Friday, April 07, 2006

Ζέστη κι υγρασία,Μαιος 1998.Φύλλο δεν κουνιόταν.
Ιδρώτας σε όλο το σώμα,ξεφυσούσες,δεν άντεχες,άνοιγες τα παράθυρα διάπλατα,καμιά σωτηρία.(της ψυχής;)
Με τα παράθυρα διάπλατα ανοιχτά,ξυπόλητη,έφτιαχνες καφέ και άκουγες Leonard Cohen.
Τake this waltz.Ξανά και ξανά και ξανά,ήθελες να ερωτευτείς μικρή μου,και νόμιζες πως
ο έρωτας ήταν αυτό,αλλά σε υποψίαζε ο στίχος "With it's very own breath of brandy and death".
Αυτό ήταν λοιπόν.Μπράντυ και θάνατος.Ξανά και ξανά και ξανά.
Επεφτε ο ήλιος το απόγευμα,άλλαζες μουσική,ίσως Οδός Ονείρων,ίσως Αμέρικα Αμέρικα,
κατέληγες στον Κραουνάκη,"μια Κυριακή απόγευμα είχα έναν άνθρωπο κι έπιανα μπράτσο,δικό μου μόνο,τώρα σκοτώνω κάθε περαστικό"
και πέρασαν τα χρόνια,και είναι,είναι μπράντυ και θάνατος,είναι αντέχω ακόμα και χτύπα με κι άλλο,και ίσως είμαι μελό αλλά σκοτίστηκα,άλλαξαν τα ρούχα σου και άλλαξε λίγο το σώμα σου,τι σημασία έχει,σήμερα άκουσες ξανά το βαλς του Κοέν τυχαία και ήρθε ξανά η μεγάλη ζέστη,δεν μπορείς να ανασάνεις,μπράντυ και θάνατος,μπράντυ και θάνατος.

2 comments:

zouri1 said...

esti akribos einai.Ego apo ton Koen,akouga to i am your man.
Brandy den ipia pote mou,oute kan xero pos einai,alla panta otan ebrexe mesa mou,ebaza Sisiropoulo.Moupes 8a figeis makria,kai to tora kapios allos....

Sakis said...

Στο πνεύμα του Κοέν, επίτρεψέ μου μια ταπεινή, όσο κι απρόοπτη και ''χαρισματική'' αφιέρωση:

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΝΥΧΤΑΣ
Φοίβου Δεληβοριά

Ο Θάνατος μας γνέφει προς το βράδυ
κι η κοπελιά φοβάται το σκοτάδι.
Μαζί της έν’ αγόρι δίχως στόμα,
που θάβει κάθε φράση του στο χώμα.

Δεν ξέρει τι να πει γι’ αυτό που νοιώθει
και τον χτυπούν βαθιά κρυμμένοι πόθοι.

Ο άνθρωπος πουλί ξυπνά τις νύχτες
και σταματά των ρολογιών τους δείχτες.
Αφήνει λίγο χρόνο στο φεγγάρι,
προσφέροντας στιγμές σ’ ένα ζευγάρι.

Κι αρχίζει να χορεύει στις πλατείες,
γυρεύοντας χαμένες πολιτείες.

Το ντροπαλό παιδί σκαρώνει στίχους,
μήπως μπορέσει και διαβεί τους τοίχους.
Θυμάται μια κοπέλα ή μια κουρτίνα
και κλαίει για να σπάσει τη ρουτίνα.

Μα, σύντομα ξυπνάνε οι δικοί του
και σπάνε με ορμή την άρνησή του.

Ξυπνώ κι εγώ, κοιτάζω το ταβάνι
και σκέφτομαι όσα δεν έχω κάνει.
Ντύνομαι αργά και σκίζω τις εικόνες.
Παραπατάω σ’ ατέλειωτους χειμώνες.

Μαδάω τη μνήμη σα μικρό λουλούδι.
Τελειών’ η νύχτ’, αρχίζει το τραγούδι...

(Φεβρουάριος 1989, Αθήνα)

Αποθήκευσέ το στον υπολογιστή σου απ' αυτό το link: http://s65.yousendit.com/d.aspx?id=0I8FCY6U08XJ02WMY4T1KV6EXG . Ύστερα, άκουσέ το, σε παρακαλώ, μ' απερίσπαστη κι ει δυνατόν κατανυκτική προσήλωση...