ποσα κορίτσια ονειρεύτηκαν το σπίτι τους
στη Βενετία την Τοσκάνη στο Γκλόστερ
ταξίδεψαν για να κάνουν την προίκα τους από την Αθήνα
στο Παρίσι στο Μιλάνο
αγόρασαν και παρήγγειλαν μπαούλα για τα ασπρόρουχα
πορσελάνες για τους σκαλιστούς μπουφέδες τους
λινές πετσέτες γαλατιέρες ζαχαριέρες
δώρα για τους εραστές τους είδη καπνιστού καπέλα γάντια για το κρύο
με την κοιλιά τους να περιμένει ένα παιδί
έπιπλα για παιδικά δωμάτια
γαλάζια ροζ τα χάιδεψαν με τα απαλά τους χέρια
ακούω τα τακούνια τους τακ τακ στα πλακόστρωτα
κορίτσια πλούσια και φτωχά
ευλογημένα όμορφα όχι τόσο όμορφα
νέα με τις μαμάδες τους τις νταντάδες τους
έκλαψαν έκαναν παζάρια
περίμεναν με αγωνία να φτάσουν στις παιδικές τους κρεβατοκάμαρες
ξενυχτούσαν καπνίζοντας
έκλαψαν για το άγνωστο και σκούπισαν τα μάγουλά τους με τα λευκά τους μεσοφόρια
ονειρεύτηκαν εκείνον
εκείνον που μπορεί να μην ήρθε
να διάλεξε μια άλλη
να σκοτώθηκε στη μάχη
με μια κραυγή στους λευκούς τους λαγόνες
με ένα θέλω που δεν ειπώθηκε
με ένα παιδί που δε γεννήθηκε
και σήμερα όλα τους τα σπασμένα νοικοκυριά και όνειρα
πωλούνται σε τιμές κόστους στα προάστεια
με μια ετικέτα και μια χρονολογία
σε καλλιγραφικά γράμματα
Thursday, October 11, 2012
Monday, October 08, 2012
το στόμα της σιωπής
σου λένε ψέματα
πως στην πόλη σου δεν είσαι ξένη
τότε που κατέβαινες κρατώντας το χέρι του πατέρα σου
παρακαλώντας να πάρετε το τραίνο στο γυρισμό
στόμα που κολλούσε από καραμέλες και ανυπομονησία
βιτρίνες, κινηματογράφοι
αυτά που σε περίμεναν στοργικά να μεγαλώσεις.
και μεγάλωσες και δεν ξέρεις που να τρέξεις
λες μου κρύβατε όλοι την αλήθεια
δεν μου είπατε για παιδιά που περνάνε τα χέρια στα τζάμια δίπλα σου
δε μου είπατε για βρώμικους δρόμους και συνειδήσεις
δε μου είπατε η πόρτα κλείνει και η συντροφιά σου ο πονοκέφαλος
δε μου είπατε ηλικιωμένοι σε πλησιάζουν ζητάνε να πληρώσουν για την παρέα σου
στα χέρια σου κρατάς κεράσια
κανείς δεν τα βλέπει δεν τα μυρίζει δεν τα λαχταράει
τα πρωινά μου δεν έχουν πια δροσοσταλίδες δεν έχουν πάχνη
μόνο ιδρώτα και πίκρα στα μάτια
φοράω το άρωμά μου και όλοι το φόβο μυρίζουν
και τον ακολουθούν με πάθος
στα ραγισμένα πεζοδρόμια και περιμένουν σαν σκυλιά
τη στιγμή που το πόδι μου θα λυγίσει για να πέσω
πως στην πόλη σου δεν είσαι ξένη
τότε που κατέβαινες κρατώντας το χέρι του πατέρα σου
παρακαλώντας να πάρετε το τραίνο στο γυρισμό
στόμα που κολλούσε από καραμέλες και ανυπομονησία
βιτρίνες, κινηματογράφοι
αυτά που σε περίμεναν στοργικά να μεγαλώσεις.
και μεγάλωσες και δεν ξέρεις που να τρέξεις
λες μου κρύβατε όλοι την αλήθεια
δεν μου είπατε για παιδιά που περνάνε τα χέρια στα τζάμια δίπλα σου
δε μου είπατε για βρώμικους δρόμους και συνειδήσεις
δε μου είπατε η πόρτα κλείνει και η συντροφιά σου ο πονοκέφαλος
δε μου είπατε ηλικιωμένοι σε πλησιάζουν ζητάνε να πληρώσουν για την παρέα σου
στα χέρια σου κρατάς κεράσια
κανείς δεν τα βλέπει δεν τα μυρίζει δεν τα λαχταράει
τα πρωινά μου δεν έχουν πια δροσοσταλίδες δεν έχουν πάχνη
μόνο ιδρώτα και πίκρα στα μάτια
φοράω το άρωμά μου και όλοι το φόβο μυρίζουν
και τον ακολουθούν με πάθος
στα ραγισμένα πεζοδρόμια και περιμένουν σαν σκυλιά
τη στιγμή που το πόδι μου θα λυγίσει για να πέσω
Sunday, October 07, 2012
reflections on a kitchen floor
η κούραση να σηκώσεις τα βλέφαρά σου από το πάτωμα
σηκώνεις αντικείμενα από τη θέση τους
ένα μάτσο κλειδιά, ενα ποτήρι, ένα βιβλίο
τα ξαναβάζεις στη θέση τους σχεδόν υπνωτισμένη
αναγνωρίζεις τα αποτυπώματά σου σε πόρτες
που έκλεισες πριν χρόνια
σε σκοτεινούς διαδρόμους και αδιέξοδα
σε άγριες νύχτες και εξημερωμένες μέρες
αναγνωρίζεις το πρόσωπό σου με την αφή
ποια δάκρυα ποια θλίψη
πιάνεις τυχαία ένα μαχαίρι του ψωμιού
λες δεν έχω κανέναν να ταισω
απογεύματα στο πάτωμα της κουζίνας
παρέα με στιγμιαίο καφέ τον ήχο του ασανσέρ
γυρνάς στο στόμα σου τα ίδια κλισέ
θα ζήσω θα ζήσω δεν θα το βάλω κατω
θα συνεχίσω θα πλέκω η ίδια έναν ιστό
θα κολλάω πάνω του
τέχνη είναι και αυτό
ίσως η πιο δύσκολη η πιο γοητευτική
να πιάνεσαι στον ιστό σου
να περιμένεις να σε καταβροχθίσει ο εαυτός σου
ο άλλος ο λιπόσαρκος με τα μάτια τα στεγνά
και τα κλαδιά για χέρια
ο άλλος εκείνος που κροταλίζουν τα δόντια του
ο άλλος που είναι τόσο όμορφος
στέρεος σταθερός που σου μελανιάζει τη σάρκα
τόσο γλαφυρά τόσο ιδιαίτερα τόσο ηδονικά
τραβάει ένα ένα τα κουμπιά της μπλούζας σου
τα φτύνει στο πάτωμα
είσαι τόσο τυχερή σου λέει τόσο πιστή τόσο σοφή
εσύ η μικρή γλυκιά μου ερωμένη
θα είσαι για πάντα νέα και όμορφη
δεν δίνεσαι στον καθένα σε μένα μόνο
σε μένα σε σκονισμένες γωνίες σε εγκαταλελειμένες οικοδομές
σε μένα όρθια πάντα πρόθυμη πάντα τόσο ζεστή
κοχλάζουν οι φλέβες σου προσμένοντας να τις χαράξω μόνο εγώ
εγώ που έχω μόνο πάνω σου το δικαίωμα
να σου λέω σκίσε τα χείλια σου στο κομμένο γυαλί και φίλησέ με
σηκώνεις αντικείμενα από τη θέση τους
ένα μάτσο κλειδιά, ενα ποτήρι, ένα βιβλίο
τα ξαναβάζεις στη θέση τους σχεδόν υπνωτισμένη
αναγνωρίζεις τα αποτυπώματά σου σε πόρτες
που έκλεισες πριν χρόνια
σε σκοτεινούς διαδρόμους και αδιέξοδα
σε άγριες νύχτες και εξημερωμένες μέρες
αναγνωρίζεις το πρόσωπό σου με την αφή
ποια δάκρυα ποια θλίψη
πιάνεις τυχαία ένα μαχαίρι του ψωμιού
λες δεν έχω κανέναν να ταισω
απογεύματα στο πάτωμα της κουζίνας
παρέα με στιγμιαίο καφέ τον ήχο του ασανσέρ
γυρνάς στο στόμα σου τα ίδια κλισέ
θα ζήσω θα ζήσω δεν θα το βάλω κατω
θα συνεχίσω θα πλέκω η ίδια έναν ιστό
θα κολλάω πάνω του
τέχνη είναι και αυτό
ίσως η πιο δύσκολη η πιο γοητευτική
να πιάνεσαι στον ιστό σου
να περιμένεις να σε καταβροχθίσει ο εαυτός σου
ο άλλος ο λιπόσαρκος με τα μάτια τα στεγνά
και τα κλαδιά για χέρια
ο άλλος εκείνος που κροταλίζουν τα δόντια του
ο άλλος που είναι τόσο όμορφος
στέρεος σταθερός που σου μελανιάζει τη σάρκα
τόσο γλαφυρά τόσο ιδιαίτερα τόσο ηδονικά
τραβάει ένα ένα τα κουμπιά της μπλούζας σου
τα φτύνει στο πάτωμα
είσαι τόσο τυχερή σου λέει τόσο πιστή τόσο σοφή
εσύ η μικρή γλυκιά μου ερωμένη
θα είσαι για πάντα νέα και όμορφη
δεν δίνεσαι στον καθένα σε μένα μόνο
σε μένα σε σκονισμένες γωνίες σε εγκαταλελειμένες οικοδομές
σε μένα όρθια πάντα πρόθυμη πάντα τόσο ζεστή
κοχλάζουν οι φλέβες σου προσμένοντας να τις χαράξω μόνο εγώ
εγώ που έχω μόνο πάνω σου το δικαίωμα
να σου λέω σκίσε τα χείλια σου στο κομμένο γυαλί και φίλησέ με
Thursday, October 04, 2012
sympony in gray
στη γύμνια μου είμαι ειλικρινής
λέω αυτό είναι το αληθινό μου σώμα
χωρίς στολίδια περιττά και υποσχέσεις
κάτω από νυχτερινά φώτα και λέξεις
λευκό και στροβιλίζεται
οι ώμοι μου στρογγυλοί και η πλάτη λυγισμένη
ο λαιμός μου σε κοινή θέα, η κλείδα έτοιμη να τσακιστεί στα δύο
η ανατριχίλα των χεριών από το κρύο
το στήθος ανεβοκατεβαίνει καθησυχαστικά
λέει είμαι ακόμα εδώ και σε προσέχω
κρατάω την καρδιά σου σε μέρος ασφαλές
πιάσε,πιάσε να νιώσεις
η καμπύλη ανάμεσα στα πόδια το βάθος του αφαλού σου
ένας λαβύρινθος χωρίς πόρτες χωρίς παράθυρα
ένα κουμπί λευκό ,ίσα που χωράει η άκρη του δαχτύλου σου
οι φουσκάλες στα δάχτυλα των ποδιών
τα σημάδια στις γάμπες οι μελανιές στους μηρούς αλλάζουν χρώματα και σχήματα
τόσο στέρεο και τόσο φτιαγμένο από αέρα και νερό
τα κόκκαλα της λεκάνης τρυπάνε τον καθρέφτη σου
ανάμεσα στα πόδια είμαι ζάχαρη που λιώνει
είμαι γη είμαι κοιλάδα είμαι βυθός
ζαρώνω και διαστέλλομαι στο χώρο και το χρόνο
δροσίζω τις νύχτες τα σεντόνια
η θέα μου μουδιάζει τα λόγια και τις προσβολές
ένα σωρό από κόκκαλα και σάρκα
απαιτώ να μου δίνεις προσοχή
μόνο επειδή υπάρχω
δεν εισαι εσυ το φθινοπωρο
Μου είναι δύσκολο να είμαι η σιωπή μου.
Συννεφιάζει μα λείπουν τα χρώματα του φθινοπώρου, τα κόκκινα φύλλα που καίγονται στα πεζοδρόμια σαν λαμπαδιασμένες εφημερίδες
τα τραγούδια του Τσιτσάνη το απόγευμα
τα καθαρά, φρεσκοξυσμένα μου μολύβια.
Σήμερα δεν θα γίνουν κηδείες δεν θα γίνουν μνημόσυνα
θα παντρέψουμε τη θλίψη με το φόβο και θα βάλουμε αγγελία στην εφημερίδα
θα είμαστε όλοι καλεσμένοι με τα καλά μας φορέματα
θα κρατιόμαστε αγκαζέ και θα περπατάμε σαν σε νεκρώσιμη ακολουθία
στη δεξίωση θα ευχηθούμε να ξεχάσουμε
και όλοι θα λέμε ψέματα
ο γαμπρός και η νύφη θα χορέψουν βαλς
μα κανένας άλλος δεν θα ακολουθήσει
και το βράδυ δεν θα γυρίσουμε στα σπίτια μας
ουτε ένας.
Συννεφιάζει μα λείπουν τα χρώματα του φθινοπώρου, τα κόκκινα φύλλα που καίγονται στα πεζοδρόμια σαν λαμπαδιασμένες εφημερίδες
τα τραγούδια του Τσιτσάνη το απόγευμα
τα καθαρά, φρεσκοξυσμένα μου μολύβια.
Σήμερα δεν θα γίνουν κηδείες δεν θα γίνουν μνημόσυνα
θα παντρέψουμε τη θλίψη με το φόβο και θα βάλουμε αγγελία στην εφημερίδα
θα είμαστε όλοι καλεσμένοι με τα καλά μας φορέματα
θα κρατιόμαστε αγκαζέ και θα περπατάμε σαν σε νεκρώσιμη ακολουθία
στη δεξίωση θα ευχηθούμε να ξεχάσουμε
και όλοι θα λέμε ψέματα
ο γαμπρός και η νύφη θα χορέψουν βαλς
μα κανένας άλλος δεν θα ακολουθήσει
και το βράδυ δεν θα γυρίσουμε στα σπίτια μας
ουτε ένας.
Sunday, September 30, 2012
queen depression
δεν ζω σε κάδρα και εικόνες
είμαι παλιά πολύ παλιά πιο παλιά και απ' τον πόθο
πιο δυνατή απ' το θάνατο πιο βίαια από την εκδίκηση
πιο έντονη από τους οργασμούς σας και το φθόνο σας
διαλέγω τυχαία τα θύματά μου τα γραπώνω
καθώς βγαίνουν για να πάνε στη δουλειά
γυρνάνε από τον κινηματογράφο στρώνουν το κρεβάτι τους
τα μεταμορφώνω σιγά σιγά σε μαριονέτες
τα ταίζω στοργικά χάπια και τσιγάρα
σκουπίζω τα μάτια τους όταν κλαίνε
εμένα έχουν δίπλα τους τη νύχτα στο κρεβάτι
είμαι η μόνη τους πατρίδα το νερό το οξυγόνο
τους ντύνω τους στολίζω
με νευρικές ανορεξίες κρίσεις πανικού λυγμούς
τους διώχνω τον αφρό από το στόμα όταν κυλάει
γίνονται όλοι τα ξεμωραμένα μου παιδιά οι σύντροφοί μου οι εραστές μου
μια καλεσμένη που καταχράστηκε τη φιλοξενία
ελάτε παιδιά μου όλοι μαζί αδελφωμένοι
στα φαρμακεία στις ουρές των ταμείων στα σαλόνια αναμονής των γιατρών
στα λευκά σεντόνια στα επείγοντα στους ορούς στα χέρια σας
είμαι η λύκαινα που σας βυζαίνει
σας κρατάει με το ζόρι ζωντανούς
άπλυτους και αχτένιστους με τα γαριασμένα σας νυχτικά
τους λεκέδες την ξηροστομία σας την υπνηλία σας
βασίλισσα στο θρόνο μου κι εσείς γονατίζετε
χωρίς εμένα δεν θυμάστε ποιοι ήσασταν πριν
έχετε μόνο εμένα για συντροφιά όπου και να πάτε
νησιά βουνά πόλεις
ο θόρυβος στο κεφάλι σας η σκουριά στο στόμα σας το σύννεφο στα μάτια σας
όλοι μπροστά μου αδερφωμένοι ναρκωμένοι διψασμένοι
με ξηροδερμίες τριξίματα δοντιών
είμαι η κουβέρτα που σας σκεπάζει το νερό που σας ξεπλένει
εγώ η παράδοξη βασίλισσα
η Κίρκη η Κάλι η Εκάτη
το σώμα σας είναι ο βωμός μου.
είμαι παλιά πολύ παλιά πιο παλιά και απ' τον πόθο
πιο δυνατή απ' το θάνατο πιο βίαια από την εκδίκηση
πιο έντονη από τους οργασμούς σας και το φθόνο σας
διαλέγω τυχαία τα θύματά μου τα γραπώνω
καθώς βγαίνουν για να πάνε στη δουλειά
γυρνάνε από τον κινηματογράφο στρώνουν το κρεβάτι τους
τα μεταμορφώνω σιγά σιγά σε μαριονέτες
τα ταίζω στοργικά χάπια και τσιγάρα
σκουπίζω τα μάτια τους όταν κλαίνε
εμένα έχουν δίπλα τους τη νύχτα στο κρεβάτι
είμαι η μόνη τους πατρίδα το νερό το οξυγόνο
τους ντύνω τους στολίζω
με νευρικές ανορεξίες κρίσεις πανικού λυγμούς
τους διώχνω τον αφρό από το στόμα όταν κυλάει
γίνονται όλοι τα ξεμωραμένα μου παιδιά οι σύντροφοί μου οι εραστές μου
μια καλεσμένη που καταχράστηκε τη φιλοξενία
ελάτε παιδιά μου όλοι μαζί αδελφωμένοι
στα φαρμακεία στις ουρές των ταμείων στα σαλόνια αναμονής των γιατρών
στα λευκά σεντόνια στα επείγοντα στους ορούς στα χέρια σας
είμαι η λύκαινα που σας βυζαίνει
σας κρατάει με το ζόρι ζωντανούς
άπλυτους και αχτένιστους με τα γαριασμένα σας νυχτικά
τους λεκέδες την ξηροστομία σας την υπνηλία σας
βασίλισσα στο θρόνο μου κι εσείς γονατίζετε
χωρίς εμένα δεν θυμάστε ποιοι ήσασταν πριν
έχετε μόνο εμένα για συντροφιά όπου και να πάτε
νησιά βουνά πόλεις
ο θόρυβος στο κεφάλι σας η σκουριά στο στόμα σας το σύννεφο στα μάτια σας
όλοι μπροστά μου αδερφωμένοι ναρκωμένοι διψασμένοι
με ξηροδερμίες τριξίματα δοντιών
είμαι η κουβέρτα που σας σκεπάζει το νερό που σας ξεπλένει
εγώ η παράδοξη βασίλισσα
η Κίρκη η Κάλι η Εκάτη
το σώμα σας είναι ο βωμός μου.
Saturday, September 29, 2012
greed,I
έχω μέσα μου μια πόλη που ζαλίζεται στους σταθμούς των τραίνων
δεν είναι άνδρας δεν είναι γυναίκα δεν είναι παιδί
ρωτάει καθρέφτη καθρεφτάκι μου ποια είναι η πιο όμορφη
εσύ.όχι εσύ.εσύ προπαντώς.κανένας.εσύ.
