Saturday, March 17, 2007

Blue rose

Γιαγιά, ο Θεός ας είναι μαζί σου.
Ένα καλώδιο που κόβεται.
1000 μίλια μακριά.
Rose.Το κεφάλι της ανοιχτή πληγή.
Εγώ.Εδώ. Καπνίζοντας.
Ο πατέρας μου,κακός σαν
διάβολος, ροχαλίζει-
1.000 μίλια μακριά.

(Σημείωμα του Τενεσή Ουίλιαμς, όταν έμαθε τα νέα για τη λοβοτομή, 1943)

"Λένε ότι ένα δέντρο που δίνει λουλούδια γίνεται πιο όμορφο τη χρονιά πριν πεθάνει και φαίνεται ότι τον τελευταίο χρόνο που πέρασε η Ρόουζ στο σπίτι ενώ έσβηνε πραγματικά,ποτέ δεν υπήρξε πιο όμορφη.."

Γυάλινε κόσμε,δεν κλείσαμε ακόμα τους λογαριασμούς μας εμείς οι δυο.

Thursday, March 15, 2007

The glass menagerie

Αγαπημένε μου αδερφέ,ο γιατρός μου έγραψε ένα ωραίο γράμμα από μέρους σου.Χάρηκα όταν το έλαβα.Μου έδωσες κακή εντύπωση την τελευταία φορά που ήρθες να με δεις.Φαινόσουν έτοιμος να κάνεις φόνο.Προσπαθώ να μην πεθάνω,κάνω κάθε δυνατή προσπάθεια για αυτό.Νιώθω τόσο καλά,όπως πάντα,όταν έχω τα χάλια μου,όταν κοντεύω να πέσω αναίσθητη.Θυμάμαι το γλυκό,΄νυσταγμένο,άρρωστο σώμα σου και είναι η καλύτερη συντροφιά για μένα.Νιώθω σίγουρη ότι θα με αγαπάς ακόμη κι αν δολοφονήσω κάποιον.Εσύ θα ξέρεις ότι δεν το ήθελα.Είσαι,σαν τα χάπια 9681 του Δρ.Μπέκμαν,"ευλογημένος".Εσύ θα με αγαπάς όσο κακή κι αν είμαι.Όλη η οικειότητα που έχουμε λένε πως πεθαίνει.Αν πρέπει να πεθάνουμε θέλω να με αποτεφρώσουν και οι στάχτες μου να μπουν με τις δικές σου.Να πηγαίνεις στην εκκλησία και να προσεύχεσαι για το σώμα της αδερφής σου,που θα γίνει λεπτό και δυνατό και θα του δοθεί ένας σύζυγος τόσο καλός όσο εγώ.Αν πεθάνω να ξέρεις ότι θα μου λείπεις 24 ώρες την ημέρα."Αγάπη μου κι αν μείνεις χίλια μίλια μακριά εγώ πάντα θα σε αγαπώ!"Θέλω παγωτό με γεύση καφέ πάνω σε σοκολάτα,μια καλή σου φωτογραφία.Η αφοσιωμένη σου αδερφή,ΡόουζΥ.Γ Στείλε μου 1 δολλάριο για παγωτό.
(Γράμμα προς τον Τενεση Ουίλιαμς από την αδερφή του,Ροόυζ,από το άσυλο,λίγο πριν υποβληθεί σε εγχείρηση λοβοτομής)

Διάβασα για άλλη μια φορά το Γυάλινο Κόσμο- και ήρθαν επιτέλους τα δάκρυα,και έτρεξαν, και ήταν ωραία, σαν βροχή μετά το καλοκαίρι.

Η Λώρα είναι η Ρόουζ-η Ρόουζ είναι η Λώρα, ο Τομ είναι ο συγγραφέας, ο ταχυδακτυλουργός,
η λοβοτομή η θυσία, και εγώ ,ε,εγώ δεν είμαι σαν τα άλλα ζωάκια της συλλογής και σβήνω τα κεριά για απόψε,στον Αμερικάνικο Νότο,την Αθήνα,στα εργοστάσια, στα υπόγεια των μεταναστών, την ξυλόσομπα, σβήνω τα κεριά και βγάζω τα ρούχα μου για άλλη μια φορά απόψε,μόνη.

Άνοιξη;




Από όλα τα παιχνίδια που κυκλοφορούν τελευταία η strawberry shortcake είναι εκείνη που συμπαθώ περισσότερο.Μοιάζει με κανονικό παιχνίδι.
Βγαίνω επιτέλους στους δρόμους-φαρμακείο,παυσίπονα, περίπτερο,τσιγάρα, καφές στο χέρι,θα πάω στο Βέγκας του χρόνου λέει ο υπάλληλος, είναι οι γονείς μου εκεί,δύσκολα εδώ για δουλειά.
Περιοδικά για το σπίτι,ζωές ιλουστρασιόν, φορέματα κρεμασμένα στους τοίχους,φρέσκιες πετσέτες, προιόντα,συνταγές που μαζεύω και δε θα φτιάξω ποτέ.
Στο σπίτι στάχτες στο πάτωμα και πετσέτες που πρέπει να μπουν στο πλυντήριο, νιώθω σαν σφουγγάρι ποτισμένο με νερό,είμαι πρησμένη, γράφω,γράφω γράφω και τελειωμό δεν έχει.
Μπορείς για μια στιγμή να με αγαπάς; Μια στιγμή.
Να φτιάξουμε βάφλες με φρέσκιες φράουλες και λίγη σαντιγύ και καφέ. Στα καλά φλυτζάνια, όχι στα καθημερινά. Να παίξουμε νοικοκυριό. Να παίξουμε την ευτυχία. Να διαβάζουμε ο ενας στον άλλον Μποστ κα να ζωγραφίζουμε χαρτόνια,να φτιάχνουμε χάρτινα καραβάκια.
Όταν μεγαλώσουμε θα λέμε, θα μου φέρνεις σοκολάτα από το περίπτερο όταν γυρνάς απ' τη δουλειά;
Ζωγραφίζω με μολύβια ματιών. Μου κάνει παρέα ο Ελίας Κανέττι.
Βόλτα ξανά μετά από μέρες. Αυτοκίνητα καλυμμένα με γύρη.
Δε μου κάνει όρεξη να γυρίσω σπίτι. Μουρμουρίζω "la vie en rose".
Χρώματα, ήχοι,σε λίγο καιρό η θάλασσα.
Κι εγώ σ' αγαπώ. Και μου λείπεις.

Wednesday, March 14, 2007

Άρωμα κέδρου

Έχω τρεις μέρες να βγω από το σπίτι νομίζω-πάω στο μπαλκόνι,ξανά μέσα,η κρουαζιέρα του διαδρόμου.
Ξεσκονίζω βιβλία, διαβάζω στίχους, σιδερώνω, μαντάρω παλιά ρούχα,βάζω σταγόνες στα μάτια. Λευκές νύχτες στα Βαλκάνια.Έλιωσαν τα χιόνια και κατρακυλούν στο Δούναβη.Λεξικά και εφημερίδες πεταμένες από δω κι από κει, λέω να πιω λίγο κονιάκ, με σταματάω, φτιάχνω τσάι,τρώω κουλουράκια κανέλλας.Πάσχα σε δυο βδομάδες;
Καιρό έχω να κατέβω στην κοιλιά της πόλης, στην κεντρική αγορά.Δυο τρεις σταγόνες άρωμα κέδρου-σιωπή γύρω γύρω, κόκκινα σεντόνια,κόκκινα χαλιά,άσπρα χείλια.
Ξυπνάω σφίγγοντας τα δόντια από εφιάλτες που δε θυμάμαι το ξημέρωμα.
Κάποτε ήθελα να εκδιηθώ όλους αυτούς που μου έκαναν κακό και με έκαναν να κλάψω-τώρα απλά μου είναι αδιάφοροι.
θα γεννηθούν παιδιά κι εμείς θα μεγαλώνουμε στο πλάι. θα βήχουμε από το τσιγάρο και όλα αυτά που κοροιδέυαμε θα τα κάνουμε,ίσως και χειρότερα.

Tuesday, March 13, 2007

Στον κήπο



Θα ποτίζω τα λουλούδια με ένα κόκκινο ποτιστήρι πριν εσύ ξυπνήσεις ακόμα-τρώγοντας πρωινό θα ακούμε Πιαφ, θα βλέπουμε τα γκρίζα κύματα,όταν κρυώνω θα φοράω μια λευκή ζακέτα πάνω από το φόρεμα, άνοιξη, ήρθε η άνοιξη, θα φτιάχνω για πρωινό τηγανίτες με κανέλα και θα έχω στο πρόσωπό μου αλεύρι, λευκές πετσέτες και το βράδυ κονιάκ, η μπουγάδα απλωμένη στο σχοινί,
ποιος θα μου κάνει δώρο αυτό το φόρεμα;γιατί κανείς δεν μπορεί να μου κάνει δώρο αυτή τη ζωή..

Monday, March 12, 2007

Καλησπέρα σας κύριε Έντισον

Τον είδα το Σάββατο το βράδυ ξανά, άκουσα τη φωνή του,είδα το ήρεμο πρόσωπό του, να κάθεται σεμνά στο κέντρο του τραπεζιού, να διηγείται ιστορίες της ελληνικής μουσικής, λεπτομέρειες και πτυχές, χωρίς καθόλου τουπέ όπως ακριβώς ταιριάζει σε έναν σπουδαίο άνθρωπο, και κοιτούσα αχόρταγα αποσπάσματα από τα αρχεία του,αυτό το απέραντο αρχείο που πρέπει να έχει,τη Βίκυ με ένα ωραίο φουστανάκι να τραγουδάει το "Χαράμι", ιστορίες για τον Ξαρχάκο,τα χρόνια που το ραδιόφωνο ήταν αξιοπιστο και σοβαρό και δεν ήταν φλύαρο και ευτελές, να ξεπουλιέται από δω και από κει και να γελοιοποιείται.
Με την ήρεμη δύναμη στη φωνή, με το γλυκό βλέμμα ενός πραγματικά σπουδαίου ανθρώπου,
καλησπέρα σας κύριε Παπαστεφάνου...

