Thursday, June 28, 2007

Άλλο ένα πρωί


που έφαγες για πρωινό βερύκοκα,έσταξε ο χυμός στο σαγόνι,το νερό ήταν ζεστό και πλύθηκες με νερό από το ψυγείο,μαλλιά κρόταφοι μάγουλα για ένα λεπτό ανακουφίστηκαν,αχ μόνο ένα λεπτό,να βάλω παγάκια στο ψυγείο,τέλειωσε πάλι η χλωρίνη,δε γουστάρω τις παρόλες σου ξηγήθηκα,και δε γουστάρω τις γκόμενες που κερνας και χαριεντίζεσαι μα κάνω τη χαζή,σε σκοτώνω μέσα μου μια δυο τρεις ,η πληρωμή μου κάποιες ρυτίδες ρε φίλε,ακούς dance of the sugar plum fairies του Τσαικόφσκυ,σκουπίζεις τα σκουπισμένα,σκουπίζεις δυο δάκρυα απ το μάγουλο,σύνελθε έλα,θέλω η δόλια να πετάξω μα δεν έχω τα φτερά,Καλδάρας,Χρονάς και Ελευσίνα και Φυλής και Σαλαμίνα,η Μοσχολιού στο περβάζι,η σκούπα ξεχασμένη στη γωνία,μάνα,αχ μάνα,εσύ ήσουν η ωραία Ελένη κι εγώ η Κασσάνδρα,μη λυπάσαι τον εαυτό σου,σφίξε τα δόντια μα τρίζουν πια,πόσο θα αντέξουν,πόσο θα αντέξει το στήθος και τα 21 γραμμάρια της ψυχής,when I die,think only this of me,τι όμορφος που ήταν ο Ρούπερτ Μπρουκ στην Καλλίπολη,τα χαρακώματα,μια ζωή στα χαρακώματα χωρίς πόλεμο,αν πεθάνω θέλω να βάλετε όλοι τη Μπλε Ώρα του Γκερλαίν και να μυρίζει όλος ο άνεμος σούρουπο.

Monday, June 25, 2007

Αρθούρε Ρεεμπώ,απόψε θα μπω

στο μαύρο μεθυσμένο σου καράβι,γιατί καμιά σπίθα δεν ανάβει πια.Και τέλειωσε το αψέντι και γκρεμίστηκε και η Αθήνα και το Παρίσι και οι γυναίκες πια δεν κάνουν παιδια μα μοιρολογάνε τα μαραμένα σκέλια τους.
Και τα σκυλια αλυχτάνε και πέθανε και ο Μητσάκης και ο Ζαμπέτας και η ομορφονια που δεν την αγαπησε κανείς και δεν τους εκλαψε κανεις ούτε τους εθαψε μα εμειναν τα κουφαρια να τα φανε τα σκυλια σαν την Ιεζάβελ.
Και ήρθε η μεγάλη ζεστη και ο τρόμος με χρώμα νέον.Και ήρθε και η δικτατορία με τη μορφή του γλυκομίλητου ηγέτη.Και έσβησαν μόνα τους τα καντήλια.Και έβρασε το νερό της θάλασσας.
Και περπατούσαν νεκροζώντανοι οι άρρωστοι στα άσυλα και ότι άγγιζαν γινόταν σταχτη.
Και ο κόσμος έσβηνε σιγά σιγά μέχρι να μείνει μια τηλεόραση αναμμενη.

Thursday, June 21, 2007

Κάθε μέρα

θα σε αγαπάω πιο πολύ
θα θέλω να κάνουμε έρωτα κάθε στιγμή
δε θα κοιτάω τις φωτογραφίες σου και δε θα έχω τίποτα να σε θυμίζει
καμιά φορά θα φοράω το καλό μου νυχτικό και ας κοιμάμαι μόνη
μια μέρα θα κάνω τα παιδιά κάποιου άλλου
ίσως και να είμαι καλή μητέρα τελικά
θα πηγαίνω στο θέατρο τις Κυριακες-παράσταση απογευματινή,για έναν παρακαλώ-
θα είμαι η Νύφη του Ματωμένου Γάμου και η Μάνα μαζί
που τα δάκρυα θα αναβλύζουν από όλο της σώμα
στο σώμα σου όλα τα χρώματα
θα πηγαίνω σε γάμους βαφτίσια και τσάγια
δε θα χω ζήσει έναν έρωτα μα κάτι θα χω ζήσει
θα ακούω Μπαγιαντέρα όταν δε θα μπορώ να κοιμηθώ
θα έρχεται τα Ψυχοσάββατα η μυρωδιά του δέρματός σου απ'το πουθενά
μετά θα σε σκοτώσω.

Wednesday, June 20, 2007

Καθημερινά

Σήμερα έκανα σημειώσεις για πράγματα που χρειάζεται να γίνουν,διάβασα μια μικρή βιογραφία του Γιόζεφ Μένγκελε ,(γιατί ήξερα ελάχιστα για το Δρ.Μένγκελε) τρόμαξα, έψαξα του βιβλίο "Τα παιδιά από τη Βραζιλία" μα δεν το βρήκα,την ταινία με τον Ολίβιε και τον Πεκ τη βρήκα αλλά δεν αποφάσισα να την πάρω,έκανα μπάνιο στη θάλασσα (τσαντίσου όσο θες γιατρέ μου μα έκανε υπερβολικά πολύ ζέστη),έφαγα μισό βαζάκι φυστικοβούτυρο,οι εφημερίδες δεν ήρθαν ακόμα,και νομίζω πως παραπήγε αυτή η αναγκαστική τεμπελιά μέχρι τώρα.

Tuesday, June 19, 2007

Ζωή και χιούμορ

Ο Έλληνας δεν έχει χιούμορ-ή μάλλον,πρόσφατα απέκτησε.Ο Έλληνας γελούσε και γελάει κοροιδεύοντας ή κάνοντας μιμήσεις κουτσών,τραυλών,αναπήρων,νοητικά καθυστερημένων,ουσιαστικά κολάκευε τον εγωισμό του,κορόιδευε,κάτι που γίνεται πολύ ακόμα και σήμερα,τραγικό παράδειγμα το "Ζετέμ",δεν κάνει λογοπαίγνια,δεν δίνει σπιρτόζικες απαντήσεις,μιμείται θηλυπρεπείς,τραυλούς,και πάει λέγοντας.Ήρθε κάποια στιγμή ο Σακελλάριος και ο Τσιφόρος και ο Πρετεντέρης,ο Τζαβέλλας,μετά το Ελέυθερο Θέατρο,ο Μαρίνος,ο Ξανθούλης,ο Λαζόπουλος,ναι,κάποια ψήγματα της δουλειάς Ρέππα-Παπαθανασίου και Ρήγα-Αποστόλου,και τώρα ήρθε ο Γιώργος Καπουτζίδης.
Πολλοί ήταν δύσπιστοι,τα τελευταία δυο χρόνια,"έλα μωρέ" από ανθρώπους του πνεύματος(φυσικά και το περισσότερο φαρμάκι πάντα το χύνουν οι διαννοούμενοι),η δυσπιστία,"η εξαργύρωση της επιτυχίας"-καραμέλα των αριστερόφρονων(μα η ίδια ξύλινη γλώσσα μια ζωή);
Πίστευα σε εκείνον από τις "Σαββατογεννημένες".Ήταν κυνικός όσο έπρεπε,σαρκαστικός όσο έπρεπε,ανθρώπινος όσο μπορούσε.Αισιόδοξος από τη φύση του,ένα αγόρι από τις Σέρρες που πέρασε τη ζωή του μπροστά στην τότε κρατική τηλεόραση επειδή δεν τον έκαναν παρέα και περνούσε τα βράδια του στο επαρχιακό σινεμά,(Πέπε απο το Σινεμά ο Παράδεισος",πιστεύοντας την μεγάλη και μόνη αλήθεια πως η ζωή συνεχίζεται,πως μόνο όταν ξεπερνάς τον εγωισμό σου και αγαπάς χωρίς όρους μπορείς να βρεις την ευτυχία,πως ο θάνατος είναι μέσα στον κύκλο της ζωής,κλείνει για μένα το μάτι στον ιταλικό νεορεαλισμό,ακόμα και σε εκείνον το μέγιστο Φελλίνι, τον Τορνατόρε και το Μπενίνι (κλαυσίγελος),ένας άνθρωπος που κρίνει την τηλεόραση καίρια και σωστά γιατί μόνο κάποιος που αγαπά τόσο την τηλεόραση βλέπει τόσο καθαρά τα στραβά της,και μας κλείνει το μάτι λέγοντας,στο τελευταίο επεισόδιο που εγώ έκλαψα και το ευχαριστήθηκα,πως η ζωή,είναι έξω κι μας περιμένει.
Όταν ήμουν 14 χρονών,γελούσα με μια σατιρική εκπομπή στο ραδιόφωνο.Δεν θυμάμαι πια τον τίτλο.Φετος ο μπαμπάς μου,μου είπε πως τότε κατάλαβε πως έχω αισθηση του χιούμορ και χάρηκε περισσότερο από τυχόν καλούς βαθμούς και σχολικές επιδόσεις,γιατί "είναι όπλο στις αντιξοότητες της ζωής".Και έχει,για άλλη μια φορά,δίκιο.
Παιδιά,η ζωή είναι έξω.Κλείστε τους υπολογιστές,τα ντιβιντια και την τηλεόραση.
Είναι καλοκαίρι-ελάτε στα νησιά,ξέρετε τι όμορφα που είναι τον Ιούνιο;

Monday, June 18, 2007

πως γίνεται συνέχεια να φταις;

ότι και να κάνεις,φταις.Λες πως παρεξηγείσαι,μα φταις.Για όλο σου το είναι.
Κοιμάμαι αγκαλιά με ένα σπασμένο κομμάτι γυαλί.Μην τολμήσετε να μου το πάρετε.Το κρύβω ευλαβικά κάτω απ το μαξιλάρι σα φυλαχτό.Αν σε αγαπάω πολύ,θα σε αφήσω να το πιάσεις.Μια άκρη εσύ,μια εγώ.Θα σε αφήσω να σκίσεις το μάτι μου,εκεί,στην κόρη.Να αναβλύσουν όλα τα δάκρυα μαζί με το αίμα,να αναβλύσει και ο θυμός.
Πάντα εγώ είχα τον έλεγχο,μην ξεγελιέσαι,άτιμή μου νιότη.Εγώ τα είχα οργανώσει όλα.Και σε άφηνα να ξεγελιέσαι.Βάση σχεδίου.
Όλα τα σπουργίτια πέταξαν εκείνο το βράδυ στην πλατεία στη Βιέννη.Το αηδόνι είχε το αγκάθι στο στήθος και τραγουδούσε όλη τη νύχτα,με άφησες να πάιξω στον κήπο σου,τώρα θα σε αφήσω να παίξεις στο δικό μου.Θα σε αφήσω να πειστείς πως εσύ έδιωξες το φίδι αν και εγώ το ξόρκισα.
Αφού έτσι σε βολεύει.Πότε σου χάλασα εγώ το χατήρι,για να σου το χαλάσω τώρα;

Friday, June 15, 2007

στις 15 Ιουνίου..

Ήταν Ιούνιος όταν γεννήθηκαν τα παιδιά αυτά,ο Απόλλων και η Άρτεμη,κυνηγημένοι από τη μοίρα-Ήρα όχι στο νησί της Δήλου,μα στην έρημο της καλοκαιρινής Αθήνας στο σκληρό αττικό φως που προμήνυε τόσα και τόσα,μα δεν ήξεραν και ήταν ευλογημένα και καταραμένα,και ο φοίνικας της Λητώς ήταν οι εμβρυουλκοί και οι κουτάλες που λεκιάστηκαν από τη ματωμένη της μήτρα και δεν ξαναχρησιμοποιήθηκαν,παιδιά μου εσείς τι φταίτε,στο κεφάλι σας τα αίματα σαν τους ματωμένους αμνούς,θυσία δίνω το μυαλό σας,άσπιλο,και τα μάτια σας μεγάλα και απορημένα,και ο Απόλλων μελαχρινός με δέρμα κατάλευκο,η Άρτεμη ξανθιά και γαλανομάτα με το τόξο της,το ασημένιο το φεγγαρόφωτο,και ακολούθησαν δρόμους χωριστούς,η Άρτεμη σκοτεινή σεληνιακή με έκφραση σχεδόν υστερική,να τριγυρνάει σε λίμνες και πέλαγα όχι πια παρθένα μα πάντα άσπιλη,καταραμένη να σκοτώνει όποιον είδε το γυμνό της σώμα,κατακερματισμένο από τους πόνους της γέννας,να αγαπά το σεληνόφως και την κρυάδα του,και ο Απόλλων πάντα φωτεινός χωρίς λύρα με τα χέρια ατροφικά πάντα σε σχήμα γροθιάς έτοιμος να υπερασπιστεί το κάθε κακό,να γυρνά στον ήλιο για βοήθεια σαν ηλιοτρόπιο μεγάλο και φωτεινό,πάντα μεσόγειος και Έλληνας σε όλο του το μεγαλείο,και μουσικη ήταν η φωνή του και τα μάτια του τα ίδια,να μαγεύουν,να ταξιδεύουν,να τον ζηλεύουν οι συνθέτες οι σπουδαγμένοι και το κοινό υπνωτισμένο να είναι έτοιμο και στο γκρεμό να πέσει,λατρευτός και όμορφος και εκείνη να τον προστατεύει με το τόξο,να τον σκεπάζει με το αρκουδοτόμαρο να μην κρυώνει τα βράδια,μόνοι μέσα στον κυκεώνα του νεοελληνισμού και των συγγενών και της κατάρας που δεν ήξεραν,χωριστά μέρα και νύχτα,για λίγο συναντιόνταν,τραγουδούσαν παλιά λαικά και χώριζαν ξανά,εκείνος σα φαντασμα και σκια την επισκεπτόταν στα ταξίδια της στα δάση,όταν έκανε εκκλήσεις στο φεγγάρι,όταν προστάτευε μέθυσους και μικροεγγληματίες στα πεζοδρόμια να χάνουν στα ζάρια,εις τους αιώνες των αιώνων,αμήν.

