Wednesday, February 01, 2012
1η φλεβάρη
και πάλι ήρθε το αίμα, τόσα χρόνια η ίδια δουλειά,μια φορά το μήνα να γίνεσαι βρέφος,να σκέφτεσαι πως πρέπει να αγοράσεις τις γαμημένες τις σερβιέτες και τα ταμπόν, να βγάλεις άπό το συρτάρι τα γκρίζα τα τρύπια τα παλιά εσώρουχα που δε λένε να σκιστούν να τα πετάξεις να πάρεις καινούρια,και το κρύο να μπαίνει μέσα σου και να μη βγαίνει με τίποτα, να λεκιάζει τα σεντόνια,να πρήζει το στήθος και την κοιλιά,να χαλάει το δέρμα και να ζητάει μεσάνυχτα σοκολάτες,και μέρες στο μπάνιο να τρίβεις τα ρούχα με βούρτσα και σαπούνι και κρύο νερό,το αίμα με ζεστό νερό δε βγαίνει με τίποτα,και να ξεραίνονται τα χέρια με τα απορρυπαντικά και οι λεκέδες εκεί,και να πλένεις και εσένα,να τρέχει σιγά σιγά σα χαλασμένη βρύση,πέντε το πρωί τρεις το πρωί και να κρυώνεις αλλά το ρημάδι εκεί,όχι γάργαρο σαν πληγή αλλά σκουριασμένο σαν εντόσθια,σφουγγάρι και νερό και χαρτιά τουαλέτας και βαμβάκια,τα νύχια να κοκκινίζουν από κάτω και να μην έχεις το κουράγιο,να στάζεις φοβισμένη στη ζέστη και στον καύσωνα και στα πρωτοβρόχια και στα κρύα του μάρτη,οι ορμόνες χορεύουν βάλς,τα σεντόνια να στριφογυρίζουν στο πλυντήριο,δεν αντέχω δεν αντέχω, μεσουλιντ και πονστάν στο κομοδίνο,και γιατροσόφια,τα έχουμε δοκιμάσει όλα,κανέλα και γλυκάνισο και χαμομήλι και θερμοφόρες,και ασταμάτητο το ρυάκι να τρέχει να τρέχει και να μη στερεύει,τα νιάτα μου τα πέρασα με λευκαντικά και χλωρίνες και μουλιάσματα και λεκάνες, κι ένα κρύο ανάμεσα στα πόδια και ένα φόβο και μια ενοχή,ωάρια που σε εγκαταλείπουν και σάλπιγγες που αδειάζουν και μια μήτρα μουγκή, και τη σιωπή της γυναίκας,να ματώνεις,να ματώνεις και να μην μπορείς να το πεις.
Sunday, January 22, 2012
τι απέγιναν
τι απέγιναν εκείνα τα δειλά αγόρια
που ντρέπονταν να μας φιλήσουν
ντρέπονταν να δουν τον πόθο μας
που κάπνιζαν μαζί μας τσιγάρα και όνειρα στα σκαλοπάτια έρημων κτιρίων
τι απέγιναν τα ζεστά χέρια τους
τα κοχύλια που είχαν στα δάχτυλά τους
τα μαύρα πανωφόρια τους.
στράγγιζαν τα βράδια μας με τη μυρωδιά τους
θέλαμε να μας σκεπάζουν τις νύχτες
κλαίγαμε και λέγαμε πως φταίει ο καπνός
τους βλέπαμε να διαλύονται στην άμμο.
τι απέγιναν όλοι οι άνδρες που αγάπησα
που έδωσα ανάσες και μεθυσμένα φιλιά και ρίγη
που αποκοίμησα στο στήθος μου
που ήπιαν τον καφέ μου και τις λύπες μου
που μαχαίρωσα με το σώμα μου και σημάδεψα με το αίμα μου
τι να απέγινε ο ιδρώτας τους
άραγε με σκέφτονται
σαν παρθένα ή σαν ιέρεια μαυροντυμένη
σαν κορίτσι ή σαν κάτι πεθαμένο
με μπλε χείλη από το κρύο και την αναμονή
ή ανθισμένη από αγάπη
σημαδεμένη από μαχαίρια θυσίας
υποταγμένη στους όρκους τους
ή ίσως λευκοντυμένη με γρήγορη ανάσα
κάπου στις γκρίζες πόλεις.
που ντρέπονταν να μας φιλήσουν
ντρέπονταν να δουν τον πόθο μας
που κάπνιζαν μαζί μας τσιγάρα και όνειρα στα σκαλοπάτια έρημων κτιρίων
τι απέγιναν τα ζεστά χέρια τους
τα κοχύλια που είχαν στα δάχτυλά τους
τα μαύρα πανωφόρια τους.
στράγγιζαν τα βράδια μας με τη μυρωδιά τους
θέλαμε να μας σκεπάζουν τις νύχτες
κλαίγαμε και λέγαμε πως φταίει ο καπνός
τους βλέπαμε να διαλύονται στην άμμο.
τι απέγιναν όλοι οι άνδρες που αγάπησα
που έδωσα ανάσες και μεθυσμένα φιλιά και ρίγη
που αποκοίμησα στο στήθος μου
που ήπιαν τον καφέ μου και τις λύπες μου
που μαχαίρωσα με το σώμα μου και σημάδεψα με το αίμα μου
τι να απέγινε ο ιδρώτας τους
άραγε με σκέφτονται
σαν παρθένα ή σαν ιέρεια μαυροντυμένη
σαν κορίτσι ή σαν κάτι πεθαμένο
με μπλε χείλη από το κρύο και την αναμονή
ή ανθισμένη από αγάπη
σημαδεμένη από μαχαίρια θυσίας
υποταγμένη στους όρκους τους
ή ίσως λευκοντυμένη με γρήγορη ανάσα
κάπου στις γκρίζες πόλεις.
Friday, January 20, 2012
καημός
δεν ξέρω τι με πονάει περισσότερο
το πράσινο των δέντρων
τα χείλια της μάνας μου στον καθρέφτη μου
ή η ζαλάδα του έρωτα
που δεν έρχεται.
το πράσινο των δέντρων
τα χείλια της μάνας μου στον καθρέφτη μου
ή η ζαλάδα του έρωτα
που δεν έρχεται.
Thursday, January 19, 2012
γράφοντας πονάς περισσότερο
γράφοντας πονάς περισσότερο, εισπνέεις τους καπνούς του τσιγάρου σα ναυαγός, ατέλειωτες νύχτες στα κρύα πλακάκια του μπάνιου, ο θάνατος αναπνέει στο λαιμό μου, ιδανικοί αυτόχειρες, το καλοκαίρι ήρθε και έφυγε και εγώ δεν πήγα πουθενά, σε έκρυβα στο μαξιλάρι μου για να μην σε δει ο ήλιος και σε κάψει, τώρα έρχεται η άνοιξη και δες με έχω ζαρώσει, είμαι ένα μικρό μικρό μπαλάκι, χωράω στο χέρι σου χωράω στην παλάμη σου, δεν κλαίω γιατί ξέμαθα, μια ζωή με τα μάτια ανοιχτά και το χέρι απλωμένο,αγάπα με αγάπα με, είμαστε τα παιδιά που δεν μεγάλωσαν, φοβόμαστε το σκοτάδι και τους έρημους δρόμους, τα κορμιά μας στέγνωσαν, καραμέλες τριαντάφυλλο και ταβόρ και αλκοόλ, μυρίζουμε γάλα και καπνό και απόγνωση, τα βράδια γυρνάμε σε σταθμούς τρένων σαν ξωτικά, πιάνουμε φιλίες με γάτες, αγκαλιάζουμε τις κολώνες για να ζεσταθούμε, με ένα μαχαίρι στο στήθος μας
με ένα δολοφόνο μέσα μας.
με ένα δολοφόνο μέσα μας.
Tuesday, January 17, 2012
σταχτη
σαν να είμαι ένα ξύλο στο τζάκι χωρίς παρελθόν που μαζεύτηκε από ένα νεκρό δάσος, από κάτω μου άνθιζαν λουλούδια και βοτάνια, μάζευα νερά και μέλισσες, τώρα καίγομαι για να ζεσταίνω τους άλλους και μετά με ξεχνάνε
λάμπω για λίγο και μετά γίνομαι γκρίζα σκόνη
είμαι όμορφη και νέα και επικίνδυνη αν με πιάσεις θα σε κάψω γιατί σε ζεσταίνω
είμαι αίμα είμαι σπέρμα
κάνω έρωτα με σίδερα
καίω άχρηστα χαρτιά δεν έχω έλεος
απαιτώ το βλέμμα την προσοχή τον έρωτα
δεν τα παίρνω ποτέ όπως τα θέλω.
είμαι ορμή.
είμαι νερό.
είμαι παρελθόν και μέλλον.
είμαι χιλιάδες γέννες ενόχων.
με καταράστηκαν να ζεσταίνω τα μέλη σας.
λάμπω για λίγο και μετά γίνομαι γκρίζα σκόνη
είμαι όμορφη και νέα και επικίνδυνη αν με πιάσεις θα σε κάψω γιατί σε ζεσταίνω
είμαι αίμα είμαι σπέρμα
κάνω έρωτα με σίδερα
καίω άχρηστα χαρτιά δεν έχω έλεος
απαιτώ το βλέμμα την προσοχή τον έρωτα
δεν τα παίρνω ποτέ όπως τα θέλω.
είμαι ορμή.
είμαι νερό.
είμαι παρελθόν και μέλλον.
είμαι χιλιάδες γέννες ενόχων.
με καταράστηκαν να ζεσταίνω τα μέλη σας.
Monday, January 16, 2012
οι γυναίκες του πρωινού
θέλουν να ουρλιάξουν
μπροστά στα ράφια
ζεσταίνονται μέσα στα χοντρά τους παλτά
τα χέρια τους πονάνε
κουβαλάνε βλέπεις αναμνήσεις και πόθους
και θέλουν να πετάξουν από πάνω τους τη σιωπή τη στοργή και τα θέλω των άλλων
χαμογελούν στωικά.
αφήνουν να τους πάρουν τη θέση.
έχουν το βλέμμα στραμμένο προς τα κάτω.
κάποτε ίσως να ήταν νέες
να είχαν μαύρα μάτια και κάρβουνα στην ψυχή.
τα βράδια έρχονται στον ύπνο μας σαν πουλιά
κάνουν στα όνειρά μας τα ταξίδια τους
καπνίζουν τα τσιγάρα μας
φιλούν τους άντρες μας
μας ξεσκεπάζουν
και από μέσα τους γελάνε.
και όταν ξυπνούν είναι τα μάγουλά τους κόκκινα
και η ανάσα τους πιο γρήγορη.
για μια στιγμή.
για ένα λεπτό.
όσο κρατάει η ευτυχία.
μπροστά στα ράφια
ζεσταίνονται μέσα στα χοντρά τους παλτά
τα χέρια τους πονάνε
κουβαλάνε βλέπεις αναμνήσεις και πόθους
και θέλουν να πετάξουν από πάνω τους τη σιωπή τη στοργή και τα θέλω των άλλων
χαμογελούν στωικά.
αφήνουν να τους πάρουν τη θέση.
έχουν το βλέμμα στραμμένο προς τα κάτω.
κάποτε ίσως να ήταν νέες
να είχαν μαύρα μάτια και κάρβουνα στην ψυχή.
τα βράδια έρχονται στον ύπνο μας σαν πουλιά
κάνουν στα όνειρά μας τα ταξίδια τους
καπνίζουν τα τσιγάρα μας
φιλούν τους άντρες μας
μας ξεσκεπάζουν
και από μέσα τους γελάνε.
και όταν ξυπνούν είναι τα μάγουλά τους κόκκινα
και η ανάσα τους πιο γρήγορη.
για μια στιγμή.
για ένα λεπτό.
όσο κρατάει η ευτυχία.
Thursday, January 05, 2012
βαφες
ακόμα και όταν βάφεις τα φριχτά καλύμματα ελπίζεις πως μαζί τους βάφεις ξανά
την άχρωμη ζωή σου,
σβήνεις το χρώμα με δηλητηριώδη άλατα και καυτά νερά,
δεν ξέρεις πού θα σε βγάλει,
αν το χρώμα είναι ομοιόμορφο και όπως το περιμένεις,
ο κάδος στριφογυρίζει
σαν το μυαλό σου
σαν τις σκέψεις σου
ακόμα και όταν βάφεις τα μαλλιά σου
προσπαθείς να κρύψεις το χρόνο
τους προγόνους σου
τα λάθη σου
θες να φτιάξεις καινούριους καμβάδες
να απλώσεις χρυσό και πορφύρα και λαμπερές πινελιές
μα πάντα
ξανά κερδίζει το γκρίζο
τα σκασμένα χείλη
το φτηνό ύφασμα
και σαν τον άδειο κάδο
είναι και η καρδιά σου.
την άχρωμη ζωή σου,
σβήνεις το χρώμα με δηλητηριώδη άλατα και καυτά νερά,
δεν ξέρεις πού θα σε βγάλει,
αν το χρώμα είναι ομοιόμορφο και όπως το περιμένεις,
ο κάδος στριφογυρίζει
σαν το μυαλό σου
σαν τις σκέψεις σου
ακόμα και όταν βάφεις τα μαλλιά σου
προσπαθείς να κρύψεις το χρόνο
τους προγόνους σου
τα λάθη σου
θες να φτιάξεις καινούριους καμβάδες
να απλώσεις χρυσό και πορφύρα και λαμπερές πινελιές
μα πάντα
ξανά κερδίζει το γκρίζο
τα σκασμένα χείλη
το φτηνό ύφασμα
και σαν τον άδειο κάδο
είναι και η καρδιά σου.
Wednesday, January 04, 2012
οι ηλιολουστες μερες
ήταν όμορφα χτες στο Χαλάνδρι, ο ήλιος χάιδευε τα πεζοδρόμια, τις μύτες των παιδιών και τα κασκόλ στις τζαμαρίες, shalimar initial στους καρπούς μου, ένα καθυστερημένο δώρο, βελούδινες πούδρες chanel, περπατώ με σίγουρο βήμα όταν ο λύκος δεν είναι εδώ γιατί εγώ είμαι ο λύκος, είμαι η La Lupa η λύκαινα με τη Μανιάνι, τα μάτια μου είναι φωτεινά δες.
Τα βράδια καίω φλούδες πορτοκαλιού στο τζάκι,δεν ξέρω γιατί το κάνω αυτό, μου αρέσει να βλέπω τις ζουμερές σάρκες να καίγονται, τόσο χυμώδεις τόσο μαύρες, τόσο πυρωμένη η μασιά όσο η καρδιά μου, την ακουμπάω αλλά δεν καίγομαι, είμαι μάγισσα, είμαι λύκαινα,
είμαι ένα κορίτσι σαν όλα τα άλλα, τόσο ίδιο και τόσο διαφορετικό,στροβιλίζομαι στο πεζοδρόμιο, κοίτα,κοίτα
πετάω.
Τα βράδια καίω φλούδες πορτοκαλιού στο τζάκι,δεν ξέρω γιατί το κάνω αυτό, μου αρέσει να βλέπω τις ζουμερές σάρκες να καίγονται, τόσο χυμώδεις τόσο μαύρες, τόσο πυρωμένη η μασιά όσο η καρδιά μου, την ακουμπάω αλλά δεν καίγομαι, είμαι μάγισσα, είμαι λύκαινα,
είμαι ένα κορίτσι σαν όλα τα άλλα, τόσο ίδιο και τόσο διαφορετικό,στροβιλίζομαι στο πεζοδρόμιο, κοίτα,κοίτα
πετάω.
Saturday, December 24, 2011
24 δεκεμβριου,2011
ακόμα κι αν το δαχτυλίδι δεν φορέθηκε τα δάχτυλά μου
ακόμα κι αν το λευκό μου φόρεμα λερώθηκε
μέρα με τη μέρα
χρόνο με το χρόνο
μέσα στις γκρίζες πόλεις στα λασπόνερα στο χώμα
ακόμα κι αν τα πόδια μου μάτωσαν
πάνω στους καρπούς μου ισορροπώ
τρία κάρβουνα αναμμένα .
κι όσο και να πονώ δεν πέφτουν.
και στις βρώμικες πόλεις που ξημερώνομαι
γυμνή και σκοροφαγωμένη
βλέπουν τη φλόγα τους τα μάτια μου.
κι ας δεν στολίστηκα με τον καρπό της γης και τους χυμούς της.
ακόμα κι αν το λευκό μου φόρεμα λερώθηκε
μέρα με τη μέρα
χρόνο με το χρόνο
μέσα στις γκρίζες πόλεις στα λασπόνερα στο χώμα
ακόμα κι αν τα πόδια μου μάτωσαν
πάνω στους καρπούς μου ισορροπώ
τρία κάρβουνα αναμμένα .
κι όσο και να πονώ δεν πέφτουν.
και στις βρώμικες πόλεις που ξημερώνομαι
γυμνή και σκοροφαγωμένη
βλέπουν τη φλόγα τους τα μάτια μου.
κι ας δεν στολίστηκα με τον καρπό της γης και τους χυμούς της.
Monday, December 05, 2011
πάλη
θα θελα να γράφω περισσοτερο
αλλα
κουραστηκα
να
χαιδευω
τους
εφιαλτες
μου
και
να καλω
αγαρμπες
αναμνησεις
σε παρτυ
και
εκεινες
να καθονται
στη γωνια
αμιλητες
αλλα
κουραστηκα
να
χαιδευω
τους
εφιαλτες
μου
και
να καλω
αγαρμπες
αναμνησεις
σε παρτυ
και
εκεινες
να καθονται
στη γωνια
αμιλητες
Friday, December 02, 2011
Oh! Laura!
Φύλα το παιδί, Θεέ μου.
Ήταν ζεστό και γλυκο και κακό σε κανέναν δεν έκανε.
Έκανε την προσευχή του σε Σένα και ένα σημάδι περίμενε
απλά πως Εσύ υπάρχεις, μα δεν του το έδωσες.
Κι εκείνο μέσα στα σκεπάσματα έκλαιγε και σε ζητούσε
και έσφιγγε την άκρη της κουβέρτας από φόβο.
Δώσε του τώρα τη στοργή που δεν πρόλαβε να πάρει.
Και ένα αρνάκι δώσε του, μικρό και αθώο
να παίζουν και να το ζεσταίνει τα βράδια
να μην ξανανιώσει πια το κρύο.
Ήταν ζεστό και γλυκο και κακό σε κανέναν δεν έκανε.
Έκανε την προσευχή του σε Σένα και ένα σημάδι περίμενε
απλά πως Εσύ υπάρχεις, μα δεν του το έδωσες.
Κι εκείνο μέσα στα σκεπάσματα έκλαιγε και σε ζητούσε
και έσφιγγε την άκρη της κουβέρτας από φόβο.
Δώσε του τώρα τη στοργή που δεν πρόλαβε να πάρει.
Και ένα αρνάκι δώσε του, μικρό και αθώο
να παίζουν και να το ζεσταίνει τα βράδια
να μην ξανανιώσει πια το κρύο.
Friday, November 25, 2011
χωρίς λόγια
μ' αγαπάς καθόλου?
θα θελα να μ' αγαπάς. μα
αντί για αυτό
διαρκώς χτυπάμε
και τρίζουμε τα δόντια μας
όταν προσπαθούμε να φιληθούμε
χύνουμε δηλητήριο με τις γλώσσες μας
για να κυλήσει αργά
να φτάσει στην καρδιά μας.
στήνουμε παγίδες, κροταλίζουμε τα δάχτυλά μας, κλαίμε για την ευτυχία
που ίσως και να αξίζαμε.
τα βράδια
κοιμόμαστε με άλλους
και νοσταλγούμε το μίσος μας, το θυμό μας.
όταν κοιμόμαστε μαζί τραβάμε χαρακιές
στους ώμους, στο στήθος και το λαιμό.
μετά γλείφουμε το αίμα και βάζουμε
αλάτι
ο ένας στον άλλον
με στοργή.
καίμε τον πόθο με δαυλούς σαν τη λερναία ύδρα
και ευχόμαστε ο ένας για τον άλλον
να
είναι
νεκρός.
οι σάρκες μας σε κοινή θέα.
"η αυτοκτονία σκοτώνει δυο ανθρώπους. αυτός είναι ο σκοπός της."
θα θελα να μ' αγαπάς. μα
αντί για αυτό
διαρκώς χτυπάμε
και τρίζουμε τα δόντια μας
όταν προσπαθούμε να φιληθούμε
χύνουμε δηλητήριο με τις γλώσσες μας
για να κυλήσει αργά
να φτάσει στην καρδιά μας.
στήνουμε παγίδες, κροταλίζουμε τα δάχτυλά μας, κλαίμε για την ευτυχία
που ίσως και να αξίζαμε.
τα βράδια
κοιμόμαστε με άλλους
και νοσταλγούμε το μίσος μας, το θυμό μας.
όταν κοιμόμαστε μαζί τραβάμε χαρακιές
στους ώμους, στο στήθος και το λαιμό.
μετά γλείφουμε το αίμα και βάζουμε
αλάτι
ο ένας στον άλλον
με στοργή.
καίμε τον πόθο με δαυλούς σαν τη λερναία ύδρα
και ευχόμαστε ο ένας για τον άλλον
να
είναι
νεκρός.
οι σάρκες μας σε κοινή θέα.
"η αυτοκτονία σκοτώνει δυο ανθρώπους. αυτός είναι ο σκοπός της."
Wednesday, October 12, 2011
οι γοργόνες στο πέλαγος
Άνδρες που δεν άξιζαν
σταγόνα της αγάπης μου
που ρούφηξαν το φιλί μου
σιγά σιγά
μέχρι να πνιγούν
και το αίμα τους να βγει από την άκρη των χειλιών τους
με ένα άρρωστο χαμόγελο
απόψε σας εξατμίζω σε έναν άνεμο που μαστιγώνει.
Ήρθε η στιγμή να ελαφρώσετε το στήθος μου.
Για χρόνια βάραιναν τα μάτια μου τα κορμιά σας.
Τα χειμωνιάτικα απογεύματα
οι γοργόνες -μισές γυναίκες, μισές δελφίνια, ολόκληρες ψυχές
παίζουν και βουτούν γελώντας
σε ένα ρυάκι στη μέση του πελάγου
γλυκόπιοτο και ζεστό,
φτιαγμένο απ'ο τα δάκρυά σας.
Και δεν νοιάζονται για τους εξόριστους ναυαγούς
τους φυλακισμένους
τους τρελαμένους από δίψα.
σταγόνα της αγάπης μου
που ρούφηξαν το φιλί μου
σιγά σιγά
μέχρι να πνιγούν
και το αίμα τους να βγει από την άκρη των χειλιών τους
με ένα άρρωστο χαμόγελο
απόψε σας εξατμίζω σε έναν άνεμο που μαστιγώνει.
Ήρθε η στιγμή να ελαφρώσετε το στήθος μου.
Για χρόνια βάραιναν τα μάτια μου τα κορμιά σας.
Τα χειμωνιάτικα απογεύματα
οι γοργόνες -μισές γυναίκες, μισές δελφίνια, ολόκληρες ψυχές
παίζουν και βουτούν γελώντας
σε ένα ρυάκι στη μέση του πελάγου
γλυκόπιοτο και ζεστό,
φτιαγμένο απ'ο τα δάκρυά σας.
Και δεν νοιάζονται για τους εξόριστους ναυαγούς
τους φυλακισμένους
τους τρελαμένους από δίψα.
Friday, October 07, 2011
"οταν σε περιμενω και δεν έρχεσαι"
σκέφτομαι πως όλος ο κόσμος είναι
μια στιγμή
που θα δω
να καθρεφτίζομαι στα μάτια σου.
μια στιγμή
που θα δω
να καθρεφτίζομαι στα μάτια σου.
Wednesday, October 05, 2011
η πρωτη φορά
την πρωτη φορά που κάναμε έρωτα ήταν σαν να μην έδυσε
ο ήλιος το απόγευμα
τα μάρμαρα στο πάτωμα αντανακλούσαν
το χρόνο που χάσαμε
ήταν ένας αιώνιος κήπος με πέτρινα αγάλματα, ποτισμένος με τα νερά της Στυγός.
Δεν θυμάμαι τι φορούσες
τι χρώμα είχαν τα μάτια σου
μόνο πως η ανάσα σου έφερνε το κλάμα απο χιλιάδες ξημερώματα
από ταξίδια και από πλοία και σταθμούς και στιγμιαίους καφέδες
που διαλύονταν για να φτάσουν στην αγκαλιά μου
στο στρογγυλό μέρος του στήθους μου,
στην καμπύλη του αγκώνα μου.
Σε μια γωνιά έκλαιγε ο Θάνατος.
Ίσως και να μιλήσαμε μετά, ίσως και να μην είπαμε τίποτα.
Θα ήθελα να θυμάμαι το άγγιγμά σου, να φυλάκιζα την άκρη των χειλιών σου.
Να φιλήσω το γυμνό ώμο σου, τα σημάδια σου ζεστά από το σώμα μου.
Στον αναστεναγμό σου ίσως και να ήμασταν ένα.
ο ήλιος το απόγευμα
τα μάρμαρα στο πάτωμα αντανακλούσαν
το χρόνο που χάσαμε
ήταν ένας αιώνιος κήπος με πέτρινα αγάλματα, ποτισμένος με τα νερά της Στυγός.
Δεν θυμάμαι τι φορούσες
τι χρώμα είχαν τα μάτια σου
μόνο πως η ανάσα σου έφερνε το κλάμα απο χιλιάδες ξημερώματα
από ταξίδια και από πλοία και σταθμούς και στιγμιαίους καφέδες
που διαλύονταν για να φτάσουν στην αγκαλιά μου
στο στρογγυλό μέρος του στήθους μου,
στην καμπύλη του αγκώνα μου.
Σε μια γωνιά έκλαιγε ο Θάνατος.
Ίσως και να μιλήσαμε μετά, ίσως και να μην είπαμε τίποτα.
Θα ήθελα να θυμάμαι το άγγιγμά σου, να φυλάκιζα την άκρη των χειλιών σου.
Να φιλήσω το γυμνό ώμο σου, τα σημάδια σου ζεστά από το σώμα μου.
Στον αναστεναγμό σου ίσως και να ήμασταν ένα.
Sunday, August 28, 2011
ακουγοντας περυ κομο το απογευμα
τρωγοντας συκα στο μπαλκονι
διαβαζοντας τη λολιτα στην τεχερανη
κολλωντας τη μύτη μου στις κλειστες βιτρινες
σκουπιζοντας τη βουκαμβιλια στη βεραντα
δοκιμαζοντας αρωματα στο ταχυδρομειο
αγοραζοντας βιβλια στην προκυμαια
χαιδευοντας το μαγουλο μου στα βραχια
το καρβουνο στο στομαχι μου
βαφει τα παντζουρια
ο ερωτας που δεν αντοποδοθηκε
ταξιδευει για τον επομενο προορισμο.
διαβαζοντας τη λολιτα στην τεχερανη
κολλωντας τη μύτη μου στις κλειστες βιτρινες
σκουπιζοντας τη βουκαμβιλια στη βεραντα
δοκιμαζοντας αρωματα στο ταχυδρομειο
αγοραζοντας βιβλια στην προκυμαια
χαιδευοντας το μαγουλο μου στα βραχια
το καρβουνο στο στομαχι μου
βαφει τα παντζουρια
ο ερωτας που δεν αντοποδοθηκε
ταξιδευει για τον επομενο προορισμο.
Saturday, July 30, 2011
μαργαριτάρια
η πατρίδα μου
είναι
ένα απέραντο σκυλάδικο
κι εγώ είμαι
το μαργαριτάρι
μέσα σστο στρείδι
που σπρώχνει
παρασιτεί
ενοχλεί
για να γίνει ένα γυαλιστερό τρόπαιο
νικώντας
τη ζωή
χρόνια μέσα στους ωκεανούς
παρασιτώ
για να με αλιεύσουν
να με βασανίσουν
και να στολίσω
μια πλαστική βιτρίνα
που μυρίζει
αντισηπτικό.
είμαι
ένας κόκκος άμμου
είμαι
μια ασήμαντη ύπαρξη στο δάπεδο.
τα βράδια
ενοχλώ
τα κακομαθημένα κορμιά σας
αόρατη.
είναι
ένα απέραντο σκυλάδικο
κι εγώ είμαι
το μαργαριτάρι
μέσα σστο στρείδι
που σπρώχνει
παρασιτεί
ενοχλεί
για να γίνει ένα γυαλιστερό τρόπαιο
νικώντας
τη ζωή
χρόνια μέσα στους ωκεανούς
παρασιτώ
για να με αλιεύσουν
να με βασανίσουν
και να στολίσω
μια πλαστική βιτρίνα
που μυρίζει
αντισηπτικό.
είμαι
ένας κόκκος άμμου
είμαι
μια ασήμαντη ύπαρξη στο δάπεδο.
τα βράδια
ενοχλώ
τα κακομαθημένα κορμιά σας
αόρατη.
Friday, July 29, 2011
σκέψεις
μακάρι να έφευγε η ξινή γεύση από το στόμα,
τα τσιγάρα, το γλυφό νερό
είναι οι σύμμαχοί τους.
Ανοίγω το στόμα μου
και βγαίνουν αρουραίοι, σκόνη, μούχλα,
κομμάτια χαρτί που σκίστηκαν.
Ο εμετός μου θα πνίξει την ελπίδα-ο εμετός μου γεμάτος οξέα και μικρόβια και δυσωδία
είναι καταστροφικός μόνο για μένα, όχι για σας.
Μακάρι να έκαιγε τα ρούχα σας, το ειρωνικό χαμόγελό σας,
τα σφιγμένα δόντια σας, τα βρώμικα νύχια σας
την αυταρέσκεια σας.
Μα διαβρώνει το δέρμα μου
τα χείλη μου, τα φιλιά μου.
Ο έρωτάς μου είναι επικίνδυνος, επώδυνος και εξευτελιστικός.
Τη νύχτα φτύνει χάπια και πληγές και μελάνια.
Τη νύχτα φτύνει εξάντληση.
Πάντα την πληρώνουν οι αθώοι-ή τουλάχιστον αυτοί που μοιάζουν αθώοι.
τα τσιγάρα, το γλυφό νερό
είναι οι σύμμαχοί τους.
Ανοίγω το στόμα μου
και βγαίνουν αρουραίοι, σκόνη, μούχλα,
κομμάτια χαρτί που σκίστηκαν.
Ο εμετός μου θα πνίξει την ελπίδα-ο εμετός μου γεμάτος οξέα και μικρόβια και δυσωδία
είναι καταστροφικός μόνο για μένα, όχι για σας.
Μακάρι να έκαιγε τα ρούχα σας, το ειρωνικό χαμόγελό σας,
τα σφιγμένα δόντια σας, τα βρώμικα νύχια σας
την αυταρέσκεια σας.
Μα διαβρώνει το δέρμα μου
τα χείλη μου, τα φιλιά μου.
Ο έρωτάς μου είναι επικίνδυνος, επώδυνος και εξευτελιστικός.
Τη νύχτα φτύνει χάπια και πληγές και μελάνια.
Τη νύχτα φτύνει εξάντληση.
Πάντα την πληρώνουν οι αθώοι-ή τουλάχιστον αυτοί που μοιάζουν αθώοι.
Wednesday, July 27, 2011
οταν σε αγαπουσα
καμιά φορά
σε σκεφτομαι- σιωπηλό δίπλα στο τηλέφωνο, ώμοι σκυφτοί.
Δεμένα τα χέρια, γερμένες οι άκρες των χειλιών.
Κι όλα τα λόγια που δεν μου είπες
να γίνονται πουλιά στους γκρίζους φόντους της κρεβατοκάμαράς σου.
Τσαλαπετεινοί, κοκκινολαίμηδες,
μαύρα κοράκια, σπουργίτια απορημένα, περιστέρια.
(Κι ας μην σου άρεσε ο Ζαμπέτας).
Σπίνοι, χελιδόνια, αποδημητικά,
των πόλεων και τον εξοχών,
οι όμορφες φτερούγες να ταξιδεύουν στον ορίζοντα,
πλημμυρισμένα με αυτά που ποτέ δεν μου είπες
που κρατούσες στα φιλιά σου
σαν όρκο σιωπής
να κελαηδήσουν, κι ας λένε " δε σ' αγαπώ"
Και οι ώμοι σου ακόμα κατεβασμένοι
σε μισοσκότεινες γρίλιες, τσαλακωμένα σεντόνια,
και βρύσες που δεν σταματούν να στάζουν.
Θα ξαναστείλω τα πουλιά πίσω σε σένα,
μαζί με δυο τρία δάκρυα.
Κι εσύ θα ξαναπείς σιγανά- "δε σ' αγαπώ".
Μα δεν θα το λες σε μένα.
σε σκεφτομαι- σιωπηλό δίπλα στο τηλέφωνο, ώμοι σκυφτοί.
Δεμένα τα χέρια, γερμένες οι άκρες των χειλιών.
Κι όλα τα λόγια που δεν μου είπες
να γίνονται πουλιά στους γκρίζους φόντους της κρεβατοκάμαράς σου.
Τσαλαπετεινοί, κοκκινολαίμηδες,
μαύρα κοράκια, σπουργίτια απορημένα, περιστέρια.
(Κι ας μην σου άρεσε ο Ζαμπέτας).
Σπίνοι, χελιδόνια, αποδημητικά,
των πόλεων και τον εξοχών,
οι όμορφες φτερούγες να ταξιδεύουν στον ορίζοντα,
πλημμυρισμένα με αυτά που ποτέ δεν μου είπες
που κρατούσες στα φιλιά σου
σαν όρκο σιωπής
να κελαηδήσουν, κι ας λένε " δε σ' αγαπώ"
Και οι ώμοι σου ακόμα κατεβασμένοι
σε μισοσκότεινες γρίλιες, τσαλακωμένα σεντόνια,
και βρύσες που δεν σταματούν να στάζουν.
Θα ξαναστείλω τα πουλιά πίσω σε σένα,
μαζί με δυο τρία δάκρυα.
Κι εσύ θα ξαναπείς σιγανά- "δε σ' αγαπώ".
Μα δεν θα το λες σε μένα.
Sunday, July 17, 2011
ηλιοθεραπεια..
ξεραμένο σπέρμα στα μπούτια εκδιδομένων γυναικών, ο εμετός μετά το σεξ στα φτηνά ξενοδοχεία, το αίμα μου στα σεντόνια, το ξεραμένο δέρμα στις φτέρνες, μωρά που κλαίνε, οι άντρες που κάποτε με αγάπησαν, οι μωβ μέδουσες στο σαρωνικό,
i am on a losing streak
αφροδίσια νοσήματα, ο ιδρώτας στα νοσοκομεία, η μυρωδιά του απολυμαντικού μετά τις χιλιάδες μας εκτρώσεις, τα τσιγάρα πάνω στο δέρμα σου
κάποτε σε αγαπούσα
η ξινή γεύση στα χείλη τα πρωινά
οι χαρακιές στον τοίχο των φυλακισμένων, οι γόπες που σε έκαψαν
μια, δυο τρεις φορές
ο πανικός των κοριτσιστικων ονείρων, τα μαλλιά μου στο πάτωμα, φάρμακα, σκισμένες σελίδες
σκισμενοι κόλποι γυναικών δολοφονημένων
κάποτε σε αγαπούσα
κάποτε λάτρευα την ανάσα σου
τώρα σπάω γυαλιά με τη γλώσσα μου
τώρα κάνω εκκλήσεις πάνω σε άψυχες φωτιές
(σκέψεις πάνω στο "ηλιοθεραπεια" του boy )
i am on a losing streak
αφροδίσια νοσήματα, ο ιδρώτας στα νοσοκομεία, η μυρωδιά του απολυμαντικού μετά τις χιλιάδες μας εκτρώσεις, τα τσιγάρα πάνω στο δέρμα σου
κάποτε σε αγαπούσα
η ξινή γεύση στα χείλη τα πρωινά
οι χαρακιές στον τοίχο των φυλακισμένων, οι γόπες που σε έκαψαν
μια, δυο τρεις φορές
ο πανικός των κοριτσιστικων ονείρων, τα μαλλιά μου στο πάτωμα, φάρμακα, σκισμένες σελίδες
σκισμενοι κόλποι γυναικών δολοφονημένων
κάποτε σε αγαπούσα
κάποτε λάτρευα την ανάσα σου
τώρα σπάω γυαλιά με τη γλώσσα μου
τώρα κάνω εκκλήσεις πάνω σε άψυχες φωτιές
(σκέψεις πάνω στο "ηλιοθεραπεια" του boy )
Thursday, March 17, 2011
αραγε
αραγε είμαι εγω η γυναίκα η μοιραία
που στην καταστροφή στέλνω τους άντρες
στον μισεμό, την τρέλα και την ξενιτιά
ή το θύμα που μόνο του ξεσκίζει τις σάρκες του
ανήμπορο και πολύ περήφανο να ζητήσει βοήθεια
με μόνη συντροφιά τα ουρλιαχτά του αργοπεθαίνει.
είμαι εγώ η γυναίκα που τους άνδρες στον πόθο σπρώχνει
σα σε γκρεμό ή φαράγγι
δαγκώνοντας τα δάχτυλά τους διαβάζοντας την ηδονή στα μάτια τους
ή η μοναξιά προσωποποιημένη
που τα ξημερώματα πεθαίνει αγγίζοντας το γυμνό κορμί της.
που στην καταστροφή στέλνω τους άντρες
στον μισεμό, την τρέλα και την ξενιτιά
ή το θύμα που μόνο του ξεσκίζει τις σάρκες του
ανήμπορο και πολύ περήφανο να ζητήσει βοήθεια
με μόνη συντροφιά τα ουρλιαχτά του αργοπεθαίνει.
είμαι εγώ η γυναίκα που τους άνδρες στον πόθο σπρώχνει
σα σε γκρεμό ή φαράγγι
δαγκώνοντας τα δάχτυλά τους διαβάζοντας την ηδονή στα μάτια τους
ή η μοναξιά προσωποποιημένη
που τα ξημερώματα πεθαίνει αγγίζοντας το γυμνό κορμί της.
Tuesday, March 08, 2011
χιονι
το χιόνι στη γλώσσα μου έχει γεύση γρανίτας-
ζάχαρη άχνη παγωμένη ίσως, καραμέλες μέντας.
μέσα στο κρύο βουλιάζει η αγάπη μου.
άσε με να σου πλέξω-ζεστά ρούχα να βάλεις την ψυχή σου.
άσε με να μαγέψω τις διαδρομές σου, να τις κάνω δυσπρόσβατες, με ρίζες δέντρου να σου κόβουν τη βιασύνη.
άσε με να σε αφήσω να παγώσεις για να σε λιώσω μετά.
εκεί στο τζάκι καίω το ομοίωμά σου,κλαδί κλαδί.
με τις αναθυμιάσεις φτιαχνω τελετές λευκής μαγείας.
αναπνέω κ εισπνέω πάγο- στα χείλη μου τα κρύσταλλά σου-οι χιονονιφάδες σου.
άσε με να σου κάψω τα χέρια με τον πάγο μου.
όταν έρθει η άνοιξη και οι δυο θα χουμε χαθει.
ζάχαρη άχνη παγωμένη ίσως, καραμέλες μέντας.
μέσα στο κρύο βουλιάζει η αγάπη μου.
άσε με να σου πλέξω-ζεστά ρούχα να βάλεις την ψυχή σου.
άσε με να μαγέψω τις διαδρομές σου, να τις κάνω δυσπρόσβατες, με ρίζες δέντρου να σου κόβουν τη βιασύνη.
άσε με να σε αφήσω να παγώσεις για να σε λιώσω μετά.
εκεί στο τζάκι καίω το ομοίωμά σου,κλαδί κλαδί.
με τις αναθυμιάσεις φτιαχνω τελετές λευκής μαγείας.
αναπνέω κ εισπνέω πάγο- στα χείλη μου τα κρύσταλλά σου-οι χιονονιφάδες σου.
άσε με να σου κάψω τα χέρια με τον πάγο μου.
όταν έρθει η άνοιξη και οι δυο θα χουμε χαθει.
Friday, March 04, 2011
αγριοσυκιες
ποτέ δεν μένει ατιμωρητος ο πόθος.
όσο κι αν σφίξεις τα χείλη σου, λουστείς με κρύο νερό
πάντα τα αγριόσυκα που δεν γεύτηκες θα πονουν τα χείλη σου
και θα τα βάφουν με το ζωμό τους.
φυτρωμένα στις άκρες του δρόμου
δίπλα στις πεταμένες σόμπες, τα κουτάκια μπύρας, το σπέρμα της προηγούμενης νύχτας
που διαλύεται στον αλμυρό αέρα
εκείνα θα φυτρώνουν.
όταν θα μου τα προσφέρεις
μαζί με τα κομμενα σου μαλλιά πάνω στον ασημένιο δίσκο
εγω θα κάνω ότι δε βλέπω.
θα τρίβω μόνο το άγριο γάλα τους στα χέρια μου
θα περιμένω το φίδι του πειρασμού να με δαγκώσει
κι έτσι θα περνούν τα δικά σου καλοκαίρια
όσο εγώ θα καίγομαι
-παίδες εν καμίνω-
και θα κλαίω το εφηβικό σώμα
που μόνο η φύση το χάρηκε.
όσο κι αν σφίξεις τα χείλη σου, λουστείς με κρύο νερό
πάντα τα αγριόσυκα που δεν γεύτηκες θα πονουν τα χείλη σου
και θα τα βάφουν με το ζωμό τους.
φυτρωμένα στις άκρες του δρόμου
δίπλα στις πεταμένες σόμπες, τα κουτάκια μπύρας, το σπέρμα της προηγούμενης νύχτας
που διαλύεται στον αλμυρό αέρα
εκείνα θα φυτρώνουν.
όταν θα μου τα προσφέρεις
μαζί με τα κομμενα σου μαλλιά πάνω στον ασημένιο δίσκο
εγω θα κάνω ότι δε βλέπω.
θα τρίβω μόνο το άγριο γάλα τους στα χέρια μου
θα περιμένω το φίδι του πειρασμού να με δαγκώσει
κι έτσι θα περνούν τα δικά σου καλοκαίρια
όσο εγώ θα καίγομαι
-παίδες εν καμίνω-
και θα κλαίω το εφηβικό σώμα
που μόνο η φύση το χάρηκε.
Wednesday, February 23, 2011
τι αξιζει τελικά?
γιατι τελικά ελάχιστα αξίζουν. ενα τσιγάρο στο μπαλκόνι τα μεσάνυχτα. εκείνη η στιγμή του έρωτα. τότε που σκαρφάλωσες στα βράχια και το αίμα έτρεχε στη θάλασσα. εκείνος ο καφές στο καράβι. η φωνή της μοσχολιού, απόγευμα, με παγωμένα χέρια.
το πρωί που κοιμόσουν δίπλα μου.
όταν γδύθηκες και κατάλαβα τι σήμαινε ομορφιά. η μια μοναδική παπαρούνα στο μονοπάτι.
κατι στίχοι τοθ Χριστιανοπουλου πεταμένοι στο γραφείο, το ακορντεόν να παιζει τραγούδια του Γκαρντελ,
και πάνω απο όλα
η καλωσύνη των ξένων.
το πρωί που κοιμόσουν δίπλα μου.
όταν γδύθηκες και κατάλαβα τι σήμαινε ομορφιά. η μια μοναδική παπαρούνα στο μονοπάτι.
κατι στίχοι τοθ Χριστιανοπουλου πεταμένοι στο γραφείο, το ακορντεόν να παιζει τραγούδια του Γκαρντελ,
και πάνω απο όλα
η καλωσύνη των ξένων.
Thursday, February 03, 2011
εκρηξη
φάρμακα νοσοκομεία εντατικές
παστίλιες για το βήχα
επιθανάτιοι ρόγχοι απολυμαντικά
κωδεινη λυσοπαινη οπιούχα
φλέγματα βλέννες βρώμικα νύχια
χαρτομάντιλα αποκλειστικές
κρύο βροχή μουσκεμένα παπούτσια
σκασμένα χείλια ανοιγμένο δέρμα
παυσίπονα αποχρεμπτικά
τσάι του βουνού φασκόμηλα
άβολες σεξουαλικές ορέξεις
μυκητιάσεις γυναικολογικές πλύσεις
λευκο ξίδι κολπικά υπόθετα
άγονο δέρμα μαύρα στίγματα
καλυμμένη ακμή με παχύ μακιγιάζ
άδεια καφενεία κυρίες με γούνες
στομαχικες πλύσεις ηρεμιστικά
σωληνάκια και κουμπιά
καταρροή των αισθήσεων
βουβαμάρα αναισθησία
θάνατος
παστίλιες για το βήχα
επιθανάτιοι ρόγχοι απολυμαντικά
κωδεινη λυσοπαινη οπιούχα
φλέγματα βλέννες βρώμικα νύχια
χαρτομάντιλα αποκλειστικές
κρύο βροχή μουσκεμένα παπούτσια
σκασμένα χείλια ανοιγμένο δέρμα
παυσίπονα αποχρεμπτικά
τσάι του βουνού φασκόμηλα
άβολες σεξουαλικές ορέξεις
μυκητιάσεις γυναικολογικές πλύσεις
λευκο ξίδι κολπικά υπόθετα
άγονο δέρμα μαύρα στίγματα
καλυμμένη ακμή με παχύ μακιγιάζ
άδεια καφενεία κυρίες με γούνες
στομαχικες πλύσεις ηρεμιστικά
σωληνάκια και κουμπιά
καταρροή των αισθήσεων
βουβαμάρα αναισθησία
θάνατος
Tuesday, February 01, 2011
αμυγδαλιες
αν ανθισαν οι αμυγδαλιές φέτος δεν είδα.
η πάχνη στο παράθυρό μου πυκνή-τα σύννεφα μολυβιά
με έπνιξε ο καπνός του τσιγάρου μου.
Κρυώνω.
Τα βράδια πια δεν ονειρεύομαι. Σκέψεις σα φύκια μπλεγμένα στα μαλλιά μου.
Αίμα στα χείλια μου που δεν τρέχει.
Ο αόρατος δήμιος με οδηγεί στην αγχόνη. Μαζί με τους συντρόφους μου τους μάγους.
Μαζί τους έφτιαξα φίλτρα που έπνιξαν αθώους.
Ανάμεσα στα πόδια μου ξεψύχησαν οι αγνοί.
Θα ματώσω και θα κλάψω και θα εξιλεώσω την κατάρα.
Αν η ψυχη μου βγει θα ριζωσει στα δέντρα.
η πάχνη στο παράθυρό μου πυκνή-τα σύννεφα μολυβιά
με έπνιξε ο καπνός του τσιγάρου μου.
Κρυώνω.
Τα βράδια πια δεν ονειρεύομαι. Σκέψεις σα φύκια μπλεγμένα στα μαλλιά μου.
Αίμα στα χείλια μου που δεν τρέχει.
Ο αόρατος δήμιος με οδηγεί στην αγχόνη. Μαζί με τους συντρόφους μου τους μάγους.
Μαζί τους έφτιαξα φίλτρα που έπνιξαν αθώους.
Ανάμεσα στα πόδια μου ξεψύχησαν οι αγνοί.
Θα ματώσω και θα κλάψω και θα εξιλεώσω την κατάρα.
Αν η ψυχη μου βγει θα ριζωσει στα δέντρα.
Monday, January 31, 2011
δεν προλαβαμε
δεν προλάβαμε να δουμε εκείνο το έργο στο σινεμά που περιμέναμε
δεν αγοράσαμε εκείνο το μπαούλο που είδαμε στη βιτρίνα
δεν με είδες να σου γράφω γράμματα
δεν ακούσαμε εκείνο το τραγούδι που έλεγε η Μοσχολιού
δεν πήγαμε βόλτα στα Μεσόγεια
δεν με είδες να βρέχω τα μαξιλάρια μου με δάκρυα
να κλείνω να τηλέφωνα
να δαγκώνω τη γροθιά μου
να κρύβομαι από τον κόσμο
όταν ήμασταν μαζί δεν υπήρχε μέλλον. Ήμασταν ακίνητοι στο χρόνο.
Μόνο αέρας, θάλασσα και γη.
Και εσύ ήσουν η φωτιά.
Και σβήνεις, και τα χέρια μου δεν μπορούν να σηκωσουν άλλα ξύλα.
δεν αγοράσαμε εκείνο το μπαούλο που είδαμε στη βιτρίνα