Sunday, March 11, 2007

Sunday morning...


cinnammon coffee, cigarettes.
eucalyptus baths,coloured pencils
noel coward on my cd player
and my voice, throaty and sore
sings along

Saturday, March 10, 2007

Πανεπιστημίου

Σήμερα όλο θέλω να κλαίω και να κρυώνω-κοιτάζω τα λουλούδια, θα μαραθούν, θα πέσουν τα μπουμπούκια από τα δέντρα ,στενοχωριέμαι, πλησιάζει ο καιρός που θα αναχωρήσω, θέλω να πάω στην Aix-en-Provence και στην Κορνουάλη και στην Κεφαλλονιά γύρω στο Μάη,να δω λίγο Ιόνιο, να βουτήξω στα γαλαζοπράσινα νερά, ακούω το "Απόψε αυτοσχεδιάζουμε" , ο Μήτσος ο Μυράτ, "Η παράσταση είστε εσείς, εμείς", δεν ξέρω γιατί ανυπομονώ, πίνω καφέ και τον γυρίζω στο πορσελάνινο φλυτζάνι, έτσι, δεν έχω κανέναν να μου πει τη μοίρα μου, μακάρι να έπιανε βροχή.
Θέλω να βγω έξω από το δέρμα μου και να κουρνιαστώ σαν έμβρυο.
Εγώ, εγώ, εγώ.
Ακούω το "Πανεπιστημίου" με το Γιώργο Μαρίνο, "Πάντα ήμουν δειλός. Δειλός και συνετός".
Εγώ ήμουν πεισματάρα, ξεροκέφαλη και αγύριστο κεφάλι.

ταν περπατώ στην Πανεπιστημίου
πάντα συναντώ τις μέρες τις παλιές
το παιδί που φεύγει απ'την οδό Σταδίου
είμαι εγώ κι εσύ ξωπίσω μου να κλαις"

Δεν νομίζω πως εσύ έκλαιγες ποτέ ξωπίσω μου-εγώ έκλαιγα,κρυφά, τα βράδια, και έκανα μούσκεμα το μαξιλάρι. Έστω.

Πάντα την άνοιξη γίνομαι χάλια-φοβάμαι τη μέρα που μεγαλώνει, φοβάμαι το το αδυσώπητο φως, τους ανθρώπους που γίνονται χαρούμενοι, κι εγώ δρόμο να διαβώ δεν έχω, κι όλα χάνονται γύρω μου,χάνονται.Φοβάμαι τις γκόμενες που αποφασίζουν να αδυνατίσουν και τα σχέδια για ταξίδια για τις διακοπές του Πάσχα.

'Μοιάζουν ζωντανά τα πρόσωπα χαμένα
έφηβοι ξανθοί μιας άλλης εποχής
κι εγώ μια σταλιά μάτια δακρυσμένα
μάτια όλο ικεσία να με λυπηθείς"

Θα ήθελα να τριγυρνάω στην παραλία με ένα παλιό prom dress και να ψάχνω για πασχαλίτσες, κοχύλια, να μπω μέσα στα κύματα, cheer up mate, cream soda και βόλτα στην promenade, μα δεν έχω δρόμο να διαβώ, και μου μένει μόνο η οδός Πανεπιστημίου.

mother and child


is life just a bowl of cherries afterall?

Friday, March 09, 2007

Καλή μου Κερασία...

ήρθες στο μυαλό μου πριν δυο χρόνια, ξημερώματα,και φορώντας έναν καφέ μπερέ και μεταξωτές κάλτσες. Δεν είδα το πρόσωπό σου- ήσουν κρεμασμένη βλέπεις.
Έξω από την αποθήκη. Είδα όμως τα μαύρα γυαλιστερά σου μαλλιά και κατάλαβα πως έχεις όμορφα, ρόδινα χείλη σε σχήμα καρδιάς.
Είχες μια ιστορία να μου πεις-την έγραψα όπως μου την διηγήθηκες. Και μετά μου είπες κι άλλες,κι άλλες, κι άλλες. Και προσπάθησα να τις γράψω όλες, μα καμιά φορά ξέφευγες σαν το ζαρκάδι.
'Εψαξα το πρόσωπό σου. Δεν το έβρισκα. Το έψαξα σε βιβλία, παλιές φωτογραφίες και ταινίες. Δεν βρήκα το πρόσωπό σου και ας ήξερα ακριβώς πως ήταν.
Σε σύστησα σε μερικούς άλλους-σε κατάλαβε μόνο ένας, ή δύο,και ήταν σημαδιακό.
Για μένα ήσουν ιέρεια. Η αγία πόρνη, το εξιλαστήριο θύμα, ο αμνός του Θεού.
Περάσαμε τόσα πολλά μαζί που σχεδόν γίναμε ένα, μα εσύ ήσουν κάτι παραπάνω, και έτσι σε αντέγραψα λίγο και έγινα η Τσέρυ. Τελικά εγώ πήρα από σένα ή εσύ από μένα;
Κλέβει η τέχνη τη ζωή ή η ζωή την τέχνη;
Ζωή κλεμμένη, δάκρυα σε σελλυλόιντ, δάκρυα σε χαρτιά πεταμένα.
μα εσύ γεννημένη ελεύθερη,δεν μπορείς άλλο να μείνεις μαζί μου, μέσα μου. Εγώ σου ρουφάω το αίμα, κι ας μην έχεις αίμα.
Θα σε αφήσω να φύγεις λοιπόν,να πετάξεις, σαν το καναρίνι το Τζιτζιφρίγκο στο "Οι Γερμανοί ξανάρχονται". Να βρεις αυτά που αγαπάς,τα πεζοδρόμια, τη μορφίνη, τα ξωκλήσια, τη θάλασσα, τα ξερόνησα, το Παρίσι, τη Βιέννη. Να γίνεις επιτέλους ντίβα.
Εγώ θα παραμείνω η Τσέρυ, μόνο επειδή μου αρέσουν τα κεράσια. Δεν είμαι το φτηνό αντίγραφό σου,όχι ότι ήμουν ποτέ, αλλά μπλεχτήκαμε εις σάρκα μία κάποια στιγμή.
Στο λευκό σου δέρμα θα γράψουν ποιήματα άντρες σωρό και για τα χείλη σου θα κρεμαστούν χίλιοι.
Δεν χρειάζεται να σου πω καλή τύχη-εσύ είσαι η τύχη.

Thursday, March 08, 2007

Λιβελούλλες

Το πρωινό εκείνο μύριζα τις φρέζιες που άνθιζαν κάτω απ'το παράθυρο, κέντησα κάτι μποέμικα στολίδια,ζωγράφισα με ξυλομπογιές εξώφυλλα
έλυσα τα μαλλιά και ξεπετάχτηκαν βουκαμβίλιες

Δε με νοιάζει τίποτα, όλα τα χω ζήσει
και ποτά και ηδύποτα, στερεά και νήσοι
Άντρες γνώρισα πολλούς, παραλήδες,τσόλια
κλέφτες και αρματωλούς, άντρες με πιστόλια

Καρδιές,πορτοφόλια,
στενάξαν, στενάξαν χοντρά

Κωμωδίες δράματα παίζει η ...
τους κοιτώ κατάματα τσαμπουκάς και γλύκα
από δώδεκα χρονώ το σανίδι καίω
ξεσηκώνω το κοινό και άμα λάχει κλαίω..
σουξέ φευγαλέο,σουξέ φευγαλέο...

Μα άνθιζαν οι φρέζιες εκείνο το πρωινό...

Φέρτε μικρόφωνα,φέρτε ομόφωνα,
να και το φουστάνι που θα γράψει, εντάξει;
πέρλες, καλώδια...πολεμοφόδια...
βγαίνει και χαλάει του κόσμου η τάξη
σκισμένο μετάξι, σκισμένο μετάξι...

Και σκεφτόμουν την Γέννηση του Μποτιτσέλι και προραφαηλιτικές φιγούρες και λινές φούστες..

Πω πω μπελά που βρήκα,είσαι Θεά!
Από μικρή που βγήκα,είσαι Θεά!
Με φωνάζουνε τ' αγόρια,είσαι Θεά!
Ίσα μάγκες, θέλει φως και η σκιά

Και στα καρνάγια έφτυναν καπνό και στα πορνεία ξαφνικά μπήκε το φως, "ίσα ρε μάγκες!"

Άσε να λέει το πλήθος, είσαι Θεά!
Άσε να λέει ο μύθος, είσαι Θεά!
Τόσοι ρόλοι αποφόρια, ναι,είμαι Θεά!
και όπως πάω θα είμαι ωραία και γρια

Και για αυτά τα αποφόρια ζω...και αφού με ζήτησες,ήρθα...
Τι θες να πεις,πως σου φέρνω θλίψη;

Wednesday, March 07, 2007

Τα λόγια τα μισόλογα

Τον Απρίλη θα πάω να ζήσω σε ένα βαγόνι τρένου
κάπου στην επαρχία
τα βράδια θα μου κάνουν συντροφιά τα ξύλα που καίγονται στη σόμπα
θα καπνίζω ηδονικά κοιτάζοντας τα μακρινά φώτα του σιδηροδρομικού σταθμού
θα βλέπω πρώτη τις παπαρούνες που θα φυτρώνουν έξω απ' το παράθυρό μου
θα διαβάζω ιστορίες με τη Μις Μαρπλ
θα κεντάω το μονόγραμμά μου σε μαντίλια με πολύχρωμες κλωστές
θα φοράω στο λαιμό μου το αστέρι του Δαυίδ
θα ακούω ξημερώματα το σιγανό ουρλιαχτό του κάμπου και τις καμπάνες της εκκλησίας
τα Σαββατιάτικα πρωινά θα ψωνίζω από σουπερμάρκετ που ξέχασε ο χρόνος
γάλα, φρούτα,στιγμιαίο καφέ και σπίρτα
τα ξύλα στην αυλή θα διηγούνται ιστορίες
δε θα έχω αναμνήσεις
μια φορά τη βδομάδα θα φτιάχνω τσάι στον ταχυδρόμο
δε θα με φοβούνται τα παιδιά
δε θα μου λείπει η χημεία του σώματός σου
θα βράζει το νερό στην τσαγιέρα
και ολονυχτίς θα σφυρίζει το όνομά σου
μα ο ατμός θα φέυγει από το παράθυρο
θα βάψω τα παντζούρια κατακόκκινα
θα αλλάζουν οι εποχές και θα σκίζω εφημερίδες για προσάναμμα
κι όταν ξανάρθει ο χειμώνας
μέσα στο χιόνι δε θα ξεχωριζω από τους βαθιά ριζωμένους βλαστούς

Wednesday, February 28, 2007

αυτά τα χέρια..