ζητάει στοργή και ντρέπεται που ζητάει και δαγκώνει όταν της τη δίνουν
βγάζει γλώσσα δαγκώνει τα μπράτσα της τα κόβει με ξυράφια τα θαυμάζει
δεν νανουρίζει βρέφη δεν ποτίζει λουλούδια στις γλάστρες
σφουγγαρίζει ιδρωμένη πλένεται με το σφουγγαρόπανο
στήνει δίκες κάθεται στο σκαμνί καταδικάζει
το παρελθόν της το μέλλον της τη γενιά της
τα βράδια ψάχνει δολοφόνους για να τους κάνει το τραπέζι
περπατάει στους δρόμους αντανακλάται φωτίζεται
θέλουν να τη βάλουν σε βιτρίνα
τα νιάτα της τα νιάτα της
το δέρμα της εσωτερική παλινδρόμηση
χτυπάει τα μάγουλά της ανοίγει τα πόδια της
τα ξανακλείνει και καταβροχθίζει
λέει μάνα
μάνα δεν είχα ποτέ δώρα
μάνα από τότε που βγήκα από την κοιλιά σου κρυώνω
σε ψάχνω σε στοές σε δρόμους
όταν κοιτάζομαι στον καθρέφτη βλέπω τα μάτια σου
στο μπάνιο πλένω το δικό σου σώμα
τις ραγάδες σου τα ράμματά σου τις ρωγμές σου
καίγομαι και κάνω εξορκισμούς
και είναι πάντα εδώ
το παράσιτο που τρέφω και με τρέφει τόσα χρόνια
το απολυμαίνω το φροντίζω το καμαρώνω
μάνα με ακούς δεν έγινα σαν όλα τα άλλα κορίτσια
είμαι ήττα είμαι καημός είμαι ένα σκουριασμένο εργαλείο
ψάχνω για σύμμαχους και βρίσκω συνενόχους στα εγκλήματά μου
μάνα σκοτώνω τα άλλα κορίτσια όταν γεννιούνται
τα πνίγω τα θάβω τους κόβω το λαιμό
και συνεχίζω να πεινάω
τους γράφω γράμματα από τον άλλο κόσμο στον καθρέφτη
όταν μιλάω φτύνω κομμένα γυαλιά
δίνω αίμα παίρνω χολή παίρνω καπνό
στα χέρια μου σαπίζουν οι καρποί μαραίνονται τα κρίνα
όταν βγάζω τα ρούχα μου βγαίνουν κομμάτια οργάνων και πονάω
μάνα εγώ αυτά τα κομμάτια σου προσφέρω
να τα ράψεις να τα μαντάρεις να με φτιάξεις πάλι ολόκληρη
δεν μπορώ πια να σκοτώνω με κούρασαν τα νυχτέρια με μάγισσες
δεν είναι άνδρας δεν είναι γυναίκα δεν είναι παιδί
ρωτάει καθρέφτη καθρεφτάκι μου ποια είναι η πιο όμορφη
εσύ.όχι εσύ.εσύ προπαντώς.κανένας.εσύ.
ζητάει στοργή και ντρέπεται που ζητάει και δαγκώνει όταν της τη δίνουν
βγάζει γλώσσα δαγκώνει τα μπράτσα της τα κόβει με ξυράφια τα θαυμάζει
δεν νανουρίζει βρέφη δεν ποτίζει λουλούδια στις γλάστρες
σφουγγαρίζει ιδρωμένη πλένεται με το σφουγγαρόπανο
στήνει δίκες κάθεται στο σκαμνί καταδικάζει
το παρελθόν της το μέλλον της τη γενιά της
τα βράδια ψάχνει δολοφόνους για να τους κάνει το τραπέζι
περπατάει στους δρόμους αντανακλάται φωτίζεται
θέλουν να τη βάλουν σε βιτρίνα
τα νιάτα της τα νιάτα της
το δέρμα της εσωτερική παλινδρόμηση
χτυπάει τα μάγουλά της ανοίγει τα πόδια της
τα ξανακλείνει και καταβροχθίζει
λέει μάνα
μάνα δεν είχα ποτέ δώρα
μάνα από τότε που βγήκα από την κοιλιά σου κρυώνω
σε ψάχνω σε στοές σε δρόμους
όταν κοιτάζομαι στον καθρέφτη βλέπω τα μάτια σου
στο μπάνιο πλένω το δικό σου σώμα
τις ραγάδες σου τα ράμματά σου τις ρωγμές σου
καίγομαι και κάνω εξορκισμούς
και είναι πάντα εδώ
το παράσιτο που τρέφω και με τρέφει τόσα χρόνια
το απολυμαίνω το φροντίζω το καμαρώνω
μάνα με ακούς δεν έγινα σαν όλα τα άλλα κορίτσια
είμαι ήττα είμαι καημός είμαι ένα σκουριασμένο εργαλείο
ψάχνω για σύμμαχους και βρίσκω συνενόχους στα εγκλήματά μου
μάνα σκοτώνω τα άλλα κορίτσια όταν γεννιούνται
τα πνίγω τα θάβω τους κόβω το λαιμό
και συνεχίζω να πεινάω
τους γράφω γράμματα από τον άλλο κόσμο στον καθρέφτη
όταν μιλάω φτύνω κομμένα γυαλιά
δίνω αίμα παίρνω χολή παίρνω καπνό
στα χέρια μου σαπίζουν οι καρποί μαραίνονται τα κρίνα
όταν βγάζω τα ρούχα μου βγαίνουν κομμάτια οργάνων και πονάω
μάνα εγώ αυτά τα κομμάτια σου προσφέρω
να τα ράψεις να τα μαντάρεις να με φτιάξεις πάλι ολόκληρη
δεν μπορώ πια να σκοτώνω με κούρασαν τα νυχτέρια με μάγισσες
Friday, September 28, 2012
1997
θα συνεχίσω να ψάχνω εκείνο το σκούρο κραγιόν σου που έβαζες ευλαβικά κάθε πρωί με βία πάνω στα ξεραμένα χείλη
θα αναζητώ τα μάλλινα φορέματά σου κάτω από το τριμμένο σου πανωφόρι
τα φθαρμένα παπούτσια σου και τα ξυπόλητα βήματά σου στις σκάλες
τα άνοστα ανάλατα φαγητά σου
τη συλλογή από καρτ ποστάλ
τα άκομψα μεθύσια σου
τη θέα σου το πρωί σε ένα ροζ μπουρνούζι
σε ρώταγα αν έκλαιγες και έλεγες είναι το νερό
τα εσώρουχά σου να στεγνώνουν στο καλοριφέρ
στο γραφείο σου μισοφαγωμένες σοκολάτες και φτηνό κονιάκ
σερβιρισμένο σε φλυτζάνια του καφέ
την παιδική σου οδοντόβουρτσα
τα βράδια που γυρνούσες λεκιασμένη από τσιγάρα και ιδρώτα
και γελούσες,γελούσες
έβαζες νερό στο βραστήρα
άνοιγες το ραδιόφωνο
ακουμπούσες τα ρούχα σου κουβαριασμένα πάνω στην καρέκλα
έτριβες τα πονεμένα σου πόδια
κάθε βράδυ πέθαινες και δεν το ξέραμε.
θα αναζητώ τα μάλλινα φορέματά σου κάτω από το τριμμένο σου πανωφόρι
τα φθαρμένα παπούτσια σου και τα ξυπόλητα βήματά σου στις σκάλες
τα άνοστα ανάλατα φαγητά σου
τη συλλογή από καρτ ποστάλ
τα άκομψα μεθύσια σου
τη θέα σου το πρωί σε ένα ροζ μπουρνούζι
σε ρώταγα αν έκλαιγες και έλεγες είναι το νερό
τα εσώρουχά σου να στεγνώνουν στο καλοριφέρ
στο γραφείο σου μισοφαγωμένες σοκολάτες και φτηνό κονιάκ
σερβιρισμένο σε φλυτζάνια του καφέ
την παιδική σου οδοντόβουρτσα
τα βράδια που γυρνούσες λεκιασμένη από τσιγάρα και ιδρώτα
και γελούσες,γελούσες
έβαζες νερό στο βραστήρα
άνοιγες το ραδιόφωνο
ακουμπούσες τα ρούχα σου κουβαριασμένα πάνω στην καρέκλα
έτριβες τα πονεμένα σου πόδια
κάθε βράδυ πέθαινες και δεν το ξέραμε.
Monday, September 24, 2012
πριν την καθημερινότητα
σε μιά ξένη πόλη ξανά, στην πρασινάδα των προαστίων ξεραίνονται τα χέρια μου,τα χείλια μου ματώνουν και πονάνε,αγχώνομαι,φοβάμαι να περάσω το δρόμο.
Παρατηρώ τους λεκέδες στο πάτωμα και αναβάλλω να τους καθαρίσω, λεκιασμένες κουρτίνες από νικοτίνη και σκέψεις από υδροχλωρικό οξύ, πέφτουν οι σοβάδες στο μπάνιο,δεν έχω που να βολέψω τα πόδια μου,τα χέρια μου,μισογεμάτα βαζάκια στα ντουλάπια της κουζίνας,κουάκερ και στιγμιαίες σούπες, καλαμποκάλευρο και κακάο,τα φλιτζάνια μου με τη ρωγμή,η ρωγμή στο μετωπό μου και η ρωγμή στην καρδιά μου,τα πράγματα που θέλω να πετάξω,οι άνθρωποι που δεν πέταξα,τα άδεια μπουκάλια νερού και η τσαλακωμένη μου μνήμη.
Δεν θέλω να θυμάμαι ονόματα.
Δεν θέλω να θυμάμαι ονόματα δρόμων.
Η σκόνη στο δωμάτιο είναι από το δικό μας δέρμα.
Πως γίνεται να αγαπάς και να μισείς τα ντουβάρια που σε έθρεψαν,να φοράς κουρελιασμένα ρούχα και να περνάς μια μέρα ολόκληρη ανακατεύοντας παλιές αποδείξεις και ψάχνοντας σε παλιές ατζέντες τηλεφωνων..
πως γίνεται να είναι βράδυ,να είναι πάντα βράδυ στο μυαλό σου χωρίς καν τα αρρωστιάρικα φώτα του δρόμου,πως γίνεται όλα να είναι γύρω σου λευκά κι εσύ να τα λερώνεις, να στριγγλίζουν οι εξαίσιες μουσικές και να γίνεται κράξιμο η φωνή σου
πως γίνεται να τρως όρθια στην κουζίνα εσύ που έστρωνες κάθε μέρα καθαρά τραπεζομάντιλα
πως γίνεται να μη σου λέει τίποτα το παρελθόν σου,το παρόν σου και το μέλλον σου
πως γίνεται να είσαι μια ανάμνηση και να σαι ζωντανή.
Παρατηρώ τους λεκέδες στο πάτωμα και αναβάλλω να τους καθαρίσω, λεκιασμένες κουρτίνες από νικοτίνη και σκέψεις από υδροχλωρικό οξύ, πέφτουν οι σοβάδες στο μπάνιο,δεν έχω που να βολέψω τα πόδια μου,τα χέρια μου,μισογεμάτα βαζάκια στα ντουλάπια της κουζίνας,κουάκερ και στιγμιαίες σούπες, καλαμποκάλευρο και κακάο,τα φλιτζάνια μου με τη ρωγμή,η ρωγμή στο μετωπό μου και η ρωγμή στην καρδιά μου,τα πράγματα που θέλω να πετάξω,οι άνθρωποι που δεν πέταξα,τα άδεια μπουκάλια νερού και η τσαλακωμένη μου μνήμη.
Δεν θέλω να θυμάμαι ονόματα.
Δεν θέλω να θυμάμαι ονόματα δρόμων.
Η σκόνη στο δωμάτιο είναι από το δικό μας δέρμα.
Πως γίνεται να αγαπάς και να μισείς τα ντουβάρια που σε έθρεψαν,να φοράς κουρελιασμένα ρούχα και να περνάς μια μέρα ολόκληρη ανακατεύοντας παλιές αποδείξεις και ψάχνοντας σε παλιές ατζέντες τηλεφωνων..
πως γίνεται να είναι βράδυ,να είναι πάντα βράδυ στο μυαλό σου χωρίς καν τα αρρωστιάρικα φώτα του δρόμου,πως γίνεται όλα να είναι γύρω σου λευκά κι εσύ να τα λερώνεις, να στριγγλίζουν οι εξαίσιες μουσικές και να γίνεται κράξιμο η φωνή σου
πως γίνεται να τρως όρθια στην κουζίνα εσύ που έστρωνες κάθε μέρα καθαρά τραπεζομάντιλα
πως γίνεται να μη σου λέει τίποτα το παρελθόν σου,το παρόν σου και το μέλλον σου
πως γίνεται να είσαι μια ανάμνηση και να σαι ζωντανή.
Sunday, September 23, 2012
Στην Κ.
Δεν έκανε πολύ εντύπωση η κοπέλα αυτή στο δρόμο όταν κυκλοφορούσε.
Όχι πως ήταν άσχημη,κάθε άλλο. Ήταν η σιωπή της που κυριαρχούσε. Και η σιωπή της έκανε σχεδόν να αχνίζει, να βλέπεις γύρω της ατμούς και δροσοσταλίδες και να περνούν σε δεύτερη μέρα τα πλούσια,λαμπερά σγουρά μαλλιά της, τα έξυπνα μάτια της, το χαμόγελό της το πλατύ.
Ζούσε μαζί με τους γονείς της σε μια παλιά μονοκατοικία.Δούλευε σε μια δημόσια υπηρεσία που σιχαινότα .Σηκωνόταν κάθε μέρα στις 6 και γυρνούσε το μεσημέρι. Ζουσε με ελάχιστα
χρήματα, δεν ψώνιζε ρούχα,δεν έβγαινε μου είχε πει. Της έδιναν προσκλήσεις και τις χάριζε αλλού. Για θέατρα,για παραστάσεις, για εγκαίνια.Από τη δουλειά.Και εκείνη αρνιόταν και την κοιτούσαν παράξενα,κουνούσε τις μπούκλες της και πήγαινε να πάρει το τραινο για να γυρίσει στο σπίτι.
Έβγαινα παλιά μου είπε.Πήγαινα και διακοπές σε νησιά το καλοκαίρι, έπινα τζιν με τόνικ και σφηνάκια τεκίλας και φλέρταρα με γνωστούς και αγνώστους.
Κανά δυο αδιέξοδοι έρωτες, μια μεγάλη απογοήτευση. Οδηγούσα τζιπ, έβγαινα στα μπαρ στο Κολωνάκι και σχεδίαζα ταξίδια στη Φλωρεντία.
Τώρα δεν μπορώ πια.Όχι πως μου αρέσει να κάθομαι στην τηλεόραση κάθε βράδυ.Όχι πως μου αρέσει να μαλώνω με τη μητέρα μου, δεν ξέρω πως άλλαξαν όλα μου είπε.
Καμιά φορά παίρνω το τραίνο και πάω μέχρι τον Πειραιά.Μετά ξαναγυρνάω πίσω στο σπίτι,αγοράζω μια σοκολάτα από το περίπτερο,την τρώω με βουλιμία. Κάθε μέρα αγοράζω μια διαφορετική σοκολάτα,έτσι για ποικιλία. Δεν βοηθάω στις δουλειές του σπιτιού.Η μάνα μου φωνάζει.Λέει πως είμαι κακή κόρη μα εγώ την αγνοώ.Ερωτεύομαι πια μόνο πλατωνικά.Δεν έχω ερωτικές ορμές.Δεν θέλω να κάνω παιδί, θέλω μόνο να πηγαίνω στο σταθμό στα Καλάβρυτα και να κοιτάζω τα τραίνα,όταν πηγαίνω με τους γονείς μου κάθε Αύγουστο.Να κοιτάζω τα τραίνα και να σκέφτομαι πως μοιράζω καραμέλες στα παιδιά που σκότωσαν οι Γερμανοί για να τους γλυκάνω τη σιωπή.
Γιατί ξέρω καλά από σιωπή.
Όχι πως ήταν άσχημη,κάθε άλλο. Ήταν η σιωπή της που κυριαρχούσε. Και η σιωπή της έκανε σχεδόν να αχνίζει, να βλέπεις γύρω της ατμούς και δροσοσταλίδες και να περνούν σε δεύτερη μέρα τα πλούσια,λαμπερά σγουρά μαλλιά της, τα έξυπνα μάτια της, το χαμόγελό της το πλατύ.
Ζούσε μαζί με τους γονείς της σε μια παλιά μονοκατοικία.Δούλευε σε μια δημόσια υπηρεσία που σιχαινότα .Σηκωνόταν κάθε μέρα στις 6 και γυρνούσε το μεσημέρι. Ζουσε με ελάχιστα
χρήματα, δεν ψώνιζε ρούχα,δεν έβγαινε μου είχε πει. Της έδιναν προσκλήσεις και τις χάριζε αλλού. Για θέατρα,για παραστάσεις, για εγκαίνια.Από τη δουλειά.Και εκείνη αρνιόταν και την κοιτούσαν παράξενα,κουνούσε τις μπούκλες της και πήγαινε να πάρει το τραινο για να γυρίσει στο σπίτι.
Έβγαινα παλιά μου είπε.Πήγαινα και διακοπές σε νησιά το καλοκαίρι, έπινα τζιν με τόνικ και σφηνάκια τεκίλας και φλέρταρα με γνωστούς και αγνώστους.
Κανά δυο αδιέξοδοι έρωτες, μια μεγάλη απογοήτευση. Οδηγούσα τζιπ, έβγαινα στα μπαρ στο Κολωνάκι και σχεδίαζα ταξίδια στη Φλωρεντία.
Τώρα δεν μπορώ πια.Όχι πως μου αρέσει να κάθομαι στην τηλεόραση κάθε βράδυ.Όχι πως μου αρέσει να μαλώνω με τη μητέρα μου, δεν ξέρω πως άλλαξαν όλα μου είπε.
Καμιά φορά παίρνω το τραίνο και πάω μέχρι τον Πειραιά.Μετά ξαναγυρνάω πίσω στο σπίτι,αγοράζω μια σοκολάτα από το περίπτερο,την τρώω με βουλιμία. Κάθε μέρα αγοράζω μια διαφορετική σοκολάτα,έτσι για ποικιλία. Δεν βοηθάω στις δουλειές του σπιτιού.Η μάνα μου φωνάζει.Λέει πως είμαι κακή κόρη μα εγώ την αγνοώ.Ερωτεύομαι πια μόνο πλατωνικά.Δεν έχω ερωτικές ορμές.Δεν θέλω να κάνω παιδί, θέλω μόνο να πηγαίνω στο σταθμό στα Καλάβρυτα και να κοιτάζω τα τραίνα,όταν πηγαίνω με τους γονείς μου κάθε Αύγουστο.Να κοιτάζω τα τραίνα και να σκέφτομαι πως μοιράζω καραμέλες στα παιδιά που σκότωσαν οι Γερμανοί για να τους γλυκάνω τη σιωπή.
Γιατί ξέρω καλά από σιωπή.
Saturday, September 22, 2012
Για απόψε
Δεν γράφω σαν τη Σέξτον ή την Πλαθ.
Δεν έβαλα το κεφάλι μου στο φούρνο υγραερίου, ή στο γκαράζ του αυτοκινήτου.
Δεν θα κερδίσω Πούλιτζερ, δεν θα διδάξουν τα γραπτά μου
δεν θα γίνω προιον λογοτεχνικών συζητήσεων.
Αντί για βραβεία κουβαλάω κάτι τσαλακωμένα χαρτιά
γεύση μεταλλική στο στόμα, σκονισμένες βαλίτσες, ένα κουρασμένο δέρμα,
κανα δυο ανεκπλήρωτους έρωτες, σκόνη πολλή, καρτ ποστάλ από μέρη που δεν πήγα.
Την παιδική μου κουβέρτα,δυο τρία δάκρυα που δε χύθηκαν
και αυτά έκαναν όλη τη διαφορά.