Thursday, June 14, 2007

Και μια ζωή παλεύεις...


Μια ζωή είσαι σε πόλεμο με σένα, να αποδεχτείς τον εαυτό σου ή να τον σκοτώσεις, να δείξεις το εσωτερικό σου γυμνό,χωρίς όλα τα φύλλα που το καλύπτουν σαν ένα κρεμμύδι,να απλώσεις τα χέρια,να πεις είμαι αυτή και δε με νοιάζει,ή να τον θάψεις στο χώμα βαθιά και να τον απαρνηθείς, να πεις,αγάπη έλα,σε όλες σου τις μορφές,και να απαρνηθείς τον εγωισμό σου,να τον βάλεις επιτέλους δεύτερο σε μοίρα,μα το στοίχημα είναι να κρατάς το κεφάλι σου ψηλά, "Kopf hoch" όπως λένε οι Γερμανοί,λαός περήφανος, και αν το καταφέρεις θα κοιμάσαι ήρεμα χωρίς "βοηθήματα" one pill makes you larger one pill makes you small, και δε θα ξοδέυεσαι από δω και από κει,και το φαγητό θα έχει επιτέλους γεύση και το νερό θα ναι καθάριο και δροσερό,και δε θα ζηλεύεις μέρη και σπίτια,και ανθρώπους, δε θα λερώνεις το φιλί, εσύ κλεισμένος στο σκοτάδι για να σωθείς απ' τους γνωστούς κι εγώ ξημέρωμα στον Άδη να ξεφορτώνω τους πιστούς, και από τους περαστικούς δε θα κρύβεσαι ξημερώματα.

Monday, June 11, 2007

Μια φορά κι έναν καιρό..


ήταν ένα κορίτσι που προσπαθούσε να φτιάξει κοκκαλάκια με κουμπιά που περίσσεψαν και φτηνά πλαστικά ζωάκια.Δεν της πετύχαιναν και τα πετούσε.Έκοβε παλιά ρετάλια μουσελίνες και πετσέτες ελαττωματικές και προσπαθούσε να κεντήσει το μονόγραμμά της με κόκκινη κλωστή. Δεν πετύχαιναν και τα πετούσε και αυτά.Προσπαθούσε μετά να φτιάξει καλύμματα για κουτιά από χαρτομάντιλα από σελίδες παλιών περιοδικών.Ούτε αυτά.Και όλα κατέληγαν στον κάδο.Δεν είχε κανένα ταλέντο.Μετά της ερχόταν να κλάψει μα δεν έκλαιγε,ντρεπόταν.

Μαύριζαν τα νύχια της και γίνονταν γαμψά και σκληρά σαν της μάγισσας.Το σώμα της σιγά έλιωνε,σαν από ζάχαρη,και σάπιζε.Γινόταν κάτι αλλο,απέθαντο,νεκροζώντανο.

Τρεφόταν μόνο από τους καπνούς των τσιγάρων.Σιγά σιγά τα μάτια της κοκκίνιζαν γύρω γύρω από γτα δάκρυα που γίνονταν αίμα.

Οι άνθρωποι δεν την ήθελαν κοντά τους,νόμιζαν πως ήταν κακιά και χαιρόταν με τις λύπες τους.Τα βράδια τυλιγοταν με ένα μαύρο σάλι και θυμόταν τα μαλλιά και πως είχε λεκιασμένα δάχτυλα από μελάνι και χρώματα,της έδιναν κάτι χάπια με γεύση μαλλί της γριας μήπως και θυμηθεί.Μα δε θυμόταν.Θυμόταν μόνο πως αγαπούσε τους ανθρώπους,μέχρι το τέλος του κόσμου,και πως κακιά δεν είχε γίνει ποτέ.

Sunday, June 10, 2007

Να σου λερώνω το φιλί

Φτιάχνω μάτια με γκλίτερ και πέφτει στα μάγουλά μου.Ζεσταίνω το μολύβι στην άκρη του αντίχειρα.Καφέ καρυδιάς λέει.Ο καμβάς του προσώπου μου τεντωμένος,σμίγω τα φρύδια.
Φυσάει.Ακούω το βοριά από τις γρίλιες.Σα να μαρμαρώνει από κάτω η θάλασσα.
Ότι πιο όμορφο έχεις πάνω σου,αυτό θα χαλάσει πιο γρήγορα,μου είπε μια γιαγιά.Ας είναι.
Παραθαλάσσιοι καφενέδες κλειστοί και σπίτια βαμμένα στο χρώμα των κουφέτων,γαλάζια,ροζ,φυστικί.Σιχαίνομαι το υποβρύχιο-βανίλια.
Είμαι μετέωρη πανω σε μια γη μετέωρη που στροβιλίζεται με πόνο ακολουθώντας τη δική της μοίρα.Η γη σκάφτηκε δίχως έλεος.Σα να της πήραν τη μήτρα.Εμμηνοπαυσική γκριζομάλλα.
Κοιτάω λίγο σνομπ,λίγο αγχωμένα τον ήλιο.Ισιώνω την πλάτη.
Έτσι κι αλλιώς,τον κόλπο σου πααρεύουν κάθε βράδυ,της ψιθυρίζω.

Saturday, June 09, 2007

Χειμερία νάρκη

Κοιτούσα όλη την ημέρα χάρτες.Δεν άλλαξα από τις πυζάμες μου.Δεν χτένισα τα μαλλιά μου.
Δεν μίλησα σε κανέναν.Δεν έστρωσα το κρεβάτι μου.
Αν ήμουν ο φίλος μου,θα με χώριζα.

Friday, June 08, 2007

Φεύγουν..

Φεύγουν οι γονείς μας και οι γονείς των παιδικών μας φίλων και τα πεντάχρονα κορίτσια που έκανες παρέα και χάιδευες μαζί τους τα κλωσσόπουλα στο κοτέτσι είναι οι κόρες του νεκρού μαυροφόρες με πρησμένα μάτια στο τραπέζι του καφενείου πάνε τα σπασμένα πιατάκια που παίζατε τις κουμπάρες άνω γλυφάδα που τα λέγανε σούρμενα ή τράχωνες ή δεν ξέρω κι εγώ τι ένα καφενείο με τασάκια και ρολόι διαφημιστικά ζεσταίνομαι όλοι μαύρα μα όχι ένα πιάνο εγώ τα ρούχα τα χω αφήσει στο νησί φοράω λευκό πουκάμισο πίνω μονοκοπανιά τρία κονιάκ το στομάχι μου ο καφές όπως πάντα στις κηδείες παραείναι γλυκός τα ανίψια κουβάλησαν το φέρετρο κανείς μας δε μιλάει τσιγάρα ανάβουν σβήνουν το κονιάκ αυτό ούτε στο γλυκό δε θα το βαζα μα είναι εδώ είναι αλκοόλ και ξαναβάζω στα ποτήρια όλων δε μιλάνε η χήρα του ήσυχη ένα λυγμό έβγαλε αγκαλιάζω την ε.δε μιλαμε με σφίγγει ξέρω και ξέρει κάνει ζέστη ευτυχώς κανείς δε φοράει μαύρα γυαλιά να κρύψει υποκριτικά τον πόνο θέλω να βλέπω τα μάτια των ανθρώπων αν κλαίμε σιγά το πράμα δίπλα δυο μικρά της οικογένειας παίζουν δεν καταλαβαίνουν τι ευτυχισμένα μα τις ξέρω από παιδιά πονάει το στομάχι μου τρία κονιάκ μονοκοπανιά θα στο κάνουν αυτό τα πιατάκια στις αυλές έγιναν χίλια κομμάτια και ο ήχος της σπασμένης πορσελάνης μου τρυπάει τα αυτιά

Wednesday, June 06, 2007

Η Τσέρυ έχει επισκέψεις

Βαριέμαι πάρα, πάρα πολύ αυτές τις μέρες.Κοιτάω το ταβάνι,διαβάζω μέχρι να διαβάσουν τα μάτια μου,πίνω καφέδες,πίνω τσάγια και καπνίζω.Κάνουν ότι μπορούν οι δικοί μου,μα καμιά φορά,και θα ήταν απίθανο να μη συνέβαινε,βαριούνται την ακατάσχετη φλυαρία μου,για το τι έγινε σα σήμερα,τα μικρά των εφημερίδων,την υπεροχή του βαμβακερού υφάσματος,τα βιβλία,και τα παρακάλια μου να μου λένε ιστορίες απ'το χωριό και "τι έγινε τότε που.."
Ήρθε η ξαδέρφη μου να με δει σήμερα,μια κοπέλα εντελώς διαφορετική από μένα,που δεν είναι κυκλοθυμική,που δεν καπνίζει δεν ξενυχτάει δε σπαταλάει ανέξοδα, πολύ clean cut σε σχέση με το δικό μου ότι να ναι,ευγενική με συγγενείς με καταστήματα με αγνώστους.
Η οποία βρίσκεται σε φοβερή κρίση γιατί παντρεύεται και ο γάμος της βγήκε με πολύ κόσμο αντί για κλειστός,γιατί δεν έχει προετοιμάσει τίποτα,που σαν κι εμένα δε θέλει να την πολυκοιτάζουν όπως γίνεται στους γάμους,που κάθε βράδυ τώρα τελευταία βλέπει εφιάλτες,που δε μπορεί να χαλάσει χατήρι στη μητέρα της,και που γενικά άλλα ήθελε και αλλού της πάνε,στο γάμο πάντα.
Οι γάμοι είναι πολύ κουραστικοί πάντα,γενικά,πέρασα ωραία και το διασκέδασα μόνο σε έναν σε τόοοσους που έχω πάει,οι μόνοι που δε βλέπονται και δε το χαίρονται είναι το ζευγάρι,που στραβώνει το στόμα σου απ'τα ψεύτικα χαμόγελα,"ευχαριστώ",που παίρνεις άχρηστα κιτς δώρα,που ζεσταίνεσαι και βαριέσαι και το φαγητό και οι χοροί είναι βεβιασμένοι.
Εμένα προσωπικά θα θελα να με κλέψουν,να ντυθώ μόνη με το "τώρα νυφούλα μου χρυσή .."απ το Ματωμένο Γάμο που μάλλον καλός οιωνός δεν είναι,να παίζουν μπουζούκια και να χαίρομαι με τον ανυποψίαστο χριστιανό που θα με πάρει,μαζί,αν γίνει γάμος,γιατί με αυτά που άκουσα και έχω δει δεν πολυθέλω να παντρευτώ γιατί θα με πάνε διακοπές μόνιμες σε από αυτά τα ωραία νοσοκομεία με μεγααλους κήπους και στρώματα στους τοίχους.
Καθε γυναίκα φαντάζεται το γάμο της,εγώ σκέφτομαι κυρίως ροζ μωράκια και χαρά που θα ακολουθήσει,γιατί το σημαντικό δεν είναι η τελετή,είναι αυτό που θα δημιουργήσεις,η ζωή με τον άνθρωπό σου,η κοινή ζωή με καφέδες στο μπαλκόνι και παιδικες αρρώστιες και πλυντήρια,καβγάδες για τα έξοδα και σινεμά τις Κυριακές,και βούρτσισμα των δοντιών στο νεροχύτη κοινό το πρωί.
Αποφάσισα πως όταν ντύνεται η ξαδέρφη μου θα πάρω ένα ωραίο μεταλλικό κουτί και θα κερνάω λεξοτανίλ και ταβοράκια από μέσα,και θα χω και ένα μπουκάλι παγωμένη βότκα τουλάχιστον να γίνουμε ντίρλα,να γελάμε σα χαζοί.Αυτά.

Monday, June 04, 2007

τώρα άρχισαν οι μεγάλες ζέστες.

δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να καταδικάζεις σε ακινησία έναν νευρικό και υπερκινητικό άνθρωπο.το λιοντάρι στο κλουβί δαγκώνει τις σάρκες του.
διαβάζω βιβλία που είχα ξαναδιαβάσει.κοιτάω το ταβάνι,σιχαίνομαι να με βοηθάνε για το παραμικρό άλλοι.
ζεσταίνομαι-αλλάζω ρούχ όπως όπως και φωνάζω σαν κακομαθημένη παιδούλα για το παραμικρό, "νερό", "μαμά πρέπει να πάω στο μπάνιο","φέρε μου το βιβλίο στο πάνω ράφι".
δεν μπορώ να δουλέψω και νιώθω ένοχη.περνάνε οι εικόνες στην τηλεόραση σαν σε εφιάλτες.
roll.cut.
ήπια κρύα λεμονάδα στην poupee και μου πήραν μέτρα,μια μοδίστρα στο ημιυπόγειο να μου λέει για το ορεινό της χωριό,αγόρασα δύο υφασμάτινα μαγιώ-φορμάκια δεκαετίας είκοσι,μου έκαναν τα μαλλιά κοτσιδάκια,ένα από δω,ένα από κει,μου χάρισαν κοκκαλάκια για ευχές,γρήγορη ανάρρωση.πήγα χωρίς το νάρθηκα.βλακεία,το βράδυ το πόδι μου ήταν μαύρο μπλε.
νιώθω σαν παράσιτο.¨θέλω τσιγάρα","θέλω καφέ",είμαι μια υπερφυσική μπέμπα.
4 βδομάδες.και είμαι θυμωμένη,πολύ θυμωμένη.

Friday, June 01, 2007

Προσωπικά έξοδα δεκαπενθημέρου


Έντυπα διάφορα : 20 ευρώ

σούπερ-μάρκετ (τρόφιμα,είδη προσωπικής υγιεινής) :5 ευρώ

διασκέδαση : 15 ευρώ

απορρυπαντικά,είδη καθαρισμού : 10 ευρώ


τελικά,οικονομικά μάλλον συμφέρει να ζεις στην επαρχία...

Thursday, May 31, 2007

χωρίς τίτλο

έχω στο αίμα μου πυρετό
και το θάνατο μες στην καρδιά σφηνωμένο
τρεις κοπέλες μοίρες με μάτια θολά
μάζεψαν τις χαρές μου και πάγωσαν τα δάκρυα
στις βλεφαρίδες στέκουν κρύσταλλοι
σαν βράχοι μετέωροι σε γκρεμούς
σαν τον αυτόχειρα την ύστατη στιγμή
τα βράδια ουρλιάζουν τα ψάρια
μέσα στις γυάλες
τριγύρω βουητά και εφτά κεντριά στοχεύουν
το τελευταίο οχυρό
την παρθενιά της ψυχής

Saturday, May 26, 2007

Κι ας μοιάζει παράξενο..

καμιά φορά νομίζω πως στον κόσμο είμαι ολομόναχη. 'Ετσι κι αλλιώς είμαι από αυτούς που εύκολα ξεχνιούνται." Πως την έλεγαν εκείνη την κοπέλα που.."
Αν φύγω θα λείψω σε λίγους.Πολλά λόγια δεν μου είπαν τίποτα απολύτως.Πολλοί άνθρωποι
υπήρξαν μαζί μου χυδαίοι και άλλοι απλά με αγνόησαν που ήταν και το καλύτερο.
Τουλάχιστον δεν μπορώ να πω πως δεν προσπάθησα.Ή ότι δεν ονειρεύτηκα.
Δικά μου και τα νεύρα δικά μου και τα δάκρυα δικοί μου και οι πόνοι δικές μου και όποιες οι ανταμοιβές.Δικό μου και το σώμα δική μου και η προστυχιά δικά μου και τα συντρίμμια δικά μου,και τα έξοδα όλα δικά μου μάγκες.

Friday, May 25, 2007

Βραχυκύκλωμα

Είπα να μη φοβάμαι πια. Νομίζω πως το πετυχαίνω στη γκρίζα λουτρόπολη σα να έχω πάρει όρκο σιωπής.
Δεν έχω ξαναδεί την πόλη τόσο γκρίζα.Σα να ξέβαψαν τα ρούχα της τα πένθιμα.Σα να θέλει να συνέλθει από τα δάκρυα και να μη μπορεί.
Ακούει παράξενες μουσικές.Ο Θάνατος στη Βενετία χωρίς τη Βενετία.Η υποψία μιας νόσου που έρχεται μα χωρίς παράφορους έρωτες,χωρίς αγγίγματα χειλιών μα ίσως να ξεφεύγουν φτερά αγγέλων απ' τις πλάτες μερικών.
Ο παράδεισος μερικων αρκείται σε μερικά βουτήγματα των αστραγάλων μέσα στις γούρνες με τα ασημένια ψάρια.
Πως μου αρέσουν αυτά τα πρωινά που καθόλου δε μου λείπεις...

Tuesday, May 22, 2007

αυτοκτονιών συνέχεια

δεν μου αρέσουν τα χάπια.σήμερα αυτοκτονώ με τριαντάφυλλα.στα πράσινα μάτια σου,στην αντανάκλασή τους,κρατάω σφιχτά τις κουρτίνες μπας και με σώσουν.
Τριαντάφυλλα μπλε και μαύρα.Σαν τα μαλλιά μου.Λευκά,κόκκινα,πφφ...ποτέ δεν τα συμπάθησα.Οι καμπανούλες μου άρεσαν.Τώρα ούτε λουλούδια υπάρχουν ούτε τίποτα.
Και οι δρόμοι να αχνίζουν.Να ρίχνω νερό με το λάστιχο και να εξατμίζεται στο χωριό που λέγεται Αθήνα.
Μακάρι να γινόταν κατακλυσμός.Τίποτα δε θα έσωζα.
πνίγομαι και εσύ ήδη πνιγμένος και πιο όμορφος ακόμα.να φουσκώνει το πρόσωπό σου από τα απόνερα και εγώ όρθια να σε κλαίω κάπου στα λιόσια σαν τη μάνα τη μαυροφόρα με δανεικά χαρτομάντιλα και μια ξεκούρδιστη λατέρνα να παίζει μητσάκη και καζαντζίδη μάγκα μου που σφάλισες τα μάτια σου νωρίς.
αυτοκτονώ με λουλούδια και συγχωρώ.δεν μπορώ να κάνω αλλιώς.

Sunday, May 20, 2007

σερμπέ λεμόνι,αχ ελένη.

Τρώει γλυφιτζούρια λεμόνι.Το ένα μετά το άλλο.Και ήλπιζε πως θα γινόταν η γλώσσα κίτρινη σαν του καναρινιού γιατί είχε φάει κάτι άλλα κάποτε σε ένα ντραγκστορ στην Αμερική που σου έκαναν τη γλώσσα μπλε μα τίποτα.Δεν κιτρίνιζε η γλώσσα κιτρίνιζε το δέρμα και έμοιαζε σα να χε ίκτερο και γέμιζε σπυριά που έβγαζαν πύον όταν τα ζουλούσε και λιπαρό φόντο με μαύρο στίγματα που λένε και τα καλλυντικά.
Κάθεται στο κρεβάτι δαγκώνοντας και στρίβοντας στη γλώσσα της τα γλυφιτζούρια και κάνοντας κομμάτια με τα δόντια της και ανασαίνει λεμονιές και μου αρέσει αυτή η ξυνίλα λέει σαν Καμπάρι ίσως με πορτοκάλι άγουρο που έπιναν κάποτε στα σουαρέ.Μόνο τα μπουκάλια μου άρεσαν πήγαινα και τα μύριζα και έκανα πως κάπνιζα τα τσιγάρα της μαμάς από την ταμπακιέρα την ασημένια τη χαραγμένη με το μονόγραμμά της και μετά για να αυτοκτονήσω ήπια μαλακτικό ρούχων λεβάντα ή ήταν σάπιο μήλο και με πήγαν και μου έκαναν πλύση στομάχου και έβγαινε το υγρό απ το σωληνάκι λιλά και αυτό ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα
απόπειρα αυτοκτονίας γιατί τότε με τις φλέβες δεν πέτυχε στη μπανιέρα και δεν ήξερα πως το αίμα βγαίνει με κρύο νερό και το έκανα με ζεστό και έμειναν τα σημάδια.
Ναι ρε μάγκες αυτοκτονίες.Δύσκολο θέμα να το αναφέρεις σε συζήτηση στο Φίλιον.Χαλάει την ατμόσφαιρα.Tricky subject.
Ε,τώρα αυτοκτονώ με γλυφιτζούρια.Υπερβολική δόση χημικής ζάχαρης.
Μπρούμυτα στο κρεβάτι με το σάλιο κολλώδες να τραγουδάω Πιοβάννι και εφήμερα σουξέ.
Τώρα που είναι καλοκαίρι θα δοκιμάσω με γρανίτες,αν υπάρχουν ακόμα γρανίτες,Νίτσα,Ελενίτσα,Ελενάκι μου.

She's lost control again

Αυτή η ραχοκοκκαλιά του μπάσου μου προκαλεί ανατριχίλες.
Κάτι κάρτες από το Μόναχο και το Βερολίνο.Στυλό διαρκείας-μα εμένα με πένα μου άρεσε να γράφω.
Μα με πληγώνει αυτός ο ήλιος-με τυφλώνει...dentelle blanche et rouge...
Το κρεβάτι μου είναι βαρκούλα στα κύματα.Πλέει πότε ομαλά και πότε ανώμαλα σε ουρανούς και βάθη.Νομίζω πως τέτοιες ώρες κανένας δε με σκέφτεται.
Μα τι λέτε;Κάτι μεταφυσικό;Ας γελάσω.Εγώ είμαι γήινη.Απελπιστικά με τραβάει το χώμα.
Είπα στο μικρό βοριά να έρθει για επίσκεψη.θα τον φιλοξενήσω στην καλή μου κάμαρα με τα κοφτά σεντόνια και τα βράδια θα τον νανουρίζω για να μη φοβάται.
Και το πρωί θα έχει εξατμιστεί.

Thursday, May 17, 2007

Cannes..


τέτοια εποχή μου έρχεται πάντα στο μυαλό η Μπριζίτ Μπαρντό να τρέχει στην παραλία,19 χρονών κοριτσάκι...

Wednesday, May 16, 2007

Πάτωμα

Όταν θυμάμαι τα πρώτα μου παιδικά χρόνια,εκτός από τη μουσική που έπαιζε στο σπίτι,η μουσική που ανακάλυψα μόνη μου ήταν οι συνθέσεις του Σταμάτη Κραουνάκη.
Θα βάλω πόρτες με αλυσίδες και παγώνια..
Στο αυτοκίνητο κυρίως,σε βόλτες στην Αθήνα.Και μύριζε το πιάνο του άσφαλτο και πρωινές βόλτες στο Θησείο και στη θάλασσα,και περίπτερα με κρεμασμένες τις εφημερίδες με συνταξιούχους να διαβάζουν τους τίτλους και να παίζουν κομπολόι..
Το καφενείο της θείας έπαιζε λαικά.Διονυσίου,Αλεξίου,Καζαντζίδη.Και να φτιάχνει εκείνη τους καφέδες με το μπρίκι και να παίζουν τάβλι οι μαθητές που έκαναν κοπάνα τα πρωινά και πρέφα οι μεγαλύτεροι το βράδυ.
Που λογαριάζουν το μηδέν μου και το άπειρο..
Ο Σταμάτης Κραουνάκης για μένα είναι η Αθήνα που μεγάλωσα.Το ΙΚΑ στην Πειραιώς και τα κασετάδικα στην Ομόνοια,ο ηλεκτρικός Μαρούσι-Ομόνοια και η έκθεση Βιβλίου στο Πεδίο του Άρεως.
Για μένα η Αθήνα είναι όμορφη μόνο το φθινόπωρο και την άνοιξη.Δεν πρόλαβα αλάνες και χωματόδρομους.Θυμάμαι τη θέα από τον ακάλυπτο και τα φανταστικά παιχνίδια που έπαιζα με τον εαυτο μου.
Και το μόνο που έχει μείνει ίδιο στην Αθήνα τη δικιά μου είναι η μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη.Να μου θυμίζει πως ξημερώνει πάλι,πως αυτή η νύχτα μένει και πως εμένα με συμφέρει,να βγαίνει το φεγγάρι.
Και χαίρομαι που ξανασυναντιόμαστε με τον καινούριο του δίσκο. Ακμαίοι.Ίσως.
Που μου δώσαν χείλη ξένα όσα γύρευα από σένα
κι απαλλάχτηκα...
Να κοιμηθούμε απόψε στο πάτωμα;Στρωματσάδα;

Tuesday, May 15, 2007

Εφημερίδες και τραπεζομάντιλα

Στις εφημερίδες διαβάζω τα ψιλά.Τα ψιλά στις στήλες.Τα πιο ωραία νέα εκεί βρίσκονται.
Διαβάζω κηδείες γάμους και μνημόσυνα για να βρω ονόματα παράξενα και ξεχασμένους γνωστούς,ηλικίες νεκρών.Μια φίλη πηγαίνει στα νεκροταφεία συχνά έτσι.Όποια να ναι.Σε όποια πόλη σε όποιο χωριό.Ευρώπη Αμερική Ασία και νεκροταφεία.
Η μητέρα της αποτεφρώθηκε όταν ήταν 16 χρονών.Οι στάχτες σκορπίστηκαν σε ένα κάστρο και την ώρα εκείνη ένα ζευγάρι παντρευόταν.Η ζωή συνεχίζεται μου είπε-αυτό κατάλαβα.Δεν ήταν κακός οιωνός.Ας έχουν την ευλογία της.
Γάτα υιοθέτησε κλωσσοπουλάκια.Σκότωσε τη μάνα τους-από ενοχές;ποιος ξέρει-πήρε τα μικρά υπό την προστασία της.Και αλοίμονο σε όποιον τολμήσει να τα πειράξει τα πουλάκια.Τα κρατάει στο στόμα απ'το λαιμό σα νεογέννητα,τυφλά γατάκια.Η φύση λειτουργεί παράξενα.
Καμιά φορά και αντίστροφα.
Διαβάζω το σαν σήμερα.Κάθε μέρα,πρώτο πρώτο.Δυνατά κιόλας.Το παρελθόν τραβάει σαν δίνη.Χαμογελάει κιόλας," έλα να πάμε μια βόλτα" και κλείνει το μάτι.'Δεν παίρνω μόνο,δίνω κιόλας,σου λέει".
Στο Χαλάνδρι κοιτάω κόκκινα πέδιλα.Κατακόκκινα,και κόκκινη και η μουσική των πλανοδίων που φαντάζομαι να ακούω.Μαντολίνα.
Να βρέχει και να παίζουν ακορντεόν στους δρόμους στα παραθαλάσσια θέρετρα στην Κορνουάλλη και το Ντόρσετ και το Ντέβονσιρ.Δεν την είδα αυτή την παράξενη ομορφιά.
Δεν είδα ακόμα τον Ατλαντικό.Όχι ακόμα.
Αγοράζω ένα πράσινο φουστάνι.Καρώ χοντρό βαμβάκι,σαν τραπεζομάντιλο.
"You look fantastic in green" λέει η πωλήτρια."What lovely eyes you have."
Θα μπω σε μια καρτ ποστάλ και θα βγαίνω όποτε μου καπνίσει.Σαν σε πορτραίτο.
Θα βλέπω τα πάντα.Καμιά φορά θα με βλέπουν κι εμένα τα παιδιά στην κάρτα και θα νομίζουν πως έπαιξε ένα τρυκ το φως.

Sunday, May 13, 2007

Μα ούτε σε ένα παραμύθι δε χωράω

Λόγο για να αντέχω έλεγε.Δώστε μου ένα λόγο για να αντέχω.Να θέλω να ανοίξω τα παράθυρα το πρωί.Υπήρχε μόνο ένας δηλαδή αλλά δεν είχε σημασία,μια Αρμένισσα που είχε το ψιλικατζίδικο στη γωνία της έλεγε τον καφέ κάθε πρωί,της πήγαινε το φλυτζάνι με τον μέτριο ελληνικό και της το έλεγε με αντάλλαγμα χόρτα που έκοβε συχνά όταν πήγαιναν στο χωριό του άντρα της. Το αναθεματισμένο το χωριό που ούτε το όνομά του δεν ενδιαφερόταν να μάθει.Αλλά εκείνος επέμενε να πηγαίνουν κάθε Κυριακή,γονείς δεν είχαν,τίποτα δεν είχαν,μα κάθε Κυριακή εκεί,μπάστακες,να κάθεται εκείνος στο καφενείο και εκείνη να μαζεύει τα χόρτα στους αγρούς σαν αφιονισμένη.Λες και δεν είχε καφενεία στην Αθήνα.Γεμάτος ο τόπος και ούτε που τα έτρωγαν τα χόρτα.
Καλή ήταν η γρια η Αρμένισσα,αγόραζε βότκα απ το ψιλικατζίδικο,τα μπουκαλάκια τα μικρά,τα έβαζε στο συρτάρι με τα εσώρουχά της,έπινε ένα μικρό ποτήρι πριν πάει για ύπνο μαζί με δυο ταβοράκια,τη ρώταγε αυτός τι πίνει,νερό έλεγε,διψάω,μα είχε είδη κοιμηθεί εκείνος,σιγά που τον ένοιαζε.
Τον απατούσε συχνά.Με διάφορους.Δεν είχε σημασία.Ούτε εκείνων το όνομα θυμόταν.Ούτε που της άρεσε.Ήταν σα να πηγαίνεις στην τουαλέτα,κάπως έτσι.Μα ετοιμαζόταν,φόραγε την κολώνια που της έστελνε η κουμπαρα της από την Αμερική,Ταμπού λεγόταν, με μια μαύρη ετικέτα πάνω,αυτά.Έλουζε καλά και τα μαλλιά της,αυτά.
Το μόνο που της άρεσε ήταν να τους διώχνει.'Εχω να ξυπνήσω νωρίς.Σαν τα έργα τα αμερικάνικα.Έτσι έλεγαν στα έργα τα αμερικάνικα.Και έφευγαν.Καλά ξεκουμπίδια,ο άντρας της αργούσε να γυρίσει απ'το μαγαζί,επιπλάδικο,δουλειά δεν είχαν κι όλο γκρίνιαζε.
Αν ήθελα γκρίνια θα μενα με τη μάνα μου ήθελε να του πει.Μα δεν το λεγε.
Δεν ήθελε και παιδιά αυτός,σκοτούρες έλεγε,μεγαλώσαμε κιόλας,καλά δεν περνάμε οι δυο μας;
Πως,τόσα χρόνια ούτε ένα θέατρο δε με πήγες,παλιά είχε και το θέατρο της Δευτέρας,πάει κι αυτό,καμιά φορά τα έπαιζε στο ραδιόφωνο,μια ζωή με το ραδιόφωνο παρέα να ακούει τι ραδιόφωνο,ένα τρανζίστορ στην κουζίνα είχε,με μπαταρία,καλά ήταν,το έπαιρνε παντού,μα της άρεσε το θέατρο,ήθελε να πηγαίνει στο θέατρο,να αγοράζει και πρόγραμμα και να πίνει κάτι στο διάλειμμα και να ακούει,πρώτο,δεύτερο,τρίτο κουδούνι.
Το βράδυ που ήρθε εκείνος,εκείνος,μαλλιά κάπως ανάκατα,ξανθωπά,μάτια σαν όλων,τίποτα ιδιαίτερο,μα ήταν ψηλός,πολύ ψηλός,λίγο άγαρμπος μα όμορφος με έναν τρόπο κάπως,είμαι άνεργος ηθοποιός,και ανέβηκε πάνω της και ένιωσε εκείνο το βάρος,και μετά τραντάχτηκε ολόκληρη και είχε χρόνια να το πάθει αυτό,τράνταγμα,ξεκινούσε από κάτω και έφτανε μέχρι τις ρίζες των μαλλιών,και εκείνος έβαλε το πρόσωπό του στο λαιμό της για λίγο,και εκείνη του φίλησε τις άκρες των δαχτύλων,χωρίς καν να το καταλάβει,και έφυγε έκείνος,έχω,λέει παράσταση σε μια αποθήκη του κερατά που παλιά ήταν χασάπικο και ακόμα ωμό κρέας μυρίζει γαμώ το κέρατό μου,γαμώ.
Στο μπάνιο όταν πηγε τα μάγουλά της ήταν ροζ χωρίς τη βότκα,κάθισε στη λεκάνη της τουαλέτας και ήξερε.
Σε εννιά μήνες θα ερχόταν το παιδί της.Το πε και την επόμενη μέρα η Αρμένισσα στο φλυτζάνι.

Thursday, May 10, 2007

Χάθηκα μέσα στα μάτια σου...

Μαζεύω μάλλινα.Κρυώνω εύκολα.Πάντα έχω κουβέρτα εύκαιρη για να τυλιχτώ,προστασία ή ασφυξία;Ανακαλύπτω πράγματα στις ντουλάπες ξανά και ξανά.Δώρα που ξέχασα να δώσω,ακόμα στη συσκευασία τους.Κοσμήματα που αγόρασα να χαρίσω και οι συγκυρίες δεν επέτρεψαν.Πουλόβερ που μου έκαναν δώρα και δεν μπορώ να φορέσω γιατί με τσιμπάνε,ολοκαίνουρια,διπλωμένα.
Αρχίζω να ξεχνάω.Η φούστα πολύ Μπριζίτ Μπαρντό που δεν βρήκα ευκαιρία να τη βάλω-ακόμα.Το τριμμένο χακί μου φόρεμα.Όλα τυλιγμένα με άρωμα κέδρου.
Τα παιχνίδια μου τα παλιά όλα το χειμώνα τα πέταξα-ούτε να τα δώσω σε άλλα παιδάκια μπορούσα-σάπισαν απ'την πολυκαιρία,πανινες κούκλες είχα,γεμισμένες με αφρολέξ,ξαναραμμένες και λιωμένες,μα ήταν πια καιρός.
Η συλλογή μου από κάρτες.Όλη μου η αλληλογραφία σε μια κούτα,κανένα γράμμα δεν έχω πετάξει.
Τα ξαναπλένω τα ρούχα για να φορεθούν τώρα,σιδερώνω,διάλειμμα για νερό,για ένα τσιγάρο.
Ήρθε ο καιρός για μετακίνηση.Τα καλοκαίρια πολλές φορές υποφέρω.
Δεν είμαι καταθλιπτική.Δεν είμαι θλιμμένη.Ανόρεχτη είμαι.
Δεν το παίρνω σοβαρά.Άμυνα πάντα χρειάζεται.Λίγη μουσική πάντα βοηθάει.
Δεν έγινα αυτό που περίμενα,αλλά αυτό που είμαι,δεν είναι και τόσο άσχημο.
Χάνομαι στα μάτια των περαστικών.Εξατμίζομαι στην άσφαλτο.

Wednesday, May 09, 2007

Oλα τα πρωινά

Όλα τα πρωινά δεν υπάρχεις.Ούτε στα έργα των δρόμων ούτε στην καφετιέρα που κοχλάζει ούτε στους σκελετούς στις λίμνες.
Δεν υπάρχεις όταν βράδια στριφογυρναω στα πεζοδρόμια στροβιλίζοντας σα δερβίσης σε ατέρμονα βαλς με nuit de noel και τριγύρω πέφτει χιόνι.
Αν κάποιος έφτιαχνε το χιόνι άρωμα θα έβαζε μέσα και την αχνισμένη ανάσα μου.
Δεν υπάρχεις όταν ο Χάρος έρχεται για τη σωτηρία μου στις τεράστιες λίμνες των αδιέξοδων,
μου προσφέρει την τεράστια μωβ μπέρτα του και πάνω σε μια γόνδολα με εκείνον γονδολιερη,
πιάνομαι και ο ένας πίσω απ'τον άλλον,πάμε να βρούμε τα νερά τα πάντα καθαρά.

Monday, May 07, 2007

Νοτιάδες

Από όλα τα τραγούδια
αγαπούσα πιο πολύ τα λαικά
τα τραγούδια έχουν αλλάξει
κι έτσι τώρα δε με ζαχαρώνουν πια.

Ο άνεμος στο πρόσωπό μου στο μπροστινό κάθισμα του αυτοκινήτου.Ξερά χόρτα και άδειοι δρόμοι-έχω ημικρανίες,δεν έχω τίποτα,προχώρα.
Έπιασαν τον τάδε στα πράσα με τη Βουλγάρα στο μαγαζί.Λεγόταν πως...Αθάνατη ελληνική επαρχία.Είμαι μέρος σου και είσαι δικό μου.
Φαντάζομαι ασημένια ψάρια στη θάλασσα.Βαθιά, σε αγέλες.Σε κοπάδια,σαν τους ανθρώπους που δεν έχουν τίποτα να πουν.
Οι νοτιάδες φέρνουν τρέλα στο μυαλό.Τρελαίνει κόσμο ο λίβας.Θα βρέξει χώμα.
Μοιάζει με εκπλήρωση μιας προφητείας.Την βροχή από ακρίδες,ίσως. Ή το αίμα. Ή τα νεκρά παιδιά.
Ντρέπομαι να σε κοιτάξω.Γλυκά,απ'την άκρη των χειλιών,ψιθυρίζω.Τα βράδια ξανάρχεσαι.
Με παίρνεις ταξίδια και την αυγή ξαναγυρνάμε-κρυφά,να μη μας δουν,να μη μας αγαπήσουν.
Σήμερα δε θα έρθουν εφημερίδες.