δεν με είδες να σου γράφω γράμματα
δεν ακούσαμε εκείνο το τραγούδι που έλεγε η Μοσχολιού
δεν πήγαμε βόλτα στα Μεσόγεια
δεν με είδες να βρέχω τα μαξιλάρια μου με δάκρυα
να κλείνω να τηλέφωνα
να δαγκώνω τη γροθιά μου
να κρύβομαι από τον κόσμο
όταν ήμασταν μαζί δεν υπήρχε μέλλον. Ήμασταν ακίνητοι στο χρόνο.
Μόνο αέρας, θάλασσα και γη.
Και εσύ ήσουν η φωτιά.
Και σβήνεις, και τα χέρια μου δεν μπορούν να σηκωσουν άλλα ξύλα.
Monday, January 24, 2011
...
καμια φορά
αναπολώ την ομορφιά σου
όπως χτες
που το τρένο κυλούσε αργά πάνω στις ράγες
κι εγώ σκεφτόμουν τις ρυτίδες που ακόμα στο πρόσωπό σου δεν ήρθαν
αυτή την ειρωνία του προσώπου σου
την αναίδεια του κορμιού σου-τη σκληρότητα του δικού μου.
και εκείνο το μαχαίρι στη μπότα μου-το κρύο ατσάλι των ματιών σου.
δεν αγγιχτήκαμε εκείνη τη βραδιά που έκαιγε ο κόσμος και καιγόταν.
έβγαλα μόνο το κραγιόν μου με τα δάχτυλα
και πάνω στην κοιλιά μου τα σημάδια
ήταν τα δικά σου.
αναπολώ την ομορφιά σου
όπως χτες
που το τρένο κυλούσε αργά πάνω στις ράγες
κι εγώ σκεφτόμουν τις ρυτίδες που ακόμα στο πρόσωπό σου δεν ήρθαν
αυτή την ειρωνία του προσώπου σου
την αναίδεια του κορμιού σου-τη σκληρότητα του δικού μου.
και εκείνο το μαχαίρι στη μπότα μου-το κρύο ατσάλι των ματιών σου.
δεν αγγιχτήκαμε εκείνη τη βραδιά που έκαιγε ο κόσμος και καιγόταν.
έβγαλα μόνο το κραγιόν μου με τα δάχτυλα
και πάνω στην κοιλιά μου τα σημάδια
ήταν τα δικά σου.
Friday, October 29, 2010
πιερ παολο
Τι όμορφος που ήσουν Πιερ Πάολο μέσα στα λευκά.
Τι κι αν ήταν σάβανα.
Τι όμορφος που ήσουν κι εσύ χτες έτσι όπως έπεφτε πάνω σου το φως του δρόμου.
Ήθελα να σε ρωτήσω αν με αγαπάς-μα δεν το τόλμησα, ήταν γλυκειά η στιγμή, ήταν παγωμένο το στόμα.
Το βράδυ χαράζω σχήματα στο χώμα. Χωράει, σκέφτομαι, η τρέλα μου σε κουτάκια?
με τα δάχτυλά μου σφίγγω το χώμα, το πιέζω, το αφήνω.
τι όμορφα που κάθε τι ωραίο πεθαινει-κι ετσι πάντα πικρά το νοσταλγούμε.
δεν χρειάζεται καν να πούμε την αλήθεια που χρειαζόταν τότε.
Τι είπες εκείνη τη στιγμή στο δολοφόνο σου,Πιερ Πάολο?
Τι κι αν ήταν σάβανα.
Τι όμορφος που ήσουν κι εσύ χτες έτσι όπως έπεφτε πάνω σου το φως του δρόμου.
Ήθελα να σε ρωτήσω αν με αγαπάς-μα δεν το τόλμησα, ήταν γλυκειά η στιγμή, ήταν παγωμένο το στόμα.
Το βράδυ χαράζω σχήματα στο χώμα. Χωράει, σκέφτομαι, η τρέλα μου σε κουτάκια?
με τα δάχτυλά μου σφίγγω το χώμα, το πιέζω, το αφήνω.
τι όμορφα που κάθε τι ωραίο πεθαινει-κι ετσι πάντα πικρά το νοσταλγούμε.
δεν χρειάζεται καν να πούμε την αλήθεια που χρειαζόταν τότε.
Τι είπες εκείνη τη στιγμή στο δολοφόνο σου,Πιερ Πάολο?
Thursday, October 28, 2010
Sunday, August 22, 2010
τα κύματα που δεν έσπασαν στους βράχους
Και το μόνο που θα μείνει από μας,
δυο μπουκάλια άρωμα, άμμος στα παπούτσια και τις τσάντες μας,
μισοτελειωμένα βιβλία, ταινίες που δεν προλάβαμε να δούμε, εκδρομές που δεν σχεδιάσαμε,
ένα στρωμένο κρεβάτι που δε θα προδώσει τα μυστικά που είχαμε
-διπλωμένα σεντόνια, μια νυχτικιά με σατέν κορδέλα προσεκτικά απλωμένη-
δυο εισητήρια από μουσεία που επισκεπτήκαμε, μισοτελειωμένα φλιτζάνια τσάι
πεταμένα φίλτρα καφέ.
Δυο φορέματα που δεν είδες να φοράω.
Εκείνο που σου άρεσε δεν θα το ξαναβάλω-το μπλε μαρέν με τη δαντέλα σα να κουρέλιασε, σα να ξεχείλωσε το στρίφωμά του-
κι ας είναι πλυμένο και σιδερωμένο στη ντουλάπα μου.
Όταν θα σε βλέπω καμιά φορά στο δρόμο, θα λέω από μέσα μου
πως ίσως, τότε που τα φώτα για ένα λεπτό έσβησαν, για μια στιγμή να με αγάπησες.
Και μετά θα σκεπάζομαι όπως σαβανώνουν τους νεκρούς.
Με τα χέρια σταυρωμένα και τα χείλη στεγνά
θα σιγοτραγουδάω
για τα παιδιά μας που δεν γεννήθηκαν, τις νύχτες που δεν αγκαλιαστήκαμε,
τα κρύα πρωινά που δεν μου κράτησες το χέρι.
Τα μεσάνυχτα, κάποιος θα μου βρέξει τα χείλη με ένα βαμβάκι.
Ίσως να είσαι εσύ.
Ίσως πάλι, και όχι.
δυο μπουκάλια άρωμα, άμμος στα παπούτσια και τις τσάντες μας,
μισοτελειωμένα βιβλία, ταινίες που δεν προλάβαμε να δούμε, εκδρομές που δεν σχεδιάσαμε,
ένα στρωμένο κρεβάτι που δε θα προδώσει τα μυστικά που είχαμε
-διπλωμένα σεντόνια, μια νυχτικιά με σατέν κορδέλα προσεκτικά απλωμένη-
δυο εισητήρια από μουσεία που επισκεπτήκαμε, μισοτελειωμένα φλιτζάνια τσάι
πεταμένα φίλτρα καφέ.
Δυο φορέματα που δεν είδες να φοράω.
Εκείνο που σου άρεσε δεν θα το ξαναβάλω-το μπλε μαρέν με τη δαντέλα σα να κουρέλιασε, σα να ξεχείλωσε το στρίφωμά του-
κι ας είναι πλυμένο και σιδερωμένο στη ντουλάπα μου.
Όταν θα σε βλέπω καμιά φορά στο δρόμο, θα λέω από μέσα μου
πως ίσως, τότε που τα φώτα για ένα λεπτό έσβησαν, για μια στιγμή να με αγάπησες.
Και μετά θα σκεπάζομαι όπως σαβανώνουν τους νεκρούς.
Με τα χέρια σταυρωμένα και τα χείλη στεγνά
θα σιγοτραγουδάω
για τα παιδιά μας που δεν γεννήθηκαν, τις νύχτες που δεν αγκαλιαστήκαμε,
τα κρύα πρωινά που δεν μου κράτησες το χέρι.
Τα μεσάνυχτα, κάποιος θα μου βρέξει τα χείλη με ένα βαμβάκι.
Ίσως να είσαι εσύ.
Ίσως πάλι, και όχι.
Friday, May 14, 2010
the queen
η βασίλισσα των Κυκλάδων με καλεί.
Και σαν ναύτης που περιμένει να πιάσει το λιμάνι,
διαλέγω πουκάμισα ριγέ και χοντρά βαμβάκια, σηκώνω τα μανίκια ξανά,
καλύπτω το καμένο μου χέρι -μα όχι τελείως- να βλέπω το χρόνο στον καρπό μου να ξαναγεννιέται
και ξεχνάω να ξυπνήσω την αυγή, να καλωσορίσω τα πουλιά στο μπαλκόνι.
Ποιο άρωμα να διαλέξω- τον κάλυκα της δροσιάς, το πράσινο τσάι της Άπω Ανατολής, βανίλια βερύκοκο, το φιλί της Ρώμης, την απόδραση από το άστυ-
ποιο χρώμα για τα μάγουλά μου, μπρούντζινο σαν αρχαίο κεραμικό, κόκκινο σαν το αίμα του μήνα μου, ροδαλό σαν τα χείλη μου, κοραλί σαν τα κοράλλια που έψαχνα μικρή
μέσα στα καταστήματα γυρνώ σαν το δερβίση.
Και γράφω πάλι λέξεις κομμένες σαν την αλυσίδα που με κρατούσε σαν ομφάλιος λώρος,
πέφτω στα λάθη μου όπως άλλοι στα βράχια
αγγίζω το λαιμό μου σαν τη μητέρα μου τις άυπνες της νύχτες.
"Herr God, Herr Lucifer
beware, beware.
Out of the ash I reach with my red hair
and I eat men like air"
Sylvia Plath
Και σαν ναύτης που περιμένει να πιάσει το λιμάνι,
διαλέγω πουκάμισα ριγέ και χοντρά βαμβάκια, σηκώνω τα μανίκια ξανά,
καλύπτω το καμένο μου χέρι -μα όχι τελείως- να βλέπω το χρόνο στον καρπό μου να ξαναγεννιέται
και ξεχνάω να ξυπνήσω την αυγή, να καλωσορίσω τα πουλιά στο μπαλκόνι.
Ποιο άρωμα να διαλέξω- τον κάλυκα της δροσιάς, το πράσινο τσάι της Άπω Ανατολής, βανίλια βερύκοκο, το φιλί της Ρώμης, την απόδραση από το άστυ-
ποιο χρώμα για τα μάγουλά μου, μπρούντζινο σαν αρχαίο κεραμικό, κόκκινο σαν το αίμα του μήνα μου, ροδαλό σαν τα χείλη μου, κοραλί σαν τα κοράλλια που έψαχνα μικρή
μέσα στα καταστήματα γυρνώ σαν το δερβίση.
Και γράφω πάλι λέξεις κομμένες σαν την αλυσίδα που με κρατούσε σαν ομφάλιος λώρος,
πέφτω στα λάθη μου όπως άλλοι στα βράχια
αγγίζω το λαιμό μου σαν τη μητέρα μου τις άυπνες της νύχτες.
"Herr God, Herr Lucifer
beware, beware.
Out of the ash I reach with my red hair
and I eat men like air"
Sylvia Plath
Saturday, May 08, 2010
ebben?
δεν γράφω πια για τις ημέρες της θλίψης.
Ίσως τα πράγματα που βλέπω- δυο νεκροί σκατζόχοιροι στη σειρά σαν στρατιώτες πεσμένοι στη μάχη, ο εκτυφλωτικός ήλιος τα μεσημέρια που κάνει όλα τα αντικείμενα να κολυμπούν στο φως, τα κύματα-
να μην υπάρχουν, να τα βλέπω μόνο εγώ
και να είναι μόνο οι νεκρές ψυχές πραγματικότητα, ο επιθανάτιος ρόγχος, οι αναθυμιάσεις των μολυσμένων πόλεων, το ουρλιαχτό του λύκου στην καρδιά μου.
Κι έτσι δεν θέλω να γράφω πια.
Το σώμα δεν πεινάει, δεν διψάει για συγκινήσεις.
Τα μάτια χόρτασαν αντανακλάσεις.
Και λερώνω τα χέρια μο με μπογιές και στολίδια, τραβάω τα βλέφαρά μου να μην πέσουν
σα γκροτέσκα μάσκα,
μουτζουρώνω τα χείλη μου με μελάνι, κρατάω το κοντάρι της σκούπας με καμάρι.
Δεν ξέρω τι να γράψω πια σε εκείνους που με άκουγαν-
καπνίζω, αγγίζω επιφάνειες, αφουγκράζομαι τις καμινάδες
μήπως βγάλουν καπνό, παρόλο που έρχεται το καλοκαίρι.
Ίσως τα πράγματα που βλέπω- δυο νεκροί σκατζόχοιροι στη σειρά σαν στρατιώτες πεσμένοι στη μάχη, ο εκτυφλωτικός ήλιος τα μεσημέρια που κάνει όλα τα αντικείμενα να κολυμπούν στο φως, τα κύματα-
να μην υπάρχουν, να τα βλέπω μόνο εγώ
και να είναι μόνο οι νεκρές ψυχές πραγματικότητα, ο επιθανάτιος ρόγχος, οι αναθυμιάσεις των μολυσμένων πόλεων, το ουρλιαχτό του λύκου στην καρδιά μου.
Κι έτσι δεν θέλω να γράφω πια.
Το σώμα δεν πεινάει, δεν διψάει για συγκινήσεις.
Τα μάτια χόρτασαν αντανακλάσεις.
Και λερώνω τα χέρια μο με μπογιές και στολίδια, τραβάω τα βλέφαρά μου να μην πέσουν
σα γκροτέσκα μάσκα,
μουτζουρώνω τα χείλη μου με μελάνι, κρατάω το κοντάρι της σκούπας με καμάρι.
Δεν ξέρω τι να γράψω πια σε εκείνους που με άκουγαν-
καπνίζω, αγγίζω επιφάνειες, αφουγκράζομαι τις καμινάδες
μήπως βγάλουν καπνό, παρόλο που έρχεται το καλοκαίρι.
Saturday, December 12, 2009
φοβαμαι
φοβάμαι τα κρύα πρωινά που δεν έχω τι να κάνω.
βρίσκω δουλειές περίπλοκες, ανακατώνω συρτάρια τακτοποιημένα,
τσαλακώνω ρούχα κολλαριστά, τρίβω πλακάκια με δηλητήρια.
και η λευκή κόλλα εκεί.
μα εμένα με τραβάει η σκόνη στα ράφια και τα άχρηστα χαρτιά.
θυμάμαι μέρες γενικής καθαριότητας-η γιαγιά μου με σηκωμένα μανίκια και πιασμένα μαλλιά, νερά να τρέχουν, οι άντρες κάπου εξορισμένοι
σκέτος ελληνικός στο τραπέζι της κουζίνας
κόλλα για τα ασπρόρουχα και σύρμα για τις κατσαρόλες
αγορασμένο από την οδό Αθηνάς μια μέρα σαν κι αυτή
μα τα χέρια μου δεν πηγαίνουν.
και το γραψιμο πιο δύσκολο από το σήκωμα των επίπλων
-ο ίδιος πόνος στο στήθος, κάπου χαμηλά-
και το πετάρισμα της ανυπομονησίας στο δωμάτιο
το καντήλι στο τζάκι να σβήνει από ένα φύσημα αόρατο
τα υγρά του στομαχιού να ανεβαίνουν και να μην τα σταματάει η θέληση
παυσίπονα τσάι σοκολάτες αλεύρι
αργία μήτηρ πάσης κακίας
γλυκό μου βάσανο.
βρίσκω δουλειές περίπλοκες, ανακατώνω συρτάρια τακτοποιημένα,
τσαλακώνω ρούχα κολλαριστά, τρίβω πλακάκια με δηλητήρια.
και η λευκή κόλλα εκεί.
μα εμένα με τραβάει η σκόνη στα ράφια και τα άχρηστα χαρτιά.
θυμάμαι μέρες γενικής καθαριότητας-η γιαγιά μου με σηκωμένα μανίκια και πιασμένα μαλλιά, νερά να τρέχουν, οι άντρες κάπου εξορισμένοι
σκέτος ελληνικός στο τραπέζι της κουζίνας
κόλλα για τα ασπρόρουχα και σύρμα για τις κατσαρόλες
αγορασμένο από την οδό Αθηνάς μια μέρα σαν κι αυτή
μα τα χέρια μου δεν πηγαίνουν.
και το γραψιμο πιο δύσκολο από το σήκωμα των επίπλων
-ο ίδιος πόνος στο στήθος, κάπου χαμηλά-
και το πετάρισμα της ανυπομονησίας στο δωμάτιο
το καντήλι στο τζάκι να σβήνει από ένα φύσημα αόρατο
τα υγρά του στομαχιού να ανεβαίνουν και να μην τα σταματάει η θέληση
παυσίπονα τσάι σοκολάτες αλεύρι
αργία μήτηρ πάσης κακίας
γλυκό μου βάσανο.
Thursday, December 10, 2009
κι ο δεκεμβρης..
άσχημα που φαίνονται τα σπίτια
που δεν έχουν στα παράθυρα κουρτίνες.
σα να περιμένουν το ληστή να τους δώσει συντροφιά.
happily ever after.
και το μυαλό μου μια έρημος. δουλεύω πασαλείβοντας τα δάχτυλά μου με βερνίκι νυχιών και εισπνέοντας τις αναθυμιάσεις, καίγοντας τα χείλη μου με μαύρο τσάι, φυσώντας τον καπνό στα μάτια μου.
closing time.
κάποτε σε ερωτεύτηκα-όταν ήμουν όμορφη και τα λουλούδια στα μαλλιά μου δε σάπιζαν.
κάποτε σε ερωτεύτηκα, είχαν τα μάτια σου την περιέργεια της αλεπούς χωρίς θήραμα.
κάποτε ήμουν εγώ το θήραμα. τώρα είμαι ο θύτης με συνείδηση.
και τα βράδια τσαλακώνω την περήφανη ψυχή μου
τα μαύρα μάτια μου
τα λευκά μου όνειρα
και χαιδεύω τα τραχιά δάχτυλα της ζωής μου.
it looks like freedom, but it feels like death.
it's closing time.
που δεν έχουν στα παράθυρα κουρτίνες.
σα να περιμένουν το ληστή να τους δώσει συντροφιά.
happily ever after.
και το μυαλό μου μια έρημος. δουλεύω πασαλείβοντας τα δάχτυλά μου με βερνίκι νυχιών και εισπνέοντας τις αναθυμιάσεις, καίγοντας τα χείλη μου με μαύρο τσάι, φυσώντας τον καπνό στα μάτια μου.
closing time.
κάποτε σε ερωτεύτηκα-όταν ήμουν όμορφη και τα λουλούδια στα μαλλιά μου δε σάπιζαν.
κάποτε σε ερωτεύτηκα, είχαν τα μάτια σου την περιέργεια της αλεπούς χωρίς θήραμα.
κάποτε ήμουν εγώ το θήραμα. τώρα είμαι ο θύτης με συνείδηση.
και τα βράδια τσαλακώνω την περήφανη ψυχή μου
τα μαύρα μάτια μου
τα λευκά μου όνειρα
και χαιδεύω τα τραχιά δάχτυλα της ζωής μου.
it looks like freedom, but it feels like death.
it's closing time.
Sunday, November 01, 2009
μέσα στις συνοικίες
μπήκε ξαφνικά το κρύο μέσα στη ραχοκοκκαλιά,
εκεί, δίπλα στις ψησταριές και τα οπωρωπωλεία
με πεπόνια θράκης στα τελάρα.
ένα πακέτο καρέλια στα πόδια μου.
και κάθε μέρα ένας άνθρωπος πεθαίνει.
τα σαββατόβραδα, που μαθαίνεις τα νέα
καθώς βάζεις τα σκουλιαρίκια σου στον καθρέφτη, ή όταν μισοκοιμάσαι στον καναπέ.
και δεν έχεις τι να πεις.
ή έχεις να πεις πολλά, όλα εξίσου άχρηστα.
Ισως να κουκουλωθείς με την κουβέρτα. Ίσως να πιεις, μονορούφι,το κονιάκ που κρατούσες για τα γλυκά σου.
Ίσως και να ζήλεψεις. (" Αμαρτία" -η φωνή της νεκρής μάνας σου στα αυτιά σου σαν κρότος)
Στα νησιά φυσάει άγρια όπως φυσάει συνήθως τέτοια εποχή.
Σήμερα, των Αγίων Αναργύρων ανήμερα, έσφαξαν κατσικάκι.
Το έβρεξαν με κρασί στη γλώσσα.
Ταυτόχρονα αμέτρητοι Αθηναίοι δεν μπορούσαν να συνέλθουν από το χτεσινό μεθύσι.
Και το κρύο να σου κόβει το αίμα.
Ουδείς αναντικατάστατος.
Και περιμένεις τη σειρά σου-αργά, βασανιστικά , ίσως με μια ελπίδα στην άκρη του ματιού
ίσως να ξέρουμε όλοι τους τίτλους του τέλους.
εκεί, δίπλα στις ψησταριές και τα οπωρωπωλεία
με πεπόνια θράκης στα τελάρα.
ένα πακέτο καρέλια στα πόδια μου.
και κάθε μέρα ένας άνθρωπος πεθαίνει.
τα σαββατόβραδα, που μαθαίνεις τα νέα
καθώς βάζεις τα σκουλιαρίκια σου στον καθρέφτη, ή όταν μισοκοιμάσαι στον καναπέ.
και δεν έχεις τι να πεις.
ή έχεις να πεις πολλά, όλα εξίσου άχρηστα.
Ισως να κουκουλωθείς με την κουβέρτα. Ίσως να πιεις, μονορούφι,το κονιάκ που κρατούσες για τα γλυκά σου.
Ίσως και να ζήλεψεις. (" Αμαρτία" -η φωνή της νεκρής μάνας σου στα αυτιά σου σαν κρότος)
Στα νησιά φυσάει άγρια όπως φυσάει συνήθως τέτοια εποχή.
Σήμερα, των Αγίων Αναργύρων ανήμερα, έσφαξαν κατσικάκι.
Το έβρεξαν με κρασί στη γλώσσα.
Ταυτόχρονα αμέτρητοι Αθηναίοι δεν μπορούσαν να συνέλθουν από το χτεσινό μεθύσι.
Και το κρύο να σου κόβει το αίμα.
Ουδείς αναντικατάστατος.
Και περιμένεις τη σειρά σου-αργά, βασανιστικά , ίσως με μια ελπίδα στην άκρη του ματιού
ίσως να ξέρουμε όλοι τους τίτλους του τέλους.
Wednesday, October 28, 2009
ιωσήφ
εκατομμύρια οδήγησες στο θάνατο
κι εκείνοι σε δόξαζαν
οι οικογένειες ων νεκρών, τα θύματα από τις δίκες σου, οι εργάτες στα καταναγκαστικά σου έργα.
τσάρε της φρίκης.
έγινες εφιάλτης και λατρεύτηκες.
και σιωπηλά, μασούσες το στόμιο της πίπας σου.
κατω από το αρρωστημένο φως του γραφείου σου δεν φαίνονταν τα σημάδια της ευλογιάς.
γιε του Καυκάσου. Απόγονε του Προμηθέα.
Τι κι αν η φωτιά που έδωσες σκότωνε με τις αναθυμιάσεις της.
Και νίκησες. Με αμέτρητα κομμένα μέλη και σφαίρες στο λαιμό.
ένας στρατός φρίκης γυρνούσε από το μέτωπο. τους εκτέλεσες.
ο γιος σου έπεσε στα ηλεκτροφόρα σύρματα.
κι εσύ γύρισες τη σελίδα της πράβντα.
κι έγινες θεός. με τα κίτρινα μάτια του αρπακτικού.
θεέ ασιάτη, Βάαλ της Σιβηρίας, δε χόρταινες.
στα σωθικά σου θυσίαζαν ζωές και ιδέες και ελπίδες.
Το αγαπημένο σου βιβλίο ήταν ο Ιβάν ο Τρομερός.
Ποιος Δρ. Φάουστ, ποιος Μεφιστοφελής.
Είναι η μοίρα να μισούν τους δυνατούς.
Ειναι η μοιρα να μισούν τους επιζώντες.
Είναι κρίμα να μη μπορείς να δικαιολογηθείς.
Και κάτω από τις κοζακικές λόγχες
που μίσησες
τα άγρυπνα μάτια του Μπέρια
όλες τις επαναστάσεις που πνίγηκαν στο αίμα
πάντα κάτι τέτοιες μέρες σε θυμάμαι,
Ιωσήφ Βισαριόνοβιτς Γιουγκασβίλι, γιε του τσαγκάρη.
κι εκείνοι σε δόξαζαν
οι οικογένειες ων νεκρών, τα θύματα από τις δίκες σου, οι εργάτες στα καταναγκαστικά σου έργα.
τσάρε της φρίκης.
έγινες εφιάλτης και λατρεύτηκες.
και σιωπηλά, μασούσες το στόμιο της πίπας σου.
κατω από το αρρωστημένο φως του γραφείου σου δεν φαίνονταν τα σημάδια της ευλογιάς.
γιε του Καυκάσου. Απόγονε του Προμηθέα.
Τι κι αν η φωτιά που έδωσες σκότωνε με τις αναθυμιάσεις της.
Και νίκησες. Με αμέτρητα κομμένα μέλη και σφαίρες στο λαιμό.
ένας στρατός φρίκης γυρνούσε από το μέτωπο. τους εκτέλεσες.
ο γιος σου έπεσε στα ηλεκτροφόρα σύρματα.
κι εσύ γύρισες τη σελίδα της πράβντα.
κι έγινες θεός. με τα κίτρινα μάτια του αρπακτικού.
θεέ ασιάτη, Βάαλ της Σιβηρίας, δε χόρταινες.
στα σωθικά σου θυσίαζαν ζωές και ιδέες και ελπίδες.
Το αγαπημένο σου βιβλίο ήταν ο Ιβάν ο Τρομερός.
Ποιος Δρ. Φάουστ, ποιος Μεφιστοφελής.
Είναι η μοίρα να μισούν τους δυνατούς.
Ειναι η μοιρα να μισούν τους επιζώντες.
Είναι κρίμα να μη μπορείς να δικαιολογηθείς.
Και κάτω από τις κοζακικές λόγχες
που μίσησες
τα άγρυπνα μάτια του Μπέρια
όλες τις επαναστάσεις που πνίγηκαν στο αίμα
πάντα κάτι τέτοιες μέρες σε θυμάμαι,
Ιωσήφ Βισαριόνοβιτς Γιουγκασβίλι, γιε του τσαγκάρη.
Tuesday, October 27, 2009
μαλβίνα
κι εσύ
πίστεψες στον έρωτα
με όλο σου το είναι-κι έγινες σκλάβα και σκλαβιά, μέσα στην επανάσταση των ιδεών σου.
και έκανες αρχαίες θυσίες
αντί για λάδι και στάρι και κρασί
έφτιαχνες πιάτα με τζίντζερ και κάρυ, κάρδαμο και μέλι
να κατευνάσουν τη γλώσσα, να κατευνάσουν τους θεούς
την τρικυμία στην καρδιά
σιδέρωνες τα παντελόνια με άψογη τσάκιση, έψηνες ελληνικό με παχύ καιμάκι
πάνω σε ελβετικά κεντήματα, χειρόγραφα του Χειμωνά, το αστέρι του Δαυίδ.
Με μουσική υπόκρουση Ζυλιέτ Γκρεκό, έγραφες με πυρετό στη σάρκα.
Σε θυμάμαι να μιλάς για αμερικάνικες αγορές και ρούχα από τον Ρομέο Τζίλι.
Μου άρεσαν τα μάτια σου.
Μου άρεσε που δε φοβόσουν κανέναν.
Όταν παντρεύτηκες στενοχωρήθηκα. Ήθελα να είσαι ελεύθερη.
Κι εγώ ήθελα να 'μαι σαν κι εσένα.
Αδωνάι! Αδωνάι!
Σε είδα μια φορά στον ύπνο μου
κρατουσες ένα ποτήρι σαμπάνια, φορούσες μια λευκή γούνα.
Δεν ήθελα πια να 'μαι σαν εσένα.
Κι όμως φοβόσουν, είναι αλήθεια.
Την τρέλα του έρωτα όμως δεν τη φοβήθηκες ποτέ.
Ισως να ταν και το μεγαλείο σου αυτό. Ισως και η αχίλλειος πτέρνα.
Κι εγώ που δε δέχτηκα σε κανέναν να μαι υπόδουλη
και όταν με φιλούσαν εγώ κλωτσούσα
δε φοβάμαι και ξέρω πια πως δε σου μοιάζω.
Κι έτσι σε φίλησα στο μέτωπο
ήταν ίσως χαραυγή και έβγαινε ο ήλιος κόκκινος
και με τα αχτένιστα μαλλιά μου, τσαλάκωσα την άκρη του φουστανιού μου
(χρώμα κρεμ, ζεστό ρυζόγαλο με κανέλα χυμένο)
και είπα αμήν, ο νεκρός δεδικαίωται.
Πάντα.
πίστεψες στον έρωτα
με όλο σου το είναι-κι έγινες σκλάβα και σκλαβιά, μέσα στην επανάσταση των ιδεών σου.
και έκανες αρχαίες θυσίες
αντί για λάδι και στάρι και κρασί
έφτιαχνες πιάτα με τζίντζερ και κάρυ, κάρδαμο και μέλι
να κατευνάσουν τη γλώσσα, να κατευνάσουν τους θεούς
την τρικυμία στην καρδιά
σιδέρωνες τα παντελόνια με άψογη τσάκιση, έψηνες ελληνικό με παχύ καιμάκι
πάνω σε ελβετικά κεντήματα, χειρόγραφα του Χειμωνά, το αστέρι του Δαυίδ.
Με μουσική υπόκρουση Ζυλιέτ Γκρεκό, έγραφες με πυρετό στη σάρκα.
Σε θυμάμαι να μιλάς για αμερικάνικες αγορές και ρούχα από τον Ρομέο Τζίλι.
Μου άρεσαν τα μάτια σου.
Μου άρεσε που δε φοβόσουν κανέναν.
Όταν παντρεύτηκες στενοχωρήθηκα. Ήθελα να είσαι ελεύθερη.
Κι εγώ ήθελα να 'μαι σαν κι εσένα.
Αδωνάι! Αδωνάι!
Σε είδα μια φορά στον ύπνο μου
κρατουσες ένα ποτήρι σαμπάνια, φορούσες μια λευκή γούνα.
Δεν ήθελα πια να 'μαι σαν εσένα.
Κι όμως φοβόσουν, είναι αλήθεια.
Την τρέλα του έρωτα όμως δεν τη φοβήθηκες ποτέ.
Ισως να ταν και το μεγαλείο σου αυτό. Ισως και η αχίλλειος πτέρνα.
Κι εγώ που δε δέχτηκα σε κανέναν να μαι υπόδουλη
και όταν με φιλούσαν εγώ κλωτσούσα
δε φοβάμαι και ξέρω πια πως δε σου μοιάζω.
Κι έτσι σε φίλησα στο μέτωπο
ήταν ίσως χαραυγή και έβγαινε ο ήλιος κόκκινος
και με τα αχτένιστα μαλλιά μου, τσαλάκωσα την άκρη του φουστανιού μου
(χρώμα κρεμ, ζεστό ρυζόγαλο με κανέλα χυμένο)
και είπα αμήν, ο νεκρός δεδικαίωται.
Πάντα.
Monday, October 19, 2009
τα απόνερα της καρδιάς μας
θα έρθει
χορεύοντας ένα παλιό ζειμπέκικο
στον ρυθμό αυτών των εννέα ογδώων θα σηκώσει τις φτέρνες του
ένα δρεπάνι λουστρίνι
η γλυκιά γεύση του ατσαλιού πάνω στη γλώσσα
"θεέ μου, τη δεύτερη φορά.." κι αν δεν υπάρξει πρώτη, αναρωτιέμαι
δεν πίστεψα στον έρωτα μα εκείνος με κηνυγά
κι εγώ σαν θήραμα αβοήθητο τεντώνω τα αυτιά μου
στηλώνω τα μάτια μου
και να κουνηθώ δεν μπορώ
θα έρθει χορεύοντας στον ρυθμό των εννέα ογδώων
θα με ζητήσει για ντάμα
θα χώσει στο στήθος μου μια τανάλια
να με σφίγγει όταν θα σε σκέφτομαι
κι εγώ με τα χέρια μέχρι τους αγκώνες στις σαπουνάδες
κρύβομαι από τα σύννεφα, για να μην καώ
από τη δική μου την αντανάκλαση.
χορεύοντας ένα παλιό ζειμπέκικο
στον ρυθμό αυτών των εννέα ογδώων θα σηκώσει τις φτέρνες του
ένα δρεπάνι λουστρίνι
η γλυκιά γεύση του ατσαλιού πάνω στη γλώσσα
"θεέ μου, τη δεύτερη φορά.." κι αν δεν υπάρξει πρώτη, αναρωτιέμαι
δεν πίστεψα στον έρωτα μα εκείνος με κηνυγά
κι εγώ σαν θήραμα αβοήθητο τεντώνω τα αυτιά μου
στηλώνω τα μάτια μου
και να κουνηθώ δεν μπορώ
θα έρθει χορεύοντας στον ρυθμό των εννέα ογδώων
θα με ζητήσει για ντάμα
θα χώσει στο στήθος μου μια τανάλια
να με σφίγγει όταν θα σε σκέφτομαι
κι εγώ με τα χέρια μέχρι τους αγκώνες στις σαπουνάδες
κρύβομαι από τα σύννεφα, για να μην καώ
από τη δική μου την αντανάκλαση.
Saturday, September 19, 2009
τα πλοία που φεύγουν σα φαντάσματα
ξανά ξημερώματα βρίσκομαι στα λιμάνια
μια μπάλα στο στομάχι δυο χτυπήματα στην καρδιά
στον αέρα ακόμα η τσίκνα και τα καμένα λάδια στο πεζοδρόμιο
πειραιάς άγιος σπυρίδωνας σταθμός ηλεκτρικός
τα πορνοπεριοδικά στα περίπτερα δυο πεταμένα χαρτάκια από γκοφρέτα αποτσίγαρα
μια βροχή που δεν έρχεται
μια ζωή που δεν έρχεται.
Θα θελα να άκουγα λίγο Αζναβούρ λίγο Ζακ Μπρελ
λιπαρό δέρμα νύχια φαγωμένα
και ποια είσαι εσύ που θα μου πεις τι θα κάνω
ne me quitte pas άρωμα bois des iles
κίτρινα λουλούδια στα μάτια μου ανθίζουν στα θάλασσα
κι όμως δεν είναι ψέμα
-τα μυστικά σου φανερώθηκαν-
η ραφή στην κάλτσα σου, το στιλέττο στη μπότα σου
σε φιλώ γλυκά και σε μισώ θανάσιμα
με λίγο νάζι και οργή, τρίξιμο των δοντιών
κι αέρα στα πανιά μου.
μια μπάλα στο στομάχι δυο χτυπήματα στην καρδιά
στον αέρα ακόμα η τσίκνα και τα καμένα λάδια στο πεζοδρόμιο
πειραιάς άγιος σπυρίδωνας σταθμός ηλεκτρικός
τα πορνοπεριοδικά στα περίπτερα δυο πεταμένα χαρτάκια από γκοφρέτα αποτσίγαρα
μια βροχή που δεν έρχεται
μια ζωή που δεν έρχεται.
Θα θελα να άκουγα λίγο Αζναβούρ λίγο Ζακ Μπρελ
λιπαρό δέρμα νύχια φαγωμένα
και ποια είσαι εσύ που θα μου πεις τι θα κάνω
ne me quitte pas άρωμα bois des iles
κίτρινα λουλούδια στα μάτια μου ανθίζουν στα θάλασσα
κι όμως δεν είναι ψέμα
-τα μυστικά σου φανερώθηκαν-
η ραφή στην κάλτσα σου, το στιλέττο στη μπότα σου
σε φιλώ γλυκά και σε μισώ θανάσιμα
με λίγο νάζι και οργή, τρίξιμο των δοντιών
κι αέρα στα πανιά μου.
Thursday, September 17, 2009
ατμος ρυζιου
στην Αθήνα είμαι ξανά μια επαρχιώτισσα. Τι κι αν γεννήθηκα πικρά μέσα στην αλμύρα-είναι ξένη η πόλη, είναι ξένοι οι δρόμοι, είναι ξένοι οι άνθρωποι, σε κοιτούν απειλητικά, χαιδεύουν απειλητικά τις κλειδώσεις των δακτύλων τους, τρίβουν τις γροθιές τους.
Το Λαύριο περίμενε την ατομική βόμβα, έλεγες σε λίγο θα βγει στον ουρανό το μανιτάρι της Χιροσίμα ,μια γκρίζα μέδουσα, μια μολυσμένη τσιχλόφουσκα, και θα ξεράσει πάνω μου.
Έτρεμα, έτρεμα τη μυρωδιά της, την υφή της, τη φύση της.
Και στη βρώμικη ζακέτα μου -ένα δώρο μιας γυναίκας που έφυγε, που της άρεσαν τα παξιμάδια και το μέλι το θυμαρίσιο, οι πόροι μου σπάραξαν. Το βράδυ δεν κοιμήθηκα.
Νόμισα πως είμαι βαμπίρ. Έσφιξα τα δόντια και έκλεισα τα μάτια. Ονειρεύτηκα πως δεν ήσουν εκεί, τρόμαξα λίγο, ένα τσιγάρο, το γνώριμο σούρσιμο, το βουητό μιας τηλεόρασης, η ανοησία η ίδια, στα μάτια του μυαλού μου.Χάνομαι.
Ψάχνω την ηρεμία μου σε ρίζες μπαμπού και ορυζώνες.
Το πρωινό δεν ήταν φιλικό. Τα βλέμματα των περαστικών έκοβαν μέσα μου μικρά κόκκινα σημάδια σε σχήμα σταυρού.
Φόρεσα το κρύομου βλέμμα. Έπιασε.
Ο Βιζυηνός από μια εκκλησία με κοίταξε συγκαταβατικά.
Το Λαύριο περίμενε την ατομική βόμβα, έλεγες σε λίγο θα βγει στον ουρανό το μανιτάρι της Χιροσίμα ,μια γκρίζα μέδουσα, μια μολυσμένη τσιχλόφουσκα, και θα ξεράσει πάνω μου.
Έτρεμα, έτρεμα τη μυρωδιά της, την υφή της, τη φύση της.
Και στη βρώμικη ζακέτα μου -ένα δώρο μιας γυναίκας που έφυγε, που της άρεσαν τα παξιμάδια και το μέλι το θυμαρίσιο, οι πόροι μου σπάραξαν. Το βράδυ δεν κοιμήθηκα.
Νόμισα πως είμαι βαμπίρ. Έσφιξα τα δόντια και έκλεισα τα μάτια. Ονειρεύτηκα πως δεν ήσουν εκεί, τρόμαξα λίγο, ένα τσιγάρο, το γνώριμο σούρσιμο, το βουητό μιας τηλεόρασης, η ανοησία η ίδια, στα μάτια του μυαλού μου.Χάνομαι.
Ψάχνω την ηρεμία μου σε ρίζες μπαμπού και ορυζώνες.
Το πρωινό δεν ήταν φιλικό. Τα βλέμματα των περαστικών έκοβαν μέσα μου μικρά κόκκινα σημάδια σε σχήμα σταυρού.
Φόρεσα το κρύομου βλέμμα. Έπιασε.
Ο Βιζυηνός από μια εκκλησία με κοίταξε συγκαταβατικά.
Tuesday, July 14, 2009
καλοκαιρινή σκόνη
Στις ταβέρνες, αναρίθμητα τίποτα παραγγέλνουν σαλάτες με μπόλικο λάδι και αφηγούνται ιστορίες παλιάς επιβολής και εξουσίας-σωπαίνω.
Παρακολουθώ την ψαλίδα που θερεύει στα μαλλιά μου, σκουπίζω τα χέρια στο παντελόνι μου, σωπαίνω.
'Αθλιος καφές. Μπαγιάτικα φυστίκια, πετάγεται θαλασσινός αφρός και κρυώνει τα πόδια μου.
Η διπλανή μου στριγγλίζει-Ντάριο Αρτζέντο της λέω, με αγνοεί. Καλά κάνει, δεν έχω άλλο θέμα συζήτησης, μυρίζω τον καρπό μου, kenzo amour, βανίλια και κρεμώδες ρύζι, κάπως ηρεμώ.
Η εκκλησία έχει ένα φως πορτοκαλί, αχνή ιδέα απο φάντα σε ποτήρι να αναγουλιάζει τον ουρανίσκο, βλέπω το ανοιχτό στόμα της μπακάλισσας να πολτοποιεί μια σοκολάτα snickers-ξερνάω στη γωνία.
Καταραμένα κινούμενα νησιά, καταραμένες βάρκες. Εκτυφλωτικό άσπρο-μια ιδέα απολυμαντικού, μια ιδέα εγκαυματος απο ακουαφόρτε, πορτοκαλί μπουκάλι, μαύρο καπάκι, φονικό όπλο.
Μια λίμα φτιαγμένη απο μικρούς κρυστάλλους. Ακονίζω τα νύχια μου, εν δυνάμει φονικά όπλα, στιγματισμένα από την αβιταμίνωση. Μια μυρωδιά ιλίγγου απλώνεται παντού.
Δε γινόμαστε σκουλήκια μόλις πεθάνουμε, αλλά από πολύ πιο πριν.
Ο βόμβος τν μελισσών.Κιτρινόμαυρο τσίμπημα, γλυκό μου κεντρί.
Παρακολουθώ την ψαλίδα που θερεύει στα μαλλιά μου, σκουπίζω τα χέρια στο παντελόνι μου, σωπαίνω.
'Αθλιος καφές. Μπαγιάτικα φυστίκια, πετάγεται θαλασσινός αφρός και κρυώνει τα πόδια μου.
Η διπλανή μου στριγγλίζει-Ντάριο Αρτζέντο της λέω, με αγνοεί. Καλά κάνει, δεν έχω άλλο θέμα συζήτησης, μυρίζω τον καρπό μου, kenzo amour, βανίλια και κρεμώδες ρύζι, κάπως ηρεμώ.
Η εκκλησία έχει ένα φως πορτοκαλί, αχνή ιδέα απο φάντα σε ποτήρι να αναγουλιάζει τον ουρανίσκο, βλέπω το ανοιχτό στόμα της μπακάλισσας να πολτοποιεί μια σοκολάτα snickers-ξερνάω στη γωνία.
Καταραμένα κινούμενα νησιά, καταραμένες βάρκες. Εκτυφλωτικό άσπρο-μια ιδέα απολυμαντικού, μια ιδέα εγκαυματος απο ακουαφόρτε, πορτοκαλί μπουκάλι, μαύρο καπάκι, φονικό όπλο.
Μια λίμα φτιαγμένη απο μικρούς κρυστάλλους. Ακονίζω τα νύχια μου, εν δυνάμει φονικά όπλα, στιγματισμένα από την αβιταμίνωση. Μια μυρωδιά ιλίγγου απλώνεται παντού.
Δε γινόμαστε σκουλήκια μόλις πεθάνουμε, αλλά από πολύ πιο πριν.
Ο βόμβος τν μελισσών.Κιτρινόμαυρο τσίμπημα, γλυκό μου κεντρί.
Friday, May 15, 2009
γλάροι
παράξενο που δεν μαράθηκαν ακόμα
οι παπαρούνες στα νησιά
ίσως
να τις ποτίζει το αλμυρό νερό που κυλάει στα αυλάκια
τα αρχαία νερά τα κόκκινα κάτω από τη γη χίλια χιλιόμετρα
πως βρέθηκε τόσο αίμα σε ένα βράχο
πως βρέθηκε στα μαραμένα μου χείλια τόσος πόθος λέει η γη
χρόνια βγάζω μάραθο, αγριόχορτα , αγκάθια
πονάω στη γέννα σαν τις γυναίκες τις παλιές
και πάλι γόνιμη δεν είμαι μα κάθε μήνα παλεύω
με τα ωάριά μου τα ζαρωμένα τα μέλη μου τα γερασμένα
να ποτίσω τους ανθρώπους
κι ας με γεμίζουν με το σάλιο τους το δηλητηριασμένο τα ζώα
κι ας χαράζουν πάνω μου γραμμές με καυτή πίσσα
τα φώτα κάθε βράδυ τώρα ανάβουν.
τα απογεύματα οι γλάροι
ψάχνοντας για ψάρια
μου φιλούν τα πόδια
που καμιά φορά
τους αφήνω να ξεκουράζονται .
οι παπαρούνες στα νησιά
ίσως
να τις ποτίζει το αλμυρό νερό που κυλάει στα αυλάκια
τα αρχαία νερά τα κόκκινα κάτω από τη γη χίλια χιλιόμετρα
πως βρέθηκε τόσο αίμα σε ένα βράχο
πως βρέθηκε στα μαραμένα μου χείλια τόσος πόθος λέει η γη
χρόνια βγάζω μάραθο, αγριόχορτα , αγκάθια
πονάω στη γέννα σαν τις γυναίκες τις παλιές
και πάλι γόνιμη δεν είμαι μα κάθε μήνα παλεύω
με τα ωάριά μου τα ζαρωμένα τα μέλη μου τα γερασμένα
να ποτίσω τους ανθρώπους
κι ας με γεμίζουν με το σάλιο τους το δηλητηριασμένο τα ζώα
κι ας χαράζουν πάνω μου γραμμές με καυτή πίσσα
τα φώτα κάθε βράδυ τώρα ανάβουν.
τα απογεύματα οι γλάροι
ψάχνοντας για ψάρια
μου φιλούν τα πόδια
που καμιά φορά
τους αφήνω να ξεκουράζονται .
Wednesday, May 13, 2009
τα μεσημέρια
και τις μέρες αυτές γίνομαι ένα με τη σκόνη
που ηδονικά μαζεύεται στα ράφια μου και στα παράθυρά μου.
οι μεγάλες ζέστες δεν με νικάνε
-θα βγάζω γλώσσα στη χαιρεκακία και το θράσος-
σαν δωδεκάχρονη που χρυπάει το πόδι της στο δάπεδο.
σας φιλώ γλυκά με χείλη βαμμένα από χυμό κερασιών και βατόμουρων
και σας βλέπω να φθονείτε τα στραβά μου μέλη, τις λευκές μου ρίζες και
που ηδονικά μαζεύεται στα ράφια μου και στα παράθυρά μου.
οι μεγάλες ζέστες δεν με νικάνε
-θα βγάζω γλώσσα στη χαιρεκακία και το θράσος-
σαν δωδεκάχρονη που χρυπάει το πόδι της στο δάπεδο.
σας φιλώ γλυκά με χείλη βαμμένα από χυμό κερασιών και βατόμουρων
και σας βλέπω να φθονείτε τα στραβά μου μέλη, τις λευκές μου ρίζες και
Sunday, May 10, 2009
κι αν ο καιρός πέρασε
δεν πειράζει που δεν είδα φέτος να ανθίζουν τα λουλούδια,
τα φύλλα να ρουφάνε τις σταγόνες, να καίγεται ο ήλιος σε μεγαλοπρεπή κάθοδο κάθε νύχτα.
Δεν πειράζει που ο χειμώνας σκεπάστηκε από μικρές, άδολες αγάπες.
Και τώρα που η γύρη τσούζει τα μάτια
ο ήλιος θαμπώνει τα χείλη τα αφίλητα
" et in arcadia ego"
κατεβαίνω τις σκάλες της βαθιάς της θύμησης, τα καλοξυσμένα μου μολύβια, τις κόλλες τις λευκές από χαρτί.
κι όταν αφήνω τα πόδια μου γυμνά στο ξύλινο πάτωμα
αφουγκράζομαι ανάσες ξεχασμένες.
τα ξεραμένα μου δάχτυλα ακουμπούν τη θάλασσα που βρυχάται.
τα φύλλα να ρουφάνε τις σταγόνες, να καίγεται ο ήλιος σε μεγαλοπρεπή κάθοδο κάθε νύχτα.
Δεν πειράζει που ο χειμώνας σκεπάστηκε από μικρές, άδολες αγάπες.
Και τώρα που η γύρη τσούζει τα μάτια
ο ήλιος θαμπώνει τα χείλη τα αφίλητα
" et in arcadia ego"
κατεβαίνω τις σκάλες της βαθιάς της θύμησης, τα καλοξυσμένα μου μολύβια, τις κόλλες τις λευκές από χαρτί.
κι όταν αφήνω τα πόδια μου γυμνά στο ξύλινο πάτωμα
αφουγκράζομαι ανάσες ξεχασμένες.
τα ξεραμένα μου δάχτυλα ακουμπούν τη θάλασσα που βρυχάται.
Monday, January 19, 2009
το πρόσωπό μου στον καθρέφτη