Δεν πήγα πολλά ταξίδια,δεν έχω να διηγηθώ ιστορίες.
Δεν είμαι πολύ φιλόδοξη ούτε δυναμική
δεν έχω ιδιαίτερα ταλέντα ούτε χαρακτηριστικά
πολλές φορές περνάω απαρατήρητη
δεν εμπνέω άγριους πόθους ή μίση.
Δεν είμαι καλή ούτε κακή.
Ενα κορίτσι σαν όλα τα άλλα δηλαδή.
Μα είμαι εδώ. Για απόψε. Για σήμερα.
Γράφω τις γραμμές αυτές.
Με ακούς να γράφω,όταν όλοι κοιμούνται?
Δεν έβαλα το κεφάλι μου στο φούρνο υγραερίου, ή στο γκαράζ του αυτοκινήτου.
Δεν θα κερδίσω Πούλιτζερ, δεν θα διδάξουν τα γραπτά μου
δεν θα γίνω προιον λογοτεχνικών συζητήσεων.
Αντί για βραβεία κουβαλάω κάτι τσαλακωμένα χαρτιά
γεύση μεταλλική στο στόμα, σκονισμένες βαλίτσες, ένα κουρασμένο δέρμα,
κανα δυο ανεκπλήρωτους έρωτες, σκόνη πολλή, καρτ ποστάλ από μέρη που δεν πήγα.
Την παιδική μου κουβέρτα,δυο τρία δάκρυα που δε χύθηκαν
και αυτά έκαναν όλη τη διαφορά.
Δεν πήγα πολλά ταξίδια,δεν έχω να διηγηθώ ιστορίες.
Δεν είμαι πολύ φιλόδοξη ούτε δυναμική
δεν έχω ιδιαίτερα ταλέντα ούτε χαρακτηριστικά
πολλές φορές περνάω απαρατήρητη
δεν εμπνέω άγριους πόθους ή μίση.
Δεν είμαι καλή ούτε κακή.
Ενα κορίτσι σαν όλα τα άλλα δηλαδή.
Μα είμαι εδώ. Για απόψε. Για σήμερα.
Γράφω τις γραμμές αυτές.
Με ακούς να γράφω,όταν όλοι κοιμούνται?
Friday, September 21, 2012
κι εγω σαν θάλασσα
θα συνεχίσουν τα κορίτσια να παντρεύονται με λευκά νυφικά
να στρώνονται κρεβάτια με νομίσματα και να θυμούνται οι μεγαλύτερες
δυο τρία μικρά κοριτσάκια στο δωμάτιο παίζουν με την κούκλα τους
ανίδεες για τί τις περιμένει.
θα συνεχίσουν τα ζευγάρια να αγκαλιάζονται τις κρύες νύχτες
να μαλώνουν ο ένας για τα παγωμένα πόδια του άλλου
ενώ κάποιοι άλλοι την ίδια ώρα ξοδεύονται σε ξύλινες μπάρες
σέρνοντας τα βαμμένα μάτια τους,τα κοτλέ σακάκια τους, τους κιρσούς τους
κοιτάνε κάποια βιτρίνα,ξημερώματα, ψιθυρίζοντας κάποιο όνομα.
θα συνεχίσουν τα καράβια να πιάνουν στο Λαύριο
σαν φαντάσματα ή σάπιες χώρες
θα βάζουν ουίσκι και καφέ οι κοπέλες στο μπαρ του πλοίου
"πλησιάζουμε Μακρόνησο,λίγο έχουμε ακόμα"
ένα κορίτσι με ξεχειλωμένο πουλόβερ θα κλαίει
θα τρίζει τα δόντια της στη ζέστη του γκαράζ λουσμένη σε φώτα
θα φορτώνουν οι πωλητές στις λαικές την πραμάτεια τους σε καφάσια
θα ανάβουν τσεμπεροφόρες τα καντήλια στα ξωκλήσια
θα απολαμβάνουν οι άνθρωποι τις ήττες και τις εκδικήσεις
μεταξύ τους,μέσα τους,στον καθρέφτη τους.
η θάλασσα θα αφρίζει θα ξεσπάει θα τιμωρεί θα λιώνει
θα ημερεύει θα μαγεύει θα καταριέται
άψυχα κορμιά μαλλιά βρεφών σκαριά πλοίων
θα μπλαβίζει θα κοκκινίζει θα σκληραίνει
δεν θα κοιμάται δεν θα ησυχάζει δεν θα παραδοθεί
θα καταπίνει αχόρταγη δεν θα θυμάται δεν θα έχει έλεος
συνείδηση και ελαφρυντικά
θα μας φιλάει γλυκά σαν το θάνατο
σαν τον έρωτα.σαν το ψέμα.
να στρώνονται κρεβάτια με νομίσματα και να θυμούνται οι μεγαλύτερες
δυο τρία μικρά κοριτσάκια στο δωμάτιο παίζουν με την κούκλα τους
ανίδεες για τί τις περιμένει.
θα συνεχίσουν τα ζευγάρια να αγκαλιάζονται τις κρύες νύχτες
να μαλώνουν ο ένας για τα παγωμένα πόδια του άλλου
ενώ κάποιοι άλλοι την ίδια ώρα ξοδεύονται σε ξύλινες μπάρες
σέρνοντας τα βαμμένα μάτια τους,τα κοτλέ σακάκια τους, τους κιρσούς τους
κοιτάνε κάποια βιτρίνα,ξημερώματα, ψιθυρίζοντας κάποιο όνομα.
θα συνεχίσουν τα καράβια να πιάνουν στο Λαύριο
σαν φαντάσματα ή σάπιες χώρες
θα βάζουν ουίσκι και καφέ οι κοπέλες στο μπαρ του πλοίου
"πλησιάζουμε Μακρόνησο,λίγο έχουμε ακόμα"
ένα κορίτσι με ξεχειλωμένο πουλόβερ θα κλαίει
θα τρίζει τα δόντια της στη ζέστη του γκαράζ λουσμένη σε φώτα
θα φορτώνουν οι πωλητές στις λαικές την πραμάτεια τους σε καφάσια
θα ανάβουν τσεμπεροφόρες τα καντήλια στα ξωκλήσια
θα απολαμβάνουν οι άνθρωποι τις ήττες και τις εκδικήσεις
μεταξύ τους,μέσα τους,στον καθρέφτη τους.
η θάλασσα θα αφρίζει θα ξεσπάει θα τιμωρεί θα λιώνει
θα ημερεύει θα μαγεύει θα καταριέται
άψυχα κορμιά μαλλιά βρεφών σκαριά πλοίων
θα μπλαβίζει θα κοκκινίζει θα σκληραίνει
δεν θα κοιμάται δεν θα ησυχάζει δεν θα παραδοθεί
θα καταπίνει αχόρταγη δεν θα θυμάται δεν θα έχει έλεος
συνείδηση και ελαφρυντικά
θα μας φιλάει γλυκά σαν το θάνατο
σαν τον έρωτα.σαν το ψέμα.
Wednesday, September 19, 2012
τα κόκκινα δηλητήρια
είχες φακίδες και εγώ δυο σπασμένα μπροστινά δόντια
ήσουν πιο γρήγορος αλλά ήμουν ψηλότερη και σε περνούσα κάθε χρόνο
μιλούσες τρεις γλώσσες και σε ζήλευα που διάβαζες κόμικς σε γλώσσες που εγώ δεν καταλάβαινα
με έμαθες να κάνω τσιχλόφουσκες.μου χάρισες το κραγιόν της γιαγιάς σου.
σου έδινα όλα τα παιχνίδια μου για να παίζεις μαζί μου.
δεν συμπαθώ τα κορίτσια μου έλεγες. όλα τα κορίτσια ή μόνο εμένα?
εμένα με συμπαθείς?δεν απαντούσες.έκανες κόλπα με την τράπουλα.
παίρνεις την καλή θέση όταν σκαρφαλώνουμε στα βράχια και με αφήνεις να στέκομαι.
κολυμπάς πιο γρήγορα από μένα αλλά εμένα θαυμάζουν στην παραλία.
είμαι πιο όμορφη και πάντα θα είμαι.το ξέρεις.
δεν με αφήνεις να παίζω με τις κούκλες μου.φτιάχνουμε δηλητήρια και μαγικά φίλτρα.
δηλώνω πως βρήκα τι δουλειά θα κάνω μεγαλώνοντας.
καγχάζεις.θέλω να σε βάλω να δοκιμάσεις.είμαστε 5 χρονών με χτυπημένα γόνατα και ήδη στη μάχη.
θες να διαβάσεις το ημερολόγιό μου.θυμώνω.δεν με αφήνεις να ακούω τα τραγούδια που μου αρέσουν.
αναζητάς άλλα πιο όμορφα κορίτσια.δε μου μιλάς.σκαρφαλώνεις τα βράχια πιο γρήγορα από μένα. με κοιτάς κοροιδευτικά και πετάς λέξεις που δεν καταλαβαίνω.
άγνωστες λέξεις.Βοστώνη.Χόκευ.Χιόνι.Αεροπλάνα.
Είμαι ακόμα ψηλότερη από σένα.Ξαπλώνουμε τα μεσημέρια δίπλα δίπλα πάνω στα μάρμαρα που έχει δροσιά.
Το βράδυ με βάζεις να πιω ξύδι,σε στοίχημα.
Είμαστε 12 χρονών. Κρύβουμε λέξεις.
Πίνουμε τζιν και βότκα σε μπαρ της συμφοράς.Πίνουμε ουίσκι πάνω σε καναπέδες.
Ζαλιζόμαστε και γελάμε και κλαίμε.
Κάνω εμετό στο πεζοδρόμιο.Κρατάς τα μαλλιά μου μακριά από το πρόσωπο.
Ξέρεις πως υποψιάζομαι τις κινήσεις σου,
Πλέον με πολιορκείς. Είσαι ψηλότερος από εμένα.
Σε φοβάμαι. Σου γράφω γράμματα.Ξέρω πως δεν τα διαβάζεις.
Είμαστε 20 χρονών. Μυρίζουμε αλκοόλ και ήττα.
Έχουμε ρυτίδες και ξεχωριστές ζωές.
Μαζεύουμε πτώματα από μάχες που δώσαμε και χάσαμε ηρωικά.
Χάσαμε όμως.Εσύ στο θόρυβο του μυαλού σου κι εγώ σε δειλία και φόβο.
Δεν γελάμε πια στα εστιατόρια. Παίζουμε με τα κουτάλια και κοροιδεύεις τα καπέλα μου,
Πίνεις και κλαίω.
Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ σου λέω.Οι γρατζουνιές από τις παιδικές φιλίες.
Δεν με καταλαβαίνεις.Είμαστε 30.Μη φύγεις μου λες.
Θυμήσου τα δηλητήρια που φτιάχναμε.Τότε,στα πέντε και στα εφτά.Τότε που το σκάγαμε από το μεσημεριανό ύπνο.Τότε που μαζεύαμε βότσαλα και φυσούσαμε σαπουνόφουσκες.
Ήταν τόσο ροζ τα χείλια σου μου λες.¨Ελαμπε πάνω σου ο ήλιος.
Κλαις στον ώμο μου.Με παρακαλάς.
Μου δίνεις δολώματα.Μου στήνεις παγίδες.
Ο θόρυβος στο μυαλό σου και οι φλέβες σου.
Το φωνητικό σου αλφάβητο και οι ασκήσεις φυσικής.
Έρχεσαι σαν εφιάλτης σε γνωστά μέρη.
Μα εγώ πια δεν πολεμάω.
ήσουν πιο γρήγορος αλλά ήμουν ψηλότερη και σε περνούσα κάθε χρόνο
μιλούσες τρεις γλώσσες και σε ζήλευα που διάβαζες κόμικς σε γλώσσες που εγώ δεν καταλάβαινα
με έμαθες να κάνω τσιχλόφουσκες.μου χάρισες το κραγιόν της γιαγιάς σου.
σου έδινα όλα τα παιχνίδια μου για να παίζεις μαζί μου.
δεν συμπαθώ τα κορίτσια μου έλεγες. όλα τα κορίτσια ή μόνο εμένα?
εμένα με συμπαθείς?δεν απαντούσες.έκανες κόλπα με την τράπουλα.
παίρνεις την καλή θέση όταν σκαρφαλώνουμε στα βράχια και με αφήνεις να στέκομαι.
κολυμπάς πιο γρήγορα από μένα αλλά εμένα θαυμάζουν στην παραλία.
είμαι πιο όμορφη και πάντα θα είμαι.το ξέρεις.
δεν με αφήνεις να παίζω με τις κούκλες μου.φτιάχνουμε δηλητήρια και μαγικά φίλτρα.
δηλώνω πως βρήκα τι δουλειά θα κάνω μεγαλώνοντας.
καγχάζεις.θέλω να σε βάλω να δοκιμάσεις.είμαστε 5 χρονών με χτυπημένα γόνατα και ήδη στη μάχη.
θες να διαβάσεις το ημερολόγιό μου.θυμώνω.δεν με αφήνεις να ακούω τα τραγούδια που μου αρέσουν.
αναζητάς άλλα πιο όμορφα κορίτσια.δε μου μιλάς.σκαρφαλώνεις τα βράχια πιο γρήγορα από μένα. με κοιτάς κοροιδευτικά και πετάς λέξεις που δεν καταλαβαίνω.
άγνωστες λέξεις.Βοστώνη.Χόκευ.Χιόνι.Αεροπλάνα.
Είμαι ακόμα ψηλότερη από σένα.Ξαπλώνουμε τα μεσημέρια δίπλα δίπλα πάνω στα μάρμαρα που έχει δροσιά.
Το βράδυ με βάζεις να πιω ξύδι,σε στοίχημα.
Είμαστε 12 χρονών. Κρύβουμε λέξεις.
Πίνουμε τζιν και βότκα σε μπαρ της συμφοράς.Πίνουμε ουίσκι πάνω σε καναπέδες.
Ζαλιζόμαστε και γελάμε και κλαίμε.
Κάνω εμετό στο πεζοδρόμιο.Κρατάς τα μαλλιά μου μακριά από το πρόσωπο.
Ξέρεις πως υποψιάζομαι τις κινήσεις σου,
Πλέον με πολιορκείς. Είσαι ψηλότερος από εμένα.
Σε φοβάμαι. Σου γράφω γράμματα.Ξέρω πως δεν τα διαβάζεις.
Είμαστε 20 χρονών. Μυρίζουμε αλκοόλ και ήττα.
Έχουμε ρυτίδες και ξεχωριστές ζωές.
Μαζεύουμε πτώματα από μάχες που δώσαμε και χάσαμε ηρωικά.
Χάσαμε όμως.Εσύ στο θόρυβο του μυαλού σου κι εγώ σε δειλία και φόβο.
Δεν γελάμε πια στα εστιατόρια. Παίζουμε με τα κουτάλια και κοροιδεύεις τα καπέλα μου,
Πίνεις και κλαίω.
Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ σου λέω.Οι γρατζουνιές από τις παιδικές φιλίες.
Δεν με καταλαβαίνεις.Είμαστε 30.Μη φύγεις μου λες.
Θυμήσου τα δηλητήρια που φτιάχναμε.Τότε,στα πέντε και στα εφτά.Τότε που το σκάγαμε από το μεσημεριανό ύπνο.Τότε που μαζεύαμε βότσαλα και φυσούσαμε σαπουνόφουσκες.
Ήταν τόσο ροζ τα χείλια σου μου λες.¨Ελαμπε πάνω σου ο ήλιος.
Κλαις στον ώμο μου.Με παρακαλάς.
Μου δίνεις δολώματα.Μου στήνεις παγίδες.
Ο θόρυβος στο μυαλό σου και οι φλέβες σου.
Το φωνητικό σου αλφάβητο και οι ασκήσεις φυσικής.
Έρχεσαι σαν εφιάλτης σε γνωστά μέρη.
Μα εγώ πια δεν πολεμάω.
Sunday, September 16, 2012
Θ.Κ
τον είδα απόψε.το στόμα του μύριζε γάλα όπως παλιά,η γκρίζα του φανέλα πάνω στα κόκκαλα έπλεε, με κοιτούσε και ήταν σα να μου έλεγε,τι έκανες τόσο καιρό όσο έλειπα,και εγώ ήθελα να πω,δεν άκουσα ποτέ τη φωνή σου, έβλεπα τα χείλη σου και τα δόντια σου αλλά τη φωνή σου δεν την άκουσα, δεν έμαθα ποτέ αν κοιμήθηκες καλά, αν σου άρεσαν τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα ή το καλοκαίρι,δεν είχες μυστικά,ήσουν το πιο όμορφο λευκό χαρτί που υπήρξε ποτέ,δεν γράφτηκαν πάνω σου λέξεις,δεν έγιναν λάθη και μουτζούρες,δεν τσαλακώθηκαν οι άκρες σου,δεν πετάχτηκες στον κάλαθο των αχρήστων.
και έζησες
σαν λευκό χαρτί που έκανε ένα απαλό τρίξιμο όταν φυσάει το αεράκι,όταν ξημερώνει.
εκείνη σου έβαζε μάλλινες κάλτσες το χειμώνα για να μην κρυώνεις.δεν υπήρχε περίπτωση να κρυώσεις,αφού ήσουν άγγελος.
και δεν έμαθα ποτέ αν πονούσες όταν κοβόσουν στο ξύρισμα,αν με έβλεπες ποτέ στα όνειρά σου, δεν μαλώσαμε ποτέ,δεν είχαμε μυστικά,δεν καλύψαμε ο ένας τον άλλο,δεν γκρίνιαξες γιατί έπρεπε να με πάρεις μαζί σου, δεν είχαμε μυστική γλώσσα και βλέματα.
Ήσουν σιωπηλός και όμορφος σαν όστρακο, σπάνιο και ακριβό και πολύτιμο,και κάποτε ανασαίναμε τον ίδιο αέρα και πίναμε το ίδιο νερό και τώρα εσύ είσαι ο αέρας και το νερό και οι κόκκοι της άμμου,είσαι η σκουριά του μεταλλείου και όταν εγώ θα φύγω-
λίγοι θα σε θυμούνται πια
τα μεγάλα σου μάτια και την κορμοστασιά σου και εγώ ακόμα δεν ξέρω πως ήταν ο ήχος της φωνής σου
δεν ξέρω καν
αν είχες φωνή.
και έζησες
σαν λευκό χαρτί που έκανε ένα απαλό τρίξιμο όταν φυσάει το αεράκι,όταν ξημερώνει.
εκείνη σου έβαζε μάλλινες κάλτσες το χειμώνα για να μην κρυώνεις.δεν υπήρχε περίπτωση να κρυώσεις,αφού ήσουν άγγελος.
και δεν έμαθα ποτέ αν πονούσες όταν κοβόσουν στο ξύρισμα,αν με έβλεπες ποτέ στα όνειρά σου, δεν μαλώσαμε ποτέ,δεν είχαμε μυστικά,δεν καλύψαμε ο ένας τον άλλο,δεν γκρίνιαξες γιατί έπρεπε να με πάρεις μαζί σου, δεν είχαμε μυστική γλώσσα και βλέματα.
Ήσουν σιωπηλός και όμορφος σαν όστρακο, σπάνιο και ακριβό και πολύτιμο,και κάποτε ανασαίναμε τον ίδιο αέρα και πίναμε το ίδιο νερό και τώρα εσύ είσαι ο αέρας και το νερό και οι κόκκοι της άμμου,είσαι η σκουριά του μεταλλείου και όταν εγώ θα φύγω-
λίγοι θα σε θυμούνται πια
τα μεγάλα σου μάτια και την κορμοστασιά σου και εγώ ακόμα δεν ξέρω πως ήταν ο ήχος της φωνής σου
δεν ξέρω καν
αν είχες φωνή.