Sunday, May 06, 2007

Famous last words

Στα νεκροκρέβατα όλοι ίδιοι είμαστε.Μερικοί όμως είναι πιο πνευματώδεις-άλλοι πιο ψύχραιμοι,και άλλοι-απλά,ξέρουν.

Codeine...bourbon...Tallulah Bankhead,αμερικανίδα ηθοποιός

I can't sleep. J.M Barrie (συγγραφέας του Πήτερ Παν)

What is this? Leonard Bernstein (μαέστρος)

Ι should have never switched from Scotch to Martinis. Humprey Bogart,αμερικανός ηθοποιός

I'm bored with it all. Winston Churchill, πολιτικός

Dammit, don't you dare ask God to help me! Joan Crawford,αμερικανίδα ηθοποιός, όταν η οικονόμος της άρχισε ξαφνικά να προσέυχεται

Τhis isn't Hamlet,you know.It's not meant to go to the bloody ear.Laurence Olivier,ηθοποιός,όταν η νοσοκόμα του πήγε να του βρέξει τα χείλη και αστόχησε.

Ι have not said told half of what I saw.Marco Polo,εξερευνητής

Dying is easy,comedy is hard. George Bernard Shaw,θεατρικος συγγραφέας

All right then,I 'll say it. Dante makes me sick. Lope de Vega,θεατρικός συγγραφέας.

Τhose curtains are killing me.One of us has to go. Oscar Wilde, θεατρικός συγγραφέας.(αμφιλεγόμενο)

Saturday, May 05, 2007

Οσκαρ Ουάιλντ

Όλοι στο βούρκο είμαστε, μα μερικοί από μας κοιτούν τα αστέρια.

Thursday, May 03, 2007

μια ζωή μέσα στους δρόμους




άλλο ένα ταξίδι για λίγες μέρες.
Στον τόπο σου πες, μα τόπο δεν έχω.
Λίγες αποσκευές έχω,μια τσάντα δηλαδή,παλιά τσαντα χειρός της δεκαετίας του 50,λευκή,με χερούλια.
Με all purpose πράγματα.Δυο τρία ρούχα ζεστά και κανα δυο παυσίπονα,μισή κούτα τσιγάρα και αναπτήρα.Και ένα σημειωματάριο.Πάντα ξεχνάω να πάρω στυλό.Ελπίζω να το θυμηθώ αύριο.
Μα τι να κάνεις στο καράβι από το Λαύριο;
Συνήθως κοιτάω το Μακρονήσι.Μετράω τα μπεζ-καφέ κτίρια.Ψάχνω παράθυρα.Αν βαρεθώ,μετράω ξωκλήσια.Βγαίνω στο μικρό κατάστρωμα και ψάχνω γλάρους,Μετά οι τουαλέτες που είναι έξω και μυρίζουν άσχημα μου χαλάνε τη διάθεση και καθομαι στα σχοινιά τα σκεπασμένα με τα καραβόπανα.Δε φοβάμαι.
Με περιμένει δουλειά.Και θάρρος.
Δυο τρεις τουρίστες θα τρώνε σε κάποιο εστιατόριο.Το σπίτι μου θα χει φως στο παράθυρο.
Στον Αη Γιώργη πάνω το καντήλι αναμμένο.
Η σκόνη κατακάθεται και στροβιλίζομαι.
Cherry all purpose.Παντός καιρού και διαθέσεων.Φευ!

Το ερωτηματολόγιο του Προυστ

Αν και λείπουν πολλές ερωτήσεις,αν και δεν έχει σημασία,ορίστε και οι δικές μου 29 απαντήσεις,και ας λάβει την πρόσκληση όποιος θέλει να το απαντήσει,γιατί σε ποιον μπορώ να στερήσω εγώ να χαλάσω τη χαρά να απαντήσει το ερωτηματολόγιο ολάκερου Προυστ;
1.Η απόλυτη ευτυχία για σας είναι;

Να σηκώνομαι το πρωί και να πίνω τον καφέ μου.
Κάθε πρωί.
2)Τι σας κάνει να σηκώνεστε το πρωί;
η λαχτάρα να δω το φως.
3)Η τελευταία φορά που ξεσπάσατε σε γέλια;
στην παράσταση «Δουλάρες» της Σπείρας την Κυριακή
4). Το βασικό γνώρισμα του χαρακτήρα σας είναι;
Η κυκλοθυμία.

5)Το βασικό ελάττωμά σας;
η κυκλοθυμία.
6)Σε ποια λάθη δείχνετε τη μεγαλύτερη επιείκεια;
στα δικά μου.
7)Με ποια ιστορική προσωπικότητα ταυτίζεστε περισσότερο.
Με το Ρασπούτιν.
8)Ποιοι είναι οι ήρωές σας σήμερα;
οι αθέατοι ήρωες της καθημερινότητας.
9)Το αγαπημένο σας ταξίδι;

τα ταξίδια του μυαλού .Και στο Παρίσι.
10)Οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Bill Bryson, Nίκος Τσιφόρος
11)Ποια αρετή προτιμάτε σε έναν άντρα;
Την οικονομία λόγου.
12)... και σε μια γυναίκα;

Την οικονομία λόγου.
13)Ο αγαπημένος σας συνθέτης;
Νίκολα Πιοβάννι, Νίνο Ρότα, Κραουνάκης, Χατζιδάκης, Τσιτσάνης, Πιατσόλα

14)Το τραγούδι που σφυρίζετε κάνοντας ντους;
Δεν σφυρίζω κάνοντας ντους.

15)Το βιβλίο που σας σημάδεψε;
Η «Λολίτα» του Βλαντιμιρ Ναμπόκωφ
16)Η ταινία που σας σημάδεψε;
Το «Σινεμά ο Παράδεισος»

17)Ο αγαπημένος σας ζωγράφος;
Χόππερ, Μποτιτσέλλι ,Μονέ, Βεττριάνο
18)Το αγαπημένο σας χρώμα;
Λευκό

19)Ποια θεωρείτε ως τη μεγαλύτερη επιτυχία σας;
τη νοικοκυροσύνη

20.) Το αγαπημένο σας ποτό.
Ο καφές.

21)Για ποιο πράγμα μετανιώνετε περισσότερο;
Που κοίταξα πίσω.

22)Τι απεχθάνεστε περισσότερο απ' όλα;
Την κολακεία

.23)Όταν δεν γράφετε, ποια είναι η αγαπημένη σας ασχολία;
να ακούω ιστορίες
24)Ο μεγαλύτερος φόβος σας;
Ότι θα πάθουν κάτι οι άνθρωποι που αγαπώ. συνηθισμένα πράγματα.

25)Σε ποια περίπτωση επιλέγετε να πείτε ψέματα;
ποτέ. η αλήθεια πάντα θα βγει στην επιφάνεια.
26)Ποιο είναι το μότο σας;

« Θεέ μου, μη μου δώσεις όσα μπορώ να αντέξω»

27)Πώς θα επιθυμούσατε να πεθάνετε;

την ώρα του οργασμού.
28)Εάν συνέβαινε να συναντήσετε τον Θεό, τι θα θέλατε να σας πει;
Καλωσόρισες.

29)Σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκεστε αυτόν τον καιρό;
σε κατάσταση φυγης.

Wednesday, May 02, 2007

Ξοδεύεσαι


Σε ξένα σώματα που ποτέ δε νοιάστηκαν.Που δεν είδαν το τρέμουλο της ανάσας σου.
Που άλλαξαν αμέσως πλευρό.Που ξύπνησαν σαν ξένοι.
Που δεν είχαν τι να πουν το πρωί,που το βλέμμα σου τους προξενούσε απορία.
Από τις λίγες φορές που δεν εχω τι να πω και δεν βγαίνει ο χείμαρρος του θυμού.
Αμύνομαι ή επιτίθομαι;
Δεν έχω ιδέα.Και τα δύο με κουράζουν σαν άυπνες βραδιές.
Κι εσύ δεν είσαι εδώ.Ούτε η ανάσα σου.
Ακούω Σοστακόβιτς με το μάγουλο γεμάτο από σημάδια του μαξιλαριού και πονάω.

Monday, April 30, 2007

lamento

Παίζαν τα γραμμόφωνα
μέσ' στα καφενεία
παίζαν το Μινόρε της Αυγής
κι έγραφα ασταμάτητα
την δική σου ανία
και της σκοτωμένης μου ζωής

Ζεσταίνομαι.Μου είπαν να πάω στη θάλασσα και να μετράω τα κύματα.Δεν έχω που να πάω.Θα ανάψω ένα κερί στον Αη-Νικόλα να με πάει σε ένα φάρο.

Ώρα αναχωρήσεως
άκουγα για τρένα
μόνο εγώ δεν πήγα πουθενά
σε όσα ξαναγύρισα
τα βρα που πεθαίναν
μέσα σ' ένα μίζερο βραχνά

Ή κάπου στο Πέραμα να μουτζουρώσω τις παλάμες μου με πίσσα...ας με βοηθήσει κάποιος να φάω κάτι,έστω και λίγο...μα τι λέτε,όχι,δεν πάσχω από ανορεξία...θα ήταν όμως τόσο βολικό..

Κάποιοι φίλοι απ' το στρατό
κάποτε σου γράφουν
για τις δυσκολίες που περνούν
κι είναι σα γραμμόφωνο
που όσοι πόνοι να ρθουν
φταίει η κοινωνία θα σου πουν

Φέρτε μου να ζήσω πάλι το χώμα,να παίξω στο χώμα,να ψάξω στο χώμα,να μυρίζω το χώμα..
δε φταίει η κοινωνία.δε φταίει το σύστημα.το ξερό μας το κεφάλι φταίει.είναι η κοινωνία δικαιολογία πολύ βολική.

γιαγιά,όταν μεγαλώσω θα μου χαρίσεις το τσεμπέρι σου;
(στίχοι,Μάνος Ελευθερίου)

Sunday, April 29, 2007

Εγώ θα ζήσω μες στα φώτα

Κλειστές οι γρίλιες.Προσπαθώ να τραγουδήσω την Τσικίτα Τιμπώ.Δεν πιάνω τις ψηλές νότες. Βραδινές βόλτες.Ο τύπος στην αφίσα στα τσιγάρα Νταβιντόφ είναι ίδιος ο Έρολ Φλυν.
Μάλλον είμαι από τις λίγες στην ηλικία μου που ξέρω τον Έρολ Φλυν.Και πως μοιάζει.
Μια άστεγη τρώει στη στάση.Έχει κίνηση.Κρυώνω.
Το σώμα μου εκδικείται.
Κάποτε ήταν ωραία η Πρωτομαγιά.Σιδηροδρομικός σταθμός.Άνθρωποι διαλέγουν τις κυριακάτικες εφημερίδες.Ίσως η Αθήνα είναι η πιο άσχημη πόλη της Ευρώπης.Ακούω ήδη τα μουρμουριστά σχόλια." Αν δε σ' αρέσει,σήκω φύγε".
Στο Μετς είδα χτες μονοκατοικίες με αυλή όπως στις ταινίες.Η Ομόνοια άδεια.Λίγο πιο πάνω στο City Link βιτρίνες με εκθέματα που κοστίζουν μια περιουσία,η Βουλή μοιάζει έρημο κτίριο βαμμένη χρώμα απροσδιόριστο.Πιο πέρα Κολωνάκι.
Δεν θέλω να κερδίσω την αθανασία.Ο χρόνος είναι αδυσώπητος.Σαν τη ζωή.
Σαν τους ανθρώπους.
Νιώθω να με κοιτάζουν πίσω απ'τις γρίλιες τους.Αν διάλεγα τώρα επάγγελμα θα γινόμουν μοδίστρα.Να κόβω με μίσος την κλωστή με τα δόντια.
Τα χέρια μου δε ζεσταίνονται με τίποτα.Είναι αργά,άσε με να σε πάω σπίτι.

