τους κόμπους να πονέσει είπε ένα αχ ηρέμησε λίγο μας ξεγέλασε είπε σας ξεγέλασα όλοι νομίζετε πως ξημέρωσε μα ήταν βράδυ και έξω σκοτάδια σκοτάδια έβλεπε το δρόμο ήθελε να τρέξει τα πόδια της δεν πατούσαν στη γη δεν πατούσαν σας λέω δεν ήταν άνθρωπος πια
μα τι σας έκανα είπε τι σας έκανα και με κοιτάζετε με τέτοια σιωπή δεν ήμουν κακό κορίτσι δώστε μου μια ευκαιρία ακόμα σας ντρόπιασα σας ντρόπιασα έλεγε ντρέπεστε για μένα δεν ξέραμε τι να της πούμε κάποιος ψέλλισε όχι ήταν αργά σπάραξε αχ να μη νιώσετε όπως ένιωσα εγώ έριξε κάτω το ποτήρι και είπε να ναι τόσες οι πίκρες σας σαν τα κομμάτια του γυαλιού και τόσο κοφτερές να ξέρετε να ξέρετε έξω σκοτάδια και εγώ βλέπω το ξημέρωμα σε μανταλωμένα παράθυρα δεν θα με κρατήσετε κοντά σας όλοι σας δε θέλετε να με ξέρετε κάνετε πως δεν υπάρχω πως είμαι καλά θα ηρεμήσει λέτε μα δεν ηρέμησα δεν ηρέμησα θέλω τη μαμά μου βοήθεια μα η μητέρα της ήταν νεκρή χρόνια 
κάποιος πήγε να πάρει τηλέφωνο το γιατρό
δε μάθαμε τι απέγινε
εμείς τη σκοτώσαμε

No comments: