η πατρίδα μου
είναι
ένα απέραντο σκυλάδικο
κι εγώ είμαι
το μαργαριτάρι
μέσα σστο στρείδι
που σπρώχνει
παρασιτεί
ενοχλεί
για να γίνει ένα γυαλιστερό τρόπαιο
νικώντας
τη ζωή
χρόνια μέσα στους ωκεανούς
παρασιτώ
για να με αλιεύσουν
να με βασανίσουν
και να στολίσω
μια πλαστική βιτρίνα
που μυρίζει
αντισηπτικό.
είμαι
ένας κόκκος άμμου
είμαι
μια ασήμαντη ύπαρξη στο δάπεδο.
τα βράδια
ενοχλώ
τα κακομαθημένα κορμιά σας
αόρατη.
Saturday, July 30, 2011
Friday, July 29, 2011
σκέψεις
μακάρι να έφευγε η ξινή γεύση από το στόμα,
τα τσιγάρα, το γλυφό νερό
είναι οι σύμμαχοί τους.
Ανοίγω το στόμα μου
και βγαίνουν αρουραίοι, σκόνη, μούχλα,
κομμάτια χαρτί που σκίστηκαν.
Ο εμετός μου θα πνίξει την ελπίδα-ο εμετός μου γεμάτος οξέα και μικρόβια και δυσωδία
είναι καταστροφικός μόνο για μένα, όχι για σας.
Μακάρι να έκαιγε τα ρούχα σας, το ειρωνικό χαμόγελό σας,
τα σφιγμένα δόντια σας, τα βρώμικα νύχια σας
την αυταρέσκεια σας.
Μα διαβρώνει το δέρμα μου
τα χείλη μου, τα φιλιά μου.
Ο έρωτάς μου είναι επικίνδυνος, επώδυνος και εξευτελιστικός.
Τη νύχτα φτύνει χάπια και πληγές και μελάνια.
Τη νύχτα φτύνει εξάντληση.
Πάντα την πληρώνουν οι αθώοι-ή τουλάχιστον αυτοί που μοιάζουν αθώοι.
τα τσιγάρα, το γλυφό νερό
είναι οι σύμμαχοί τους.
Ανοίγω το στόμα μου
και βγαίνουν αρουραίοι, σκόνη, μούχλα,
κομμάτια χαρτί που σκίστηκαν.
Ο εμετός μου θα πνίξει την ελπίδα-ο εμετός μου γεμάτος οξέα και μικρόβια και δυσωδία
είναι καταστροφικός μόνο για μένα, όχι για σας.
Μακάρι να έκαιγε τα ρούχα σας, το ειρωνικό χαμόγελό σας,
τα σφιγμένα δόντια σας, τα βρώμικα νύχια σας
την αυταρέσκεια σας.
Μα διαβρώνει το δέρμα μου
τα χείλη μου, τα φιλιά μου.
Ο έρωτάς μου είναι επικίνδυνος, επώδυνος και εξευτελιστικός.
Τη νύχτα φτύνει χάπια και πληγές και μελάνια.
Τη νύχτα φτύνει εξάντληση.
Πάντα την πληρώνουν οι αθώοι-ή τουλάχιστον αυτοί που μοιάζουν αθώοι.
Wednesday, July 27, 2011
οταν σε αγαπουσα
καμιά φορά
σε σκεφτομαι- σιωπηλό δίπλα στο τηλέφωνο, ώμοι σκυφτοί.
Δεμένα τα χέρια, γερμένες οι άκρες των χειλιών.
Κι όλα τα λόγια που δεν μου είπες
να γίνονται πουλιά στους γκρίζους φόντους της κρεβατοκάμαράς σου.
Τσαλαπετεινοί, κοκκινολαίμηδες,
μαύρα κοράκια, σπουργίτια απορημένα, περιστέρια.
(Κι ας μην σου άρεσε ο Ζαμπέτας).
Σπίνοι, χελιδόνια, αποδημητικά,
των πόλεων και τον εξοχών,
οι όμορφες φτερούγες να ταξιδεύουν στον ορίζοντα,
πλημμυρισμένα με αυτά που ποτέ δεν μου είπες
που κρατούσες στα φιλιά σου
σαν όρκο σιωπής
να κελαηδήσουν, κι ας λένε " δε σ' αγαπώ"
Και οι ώμοι σου ακόμα κατεβασμένοι
σε μισοσκότεινες γρίλιες, τσαλακωμένα σεντόνια,
και βρύσες που δεν σταματούν να στάζουν.
Θα ξαναστείλω τα πουλιά πίσω σε σένα,
μαζί με δυο τρία δάκρυα.
Κι εσύ θα ξαναπείς σιγανά- "δε σ' αγαπώ".
Μα δεν θα το λες σε μένα.
σε σκεφτομαι- σιωπηλό δίπλα στο τηλέφωνο, ώμοι σκυφτοί.
Δεμένα τα χέρια, γερμένες οι άκρες των χειλιών.
Κι όλα τα λόγια που δεν μου είπες
να γίνονται πουλιά στους γκρίζους φόντους της κρεβατοκάμαράς σου.
Τσαλαπετεινοί, κοκκινολαίμηδες,
μαύρα κοράκια, σπουργίτια απορημένα, περιστέρια.
(Κι ας μην σου άρεσε ο Ζαμπέτας).
Σπίνοι, χελιδόνια, αποδημητικά,
των πόλεων και τον εξοχών,
οι όμορφες φτερούγες να ταξιδεύουν στον ορίζοντα,
πλημμυρισμένα με αυτά που ποτέ δεν μου είπες
που κρατούσες στα φιλιά σου
σαν όρκο σιωπής
να κελαηδήσουν, κι ας λένε " δε σ' αγαπώ"
Και οι ώμοι σου ακόμα κατεβασμένοι
σε μισοσκότεινες γρίλιες, τσαλακωμένα σεντόνια,
και βρύσες που δεν σταματούν να στάζουν.
Θα ξαναστείλω τα πουλιά πίσω σε σένα,
μαζί με δυο τρία δάκρυα.
Κι εσύ θα ξαναπείς σιγανά- "δε σ' αγαπώ".
Μα δεν θα το λες σε μένα.
Sunday, July 17, 2011
ηλιοθεραπεια..
ξεραμένο σπέρμα στα μπούτια εκδιδομένων γυναικών, ο εμετός μετά το σεξ στα φτηνά ξενοδοχεία, το αίμα μου στα σεντόνια, το ξεραμένο δέρμα στις φτέρνες, μωρά που κλαίνε, οι άντρες που κάποτε με αγάπησαν, οι μωβ μέδουσες στο σαρωνικό,
i am on a losing streak
αφροδίσια νοσήματα, ο ιδρώτας στα νοσοκομεία, η μυρωδιά του απολυμαντικού μετά τις χιλιάδες μας εκτρώσεις, τα τσιγάρα πάνω στο δέρμα σου
κάποτε σε αγαπούσα
η ξινή γεύση στα χείλη τα πρωινά
οι χαρακιές στον τοίχο των φυλακισμένων, οι γόπες που σε έκαψαν
μια, δυο τρεις φορές
ο πανικός των κοριτσιστικων ονείρων, τα μαλλιά μου στο πάτωμα, φάρμακα, σκισμένες σελίδες
σκισμενοι κόλποι γυναικών δολοφονημένων
κάποτε σε αγαπούσα
κάποτε λάτρευα την ανάσα σου
τώρα σπάω γυαλιά με τη γλώσσα μου
τώρα κάνω εκκλήσεις πάνω σε άψυχες φωτιές
(σκέψεις πάνω στο "ηλιοθεραπεια" του boy )
i am on a losing streak
αφροδίσια νοσήματα, ο ιδρώτας στα νοσοκομεία, η μυρωδιά του απολυμαντικού μετά τις χιλιάδες μας εκτρώσεις, τα τσιγάρα πάνω στο δέρμα σου
κάποτε σε αγαπούσα
η ξινή γεύση στα χείλη τα πρωινά
οι χαρακιές στον τοίχο των φυλακισμένων, οι γόπες που σε έκαψαν
μια, δυο τρεις φορές
ο πανικός των κοριτσιστικων ονείρων, τα μαλλιά μου στο πάτωμα, φάρμακα, σκισμένες σελίδες
σκισμενοι κόλποι γυναικών δολοφονημένων
κάποτε σε αγαπούσα
κάποτε λάτρευα την ανάσα σου
τώρα σπάω γυαλιά με τη γλώσσα μου
τώρα κάνω εκκλήσεις πάνω σε άψυχες φωτιές
(σκέψεις πάνω στο "ηλιοθεραπεια" του boy )
Thursday, March 17, 2011
αραγε
αραγε είμαι εγω η γυναίκα η μοιραία
που στην καταστροφή στέλνω τους άντρες
στον μισεμό, την τρέλα και την ξενιτιά
ή το θύμα που μόνο του ξεσκίζει τις σάρκες του
ανήμπορο και πολύ περήφανο να ζητήσει βοήθεια
με μόνη συντροφιά τα ουρλιαχτά του αργοπεθαίνει.
είμαι εγώ η γυναίκα που τους άνδρες στον πόθο σπρώχνει
σα σε γκρεμό ή φαράγγι
δαγκώνοντας τα δάχτυλά τους διαβάζοντας την ηδονή στα μάτια τους
ή η μοναξιά προσωποποιημένη
που τα ξημερώματα πεθαίνει αγγίζοντας το γυμνό κορμί της.
που στην καταστροφή στέλνω τους άντρες
στον μισεμό, την τρέλα και την ξενιτιά
ή το θύμα που μόνο του ξεσκίζει τις σάρκες του
ανήμπορο και πολύ περήφανο να ζητήσει βοήθεια
με μόνη συντροφιά τα ουρλιαχτά του αργοπεθαίνει.
είμαι εγώ η γυναίκα που τους άνδρες στον πόθο σπρώχνει
σα σε γκρεμό ή φαράγγι
δαγκώνοντας τα δάχτυλά τους διαβάζοντας την ηδονή στα μάτια τους
ή η μοναξιά προσωποποιημένη
που τα ξημερώματα πεθαίνει αγγίζοντας το γυμνό κορμί της.
Tuesday, March 08, 2011
χιονι
το χιόνι στη γλώσσα μου έχει γεύση γρανίτας-
ζάχαρη άχνη παγωμένη ίσως, καραμέλες μέντας.
μέσα στο κρύο βουλιάζει η αγάπη μου.
άσε με να σου πλέξω-ζεστά ρούχα να βάλεις την ψυχή σου.
άσε με να μαγέψω τις διαδρομές σου, να τις κάνω δυσπρόσβατες, με ρίζες δέντρου να σου κόβουν τη βιασύνη.
άσε με να σε αφήσω να παγώσεις για να σε λιώσω μετά.
εκεί στο τζάκι καίω το ομοίωμά σου,κλαδί κλαδί.
με τις αναθυμιάσεις φτιαχνω τελετές λευκής μαγείας.
αναπνέω κ εισπνέω πάγο- στα χείλη μου τα κρύσταλλά σου-οι χιονονιφάδες σου.
άσε με να σου κάψω τα χέρια με τον πάγο μου.
όταν έρθει η άνοιξη και οι δυο θα χουμε χαθει.
ζάχαρη άχνη παγωμένη ίσως, καραμέλες μέντας.
μέσα στο κρύο βουλιάζει η αγάπη μου.
άσε με να σου πλέξω-ζεστά ρούχα να βάλεις την ψυχή σου.
άσε με να μαγέψω τις διαδρομές σου, να τις κάνω δυσπρόσβατες, με ρίζες δέντρου να σου κόβουν τη βιασύνη.
άσε με να σε αφήσω να παγώσεις για να σε λιώσω μετά.
εκεί στο τζάκι καίω το ομοίωμά σου,κλαδί κλαδί.
με τις αναθυμιάσεις φτιαχνω τελετές λευκής μαγείας.
αναπνέω κ εισπνέω πάγο- στα χείλη μου τα κρύσταλλά σου-οι χιονονιφάδες σου.
άσε με να σου κάψω τα χέρια με τον πάγο μου.
όταν έρθει η άνοιξη και οι δυο θα χουμε χαθει.
Friday, March 04, 2011
αγριοσυκιες
ποτέ δεν μένει ατιμωρητος ο πόθος.
όσο κι αν σφίξεις τα χείλη σου, λουστείς με κρύο νερό
πάντα τα αγριόσυκα που δεν γεύτηκες θα πονουν τα χείλη σου
και θα τα βάφουν με το ζωμό τους.
φυτρωμένα στις άκρες του δρόμου
δίπλα στις πεταμένες σόμπες, τα κουτάκια μπύρας, το σπέρμα της προηγούμενης νύχτας
που διαλύεται στον αλμυρό αέρα
εκείνα θα φυτρώνουν.
όταν θα μου τα προσφέρεις
μαζί με τα κομμενα σου μαλλιά πάνω στον ασημένιο δίσκο
εγω θα κάνω ότι δε βλέπω.
θα τρίβω μόνο το άγριο γάλα τους στα χέρια μου
θα περιμένω το φίδι του πειρασμού να με δαγκώσει
κι έτσι θα περνούν τα δικά σου καλοκαίρια
όσο εγώ θα καίγομαι
-παίδες εν καμίνω-
και θα κλαίω το εφηβικό σώμα
που μόνο η φύση το χάρηκε.
όσο κι αν σφίξεις τα χείλη σου, λουστείς με κρύο νερό
πάντα τα αγριόσυκα που δεν γεύτηκες θα πονουν τα χείλη σου
και θα τα βάφουν με το ζωμό τους.
φυτρωμένα στις άκρες του δρόμου
δίπλα στις πεταμένες σόμπες, τα κουτάκια μπύρας, το σπέρμα της προηγούμενης νύχτας
που διαλύεται στον αλμυρό αέρα
εκείνα θα φυτρώνουν.
όταν θα μου τα προσφέρεις
μαζί με τα κομμενα σου μαλλιά πάνω στον ασημένιο δίσκο
εγω θα κάνω ότι δε βλέπω.
θα τρίβω μόνο το άγριο γάλα τους στα χέρια μου
θα περιμένω το φίδι του πειρασμού να με δαγκώσει
κι έτσι θα περνούν τα δικά σου καλοκαίρια
όσο εγώ θα καίγομαι
-παίδες εν καμίνω-
και θα κλαίω το εφηβικό σώμα
που μόνο η φύση το χάρηκε.
Wednesday, February 23, 2011
τι αξιζει τελικά?
γιατι τελικά ελάχιστα αξίζουν. ενα τσιγάρο στο μπαλκόνι τα μεσάνυχτα. εκείνη η στιγμή του έρωτα. τότε που σκαρφάλωσες στα βράχια και το αίμα έτρεχε στη θάλασσα. εκείνος ο καφές στο καράβι. η φωνή της μοσχολιού, απόγευμα, με παγωμένα χέρια.
το πρωί που κοιμόσουν δίπλα μου.
όταν γδύθηκες και κατάλαβα τι σήμαινε ομορφιά. η μια μοναδική παπαρούνα στο μονοπάτι.
κατι στίχοι τοθ Χριστιανοπουλου πεταμένοι στο γραφείο, το ακορντεόν να παιζει τραγούδια του Γκαρντελ,
και πάνω απο όλα
η καλωσύνη των ξένων.
το πρωί που κοιμόσουν δίπλα μου.
όταν γδύθηκες και κατάλαβα τι σήμαινε ομορφιά. η μια μοναδική παπαρούνα στο μονοπάτι.
κατι στίχοι τοθ Χριστιανοπουλου πεταμένοι στο γραφείο, το ακορντεόν να παιζει τραγούδια του Γκαρντελ,
και πάνω απο όλα
η καλωσύνη των ξένων.
Thursday, February 03, 2011
εκρηξη
φάρμακα νοσοκομεία εντατικές
παστίλιες για το βήχα
επιθανάτιοι ρόγχοι απολυμαντικά
κωδεινη λυσοπαινη οπιούχα
φλέγματα βλέννες βρώμικα νύχια
χαρτομάντιλα αποκλειστικές
κρύο βροχή μουσκεμένα παπούτσια
σκασμένα χείλια ανοιγμένο δέρμα
παυσίπονα αποχρεμπτικά
τσάι του βουνού φασκόμηλα
άβολες σεξουαλικές ορέξεις
μυκητιάσεις γυναικολογικές πλύσεις
λευκο ξίδι κολπικά υπόθετα
άγονο δέρμα μαύρα στίγματα
καλυμμένη ακμή με παχύ μακιγιάζ
άδεια καφενεία κυρίες με γούνες
στομαχικες πλύσεις ηρεμιστικά
σωληνάκια και κουμπιά
καταρροή των αισθήσεων
βουβαμάρα αναισθησία
θάνατος
παστίλιες για το βήχα
επιθανάτιοι ρόγχοι απολυμαντικά
κωδεινη λυσοπαινη οπιούχα
φλέγματα βλέννες βρώμικα νύχια
χαρτομάντιλα αποκλειστικές
κρύο βροχή μουσκεμένα παπούτσια
σκασμένα χείλια ανοιγμένο δέρμα
παυσίπονα αποχρεμπτικά
τσάι του βουνού φασκόμηλα
άβολες σεξουαλικές ορέξεις
μυκητιάσεις γυναικολογικές πλύσεις
λευκο ξίδι κολπικά υπόθετα
άγονο δέρμα μαύρα στίγματα
καλυμμένη ακμή με παχύ μακιγιάζ
άδεια καφενεία κυρίες με γούνες
στομαχικες πλύσεις ηρεμιστικά
σωληνάκια και κουμπιά
καταρροή των αισθήσεων
βουβαμάρα αναισθησία
θάνατος
Tuesday, February 01, 2011
αμυγδαλιες
αν ανθισαν οι αμυγδαλιές φέτος δεν είδα.
η πάχνη στο παράθυρό μου πυκνή-τα σύννεφα μολυβιά
με έπνιξε ο καπνός του τσιγάρου μου.
Κρυώνω.
Τα βράδια πια δεν ονειρεύομαι. Σκέψεις σα φύκια μπλεγμένα στα μαλλιά μου.
Αίμα στα χείλια μου που δεν τρέχει.
Ο αόρατος δήμιος με οδηγεί στην αγχόνη. Μαζί με τους συντρόφους μου τους μάγους.
Μαζί τους έφτιαξα φίλτρα που έπνιξαν αθώους.
Ανάμεσα στα πόδια μου ξεψύχησαν οι αγνοί.
Θα ματώσω και θα κλάψω και θα εξιλεώσω την κατάρα.
Αν η ψυχη μου βγει θα ριζωσει στα δέντρα.
η πάχνη στο παράθυρό μου πυκνή-τα σύννεφα μολυβιά
με έπνιξε ο καπνός του τσιγάρου μου.
Κρυώνω.
Τα βράδια πια δεν ονειρεύομαι. Σκέψεις σα φύκια μπλεγμένα στα μαλλιά μου.
Αίμα στα χείλια μου που δεν τρέχει.
Ο αόρατος δήμιος με οδηγεί στην αγχόνη. Μαζί με τους συντρόφους μου τους μάγους.
Μαζί τους έφτιαξα φίλτρα που έπνιξαν αθώους.
Ανάμεσα στα πόδια μου ξεψύχησαν οι αγνοί.
Θα ματώσω και θα κλάψω και θα εξιλεώσω την κατάρα.
Αν η ψυχη μου βγει θα ριζωσει στα δέντρα.
Monday, January 31, 2011
δεν προλαβαμε
δεν προλάβαμε να δουμε εκείνο το έργο στο σινεμά που περιμέναμε
δεν αγοράσαμε εκείνο το μπαούλο που είδαμε στη βιτρίνα
δεν με είδες να σου γράφω γράμματα
δεν ακούσαμε εκείνο το τραγούδι που έλεγε η Μοσχολιού
δεν πήγαμε βόλτα στα Μεσόγεια
δεν με είδες να βρέχω τα μαξιλάρια μου με δάκρυα
να κλείνω να τηλέφωνα
να δαγκώνω τη γροθιά μου
να κρύβομαι από τον κόσμο
όταν ήμασταν μαζί δεν υπήρχε μέλλον. Ήμασταν ακίνητοι στο χρόνο.
Μόνο αέρας, θάλασσα και γη.
Και εσύ ήσουν η φωτιά.
Και σβήνεις, και τα χέρια μου δεν μπορούν να σηκωσουν άλλα ξύλα.
δεν αγοράσαμε εκείνο το μπαούλο που είδαμε στη βιτρίνα
δεν με είδες να σου γράφω γράμματα
δεν ακούσαμε εκείνο το τραγούδι που έλεγε η Μοσχολιού
δεν πήγαμε βόλτα στα Μεσόγεια
δεν με είδες να βρέχω τα μαξιλάρια μου με δάκρυα
να κλείνω να τηλέφωνα
να δαγκώνω τη γροθιά μου
να κρύβομαι από τον κόσμο
όταν ήμασταν μαζί δεν υπήρχε μέλλον. Ήμασταν ακίνητοι στο χρόνο.
Μόνο αέρας, θάλασσα και γη.
Και εσύ ήσουν η φωτιά.
Και σβήνεις, και τα χέρια μου δεν μπορούν να σηκωσουν άλλα ξύλα.
Monday, January 24, 2011
...
καμια φορά
αναπολώ την ομορφιά σου
όπως χτες
που το τρένο κυλούσε αργά πάνω στις ράγες
κι εγώ σκεφτόμουν τις ρυτίδες που ακόμα στο πρόσωπό σου δεν ήρθαν
αυτή την ειρωνία του προσώπου σου
την αναίδεια του κορμιού σου-τη σκληρότητα του δικού μου.
και εκείνο το μαχαίρι στη μπότα μου-το κρύο ατσάλι των ματιών σου.
δεν αγγιχτήκαμε εκείνη τη βραδιά που έκαιγε ο κόσμος και καιγόταν.
έβγαλα μόνο το κραγιόν μου με τα δάχτυλα
και πάνω στην κοιλιά μου τα σημάδια
ήταν τα δικά σου.
αναπολώ την ομορφιά σου
όπως χτες
που το τρένο κυλούσε αργά πάνω στις ράγες
κι εγώ σκεφτόμουν τις ρυτίδες που ακόμα στο πρόσωπό σου δεν ήρθαν
αυτή την ειρωνία του προσώπου σου
την αναίδεια του κορμιού σου-τη σκληρότητα του δικού μου.
και εκείνο το μαχαίρι στη μπότα μου-το κρύο ατσάλι των ματιών σου.
δεν αγγιχτήκαμε εκείνη τη βραδιά που έκαιγε ο κόσμος και καιγόταν.
έβγαλα μόνο το κραγιόν μου με τα δάχτυλα
και πάνω στην κοιλιά μου τα σημάδια
ήταν τα δικά σου.
Friday, October 29, 2010
πιερ παολο
Τι όμορφος που ήσουν Πιερ Πάολο μέσα στα λευκά.
Τι κι αν ήταν σάβανα.
Τι όμορφος που ήσουν κι εσύ χτες έτσι όπως έπεφτε πάνω σου το φως του δρόμου.
Ήθελα να σε ρωτήσω αν με αγαπάς-μα δεν το τόλμησα, ήταν γλυκειά η στιγμή, ήταν παγωμένο το στόμα.
Το βράδυ χαράζω σχήματα στο χώμα. Χωράει, σκέφτομαι, η τρέλα μου σε κουτάκια?
με τα δάχτυλά μου σφίγγω το χώμα, το πιέζω, το αφήνω.
τι όμορφα που κάθε τι ωραίο πεθαινει-κι ετσι πάντα πικρά το νοσταλγούμε.
δεν χρειάζεται καν να πούμε την αλήθεια που χρειαζόταν τότε.
Τι είπες εκείνη τη στιγμή στο δολοφόνο σου,Πιερ Πάολο?
Τι κι αν ήταν σάβανα.
Τι όμορφος που ήσουν κι εσύ χτες έτσι όπως έπεφτε πάνω σου το φως του δρόμου.
Ήθελα να σε ρωτήσω αν με αγαπάς-μα δεν το τόλμησα, ήταν γλυκειά η στιγμή, ήταν παγωμένο το στόμα.
Το βράδυ χαράζω σχήματα στο χώμα. Χωράει, σκέφτομαι, η τρέλα μου σε κουτάκια?
με τα δάχτυλά μου σφίγγω το χώμα, το πιέζω, το αφήνω.
τι όμορφα που κάθε τι ωραίο πεθαινει-κι ετσι πάντα πικρά το νοσταλγούμε.
δεν χρειάζεται καν να πούμε την αλήθεια που χρειαζόταν τότε.
Τι είπες εκείνη τη στιγμή στο δολοφόνο σου,Πιερ Πάολο?
Thursday, October 28, 2010
Sunday, August 22, 2010
τα κύματα που δεν έσπασαν στους βράχους
Και το μόνο που θα μείνει από μας,
δυο μπουκάλια άρωμα, άμμος στα παπούτσια και τις τσάντες μας,
μισοτελειωμένα βιβλία, ταινίες που δεν προλάβαμε να δούμε, εκδρομές που δεν σχεδιάσαμε,
ένα στρωμένο κρεβάτι που δε θα προδώσει τα μυστικά που είχαμε
-διπλωμένα σεντόνια, μια νυχτικιά με σατέν κορδέλα προσεκτικά απλωμένη-
δυο εισητήρια από μουσεία που επισκεπτήκαμε, μισοτελειωμένα φλιτζάνια τσάι
πεταμένα φίλτρα καφέ.
Δυο φορέματα που δεν είδες να φοράω.
Εκείνο που σου άρεσε δεν θα το ξαναβάλω-το μπλε μαρέν με τη δαντέλα σα να κουρέλιασε, σα να ξεχείλωσε το στρίφωμά του-
κι ας είναι πλυμένο και σιδερωμένο στη ντουλάπα μου.
Όταν θα σε βλέπω καμιά φορά στο δρόμο, θα λέω από μέσα μου
πως ίσως, τότε που τα φώτα για ένα λεπτό έσβησαν, για μια στιγμή να με αγάπησες.
Και μετά θα σκεπάζομαι όπως σαβανώνουν τους νεκρούς.
Με τα χέρια σταυρωμένα και τα χείλη στεγνά
θα σιγοτραγουδάω
για τα παιδιά μας που δεν γεννήθηκαν, τις νύχτες που δεν αγκαλιαστήκαμε,
τα κρύα πρωινά που δεν μου κράτησες το χέρι.
Τα μεσάνυχτα, κάποιος θα μου βρέξει τα χείλη με ένα βαμβάκι.
Ίσως να είσαι εσύ.
Ίσως πάλι, και όχι.
δυο μπουκάλια άρωμα, άμμος στα παπούτσια και τις τσάντες μας,
μισοτελειωμένα βιβλία, ταινίες που δεν προλάβαμε να δούμε, εκδρομές που δεν σχεδιάσαμε,
ένα στρωμένο κρεβάτι που δε θα προδώσει τα μυστικά που είχαμε
-διπλωμένα σεντόνια, μια νυχτικιά με σατέν κορδέλα προσεκτικά απλωμένη-
δυο εισητήρια από μουσεία που επισκεπτήκαμε, μισοτελειωμένα φλιτζάνια τσάι
πεταμένα φίλτρα καφέ.
Δυο φορέματα που δεν είδες να φοράω.
Εκείνο που σου άρεσε δεν θα το ξαναβάλω-το μπλε μαρέν με τη δαντέλα σα να κουρέλιασε, σα να ξεχείλωσε το στρίφωμά του-
κι ας είναι πλυμένο και σιδερωμένο στη ντουλάπα μου.
Όταν θα σε βλέπω καμιά φορά στο δρόμο, θα λέω από μέσα μου
πως ίσως, τότε που τα φώτα για ένα λεπτό έσβησαν, για μια στιγμή να με αγάπησες.
Και μετά θα σκεπάζομαι όπως σαβανώνουν τους νεκρούς.
Με τα χέρια σταυρωμένα και τα χείλη στεγνά
θα σιγοτραγουδάω
για τα παιδιά μας που δεν γεννήθηκαν, τις νύχτες που δεν αγκαλιαστήκαμε,
τα κρύα πρωινά που δεν μου κράτησες το χέρι.
Τα μεσάνυχτα, κάποιος θα μου βρέξει τα χείλη με ένα βαμβάκι.
Ίσως να είσαι εσύ.
Ίσως πάλι, και όχι.
Friday, May 14, 2010
the queen
η βασίλισσα των Κυκλάδων με καλεί.
Και σαν ναύτης που περιμένει να πιάσει το λιμάνι,
διαλέγω πουκάμισα ριγέ και χοντρά βαμβάκια, σηκώνω τα μανίκια ξανά,
καλύπτω το καμένο μου χέρι -μα όχι τελείως- να βλέπω το χρόνο στον καρπό μου να ξαναγεννιέται
και ξεχνάω να ξυπνήσω την αυγή, να καλωσορίσω τα πουλιά στο μπαλκόνι.
Ποιο άρωμα να διαλέξω- τον κάλυκα της δροσιάς, το πράσινο τσάι της Άπω Ανατολής, βανίλια βερύκοκο, το φιλί της Ρώμης, την απόδραση από το άστυ-
ποιο χρώμα για τα μάγουλά μου, μπρούντζινο σαν αρχαίο κεραμικό, κόκκινο σαν το αίμα του μήνα μου, ροδαλό σαν τα χείλη μου, κοραλί σαν τα κοράλλια που έψαχνα μικρή
μέσα στα καταστήματα γυρνώ σαν το δερβίση.
Και γράφω πάλι λέξεις κομμένες σαν την αλυσίδα που με κρατούσε σαν ομφάλιος λώρος,
πέφτω στα λάθη μου όπως άλλοι στα βράχια
αγγίζω το λαιμό μου σαν τη μητέρα μου τις άυπνες της νύχτες.
"Herr God, Herr Lucifer
beware, beware.
Out of the ash I reach with my red hair
and I eat men like air"
Sylvia Plath
Και σαν ναύτης που περιμένει να πιάσει το λιμάνι,
διαλέγω πουκάμισα ριγέ και χοντρά βαμβάκια, σηκώνω τα μανίκια ξανά,
καλύπτω το καμένο μου χέρι -μα όχι τελείως- να βλέπω το χρόνο στον καρπό μου να ξαναγεννιέται
και ξεχνάω να ξυπνήσω την αυγή, να καλωσορίσω τα πουλιά στο μπαλκόνι.
Ποιο άρωμα να διαλέξω- τον κάλυκα της δροσιάς, το πράσινο τσάι της Άπω Ανατολής, βανίλια βερύκοκο, το φιλί της Ρώμης, την απόδραση από το άστυ-
ποιο χρώμα για τα μάγουλά μου, μπρούντζινο σαν αρχαίο κεραμικό, κόκκινο σαν το αίμα του μήνα μου, ροδαλό σαν τα χείλη μου, κοραλί σαν τα κοράλλια που έψαχνα μικρή
μέσα στα καταστήματα γυρνώ σαν το δερβίση.
Και γράφω πάλι λέξεις κομμένες σαν την αλυσίδα που με κρατούσε σαν ομφάλιος λώρος,
πέφτω στα λάθη μου όπως άλλοι στα βράχια
αγγίζω το λαιμό μου σαν τη μητέρα μου τις άυπνες της νύχτες.
"Herr God, Herr Lucifer
beware, beware.
Out of the ash I reach with my red hair
and I eat men like air"
Sylvia Plath
Saturday, May 08, 2010
ebben?
δεν γράφω πια για τις ημέρες της θλίψης.
Ίσως τα πράγματα που βλέπω- δυο νεκροί σκατζόχοιροι στη σειρά σαν στρατιώτες πεσμένοι στη μάχη, ο εκτυφλωτικός ήλιος τα μεσημέρια που κάνει όλα τα αντικείμενα να κολυμπούν στο φως, τα κύματα-
να μην υπάρχουν, να τα βλέπω μόνο εγώ
και να είναι μόνο οι νεκρές ψυχές πραγματικότητα, ο επιθανάτιος ρόγχος, οι αναθυμιάσεις των μολυσμένων πόλεων, το ουρλιαχτό του λύκου στην καρδιά μου.
Κι έτσι δεν θέλω να γράφω πια.
Το σώμα δεν πεινάει, δεν διψάει για συγκινήσεις.
Τα μάτια χόρτασαν αντανακλάσεις.
Και λερώνω τα χέρια μο με μπογιές και στολίδια, τραβάω τα βλέφαρά μου να μην πέσουν
σα γκροτέσκα μάσκα,
μουτζουρώνω τα χείλη μου με μελάνι, κρατάω το κοντάρι της σκούπας με καμάρι.
Δεν ξέρω τι να γράψω πια σε εκείνους που με άκουγαν-
καπνίζω, αγγίζω επιφάνειες, αφουγκράζομαι τις καμινάδες
μήπως βγάλουν καπνό, παρόλο που έρχεται το καλοκαίρι.
Ίσως τα πράγματα που βλέπω- δυο νεκροί σκατζόχοιροι στη σειρά σαν στρατιώτες πεσμένοι στη μάχη, ο εκτυφλωτικός ήλιος τα μεσημέρια που κάνει όλα τα αντικείμενα να κολυμπούν στο φως, τα κύματα-
να μην υπάρχουν, να τα βλέπω μόνο εγώ
και να είναι μόνο οι νεκρές ψυχές πραγματικότητα, ο επιθανάτιος ρόγχος, οι αναθυμιάσεις των μολυσμένων πόλεων, το ουρλιαχτό του λύκου στην καρδιά μου.
Κι έτσι δεν θέλω να γράφω πια.
Το σώμα δεν πεινάει, δεν διψάει για συγκινήσεις.
Τα μάτια χόρτασαν αντανακλάσεις.
Και λερώνω τα χέρια μο με μπογιές και στολίδια, τραβάω τα βλέφαρά μου να μην πέσουν
σα γκροτέσκα μάσκα,
μουτζουρώνω τα χείλη μου με μελάνι, κρατάω το κοντάρι της σκούπας με καμάρι.
Δεν ξέρω τι να γράψω πια σε εκείνους που με άκουγαν-
καπνίζω, αγγίζω επιφάνειες, αφουγκράζομαι τις καμινάδες
μήπως βγάλουν καπνό, παρόλο που έρχεται το καλοκαίρι.
Saturday, December 12, 2009
φοβαμαι
φοβάμαι τα κρύα πρωινά που δεν έχω τι να κάνω.
βρίσκω δουλειές περίπλοκες, ανακατώνω συρτάρια τακτοποιημένα,
τσαλακώνω ρούχα κολλαριστά, τρίβω πλακάκια με δηλητήρια.
και η λευκή κόλλα εκεί.
μα εμένα με τραβάει η σκόνη στα ράφια και τα άχρηστα χαρτιά.
θυμάμαι μέρες γενικής καθαριότητας-η γιαγιά μου με σηκωμένα μανίκια και πιασμένα μαλλιά, νερά να τρέχουν, οι άντρες κάπου εξορισμένοι
σκέτος ελληνικός στο τραπέζι της κουζίνας
κόλλα για τα ασπρόρουχα και σύρμα για τις κατσαρόλες
αγορασμένο από την οδό Αθηνάς μια μέρα σαν κι αυτή
μα τα χέρια μου δεν πηγαίνουν.
και το γραψιμο πιο δύσκολο από το σήκωμα των επίπλων
-ο ίδιος πόνος στο στήθος, κάπου χαμηλά-
και το πετάρισμα της ανυπομονησίας στο δωμάτιο
το καντήλι στο τζάκι να σβήνει από ένα φύσημα αόρατο
τα υγρά του στομαχιού να ανεβαίνουν και να μην τα σταματάει η θέληση
παυσίπονα τσάι σοκολάτες αλεύρι
αργία μήτηρ πάσης κακίας
γλυκό μου βάσανο.
βρίσκω δουλειές περίπλοκες, ανακατώνω συρτάρια τακτοποιημένα,
τσαλακώνω ρούχα κολλαριστά, τρίβω πλακάκια με δηλητήρια.
και η λευκή κόλλα εκεί.
μα εμένα με τραβάει η σκόνη στα ράφια και τα άχρηστα χαρτιά.
θυμάμαι μέρες γενικής καθαριότητας-η γιαγιά μου με σηκωμένα μανίκια και πιασμένα μαλλιά, νερά να τρέχουν, οι άντρες κάπου εξορισμένοι
σκέτος ελληνικός στο τραπέζι της κουζίνας
κόλλα για τα ασπρόρουχα και σύρμα για τις κατσαρόλες
αγορασμένο από την οδό Αθηνάς μια μέρα σαν κι αυτή
μα τα χέρια μου δεν πηγαίνουν.
και το γραψιμο πιο δύσκολο από το σήκωμα των επίπλων
-ο ίδιος πόνος στο στήθος, κάπου χαμηλά-
και το πετάρισμα της ανυπομονησίας στο δωμάτιο
το καντήλι στο τζάκι να σβήνει από ένα φύσημα αόρατο
τα υγρά του στομαχιού να ανεβαίνουν και να μην τα σταματάει η θέληση
παυσίπονα τσάι σοκολάτες αλεύρι
αργία μήτηρ πάσης κακίας
γλυκό μου βάσανο.
Thursday, December 10, 2009
κι ο δεκεμβρης..
άσχημα που φαίνονται τα σπίτια
που δεν έχουν στα παράθυρα κουρτίνες.
σα να περιμένουν το ληστή να τους δώσει συντροφιά.
happily ever after.