Saturday, September 15, 2012
η μαγισσα και η ντουλαπα
στην άκρη του δωματίου μου
στέκεται
μια μπλε ντουλάπα γεμάτη με στιγμές
παιχνίδια που τα παιδιά δεν έπαιξαν
σπασμένα κομμάτια καπνού
άμμος στις τσέπες της ζακέτας μου
και ξύλινες γυαλιστερές κρεμάστρες.
Τον Μάιο την τακτοποιώ με χαρά
φρεσκοπλυμένα και αναιδή σαν σε βιτρίνα
το Σεπτέμβρη μαραμένα τριαντάφυλλα
με λεκέδες από καφέ και τριμμένους αγκώνες.
Άραγε ψιθυρίζουν το ένα στο άλλο το χειμώνα
αγγίζονται με τρυφερότητα οι τιράντες και οι ξηλωμένες ραφές
τα ετοιμόρροπα κουμπιά
ανυπομονούν για να γυρίσω την επόμενη χρονιά
σε ποια χέρια θα περάσουν όταν φύγω?
θα μοιραστούν ευλαβικά σε φίλους και συγγενείς?
θα σωριαστούν σε πεζοδρομια
θα κρεμαστουν σαν τάματα
ή σε πενήντα χρόνια
πάλι σαν σε βιτρίνα, πολύχρωμα βαλσαμωμένα πουλιά
κάποιος σαν κι εσένα να τα δει και να σκεφτεί
πως " μοιάζει με κάτι που θα φορούσες,αν υπήρχες? "
στέκεται
μια μπλε ντουλάπα γεμάτη με στιγμές
παιχνίδια που τα παιδιά δεν έπαιξαν
σπασμένα κομμάτια καπνού
άμμος στις τσέπες της ζακέτας μου
και ξύλινες γυαλιστερές κρεμάστρες.
Τον Μάιο την τακτοποιώ με χαρά
φρεσκοπλυμένα και αναιδή σαν σε βιτρίνα
το Σεπτέμβρη μαραμένα τριαντάφυλλα
με λεκέδες από καφέ και τριμμένους αγκώνες.
Άραγε ψιθυρίζουν το ένα στο άλλο το χειμώνα
αγγίζονται με τρυφερότητα οι τιράντες και οι ξηλωμένες ραφές
τα ετοιμόρροπα κουμπιά
ανυπομονούν για να γυρίσω την επόμενη χρονιά
σε ποια χέρια θα περάσουν όταν φύγω?
θα μοιραστούν ευλαβικά σε φίλους και συγγενείς?
θα σωριαστούν σε πεζοδρομια
θα κρεμαστουν σαν τάματα
ή σε πενήντα χρόνια
πάλι σαν σε βιτρίνα, πολύχρωμα βαλσαμωμένα πουλιά
κάποιος σαν κι εσένα να τα δει και να σκεφτεί
πως " μοιάζει με κάτι που θα φορούσες,αν υπήρχες? "
Friday, September 14, 2012
συννεφιασμενος ουρανός
τα λευκά σύννεφα
διαστέλλονται σαν το εσωτερικό
του σώματός μου
που συλλέγει νερό και αίμα
κάθε μήνα
το στήθος μου γυμνό στον καθρέφτη να καταπίνει φως
με δυο τρεις μαβιές γραμμες στις καμπύλες του
σα μαχαιριές αδιόρατες
ένα κρύο που ανεβαίνει απο τα γυμνά πόδια
στα πλακάκια
εισπνοή,εκπνοή-
καταρράκτες κύματα
ακόμα κι όταν ματώνουμε μαζί πεθαινουμε μόνοι.
διαστέλλονται σαν το εσωτερικό
του σώματός μου
που συλλέγει νερό και αίμα
κάθε μήνα
το στήθος μου γυμνό στον καθρέφτη να καταπίνει φως
με δυο τρεις μαβιές γραμμες στις καμπύλες του
σα μαχαιριές αδιόρατες
ένα κρύο που ανεβαίνει απο τα γυμνά πόδια
στα πλακάκια
εισπνοή,εκπνοή-
καταρράκτες κύματα
ακόμα κι όταν ματώνουμε μαζί πεθαινουμε μόνοι.
Tuesday, September 11, 2012
William S.
ο κόσμος όλο θέατρο,ο κόσμος μια σκηνή
και πως να χωρέσει η σιωπή
ο βοριάς, ένα σπουργίτι με σπασμένο φτερό
το πρόσωπό σου φτιαγμένο από χιλιάδες παραστάσεις
που στο τέλος της νύχτας
κέρινο πλάθεται κατά βούλησιν
κοινού και σκηνοθετών και έργου.
Έργου προπαντώς.
Πλάθοντας ξανά βλέφαρα και χείλη
σβήνοντας τις ρυτίδες ανάμεσα στα φρύδια,
πρόσωπο μισολειωμένο μα ζωντανό.
Κι εσύ, ο συγγραφέας του έργου,
κοιμάσαι άραγε τα βράδια ήσυχος
χωρίς να αναρωτιέσαι
αν ζει ακόμα η Δεισδαιμόνα, η Οφηλία,η λαίδη Μάκβεθ,η Μιράντα?
Έκανες ειρήνη ακουμπώντας την πένα σου στο γραφείο
ή σε κηνυγούν ακόμα τα κορίτσια που τους φύσηξες ζωή?
Ρόζαλιντ, Κορδηλία,Βεατρίκη, Λαβίνια,Βαιόλα,
δεκάδες γυναικεία ονόματα με μάσκες κέρινες
τυλιγμένες στη σιωπή?
και πως να χωρέσει η σιωπή
ο βοριάς, ένα σπουργίτι με σπασμένο φτερό
το πρόσωπό σου φτιαγμένο από χιλιάδες παραστάσεις
που στο τέλος της νύχτας
κέρινο πλάθεται κατά βούλησιν
κοινού και σκηνοθετών και έργου.
Έργου προπαντώς.
Πλάθοντας ξανά βλέφαρα και χείλη
σβήνοντας τις ρυτίδες ανάμεσα στα φρύδια,
πρόσωπο μισολειωμένο μα ζωντανό.
Κι εσύ, ο συγγραφέας του έργου,
κοιμάσαι άραγε τα βράδια ήσυχος
χωρίς να αναρωτιέσαι
αν ζει ακόμα η Δεισδαιμόνα, η Οφηλία,η λαίδη Μάκβεθ,η Μιράντα?
Έκανες ειρήνη ακουμπώντας την πένα σου στο γραφείο
ή σε κηνυγούν ακόμα τα κορίτσια που τους φύσηξες ζωή?
Ρόζαλιντ, Κορδηλία,Βεατρίκη, Λαβίνια,Βαιόλα,
δεκάδες γυναικεία ονόματα με μάσκες κέρινες
τυλιγμένες στη σιωπή?
Monday, September 10, 2012
τα κύματα σαν εσένα
δέκα βότσαλα κατηφορίζουν στην ακρογιαλιά.
αφρός.
ανοίγω τα μάτια μου με βία. σκιές στους λόφους.
δεν κράτησα ούτε μια φωτογραφία αν θες να ξέρεις.
γνωρίζω λίγα και σκέφτομαι λιγότερα.
μου έκαναν δώρο ένα άρωμα που λέγεται χίλια φιλιά.
κάποιος άλλος έπρεπε να μου δώσει ό,τι δε μου έδωσες εσύ.
ή η ζωή γενικότερα, ή όποιος μου χρωστούσε.
μα δεν θέλω να πορεύομαι με χρέη
φίλων ή εραστών ή του κόσμου.ή ενοχές, ή δανεικά.
ακόμα οι μελανιές έχουν μείνει στο λαιμό μου από εκβιασμούς
και δεν μαλακώνουν.
και τα δικά μου δάχτυλα κουράστηκαν να σφίγγουν.
τα βράχια πάντα έτσι κι αλλιώς ξέρουν
πως είναι να είσαι δυνατός.
πάνω σου ζουν πεταλίδες,αχινοί, χταπόδια.
τους δίνεις σπίτι και νερό και σου χαρίζουν ρωγμές
αλάτι στις πληγές, σάλιο.
μα καμιά φορά σε φιλούν.
και εσύ διαλέγεις αυτό που πονάει λιγότερο.
το κόστος του φιλιού προπαντώς.
και το δηλητήριό του
νυν και αεί,μες στη ζωή, όπως έλεγε και ο Γκάτσος.
αφρός.
ανοίγω τα μάτια μου με βία. σκιές στους λόφους.
δεν κράτησα ούτε μια φωτογραφία αν θες να ξέρεις.
γνωρίζω λίγα και σκέφτομαι λιγότερα.
μου έκαναν δώρο ένα άρωμα που λέγεται χίλια φιλιά.
κάποιος άλλος έπρεπε να μου δώσει ό,τι δε μου έδωσες εσύ.
ή η ζωή γενικότερα, ή όποιος μου χρωστούσε.
μα δεν θέλω να πορεύομαι με χρέη
φίλων ή εραστών ή του κόσμου.ή ενοχές, ή δανεικά.
ακόμα οι μελανιές έχουν μείνει στο λαιμό μου από εκβιασμούς
και δεν μαλακώνουν.
και τα δικά μου δάχτυλα κουράστηκαν να σφίγγουν.
τα βράχια πάντα έτσι κι αλλιώς ξέρουν
πως είναι να είσαι δυνατός.
πάνω σου ζουν πεταλίδες,αχινοί, χταπόδια.
τους δίνεις σπίτι και νερό και σου χαρίζουν ρωγμές
αλάτι στις πληγές, σάλιο.
μα καμιά φορά σε φιλούν.
και εσύ διαλέγεις αυτό που πονάει λιγότερο.
το κόστος του φιλιού προπαντώς.
και το δηλητήριό του
νυν και αεί,μες στη ζωή, όπως έλεγε και ο Γκάτσος.
Friday, September 07, 2012
σαν σεπτέμβρης
ήρθε πάλι ο καιρός που θα κλείσουμε τις πόρτες.
στις βεράντες που κάναν νυχτέρια οι γειτόνισσες χώμα.
έκοψε τα δρομολόγια του το λεωφορείο,
έβγαλα τη ζακέτα μου από τη ντουλάπα.
κάθε χρόνο όλο και πιο λίγο.
όλο και πιο λίγες ηλιαχτίδες, όλο και πιο λίγα φώτα στο δρόμο.
μάζεψα λιγότερα βότσαλα, μέτρησα λιγότερους αχινούς,
έκλεψα λιγότερα σύκα,είδα λιγότερα όνειρα.
κι ο βοριάς που τα χείλη ματώνει το ξέρει
χτυπάει τις γρίλιες τα ξημερώματα βρυχώντας
εσύ και εγώ και η αλμύρα
δεμένα τα χέρια μας
έλα να μας ακολουθήσεις.
στις βεράντες που κάναν νυχτέρια οι γειτόνισσες χώμα.
έκοψε τα δρομολόγια του το λεωφορείο,
έβγαλα τη ζακέτα μου από τη ντουλάπα.
κάθε χρόνο όλο και πιο λίγο.
όλο και πιο λίγες ηλιαχτίδες, όλο και πιο λίγα φώτα στο δρόμο.
μάζεψα λιγότερα βότσαλα, μέτρησα λιγότερους αχινούς,
έκλεψα λιγότερα σύκα,είδα λιγότερα όνειρα.
κι ο βοριάς που τα χείλη ματώνει το ξέρει
χτυπάει τις γρίλιες τα ξημερώματα βρυχώντας
εσύ και εγώ και η αλμύρα
δεμένα τα χέρια μας
έλα να μας ακολουθήσεις.
Thursday, September 06, 2012
ζαχαρώδη και άλλα
μέσα στη ζάλη οι γυναίκες
φυσώντας απαλά καπνό
ψιθυρίζουν λέξεις όπως
καραμέλες βουτύρου, ροζ μαλλί γριας, παστέλι.
σιρόπι βύσσινο, κυδώνι, γλυκόριζα.
βανίλια μαδαγασκάρης, ζαχαρωμένα κομμάτια ανανά,
θρυμματισμένα αμύγδαλα, παγωτό φυστίκι.
ροδοζάχαρη, σφεντάμι, μπαστουνάκια κανέλλας,
φουσκωμένα αναιδή γλειφιτζούρια
λικέρ λεμόνι και καρυδάκι
μελάσσα, σπόροι ροδιών, γαρύφαλο.
γλασαρισμένα κεράσια, κάστανο ψημένο,
αρωματισμένα μήλα.
σπάνε τη ζάχαρη με τα δόντια,σκίζουν το τούλι της μπομπονιέρας
πετάνε τα κουφέτα σαν βότσαλα στην αμμουδιά
και δεν ξέρεις πιο είναι πιο λευκό
το κουφέτο ή ο κυνόδοντας
τι είναι πιο ροδαλό
το γλυκό τριαντάφυλλο ή τα χείλη
πιο τρυφερή η ανάσα ή το στήθος τους.
φυσώντας απαλά καπνό
ψιθυρίζουν λέξεις όπως
καραμέλες βουτύρου, ροζ μαλλί γριας, παστέλι.
σιρόπι βύσσινο, κυδώνι, γλυκόριζα.
βανίλια μαδαγασκάρης, ζαχαρωμένα κομμάτια ανανά,
θρυμματισμένα αμύγδαλα, παγωτό φυστίκι.
ροδοζάχαρη, σφεντάμι, μπαστουνάκια κανέλλας,
φουσκωμένα αναιδή γλειφιτζούρια
λικέρ λεμόνι και καρυδάκι
μελάσσα, σπόροι ροδιών, γαρύφαλο.
γλασαρισμένα κεράσια, κάστανο ψημένο,
αρωματισμένα μήλα.
σπάνε τη ζάχαρη με τα δόντια,σκίζουν το τούλι της μπομπονιέρας
πετάνε τα κουφέτα σαν βότσαλα στην αμμουδιά
και δεν ξέρεις πιο είναι πιο λευκό
το κουφέτο ή ο κυνόδοντας
τι είναι πιο ροδαλό
το γλυκό τριαντάφυλλο ή τα χείλη
πιο τρυφερή η ανάσα ή το στήθος τους.
Wednesday, September 05, 2012
Η Κασσάνδρα του Παρνασσού
Η γιαγιά μου ήταν η Κασσάνδρα.
Κρατώντας με στο στήθος της προσευχόταν
το χάρισμα αυτό να μην βυζάξω.
Έλυνε και ξέλυνε τα μαλλιά της κάθε πρωί
κοιτώντας την κορφή του Παρνασσού
και μνημόνευε τα χιόνια
που καταραμένα στέκονταν εκεί
λεία, παγωμένα και κατάλευκα
σαν τα νερά της Στυγός
να αγκιστρώνουν πτώματα, λάφυρα του Εμφυλίου, βρέφη που γεννήθηκαν νεκρά
κομματιασμένες στρατιωτικές στολές, ατιμασμένες χωριατοπούλες,
μυστικά, εγκλήματα, μπλαβιασμένα μέλη, σπονδυλικές στήλες ζώων.
Κι εγώ βρέφος στην κούνια
κρυφά ακόνιζα τη γλωσσα μου
γιατί ηταν πια αργά.
Κρατώντας με στο στήθος της προσευχόταν
το χάρισμα αυτό να μην βυζάξω.
Έλυνε και ξέλυνε τα μαλλιά της κάθε πρωί
κοιτώντας την κορφή του Παρνασσού
και μνημόνευε τα χιόνια
που καταραμένα στέκονταν εκεί
λεία, παγωμένα και κατάλευκα
σαν τα νερά της Στυγός
να αγκιστρώνουν πτώματα, λάφυρα του Εμφυλίου, βρέφη που γεννήθηκαν νεκρά
κομματιασμένες στρατιωτικές στολές, ατιμασμένες χωριατοπούλες,
μυστικά, εγκλήματα, μπλαβιασμένα μέλη, σπονδυλικές στήλες ζώων.
Κι εγώ βρέφος στην κούνια
κρυφά ακόνιζα τη γλωσσα μου
γιατί ηταν πια αργά.
Sunday, September 02, 2012
στα θαλασσινά καφενεία
κάθομαι με λυγισμένα πόδια, ποιήματα του Ναμπόκωφ και ιδρωμένες παλάμες, ο αέρας δεν πέφτει και οι γνωστοί με κοιτούν συγκαταβατικά, περνούν από μπροστά μου σχολιάζοντας φεγγάρια και δρομολόγια, ένα φεγγάρι πάλι κόκκινο και θυμωμένο να μου κάνει ανάκριση
και εγώ τυλίγομαι με την εσάρπα μου
και κάνω πάλι την αθώα
γυρνώντας δεν καληνυχτίζω κανέναν και μετράω τα σκοτεινά και τα φωτισμένα παράθυρα,θέλω να σκαρφαλώσω στα βράχια όπως τότε που ήμουν 13 αλλά τα βράχια δεν είναι πια τα ίδια
ούτε είμαι κι εγώ
κάθε νύχτα η ίδια διαδρομή προς το σπίτι με το σφίξιμο στο στομάχι και την ψυχή στο στόμα
σκέφτομαι τη Βιρτζίνια Γουλφ με τις πέτρες στις τσέπες να βαδίζει με αστάθεια και να χάνεται,ανεβαίνω τις σκάλες κρατώντας τον τοίχο σιωπηλά
και λέω μέσα μου,πόσα ακόμα σκαλοπάτια
πόσα ακόμα σκαλοπάτια.
και εγώ τυλίγομαι με την εσάρπα μου
και κάνω πάλι την αθώα
γυρνώντας δεν καληνυχτίζω κανέναν και μετράω τα σκοτεινά και τα φωτισμένα παράθυρα,θέλω να σκαρφαλώσω στα βράχια όπως τότε που ήμουν 13 αλλά τα βράχια δεν είναι πια τα ίδια
ούτε είμαι κι εγώ
κάθε νύχτα η ίδια διαδρομή προς το σπίτι με το σφίξιμο στο στομάχι και την ψυχή στο στόμα
σκέφτομαι τη Βιρτζίνια Γουλφ με τις πέτρες στις τσέπες να βαδίζει με αστάθεια και να χάνεται,ανεβαίνω τις σκάλες κρατώντας τον τοίχο σιωπηλά
και λέω μέσα μου,πόσα ακόμα σκαλοπάτια
πόσα ακόμα σκαλοπάτια.
Friday, August 31, 2012
αυτοπροσωπογραφια-η μητερα μου
Τα πρωινά ή τα βράδια που σε συναντάω
με τα πρησμένα σου πόδια λυγισμένα στον καναπέ
τα στραβωμένα σου δάχτυλα από τις μπουγάδες
ρούχα βρεφικά,σεντόνια,πετσέτες,πουκάμισα,
τα χέρια σου που μας έπλυναν και μας στέγνωσαν εκατοντάδες βράδια
που ηρέμησαν τους πυρετούς μας
έδειξαν δόντια στους εφιάλτες μας
νανούρισαν τους έφηβους και ενήλικους ερωτές μας
καμιά φορά ξεχνάω να δω τη λάμψη στα μάτια σου.
Και την ξεχνάς κι εσύ-και τότε θέλω να σε πιάσω από τον ώμο
να πλύνω τις λάσπες από τα πόδια σου
να σε γεμίσω βυζαντινές εικόνες και μανδύες
να πάρω στο πρόσωπό μου τις ρυτίδες και τους πόνους σου
να γίνεις εσύ ξανά κορίτσι κι εγώ να κλείσω την αυλαία τη δική μου
να σβήσω το φως
κι εσύ να τρέξεις,αντί για μένα,στους δρόμους,
και στις γάμπες σου να λιποθυμάνε όλα τα αγόρια της γειτονιάς,
όπως τότε,που ζαλισμένοι ξεροστάλιαζαν στα σοκάκια
μόνο για να σε βλέπουν να στρίβεις τη γωνία από το σπίτι σου.