Wednesday, April 25, 2007

Άγγελος

Είδα την ταινία χτες- δεν την είχα ξαναδεί,μιλούσαν στα κομμωτήρια για το Μανιάτη ως "Αγγελο" που έκανε την ταινία που σκότωσε τον εραστή του,ήξερα την ιστορία,δεν με ενδιέφερε και τόσο,για να είμαι ειλικρινής.
Δεν ξέρω αν μου άρεσε και η ταινία,μερικές σκηνές ήταν πραγματικά ανυπόφορες,μα με έπιασε ένα παράπονο γιατί εγώ αυτό το σπίτι και αυτή την οικογένεια την ξέρω.
Ξέρω τη μάνα που ταίζει το καθυστερημένο παιδί,ξέρω τη γιαγιά που τη λιθοβολούν και εκείνη απαντά "ζηλεύουν τις τριανταφυλλιές μου" και δάκρυσα που αγκαλιάζει την κούκλα και λέει πως εκείνη είναι η εγγόνα της,σωστό θηλυκό.
Ξέρω το φαγητό που σερβίρουν.Τον ανυπόφορο μουσαμά στο τραπέζι.Το γραμμόφωνο που τώρα πια πετάχτηκε.Το μπαούλο με τα προικιά,τις κουβέρτες,τον ελληνικό καφέ με το γλυκό όταν έρχεται ο αγαπημένος γιος,αχ και να σουνα κορίτσι.
Τη δυσκολία να σηκώνεις το κεφάλι σου ψηλά και να καταπίνεις τις προσβολές γιατί είσαι ΑΝΩΤΕΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ- μα τι υπερτιμημένο πια-ενώ θες να βάλεις τις φωνές και τα κλάματα και να χαστουκίσεις.Να κλωτσήσεις και να τους φτύσεις καταπρόσωπα.Μα εσένα σε αναθρέψανε αλλιώς βλέπεις.Και έχεις και χαρίσματα.Και είσαι και όμορφος,ή όμορφη,τρομάρα σου.Και μπορείς να ξεφύγεις μα δε μπορείς,μα δε μπορείς και να μείνεις,και δυστυχώς έχεις και το μειονέκτημα να αγαπάς,να νιώθεις,να θυμώνεις.
Και παίρνεις τους δρόμους. Και μια ζωή,εσύ δε σκοτώνεις,μα σκοτώνεσαι.

Sunday, April 22, 2007

Τα σπουργίτια




Η Αθήνα, όπως και το Παρίσι, μοιάζουν σε εμένα πάντα σαν πουτάνες.
Γριες,άπληστες,αδίστακτες μαντάμ και πατρόνες.Που δεν διστάζουν για τα λεφτά να κάνουν οτιδήποτε μα έχουν και τις δικές τους περίεργες ηθικές, έναν κώδικα τιμής απαραβίαστο.
Που δεν διστάζουν να σε πετάξουν στο δρόμο ή να σε βγάλουν στο κλαρί αλλά και να σε περιθάλψουν.Να σου δώσουν ένα πιάτο ζεστό φαγητό.
Χτες είδα το La vie en rose.Η Κοτιγιάρ-Πιαφ πλέκει στην πόλη των μεγάλων υποσχέσεων-εφιαλτών,στο Λος Άντζελες.Στον Ειρηνικό. Στην ακτή.Και λέει "ποτέ δεν είμαι μακριά απ'το Παρίσι." Είμαι εγώ ποτέ μακριά απ'την Αθήνα;
Ποτέ,ποτέ δεν είμαι μακριά απ'την Αθήνα.Και είναι επώδυνο.Μακάρι να μπορούσα να γίνω ξένη σε μια πόλη και να αρχίσω απ'το μηδέν.Μα είναι αδύνατον.Αδύνατον.
Στο καφενείον η Ελλάς λοιπόν.Που μπορεί να έχει κακό σερβις μα σερβίρει καταπληκτικό καφέ.Αν έχει νόημα αυτό.
Στα γραφεία τελετών που ξενυχτάνε-στον Ινδό στο πάρκινγκ,στις μεταμεσονύχτιες κρεπερί.
Αλήθεια,ο γαλλικός κινηματογραφικός ανένηψε.Ο ελληνικός πότε;
Ποτέ.
Από το Λαύριο σου στέλνω ένα φιλί-και στη φωτό,για όσους απορούν,η μια η Πιαφ με τον Αζναβούρ,η άλλη με τον Υβ Μοντάν.

Friday, April 20, 2007

...

Δυστυχώς οι αθώες ψυχούλες δεν ζουν πολύ...
κάτι γίνεται και δεν αντέχουν τη σκληρότητα του κόσμου-και καμιά φορά από την πολλή τους τη λαχτάρα φεύγουν..

Tuesday, April 17, 2007

Να βάλω τα μεταξωτά

Να ετοιμαστώ από νωρίς σαν την παρθένα στη θυσία.
Να βάλω αργά τις κάλτσες σιγά σιγά μέχρι το μηρό-προσεκτικά,να μην κάνουν πόντους -οι κυρίες μου έλεγαν,δεν έχουν πόντους στις κάλτσες ποτέ.Μεσοφόρι,εσώρουχα.
Δυο τρεις γουλιές κονιάκ να γίνει πιο εύκολο.

Καμιά φορά μου αρέσει η ψύχρα που έχει αυτή την εποχή...

τα νύχια ήδη βαμμένα.τα μαλλιά χτενισμένα,αν μπορείς να τα πεις έτσι,το υγρό αιλάινερ στη θέση του,τα φρύδια τονισμένα,το στόμα χλωμό,θέλω κονιάκ.

Πόσο θα ήθελα τώρα να ακούσω την "Τιμωρία" του Χατζιδάκη πλημμυρισμένη από άρωμα κυπαρισσιού και πεύκου...

Και ξέρω τι με περιμένει από τώρα-άκουγα το "θάλασσα και αλμυρό νερό να σε ξεχάσω δεν μπορώ" κατά τις τρεις τα ξημερώματα και ήταν ίδιο μοιρολόι-μα δεν έχω χρόνο-ανάβω τσιγάρο
βάζω άρωμα πίσω από τις γάμπες και στον ποδόγυρο..

Και έρχονται οι μορφές οι μαυροντυμένες σιγά σιγά...

Ήρεμη και ας τρέμω τρώω τους σπόρους του ροδιού δε φοβάμαι πούστηδες σκέφτομαι δε φοβάμαι και θα ορκιζόμουν πως είδα βόβο στο δικό τους βλέμμα
το τελευταίο που βλέπω είναι η λάμα του στιλέτου

α ρε μάνα...

Να σ' αγκαλιάσω μη μου σπάσεις,να σε φιλήσω μην κοπώ

Η αυπνία δοκιμάζει τις αντοχές σου.
Φάρμακα και μεταμεσονύχτιοι σταθμοί,ειδήσεις,σχολιαστές,τραγούδια λαικά,ειδήσεις αθλητικές,παράξενες φωνές,ενοχλητικές φωνές.
Μακάρι να μπορούσα να έψαχνα παράξενους σταθμούς στα βραχέα,να ακούσω γλώσσες που δεν καταλαβαίνω.
Ανασηκώνομαι-κοιτάω απροσδιόριστα κενά.Ζεσταίνομαι,όχι κρυώνω.Δεν είμαι άνθρωπος της νύχτας.Μου αρέσει να βλέπω τα πάντα κάτω από φως,καθαρό φως.Και ούτε ένα καλό τραγούδι στο ραδιόφωνο.
Τι κάνουν άλλοι αυτή την ώρα που δεν μπορώ να κοιμηθώ;Υπάρχει ένα αγόρι σαν κι εμένα κάπου που δεν μπορεί να το πάρει ο ύπνος;Πως είναι;Γιατί δεν μπορεί να κοιμηθεί;
Αν ήταν κοντά μου,θα τον χάραζα.
Και θα του έλεγα,καληνύχτα μαλάκα,η ζωή έχει πλάκα.

Sunday, April 15, 2007

Μεσόγεια

Όλοι στον θάνατο είμαστε ίσοι
κάτω απ' την φούστα του Δερβίση
αναστενάζοντας φωτιές
Την πόρτα του άγνωστου χτυπάμε

Και άκουγα τους ξενυχτισμένους άγρυπνη στο μαξιλάρι να γυρνάνε στα σπίτια τρεκλίζοντας από σκάρτες υποσχέσεις και σκεφτόμουν "δε μπορεί να είναι μόνο αυτό-και κάτι άλλο πρέπει να υπάρχει εκτός από τις αμαρτίες μας" και ξημέρωνε η μέρα με το σκληρό Αττικό Ουρανό να με πονάει
Τα πρωινά είσαι πάντα εδώ μαζί μου

Ξεχωρισμένοι εφ΄όσον πάμε
Χώματα σώματα ψυχές
Σιγά σιγά και ταπεινά
Γιατί όποιος πίνει κοινωνά
Κι όποιος θυμάται φταίει
Κι όποιος φταίει τον Θεό ξυπνά
Πολλά τ'ανθρώπου τα δεινά
Μα εκείνος πού΄χει ζήσει
Γεννιέται χάνεται
Γυρνάει κι αισθάνεται ξανά

Και αργότερα όταν όλοι πήγαιναν προς τη θάλασσα εγώ πήγα στα Μεσόγεια και χάζευα τα σπίτια τα προκάτ και τα πρατήρια με σκέτο καφέ στο χέρι και αποθήκες με κάρβουνα και δαδιά και ζώα και με έκαιγε ο ήλιος και έλεγα " και να τέλειωναν όλα εδώ μπορεί και να μη με ένοιαζε" και άναψα τσιγάρο και χάζευα τα πόδια μου εντελώς ακατάλληλα για την ώρα μέσα σε ψηλά τακούνια

Πες πως ο θάνατος είναι ένα αμάξι
Που σκάρτα η φύση το΄χει φτιάξει
Στον κόσμο να΄ρθει μια βραδυά
Στα πονηρά να μας πλευρίσει
Πού ζούνε οι μόνοι να ρωτήσει- Αμάν και τάχα μου
Μας λέει κι η βλάχα μου η καρδιά

και φτάνω στην Ανάβυσσο μερικοί έκαναν μπάνιο και το μινι μάρκετ κλειστό λόγω γάμου και φίσκα τα καφέ και φίσκα οι ταβέρνες και με έπιασε πάλι μια θλίψη ήθελα δροσερό νερό δεν είχε πουθενά ζαλίστηκα από τον ήλιο κατέβαιναν τα παιδιά ένας παρκαδόρος σε ακριβό ξενοδοχείο ακίνητος να ιδρώνει μέσα στη στολή κλώτσησα ένα πετραδάκι και γύρισα
ο θάνατος είναι σκληρός σαν το φως αυτό το σημερινό

Friday, April 13, 2007

Χαρακτηρισμοί


Σκύλα.Σνομπ.Άσχημη.Παράξενη.Εκκεντρική.Τρελή.Ψυχωτική.
Φοβισμένη.Γεροντοκόρη.Κρύα.Δύσκολη.Κακομαθημένη.
Ξεροκέφαλη.Πεισματάρα.Αρνητική.
Αντιπαθητική.Όχι και τόσο έξυπνη.Νάρκισσος.Πρόστυχη.
Τσούλα.Πουτάνα.Αμίλητη.Κλειστή.Φλύαρη.Λαίμαργη.
Αδύνατη.Παχύτερη από ότι πριν.Εγωίστρια.
Χαρακτηρισμοί που μου έχουν αποδώσει διάφοροι,άνδρες και γυναίκες,κυρίως γυναίκες,τα τελευταία χρόνια.
Κι έχω να προσθέσω άλλους δύο.
Γυμνή.Ελεύθερη.
Γιατί με τις γνώμες των άλλων,ποτέ δεν βγάζεις άκρη.

Wednesday, April 11, 2007

Και σε πείσμα των καιρών

εγώ θα συνεχίσω να ζω στο παρελθόν.
και θα ονειρεύομαι.Γιατί δεν μπορεί να μου το πάρει κανείς.
Φοιτήτρια έκανα συλλογή από κάρτες που αγόραζα από το κατάστημα λίγο πιο κάτω απ'την εστία,και από το post office που κόστιζαν 5 πένες.τώρα βρίσκονται σε κούτες.Άλλες είναι κολλημένες σαν πλάισιο γύρω από τον καθρέφτη μου.
Θα συνεχίσω να γράφω κι ας μην τα διαβάζουν,τις ιστορίες μου,αυτές που γράφονται κρυφά.Θα συνεχίσω να αντιπαθώ τους κόλακες.θα συνεχίσω να αγαπώ με πάθος μέρη και ανθρώπους που έφυγαν,και άλλους που ήρθαν.Γιατί ξέρω πως με αγάπησαν και με αγαπούν ακόμα.
Θα πλέκω τα μαλλιά μου κοτσίδες και θα βγαίνω ξημερώματα να βλέπω τα καίκια.Θα πίνω τσάι τα βράδια και καμιά φορά όταν θα κλαίω,το κλαμα δε θα ναι πίκρα.Θα πηγαίνω μακριές βόλτες και θα ψάχνω και θα φτιάχνω ιστορίες,και θα κοιμάμαι πάντα κουρασμένη.Και ήσυχη.
Θα καταλαβαίνω τη μελαγχολία της μάνας μου από ένα μόνο της βλέμμα και έκφραση και αναστεναγμό.
Ποτέ δε φοβόμουν τα νεκροταφεία.Φοβάμαι τα ξένα σπίτια που ζουν αλλιώς από μένα.¨οχι άσχημα ή καλύτερα,απλά αλλιώς.Φοβάμαι τους ανθρώπους που δεν κοιτάνε στα μάτια.
Φοβάμαι τα σπίτια που μυρίζουν κλεισούρα και τους ανθρώπους που προσπαθούν να καλύψουν τη βρωμιά της ψυχής τους με ακριβά αρώματα,μα δεν μπαίνουν στον κόπο να καθαρίσουν τα νύχια τους.
Οι κάρτες που αγόραζα με μανία ήταν συνήθως του Robert Doisneau.
Ακόμα δεν έχω πάει ακόμα σε λούνα παρκ μέσα στη βροχή,μια μέρα του Σεπτέμβρη...