αυτά τα χέρια ξεράθηκαν από τις δουλειές-είσαι πριγκίπισσα μου έλεγε ο ρεσεψιονίστ που με πρόσεχε καμιά φορά όταν δούλευαν οι δικοί μου,μου έλεγε για τον Ορφέα και την Ευρυδίκη και την μάγισσα Καλυψώ και την Ανδρομάχη-τι να κάνει άραγε,γέρασε κι εγώ δεν είμαι κορίτσι με σοσόνια που έπινε τον καφέ που περίσσευε απ'τα φλυτζάνια,με τα σκισμένα γόνατα και το χαμόγελο που δεν ήταν ούτε επίπλαστο ούτε βεβιασμένο.
Η μαμά μου με το παιδί αγκαλιά στα κύματα και το σκοτάδι πήχτρα.Κολυμπάω και δεν τους φτάνω. Απομακρύνονται. Ταπεινώνομαι σε τουαλέτες και δεν θέλω να κλάψω για να μην δουν την αδυναμία μου.
Και τώρα δεν μπορώ να κλάψω και ας το θέλω πολύ. να φύγει το κακό αίμα,να έρθει η αυγή, να στερέψω μέσα σε βδέλλες και να νικήσω. Και τη μοίρα την ίδια να νικήσω.
αυτά τα χέρια δεν είναι δικά σου-μαχαίρια που χουν το όνομά σου. Δικά μου είναι. Με τα αρχικά μου χαραγμένα στις παλάμες με μαχαίρι για πρωτόγονες θυσίες.Με σβησίματα από τσιγάρα που δεν πόνεσαν.
Και σε τι ωφέλησαν;Σε τίποτα. Σε απολύτως τίποτα.
Σπάω την κύστη μέσα μου και τρέχει το πύον. Στα πατώματα στους τοίχους-κοριτσάκι μου άσε με να σου χαιδέψω τα μαλλιά.
δώσε μου αυτή τη λάμπα θυέλλης που κρατάς.

Tuesday, February 27, 2007

Κουμπιά

Έμαθα να ράβω ξέρεις-ή μάλλον,μαθαίνω να ράβω. Φτιάχνω μια τσάντα από παλιά μου κεντήματα. Δεν ήξερες ούτε ότι κεντάω,το ήξερες;
Ούτε ότι έχω ένα λαβομάνο από πορσελάνη κάτω από την κονσόλα,πορσελάνινο,δώρο αποφοίτησης. Ούτε ότι πήγαινα στου Ζώναρς, παλιά.
Ξέρεις άλλα όμως. Πως καίει το σώμα μου όταν κάνει κρύο και πως μοιάζω το πρωί όταν ξυπνάω, πόσο εκστατική ήμουν εκείνο το βράδυ μέσα στα κύματα μετά από πολλά,πολλά τζιν που ανέμιζα το φουστάνι μου και φώναζα "σας νίκησα" και γελούσα,γελούσα.
Θυμάσαι τα δώρα που σου έκανα πριν φύγεις;Πράσινο σαπούνι,για να θυμάσαι τα φύλλα ελιάς της πατρίδας σου.Και μάρτσιπαν.
Τι λες,τα παρατάμε όλα να πάμε στο Μόναχο;Και από κει Κολωνία, Μάρμπουργκ, Νυρεμβέργη, Μάνχαιμ,Λειψία, Δρέσδη,να δούμε τα φαντάσματα του βομβαρδισμού.
Μα για σένα έκαναν πάντα όνειρα και δεν θες να τους απογοητεύσεις πάλι. Για μένα δεν έκαναν-σε άλλους κόσμους γεννηθήκαμε και για άλλους μας προορίζουν.
Λάθος-εσένα προορίζουν, εγώ...εγώ έχω το προνόμιο να μη με νοιάζει.
Σε άλλο κόσμο γεννηθήκαμε-και κάποια στιγμή οι κόσμοι ενώθηκαν.
Την ίδια χρονιά έπεσαν οι Πύργοι, όχι αστεία. Τόσο θύμωσε ο κόσμος. Εγώ πάλι,γελούσα, γιατί ήξερα.

Saturday, February 24, 2007

Όσοι..

Σε όσους νοσταλγούν τη γεύση της κρέμας Αραβοσίτου Γιώτης. Τα παιδικά κεντήματα μάρκας "Φρύνη". Σε όσους αγόραζαν κάθε Σεπτέμβρη τα σχολικά τους απ' τον Πάλλη.
Που διάβαζαν ξανά και ξανά Πηνελόπη Δέλτα. (Ένα από τα μεγαλύτερά σοκ μου μικρή, όταν έμαθα ότι αυτοκτόνησε). Τους γονείς τους που έπιναν καμπάρι-σόδα στις ονομαστικές εορτές.
Και ουίσκι Μπαλαντάινς για τους άντρες,τα σκυλάκια στο μπουκάλι του Μπλακ εντ Γουάιτ.
Τα τσιγάρα Μίλντε Σόρτε.Για όσες μάζευαν τα αυτοκόλλητα της Σάρα Κέυ και ήθελαν να ζουν τη ζωή της Σάρα Κέυ.
Η Χιονούλα και η Ροδούλα και οι πριγκίπισσες που ήταν κλεισμένες στο παλάτι και κάθε βράδυ γίνονταν κύκνοι, πήγαιναν στο χορό και το πρωί έβρισκαν μόνο τα λιωμένα τους παπούτσια.
Για τα παιδιά που μισούσαν τις πέτσες απ'το αρνί. Που προσπαθούσαν να ράψουν καινούρια ρούχα για τη Μπάρμπι, είχαν μόνο μία.
Τις μαμάδες που αγόραζαν το περιοδικό Burda και έπλεκαν τα σχέδια. Τα πουλόβερ που έπλεκαν οι γιαγιάδες και οι θείες και τσιμπούσαν. Τα κοτσιδάκια με ασορτί τσιμπιδάκια και τις αλογοουρές με τις σατέν κορδέλες,λευκές,ροζ.Τα λευκά παιδικά εσώρουχα και το φυλαχτό της γιαγιάς στο φανελάκι. Πορτοκαλάδα με ανθρακικό. Ζαχαρούχο γάλα-το μισούσα.
Κομπόστα ροδάκινο...Τρεις γυναίκες στην ομίχλη.
Μαμά, τι σκέφτεσαι τα βράδια που δεν μπορείς να κοιμηθείς;

Thursday, February 22, 2007

ξεχασμένα γραμματόσημα

Θα μπορούσα να γράψω πολλά σε αυτό το παιχνίδι.
Πως πιο πολύ από κάθε χωρισμό με πόνεσε ο χωρισμός από τις καλύτερες φίλες μου-το 2000.
Πως οι τώρα φίλες μου, η Α., η C., η Ε είναι στα μήκη και τα πλάτη της γης και δεν έχω πραγματικά φίλες εδώ, αλλά δεν θα τις άλλαζα με τίποτα, ακόμα κι αν ήταν ακόμα πιο μακριά.
Πως το πιο όμορφο συναίσθημα μετά από χρόνια το ένιωσα αγκαλιάζοντας τον γιο της Α, δυόμισυ μηνών, όταν τον αποχαιρετούσα, πριν μερικές βδομάδες, στις έξι το πρωί, ζεστό από το κρεβάτι και τον ύπνο,και δε χόρταινα τη μυρωδιά του.
Πως πάντα νόμιζα πως έχω παράξενο πρόσωπο, όχι άσχημο,όχι όμορφο, απλά παράξενο.
Πως μου αρέσει να φαντάζομαι πως είμαι λαική τραγουδίστρια, 'οπως παρουσίασε ο Κραουνάκης την Παπίου στο Μια γυναίκα Μόνη Τραγουδά, που τραγουδούσε και έβαφε τα νύχια της κόκκινα-αλλά μου αρέσει μόνο να το φαντάζομαι.
Πως βάφω κι εγώ τα νύχια μου κόκκινα από 18 χρονών μα το αγαπημένο μου βερνίκι ήταν ένα βαθύ μπλε με γκλίττερ, σαν το νυχτερινό ουρανό. Η εταιρεία δεν το ξαναέβγαλε.
Πως μέχρι τα 15 μου δεν έμενα σε σπίτι,αλλά σε ξενοδοχεία σε διάφορα μέρη. Πως ακουμπάω το μάγουλό μου στο τζάμι του τραίνου όταν ταξιδεύω.
Πως στα 12 μου άρχισε η πιο δυνατή σχέση, η ερωτική μου σχέση με το σινεμά. Τη στιγμή που σβήνουν τα φώτα.
Πως έμαθα να αντέχω-μέχρι να καταρρεύσω, για λίγο,άγρια, άσχημα.
Πως όταν με γνωρίζουν καλύτερα εκπλήσσονται να μάθουν πως ναι, μάλλον έχω πλάκα.
Πως αγαπώ ότι είναι αδύναμο,απροστάτευτο,αβοήθητο-το αγαπώ πολύ.
Μα είναι γραμματόσημα που δεν μπήκαν στο άλμπουμ της συλλογής. Και δεν ξέρω κανέναν να μαζεύει γραμματόσημα.

Tuesday, February 20, 2007

5 πράγματα που ξέρατε,δεν ξέρατε,και ενδεχομένως δεν σας νοιάζουν

Ευχαριστώ την Έpsilon και τον Marquee για την πρόσκληση!

1. Αντιπαθώ σφόδρα τα τραγούδια του νέου κύματος, εκτός από κανά δυο του Γιάννη Σπανού.Κατά τα άλλα,όταν τα ακούω νιώθω σαν να τρώω ζαχαρίνη με το κουτάλι της σούπας.