με τα πρησμένα σου πόδια λυγισμένα στον καναπέ
τα στραβωμένα σου δάχτυλα από τις μπουγάδες
ρούχα βρεφικά,σεντόνια,πετσέτες,πουκάμισα,
τα χέρια σου που μας έπλυναν και μας στέγνωσαν εκατοντάδες βράδια
που ηρέμησαν τους πυρετούς μας
έδειξαν δόντια στους εφιάλτες μας
νανούρισαν τους έφηβους και ενήλικους ερωτές μας
καμιά φορά ξεχνάω να δω τη λάμψη στα μάτια σου.
Και την ξεχνάς κι εσύ-και τότε θέλω να σε πιάσω από τον ώμο
να πλύνω τις λάσπες από τα πόδια σου
να σε γεμίσω βυζαντινές εικόνες και μανδύες
να πάρω στο πρόσωπό μου τις ρυτίδες και τους πόνους σου
να γίνεις εσύ ξανά κορίτσι κι εγώ να κλείσω την αυλαία τη δική μου
να σβήσω το φως
κι εσύ να τρέξεις,αντί για μένα,στους δρόμους,
και στις γάμπες σου να λιποθυμάνε όλα τα αγόρια της γειτονιάς,
όπως τότε,που ζαλισμένοι ξεροστάλιαζαν στα σοκάκια
μόνο για να σε βλέπουν να στρίβεις τη γωνία από το σπίτι σου.
σαν πρωινο
με στιλετο ανάμεσα στα δόντια αντί για τριαντάφυλλο
δεν είμαι πια σύντροφος, φίλη, κόρη.
τα βράδια κοιμάμαι οπλισμένη.
όταν δεν έχεις τίποτα να χάσεις
αμύνεσαι μόνο
για μια χουφτα χώμα και μια θύμηση ενός χαμόγελου
που ποτέ δεν ήταν δικό σου.
δεν είμαι πια σύντροφος, φίλη, κόρη.
τα βράδια κοιμάμαι οπλισμένη.
όταν δεν έχεις τίποτα να χάσεις
αμύνεσαι μόνο
για μια χουφτα χώμα και μια θύμηση ενός χαμόγελου
που ποτέ δεν ήταν δικό σου.
Wednesday, August 29, 2012
σαν σε καθρέφτη
" I am tired of being brave"
Anne Sexton
Θα θελα να ΄μαι τόσο όμορφη
να ξεχνούν οι άνθρωποι τα βάσανά τους και τις πίκρες τους
να χαρίζω μεταδοτικά χαμόγελα στα πεφταστέρια με αυτή την καμπύλη των χειλιών μου.
Θα θελα να μουν η Σειρήνα που τραβάει τους ναύτες
όχι για να τους κατασπαράξω αλλά για να τους γλιτώσω από το ταξίδι
κι ας ξέρω πια πως τα μυθικά πλάσματα πάντα κατατροπώνονται,και για τους φονιάδες τους γράφουν ελεγείες.
Κι ας ξέρω πως τα χαμόγελα καθρεφτίζονται σαν λύπηση.
Κι ας ξέρω πως την ομορφιά οι άνθρωποι δεν θέλουν να τη βλέπουν.
Μα πιο πολύ, θα θελα να 'μαι όμορφη για σένα.
Μέσα στο βούρκο να χαμογελάμε σαν τους κλέφτες
ακόμα και να μην με βλέπεις-
μπορεί και να το νιώσεις,
ένα απόγευμα ίσως-
πεζός, σκυφτός και βουρκωμένος.
(τα βράδια,όταν μόνη μου ακούω Καζαντζίδη ,καπνίζω σαν Πυθία και υφαίνω χρησμούς που ξέρω πως δε θα βγουν)
Anne Sexton
Θα θελα να ΄μαι τόσο όμορφη
να ξεχνούν οι άνθρωποι τα βάσανά τους και τις πίκρες τους
να χαρίζω μεταδοτικά χαμόγελα στα πεφταστέρια με αυτή την καμπύλη των χειλιών μου.
Θα θελα να μουν η Σειρήνα που τραβάει τους ναύτες
όχι για να τους κατασπαράξω αλλά για να τους γλιτώσω από το ταξίδι
κι ας ξέρω πια πως τα μυθικά πλάσματα πάντα κατατροπώνονται,και για τους φονιάδες τους γράφουν ελεγείες.
Κι ας ξέρω πως τα χαμόγελα καθρεφτίζονται σαν λύπηση.
Κι ας ξέρω πως την ομορφιά οι άνθρωποι δεν θέλουν να τη βλέπουν.
Μα πιο πολύ, θα θελα να 'μαι όμορφη για σένα.
Μέσα στο βούρκο να χαμογελάμε σαν τους κλέφτες
ακόμα και να μην με βλέπεις-
μπορεί και να το νιώσεις,
ένα απόγευμα ίσως-
πεζός, σκυφτός και βουρκωμένος.
(τα βράδια,όταν μόνη μου ακούω Καζαντζίδη ,καπνίζω σαν Πυθία και υφαίνω χρησμούς που ξέρω πως δε θα βγουν)
Tuesday, August 28, 2012
τα ρολόγια
Δεν υπάρχει χρόνος,τόπος,σώμα.
Η ζάχαρη κάτω από τη γλώσσα έλιωσε.
12 χρονών σε μια μάντρα, φθινόπωρο,ζαρώνω και ξεζαρώνω τη φούστα μου.
15 χρονών σε ένα δωμάτιο, χαράζω με τα νύχια μου το πρώτο ξόρκι.
19 χρονών ,συναγωνίζομαι τον άνεμο σε κρύο.
Φτύνω φλόγες και εισπνέω τη στάχτη.
Δεν σταματώ να μουρμουρίζω ξόρκια, να νοσταλγώ τα κρύα δάση που γεννήθηκα.
Είμαι μικρή-τα μάτια σου δεν με χωράνε.
Γλιστρώ κάτω από δέρματα και ιστούς.
Και μέσα σας θεριεύω.
Είμαι νερό και είμαι αίμα.
Έζησα χιλιάδες χαραυγές χωρίς δέρμα.Και περιμένω τη στιγμή που θα ανάψω.
Η ζάχαρη κάτω από τη γλώσσα έλιωσε.
12 χρονών σε μια μάντρα, φθινόπωρο,ζαρώνω και ξεζαρώνω τη φούστα μου.
15 χρονών σε ένα δωμάτιο, χαράζω με τα νύχια μου το πρώτο ξόρκι.
19 χρονών ,συναγωνίζομαι τον άνεμο σε κρύο.
Φτύνω φλόγες και εισπνέω τη στάχτη.
Δεν σταματώ να μουρμουρίζω ξόρκια, να νοσταλγώ τα κρύα δάση που γεννήθηκα.
Είμαι μικρή-τα μάτια σου δεν με χωράνε.
Γλιστρώ κάτω από δέρματα και ιστούς.
Και μέσα σας θεριεύω.
Είμαι νερό και είμαι αίμα.
Έζησα χιλιάδες χαραυγές χωρίς δέρμα.Και περιμένω τη στιγμή που θα ανάψω.
Friday, August 24, 2012
κι αν έφυγαν καράβια
στα καράβια που ανέβηκα ανέπνεα τη σκουριά από παιδί, ήθελα να τη σβήσω με το γαλάζιο του ουρανού και την ανακάτευα σαν χρώματα σε παλέτα στο μυαλό μου, το λευκό χρώμα των γλάρων.
Δεν ήθελα να κερδίζουν τα απόνερα και έβαζα στοιχήματα με τον εαυτό μου.
Καμιά φορά τα απόνερα σε έπαιρναν και σένα,άλλες φορές ερχόσουν δίπλα μου σαν νεκρός και μου ψιθύριζες χρησμούς και μαγγανείες,κι εγώ μάζευα τα ξόρκια μου να τα ενώσω με τα δικά σου για να γίνουμε ανίκητοι.
Και στο νου μου έμπλεκα σαν Πηνελόπη στον αργαλειό, ένα λευκό πουκάμισο και μια κάπα βελούδινη,την καταχνιά της ανάσας σου και το αχ της ξενιτεμένης, δυο μαργαριτάρια από ενα κόσμημα που έσπασε, και έφτιαχνα παραμύθια και ποιήματα να ταξιδεύουν.
Σε ταξιδεύω και με ταξιδεύεις σε λίμνες που 10 μαυροντυμένες γυναίκες μου γνέφουν
να πάω κοντά τους.
Δεν ήθελα να κερδίζουν τα απόνερα και έβαζα στοιχήματα με τον εαυτό μου.
Καμιά φορά τα απόνερα σε έπαιρναν και σένα,άλλες φορές ερχόσουν δίπλα μου σαν νεκρός και μου ψιθύριζες χρησμούς και μαγγανείες,κι εγώ μάζευα τα ξόρκια μου να τα ενώσω με τα δικά σου για να γίνουμε ανίκητοι.
Και στο νου μου έμπλεκα σαν Πηνελόπη στον αργαλειό, ένα λευκό πουκάμισο και μια κάπα βελούδινη,την καταχνιά της ανάσας σου και το αχ της ξενιτεμένης, δυο μαργαριτάρια από ενα κόσμημα που έσπασε, και έφτιαχνα παραμύθια και ποιήματα να ταξιδεύουν.
Σε ταξιδεύω και με ταξιδεύεις σε λίμνες που 10 μαυροντυμένες γυναίκες μου γνέφουν
να πάω κοντά τους.
Friday, August 17, 2012
οι ντουλαπες και οι καθρέφτες
γεμίζω τις ντουλάπες μου με κουτιά, κουμπιά και σπάγκο
για να μην βλέπω την ψυχή μου που είναι άδεια.
φυσάω στον καθρέφτη δηλητήριο
κάθε φορά που κοιτάζομαι
για να μη βλέπω το πρόσωπό σου
πνίγω τους πόρους μου με πούδρες
γιατί δε θέλω να αναπνέω την ανάσα σου.
όσο και αν σκουπίζεις
θα έρθει πάλι η σκόνη.
όσο και να πλυθείς σχολαστικά
ανάμεσα στα δάχτυλα,στις ρίζες των μαλλιών,ανάμεσα στα πόδια
ο ιδρώτας θα ξανακυλίσει.
και δε θα είσαι ποτέ καθαρή.
για να μην βλέπω την ψυχή μου που είναι άδεια.
φυσάω στον καθρέφτη δηλητήριο
κάθε φορά που κοιτάζομαι
για να μη βλέπω το πρόσωπό σου
πνίγω τους πόρους μου με πούδρες
γιατί δε θέλω να αναπνέω την ανάσα σου.
όσο και αν σκουπίζεις
θα έρθει πάλι η σκόνη.
όσο και να πλυθείς σχολαστικά
ανάμεσα στα δάχτυλα,στις ρίζες των μαλλιών,ανάμεσα στα πόδια
ο ιδρώτας θα ξανακυλίσει.
και δε θα είσαι ποτέ καθαρή.
Tuesday, August 14, 2012
τα ολοκαινουρια μας φορεματα
κάθε Δεκαπενταύγουστο βγάζουμε τα καλά μας φορέματα από την ντουλάπα, μπλε πουά με λευκά κουμπάκια στο μπούστο, κοκκινα πουά με τιράντες που συνέχεια πέφτουν, χαρούμενα κοραλλί ριγέ και λευκά,ολόλευκα λινά, πλεκτά κίτρινα με λουλουδάκια απλικέ.
κάθε Δεκαπενταύγουστο πιστεύουμε πως είμαστε όμορφες με τις σατέν μας κορδέλες και τα καλά μας εσώρουχα, τα λουλουδάτα μας ρούχα που θυμίζουν κρεμαστούς κήπους δεν θα δουν ποτέ αληθινά πικνικ σε πάρκα με όμορφα αγόρια, θα δουν μόνο τον ιδρώτα μας και την απογοήτευσή μας και τους κάλους από τα γοβάκια της Σταχτοπούτας,θα μας έχει πιάσει υπνηλία από τον ήλιο και τη ζέστη και θα ανυπομονούμε να γυρίσουμε στο σπίτι και να φορέσουμε αυτό το παλιό μας μεσοφόρι με τις δυο τρύπες στο στρίφωμα που έχει πάρει το σχήμα του σώματός μας και μυρίζει το δέρμα μας.
Κι εγώ, εγώ φέτος δεν φόρεσα ουτε κρουαζε ζέρσευ,δεν φόρεσα το καρω με τα κερασάκια ή το αλλο καρώ χωρίς κερασάκια,αλλά τυλίχτηκα σε ένα κομμάτι ύφασμα από παλιό σεντόνι και άκουσα για χιλιοστή φορά το georgia on my mind, το are you lonesome tonight,aretha franklin και sam cooke και είπα,
κι εσύ Παναγία έζησες τέτοιες βραδιές που δεν χωρούσες στο δέρμα σου σε καλοκαιρινές νύχτες,κι εσύ κοίταξες τα ρούχα σου και είπες, βαριεμαι τοσο να ντυθώ και να είμαι ευγενική και γλυκειά,θέλω μονο να ακουω τα τζιτζίκια στην κοιλάδα και να λέω
γεννηθηκες,τυλιχτηκες σε ένα σεντόνι,θα πεθάνεις και θα τυλιχτείς σε ενα σεντόνι.
κάθε Δεκαπενταύγουστο πιστεύουμε πως είμαστε όμορφες με τις σατέν μας κορδέλες και τα καλά μας εσώρουχα, τα λουλουδάτα μας ρούχα που θυμίζουν κρεμαστούς κήπους δεν θα δουν ποτέ αληθινά πικνικ σε πάρκα με όμορφα αγόρια, θα δουν μόνο τον ιδρώτα μας και την απογοήτευσή μας και τους κάλους από τα γοβάκια της Σταχτοπούτας,θα μας έχει πιάσει υπνηλία από τον ήλιο και τη ζέστη και θα ανυπομονούμε να γυρίσουμε στο σπίτι και να φορέσουμε αυτό το παλιό μας μεσοφόρι με τις δυο τρύπες στο στρίφωμα που έχει πάρει το σχήμα του σώματός μας και μυρίζει το δέρμα μας.
Κι εγώ, εγώ φέτος δεν φόρεσα ουτε κρουαζε ζέρσευ,δεν φόρεσα το καρω με τα κερασάκια ή το αλλο καρώ χωρίς κερασάκια,αλλά τυλίχτηκα σε ένα κομμάτι ύφασμα από παλιό σεντόνι και άκουσα για χιλιοστή φορά το georgia on my mind, το are you lonesome tonight,aretha franklin και sam cooke και είπα,
κι εσύ Παναγία έζησες τέτοιες βραδιές που δεν χωρούσες στο δέρμα σου σε καλοκαιρινές νύχτες,κι εσύ κοίταξες τα ρούχα σου και είπες, βαριεμαι τοσο να ντυθώ και να είμαι ευγενική και γλυκειά,θέλω μονο να ακουω τα τζιτζίκια στην κοιλάδα και να λέω
γεννηθηκες,τυλιχτηκες σε ένα σεντόνι,θα πεθάνεις και θα τυλιχτείς σε ενα σεντόνι.
Sunday, August 12, 2012
18 αυγουστοι μετά
δεν πιστεύω πως θυμάσαι τις μέρες εκείνες που περάσαμε μαζί.Δεν νομίζω πως θυμάσαι εκείνο το πράσινο πουκάμισο που φορούσα όταν πρωτομιλήσαμε,τα μάγουλά μου που κοκκίνιζαν και ευχαριστούσα το σκοτάδι και τη νύχτα την προστάτιδά μου που με έκρυβε από εσένα,πως ο ανεμος ήταν αλμυρός και φοβόμουν γιατί σε δε χόρταινα τη φωνή σου,το παράστημά σου, ζήλευα τα σεντόνια σου και πως φοβόμουν,φοβόμουν πως αν με άγγιζες θα εξαυλωνόμουν.
δεν εξαυλώθηκα κι εσύ έφυγες χωρίς να με χαιρετήσεις. Δεν ξέρεις πόσο σε έψαξα και πόσο δάκρυσα.
Τώρα οι κρυψώνες μας χορτάριασαν.Η θεά Νύχτα σκέπασε τα παράθυρά μας όπως κλείνουν τα μάτια των νεκρών.Τα δωμάτια που βρεθήκαμε περιμένουν σαν χρόνιοι ασθενείς τη λύτρωση κι εγώ κάθε Αύγουστο πίνω στην ανάμνησή σου.
Όχι στον έρωτά μας.Που δεν υπήρξε.Όχι στο άγγιγμά σου.Που δεν κράτησε πολύ.
Πίνω στα νιάτα σου, στην αθωότητά μου,στην αφέλεια μου πως μια μέρα θα ερχόσουν να με βρεις, στα δάκρυα που δε σκούπισε κανένας, στα τραγούδια που ακούσαμε ένα βράδυ,τότε που ήμασταν 17 χρονών και δεν ξέραμε τι μας έφερε κοντά, στα τσιγάρα που καπνίσαμε σαν συνωμότες, στην πίστη πως κάποτε θα ερχόσουν.
Λέω πια να μη σε νοσταλγώ. Λέω να σε αφήσω να γκριζάρεις πια κι εσύ.Μπορεί να κουράστηκες τόσα χρόνια να έρχεσαι στις αναμνήσεις μου.
και 18 Αύγουστοι μετά,ήρθε ο καιρός να κάνουμε ειρήνη.
Γιατί αν έλεγα πως αμέσως θα αναγνώριζα την ανάσα σου,μπορεί και να ταν ψέμα.
δεν εξαυλώθηκα κι εσύ έφυγες χωρίς να με χαιρετήσεις. Δεν ξέρεις πόσο σε έψαξα και πόσο δάκρυσα.
Τώρα οι κρυψώνες μας χορτάριασαν.Η θεά Νύχτα σκέπασε τα παράθυρά μας όπως κλείνουν τα μάτια των νεκρών.Τα δωμάτια που βρεθήκαμε περιμένουν σαν χρόνιοι ασθενείς τη λύτρωση κι εγώ κάθε Αύγουστο πίνω στην ανάμνησή σου.
Όχι στον έρωτά μας.Που δεν υπήρξε.Όχι στο άγγιγμά σου.Που δεν κράτησε πολύ.
Πίνω στα νιάτα σου, στην αθωότητά μου,στην αφέλεια μου πως μια μέρα θα ερχόσουν να με βρεις, στα δάκρυα που δε σκούπισε κανένας, στα τραγούδια που ακούσαμε ένα βράδυ,τότε που ήμασταν 17 χρονών και δεν ξέραμε τι μας έφερε κοντά, στα τσιγάρα που καπνίσαμε σαν συνωμότες, στην πίστη πως κάποτε θα ερχόσουν.
Λέω πια να μη σε νοσταλγώ. Λέω να σε αφήσω να γκριζάρεις πια κι εσύ.Μπορεί να κουράστηκες τόσα χρόνια να έρχεσαι στις αναμνήσεις μου.
και 18 Αύγουστοι μετά,ήρθε ο καιρός να κάνουμε ειρήνη.
Γιατί αν έλεγα πως αμέσως θα αναγνώριζα την ανάσα σου,μπορεί και να ταν ψέμα.