Tuesday, April 10, 2007

ξέρω περισσότερα


το κρίμα πάνω σας
για τα φαρμάκια που με ποτίσατε!

Monday, April 09, 2007

σκεπάσματα,σκέψεις

Χιονίζει.Βγήκες από το σταθμό του τραίνου,είσαι κουρασμένος,το στόμα σου μυρίζει από την πείνα.Δεν έχεις που να μείνεις.Δεν έχεις κανένα γνωστό σε αυτή την πόλη.
Κρυώνεις.
Το χιόνι λιώνει πάνω στο παλτό σου και περνάει μέσα από τα ρούχα και σου παγώνει τα νεύρα.
Βρίσκεις ένα ξενοδοχείο,ίσως πρώην κακόφημο,μια επιγραφή από νέον,το όνομα δεν έχει καμιά σημασία.Το λόμπυ είναι κιτς με φθαρμένα υφάσματα καναπέ και ο νυχτοφύλακας,γέρος,διαβάζει ένα κατεστραμμένο βιβλίο.Δεν έχει σημασία.Μονόκλινο;ναι,υπάρχει,το κλειδί σας.Ζητάς ένα φλυτζάνι καφέ.Πάντα ένα φλυτζάνι καφέ μετά από το ταξίδι.Θα βρίσκεται στο δωμάτιό σας σε λίγο.
Δωμάτιο στον πρώτο με θέα άλλα κτίρια.Είναι ζεστό,είναι καθαρό,είναι ότι πρέπει.
βγάζεις τα παπούτσια σου,αφήνεις τη βαλίτσα πάνω στο κρεβάτι.Είναι άδειο από σένα.
Οδοντόβουρτσα το μπάνιο,παλτό στη ντουλάπα,τσιγάρα στο κομοδίνο και η τηλεόραση ανοιχτή σε ένα κανάλι που λέει τις ειδήσεις,ζεστάθηκες,επιτέλους ζεστάθηκες.
Η πόρτα χτυπάει.Μια γουλιά καφέ για τη νύχτα που είναι στη μέση της.Ένα τσιγάρο για την γκρίζα αυγή που θα 'ρθει στις ντάινες και στα απορριματοφόρα.
Και είσαι κουρασμένος,εξαντλημένος,ζάλίζεσαι.Πεινάς μα δεν αφήνεις τη ζέστη.
Η κολώνια σου στην τουαλέτα.καθαρά εσώρουχα στο συρτάρι.Τα γυμνά πόδια σου στην άκρη του παπλώματος.
Μπαίνεις στο ντους σαν υπνωτισμένος.Οι ατμοί σε υπνωτίζουν περισσότερο-νικάνε την ελάχιστη δύναμη που είχες.Τα μάτια σου κλείνουν,ακουμπάς τα χέρια στα πλακάκια,το νερό στάζει.
Σκουπίζεσαι βιαστικά με την πετσέτα και τη χημική μυρωδιά της.
πέφτεις γυμνός στο κρεβάτι και σκεπάζεσαι μέχρι πάνω.
Το χιόνι συνεχίζει να πέφτει απαλά.Και σου ρχεται να κλάψεις γιατί δε θυμάσαι αν την πόλη τη λένε Αθήνα,Θεσσαλονίκη,Φρανκφούρτη,Βερολίνο,Νέα Υόρκη,Παρίσι,Λάρισα,Αλεξανδρούπολη,Νάπολη ή έστω,σπίτι.

Sunday, April 08, 2007

Πάσχα

Είδα πασχαλίτσες πάνω στα φύλλα
φόρεσα ένα λευκό φουστάνι-σαν τότε
βούτηξα τα χέρια στη θάλασσα σα να στέλνω χαιρετίσματα
τα παιδιά έπαιζαν και ψάρευαν με απόχες
φύσηξε ξαφνικά βοριάς
νυσταγμένοι κάπνιζαν οι γονείς
δεν θέλω να έρθει η νύχτα απόψε
ήρθε κι έφυγε κιόλας και φέτος το πάσχα

Friday, April 06, 2007

Θα μπορούσε να 'ταν κι έτσι


Μοιάζει έτσι η παραλία κάτω απ'το σπίτι.
Σήμερα δεν έχει ήλιο-Μεγάλη Παρασκευή,ακούω την Επιστροφή του Χατζιδάκη, έρχονται οι τουρίστες και οι ντόπιοι της Αθήνας.
Μοναξιά μέσα στα τραπέζια που δεν έχουν καθαριστεί καλά,κολλάνε απ'την υγρασία ακόμα.
Αναστενάζουν οι ψυχές,τις ακούω μέσα απ΄το κύμα.
Επιπλέουν σαν έμβρυα στο αμνιακό υγρό.
θα ξεχαστούν ξημέρωμα Κυριακής.θα τις πνίξουν στο κρασί.
Ξεχνάω σημεία στίξης.Μιλάω και κανείς δεν με ακούει.
Ζαλίζομαι,καταλαβαίνεις;ζαλίζομαι.και μου λες,γύρνα από την άλλη και κοιμήσου.
θα μπω στις θαλασσινές σπηλιές και θα αναπνέω πια,δε θα ξανακοιμηθώ ποτέ και εσύ δε θα με έχεις φυλαχτό.

Thursday, April 05, 2007

current obsessions



i am currently obsessed with the smell of baby powder,retro ads,lethal lolitas and
deserted beaches...

Wednesday, April 04, 2007

Tuesday, April 03, 2007

Monday, April 02, 2007

παλικαράκι που λιωσα...

όταν με φυσάει ο κυκλαδίτικος αέρας, όταν ανασαίνω το χώμα που με μεγάλωσε,όταν φτάνω στο Λαύριο στους ταρσανάδες τους παλιούς, όταν βλέπω το μακρονήσι,όταν βλέπω να ασβεστώνουν σοκάκια, κάτι με πιάνει.Δαιμόνιο-έλεγε ο Θεοτοκάς, καπνίζω και δε χορταίνω να ανασαίνω.
"Μεγάλη Δευτέρα,μεγάλη μαχαίρα..."
Και ένα ποιήμα του Gerald Manley Hopkins που βρήκα σε ένα βιβλίο που έχω εδώ δίπλα στο κρεβάτι μου πάντα...
Heaven-Haven
(a nun takes the veil)

I have desired to go
where springs not fail,
to filelds where flies no sharp and sided hail
And a few lilies blow.

And I have asked to be
where no storms come,
where no storms come,
where the green swell is in the havens dumb,
and out of the swing of the sea.

καλως σας βρήκα, χώματα,έντομα,παλιά τεφτέρια...

Friday, March 30, 2007

Χημικές ουσίες

Ολόκληρη γεμάτη χημικές ουσίες. Μαλλιά με ουσίες να πέφτουν στα μάτια μου. Βυσσινί μολύβι στα μάτια μου να τρέχει, βυσσινί νύχια να φαγώνονται στο πληκτρολόγιο.Δεν μου αρέσουν καν τα βύσσινα.
Δυο τρεις κουβέντες στη σιωπή-νανουρίζομαι.Να κοιμηθώ χωρίς όνειρα-καθόλου, να μην ξυπνάω και να κοιτάω έξω απ'τις κουρτίνες, αχ για μια νύχτα.
Να συγκεντρωθεί η σκέψη,αχ, για λίγο. Σε παρακαλώ.
Το πρωί έχω αναγούλες. Δεν περιμένω παιδί,κυοφορώ μούχλα και σαπίλα, νιώθω στο στόμα να βγαίνουν άφθες,το σώμα μου να γεμίζει με σημάδια ευλογιάς.
Είμαι παραμορφωμένη.Μα πιο πολύ από τα σημάδια πονάνε τα βλέμματα.
Ειδικά αυτά που επιτρέπεις,

Thursday, March 29, 2007

μανιοκατάθλιψη

Έρχεται ξανά και ξανά και της λέω,καλωσόρισες. Όλα τριγύρω χάνονται κι εκείνη,σταθερή.
Χάνονται όλα. Φίλοι, μέλη του σώματος,αναπνοές. Κι εκείνη εκεί.
Δεν σου έλειψα λέει.Την τρατάρω τα κομμένα μου φρύδια και το δακρυσμένο μου βλέμμα.
Της τρατάρω το κορμί μου και το παίρνει. Πάντα ότι ήθελε το έκανε.
Κλάψε,σπάσε, διαλύσου.
Ήμουν 12 χρονών και κανείς δεν το κατάλαβε. Ήμουν 10 και κανείς δεν το κατάλαβε. Ήμουν 16 και κανείς δεν το κατάλαβε. Και τώρα πάλι κανείς δεν το καταλαβαίνει.
με λεν τρελή και με αποφεύγουν.Δεν με καλούν σε συγκεντρώσεις. Φοβούνται την τρελή,
Δε ζήτησα τίποτα και τίποτα δεν μου έδωσαν.
Δεν ήθελα τίποτε άλλο παρά να με αγαπήσουν γι' αυτό που είμαι και να, όλοι λιγοστεύουν.
Μόνο η μάνα μου μένει και εκείνη χαζεύει βουβή,τα δάχτυλά μου.
Τι φταίει να κάνει ένα άρρωστο παιδί;Δε θα κάνει οικογένεια, εξαρτημένη από ουσίες και απόπειρες αυτοκτονίας. Σπάω το χάπι και ρουφάω άπληστα τη σκόνη. Ευτυχία παροδίκή.
καραμέλες φαρμακείου. Ζουν ανάμεσά μας οι τρελοί.δεν είναι πια μεμονωμένοι στο Δαφνί και το Δρομοκαιτιο τα λιγνά αγόρια και τα αλαφροισκιωτα κορίτσια.
Ζουν στις γκαρσονιέρες.κοιμούνται πολύ ή λίγο.δεν αλλάζουν από τις πυζάμες τους. Τους ταίζουν και υποφέρουν με τα ξεσπάσματά τους οι διαλεχτοί.
Κάποτε αγάπησαν κι εκείνοι.Μα δεν έφτασε. Και έγιναν χειρότερα.Μετά τις κρίσεις ζητούν νερό και ζεστά μπάνια. Τα χάπια μου το πρωί στον ασημένιο δίσκο μαζί με τον καφέ.
Δε θέλω πια να με αγαπάτε. με αγαπάει η κυρία Μανιοκατάθλιψη.
(Αφορμή για το ποστ αυτό-το τραγούδι "Η μάνα του Γεώργιου Βιζυηνού από το δίσκο Καρτ-Ποστάλ)

Δαλιδά

Στα περβόλια και στους ανθισμένους κήπους
Κράτα το κλαρίνο και το ζουρνά
Κι εγώ θα έρθω με το μικρό μου το μπαγλαμά
Να δω τα μάτια του αδερφού μου
-για άλλη μια φορά, ίσως και το άσπρο του δέρμα
Στα περβόλια και στους ανθισμένους κήπους
Αν σε πάρω Χάρε στο κρασί
Αν σε πάρω στο χορό και στο τραγούδι
Χάρισε μου μια νυχτιά ζωή
Να φέρω το γιο στη μάνα του
Που εκείνο το βράδυ του Ιούλη
Γλίστρησε απ’το κρεβάτι για άλλη μια φορά
Για να γίνει, επιτέλους, άντρας.



Δεν θα περάσει μέρα να μη δω τα μάτια του. Στο μολύβι που γράφω, στα φύλλα του χαρτιού. Στις ξύλινες μπάρες μια ζωή. Τότε που έκοβα τα μακριά μαλλιά σου πάνω στη μπάρα με το μπαλτά ,τα μακριά ξανθά μαλλιά σου σαν άλλη Δαλιδά προδότρα.
Που συμμάχησα με τον εχθρό μα μαζί σου με πήρες στα ερείπια, εσύ ήρωας ,εγώ αιώνια ατιμασμένη. Με τα μάτια κατάμαυρα από μολύβια και δάκρυα και κονιάκ φτηνό. Τόσο αλκοόλ στη μπάρα κι όμως φωτιά δεν άναβε όσο κι αν προσπαθούσα.
Στη Βενετία με τα σαπισμένα της νερά και τους ανίδεους τουρίστες η μάνα μου με έντυνε νύφη. Σε ένα δώμα ψηλό, με το φως να μπάινει, από έπιπλα γυμνό να ταιριάζουν με το γυμνό κορμί μου διάλεξα να με ντύσουν νύφη. Σε μια πόλη που βουλιάζει όπως εγώ. Και να περιφέρονται οι γονδολιέρηδες μέσα στις ομίχλες άπραγοι, και οι μάσκες οι βενετσιάνικες να ναι πεταμένες σαν σκηνικό άπό φτηνή ταινία. Δεν παντρευόμουν από έρωτα και χαιρόμουν γι’ αυτό.
Περίμενα στο δώμα πίσω από βαριές κουρτίνες και εσύ μάνα, εσύ με ξεμπρόστιασες.
Με το παλιό σου κομπινεζόν, να κρυώνω, να φοβάμαι και να χαίρομαι, τράβηξες μαζί κουρτίνες και αυταπάτες και εγώ, σε περίμενα.
Θα βρεθουμε άραγε όλοι μαζί ξανά, σαν ψυχές, να ενώσουμε τα χέρια;

Και τι δεν θα έδινα για να σε πάω για άλλη μια νυχτιά,έστω, στη μάνα σου.
Μα τότε δεν θα έχουμε ποιον να νικήσουμε.