2. Έμαθα να διαβάζω 4 χρονών, από τις επιγραφές των καταστημάτων. Στα 5 διάβαζα κανονικά και έκανα απλές πράξεις αριθμητικής. Διάβαζα με τις ώρες βιβλία και όταν οι δικοί μου έσβηναν όλα τα φώτα για να κοιμηθώ διάβαζα κάτω από τις κουβέρτες κρυφά με το φωτάκι της νύχτας.Γι'αυτό έχω τόσο υψηλή μυωπία.

3. Πάντα ήθελα,να ζήσω έστω και για λίγο, σε μια μικρή πόλη στην Αλάσκα και να κάνω μπάνιο σε γκέυζερ στην Ισλανδία. Όταν μπαίνω σε νερό, θάλασσα,μπανιέρα, ποτάμι, έχει αμέσω ς πάνω μου ηρεμιστική επίδραση.

4.Δεν μπορώ να φορέσω ζιβάγκο ή κοσμήματα πολύ στενά στο λαιμό,νιώθω πως παθαίνω ασφυξία. Λένε πως όλα τα παιδιά που γεννήθηκαν πολύ δύσκολα το έχουν αυτό.

5.Επειδή ακριβώς γεννήθηκα πολύ δύσκολα, λόγω απροσεξίας ο γιατρός έσπασε το δεξί μου χέρι. Αυτό έδεσε μόνο του και κατά συνέπεια είναι πιο κοντό από το αριστερό και δεν τεντώνει τελείως. Ποτέ δεν με ενόχλησε σε τίποτα. Αντίθετα, είναι πιο δυνατό.

Προσκαλώ τη thel, την Αρετή, την sorry girl, τον Ζέρο και την Παπαρούνα.

Thursday, February 15, 2007

Αρχή και τέλος

Ήταν μπροστά μου και δεν το έβλεπα. " Εγκαταλείπω την ποίηση δεν θα πει προδοσία", "τώρα είτε ονειρεύεστε είτε όχι" κλπ. κλπ. Και το είδα καθαρά, σήμερα το πρωί, που πάλι ο ήλιος έλαμπε αρρωστιάρικα και η μέρα όσο πάει και μεγαλώνει.
Το μπλογκ αυτό θα σταματήσει, ίσως για λίγο, ίσως για πολύ. Ίσως και να μην ξαναρχίσει, είναι νωρίς ακόμα.
Δεν υπάρχει κανένας σοβαρός λόγος, μα για μένα είναι. Απλά δεν το διασκεδάζω πια. Και για το λόγο αυτό το άρχισα. Είχα πει στον εαυτό μου πως όταν γίνει βραχνάς πρέπει να κοπεί, και θα μείνω πιστή στις αρχές μου. Είχε αρχίσει για χαλάρωση του μυαλού και δεν είναι πια.
Προτιμώ να ξαναγυρίσω στο ημερολόγιό μου με το σκληρό εξώφυλλο, να ξαναβρώ ερεθίσματα και λόγους, να μην είναι το γράψιμο βάσανο.
Νομίζω πως να πω οτιδήποτε άλλο θα είναι περιττό και πάντα ήμουν λακωνική.
Όσο καιρό ήμουν εδώ, το ευχαριστήθηκα, και αν το ευχαριστήθηκε και όποιος με διάβασε έστω και για μια φορά και δεν ένιωσε πως έχασε το χρόνο του, είναι για μένα η μεγαλύτερη ικανοποίηση.
Τι λέτε, πάμε τώρα μια βόλτα στο πάρκο;

Wednesday, February 14, 2007

Η φούστα της Αλίκης

και μου πήραν τη φούστα της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων, μάλλινη λευκή με ροζ κορδέλα που θα με κρατούσε ζεστή, και τσέπες για τα άχρηστα κέρματά μου.
Και μου πήραν και το χαμόγελό μου. Όχι, δεν το πήραν. Εγώ άφησα να μου το πάρουν.
Και σήμερα ασφυκτιώ και βγαίνω έξω. Πινακίδες με ένδειξη, πενήντα τα εκατό έκπτωση.
Αναγούλες. Το κεφάλι ψηλά, περπατάω. Γκρίζα ατμόσφαιρα. Κρεμασμένος λύκος. Πέθανε στη μάχη. Οι λύκοι δεν είναι δειλοί και ας είναι φονιάδες.
Εφημερίδες. Αποφυλάκιση της Μπριγκίτε Μονχάουπτ. Κρουασάν βουτύρου ζεστά. Η ευτυχία έρχεται εκεί που δεν το περιμένεις- σε μια στάλα ζυμάρι.
Μώλωπες στα πλευρά μου. Καρναβάλι. Σιχαίνομαι το καρναβάλι. Κάπου είχα διαβάσει πως λεπροί κυκλοφορούν στο καρναβάλι στο Ρίο ανενόχλητοι και ήταν αρκετό.
Άνθρωποι κανονίζουν τριήμερα.Τρώω ήσυχα στο παγκάκι, ζητιάνοι λένε κοπλιμέντα.
Σιχαίνομαι την κολακεία. Το στόμα μου πικρό παρόλη τη ζάχαρη.
Είδα τις πρώτες μαργαρίτες.
Και παραθέτω ασυνάρτητες προτάσεις, άσχετες μεταξύ τους. Έχω στην καρδιά μου ένα σουγιά και τριάντα αργύρια. Έλα να σε πουλήσω κι εσένα.

Tuesday, February 13, 2007

Χρόνια

Λες και δεν πέρασαν τα χρόνια. Λες και δεν σκούρυναν τα μαλλιά μου ξαφνικά, δεν πέρασαν από πάνω μου τόσα και τόσα.
Λες και ήμουν ξανά διάφανη σαν έμβρυο. Λες πως τα είχαμε μπροστά μας όλα, ξανά.
Και πως δεν αντιμετωπίσαμε κακίες και μικρότητες. Πριν αποφασίσουμε τα βλάψουμε τον εαυτό μας,επειδή απλά μπορούσαμε, εγώ με πληγές και άδοξες γνωριμίες, εσύ με ουσίες, με ξενύχτια, με το επικίνδυνο μυαλό σου, κι εγώ να καταλήγω σε νοσοκομεία ξημερώματα κρατώντας το κεφάλι με τα χέρια μου, κοιτώντας τους ανθρώπους αλλά χωρίς να τους βλέπω.
Γύρω μου φλυαρούν διάφοροι, σε τηλεοράσεις και ραδιόφωνα, στις γειτονιές. Ένα μελίσσι χωρίς νόημα και χρησιμότητα. Και γύρω μού άνθρωποι.Μέτριοι συνήθως. Αδιάφοροι. Περιφέρονται και νομίζουν πως η γνώμη τους έχει βάρος. Πως είναι κάποιοι.
Βλέπω την μοναξιά τους. Σιγά μην τους λυπόμουν. Σιγά μην στενοχωρηθώ. Το άξιζαν.
Ούτε να σε βρίσουν μπροστά σου ικανοί. Σκουλήκια. Βάρος της γης.
Είδα στο ονειρό μου πως φιλούσα τη κοιλιά σου, εκεί, στον αφαλό. Απείραχτο δέρμα. Εκεί που θα άρχιζαν οι τρίχες της ήβης.
Και ήταν το σώμα σου ναός. Και καθάριο το βλέμμα σου.
Και ας μην ήσουν καν εκεί.

Sunday, February 11, 2007

Σάββατο βράδυ Κυριακή πρωί

Χτες το βράδυ, ένα Σάββατο σαν όλα τα Σάββατα, ένα ζευγάρι έκανε έρωτα κοντά στα ξημερώματα και αποκοιμήθηκε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, ένας νεαρός άντρας ήπιε πολύ, ζαλίστηκε και έκανε εμετό και είπε πράγματα που δεν θα έπρεπε να είχε πει, μια γυναίκα πήγε σπίτι της και ούτε καν απόρησε για τα φριχτά πράγματα που είχε κάνει το προηγούμενο βράδυ, μια νέα κοπέλα κρύωνε σε μια άλλη πόλη από την τόση μοναξιά της, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι κοιμήθηκε με την τηλεόραση ανοιχτή, ένα κορίτσι ξενύχτησε διαβάζοντας, ένα άλλο δεν μπορούσε να κοιμηθεί παρά τα τόσα ηρεμιστικά που είχε πάρει, ένας πολύ όμορφος άντρας πλήρωσε μια πόρνη από περιέργεια και μόνο και δεν είχε κάν στύση, και άναψε τσιγάρο, αγόρασε τις κυριακάτικες εφημερίδες που για άλλη μια φορά δε θα διαβάσει, ένα κορίτσι έχασε την παρθενιά της και μίσησε το κάθε λεπτό και έσφιγγε τα δόντια, μια γυναίκα έκανε την προσευχή της όπως κάθε βράδυ, ένα κορίτσι δοκίμασε μόνη της μπροστά στον καθρέφτη της ένα φόρεμα από βελούδο σιφόν που φτερούγιζε όπως τα φτερά ενός αγγέλου, μια γυναίκα είχε μόνη της οργασμό την ώρα που κοιμόταν και το κράτησε μυστικό, μια ηλικιωμένη κυρία άκουσε όπως πάντα το Τρίτο Πρόγραμμα όπως κάθε βράδυ και σκέφτηκε όλους τους νεκρούς της, μια γυναίκα θήλασε το νεογέννητο μωρό της και σκέφτηκε πως είναι ευτυχισμένη, μια γυναίκα ήθελε απεγνωσμένα να δει τη θάλασσα, μια άλλη αυτοκτόνησε και ένας νέος πέθαινε από έρωτα,κι εγώ όλους τους είδα, όλους, καθισμένη πάνω σε ένα σύννεφο, Σάββατο βράδυ Κυριακή πρωί, Σάββατο βράδυ Κυριακή πρωί.

Friday, February 09, 2007

Μα εγώ την ξέφυγα τη λίστα
γιατί ήμουν Λόλα και αρτίστα

Η Μοσχολιού τραγουδά το "Χάθηκε το φεγγάρι" στο περβάζι του παραθύρου.
Ο Ζαμπέτας σχεδόν διασωληνωμένος τα τελευταία χρόνια της ζωής του με το μπουζούκι στο χέρι.
Η Γκάρμπο που θέλει απελπισμένα, να μείνει μόνη. Η Σφίγγα στο πρόσωπό της. Η Μέρυλιν νέα στον Ειρηνικό. Κρέμα σώματος κεράσι-αμύγδαλο.
Ο Χατζιδάκης με το Γκάτσο στου Ζώναρς.
Τα νεκροκρέβατα της οικογένειάς μου. Το ένα μετά το άλλο, άπειρα νεκροκρέβατα.
Ο πατέρας μου με σηκώνει για να μην πατήσω λασπωμένες λακούβες.
Ο Καζαντζίδης, ο Τένεση Ουίλιαμς, ο Γιουτζίν ο Νιλ.
Τα χαρακώματα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ατέλειωτες ώρες περισυλλογής, λυγμοί καμιά φορά, κρυφά.
Ο Φελλίνι, ο Μπίλυ Γουάιλντερ. Ο Τζίμμυ Στιούαρτ στο Μια Υπέροχη Ζωή, αντίποδας το "Τι συνέβη στη Μπέιμπυ Τζέιν".
"Δε θα ξαναπεινάσω", η Σκάρλετ Ο ' Χαρα, καλλονή του Νότου.
Μια δυο άδοξοι έρωτες. Τα απογέυματα μπροστά από την κρατική τηλεόραση,δεκαετία του ογδόντα.
Γκύντερ Γκρας, νύχτωσε χωρίς φεγγάρι. Ο Λόρκα. "Όταν σε βλέπω γυμνή, μου θυμίζεις τη γη"
Ροδάκινα. Ο Ντάρελ. Ατέλειωτες μοναξιές. Ο Πίτερ Ουστίνοφ, το Άσμα Ασμάτων.
Κουράστηκα για να σε αποκτήσω.
Και όπως λέει και ο Χριστιανόπουλος, εγκαταλείπω την ποίηση δεν θα πει προδοσία.

Thursday, February 08, 2007

Πατάς το κόκκινο κουμπί..

και γίνεται η κάμαρα παράσταση θαμπή...
Ήταν ωραία η μετάδοση της συναυλίας από το Δεύτερο Πρόγραμμα από το Μέγαρο Μουσικής. Ο Γιώργος Μαρίνος βγήκε προς το τέλος, με τρακ, είχε να τραγουδήσει χρόνια...
Η Οδός Ονείρων επέστρεψε ξανά σε εκείνον.Μα από την πρώτη στιγμή του ανήκε, ολοκληρωτικά.
Η φωνή του έχει σπάσει. Και γέρασε, όπως γερνούν όλοι αυτοί οι σπουδαίοι άνθρωποι της τέχνης και δεν αναπληρώνονται. Μα ήταν πιο σπαρακτικό το "Έλα σε μένα" από την Πορνογραφία, και πιο γλυκειά η Οδός Ονείρων και πιο τρομακτικό το "Ηθοποιός σημαίνει Φως" γιατί δεν σημαίνει πια φως, πολύ απλά, και είναι χρόνια νεκρός και ο Χορν και ο Κουν και όλοι. Και χειροκροτούσε η πλατεία όρθια, και η Μαγική Πόλη δεν είναι πια μαγική αλλά λαβυρινθος και γεμάτη με αγενείς ταξιτζήδες και βρώμικους δρόμους και βλέμματα πρόστυχα και θορύβους και ας λένε τα λάιφσταιλ περιοδικά.
Και ακούγομαι τετριμμένη γιατί ξαναμιλάω για το Χατζιδάκη και ίσως είμαι βαρετή μα εγώ τη μουσική αυτή την αγαπώ και είναι κομμάτι των κυττάρων μου.
Και έστειλε ο Γιώργος Μαρίνος ένα φιλί στην πλατεία όταν κατέβαινε από τη σκηνή και ξαναχειροκροτούσαν, και εγώ έτσι θα ήθελα να αποχωρήσω, με ένα φιλί όταν σταματήσω και γεράσω.
Και φορούσε το όμορφό του το κοστούμι και εγώ στο κρεβάτι με ένα φλυτζάνι τσάι στο χέρι δάκρυσα και είπα "μα γιατί γμτ να είμαι τόσο ευαίσθητη " και όταν η παράσταση πήρε τέλος έκλεισα το ραδιόφωνο και ψιθύρισα " είμαι αητός χωρίς φτερά" μα έχω την επίγνωση πως μόνο εγώ έφταιξα και δεν κατηγορώ κανέναν. Μα κανέναν.

" Παίδες, πριν 15 χρόνια με μιαν άλλη μουσική, σας είχα πει πως θα ξαγρυπνώ έξω απ'τα σπίτια σας για να μαζεύω τα όνειρά σας. Τώρα κουράστηκα.
Εσείς είτε ονειρεύεστε, είτε όχι, μπορείτε και ζείτε χωρίς εμένα. Δεν ανήκω ούτε στη ζωή σας ούτε στα όνειρά σας. Ακόμα κουράστηκα να πλέκω μουσικές απ' την επιθυμία των σωμάτων σας.
Προτιμώ να φύγω μακριά σας για πάντα. Ίσως συναντηθώ με μερικούς σοφούς που δεν τους ένοιωσα όταν κι εγώ ήμουν νέος.
Γεια σας παίδες, γεια σας." (1977)

Το 1962, η Οδός Ονείρων η Οδός Ονείρων κλείνει με τα λόγια " Θα ξαγρυπνώ έξω απ'τα σπίτια σας για να μαζεύω τα όνειρά σας" ...

1

Wednesday, February 07, 2007

Νύχτες της Καμπίρια

-Τι παράξενο φως...Τελικά, είναι αλήθεια ότι υπάρχει δικαιοσύνη στον κόσμο.Υποφέρεις, περνάς ένα σωρό βάσανα, μα έρχετι η στιγμή που γίνεσαι ευτυχισμένος. Το χέρι σου είναι παγωμένο. Κρυώνεις;
-Όχι.
-Το μετάνιωσες;
-Όχι.
-Κοίτα τι ωραία που είναι. Κοίτα τι ψηλά που είναι. Ίλιγγος μου έρχεται. Να κάναμε μια βαρκάδα τώρα...Υπάρχουν βάρκες εκεί κάτω;
-Ξέρεις κολύμπι;
-Όχι βέβαια. Παραλίγο να πνιγώ μια φορά,αλλά με έσωσαν.Και να φανταστείς ότι με έσπρωξαν στο νερό. Μα τι έπαθες;Τι συμβαίνει; Γιατί με κοιτάς έτσι;Μη μου πεις πως θες να με σκοτώσεις. Μίλα μου.Πες κάτι. Πες μου.Για τα λεφτά; Για τα λεφτά έτσι; (Του δίνει την τσάντα της)
Σκότωσέ με. Δε θέλω να ζήσω άλλο. Πέταξέ με στο γκρεμό. Σκότωσέ με.Δε θέλω να ζήσω άλλο. Σκότωσέ με.
-Σταμάτα, ανόητη. Δε βλέπεις πως δε θέλω να σου κάνω κακό;
(Παίρνει την τσάντα και φεύγει)
Και η Τζουλιέτα Μασίνα μένει γονατισμένη στην άκρη του γκρεμού και κλαίει πικρά και φωνάζει " δε θέλω να ζήσω άλλο" και σπαράζει, και το παράξενο φως παίζει γύρω της, και φωνάζει "σκότωσέ με", γιατί οι εραστές μας αναλύονται, εξατμίζονται, χάνονται, και σαν τη Τζουλιέτα Μασίνα εμείς μένουμε εκεί, μαζί με τον πόνο μας.
Cut.

Tuesday, February 06, 2007

Χρυσόψαρα

Ονειρευόμουν ένα ζευγάρι παπούτσια με διάφανα τακούνια που μέσα θα κολυμπούσαν χρυσόψαρα- θα περπατούσα σκορπίζοντας λουλούδια και αρώματα και μαγγανείες σε στενά δρομάκια της Κάτω Ιταλίας και θα με κοιτούσαν οι άντρες στα καφενεία με λίγη θλίψη, ή λίγη ελπίδα.
Νόμιζα πως η ενήλικη ζωή μου θα ήταν σαν τις πολύχρωμες σαπουνόφουσκες που φυσούσα μανιωδώς μικρή, οκλαδόν στα πάτωμα και γελούσα, γελούσα. Και με αγαπούσαν όλοι, μεγάλοι και μικροί και φορούσα βαμβακερά φουστάνια, ξυπόλητη, και η μαμά μου ήταν ακόμα νέα και δεν χρειαζόμουν τίποτα σπουδαίο για να γελάσω, και γελούσα συνέχεια, και ήταν αρκετό ένα παγωτό σοκολάτα ή μια βουτιά στη θάλασσα και ένα πεταμένο μπουκάλι αντιηλιακού ή μια αχιβάδα, και όλα ήταν περίεργα και νέα και συναρπαστικά και κάθε μέρα μια περιπέτεια και όλοι οι άνθρωποι ήταν καλοί, φιλικοί και φυσούσαν τα μελτέμια και κόπαζαν το σούρουπο.
Και η ζωή μου είναι σαπουνόφουσκα, μα όχι πολύχρωμη. Άδεια. Και έχω γίνει άπληστη και κακιά, στριμμένη, και δε χαμογελάω πια, και αν χαμογελάω είναι μεταξύ δακρύων.
Και οι φίλοι μου είναι μακριά και δεν τους βλέπω, και μου λείπουν, και εκείνοι που είναι εδώ μπορεί να με αγαπούν, αλλά όχι έτσι, όχι. Και οι δικοί μου μεγαλώνουν και φοβάμαι. Και ο τρόμος με επισκέπτεται σαν μεγαλοπρεπής βαρώνος με τουίντ κοστούμια και καλούς τρόπους μα είναι τρομερά ψηλός και δεν βλέπω τα μάτια του γιατί στρέφει το βλέμμα του μακριά απ'το φως.
Βαρέθηκα να είμαι το υγρό όνειρό σου και η θεά σου. Δες μέσα από το παραπέτασμα καπνού.
Όχι, δες με. Δεν αντέχεις. Γιατί το αυγό του φιδιού είναι στα μάτια μου μέσα και επωάζεται σιγά σιγά για να με φάει. Και δεν είμαι πια η θεά σου. Ποτέ δεν ήμουν.