Wednesday, August 08, 2012
δεν ειναι ποτε ησυχα τα βραδια μας
σεργιανάνε τα κορίτσια με τα καλοκαιρινά τους φορέματα και τους πρώτους έρωτες κάτω από την ανάσα τους, όπως κι εμείς στην ηλικία τους πριν γίνουμε γυναίκες και οι ώμοι μας βαρύνουν κάτω από τη σκόνη
τα ντροπαλά κορίτσια θα ξαναδιαβάζουν το Μικρό Πρίγκιπα
οι γονείς θα κοιμούνται ανήσυχοι τα βράδια,τα πρώτα μοιρασμένα τσιγάρα, ο πρώτος πόνος ερωτικής απογοήτευσης στο στήθος,κλεμμένα φιλιά κατω από τα αρμυρίκια και αυτά τα ανήσυχα βράδια που όλα είναι σκόνη και δέρμα και ματωμένες γάμπες από τα στραβές απότομες ξυραφιές
και θες να τα φιλήσεις και να πεις πως ήσουν κι εσύ κάποτε έτσι
πως χαμογελούσες και σκόρπαγες ματιές και έλαμπαν τα μάτια σου.
μα εμάς οι νύχτες μας πονάνε χωρίς γλύκα.
η σκόνη δεν είναι μόνο το δέρμα μας μα οι χαρές μας.
και για χρόνια θα γυρνάνε οι δίσκοι με τα παγωτά και το νερό να σβήνει το χρόνο
και η θάλασσα θα αλλάζει χρώματα και θα ξεβράζει κομμάτια από πλακάκια και χρωματιστά γυαλιά και οι άνθρωποι θα κάθονται στις βεράντες τους
κι εσύ θα σαι πάντα η ίδια.και θα σε κοιτούν συγκαταβατικά οι συνομήλικοι.
και ίσως κι εσύ τον εαυτό σου,και θα λένε,μεγαλώσαμε,κι εσύ θα θες να κλάψεις με λυγμούς
για τα φορέματα που έμειναν στη ντουλάπα
τις συζητήσεις που δεν ήρθαν και δε θαρθουν
μα δε θα κλαις γιατι το ξέρεις κατά βάθος
πως ήταν πάντα έτσι
και πριν από σένα υπήρχαν κορίτσια με λυπημένα μάτια και στήθη βαριά από αγάπη
που στέγνωσαν και χάθηκαν
ισως για να δείξουν σε μερικές έφηβες μια μικρή σταγόνα από το μέλλον τους
ίσως για να πάρουν την εκδίκησή τους.
τα ντροπαλά κορίτσια θα ξαναδιαβάζουν το Μικρό Πρίγκιπα
οι γονείς θα κοιμούνται ανήσυχοι τα βράδια,τα πρώτα μοιρασμένα τσιγάρα, ο πρώτος πόνος ερωτικής απογοήτευσης στο στήθος,κλεμμένα φιλιά κατω από τα αρμυρίκια και αυτά τα ανήσυχα βράδια που όλα είναι σκόνη και δέρμα και ματωμένες γάμπες από τα στραβές απότομες ξυραφιές
και θες να τα φιλήσεις και να πεις πως ήσουν κι εσύ κάποτε έτσι
πως χαμογελούσες και σκόρπαγες ματιές και έλαμπαν τα μάτια σου.
μα εμάς οι νύχτες μας πονάνε χωρίς γλύκα.
η σκόνη δεν είναι μόνο το δέρμα μας μα οι χαρές μας.
και για χρόνια θα γυρνάνε οι δίσκοι με τα παγωτά και το νερό να σβήνει το χρόνο
και η θάλασσα θα αλλάζει χρώματα και θα ξεβράζει κομμάτια από πλακάκια και χρωματιστά γυαλιά και οι άνθρωποι θα κάθονται στις βεράντες τους
κι εσύ θα σαι πάντα η ίδια.και θα σε κοιτούν συγκαταβατικά οι συνομήλικοι.
και ίσως κι εσύ τον εαυτό σου,και θα λένε,μεγαλώσαμε,κι εσύ θα θες να κλάψεις με λυγμούς
για τα φορέματα που έμειναν στη ντουλάπα
τις συζητήσεις που δεν ήρθαν και δε θαρθουν
μα δε θα κλαις γιατι το ξέρεις κατά βάθος
πως ήταν πάντα έτσι
και πριν από σένα υπήρχαν κορίτσια με λυπημένα μάτια και στήθη βαριά από αγάπη
που στέγνωσαν και χάθηκαν
ισως για να δείξουν σε μερικές έφηβες μια μικρή σταγόνα από το μέλλον τους
ίσως για να πάρουν την εκδίκησή τους.
Monday, April 09, 2012
η κούραση
βαρέθηκα
τα τριμμένα τραπεζομάντιλα με τους λιπαρούς λεκέδες που δεν λιώνουν
τα γαριασμένα ξεθωριασμένα σεντόνια με τις τρύπες από τσιγάρα
τα πρασινωπά ,κάποτε μαύρα εσώρουχα που αντέχουν στους εξήντα βαθμούς
βαρέθηκα
τα μισοτελειωμένα σαμπουάν στα ράφια του μπάνιου
τα πασαλειμμένα καπάκια οδοντόκρεμας
τα υποτιθέμενα αριστουργηματικά μυθιστορήματα που άφησα στη μέση
βαρέθηκα τα μπεζ σουτιέν μου
τα άλατα στο βραστήρα
το μίκη θεοδωράκη
τα φαγωμένα μου νύχια
τα χαλασμένα πιαστράκια μαλλιών στην τσάντα μου και τα σπασμένα μανταλάκια
βαρέθηκα να ακούω για την οστεοπόρωση και για τον εμφύλιο
για τη χούντα και τους καρκίνους κάθε μορφής
για βιταμίνες και μεταλλικά άλατα
παραδοσιακά προιόντα ,βιολογικά προιοντα
παρενέργειες φαρμάκων
έξυπνες δήθεν ατάκες διαφημίσεων
θεατρικές παραστάσεις στην Επίδαυρο
μεγάλους έρωτες και νοσταλγία για τον παλιό καλό καιρό
δεν μου άρεσαν ποτέ τα γλυκά του κουταλιού
δε μου καίγεται καρφί για τη Μελίνα και τα μάρμαρα
για τη φάβα τα ενεργειακά τζάκια
θα θελα να μουν φωτιά να τα έκαιγα όλα
να μουν νερό να τα έπνιγα
ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις
ψωμί χωρίς γλουτένη
ντεκαφεινέ ονειρώξεις
υγιή σεξουαλικότητα
θα θελα να μουν ανεμοστρόβιλος να τα ξαναμοίραζα σε σας
μαζί με τις βρώμικες σκέψεις μου την ταραχή μου
τις ιδιοτροπίες μου τα πάθη μου.
τα τριμμένα τραπεζομάντιλα με τους λιπαρούς λεκέδες που δεν λιώνουν
τα γαριασμένα ξεθωριασμένα σεντόνια με τις τρύπες από τσιγάρα
τα πρασινωπά ,κάποτε μαύρα εσώρουχα που αντέχουν στους εξήντα βαθμούς
βαρέθηκα
τα μισοτελειωμένα σαμπουάν στα ράφια του μπάνιου
τα πασαλειμμένα καπάκια οδοντόκρεμας
τα υποτιθέμενα αριστουργηματικά μυθιστορήματα που άφησα στη μέση
βαρέθηκα τα μπεζ σουτιέν μου
τα άλατα στο βραστήρα
το μίκη θεοδωράκη
τα φαγωμένα μου νύχια
τα χαλασμένα πιαστράκια μαλλιών στην τσάντα μου και τα σπασμένα μανταλάκια
βαρέθηκα να ακούω για την οστεοπόρωση και για τον εμφύλιο
για τη χούντα και τους καρκίνους κάθε μορφής
για βιταμίνες και μεταλλικά άλατα
παραδοσιακά προιόντα ,βιολογικά προιοντα
παρενέργειες φαρμάκων
έξυπνες δήθεν ατάκες διαφημίσεων
θεατρικές παραστάσεις στην Επίδαυρο
μεγάλους έρωτες και νοσταλγία για τον παλιό καλό καιρό
δεν μου άρεσαν ποτέ τα γλυκά του κουταλιού
δε μου καίγεται καρφί για τη Μελίνα και τα μάρμαρα
για τη φάβα τα ενεργειακά τζάκια
θα θελα να μουν φωτιά να τα έκαιγα όλα
να μουν νερό να τα έπνιγα
ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις
ψωμί χωρίς γλουτένη
ντεκαφεινέ ονειρώξεις
υγιή σεξουαλικότητα
θα θελα να μουν ανεμοστρόβιλος να τα ξαναμοίραζα σε σας
μαζί με τις βρώμικες σκέψεις μου την ταραχή μου
τις ιδιοτροπίες μου τα πάθη μου.
αισθήσεις και παραισθήσεις
χτες το βράδυ ονειρεύτηκα σύκα βασιλικά κομμένα σε κύβους. μου θύμισαν τα κόκκινα μάτια σου, τα κόκκινα χάπια σου, την ομορφιά της ξενιτιάς σου.
ίσως αυτή τη φορά να μη σε νοστάλγησα τόσο,ίσως αυτή τη φορά ο δαίμονάς σου να μην ήταν τόσο θελκτικός.
τα δέντρα τα πρωινά χαμηλώνουν τα φύλλα τους όπως κλείνουμε τα βλέφαρα από ντροπή.
σαγηνεύουν και σαγηνεύονται όπως μπορούν μέσα στις πόλεις παλεύοντας με την ασφυξία.
αν ήμουν ποιήτρια ίσως να έγραφα κάτι όμορφο για χάρη τους.
μα δεν είμαι και βρίσκω πιο τρυφερές τις ρίζες τους που ποτέ δεν ησυχάζουν.
το κορμί μου είναι μόνο η αφορμή-μια στιγμή όμως,ποτέ δεν μένει ατιμώρητη.
ίσως αυτή τη φορά να μη σε νοστάλγησα τόσο,ίσως αυτή τη φορά ο δαίμονάς σου να μην ήταν τόσο θελκτικός.
τα δέντρα τα πρωινά χαμηλώνουν τα φύλλα τους όπως κλείνουμε τα βλέφαρα από ντροπή.
σαγηνεύουν και σαγηνεύονται όπως μπορούν μέσα στις πόλεις παλεύοντας με την ασφυξία.
αν ήμουν ποιήτρια ίσως να έγραφα κάτι όμορφο για χάρη τους.
μα δεν είμαι και βρίσκω πιο τρυφερές τις ρίζες τους που ποτέ δεν ησυχάζουν.
το κορμί μου είναι μόνο η αφορμή-μια στιγμή όμως,ποτέ δεν μένει ατιμώρητη.
Thursday, April 05, 2012
κοκκινοσκουφίτσα
όταν ήμουν μικρή
φοβόμουν τον κακό λύκο.
όταν μεγάλωσα
κατάλαβα πως ο κακός λύκος ήμουν εγώ
και απλά φοβόμουν τον εαυτό μου.
φοβόμουν τον κακό λύκο.
όταν μεγάλωσα
κατάλαβα πως ο κακός λύκος ήμουν εγώ
Wednesday, April 04, 2012
perfume
αρωματισμένη με αρχαία κεριά
με τσιμπήματα μέλισσας στα χείλη
ντυμένη ιερή στον ναό του νόστου
μυρωμένη τεμαχισμένη.
με τσιμπήματα μέλισσας στα χείλη
ντυμένη ιερή στον ναό του νόστου
μυρωμένη τεμαχισμένη.
Tuesday, April 03, 2012
δημιουργία
θέλω να γεννήσω τα παιδιά όλου του κόσμου
να κάνω έρωτα με τους άνδρες όλου του κόσμου
θέλω να κυοφορήσω τα λουλούδια που ανθίζουν
τα φρούτα που σαπίζουν
θέλω να πιω όλες τις θαλασσινές σπηλιές τις οικουμένης.
γιατί είμαι γυναίκα.
να κάνω έρωτα με τους άνδρες όλου του κόσμου
θέλω να κυοφορήσω τα λουλούδια που ανθίζουν
τα φρούτα που σαπίζουν
θέλω να πιω όλες τις θαλασσινές σπηλιές τις οικουμένης.
γιατί είμαι γυναίκα.
Friday, March 02, 2012
ερωμένη
ξαφνικά έγινες η ιδανική και ανάξια ερωμένη.
άπλωσες τα νύχια σου και έπιασες
λευκά κορίτσια με ροζ μάγουλα,
απογοητευμένες ερωμένες, ερωτοχτυπημένους μαθητές
και σιτεμένες χήρες.
άπλωσες τη σκιά σου σε πετυχημένους επιχειρηματίες,
συγγραφείς,κοσμικούς, αλκοολικούς και ανορεξικούς.
σου έκαναν ξαφνικά καντάδες,
εκεί που σε περνούσαν για επάρατη νόσο,για κατάρα.
άπλωσες με στοργή τα λουλούδια σου σε βάζα,
ταβόρ,λεξοτανίλ,σεροκουέλ,ιμοβάν,λαντόζ,εφεξόρ, στιλνόξ
εξωτικά ονόματα όπως ψύχωση, παραίσθηση, λύπη, μελαγχολία, πρόβλημα συμπεριφοράς.
έγινες ρομαντική όπως έγινε κάποτε η φθίση-όσοι δεν σε έχουν ζηλεύουν.
ζηλεύουν το άπλυτο σώμα σου τα αχτένιστα μαλλιά σου
τα τσαλακωμένα σεντόνια σου την ανικανότητα για οργασμό σου
τις ονειρώξεις σου τα σπασμένα τζάμια σου τα κομμένα χέρια σου.
τις απόπειρες αυτοκτονίας σου τις μανίες σου τα κλάματά σου.
κι εσύ γελάς.
σκέφτεσαι τις χαμένες ώρες τα νεανικά σώματα να ζητάν κι άλλα προιόντα εργαστηρίου
φαρμακα ενέσεις βόλτες στην εξοχή ιδρύματα
φαγωμένα νύχια αλκοολικές ανθυμιάσεις
πόσα σώματα πήρες μαζί σου
στα μαύρα μάτια σου στην καυτή αναπνοή σου
έγινες ξαφνικά κάτι το συνηθισμένο το απτό το καθημερινό.
κι εγώ θυμάμαι από τότε που ζω μαζί σου
μόνο χαμένες ώρες χαμένο χρόνο
ανθρώπους που έχασα ταξίδια που δεν πήγα ζωή που έχασα.
μα μόνο εσύ ήσουν πάντα μαζί μου
όταν οι άλλοι έφυγαν.
άπλωσες τα νύχια σου και έπιασες
λευκά κορίτσια με ροζ μάγουλα,
απογοητευμένες ερωμένες, ερωτοχτυπημένους μαθητές
και σιτεμένες χήρες.
άπλωσες τη σκιά σου σε πετυχημένους επιχειρηματίες,
συγγραφείς,κοσμικούς, αλκοολικούς και ανορεξικούς.
σου έκαναν ξαφνικά καντάδες,
εκεί που σε περνούσαν για επάρατη νόσο,για κατάρα.
άπλωσες με στοργή τα λουλούδια σου σε βάζα,
ταβόρ,λεξοτανίλ,σεροκουέλ,ιμοβάν,λαντόζ,εφεξόρ, στιλνόξ
εξωτικά ονόματα όπως ψύχωση, παραίσθηση, λύπη, μελαγχολία, πρόβλημα συμπεριφοράς.
έγινες ρομαντική όπως έγινε κάποτε η φθίση-όσοι δεν σε έχουν ζηλεύουν.
ζηλεύουν το άπλυτο σώμα σου τα αχτένιστα μαλλιά σου
τα τσαλακωμένα σεντόνια σου την ανικανότητα για οργασμό σου
τις ονειρώξεις σου τα σπασμένα τζάμια σου τα κομμένα χέρια σου.
τις απόπειρες αυτοκτονίας σου τις μανίες σου τα κλάματά σου.
κι εσύ γελάς.
σκέφτεσαι τις χαμένες ώρες τα νεανικά σώματα να ζητάν κι άλλα προιόντα εργαστηρίου
φαρμακα ενέσεις βόλτες στην εξοχή ιδρύματα
φαγωμένα νύχια αλκοολικές ανθυμιάσεις
πόσα σώματα πήρες μαζί σου
στα μαύρα μάτια σου στην καυτή αναπνοή σου
έγινες ξαφνικά κάτι το συνηθισμένο το απτό το καθημερινό.
κι εγώ θυμάμαι από τότε που ζω μαζί σου
μόνο χαμένες ώρες χαμένο χρόνο
ανθρώπους που έχασα ταξίδια που δεν πήγα ζωή που έχασα.
μα μόνο εσύ ήσουν πάντα μαζί μου
όταν οι άλλοι έφυγαν.
Friday, February 17, 2012
δεν το θέλαμε
δεν θέλαμε να είμαστε οι χαμένοι,οι ηττημένοι.
είχαμε ξεχάσει όμως πως ήμασταν φυλακισμένοι σε μια γωνιά
του κόσμου,τυφλωμένοι από φθόνο και οργή.
και δεν ξεσπούσαμε στους καθρέφτες μας ούτε στη γροθιά μας.
σαν ζητιάνοι γυρνούσαμε τις νύχτες
παρακαλώντας για λίγη συμπόνοια λίγη αγάπη λίγη ανυπαρξία.
όταν την παίρναμε δίναμε μια γροθιά στο στόμα μας και ρουφούσαμε το αίμα μας.
θυσιάσαμε τις κόρες μας τους γιους μας τους τάφους μας.
στη σάρκα τους βλέπαμε τον εαυτό μας νικητή,
κι ας έλεγαν πως η ήττα είναι ηρωική, εμείς παλεύαμε χωρίς να μας έχει μείνει αναπνοή.
εμείς τα ξωτικά. εμείς οι επαίτες. εμείς οι κλεπταποδόχοι.
τις νύχτες σαν στρατός από κοράκια πετούσαμε πάνω από την πόλη
και ψάχναμε για θύματα.
τα βρήκαμε
αλλά αργά καταλάβαμε πως ήμασταν εμείς οι ίδιοι.
είχαμε ξεχάσει όμως πως ήμασταν φυλακισμένοι σε μια γωνιά
του κόσμου,τυφλωμένοι από φθόνο και οργή.
και δεν ξεσπούσαμε στους καθρέφτες μας ούτε στη γροθιά μας.
σαν ζητιάνοι γυρνούσαμε τις νύχτες
παρακαλώντας για λίγη συμπόνοια λίγη αγάπη λίγη ανυπαρξία.
όταν την παίρναμε δίναμε μια γροθιά στο στόμα μας και ρουφούσαμε το αίμα μας.
θυσιάσαμε τις κόρες μας τους γιους μας τους τάφους μας.
στη σάρκα τους βλέπαμε τον εαυτό μας νικητή,
κι ας έλεγαν πως η ήττα είναι ηρωική, εμείς παλεύαμε χωρίς να μας έχει μείνει αναπνοή.
εμείς τα ξωτικά. εμείς οι επαίτες. εμείς οι κλεπταποδόχοι.
τις νύχτες σαν στρατός από κοράκια πετούσαμε πάνω από την πόλη
και ψάχναμε για θύματα.
τα βρήκαμε
αλλά αργά καταλάβαμε πως ήμασταν εμείς οι ίδιοι.
Monday, February 13, 2012
τις ημέρες αυτές
τις ημέρες αυτές δεν έχω σώμα.
εξατμίζεται στο ταβάνι και υγροποιείται κατά βούληση.
τις ημέρες αυτές δεν έχω σάρκα. τρέφομαι με υγρά και δάκρυα και ιδρώτα.
τις ημέρες αυτές δεν έχω θερμότητα.
τυλίγομαι με κουρέλια και δένω πέτρες στους αστραγάλους.
πόσο θα ήθελα να στολίζομαι με πολύτιμα υφάσματα
να χρωματίζομαι με πορφύρα
να αγγίζω το πρόσωπό σου.
κλαίω τα βράδια μουτζουρωμένη σαν απόρριψη.
τις ημέρες αυτές δεν έχω σώμα.
αν είχα θα σου ανήκε.
εξατμίζεται στο ταβάνι και υγροποιείται κατά βούληση.