Saturday, March 24, 2007

δεν ξέρω καν τι να σκεφτώ

Δεν ξέρω τι να σκεφτώ για εθνικές επετείους, θρησκευτικές γιορτές.Ξέρω λίγα πράγματα-πως ένας κρίνος έγινε σημάδι αγνότητας και γονιμότητας, κάπου στην Ιουδαία,σε ένα κορίτσι που μοιάζει στη μάνα μας ίσως, και καμιά φορά οι εικόνες της παίρνουν τη μορφή της.
Ξέρω, μετά από μια έρευνα,πως ένας παλιός πρόγονός μου σκοτώθηκε στη μάχη της Αλαμάνας μαζί με τον Αθανάσιο Διάκο,αν σουβλίστηκε δεν ξέρω, μα σίγουρα τα κόκκαλά του είναι σκόνη,κάπου στο σύμπαν,όπως και τόσοι άλλοι νεκροί οποιουδήποτε πολέμου.
Ξέρω πως γεννήθηκα ξημέρωμα στον Πειραιά,τυχαία,σε αυτή τη χώρα,τυχαία με αυτά τα γονίδια τα καταραμένα,τυχαία είχα αυτούς τους γονείς που έχω.
Ξέρω πως όχι τυχαία όμως,αγάπησα τη Βέμπο,τον Καβάφη και το Σεφέρη και τον Τσιφόρο.
Αγάπησα τη λεβεντιά του Μακρυγιάννη-πέτρινη ελληνική μοναξιά,το Γκάτσο και το λόγο του,όπως αγάπησα την Πιαφ και τα σπουργίτια κάθε εθνικότητας. Αγάπησα τα αρχοντορεμπέτικα και τον Τένεση Ουίλιαμς και τον ιταλικό νεορεαλισμό. Τον Καβάφη και τον Τσίρκα και τα πακέτα απ'τα Σαντέ και τα άφιλτρα Καρέλια.Τα κεντήματα σταυροβελονιά στα ψιλικατζίδικα-μπορεί κάποτε να αγαπήσω κι εμένα.
Ξέρω,με βεβαιότητα, πως αν ξαναγεννιόμουν,θα ήθελα να γεννηθώ πάλι τυχαία στη Μεσόγειο.
Με το άρωμα απ'τις πορτοκαλιές και του κατακαθιού του καφέ και τους γέρους στα καφενεία και τις γιαγιάδες που ξεματιάζουν και το σταθμό Λαρίσης και τα αρμυρίκια. Με τα απλωμένα ασπρόρουχα,και τα κορίτσια με τα μαλλιά που στάζουν θαλασσόνερο στον ήλιο και όλα διαλύονται στην ομορφιά τους-και η φύση υποκλίνεται.
Μα πονάω,στις εθνικές επετείους πονάω.
Και μετά τραγουδάω,σιγανά,ή το σκέφτομαι,το τραγουδάκι αυτό.

Το πρακτορείο
θολό και κρύο
κάποιοι μιλάνε για παράξενες γιορτές
και το ταξίδι
σαν άγριο φίδι
γεμίζει φόβο τις αδύνατες ψυχές

Απόψε μοιάζουμε κι οι δύο
πιο πίσω εγώ κι εσύ μπροστά
σα βραδυνό λεωφορείο
που χει τα φώτα του σβηστά
για μας ο κόσμος δεν τελειώνει
για μας ο κόσμος αρχινά
μα της καρδιάς το μαύρο χιόνι
δε θα μας βγάλει πουθενά

'Αντρα και γείτονα και φίλε
στην φτώχεια και την προσφυγιά
μια παγωμένη σπίθα στείλε
να σου την κάνω πυρκαγιά
κι αν δεν καείς έλα κατόπι
που δε θα μένει πια κανείς
για να γενούμε πάλι ανθρώποι
στον κήπο της Γεσθημανής

Έλα να ξαναγίνουμε πάλι ανθρώποι,σε αυτή τη χώρα που δε γνωρίζω πια,με αντιμετωπίζει σαν ξένη και κάθε πρωί την κοιτάω με απορία...

Friday, March 23, 2007

writers block

Και είδε,μετά από ώρα του φάνηκε, αλλά μπορεί και να μην ήταν,καθώς άνοιξε τα μάτια,τη Μπάρμπαρα Στάνγουικ να ξεπροβάλλει στο διάδρομο όπως ήταν στη Διπλή ταυτότητα,με εκείνο το επικίνδυνο βλέμμα, το βλέμμα που του είχε δώσει εκείνη την πρώτη στύση στα 12 αν θυμόταν καλά,φορούσε ένα άσπρο κομπινεζόν, μεταξωτό σίγουρα,τέτοιες γυναίκες δεν φοράνε συνθετικά, με ροζ τριαντάφυλλα επάνω.Εκείνα δεν ήταν μεταξωτά,τέτοια ώρα τέτοια λόγια βέβαια,μέσα στη ζαλάδα του,το θέμα ήταν πως ήταν η Μπάρμπαρα Στάνγουικ χωρίς όμως εκείνο το αλυσιδάκι στο πόδι που φορούσε όταν κατέβαινε τις σκάλες στην πρώτη σκηνή του έργου.
Κρατούσε ένα ποτήρι κονιάκ και του το πρόσφερε με εκείνο το διαβολικό της βλέμμα, κατέβασε την πρώτη γουλιά χωρίς να είναι και τόσο σίγουρος ότι θέλει μα το ήπιε έτσι κι αλλιώς, ένιωσε ξανά τη γνώριμη στύση μέσα στο παντελόνι του και ήθελε ένα γαμημένο τσιγάρο,σα να ήξερε εκείνη άναψε ένα και του το έδωσε, και άναψε και ένα για τον εαυτό της,
χωρίς να κατεβάσει τα μάτια.
"Γαμιέσαι ωραία ,πουτάνα" της είπε βραχνά,και ποτέ δεν ερωτευόταν τέτοιες γυναίκες,του άρεσαν κάτι μαζεμένες ντροπαλές που κρύωναν και φοβόντουσαν έυκολα,μα συχνά φαντασιωνόταν κάτι μάγισσες με διχαλωτή γλώσσα που έπιναν αίμα και άρωμα Γκερλαίν σε δισκοπότηρα, "να δω τη γλώσσα σου" ψιθύρισε, και εκείνη έκανε δαχτυλίδια με τον καπνό και τα διέλυσε με τη γλώσσα της και όχι,διχαλωτή δεν ήταν,μα ροζ και στρογγυλή σα γλυφιτζούρι φράουλα,μα τέτοιες γυναίκες δεν τρώνε γλυφιτζούρια ούτε μαρσμάλοους,μα πίνουν ντράι και ξεπλένουν το στόμα τους με μπέρμπον το πρωί.
Έπαιζε μια κιθάρα κάπου στο Λος Φελίζ,κατέβασε το παντελόνι του και της είπε ξανά "γαμιέσαι ωραία,πουτάνα;" και εκείνη ανέβασε τη φούστα και έμπηξε ένα στιλέτο μέσα στο αιδοίο της και του είπε έλα λοιπόν,και έτρεχε αίμα πράσινο,σαν τη μούχλα.Σαν τις λειχήνες που βγαίνουν μετά τη βροχή.

Ο Marquee de Mud με προσκάλεσε στο παιχνίδι αυτό μα είχα μπλοκάρει,μα όταν ρίχνεις καυτό νερό ξεβουλώνουν τα σιφόνια-ειδικά αν βάλεις και σόδα μέσα-και χρησιμοποίησα αυτόματη γραφή,και προσκαλώ να κατακρεουργήσουν τις λέξεις
φαρμακείο,αρουραίος,γενέθλια,μολύβι,ώμος οι:
παπαρούνα,τσέλιγκας,Αρετή, ναμπ και έρωτας στομάχης.

Thursday, March 22, 2007

Σαντιάγκο

When the moon has risen full I’m off to Santiago, Cuba,
off to Santiago
in a wagon of black water.
Off to Santiago.
Singing palms above the roof-tops.
Off to Santiago.
When the palm-tree wants to be stork,
off to Santiago.
And the banana-tree jellyfish,
I’m off to Santiago.
Off to Santiago
with the blond head of Fonseca.
Off to Santiago.
With the rose, Juliet’s and Romeo’s,
off to Santiago.
Sea of paper, coins of silver,
off to Santiago.
Oh, Cuba! Oh, rhythm of dried seeds!
Off to Santiago.
Oh, waist of fire, drop of wood!
Off to Santiago.
Harp of living tree-trunks. Caiman. Flower of tobacco.
Off to Santiago.
I always said I’d be off, off to Santiago,
in a wagon of black water.
Off to Santiago.
Air and alcohol on the wheels,
I’m going to Santiago.
My coral in the twilight,
off to Santiago.
The ocean drowned in the sand,
off to Santiago.
Heat whitening, fruit rotting,
off to Santiago.
Oh, the sugar-cane’s dumb coolness!
Oh, Cuba, curve of sigh and clay!
I’m off to Santiago.

Παγκόσμια ημέρα ποίησης-χτες. και τι καλύτερο από λίγο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα;

Βρώμικα σοκάκια.
Οι γέροι στο καφενείο λένε " Ο κόσμος έχει αλλάξει".
Μετανάστριες κουβαλούν πλαστικές σακούλες και φτηνά καλλυντικά.
Δυο τρεις ανάβουν τσιγάρο.
Ένα παιδί δεν θέλει να πάει σχολείο-στην επαρχία χειμερία νάρκη.
Βήχουν σα φυματικοί οι ένοικοι των πολυκατοικιών.
Τα χέρια μας, σαν κλαδιά δέντρων απλωμένα πάνω στο μαξιλάρι.
Κάποιος λέει, θα βρέξει.
22.3.2007

Tuesday, March 20, 2007

και θα νιώθω τη μυρωδιά σου...



τρεις γνώριμες μυρωδιές.
white shoulders-δεν την απέκτησα ποτέ.Θα τη φορούσε κάποια πελάτισσα, γαρδένια και τριαντάφυλλο,λίγο κεχριμπάρι στην καρδιά.Λευκοί ώμοι, τι όμορφο όνομα για άρωμα! Πρωινά στο μπαλκόνι, άνοιγμα της μπαλκονόπορτας με τις κουρτίνες από οργάντζα, ελαφριά νυχτικά, μαρμελάδα βερύκοκο, συζητήσεις στις βεράντες, τζιν με τόνικ...

Ανακάλυψα την Organza Indecence, από το Givenchy, από ένα δείγμα περιοδικού.Δεν ήταν αθώο σαν το White shoulders, ζάλιζε με κέδρο,κανέλλα, μόσχο, άγριο γαρύφαλλο, βράδια δίπλα σε τζάκι και καπνισμένα μπαρ. Επικίνδυνο, βαρύ,δύσκολο, αχώριστος σύντροφος για χρόνια. Καταργήθηκε και για χρόνια αγόραζα αν έβρισκα μπουκάλια από οποιαδήποτε μέρη, παρήγγειλνα σε φίλους από το εξωτερικό," μα τόση μανία για ένα άρωμα;" Μα πως να αποβάλλεις έτσι έυκολα ένα κομμάτι του εαυτού σου; ¨Ενα κομμάτι του δέρματος σου;

Δοκίμασα να την αντικαταστήσω.Μάταια,δεν πήγαιναν στο δέρμα,αρώματα για κοριτσάκια, λουλουδάτα, άρωμα σαπουνιού. Βρήκα τυχαία τη Feminite du Bois,της Shiseido.

Πάλι ένα ξυλώδες άρωμα, ο κέδρος ξεχείλιζε, μια δυο στάλες ροδάκινο,μέλι, μια νότα άνθος πορτοκαλιού. Σαν παρτιτούρα όπερας. Για καπνισμένα μπαρ και αφίλητα μάγουλα.

Δύσκολο δέρμα-ανικανοποίητο. Το white shoulders δεν το απέκτησα ποτέ. Έχω λευκούς ώμους, ίσως και να φτάνει. Σε λίγο καιρό θα ψάχνω και το τρίτο άρωμα και θα ζαλίζω ανθρώπους να μου το βρουν-καταργείται.

Ότι αγαπάω εγώ πεθαίνει;