θα περιποιούμαι τους αρρώστους της ψυχής μου με αφεψήματα.
θα βλέπω τον πρόσωπό μου στον καθρέφτη και τα φύλλα των δέντρων θα μου μοιάζει.
θα με συνοδεύει ο Κουρτ Βάιλ στις βόλτες πάνω στο ξύλινο πάτωμα
θα μου βάφει τα μάτια η Κλεοπάτρα νικημένη στο Άκτιο.
Και όταν βουτάω
στα νερά του δρόμου
θα μαι η ντροπή
ολόγυμνη
που όλους σας σκιάζει
και στα αυτιά μου θα ακούγεται
το βουητό
του φόβου σας
όπως ο ήχος μέσα σε ένα κοχύλι
και η άρπα του Νέρωνα στη φλεγόμενη Ρώμη
θα βγάζει την πιο γλυκιά φωτιά.
όμορφα που είναι τα πρωινά που κρατάς τους καρπούς μου
σαν φίλντισι και στάχτη μαζί
κι εγώ όταν θα καίγομαι στους δρόμους
φωνάζοντας το όνομά σου
ακριβέ μου
θα κρατήσω φυλαχτό το γυαλί που σε σκότωσε.
Wednesday, January 07, 2009
στρατώνες

κάνει κρύο το βράδυ στους στρατώνες των πόλεων
ακόμα κι αν διασκεδάζουν όλοι με αλκοόλ και καπνό
κάπου φεύγει η χαρά χωρίς να φαίνεται ο ρόδινος καπνός της.
κι ας μυρίζει η χαρά πιπερόριζα και βατόμουρο
και σοκολάτες, κι ας περπατάει γελώντας
δεν γελούν πια τα παιδιά, δεν κρατούν μπαλόνια.
κι εγώ μέσα σε υπόγειους σιδηροδρόμους
διπλώνω και ξεδιπλώνω τα δάχτυλά μου για ζέστη
μυρίζω τον καρπό μου για θαλπωρή
αχ και να χε το αρωμα πατρίδα
και ακούω πως αρπάξαμε φωτιά, σαν τα ξερά τα φύλλα-
με ρωτούν για την ελένη, αχ ελένη
και η δικιά μου ελένη με μάτια κόκκινα με ψάχνει
και φωνάζει το όνομά μου ασταμάτητα τις νύχτες με το τριμμένο της φουστάνι
κι εγώ ματώνω ανήμπορη σε ένα πεζοδρόμιο
σαν φύλλο ξερό που δεν άρπαξε φωτιά, μα το παίρνει ο άνεμος και το πάει
εκείνος όπου θελει
Monday, December 22, 2008
η γεννηση