Sunday, February 04, 2007

Εγκατάλειψη του σώματος

Ήμουν γοργόνα και κολυμπούσα μέσα στα δωμάτια, μα ουρά δεν είχα, έβλεπα καθαρά την άσπρη σάρκα των ποδιών μου. Ασπρόμαυρες φωτογραφίες στους τοίχους, φυσσαλίδες,
Κίτρινο χρώμα και κεφάλια κριαριού.
Μου είπε, έλα να κάνουμε έρωτα όπως παλιά, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον, να αναπνέουμε μαζί, και δεν μπορούσα. Δεν μπορούσα.
Ένιωθα ερωτική όσο ένα ψάρι χωρίς ζωή. Έξω απ'το νερό δεν υπάρχω. Και γυρνούσα απ'το ένα δωμάτιο απ'το άλλο χωρίς να έχω ουρά, μα αρρωστιάρικα λευκά πόδια και δεν άκουγα την ανάσα μου και το σπίτι πόρτες δεν είχε.
Κάποτε ξεχείλιζα από έρωτα. Δεν άντεχα χωρίς σάρκα, τα χείλη μου ξεραίνονταν χωρίς φιλιά, έπιανες το σώμα μου και έβγαινε η παλίρροια.
Μα τώρα άμπωτη.
Βυθίζομαι αργά στο νερό και τα μαλλιά μου γίνοντα φύκια. Και κρύβομαι στα βράχια πεινασμένη, μα δεν μπορώ να φάω.

Saturday, February 03, 2007

Στα σκαλοπάτια σου...

της μνήμης σου, αν με θυμάσαι ακόμα. Και αν θέλεις πια να με θυμάσαι.
Κουράστηκα να φοβάμαι, το ξέρεις; Κουράστηκα να φοβάμαι και να στάζει λίγο λίγο το δηλητήριο. Δε βγαίνουν όμως τα ξόρκια μου.
Η ψυχή μου έχει το χρώμα της χολέρας. Πάντα νόμιζα πως κάποια στιγμή θα γίνω ευτυχισμένη, αλλά ακόμα δεν έγινα. Νόμιζα πως κάποια στιγμή θα σταματούσα να απογοητεύω τους πάντες αλλά συνεχίζω να το κάνω.
Δεν ήμουν ποτέ κάτι το ξεχωριστό αλλά δεν με πείραζε. ¨Ησυχα ζούσα μέσα στον κόσμο, και κάποια στιγμή θα έφευγα όπως φεύγουμε όλοι και αυτό είναι όλο.
Και οι γνωστοί και οι ελάχιστοι φίλοι θα έλεγαν, ναι, αυτή ήταν η Τσέρυ, που αγαπούσε τα λαικά τραγούδια και τα μολύβια και το νερό και κρύωνε πολύ το χειμώνα. Και όταν αγαπούσε, αγαπούσε πολύ, και υπέφερε, αλλά όσο περνούσαν τα χρόνια αγαπούσε όλο και πιο δύσκολα και κρύωνε ακόμα πιο πολύ.
Πιο βολικό δεν είναι να μη με θυμάσαι; Το ξέρω. Πιο ήρεμα νιώθεις. Κοιμάσαι κι εσύ χωρίς να φοβάσαι τις κρίσεις μου, τις φωνές μου.
Και προσπάθησα, αλλά μπορεί και να μη μπορούσα περισσότερο. Μακάρι να έβγαιναν τα ξόρκια μου. Αλλά απόψε, τραυλίζω.

Friday, February 02, 2007

κι όμως τα βράδια..

ήρθε ο κρύος βοριάς και με καλημέρισε. Στις Κυκλάδες δεν μιλούν στα καφενεία σκυμμένοι πάνω από ένα φλυτζάνι. Κοκκινίζουν τα μάγουλα, πέφτουν τα φύλλα σαν δερβίσηδες.
Ποτέ δεν μου άρεσαν τα γεράνια. Ότι χρώμα και να είχαν. Αντιπαθητική μυρωδιά, ξινή.
Είναι νωρίς για ένα κονιάκ;
Σαπουνάδες στο μπάνιο από το πρωινό μου ντους. Θυμάμαι το καλοκαίρι και εκείνη τη μέρα που κάναμε μπάνιο στη συννεφιά και κρύωνες. Και εγώ σου έλεγα, λίγο ακόμα. Λίγο ακόμα.
Σήμερα δεν έχω όρεξη να βάλω τη μάσκα μου. Θα μείνω έτσι μέσα στους υδρατμούς, περιπλανώμενη. Θα χαιδεύω τη μνήμη σου. Θα ανάψω τα κεριά μου. Θα κοιτάξω το απέναντι σπίτι από το παράθυρο της κουζίνας. Μπορεί και να τους χαιρετήσω.
Κι όμως τα βράδια...

Wednesday, January 31, 2007

αστέρι του βοριά

μέσα σε κραγιόν που έχει τίτλο first bite. Χωρίς μουσική και τραγούδια. Ίσως καμιά βόλτα με φίλους και ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι. Βιομηχανικές περιοχές με πανάκριβα ρούχα σχεδιαστών στο πλάι και αγάλματα σε καθολικές εκκλησίες. Ματώνουν απ'τα μάτια και η Παναγία θηλάζει το Χριστό, το ένα στήθος γυμνό, στο προσφέρω.
Δεν υπάρχω.
Εξατμίστηκα στα σύννεφα και έλιωσα σαν τον πάγο το πρωί. Δεν είσαι η σωτηρία μου αλλά είσαι κάτι.
Δεν υπάρχουν θάλασσες, κύματα και ρομαντικά τραγούδια. Δεν υπάρχουν ωραία δείπνα παρά μόνο τσιμπολογήματα στην κουζίνα και τα άπλυτα της προηγούμενης μέρας.
Δεν είμαι στην αγκαλιά σου. Είμαι παραίσθηση. Είμαι η γυναίκα με τα σκασμένα χείλια στις αίθουσες αναμονής. Εκείνη που δεν ήταν ποτέ αντικείμενο ηδονής, αλλά αντικείμενο προσβολών. Και δε με νοιάζει και θέλω να φωνάξω μα δεν έχει νόημα και αυτό πονάει πιο πολύ ακόμα. Και άλλος ένας καφές στον αποστειρωμένο αέρα.
Χάνομαι μέσα σε σύννεφα ροζ πούδρας και η Τσέρυ δεν υπάρχει.

Wednesday, January 24, 2007

κι αν γίνει;

στέκομαι στο χείλος. όπως πάντα λέω μέσα μου. από κάτω μου η θάλασσα, κατακόρυφα. βλέπω το λευκό της γλώσσας των κυμάτων. μερικοί άνθρωποι στα βράχια. τι περιμένουν; τι περιμένουν να δουν; παράξενα ζώα, αμφίβια, όστρακα; δεν υπάρχουν πια. δεν υπάρχει πια ζωή κι ας είναι γεμάτα τα βράχια από κόσμο.
κι αν έσπαγε το τακούνι; κι αν παραπατούσα; κι αν αποφάσιζα να πηδήξω;
κατακόρυφα, ολόισια, σαν μπαλαρίνα. κι ας μην έχει καμιά χάρη το χαμόγελό μου.
μια μάζα άμορφη από κόκκαλα και ματωμένη σάρκα πάνω στα βράχια. παραμορφωμένη. ακόμα ζεστή. τα μάτια ανοιχτά να αντανακλούν το τοπίο. για μια τελευταία φορά.
σαν να παρακαλούν, σαν σειρήνες τα βράχια, να λένε, έλα, πέσε.σαν τις λόρελάι της γερμανικής μυθολογίας. μοιάζουν τόσο φιλόξενα, αλήθεια. δεν είναι κοφτερά, έτσι φαίνεται.
όλα είναι θέμα οπτικής.
κι αν πέσω στη θάλασσα μέσα,θα τσούξει το ιώδιο και το αλάτι μα εγώ δε θα το νιώθω.θα βάψει το αίμα μου τα καβούρια και θα συνεχίσουν να προχωρούν πλάγια προς τις φωλιές τους, τρομαγμένα, κρυμμένα μέσα στο όστρακό τους. δειλά όπως πάντα. σαν τα καρκινικά κύτταρα που ύπουλα κατατρώνε τα υγιή. τα παπούτσια μου θα καταστραφούν από το θαλασσόνερο. θα σαπίσουν. όπως θα σαπίσει και το δικό μου δέρμα. και όλοι θα πουν, 'τι τραγωδία" ,οι οδηγοί της κυριακής και οι συνταξιούχοι και το νοητικά καθυστερημένο παιδί στον πάγκο και ο ιδιοκτήτης του καφέ που θα γίνει αυτόπτης μάρτυρας στα κανάλια.
και τα σπασμένα δάχτυλά μου στα βράχια θα λένε, "αυτό ήταν, τέλος."

Monday, January 22, 2007

love at first bite..

Μου αρέσει έτσι όπως πίνεις το ποτό σου, μου λέει. Με ένα παγάκι.Και σε περίμενα στα χιόνια μα δεν μπορούσα να σου μιλήσω. Σαν να πήγαινε μέσα ο ήχος. Χρόνια τώρα.
Μου αρέσει ο τρόπος που σουφρώνεις τη μύτη σου ειρωνικά και οι μικρές σου συνήθειες, η κίνηση που κάνει η ρόμπα σου στο μπαλκόνι καθώς ποτίζεις τα λουλούδια, το κραγιόν που φεύγει απ'τα χείλη σου σαν το χρόνο τον ίδιο.
Θέλω να ηρεμήσω τον τρανταγμένο ύπνο σου. Να σε κάνω να ξαναθυμηθείς τις πιο όμορφες στιγμές σου.Να σε δω να αναλύεσαι. Να σαι δάκρυα και ρίγη.
Να κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέφτη και να μη βλέπεις πια δαίμονες. Μόνο κρίνα.Να βγαίνουν απ'τα βλέφαρά σου και να ανθίζουν. Να είσαι η γη και η θάλασσα μαζί. Να σε κοιτάω όταν γράφεις.
" Και μετά θα πρέπει να σε σκοτώσω".
"Το ξέρω. Μα δεν θα το άλλαζα , ακόμα και να μπορούσα. "
Τον δάγκωσα. Love at first bite.