τις ημέρες αυτές δεν έχω σάρκα. τρέφομαι με υγρά και δάκρυα και ιδρώτα.
τις ημέρες αυτές δεν έχω θερμότητα.
τυλίγομαι με κουρέλια και δένω πέτρες στους αστραγάλους.
πόσο θα ήθελα να στολίζομαι με πολύτιμα υφάσματα
να χρωματίζομαι με πορφύρα
να αγγίζω το πρόσωπό σου.
κλαίω τα βράδια μουτζουρωμένη σαν απόρριψη.
τις ημέρες αυτές δεν έχω σώμα.
αν είχα θα σου ανήκε.
Saturday, February 04, 2012
στα ράφια
φουντωτά φύλλα από σπανάκι με στάλες δροσιάς ακόμα πάνω τους, πιπεριές τσίλι τόσο δα μικρές να καίνε το στόμα και τον ουρανίσκο,εξωτικό τζίντζερ πιπεράτο και ζωντανό, χαζεύω τη ζωντάνια σας και τα ζηλεύω,σπάνιες για την εποχή φράουλες να περιμένουν την κρέμα και τη ζάχαρη στο πορσελάνινο μπωλ, κολοκύθα ηλιοστάλαχτη μέσα στη γκρίζα μέρα, όταν μεγαλώσω θέλω να έχω το χρώμα σου στην καρδιά μου και να φωτίζω, λάχανα κόκκινα και λευκά, μεγάλα σαν κεφάλια, θέλω να τραβάω τα φύλλα σου με ηδονή, στη σειρά σαν στρατιωτάκια,πάρτε με στο σπίτι σας και θα σας θρέψω,θα σας φροντίσω και θα σας χορτάσω,οι χυμοί των φρούτων,φραγκόσυκα από τη Μάνη, βατόμουρα από σκονισμένους θάμνους να κοκκινίζουν τα στόματα, πορτοκάλια από την Καλιφόρνια και καρύδια να σπάνε στο πάτωμα, έλα να σε φροντίσω,να σε πλύνω και να σου μαγειρέψω,να σου χαρίσω όλα τα καλά του κόσμου και της γης, να σε αλατίσω και να σε πιπερώσω, να σε πλύνω και να σε ζεματίσω, να σε βάλω στο μπωλ και να σε θαυμάσω,να ταξιδέψουμε στην υφήλιο με τα στόματα μας γεμάτα σποράκια φράουλας να μεθάνε,έλα στον κήπο μου να σε φιλέψω,να σε γεύομαι και να με γεύεσαι, να είμαι η γη να είσαι το χώμα,να είμαι το φύλλο να είσαι η δροσιά μου.
Wednesday, February 01, 2012
1η φλεβάρη
και πάλι ήρθε το αίμα, τόσα χρόνια η ίδια δουλειά,μια φορά το μήνα να γίνεσαι βρέφος,να σκέφτεσαι πως πρέπει να αγοράσεις τις γαμημένες τις σερβιέτες και τα ταμπόν, να βγάλεις άπό το συρτάρι τα γκρίζα τα τρύπια τα παλιά εσώρουχα που δε λένε να σκιστούν να τα πετάξεις να πάρεις καινούρια,και το κρύο να μπαίνει μέσα σου και να μη βγαίνει με τίποτα, να λεκιάζει τα σεντόνια,να πρήζει το στήθος και την κοιλιά,να χαλάει το δέρμα και να ζητάει μεσάνυχτα σοκολάτες,και μέρες στο μπάνιο να τρίβεις τα ρούχα με βούρτσα και σαπούνι και κρύο νερό,το αίμα με ζεστό νερό δε βγαίνει με τίποτα,και να ξεραίνονται τα χέρια με τα απορρυπαντικά και οι λεκέδες εκεί,και να πλένεις και εσένα,να τρέχει σιγά σιγά σα χαλασμένη βρύση,πέντε το πρωί τρεις το πρωί και να κρυώνεις αλλά το ρημάδι εκεί,όχι γάργαρο σαν πληγή αλλά σκουριασμένο σαν εντόσθια,σφουγγάρι και νερό και χαρτιά τουαλέτας και βαμβάκια,τα νύχια να κοκκινίζουν από κάτω και να μην έχεις το κουράγιο,να στάζεις φοβισμένη στη ζέστη και στον καύσωνα και στα πρωτοβρόχια και στα κρύα του μάρτη,οι ορμόνες χορεύουν βάλς,τα σεντόνια να στριφογυρίζουν στο πλυντήριο,δεν αντέχω δεν αντέχω, μεσουλιντ και πονστάν στο κομοδίνο,και γιατροσόφια,τα έχουμε δοκιμάσει όλα,κανέλα και γλυκάνισο και χαμομήλι και θερμοφόρες,και ασταμάτητο το ρυάκι να τρέχει να τρέχει και να μη στερεύει,τα νιάτα μου τα πέρασα με λευκαντικά και χλωρίνες και μουλιάσματα και λεκάνες, κι ένα κρύο ανάμεσα στα πόδια και ένα φόβο και μια ενοχή,ωάρια που σε εγκαταλείπουν και σάλπιγγες που αδειάζουν και μια μήτρα μουγκή, και τη σιωπή της γυναίκας,να ματώνεις,να ματώνεις και να μην μπορείς να το πεις.
Sunday, January 22, 2012
τι απέγιναν
τι απέγιναν εκείνα τα δειλά αγόρια
που ντρέπονταν να μας φιλήσουν
ντρέπονταν να δουν τον πόθο μας
που κάπνιζαν μαζί μας τσιγάρα και όνειρα στα σκαλοπάτια έρημων κτιρίων
τι απέγιναν τα ζεστά χέρια τους
τα κοχύλια που είχαν στα δάχτυλά τους
τα μαύρα πανωφόρια τους.
στράγγιζαν τα βράδια μας με τη μυρωδιά τους
θέλαμε να μας σκεπάζουν τις νύχτες
κλαίγαμε και λέγαμε πως φταίει ο καπνός
τους βλέπαμε να διαλύονται στην άμμο.
τι απέγιναν όλοι οι άνδρες που αγάπησα
που έδωσα ανάσες και μεθυσμένα φιλιά και ρίγη
που αποκοίμησα στο στήθος μου
που ήπιαν τον καφέ μου και τις λύπες μου
που μαχαίρωσα με το σώμα μου και σημάδεψα με το αίμα μου
τι να απέγινε ο ιδρώτας τους
άραγε με σκέφτονται
σαν παρθένα ή σαν ιέρεια μαυροντυμένη
σαν κορίτσι ή σαν κάτι πεθαμένο
με μπλε χείλη από το κρύο και την αναμονή
ή ανθισμένη από αγάπη
σημαδεμένη από μαχαίρια θυσίας
υποταγμένη στους όρκους τους
ή ίσως λευκοντυμένη με γρήγορη ανάσα
κάπου στις γκρίζες πόλεις.
που ντρέπονταν να μας φιλήσουν
ντρέπονταν να δουν τον πόθο μας
που κάπνιζαν μαζί μας τσιγάρα και όνειρα στα σκαλοπάτια έρημων κτιρίων
τι απέγιναν τα ζεστά χέρια τους
τα κοχύλια που είχαν στα δάχτυλά τους
τα μαύρα πανωφόρια τους.
στράγγιζαν τα βράδια μας με τη μυρωδιά τους
θέλαμε να μας σκεπάζουν τις νύχτες
κλαίγαμε και λέγαμε πως φταίει ο καπνός
τους βλέπαμε να διαλύονται στην άμμο.
τι απέγιναν όλοι οι άνδρες που αγάπησα
που έδωσα ανάσες και μεθυσμένα φιλιά και ρίγη
που αποκοίμησα στο στήθος μου
που ήπιαν τον καφέ μου και τις λύπες μου
που μαχαίρωσα με το σώμα μου και σημάδεψα με το αίμα μου
τι να απέγινε ο ιδρώτας τους
άραγε με σκέφτονται
σαν παρθένα ή σαν ιέρεια μαυροντυμένη
σαν κορίτσι ή σαν κάτι πεθαμένο
με μπλε χείλη από το κρύο και την αναμονή
ή ανθισμένη από αγάπη
σημαδεμένη από μαχαίρια θυσίας
υποταγμένη στους όρκους τους
ή ίσως λευκοντυμένη με γρήγορη ανάσα
κάπου στις γκρίζες πόλεις.
Friday, January 20, 2012
καημός
δεν ξέρω τι με πονάει περισσότερο
το πράσινο των δέντρων
τα χείλια της μάνας μου στον καθρέφτη μου
ή η ζαλάδα του έρωτα
που δεν έρχεται.
το πράσινο των δέντρων
τα χείλια της μάνας μου στον καθρέφτη μου
ή η ζαλάδα του έρωτα
που δεν έρχεται.
Thursday, January 19, 2012
γράφοντας πονάς περισσότερο
γράφοντας πονάς περισσότερο, εισπνέεις τους καπνούς του τσιγάρου σα ναυαγός, ατέλειωτες νύχτες στα κρύα πλακάκια του μπάνιου, ο θάνατος αναπνέει στο λαιμό μου, ιδανικοί αυτόχειρες, το καλοκαίρι ήρθε και έφυγε και εγώ δεν πήγα πουθενά, σε έκρυβα στο μαξιλάρι μου για να μην σε δει ο ήλιος και σε κάψει, τώρα έρχεται η άνοιξη και δες με έχω ζαρώσει, είμαι ένα μικρό μικρό μπαλάκι, χωράω στο χέρι σου χωράω στην παλάμη σου, δεν κλαίω γιατί ξέμαθα, μια ζωή με τα μάτια ανοιχτά και το χέρι απλωμένο,αγάπα με αγάπα με, είμαστε τα παιδιά που δεν μεγάλωσαν, φοβόμαστε το σκοτάδι και τους έρημους δρόμους, τα κορμιά μας στέγνωσαν, καραμέλες τριαντάφυλλο και ταβόρ και αλκοόλ, μυρίζουμε γάλα και καπνό και απόγνωση, τα βράδια γυρνάμε σε σταθμούς τρένων σαν ξωτικά, πιάνουμε φιλίες με γάτες, αγκαλιάζουμε τις κολώνες για να ζεσταθούμε, με ένα μαχαίρι στο στήθος μας
με ένα δολοφόνο μέσα μας.
με ένα δολοφόνο μέσα μας.
Tuesday, January 17, 2012
σταχτη
σαν να είμαι ένα ξύλο στο τζάκι χωρίς παρελθόν που μαζεύτηκε από ένα νεκρό δάσος, από κάτω μου άνθιζαν λουλούδια και βοτάνια, μάζευα νερά και μέλισσες, τώρα καίγομαι για να ζεσταίνω τους άλλους και μετά με ξεχνάνε
λάμπω για λίγο και μετά γίνομαι γκρίζα σκόνη
είμαι όμορφη και νέα και επικίνδυνη αν με πιάσεις θα σε κάψω γιατί σε ζεσταίνω
είμαι αίμα είμαι σπέρμα
κάνω έρωτα με σίδερα
καίω άχρηστα χαρτιά δεν έχω έλεος
απαιτώ το βλέμμα την προσοχή τον έρωτα
δεν τα παίρνω ποτέ όπως τα θέλω.
είμαι ορμή.
είμαι νερό.
είμαι παρελθόν και μέλλον.
είμαι χιλιάδες γέννες ενόχων.
με καταράστηκαν να ζεσταίνω τα μέλη σας.
λάμπω για λίγο και μετά γίνομαι γκρίζα σκόνη
είμαι όμορφη και νέα και επικίνδυνη αν με πιάσεις θα σε κάψω γιατί σε ζεσταίνω
είμαι αίμα είμαι σπέρμα
κάνω έρωτα με σίδερα
καίω άχρηστα χαρτιά δεν έχω έλεος
απαιτώ το βλέμμα την προσοχή τον έρωτα
δεν τα παίρνω ποτέ όπως τα θέλω.
είμαι ορμή.
είμαι νερό.
είμαι παρελθόν και μέλλον.
είμαι χιλιάδες γέννες ενόχων.
με καταράστηκαν να ζεσταίνω τα μέλη σας.
Monday, January 16, 2012
οι γυναίκες του πρωινού
θέλουν να ουρλιάξουν
μπροστά στα ράφια
ζεσταίνονται μέσα στα χοντρά τους παλτά
τα χέρια τους πονάνε
κουβαλάνε βλέπεις αναμνήσεις και πόθους
και θέλουν να πετάξουν από πάνω τους τη σιωπή τη στοργή και τα θέλω των άλλων
χαμογελούν στωικά.
αφήνουν να τους πάρουν τη θέση.
έχουν το βλέμμα στραμμένο προς τα κάτω.
κάποτε ίσως να ήταν νέες
να είχαν μαύρα μάτια και κάρβουνα στην ψυχή.
τα βράδια έρχονται στον ύπνο μας σαν πουλιά
κάνουν στα όνειρά μας τα ταξίδια τους
καπνίζουν τα τσιγάρα μας
φιλούν τους άντρες μας
μας ξεσκεπάζουν
και από μέσα τους γελάνε.
και όταν ξυπνούν είναι τα μάγουλά τους κόκκινα
και η ανάσα τους πιο γρήγορη.
για μια στιγμή.
για ένα λεπτό.
όσο κρατάει η ευτυχία.
μπροστά στα ράφια
ζεσταίνονται μέσα στα χοντρά τους παλτά
τα χέρια τους πονάνε
κουβαλάνε βλέπεις αναμνήσεις και πόθους
και θέλουν να πετάξουν από πάνω τους τη σιωπή τη στοργή και τα θέλω των άλλων
χαμογελούν στωικά.
αφήνουν να τους πάρουν τη θέση.
έχουν το βλέμμα στραμμένο προς τα κάτω.
κάποτε ίσως να ήταν νέες
να είχαν μαύρα μάτια και κάρβουνα στην ψυχή.
τα βράδια έρχονται στον ύπνο μας σαν πουλιά
κάνουν στα όνειρά μας τα ταξίδια τους
καπνίζουν τα τσιγάρα μας
φιλούν τους άντρες μας
μας ξεσκεπάζουν
και από μέσα τους γελάνε.
και όταν ξυπνούν είναι τα μάγουλά τους κόκκινα
και η ανάσα τους πιο γρήγορη.
για μια στιγμή.
για ένα λεπτό.
όσο κρατάει η ευτυχία.
Thursday, January 05, 2012
βαφες
ακόμα και όταν βάφεις τα φριχτά καλύμματα ελπίζεις πως μαζί τους βάφεις ξανά
την άχρωμη ζωή σου,
σβήνεις το χρώμα με δηλητηριώδη άλατα και καυτά νερά,
δεν ξέρεις πού θα σε βγάλει,
αν το χρώμα είναι ομοιόμορφο και όπως το περιμένεις,
ο κάδος στριφογυρίζει
σαν το μυαλό σου
σαν τις σκέψεις σου
ακόμα και όταν βάφεις τα μαλλιά σου
προσπαθείς να κρύψεις το χρόνο
τους προγόνους σου
τα λάθη σου
θες να φτιάξεις καινούριους καμβάδες
να απλώσεις χρυσό και πορφύρα και λαμπερές πινελιές
μα πάντα
ξανά κερδίζει το γκρίζο
τα σκασμένα χείλη
το φτηνό ύφασμα
και σαν τον άδειο κάδο
είναι και η καρδιά σου.
την άχρωμη ζωή σου,
σβήνεις το χρώμα με δηλητηριώδη άλατα και καυτά νερά,
δεν ξέρεις πού θα σε βγάλει,
αν το χρώμα είναι ομοιόμορφο και όπως το περιμένεις,
ο κάδος στριφογυρίζει
σαν το μυαλό σου
σαν τις σκέψεις σου
ακόμα και όταν βάφεις τα μαλλιά σου
προσπαθείς να κρύψεις το χρόνο
τους προγόνους σου
τα λάθη σου
θες να φτιάξεις καινούριους καμβάδες
να απλώσεις χρυσό και πορφύρα και λαμπερές πινελιές
μα πάντα
ξανά κερδίζει το γκρίζο
τα σκασμένα χείλη
το φτηνό ύφασμα
και σαν τον άδειο κάδο
είναι και η καρδιά σου.
Wednesday, January 04, 2012
οι ηλιολουστες μερες
ήταν όμορφα χτες στο Χαλάνδρι, ο ήλιος χάιδευε τα πεζοδρόμια, τις μύτες των παιδιών και τα κασκόλ στις τζαμαρίες, shalimar initial στους καρπούς μου, ένα καθυστερημένο δώρο, βελούδινες πούδρες chanel, περπατώ με σίγουρο βήμα όταν ο λύκος δεν είναι εδώ γιατί εγώ είμαι ο λύκος, είμαι η La Lupa η λύκαινα με τη Μανιάνι, τα μάτια μου είναι φωτεινά δες.
Τα βράδια καίω φλούδες πορτοκαλιού στο τζάκι,δεν ξέρω γιατί το κάνω αυτό, μου αρέσει να βλέπω τις ζουμερές σάρκες να καίγονται, τόσο χυμώδεις τόσο μαύρες, τόσο πυρωμένη η μασιά όσο η καρδιά μου, την ακουμπάω αλλά δεν καίγομαι, είμαι μάγισσα, είμαι λύκαινα,
είμαι ένα κορίτσι σαν όλα τα άλλα, τόσο ίδιο και τόσο διαφορετικό,στροβιλίζομαι στο πεζοδρόμιο, κοίτα,κοίτα
πετάω.
Τα βράδια καίω φλούδες πορτοκαλιού στο τζάκι,δεν ξέρω γιατί το κάνω αυτό, μου αρέσει να βλέπω τις ζουμερές σάρκες να καίγονται, τόσο χυμώδεις τόσο μαύρες, τόσο πυρωμένη η μασιά όσο η καρδιά μου, την ακουμπάω αλλά δεν καίγομαι, είμαι μάγισσα, είμαι λύκαινα,
είμαι ένα κορίτσι σαν όλα τα άλλα, τόσο ίδιο και τόσο διαφορετικό,στροβιλίζομαι στο πεζοδρόμιο, κοίτα,κοίτα
πετάω.
Saturday, December 24, 2011
24 δεκεμβριου,2011
ακόμα κι αν το δαχτυλίδι δεν φορέθηκε τα δάχτυλά μου
ακόμα κι αν το λευκό μου φόρεμα λερώθηκε
μέρα με τη μέρα
χρόνο με το χρόνο
μέσα στις γκρίζες πόλεις στα λασπόνερα στο χώμα
ακόμα κι αν τα πόδια μου μάτωσαν
πάνω στους καρπούς μου ισορροπώ
τρία κάρβουνα αναμμένα .
κι όσο και να πονώ δεν πέφτουν.
και στις βρώμικες πόλεις που ξημερώνομαι
γυμνή και σκοροφαγωμένη
βλέπουν τη φλόγα τους τα μάτια μου.
κι ας δεν στολίστηκα με τον καρπό της γης και τους χυμούς της.
ακόμα κι αν το λευκό μου φόρεμα λερώθηκε
μέρα με τη μέρα
χρόνο με το χρόνο
μέσα στις γκρίζες πόλεις στα λασπόνερα στο χώμα
ακόμα κι αν τα πόδια μου μάτωσαν
πάνω στους καρπούς μου ισορροπώ
τρία κάρβουνα αναμμένα .
κι όσο και να πονώ δεν πέφτουν.
και στις βρώμικες πόλεις που ξημερώνομαι
γυμνή και σκοροφαγωμένη
βλέπουν τη φλόγα τους τα μάτια μου.
κι ας δεν στολίστηκα με τον καρπό της γης και τους χυμούς της.