αυτό το κρύο πάνω στα βλέφαρα
αυτή η ζέστη του καρπού σου
η Ανδρομέδα του καθρέφτη σου,
η Μέδουσα που παραμονεύει στη ντουλάπα σου.
Και συνεχίζεται ο θόρυβος από τις γκρίζες τηλεοράσεις
και φυσάει ο άνεμος, κρύε, άπονε βοριά
που φοβίζεις τα παιδάκια
που ξαπλώνουν ήσυχα στα κρεβάτια τους
κρατώντας οριζόντιο το ζεστό τους σώμα
τα αδύνατα πόδια τους,τις αδύναμες ψυχές τους.
Δύσκολο να συγχωρείς τις αμαρτίες σου,τα λάθη σου.
Και όταν τα σούρουπα ψιθυρίζουν μυστικά εσύ επίτηδες κρατάς το στόμα σου κλειστό.
Τις κερνάς καφέ, τσιγάρα, γέλια γάργαρα
παρακαλάς να μείνουν ακόμα λίγο
να σε συντροφεύσουν στα λίγα σου ρίγη
μα πετούν
σαν όνειρα που δεν έγιναν ποτέ,
σαν τους νεκρούς που κοιμούνται μες στο χώμα.
Thursday, December 11, 2008
colours..