και το μυαλό μου μια έρημος. δουλεύω πασαλείβοντας τα δάχτυλά μου με βερνίκι νυχιών και εισπνέοντας τις αναθυμιάσεις, καίγοντας τα χείλη μου με μαύρο τσάι, φυσώντας τον καπνό στα μάτια μου.
closing time.
κάποτε σε ερωτεύτηκα-όταν ήμουν όμορφη και τα λουλούδια στα μαλλιά μου δε σάπιζαν.
κάποτε σε ερωτεύτηκα, είχαν τα μάτια σου την περιέργεια της αλεπούς χωρίς θήραμα.
κάποτε ήμουν εγώ το θήραμα. τώρα είμαι ο θύτης με συνείδηση.
και τα βράδια τσαλακώνω την περήφανη ψυχή μου
τα μαύρα μάτια μου
τα λευκά μου όνειρα
και χαιδεύω τα τραχιά δάχτυλα της ζωής μου.
it looks like freedom, but it feels like death.
it's closing time.
που δεν έχουν στα παράθυρα κουρτίνες.
σα να περιμένουν το ληστή να τους δώσει συντροφιά.
happily ever after.
και το μυαλό μου μια έρημος. δουλεύω πασαλείβοντας τα δάχτυλά μου με βερνίκι νυχιών και εισπνέοντας τις αναθυμιάσεις, καίγοντας τα χείλη μου με μαύρο τσάι, φυσώντας τον καπνό στα μάτια μου.
closing time.
κάποτε σε ερωτεύτηκα-όταν ήμουν όμορφη και τα λουλούδια στα μαλλιά μου δε σάπιζαν.
κάποτε σε ερωτεύτηκα, είχαν τα μάτια σου την περιέργεια της αλεπούς χωρίς θήραμα.
κάποτε ήμουν εγώ το θήραμα. τώρα είμαι ο θύτης με συνείδηση.
και τα βράδια τσαλακώνω την περήφανη ψυχή μου
τα μαύρα μάτια μου
τα λευκά μου όνειρα
και χαιδεύω τα τραχιά δάχτυλα της ζωής μου.
it looks like freedom, but it feels like death.
it's closing time.
Sunday, November 01, 2009
μέσα στις συνοικίες
μπήκε ξαφνικά το κρύο μέσα στη ραχοκοκκαλιά,
εκεί, δίπλα στις ψησταριές και τα οπωρωπωλεία
με πεπόνια θράκης στα τελάρα.
ένα πακέτο καρέλια στα πόδια μου.
και κάθε μέρα ένας άνθρωπος πεθαίνει.
τα σαββατόβραδα, που μαθαίνεις τα νέα
καθώς βάζεις τα σκουλιαρίκια σου στον καθρέφτη, ή όταν μισοκοιμάσαι στον καναπέ.
και δεν έχεις τι να πεις.
ή έχεις να πεις πολλά, όλα εξίσου άχρηστα.
Ισως να κουκουλωθείς με την κουβέρτα. Ίσως να πιεις, μονορούφι,το κονιάκ που κρατούσες για τα γλυκά σου.
Ίσως και να ζήλεψεις. (" Αμαρτία" -η φωνή της νεκρής μάνας σου στα αυτιά σου σαν κρότος)
Στα νησιά φυσάει άγρια όπως φυσάει συνήθως τέτοια εποχή.
Σήμερα, των Αγίων Αναργύρων ανήμερα, έσφαξαν κατσικάκι.
Το έβρεξαν με κρασί στη γλώσσα.
Ταυτόχρονα αμέτρητοι Αθηναίοι δεν μπορούσαν να συνέλθουν από το χτεσινό μεθύσι.
Και το κρύο να σου κόβει το αίμα.
Ουδείς αναντικατάστατος.
Και περιμένεις τη σειρά σου-αργά, βασανιστικά , ίσως με μια ελπίδα στην άκρη του ματιού
ίσως να ξέρουμε όλοι τους τίτλους του τέλους.
εκεί, δίπλα στις ψησταριές και τα οπωρωπωλεία
με πεπόνια θράκης στα τελάρα.
ένα πακέτο καρέλια στα πόδια μου.
και κάθε μέρα ένας άνθρωπος πεθαίνει.
τα σαββατόβραδα, που μαθαίνεις τα νέα
καθώς βάζεις τα σκουλιαρίκια σου στον καθρέφτη, ή όταν μισοκοιμάσαι στον καναπέ.
και δεν έχεις τι να πεις.
ή έχεις να πεις πολλά, όλα εξίσου άχρηστα.
Ισως να κουκουλωθείς με την κουβέρτα. Ίσως να πιεις, μονορούφι,το κονιάκ που κρατούσες για τα γλυκά σου.
Ίσως και να ζήλεψεις. (" Αμαρτία" -η φωνή της νεκρής μάνας σου στα αυτιά σου σαν κρότος)
Στα νησιά φυσάει άγρια όπως φυσάει συνήθως τέτοια εποχή.
Σήμερα, των Αγίων Αναργύρων ανήμερα, έσφαξαν κατσικάκι.
Το έβρεξαν με κρασί στη γλώσσα.
Ταυτόχρονα αμέτρητοι Αθηναίοι δεν μπορούσαν να συνέλθουν από το χτεσινό μεθύσι.
Και το κρύο να σου κόβει το αίμα.
Ουδείς αναντικατάστατος.
Και περιμένεις τη σειρά σου-αργά, βασανιστικά , ίσως με μια ελπίδα στην άκρη του ματιού
ίσως να ξέρουμε όλοι τους τίτλους του τέλους.
Subscribe to:
Posts (Atom)