Monday, December 05, 2011
πάλη
θα θελα να γράφω περισσοτερο
αλλα
κουραστηκα
να
χαιδευω
τους
εφιαλτες
μου
και
να καλω
αγαρμπες
αναμνησεις
σε παρτυ
και
εκεινες
να καθονται
στη γωνια
αμιλητες
αλλα
κουραστηκα
να
χαιδευω
τους
εφιαλτες
μου
και
να καλω
αγαρμπες
αναμνησεις
σε παρτυ
και
εκεινες
να καθονται
στη γωνια
αμιλητες
Friday, December 02, 2011
Oh! Laura!
Φύλα το παιδί, Θεέ μου.
Ήταν ζεστό και γλυκο και κακό σε κανέναν δεν έκανε.
Έκανε την προσευχή του σε Σένα και ένα σημάδι περίμενε
απλά πως Εσύ υπάρχεις, μα δεν του το έδωσες.
Κι εκείνο μέσα στα σκεπάσματα έκλαιγε και σε ζητούσε
και έσφιγγε την άκρη της κουβέρτας από φόβο.
Δώσε του τώρα τη στοργή που δεν πρόλαβε να πάρει.
Και ένα αρνάκι δώσε του, μικρό και αθώο
να παίζουν και να το ζεσταίνει τα βράδια
να μην ξανανιώσει πια το κρύο.
Ήταν ζεστό και γλυκο και κακό σε κανέναν δεν έκανε.
Έκανε την προσευχή του σε Σένα και ένα σημάδι περίμενε
απλά πως Εσύ υπάρχεις, μα δεν του το έδωσες.
Κι εκείνο μέσα στα σκεπάσματα έκλαιγε και σε ζητούσε
και έσφιγγε την άκρη της κουβέρτας από φόβο.
Δώσε του τώρα τη στοργή που δεν πρόλαβε να πάρει.
Και ένα αρνάκι δώσε του, μικρό και αθώο
να παίζουν και να το ζεσταίνει τα βράδια
να μην ξανανιώσει πια το κρύο.
Friday, November 25, 2011
χωρίς λόγια
μ' αγαπάς καθόλου?
θα θελα να μ' αγαπάς. μα
αντί για αυτό
διαρκώς χτυπάμε
και τρίζουμε τα δόντια μας
όταν προσπαθούμε να φιληθούμε
χύνουμε δηλητήριο με τις γλώσσες μας
για να κυλήσει αργά
να φτάσει στην καρδιά μας.
στήνουμε παγίδες, κροταλίζουμε τα δάχτυλά μας, κλαίμε για την ευτυχία
που ίσως και να αξίζαμε.
τα βράδια
κοιμόμαστε με άλλους
και νοσταλγούμε το μίσος μας, το θυμό μας.
όταν κοιμόμαστε μαζί τραβάμε χαρακιές
στους ώμους, στο στήθος και το λαιμό.
μετά γλείφουμε το αίμα και βάζουμε
αλάτι
ο ένας στον άλλον
με στοργή.
καίμε τον πόθο με δαυλούς σαν τη λερναία ύδρα
και ευχόμαστε ο ένας για τον άλλον
να
είναι
νεκρός.
οι σάρκες μας σε κοινή θέα.
"η αυτοκτονία σκοτώνει δυο ανθρώπους. αυτός είναι ο σκοπός της."
θα θελα να μ' αγαπάς. μα
αντί για αυτό
διαρκώς χτυπάμε
και τρίζουμε τα δόντια μας
όταν προσπαθούμε να φιληθούμε
χύνουμε δηλητήριο με τις γλώσσες μας
για να κυλήσει αργά
να φτάσει στην καρδιά μας.
στήνουμε παγίδες, κροταλίζουμε τα δάχτυλά μας, κλαίμε για την ευτυχία
που ίσως και να αξίζαμε.
τα βράδια
κοιμόμαστε με άλλους
και νοσταλγούμε το μίσος μας, το θυμό μας.
όταν κοιμόμαστε μαζί τραβάμε χαρακιές
στους ώμους, στο στήθος και το λαιμό.
μετά γλείφουμε το αίμα και βάζουμε
αλάτι
ο ένας στον άλλον
με στοργή.
καίμε τον πόθο με δαυλούς σαν τη λερναία ύδρα
και ευχόμαστε ο ένας για τον άλλον
να
είναι
νεκρός.
οι σάρκες μας σε κοινή θέα.
"η αυτοκτονία σκοτώνει δυο ανθρώπους. αυτός είναι ο σκοπός της."
Wednesday, October 12, 2011
οι γοργόνες στο πέλαγος
Άνδρες που δεν άξιζαν
σταγόνα της αγάπης μου
που ρούφηξαν το φιλί μου
σιγά σιγά
μέχρι να πνιγούν
και το αίμα τους να βγει από την άκρη των χειλιών τους
με ένα άρρωστο χαμόγελο
απόψε σας εξατμίζω σε έναν άνεμο που μαστιγώνει.
Ήρθε η στιγμή να ελαφρώσετε το στήθος μου.
Για χρόνια βάραιναν τα μάτια μου τα κορμιά σας.
Τα χειμωνιάτικα απογεύματα
οι γοργόνες -μισές γυναίκες, μισές δελφίνια, ολόκληρες ψυχές
παίζουν και βουτούν γελώντας
σε ένα ρυάκι στη μέση του πελάγου
γλυκόπιοτο και ζεστό,
φτιαγμένο απ'ο τα δάκρυά σας.
Και δεν νοιάζονται για τους εξόριστους ναυαγούς
τους φυλακισμένους
τους τρελαμένους από δίψα.
σταγόνα της αγάπης μου
που ρούφηξαν το φιλί μου
σιγά σιγά
μέχρι να πνιγούν
και το αίμα τους να βγει από την άκρη των χειλιών τους
με ένα άρρωστο χαμόγελο
απόψε σας εξατμίζω σε έναν άνεμο που μαστιγώνει.
Ήρθε η στιγμή να ελαφρώσετε το στήθος μου.
Για χρόνια βάραιναν τα μάτια μου τα κορμιά σας.
Τα χειμωνιάτικα απογεύματα
οι γοργόνες -μισές γυναίκες, μισές δελφίνια, ολόκληρες ψυχές
παίζουν και βουτούν γελώντας
σε ένα ρυάκι στη μέση του πελάγου
γλυκόπιοτο και ζεστό,
φτιαγμένο απ'ο τα δάκρυά σας.
Και δεν νοιάζονται για τους εξόριστους ναυαγούς
τους φυλακισμένους
τους τρελαμένους από δίψα.
Friday, October 07, 2011
"οταν σε περιμενω και δεν έρχεσαι"
σκέφτομαι πως όλος ο κόσμος είναι
μια στιγμή
που θα δω
να καθρεφτίζομαι στα μάτια σου.
μια στιγμή
που θα δω
να καθρεφτίζομαι στα μάτια σου.
Wednesday, October 05, 2011
η πρωτη φορά
την πρωτη φορά που κάναμε έρωτα ήταν σαν να μην έδυσε
ο ήλιος το απόγευμα
τα μάρμαρα στο πάτωμα αντανακλούσαν
το χρόνο που χάσαμε
ήταν ένας αιώνιος κήπος με πέτρινα αγάλματα, ποτισμένος με τα νερά της Στυγός.
Δεν θυμάμαι τι φορούσες
τι χρώμα είχαν τα μάτια σου
μόνο πως η ανάσα σου έφερνε το κλάμα απο χιλιάδες ξημερώματα
από ταξίδια και από πλοία και σταθμούς και στιγμιαίους καφέδες
που διαλύονταν για να φτάσουν στην αγκαλιά μου
στο στρογγυλό μέρος του στήθους μου,
στην καμπύλη του αγκώνα μου.
Σε μια γωνιά έκλαιγε ο Θάνατος.
Ίσως και να μιλήσαμε μετά, ίσως και να μην είπαμε τίποτα.
Θα ήθελα να θυμάμαι το άγγιγμά σου, να φυλάκιζα την άκρη των χειλιών σου.
Να φιλήσω το γυμνό ώμο σου, τα σημάδια σου ζεστά από το σώμα μου.
Στον αναστεναγμό σου ίσως και να ήμασταν ένα.
ο ήλιος το απόγευμα
τα μάρμαρα στο πάτωμα αντανακλούσαν
το χρόνο που χάσαμε
ήταν ένας αιώνιος κήπος με πέτρινα αγάλματα, ποτισμένος με τα νερά της Στυγός.
Δεν θυμάμαι τι φορούσες
τι χρώμα είχαν τα μάτια σου
μόνο πως η ανάσα σου έφερνε το κλάμα απο χιλιάδες ξημερώματα
από ταξίδια και από πλοία και σταθμούς και στιγμιαίους καφέδες
που διαλύονταν για να φτάσουν στην αγκαλιά μου
στο στρογγυλό μέρος του στήθους μου,
στην καμπύλη του αγκώνα μου.
Σε μια γωνιά έκλαιγε ο Θάνατος.
Ίσως και να μιλήσαμε μετά, ίσως και να μην είπαμε τίποτα.
Θα ήθελα να θυμάμαι το άγγιγμά σου, να φυλάκιζα την άκρη των χειλιών σου.
Να φιλήσω το γυμνό ώμο σου, τα σημάδια σου ζεστά από το σώμα μου.
Στον αναστεναγμό σου ίσως και να ήμασταν ένα.
Sunday, August 28, 2011
ακουγοντας περυ κομο το απογευμα
τρωγοντας συκα στο μπαλκονι
διαβαζοντας τη λολιτα στην τεχερανη
κολλωντας τη μύτη μου στις κλειστες βιτρινες
σκουπιζοντας τη βουκαμβιλια στη βεραντα
δοκιμαζοντας αρωματα στο ταχυδρομειο
αγοραζοντας βιβλια στην προκυμαια
χαιδευοντας το μαγουλο μου στα βραχια
το καρβουνο στο στομαχι μου
βαφει τα παντζουρια
ο ερωτας που δεν αντοποδοθηκε
ταξιδευει για τον επομενο προορισμο.
διαβαζοντας τη λολιτα στην τεχερανη
κολλωντας τη μύτη μου στις κλειστες βιτρινες
σκουπιζοντας τη βουκαμβιλια στη βεραντα
δοκιμαζοντας αρωματα στο ταχυδρομειο
αγοραζοντας βιβλια στην προκυμαια
χαιδευοντας το μαγουλο μου στα βραχια
το καρβουνο στο στομαχι μου
βαφει τα παντζουρια
ο ερωτας που δεν αντοποδοθηκε
ταξιδευει για τον επομενο προορισμο.
Saturday, July 30, 2011
μαργαριτάρια
η πατρίδα μου
είναι
ένα απέραντο σκυλάδικο
κι εγώ είμαι
το μαργαριτάρι
μέσα σστο στρείδι
που σπρώχνει
παρασιτεί
ενοχλεί
για να γίνει ένα γυαλιστερό τρόπαιο
νικώντας
τη ζωή
χρόνια μέσα στους ωκεανούς
παρασιτώ
για να με αλιεύσουν
να με βασανίσουν
και να στολίσω
μια πλαστική βιτρίνα
που μυρίζει
αντισηπτικό.
είμαι
ένας κόκκος άμμου
είμαι
μια ασήμαντη ύπαρξη στο δάπεδο.
τα βράδια
ενοχλώ
τα κακομαθημένα κορμιά σας
αόρατη.
είναι
ένα απέραντο σκυλάδικο
κι εγώ είμαι
το μαργαριτάρι
μέσα σστο στρείδι
που σπρώχνει
παρασιτεί
ενοχλεί
για να γίνει ένα γυαλιστερό τρόπαιο
νικώντας
τη ζωή
χρόνια μέσα στους ωκεανούς
παρασιτώ
για να με αλιεύσουν
να με βασανίσουν
και να στολίσω
μια πλαστική βιτρίνα
που μυρίζει
αντισηπτικό.
είμαι
ένας κόκκος άμμου
είμαι
μια ασήμαντη ύπαρξη στο δάπεδο.
τα βράδια
ενοχλώ
τα κακομαθημένα κορμιά σας
αόρατη.
Friday, July 29, 2011
σκέψεις
μακάρι να έφευγε η ξινή γεύση από το στόμα,
τα τσιγάρα, το γλυφό νερό
είναι οι σύμμαχοί τους.
Ανοίγω το στόμα μου
και βγαίνουν αρουραίοι, σκόνη, μούχλα,
κομμάτια χαρτί που σκίστηκαν.
Ο εμετός μου θα πνίξει την ελπίδα-ο εμετός μου γεμάτος οξέα και μικρόβια και δυσωδία
είναι καταστροφικός μόνο για μένα, όχι για σας.
Μακάρι να έκαιγε τα ρούχα σας, το ειρωνικό χαμόγελό σας,
τα σφιγμένα δόντια σας, τα βρώμικα νύχια σας
την αυταρέσκεια σας.
Μα διαβρώνει το δέρμα μου
τα χείλη μου, τα φιλιά μου.
Ο έρωτάς μου είναι επικίνδυνος, επώδυνος και εξευτελιστικός.
Τη νύχτα φτύνει χάπια και πληγές και μελάνια.
Τη νύχτα φτύνει εξάντληση.
Πάντα την πληρώνουν οι αθώοι-ή τουλάχιστον αυτοί που μοιάζουν αθώοι.
τα τσιγάρα, το γλυφό νερό
είναι οι σύμμαχοί τους.
Ανοίγω το στόμα μου
και βγαίνουν αρουραίοι, σκόνη, μούχλα,
κομμάτια χαρτί που σκίστηκαν.
Ο εμετός μου θα πνίξει την ελπίδα-ο εμετός μου γεμάτος οξέα και μικρόβια και δυσωδία
είναι καταστροφικός μόνο για μένα, όχι για σας.
Μακάρι να έκαιγε τα ρούχα σας, το ειρωνικό χαμόγελό σας,
τα σφιγμένα δόντια σας, τα βρώμικα νύχια σας
την αυταρέσκεια σας.
Μα διαβρώνει το δέρμα μου
τα χείλη μου, τα φιλιά μου.
Ο έρωτάς μου είναι επικίνδυνος, επώδυνος και εξευτελιστικός.
Τη νύχτα φτύνει χάπια και πληγές και μελάνια.
Τη νύχτα φτύνει εξάντληση.
Πάντα την πληρώνουν οι αθώοι-ή τουλάχιστον αυτοί που μοιάζουν αθώοι.
Wednesday, July 27, 2011
οταν σε αγαπουσα
καμιά φορά
σε σκεφτομαι- σιωπηλό δίπλα στο τηλέφωνο, ώμοι σκυφτοί.
Δεμένα τα χέρια, γερμένες οι άκρες των χειλιών.
Κι όλα τα λόγια που δεν μου είπες
να γίνονται πουλιά στους γκρίζους φόντους της κρεβατοκάμαράς σου.
Τσαλαπετεινοί, κοκκινολαίμηδες,
μαύρα κοράκια, σπουργίτια απορημένα, περιστέρια.
(Κι ας μην σου άρεσε ο Ζαμπέτας).
Σπίνοι, χελιδόνια, αποδημητικά,
των πόλεων και τον εξοχών,
οι όμορφες φτερούγες να ταξιδεύουν στον ορίζοντα,
πλημμυρισμένα με αυτά που ποτέ δεν μου είπες
που κρατούσες στα φιλιά σου
σαν όρκο σιωπής
να κελαηδήσουν, κι ας λένε " δε σ' αγαπώ"
Και οι ώμοι σου ακόμα κατεβασμένοι
σε μισοσκότεινες γρίλιες, τσαλακωμένα σεντόνια,
και βρύσες που δεν σταματούν να στάζουν.
Θα ξαναστείλω τα πουλιά πίσω σε σένα,
μαζί με δυο τρία δάκρυα.
Κι εσύ θα ξαναπείς σιγανά- "δε σ' αγαπώ".
Μα δεν θα το λες σε μένα.
σε σκεφτομαι- σιωπηλό δίπλα στο τηλέφωνο, ώμοι σκυφτοί.
Δεμένα τα χέρια, γερμένες οι άκρες των χειλιών.
Κι όλα τα λόγια που δεν μου είπες
να γίνονται πουλιά στους γκρίζους φόντους της κρεβατοκάμαράς σου.
Τσαλαπετεινοί, κοκκινολαίμηδες,
μαύρα κοράκια, σπουργίτια απορημένα, περιστέρια.
(Κι ας μην σου άρεσε ο Ζαμπέτας).
Σπίνοι, χελιδόνια, αποδημητικά,
των πόλεων και τον εξοχών,
οι όμορφες φτερούγες να ταξιδεύουν στον ορίζοντα,
πλημμυρισμένα με αυτά που ποτέ δεν μου είπες
που κρατούσες στα φιλιά σου
σαν όρκο σιωπής
να κελαηδήσουν, κι ας λένε " δε σ' αγαπώ"
Και οι ώμοι σου ακόμα κατεβασμένοι
σε μισοσκότεινες γρίλιες, τσαλακωμένα σεντόνια,
και βρύσες που δεν σταματούν να στάζουν.
Θα ξαναστείλω τα πουλιά πίσω σε σένα,
μαζί με δυο τρία δάκρυα.
Κι εσύ θα ξαναπείς σιγανά- "δε σ' αγαπώ".
Μα δεν θα το λες σε μένα.
Sunday, July 17, 2011
ηλιοθεραπεια..
ξεραμένο σπέρμα στα μπούτια εκδιδομένων γυναικών, ο εμετός μετά το σεξ στα φτηνά ξενοδοχεία, το αίμα μου στα σεντόνια, το ξεραμένο δέρμα στις φτέρνες, μωρά που κλαίνε, οι άντρες που κάποτε με αγάπησαν, οι μωβ μέδουσες στο σαρωνικό,
i am on a losing streak
αφροδίσια νοσήματα, ο ιδρώτας στα νοσοκομεία, η μυρωδιά του απολυμαντικού μετά τις χιλιάδες μας εκτρώσεις, τα τσιγάρα πάνω στο δέρμα σου
κάποτε σε αγαπούσα
η ξινή γεύση στα χείλη τα πρωινά
οι χαρακιές στον τοίχο των φυλακισμένων, οι γόπες που σε έκαψαν
μια, δυο τρεις φορές
ο πανικός των κοριτσιστικων ονείρων, τα μαλλιά μου στο πάτωμα, φάρμακα, σκισμένες σελίδες
σκισμενοι κόλποι γυναικών δολοφονημένων
κάποτε σε αγαπούσα
κάποτε λάτρευα την ανάσα σου
τώρα σπάω γυαλιά με τη γλώσσα μου
τώρα κάνω εκκλήσεις πάνω σε άψυχες φωτιές
(σκέψεις πάνω στο "ηλιοθεραπεια" του boy )
i am on a losing streak
αφροδίσια νοσήματα, ο ιδρώτας στα νοσοκομεία, η μυρωδιά του απολυμαντικού μετά τις χιλιάδες μας εκτρώσεις, τα τσιγάρα πάνω στο δέρμα σου
κάποτε σε αγαπούσα
η ξινή γεύση στα χείλη τα πρωινά
οι χαρακιές στον τοίχο των φυλακισμένων, οι γόπες που σε έκαψαν
μια, δυο τρεις φορές
ο πανικός των κοριτσιστικων ονείρων, τα μαλλιά μου στο πάτωμα, φάρμακα, σκισμένες σελίδες
σκισμενοι κόλποι γυναικών δολοφονημένων
κάποτε σε αγαπούσα
κάποτε λάτρευα την ανάσα σου
τώρα σπάω γυαλιά με τη γλώσσα μου
τώρα κάνω εκκλήσεις πάνω σε άψυχες φωτιές
(σκέψεις πάνω στο "ηλιοθεραπεια" του boy )
Subscribe to:
Posts (Atom)