οι μέρες ζητούν χρώματα
μπαχάρια και ανοιχτά παράθυρα
να φεύγει ο καπνός της μνήμης
να ξεχάσει το μυαλό,να αναπαυτεί.
πως θα ήθελα να ήμουν στον Αρχάγγελο
να περπατώ στα γκρίζα σοκάκια με τα χείλη σκασμένα από το κρύο
και να ζεσταίνομαι τις νύχτες μπροστά σε τζάκια πέτρινα
να είμαι εγώ το χρώμα, το αίμα, η ζωή.
κι όταν ανάβω τσιγάρο να ανάβουν και τα άστρα
να παίζει η μουσική του Kurt Weill
γιουκάλι τάνγκο και μαχαγκόννυ, και να χορεύουν τα κλαδιά
σαν παιδιά σε θεατρική παράσταση
όπου αλλού εκτός από δω θα θελα να σε ακούσω να λες
να βλέπω τα μάτια σου να δακρύζουν από χαρά, από ομορφιά,
να ανοίγουν τα χέρια σου να την πιάσουν
να πέφτει το χιόνι απαλά στα βλέφαρά σου
και να είμαστε το χρώμα, η αφή, να είμαστε το σώμα της φωτιάς
που διακλαδίζεται από σπίτι σε σπίτι
να ζεστάνει τα παγωμένα μέλη των βρεφών.
Monday, December 08, 2008
numb