Friday, January 19, 2007

Αφού το ξέρω

ξέρω πως αγόρασες το σαμπουάν με άρωμα τζίντζερ για να νομίζεις πως μυρίζεις τα μαλλιά μου, ξέρω πως περπατάς άσκοπα στην πόλη με ένα μπουκάλι μινιατούρα κονιάκ στην τσεπη, ξέρω πως αγόρασες τους αγαπημένους μου δίσκους για να τους ακούς μέρα νύχτα, πως μυρίζεις το μαξιλάρι μου, πως βλέπεις το " Love in the afternoon" κάθε βράδυ για να ακούσεις το διάλογο της Ώντρευ Χέπμπουρν και του Γκάρυ Κούπερ, εκείνον που λέει "μα δεν είμαι όμορφη, είμαι πολύ ψηλή και τα πόδια μου είναι πολύ μεγάλα και τα αυτιά μου το ίδιο" και εκείνος απαντάει "Μα όλα ταιριάζουν μεταξύ τους τόσο σωστά" και δοκιμάζεις τη γεύση του rouge noir κραγιόν μου, ξέρω πως πηγαίνεις μόνος σου σινεμά και αποκοιμιέσαι κάθε βράδυ με την τηλεόραση ανοιχτή, και όταν ακούς το Φεγγάρι στο Ματωμένο Γάμο να λέει "κανείς δε μου ξεφεύγει εμένα" τρομάζεις και τρέμεις και ας είσαι καλά σκεπασμένος, και γράφεις κακούς στίχους και τους σκίζεις μετά και ακούς το Στέλιο να τραγουδά "στο θολωμένο μου μυαλό " και είσαι σχεδόν έτοιμος και το δωμάτιό σου είναι γεμάτο σκόνη, και φοβάσαι τα λουλούδια και το κρύο και οι φίλοι σου σε ρωτάνε τι έχεις και απαντάς με σηκωμένους τους ώμους " εγώ τη μοίρα μου την ξέρω" και εκείνοι σου ξαναγεμίζουν το ποτήρι και σου κρατούν το μέτωπο για να ξεράσεις.
Αφού τα ξέρω όλα. Πάντα το ήξερα. Αλλά εσύ δεν το παραδέχεσαι.

Wednesday, January 17, 2007

δεν υπάρχει κακία στα όνειρά μου

η Κερασία μου είναι φυλακισμένη στο χαρτί και δεν ξέρει τι να κάνει. Δε φοβάται αλλά δεν είναι και γενναία. Δεν μπορεί να κοιμηθεί και τα βράδια της τα περνάει φτιάχνοντας ξόρκια που το πρωί χάνονται με την πάχνη
δεν κρυώνει αλλά δε ζεσταίνεται
δεν αγαπάει αλλά θέλει κάποιον να αγκαλιάσει
εκείνος έφυγε για τον ήλιο και ελπίζει πως θα καεί μα εκείνη θα τον περιμένει
σα σταγόνα μετέωρη
σαν το κομμένο χάπι στο κομοδίνο
σαν στρυχνίνη μέσα στο δαχτυλίδι
δεν μπορεί να τον τιμωρήσει
τα βράδια του αφιερώνει τραγούδια
του βάφει σιγά σιγά πορφυρά υφάσματα και ας λερώνονται τα δάχτυλά της
τον φιλάει σαν πεφταστέρι
μα ευχές δεν κάνει πια
στο χάρτινό της πύργο.

Monday, January 15, 2007

με στόμα πικρό

" χάδια, φιλιά, κορμί του χάριζα
μ' άστρα την όψη του καθάριζα...
χάδια, φιλιά, κορμί του έδινα
στα γιασεμιά μου τον κατέδινα..."

με στόμα πικρό, κεφάλι να πονάει και κορμί αδύναμο. Να περιφέρομαι στη σκόνη. Να με πονάει το φως του ήλιου. Το στόμα αρνιέται το μέλι κι εσύ εμένα.

" κι από την προδοσία κι από τη μοναξιά
κι απ' την απελπισία τραβώ μια ρουφηξιά..."

σε παρακαλώ, μη με κερνάς άλλο θάνατο...

Saturday, January 13, 2007

οι ξεριζωμένοι

Ο Μαξ ήταν ο πιο γλυκός άνθρωπος του κόσμου. Περπατούσε αθόρυβα στους διαδρόμους, έπαιρνε καφέ καθώς στεκόταν στην ουρά όπως όλοι μας, αστειευόταν με συναδέλφους του και φοιτητές. Είχε μια αδιόρατη θλίψη, έδειχνε μεγαλύτερος από ότι είναι, χαμογελούσε λίγο σαρδόνια λίγο πονεμένα, μιλούσε χαμηλόφωνα με την ελαφριά γερμανική του προφορά και μας έλεγε ιστορίες.
'Εμαθα μετά για τα βιβλία, τα βραβεία, τις διακρίσεις. Τι νόημα έχουν όλα αυτά; Περπατούσε ήσυχα στους διαδρόμους και μας έλεγε αστείες ιστορίες.

"Είχε σχεδόν βραδιάσει. Ο Δρ. Αμπράμσκυ με συνόδευσε μέσα από το δενδρόφυτο πάρκο ως την πύλη. Στο χέρι κρατούσε το λευκό φτερό της χήνας, δείχνοντας πότε πότε την κατέυθυνση. Ο θείος σας, είπε καθώς βαδίζαμε, υπέφερε προς το τέλος από προοδευτική ακαμψία στα άκρα και τις αρθρώσεις, συνέπεια μάλλον κι αυτή των ηλεκτροσόκ. Μέσα σε λίγο καιρό η φροντίδα του εαυτού του κατήντησε αληθινό μαρτύριο. Του έπαιρνε σχεδόν ολόκληρη την ημέρα για να φορέσει τα ρούχα του.Μόνο για να κουμπώσει τα μανικετόκουμπά του και να δέσει τη γραβάτα του ήθελε ώρες.Και δεν προλάβαινε καλά καλά να ντυθεί, και είχε να σκέφτεται πάλι πως θα γδυνόταν. Επιπλέον, είχε διαρκώς προβλήματα όρασης και φριχτούς πονοκεφάλους, και γι' αυτό φορούσε συχνά ένα πρασινο γείσο από σελοφάν πάνω απ'τα μάτια - like someone who works in a gambling saloon.
Δε θα ξεχάσω πως την προηγούμενη του θανάτου του τον αναζήτησα στο δωμάτιό του, μια και ήταν η πρώτη φορά που είχε αμελήσει να εμφανιστεί στη θεραπεία. Τον βρήκα να στέκει στο παράθυρό του, φορώντας το πλαστικό γείσο, με το βλέμμα καρφωμένο στους βάλτους που απλώνονταν πέρα από τα όρια του πάρκου.Κατά περίεργο τρόπο, είχε περασμένα στα χέρια του κάτι επιμανίκια από σατέν ύφασμα, όπως αυτά που υποθέτω φορούσε παλιότερα για να γυαλίζει τα ασημικά. Όταν τον ρώτησα για ποιο λόγο δεν είχε εμφανιστεί στην ώρα του ως συνήθως, θυμάμαι ότι μου αποκρίθηκε επί λέξει: It must have slipped my mind whilst I was waiting for the butterfly man. Ύστερα από την αινιγματική αυτή παρατήρηση, ο Άμπροζ με ακολούθησε χωρίς δεύτερο λόγο στην αίθουσα της θεραπείας, όπου μας περίμενε ο Φάνστοκ, και όπως πάντα υπέμεινε αγόγγυστα τις απαραίτητες προετοιμασίες.
Τον βλέπω,είπε ο Δρ. Αμπράμσκυ, ξαπλωμένο μπροστά μου, τα ηλεκτρόδια στους κροτάφους, τη λαστιχένια σφήνα ανάμεσα στα δόντια, σφιχτοδεμένο μέσα σ'ενα πάνινο σάβανο καρφιτσωμένο στην τάβλα του μαρτυρίου, σαν κάποιος που πρόκειται να κηδευτεί στο ανοιχτό πέλαγος. Η διαδικασία κύλησε δίχως απρόοπτα. Η πρόγνωση του Φάνστοκ ήταν αισιόδοξη. Εγώ όμως διέκρινα στο πρόσωπο του Άμπροζ ότι δεν του είχε απομείνει μια ανεπαίσθητη σπίθα ζωής. 'Οταν ανένηψε από την αναισθησία, τα άψυχα μάτια του πλημμύρισαν δάκρυα και μέσα από το στήθος του ανέβηκε ένας βαθύς αναστεναγμός, που ακόμα και σήμερα αντηχεί στα αυτιά μου. Ένας νοσηλευτής τον βοήθησε να επιστρέψει στο δωμάτιό του, όπου τα χαράματα τηε επόμενης μέρας, σπρωγμένος από τις τύψεις που με κατέτρεχαν, τον βρήκα να κείτεται στο κρεβάτι του φορώντας λουστρινένιες μπότες και όπως θα λέγαμε, πλήρη εξάρτυση. Σε όλο τον υπόλοιπο δρόμο ο Δρ. Αμπράμσκυ βάδιζε σιωπηλός πλάι μου. Αλλά ούτε και τη στιγμή του αποχαιρετισμού έβγαλε λέξη, μόνο έκανε μια χειρονομία με το φτερό τηε χήνας στον αέρα, μέσα στο σκοτάδι που είχε αρχίσει να μας τυλίγει."

Ο W.G Sebald, ή Μαξ όπως προτιμούσε να τον φωνάζουν, που γεννήθηκε στο Allgau της Βαυαρίας το 1944, βρήκε τραγικό θάνατο όταν το αυτοκίνητό του συγκρούστηκε με φορτηγό, το Δεκέμβρη του 2001.