έτσι όπως έγιναν τα πράγματα θέλω να φαντάζομαι
πως είμαι μια ζαχαροπλάστης σε ένα παραμύθι
και μαζί με γλυκά
ροδακινόπιτες, μηλόπιτες, κερασόπιτες, πίτες με μούρα
τάρτες με φράουλα και εξωτικό ανανά
βάζω μέσα στη ζύμη ιστορίες
για μια χώρα μαγική που ποτέ δε γνώρισε πόλεμο και μίσος
για ανθρώπους που αγαπούν
και παιδιά ροδομάγουλα που χτυπούν την πόρτα με ματωμένα γόνατα
και ζητούν και άλλες ιστορίες
κι εγώ με τα χέρια και το πρόσωπο αλευρωμένο
να τα καθίζω στο τραπέζι
να τους σερβίρω σαντιγί γαρνιρισμένη με δάκρυα αγγέλων
κακαο με πραλίνα από φουντούκι
ζεστές βάφλες με μαρμελάδα βερίκοκο
σε λευκά φλυτζάνια, απλά, χωρίς στολίδια.
και δεν θα ξέρω αν είμαι εγώ
ή το φάντασμά μου σε μια άλλη χώρα και αλλο χρόνο
και όταν θρέψει η πληγή
στο στόμα την καρδιά και τα σκέλια
θα αναληφθώ
ψηλά
πάνω στις στέγες των σπιτιών, να βλέπω καπνούς να βγαίνουν
από ζαχαρωμένες καμινάδες
Friday, December 05, 2008
έφυγες
και έκλεισαν τα όμορφα πράσινά σου μάτια
ή γαλάζια ήταν-ποτέ δεν κατάλαβα ακριβώς
οι σημειώσεις στη βεράντα σου
οι άγριες κρίσεις σου, ο αφρός από το
στόμα σου.
και οι σκόνες από τα πολύχρωμά σου χάπια συλλάβιζαν μαμά
και ζητούσες ζωή και έρωτα μα κανένας δεν στα έδινε
και ήθελες να γελάς μα το στόμα σου πιασμένο.
και η αρρώστια να σε κατατρώει σαν το οξύ του θανάτου
να μασάει τα σωθικά σου σαν μέδουσα αχόρταγη
και εσύ να μουτζουρώνεις σημειωματάρια τα πρωινά
και να αναζητάς τον πρίγκιπα τον σκοτεινό
κι όταν αγαπούσες έλεγες μάνα η αγκαλιά σου η φρικτή
γιατί να σου μοιάζω
γιατί να γεννηθώ από σένα
να μπορούσα να σε μισήσω
να μπορούσα να σε σκοτώσω
χωρίς να πληγώνω εμένα
σαν σιαμαίες αδελφές
με καταράστηκε ο Θεός
και εγώ ακόμα παρακαλάω
μεσα στη λήθη του λιθίου
σαν μια άλλη Σύλβια Πλαθ που ο χρόνος της έφθειρε τις γωνίες
του προσώπου
και μαλάκωσε αυτό το στόμα το υγρό
μάνα
μου λείπει η αγκαλιά σου
ίσως κάποτε τη βρω
αν σε εξαυλώσω και εξαυλωθώ.
ή γαλάζια ήταν-ποτέ δεν κατάλαβα ακριβώς
οι σημειώσεις στη βεράντα σου
οι άγριες κρίσεις σου, ο αφρός από το
στόμα σου.
και οι σκόνες από τα πολύχρωμά σου χάπια συλλάβιζαν μαμά
και ζητούσες ζωή και έρωτα μα κανένας δεν στα έδινε
και ήθελες να γελάς μα το στόμα σου πιασμένο.
και η αρρώστια να σε κατατρώει σαν το οξύ του θανάτου
να μασάει τα σωθικά σου σαν μέδουσα αχόρταγη
και εσύ να μουτζουρώνεις σημειωματάρια τα πρωινά
και να αναζητάς τον πρίγκιπα τον σκοτεινό
κι όταν αγαπούσες έλεγες μάνα η αγκαλιά σου η φρικτή
γιατί να σου μοιάζω
γιατί να γεννηθώ από σένα
να μπορούσα να σε μισήσω
να μπορούσα να σε σκοτώσω
χωρίς να πληγώνω εμένα
σαν σιαμαίες αδελφές
με καταράστηκε ο Θεός
και εγώ ακόμα παρακαλάω
μεσα στη λήθη του λιθίου
σαν μια άλλη Σύλβια Πλαθ που ο χρόνος της έφθειρε τις γωνίες
του προσώπου
και μαλάκωσε αυτό το στόμα το υγρό
μάνα
μου λείπει η αγκαλιά σου
ίσως κάποτε τη βρω
αν σε εξαυλώσω και εξαυλωθώ.
Saturday, November 29, 2008
τα σαββατιατικα πρωινά
η Αθήνα βαριέται ακόμα πιο πολύ. Στα ακριβά καφέ στο Κολωνάκι, στα συνοικιακά στέκια που κορίτσια αγοράζουν φτηνά βερνίκια και ρουζ και κοκκαλάκια μαλλιών, στα κεντρικά κομμωτήρια, η πόλη μισοκοιμάται.
Με φόντο τα εποχιακά λαμπιόνια, τις γιρλάντες και τη φωνή του Μπινγκ Κρόσμπυ, με αρώματα πολύτιμα στους καρπούς και το ντεκολτέ, τα μάτια τα μισάνοιχτα σταμάτησαν να κοιτούν, να αγαπούν, να συναντιούνται.
Ψελλίζουν κάτι για κρίσεις οικονομικές
το γάμο της τάδε και της δείνα
κλέινουν εισητήρια για παραστάσεις που δεν καταλαβαίνουν
περιμένουν μετρό και τρόλευ
δοκιμάζουν κραγιόν στον καρπό σε πολυκαταστήματα
ξεφυλλίζουν βιβλία που πάλι δεν καταλαβαίνουν
η βλακεία, είναι ανίκητη σκέφτονται
μετά ανοίγουν ξανά τις τηλεοράσεις τους.
Μουγκές εκσπερματώσεις και πόθος ξεπλυμένος
πράσινο τσάι τα απογεύματα-μα τι πλήξη, όλα απαγορεύονται πια αν είναι διασκεδαστικά
καφές,τσιγάρο,φαγητό
"θυμάμαι τότε στη Φωκίωνος Νέγρη-η Μελίνα- το ουίσκυ-τι κομψός που ήταν αλήθεια ο Καραμανλής-τα Χριστούγεννα λέμε να πάμε στη Νέα Υόρκη,εσείς;"
Και δεν ξέρουν πως και η Νέα Υόρκη βαριέται
βρωμίζουν τα πεζοδρόμια από το χιόνι
μαγειρεύουν ρολό κιμά και πινουν αναψυκτικά από το κουτάκι
κι αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας
συνεχίζει την πορεία του
κρυφά νυσταγμένος και εκείνος.
Με φόντο τα εποχιακά λαμπιόνια, τις γιρλάντες και τη φωνή του Μπινγκ Κρόσμπυ, με αρώματα πολύτιμα στους καρπούς και το ντεκολτέ, τα μάτια τα μισάνοιχτα σταμάτησαν να κοιτούν, να αγαπούν, να συναντιούνται.
Ψελλίζουν κάτι για κρίσεις οικονομικές
το γάμο της τάδε και της δείνα
κλέινουν εισητήρια για παραστάσεις που δεν καταλαβαίνουν
περιμένουν μετρό και τρόλευ
δοκιμάζουν κραγιόν στον καρπό σε πολυκαταστήματα
ξεφυλλίζουν βιβλία που πάλι δεν καταλαβαίνουν
η βλακεία, είναι ανίκητη σκέφτονται
μετά ανοίγουν ξανά τις τηλεοράσεις τους.
Μουγκές εκσπερματώσεις και πόθος ξεπλυμένος
πράσινο τσάι τα απογεύματα-μα τι πλήξη, όλα απαγορεύονται πια αν είναι διασκεδαστικά
καφές,τσιγάρο,φαγητό
"θυμάμαι τότε στη Φωκίωνος Νέγρη-η Μελίνα- το ουίσκυ-τι κομψός που ήταν αλήθεια ο Καραμανλής-τα Χριστούγεννα λέμε να πάμε στη Νέα Υόρκη,εσείς;"
Και δεν ξέρουν πως και η Νέα Υόρκη βαριέται
βρωμίζουν τα πεζοδρόμια από το χιόνι
μαγειρεύουν ρολό κιμά και πινουν αναψυκτικά από το κουτάκι
κι αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας
συνεχίζει την πορεία του
κρυφά νυσταγμένος και εκείνος.
Wednesday, November 19, 2008
κι εγώ...

νιώθω σαν να μεγάλωσα πια
δε με συγκινούν τα χρώματα της ίριδας
τα δερματόδετα βιβλία, οι μουσικές και οι γιορτές.
σπάνια πια αλλάζω δέρμα
αναστενάζω στις βροχές, σηκώνω το ψέμα μου.
ο πόνος μέσα στα μάγουλά μου και πιο πάνω
χτυπάει τη φλέβα του καρπού, τη διαστέλλει.
τα μάτια τα κόκκινα της έμπνευσης δεν με καρφώνουν
αν και προσεύχομαι γοναστιστή,γυμνή, σε κάθε χτύπημα του ρολογιού.
ακόμα κι όταν θέλω να χαθώ στα κρίνα
η δύναμη της γης πίσω με τραβάει, σαν θήραμα σε κυνήγι ματωμένο.
Saturday, November 15, 2008
στα κρύα κλαδιά
στα κρύα κλαδιά της μνήμης έχω μάθει να κρυώνω.
δεν με ενοχλούν πια τα σύννεφα, τα ξεροβόρια,τα άκαμπτα ποδαράκια των νεκρών πουλιών.
σαν επίμονη γυναίκα στη γέννα περιμένω.
κρατάω τα πόδια μου ανοιχτά
τα χέρια μου σφιγμένα
τα χείλη μου από τα δαγκώματα λευκαίνουν.
κι ας τρέχουν δίπλα μου ποτάμια από μέλη κάποιων που κάποτε αγάπησα
το άρωμα της μνήμης θάβεται σιγά σιγά στις λάσπες
και τα ποιήματα που δε γράφτηκαν ποτέ τραγουδώνται από αγγέλους πεσμένους.
και περιμένω το νερό
να ξεπλύνει
να πνίξει
να χορτάσει τις μικρές μου ύαινες.
δεν με ενοχλούν πια τα σύννεφα, τα ξεροβόρια,τα άκαμπτα ποδαράκια των νεκρών πουλιών.
σαν επίμονη γυναίκα στη γέννα περιμένω.
κρατάω τα πόδια μου ανοιχτά
τα χέρια μου σφιγμένα
τα χείλη μου από τα δαγκώματα λευκαίνουν.
κι ας τρέχουν δίπλα μου ποτάμια από μέλη κάποιων που κάποτε αγάπησα
το άρωμα της μνήμης θάβεται σιγά σιγά στις λάσπες
και τα ποιήματα που δε γράφτηκαν ποτέ τραγουδώνται από αγγέλους πεσμένους.
και περιμένω το νερό
να ξεπλύνει
να πνίξει
να χορτάσει τις μικρές μου ύαινες.
Thursday, November 13, 2008
μέσα στο κόκκινο ποτάμι
με προκαλούν οι λέξεις
σαν παλιοί ιππότες σε μονομαχίες
κρατούν κάτω από το πρόσωπό μου όπλα γεμάτα
κραδαίνουν το κουφάρι μου
ρουφάνε το αίμα μου.
μην είσαι δειλή μου λεν
θα πονέσει τόσο, τόσο λίγο
όσο θα τρέχει το υγρό από την ψυχή σου στο χαρτί
όσο θα βλέπεις τους φόβους σου να γράφονται
όσο οι εφιάλτες σου θα τριγυρίζουν και τους άλλους.
κι εγώ σθεναρά αντιστέκομαι
θα νικήσω λέω τη μια
και το χέρι μου προκαλώ να γράψει από την άλλη
και τάζω έπαθλα φτηνά στον εαυτό μου
σαν κάτι φτηνά πλαστικά παιχνίδια πεταμένα στη γωνιά
σαν πεταμένα τσιγάρα μετά από ονομαστικές γιορτές στην επαρχία.
σαν παλιοί ιππότες σε μονομαχίες
κρατούν κάτω από το πρόσωπό μου όπλα γεμάτα
κραδαίνουν το κουφάρι μου
ρουφάνε το αίμα μου.
μην είσαι δειλή μου λεν
θα πονέσει τόσο, τόσο λίγο
όσο θα τρέχει το υγρό από την ψυχή σου στο χαρτί
όσο θα βλέπεις τους φόβους σου να γράφονται
όσο οι εφιάλτες σου θα τριγυρίζουν και τους άλλους.
κι εγώ σθεναρά αντιστέκομαι
θα νικήσω λέω τη μια
και το χέρι μου προκαλώ να γράψει από την άλλη
και τάζω έπαθλα φτηνά στον εαυτό μου
σαν κάτι φτηνά πλαστικά παιχνίδια πεταμένα στη γωνιά
σαν πεταμένα τσιγάρα μετά από ονομαστικές γιορτές στην επαρχία.
Friday, November 07, 2008
να είχα τα λόγια

και τι να πεις σε έναν καιρό που αρνιέται να αλλάξει
στον ιδρώτα που κυλάει από το σώμα σου σαν προσευχή
τι να πεις στα παλιά σου ρούχα, δυο σκισμένα σεντόνια,μια τρυπημένη κουβέρτα που έκανε το γύρο τόσων κρεβατιών
τι να πεις στο σώμα σου το ίδιο που αλλάζει
φουσκώνει και μαζεύει σαν την παλίρροια με κάτι χειμωνιάτικα φεγγάρια
τραβώντας πίσω του αδεια μπουκάλια και τα πετράδια της χαμένης Ατλαντίδας.
Τι να πεις στο σώμα αυτό το κουρασμένο
που σμιλεύτηκε με γάλα ζεστό και ζυμωτό ψωμί
μέλι από μέρη μακρινά και νερά, λιωμένο χιόνι
που καλύπτεται από μαύρες φορεσιές
που τις λερώνει στα σοκάκια και τα σπασμένα πεζοδρόμια
τι να πεις στη γύμνια την αληθινή, εκείνη του δικού σου προσώπου στον καθρέφτη.
και δε φτάνουν πια οι μουσικές οι εξαίσιες, τα στολίδια τα ακριβά, ο καφές και τα τσιγάρα τα βαριά-
τι να πεις στα ζαρωμένα μάτια και το δέρμα το χάρτινο και το λάρυγγα τον κλεισμένο
κι αν σκεφτείς πως από καιρό περίμενες
την παρακμή,τις ράθυμες κινήσεις, τη νύστα που μυρμηγκιάζει τα άκρα
κάτι απογεύματα που πέφτει όλη η σκόνη του κόσμου
πάνω στους ώμους σου
και σφίγγεις τη γροθιά μπρος στον καθρέφτη-και τώρα οι δυο μας ,λες
και όλη του κόσμου η ντροπή
και όλου του κόσμου οι αμαρτίες
ξεπροβάλλουν σαν την Μέδουσα,στη θάλασσα του μυαλού σου.
Thursday, October 30, 2008
η χώρα μου
η χώρα μου
ταξιδεύει μέσα σε ξεχασμένες ηρωικές επετείους και οστεοφυλάκια
κομματιάζει με τις πόρπες της ζώνης τα μάτια της περηφάνειας
κολακεύει και κολακεύεται,
διαρρηγνύει τα ιμάτιά της
πως είναι ακόμα παρθένα
μα στην καρδιά της μια αριθμομηχανή
χτυπάει διαρκώς ποσά για την ώρα που διέθεσε.
Βάζει ακριβά αρώματα πάνω στο λεκιασμένο της λαιμό
στα λασπωμένα της χέρια ματωμένα μονόπετρα
και προχωράει
σε μια ακέφαλη παρέλαση
τη συνοδεύει
μια λεπρή μπάντα
ταξιδεύει μέσα σε ξεχασμένες ηρωικές επετείους και οστεοφυλάκια
κομματιάζει με τις πόρπες της ζώνης τα μάτια της περηφάνειας
κολακεύει και κολακεύεται,
διαρρηγνύει τα ιμάτιά της
πως είναι ακόμα παρθένα
μα στην καρδιά της μια αριθμομηχανή
χτυπάει διαρκώς ποσά για την ώρα που διέθεσε.
Βάζει ακριβά αρώματα πάνω στο λεκιασμένο της λαιμό
στα λασπωμένα της χέρια ματωμένα μονόπετρα
και προχωράει
σε μια ακέφαλη παρέλαση
τη συνοδεύει
μια λεπρή μπάντα
Sunday, October 26, 2008
be...
μου λείπουν τόσο τα πρωινά μαζί σου
τα χέρια στο σαγόνι σου με τις πρωινές εφημερίδες
οι αναστεναγμοί σου πριν κοιμηθείς,το τρίξιμο του κρεβατιού σου.
τα ταξίδια μας τόσα χρόνια στα καράβια
ο καπνός του τσιγάρου σου να φεύγει σαν τα χρόνια, αυτή η θαμπάδα του δέρματος στους καρπούς σου, κι όμως έλαμπες.
και όταν κοιτούσα αυτές τις παλιές φωτογραφίες σου
κι οταν έψαχνα τις τσέπες σου κρυφά
ήσουν δικός μου,μόνο δικός μου,στα μικρά παιδικά μου χέρια.
και ήσουν ο δικός μου ήρωας,αλάθητος, ανίκητος.
και κρατούσες τη ζωή μας όπως κρατούσες το τιμόνι, τραγουδώντας τη ζωή
κι εγώ να μετράω τις ουλές σου
τις πινελιές του πράσινου στα μάτια σου
τον ήχο του κλειδιού σου στην πόρτα
να σε παρακαλάω να μου λες ιστορίες, κι εγώ η μικρή μις μάκβεθ
να κρεμιέμαι απ τη ζωή σαν από τύχη, να λέω
είμαι σαν κι εσένα
σάρκα και οστά, και σου ρουφάω τη ζωή, είμαι το δικό σου αίμα.
κι όταν ανάσαινες ήσουν η δική μου αναπνοή και όταν πέθαινα εσύ ο θάνατος μου
-όσο ζω θα ζεις, ούτε μια μέρα παραπάνω-
και κρατάω το σακατεμένο σου δάχτυλο ακόμα
τα μάτια σου με πονάνε
κι όσο κοιμάσαι ταξιδεύει η ζωή
κι εσύ τρεμάμενος γερνάς-κι εγώ δε σε κρατάω πια απ' το χέρι.
τα χέρια στο σαγόνι σου με τις πρωινές εφημερίδες
οι αναστεναγμοί σου πριν κοιμηθείς,το τρίξιμο του κρεβατιού σου.
τα ταξίδια μας τόσα χρόνια στα καράβια
ο καπνός του τσιγάρου σου να φεύγει σαν τα χρόνια, αυτή η θαμπάδα του δέρματος στους καρπούς σου, κι όμως έλαμπες.
και όταν κοιτούσα αυτές τις παλιές φωτογραφίες σου
κι οταν έψαχνα τις τσέπες σου κρυφά
ήσουν δικός μου,μόνο δικός μου,στα μικρά παιδικά μου χέρια.
και ήσουν ο δικός μου ήρωας,αλάθητος, ανίκητος.
και κρατούσες τη ζωή μας όπως κρατούσες το τιμόνι, τραγουδώντας τη ζωή
κι εγώ να μετράω τις ουλές σου
τις πινελιές του πράσινου στα μάτια σου
τον ήχο του κλειδιού σου στην πόρτα
να σε παρακαλάω να μου λες ιστορίες, κι εγώ η μικρή μις μάκβεθ
να κρεμιέμαι απ τη ζωή σαν από τύχη, να λέω
είμαι σαν κι εσένα
σάρκα και οστά, και σου ρουφάω τη ζωή, είμαι το δικό σου αίμα.
κι όταν ανάσαινες ήσουν η δική μου αναπνοή και όταν πέθαινα εσύ ο θάνατος μου
-όσο ζω θα ζεις, ούτε μια μέρα παραπάνω-
και κρατάω το σακατεμένο σου δάχτυλο ακόμα
τα μάτια σου με πονάνε
κι όσο κοιμάσαι ταξιδεύει η ζωή
κι εσύ τρεμάμενος γερνάς-κι εγώ δε σε κρατάω πια απ' το χέρι.
Thursday, October 16, 2008
και ανυπομονώ

πάνω στα πατάρια των καφενείων γυναίκες φορούν έσάρπες κεντημένες
φερμένες από χώρες ξωτικές
κεντημένες από μάγισσες του Καυκάσου
με τα στόματα του βοριά να φυσούν στις άκρες
του ορίζοντα
το χρώμα του λυκόφωτος στις ραφές
σπουργίτια αθώα στα κλαδιά αιώνιων δέντρων
το χρώμα του βάθους του ωκεανού της καρδιάς σου
της αβύσσου της δικής μου
μαλακό μαλλί από ανάσες αγέννητων βρεφών
στον αργαλειό πλεγμένο
στα υγρά υπόγεια, στις γωνιές στοιβαγμένες κιτρινισμένες εφημερίδες.
και λέω δε θα κρυώνω πια
οι ώμοι μου θα ναι ζεστοί και φιλόξενοι
μα κάτι μέσα μου τρίζει-σαν τα τζιτζίκια που πιάναμε κάποτε στις ιδρωμένες μας παλάμες
και δεν μπορώ να σταματήσω να φοβάμαι
όσο ο κόσμος γυρίζει και αυτό το φθινόπωρο,
η υγρασία με σκοτώνει.
Sunday, October 12, 2008
betjeman
Here where the
cliff's alone prevail
I stand alone, exultant, free
and from the cushion of the gale
behold a huge
consoling sea.
john betjeman
cliff's alone prevail
I stand alone, exultant, free
and from the cushion of the gale
behold a huge
consoling sea.
john betjeman
Saturday, October 11, 2008
october songs

αρχίζει η εποχή με τα κομμάτια ξεραμένου δέρματος
στις παλάμες μου
τα σημάδια από τα ρούχα στο δέρμα μου
τα απομεινάρια πικνικ στα πάρκα
τα ψίχουλα που περίσσεψαν από ένα κυριακάτικο γεύμα
πόσο λυπάμαι,τα χρόνια που φύγαν,χαμένα, πριν να γνωρίσω εσένα
κοκκινίζουν τα χείλη από την αναμονή
όταν ξαγρυπνάω τις αυγές με τα χρώματα των ρόδων
τα γλυκά σου χρώματα όταν κοιμούνται τα πουλιά
κι εσύ ταξιδεύεις, ιερή μέσα στους αφρούς της θάλασσας
που σιγά σιγά κρυώνει
στις αγκαλιές αφίλητων αγοριών.
κι αν κοιμηθώ στην αγκαλιά σου
θα ναι για πάντα
η ομορφιά που δεν πονάει λίγες στιγμές
σαν σβηστή λάμπα τα απογεύματα
ο μεγάλος ύπνος, η καρδιά που σταμάτησε επιτέλους να ματώνει.
Saturday, September 27, 2008
wallow

τα άδεια σπίτια δεν είναι πάντα θλιβερά
οι λευκοί τοίχοι μπορούν ακόμα να ελπίζουν
δεν ξεκόλλησε ακόμα η άμμος από τα παντζούρια μου
σεπτέμβρης και τα αγκάθια στο δέρμα μου
δεν λεν να φύγουν
σπαταλημένες ώρες πάνω από χαρτιά και μολύβια
με αυτό το χείλος που θέλει να τρέμει κι εγώ δεν το αφήνω.
γιατί αν το αφήσω θα καταρρεύσει η γύψινη αυτή μάσκα
και οι τοίχοι και τα θεμέλια
θα πάρει ο βοριάς τις κουρτίνες να βουλιάξουν στο πιο βαθύ σημείο του ωκεανού
λευκό μέσα στο λευκό, το μάτι του Κύκλωπα μονίμως θολωμένο
από τη λαχτάρα να ριζώσει.
και οι γυναίκες της νύχτας
ακόμα περιμένουν να ξεριζώσουν τα βαμμένα μου νύχια να τραβήξουν το αίμα
για να κοιμηθούν
κι όταν φωνάζω δεν με ακούει κανείς τις νύχτες ή τις μέρες
και βαλτώνω αργά στη λασπωμένη άμμο
αχνή, άκληρη και μολυσμένη.
Tuesday, September 23, 2008
ice queen

αυτό το τσαλαβούτημα στα μουσκεμένα πλακάκια από το πρωτοβρόχι
για πρώτη φορά τα δικά μου γλυκά στο ψυγείο
τα μεσάνυχτα βράζει η τσαγιέρα στο μάτι της κουζίνας.
το γυμνό μου πρόσωπο στα χέρια σου
σα να περάσαν χρόνια χίλια
πάνω στο γραφείο τα μολύβια μου
τα σκουπισμένα δάκρυα, οι λυγμοί του χτες.
Κανέλα, κακάο, μοσχοκάρυδο, τα στεγνά μου χέρια στο αμπάρι
τα βήματα στη σκάλα των προγόνων μου
τα παιδιά γύρισαν εδώ και μέρες στα σχολεία.
Κρυστάλλινα κρύα νερά και ένας γκρίζος ουρανός
δυο τρία συρτάρια άνω κάτω
ένα φευγιό ακόμα στα κατάστιχα
το αίμα της ωριμότητας που στεγνώνει σαν το γάλα της συκιάς πάνω στο δέρμα.
καρύδι και φουντούκι και αμύγδαλο
"καρδιά μου τι να σε κεράσω"
δεν ξέρω τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
προσφέρω τους καρπούς της γης και βότσαλα,
κι αν καλοπιάσω τον καιρό μου χάρισμά σου,
το δικό μου φετινό φθινόπωρο.
Wednesday, September 17, 2008
τώρα πετώ για της ζωής το πανηγύρι...

¨εχει στα μαλλιά κορδέλες στο κορμί της χίλιες βδέλλες"
πονεμένα μάτια, βρίσκω απασχολήσεις εφήμερες, κουβάδες με μαύρα νερά, lists of destruction πονεμένο στομάχι, είναι περίεργη αυτή η εποχή σου λέω, δεν ξέρεις αν φταις εσύ ή ο νοτιάς, παγωμένα νερά, σκόνη, ραθυμία,ανατριχίλες στο σώμα, φτηνά σήριαλ στην τηλεόραση, γυναίκες με κλαρωτές ρόμπες στο δρόμο, κλωτσάω ένα χαλίκι, ιδρώνω πάνω από ένα σίδερο, φοβάμαι τα βράδια, μην κοιτάς που κάνω τη γενναία, το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, τα παιδιά κάτω στον κάμπο,τα πρόσωπα στον ύπνο με τα κοφτερά δόντια που στάζουν αίμα,εικόνες βυζαντινές τρομαχτικές, θέλω να έρθει ο δικός μου χειμώνας, να μου ζεσταίνεις τα πόδια μέσα από τις χοντρές κάλτσες και να με αγκαλιάζεις τα βροχερά πρωινά, να με παρηγορείς όταν κρυώνω, να κοιτάω τα όμορφα χέρια σου, να φιλάω την ανάσα σου.
Sunday, September 14, 2008
hush, little darling

τα παράθυρα κλειστά, είμαι στο φως μια μικρή ηλιακτίδα και η " νύχτα λασπωμένο κρόσσι", είμαι μια μήτρα βαθιά, χωράω τα πάντα, πίστεψε με, θανάτους μάτια ξερατά ιδρώτα και δεν κλαίω αντέχω δες με
το αίμα στην άκρη του δρόμου
μια μάνα που ψάχνει τα παιδιά της
οι σκισμένες εφημερίδες στα περβάζια
τα μάτια μου αντέχουν τα πάντα
θορύβους θυμούς θυμοσοφίες δολοφονίες
τα φύκια που μαζεύονται στις θαλασσινές σπηλιές
οι δολοφόνοι πίσω από τα πατζούρια
τα ρούχα μου πιέζουν το δέρμα
σφιχτά χαμόγελα μέσα στη δυσωδία
και τα θύματα άγγελοι κρατιούνται με λύσσα
ήσουν δεκαοχτώ χρονών ήσουν ένα γερασμένο παιδί
ήσουν λευκός και όμορφος μέσα στα γαμπριάτικά σου
φρεσκοξυρισμένος ένα δάχτυλό σου προεξείχε
ήσουν στα μαύρα άγελος του θανάτου
ήσουν μωρό παιδί με ένα μπουκάλι στο χέρι σου
και δεν έχω καταλάβει ποιος ήσουν τελικά
μα ακόμα σε περιμένω, να δεις το καινούριο μου φόρεμα, γκρι, που σου άρεσε.
" που είναι το έλεος σου Ντόμινε "
Sunday, September 07, 2008
ο καπνός

και η φωνή της φλέρυς ευαίσθητη σαν το κρύσταλλο που γίνεται κομμάτια, και η εύθραυστη ψυχή μου, ανάβω τσιγάρο,ίσως και να καπνίζω όσο καιρό ζούσα, ίσως και πιο πριν, πριν γεννηθώ, τα δάχτυλα μου κάνουν κύκλους σαν του καπνού, ανακατεύεται η μυρωδιά του ταμπάκο με το άρωμά μου,coco mademoiselle και είναι Σεπτέμβρης και φυσάει, λίγη ζάχαρη άχνη στην γλώσσα μου, μάλλινο φανελάκι πλεκτές κάλτσες μέχρι το γόνατο, αν κρυώνουν τα πόδια μου τρέμω ολόκληρη, ψάχνω συνταγές, shepherds pie, χορταστικά φαγητά και επιδόρπια, βαριές κρέμες γάλακτος, βούτυρο, απαγορευμένες ουσίες πια, τσιγάρο, λιπαρά, το καράβι φωτισμένο πάει για άλλες πολιτείες, σφυρίζει τρεις φορές και εγώ χώνω τα παπούτσια μου στην άμμο, δεν πάει άλλο θέλω να πω μα δεν το λέω, ίσως και να είναι καλύτερα έτσι,ναι,έτσι ακριβως όπως τώρα.
Saturday, September 06, 2008
η κοκκινίλα...

από τα μάτια μου που δε φεύγει και κάτι εικόνες που σκόρπισαν σαν τη σκόνη, κάτι γυναίκες μόνες που το κραγιόν ξεφτίζει από τα χείλη παραγγέλνουν παγωτό σοκολάτα και καπνίζουν το τελευταίο τους τσιγάρο, ψάχνω ρουζ για να κρύψω τη χλωμάδα μου, όχι στα μάγουλα, μέσα μου, blushing tempting, fleur de flirt, foolish virgin, honey cafe, αποχρώσεις κοραλλί και ροδακινί και παρθενικό ροζ, τα δικά μου χείλη σκάνε και τα καίει το θαλασσόνερο, τα φαγωμένα μου νύχια πάνω στο τραπέζι σε πρώρο πλάνο, κάτι κουβέντες που δεν έγινα ποτέ, νοστάλγησα να ακούσω ένα τραγούδι του Αζναβούρ, ένα κοριτσάκι ψάχνει το χαμένο του παιχνίδι, το αδέσποτο του χωριού στην άκρη της αμμουδιάς, να σε ράψω αν πληγώθηκες, θέλω να μουτζουρώσω το μακιγιάζ των ματιών μου και να μη με αναγνωρίζει κανένας, να φορέσω ένα μάλλινο ροζ φουστάνι και να πάμε στο πέραμα και στο λαύριο να χαζέψουμε τα πλοία που σκουριάζουν, έτσι νιώθω κι εγώ καμιά φορά, πως σκουριάζω στο πέρασμα του χρόνου, πως γουργουρίζω με θόρυβο σαν ξεχαρβαλωμένη καφετιέρα, καλύπτω τα γόνατά μου με το φόρεμα, και να έπιανε λέει μια βροχή και να έφευγαν όλοι να κρυφτούν και να μέναμε οι δυο μας, και να πονάνε οι σταγόνες στο παραμελημένο δέρμα, να άδειαζε όλος ο κόσμος και εγώ να χαράζω κύκλους στην άμμο σαν σε αρχαία τελετή, να βλέπω τα χαμηλά σπίτια και τα σκοτάδια τους και να γίνομαι ένα, ο θάνατος μας περιτριγυρίζει δεν το καταλαβαίνεις, κάνε την υπόκλισή σου και περίμενε, δεν τελειώνουν οι στιγμές, τελειώνει μόνο το σώμα, σαν παλιό πλάνο σε ταινία που δεν είδε κανείς.
Thursday, September 04, 2008
και μερικές φορές

δεν με πειράζει ο συνωστισμός πάνω στο γραφείο μου
η σκόνη στα τραπέζια και τα αφημένα ποτήρια
πολλά ελαττώματα έγιναν παρελθόν
σαν το δροσερό νερό που κυλάει στην πλάτη μου
σαν τα παπούτσια που πιάνω στα χέρια μου για να περπατήσω στην άμμο
σαν το κραγιόν που φεύγει από τα χείλη
σαν τον πάγο που λιώνει στα ποτήρια
στους πάγκους των μπαρ μετά τα μεσάνυχτα
που κάποιος ξέχασε να τα μαζέψει
και είναι ο βοριάς και η δροσιά και η νύχτα που έρχεται νωρίς και με αγκαλιάζει
και μου λέει, τώρα, είμαι συμμαχός σου
και όχι εχθρός σου
σαν τη βουκαμβίλια στις αυλές των νησιών που σκορπίζει πέταλα σε στενοσόκακα και εκκλησιές
σαν το πορτοκαλί σούρουπο που χαιδεύει το εσωτερικό του μπράτσο μου
τα παιδιά που τρέχουν στην άμμο
δυο τρεις σκοποί του Νίνο Ρότα
et in arcadia ego.
Sunday, August 31, 2008
once again

δύσκολες οι νύχτες με κρύο
τρίζουν τα παραθυρόφυλλα
μαθαίνεις αν έχεις αντοχές όταν κλείνεις τα μάτια
κάπου το φεγγάρι που κρύβεται δεν ξέρει μυστικά
το χτύπημα της δερμάτινης ζώνης
τα εγκλήματα που δε μαθεύτηκαν ποτέ
οι αμαρτίες που δεν εξομολογήθηκαν
τα τραγούδια που δεν παίχτηκαν
το κοκκινισμένα δέρμα στα μάγουλα με τα αποτυπώματά του
the tatters of my wedding dress.
κι εσύ κοιμάσαι ήρεμη.
ούτε εφιάλτες ούτε βίαια ξυπνήματα
ούτε νοτισμένα μαξιλάρια .
μια προσευχή για μας τους αυπνους
που κρατάμε το κλειδί για τα κελιά μας
δεμένα στο λαιμό
με γροθιές σφιγμένες,
(when i am on a pedestal, you did not raise me there)
ακούμε όλο βράδυ το γέλιο μιας ύαινας που ξεσκίζει πλάσματα της νύχτας
βάζουμε με ανακούφιση αλάτι στις πληγές μας
διώχνουμε φύλακες άγγελους, κρατάμε μικρά φονικά
στην κόρη του ματιού μας.
(it is your flesh that i wear)
Wednesday, August 27, 2008
elizabeth short

πιο διάσημη νεκρη απο ότι ζωντανή
στα φώτα του Χόλλυγουντ
στο πεζοδρομιο που ρουφηξε το γυμνό σου σώμα
το παραμορφωμένο σου πια πρόσωπο
τα βαμμένα μαύρα σου μαλλιά
την περίεργη συμπεριφορά σου
τους αμέτρητους εραστές σου
τα διάσημά πια ονειρά σου
ελίζαμπεθ.
τραγική. αστεία. τρομαχτική. ερωτική.
νεκρή.
μια μαίρυλιν του θανάτου.
εσύ κρατάς το κλειδί για το έγκλημά σου.
στα σηκωμένα σου χέρια
κράτησες όνειρα δεκάδων κοριτσιών
με το αίμα σου γράφτηκαν βιβλία
στοιχειώνεις μπαρ ξενοδοχείων.
ερωμένη. πόρνη. αγία. νεκρή.
μέσα στη νύχτα του λος άντζελες.
ελίζαμπεθ.
Tuesday, August 19, 2008
μικραίνει η καθε νύχτα

και εσύ να γράφεις κάθε βράδυ σε δάχτυλα και μπράτσα με μελάνια ανεξίτηλα, και να περιμένεις το ταχυδρομείο, δεν μου αρέσει όταν είσαι θυμωμένη, όταν κρίνεις, αυτό το βλέμμα σου το αυστηρό, ακόμα κι όταν λες πως με αγαπάς πολύ και αμέσως διορθώνεις ότι κάνω, και τα βαριά σου βήματα στις σκάλες και ο ήχος του σώματος πάνω στο στρώμα, ότι κάνω το κάνω για σένα, πόσο κανιβαλιστικό μου ακούγεται, καταβροχθίζεις ρυζόγαλα και γλυκά του κουταλιού και φέτες ψωμιού με βούτυρο και δεν ξέρω τι άλλο, και ανοίγεις με θόρυβο τα παράθυρα τα ξημερώματα, εσύ έφταιξες ή εγώ;
και όταν όλο αυτό τελειώσει θα θέλεις να το ξαναρχίσεις, ένα δύο τρία πάμε ξανά, ο ιδρώτας πάνω από το φρύδι σου, το στόμα σου να σκληραίνει, και ο αναστεναγμός πριν κοιμηθείς κάθε φορά να με παγώνει.
Sunday, August 17, 2008
nordic lights

η καρδια μου στα χερια σου
περνάει ο Αύγουστος σαν μέλισσα
στην παλάμη μου
η βισκόζη πάνω στο δέρμα μου
δροσίζει τους περαστικούς σε κεντρικους δρόμους
πνίγω με τη ζώνη μου τους περίεργους στους φάρους
κι αν σε παρέσυρα μη δίνεις σημασία.
πόσα χρόνια πόσοι δρόμοι
ένα τέλος στην Αλάσκα
ανήμερα Χριστούγεννα που έδινα τη ζωή μου σε ένα θνησιγενές μωρό
μέσα στο κρύο στα ματωμένα σεντόνια
κι όμως ξερω μόνο εσένα αγάπησα
άβολο μέσα στα κοστούμια σου
τα γκρίζα σου μαλλιά
τα λεπτά σου δάχτυλα τα διάφανα
το παγωτό με το σιρόπι κεράσι στους πάγκους
η βανίλια στο στόμα μου μέσα στη βροχή
κι αν με λες Ανναμπελ, δεν πειράζει,γλυκέ μου Χούμπερτ.
(επέτειος από την έκδοση της Λολίτας, του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ)
Monday, August 11, 2008
ifyouneedmenow

σαν την αθώα ψυχή μου που χάθηκε
τώρα θέλω μαύρα μάτια μουτζουρωμένα
ξεφτισμένα νύχια κοκκινόμαυρα
τα ρούχα μου τα σκισμένα σαν παλιές σημαίες
να δείχνουν καμένα δάχτυλα, κιρσούς, γρήγορα ζευγαρώματα ξεχασμένα σε πάγκους από μπαρ
να χύνεται αλκοολ στα χείλη μου κι εσύ να κοινωνάς
όπως κατεβαινει στο λαιμό
να πιέζω τα πονεμένα μου πόδια στην άμμο
και να φυσάει, απέναντι από τα ξερονήσια
φασκόμηλα και θυμάρι και κομματιασμένα φύκια
να ραίνουν τα μαλλιά μου
μέσα στα κόκκινα νερά που έγιναν το αίμα μου
ένα σκυλί αλυχτάει.
μα ούτε κι έτσι με σκοτώνουν.
ούτε τα λευκά μάτια των θαμώνων
οι ταγκισμένες κολώνιες τα ξεθυμασμένα βλέμματα
και δυο ακίδες που πονούν
εκεί, πάνω στην κλειδωση
αχ να χα εικόνες να σου έδειχνα
το λιωμένο μου πρόσωπο να γερνάει σε σημεία
γύρω απ' τα χείλη πάνω στους κροτάφους
να σου προσέφερα βρασμένο νερό για τη θυσία
στάρι κρασί μέλι γάλα
να σου δινα όλα τα χρώματα του κόσμου
και για τελευταία φορά να εξαυλωνόμουν
σαν το αέριο στο γκαζάκι, μια ευωδιά θανάτου,μια ανάμνηση
της λαίδης λάζαρος.
Thursday, August 07, 2008
cinnamon milk

έχω ένα ζευγάρι, γκρι, σαν τον ουρανό πριν ξημερώσει, το avalanche του Cohen,κουνάω τα δάχτυλα των ποδιών μου μέσα από τα κοτλέ μου σχεδόν διαλυμένα παπούτσια, δεν θα μπει ποτέ τάξη σε αυτή την ντουλάπα τελικά, η θάλασσα θυμίζει πισίνα τα μεσημέρια, ήρεμη και γαλάζια, το κρύο νερό με ζωντανεύει,φωνάζω πως είμαι το δελφινοκόριτσο,τα χέρια μου πονάνε όταν ξυπνάω, σημάδια απ' τα μαξιλάρια.
Αυτοκίνητα περιμένουν σε σειρά έξω απ'τις ταβέρνες,fake letters fake lives, τα λαικά κορίτσια που σερβίρουν στα μπαρ, κατεστραμμένα ξανθά μαλλιά, χαμόγελο σε λίγο στραβά δόντια, το νερό γλυφό, δε χορταίνω σου λέω δε χορταίνω, πεταμένα περιοδικά σε κάδους απορριμμάτων και η ζωή η δική μου μεταίωρη,τα νύχια μου ξεβάφουν,απόχρωση κόκκινη σε μπεζ φόντο,και αν είναι η νύχτα αυτή δύσκολη,παρηγόρησέ με.
Friday, August 01, 2008
ογδοος μήνας

ξεχύνονται στην επαρχία άνθρωποι από όλες τις γωνιές
γεμάτοι από άχρηστα πράγματα στις βαλίτσες τους
ψηλοτάκουνα που δε θα φορεθούν στα στενοσόκακα
μπεστ σέλερ που δε θα διαβάσουν
μπάλες που θα ξεφουσκώσουν άδοξα
αρώματα με γιασεμί και περγαμόντο
παιδιά χαρούμενα ή θλιμμένα
φωνάζουν για προσοχή
πάντα ζητούν κάτι, πάντα κάτι έχουν να πουν
γυναίκες μόνες ή δεσμευμένες
αν κοιμούνται μόνες δεν θέλουν να το μάθει κανείς
βάζουν κρέμες στο σώμα, κραγιον στα χείλη
θέλουν να γνωρίσουν κάποιον για να ξεχάσουν
συνήθως μεθούν μόνες στον πάγκο ενός μπαρ
παραπατούν στο δρόμο για ένα φτηνό ενοικιαζόμενο δωμάτιο
χαμογελούν στην ιδιοκτήτρια, βάζουν σκούρα γυαλιά
μπορεί και να συγκινούνται με τα παιδιά στην παραλία
μα λένε όχι ακόμα, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή
αλλάζουν κουβέντα
πιάνουν κουβέντα για τα σήριαλ που θα παίξουν το χειμώνα
θέλουν να φάνε σπιτικό ρυζόγαλο και γλυκό του κουταλιού
ψωνίζουν φτηνά δώρα για τη μητέρα τους
λένε πως δε θέλουν να φύγουν
όταν έρθει το φέρυ μετά το Δεκαπενταύγουστο χαίρονται που θα γυρίσουν στο σπίτι τους
με λίγη σκόνη στα έπιπλα, κάποια ρούχα ασιδέρωτα
μεγάλες συσκευασίες στιγμιαίου καφέ και απότιστες γλάστρες
κι αν κοιμηθούν,νησιά σκέφτονται, και ίσως να δακρύζουν.
Subscribe to:
Posts (Atom)