Tuesday, January 09, 2007

Ξύλινη κούκλα και μπλε πουλάκια

Και την ημέρα εκείνη, Πέτρου και Πάυλου ξημερώματα, γεννήθηκε εκείνο το κορίτσι στο λιμάνι, και ο 'Αγιος Πέτρος έφτυσε ταμπάκο και είπε πως το κορίτσι αυτό θα έχει μάτια τόσο διάφανα που το κακό δε θα περνάει μέσα τους αλλά εκείνη θα βλέπει το κακό στον έξω κόσμο και θα τη διαπερνά εκείνο σαν πύρινο σπαθί, και καυτή λάμα.
Και πως θα είναι πολύ τυχερό και άτυχο μαζί και όποιος άντρας την αγαπήσει μπορεί μόνο να καταστραφεί ή να την καταστρέψει με εκείνες τις άδειες κόγχες.
και μάσησε λίγο ταμπάκο ακόμα.
και τα χρόνια πέρασαν.
και το κορίτσι περίμενε για χρόνια τον πατέρα της να έρθει περιμένοντας ώρες πριν στα σκαλιά και όταν έφευγε έκλαιγε με λυγμούς,τόσο δυνατά που δεν μπορούσε καν να αναπνεύσει.και την πήγαινε βόλτα και της έφερνε δώρα βιβλία και χρωματιστά χαρτιά.
και τώρα εκείνος είναι άρρωστος και πρέπει εκείνη να τον προσέχει και δεν ξέρει ακόμα αν μπορεί και πονάει και φοβάται και δεν ξέρει τι να κάνει.
σήμερα είδα μια ξύλινη κούκλα με όολη της τη γκαρνταρόμπα και αυτοκόλλητα με θλιμμένα μπλε πουλάκια. Και ακόμα όταν βλέπω φτηνές κούκλες στα ψιλικατζίδικα και στα ζαχαροπλαστεία στενοχωριέμαι όπως τότε.
και μου λείπει και με πονάει που δεν περπατάμε πια μαζί.και όταν είσαι αδύναμος, είμαι κι εγώ μαζί σου.

Monday, January 08, 2007

Δεν ξέρω τι πονάει περισσότερο, να χτυπούν και να πονάς ή να αντέχεις και να σε πονάνε οι βασανιστές σου.
Και θα συνεχίσω, με τη ματαιοδοξία μου και τη μαύρη μου μοίρα, να αγγίζω με τα δάχτυλά μου καυτές σάρκες, να βάζω αλάτι στις πληγές και να πίνω μέχρι τελικής πτώσεως, να απογοητεύω και να απογοητεύομαι, να φεύγω όταν δεν ξέρω τι να κάνω, να γράφω σε χαρτοπετσέτες και πακέτα τσιγάρων, να μου λες σ' αγαπώ να σου λέω δεν αντέχω, να είμαι δύσκολη και να μη θέλω να με αγγίζουν μερικές φορές, να ανάβω τσιγάρο την πιο ακατάλληλη στιγμή, να έχω απόψεις και να είμαι ξεροκέφαλη και πιστή στις ρίζες μου, να κοιμάμαι σε στοές, καμιά φορά να μην ακούω, να μην ακούω τι γίνεται γύρω μου,να κάνω βόλτες στη θάλασσα καταχείμωνο, να μιλάω σε ξένους, να τρέμω και να σε ακούω να τρέμεις, καμιά φορά να φοβάμαι τις μεγάλες αγάπες, έτσι,για πείσμα.
Για πείσμα.

Saturday, January 06, 2007

Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά..

τον βλέπω. Με ημικρανία και πονεμένα ούλα, μα ο χρόνος ο αληθινός είναι ο γιος μας ο μεγάλος και ο μικρός.
Πειράζει που τον αγάπησα μέσα από τις αδυναμίες του; Πειράζει που πιο συχνά τον κατακρίνω παρά τον εκθειάζω;
Τον βλέπω όμως και σχεδόν δακρύζω.Και δεν είναι από το τσιγάρο.καταλαβαίνω γιατί τον λάτρεψαν τόσοι και τόσοι, λέξη προς λέξη, που ξενύχτησαν σε κελιά και σε παγκάκια σιγοτραγουδώντας στίχους του.
Μια εκπληκτική εκτέλεση του "Κάνε λιγάκι υπομονή" με τον Μπιθικώτση,που πάλι αγάπησα μέσα από τις αδυναμίες του, να τραγουδάει "σαν ύμνος" όπως λέει και ο ίδιος,σιγά, αργά,με το Γιώργο Νταλάρα, "καλωσόρισες ψυχή μου,μοναξιά ελληνική μου".
Θέλω να κάτσω δίπλα του στο τζάκι και να μιλάμε για τον Αλέξη Ασλάνογλου.να βάζουμε ξύλα και κουκουνάρια στη φωτιά. Μια τηλεόραση πίσω να παίζει σιγανά το "Δεσποινίς ετών 39" και να μην αντέχω,και να λέω,θέλω να φύγω.
Μακάρι να είχα το λόγο του. Την αύρα του. Όταν δε θα μαι πια όμορφη και η βαρύτητα θα κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα, αλλά και θα χω ξεχάσει την όψη μου και όταν τη βλέπω θα εκπλήσσομαι, ξημερώματα,που θα σηκώνομαι για να δουλέψω σα στοιχειό. με τη σόμπα πετρελαίου να με καλημερίζει. " Και ο θείος ο Μίμης και η Βέμπο η θεά".
Σαν το σπασμένο φαρμακείο στις 2 η ώρα.
Σαν το παράπονο στη λέξη εδώ και τώρα. Και στο Λαύριο,που πάω συχνά, όχι μόνο για να πάρω το καράβι,όχι. Με το λυκαυγές.

(Αφιερωμένο στο marquee που ξέρω πως τον αγαπά, στους διαδρομείς του '60,που είναι τόσοι πολλοί, και σ έναν άνθρωπο δικό μου, που τον αγαπά πολύ...)
Πειράζει που αγάπησα το Σαββόπουλο μέσα από τις αδυναμίες του; Και τις δικές μου;

Wednesday, January 03, 2007

λαχανόκηποι

Χαζεύω φρούτα στο σουπερμάρκετ. Είναι κάποια που μοιάζουν με αστέρια. Lychees και ρόδια. Μαζεύω σύκα απ'τη συκιά μας. Ιούδα εκεί δεν θα κρεμιόσουν.
Ξενυχτάω. Μερικές φορές νιώθω σαν τον πιο κουρασμένο άνθρωπο σε όλη τη γη. Είμαι υπνωτισμένη με γυάλινα μάτια σαν της γάτας. Με καλημερίζουν τραγούδια στο ραδιόφωνο.
Είσαι εδώ μου λένε. Δεν έφυγες ποτέ . Κάλυψε τη ντροπή σου με το φύλλο της συκιάς.Το γαλακτερό υγρό της θα σε πονέσει. Μοιάζει με σπέρμα, έτσι δεν είναι;Μα έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν σε ενδιέφερε ποτέ να καλυφτείς.
Με καλημερίζει ο Ζαμπέτας,χάσαμε το αεροπλάνο,το παπόρι και το τραμ. Και ο Λειβαδίτης, και η Αλίκη, το σύννεφο έφερε γιορτή και έχουμε μείνει μοναχοί. Τσάι που καπνίζει. Lapsang suchung. Είσαι πολύ όμορφη ξενυχτισμένη. La vie en rose και ακορντεόν. Τα χείλη σου είναι ροζ και αυτά. Η Νίνου στη σκηνή. Είμαι ξανά 17 χρονών και σηκώνω τα χέρια ψηλά.
Και στο μυαλό μου είμαι ξεπεσμένη ντίβα. Για μερικούς μοιραία και για άλλους αδιάφορη.
Δεν ήθελα ποτέ να γίνω πριγκίπισσα. Μπορεί και να μην ήθελα ποτέ να γίνω κάτι.
Με τα φαγωμένα μου νύχια χαιδεύω τα φρούτα και παρατηρώ τον κόσμο.
Ξενυχτισμένη. Ίσως αγαπημένη. Και καμιά φορά σκέφτομαι πως δεν υπήρξα καν.

Tuesday, January 02, 2007

Το φθαρμένο μακιγιάζ της Λάιζα

Καμπαρέ, old chum. Come to the cabaret.
Έλα να δεις τα κορίτσια να χορεύουν και κορόιδεψε τον κόσμο με τα μάτια του κομπέρ που ξέρει καλύτερα.
Come taste the wine, come hear the band.
Στα παρασκήνια η ζωή δεν έχει σημασία. Ούτε η καθημερινότητα. Where are your worries now? Gone, forgotten.Κι ας έχασες την αγάπη σου. Κι ας έχασες το μωρό σου. Με τα σμαραγδί νύχια σου παίζεις, κι ας ξεπουλάς το γούνινο παλτό σου.Κι ας κοιμάσαι με το χτεσινό μακιγιάζ και το δέρμα σου ας είναι χλωμό και πίνεις λίγο κονιάκ για πρωινό μυρίζοντας καπνό και ας ξέρεις πως ποτέ δεν θα ικανοποιηθούν οι φιλοδοξίες σου.
Τι σημασία έχει η ζωή;
Start by admitting, from cradle to tomb it isn't that long a way...come to the cabaret old chum, come to the cabaret...
με άρωμα charlie, τουαλέτες Χάλστον και μυρωδιά στούντιο 54.
Αχ Λάιζα, γιατί έμοιασες τόσο στη μάνα σου...So long mein Herr, auf wiedersehen, mein Herr...

Monday, January 01, 2007

pure as the driven snow

Ο χρόνος δεν είναι τίποτε άλλο παρά σκόνη

Sunday, December 31, 2006

Απολογισμοί

Δεν πιστεύω στους απολογισμούς, στα ζυγίσματα, στις λογικές αποφάσεις. Δεν υπήρξα λογικός άνθρωπος και πολύ αμφιβάλλω αν θα γίνω στο μέλλον. Αλλά άλλη μια χρονιά φεύγει και αυτό, ναι, είναι γεγονός.
Τη χρονιά αυτή άρχισε το ημερολόγιο αυτό, γράφτηκαν σελίδες και σελίδες σε τετράδια, χύθηκαν δάκρυα και ακούστηκαν υστερικά γέλια, ακούστηκε Ενρίκο Καρούζο, Σουγιούλ και Σωκράτης, Κραουνάκης και Χατζιδάκης και τραγούδια από παλιό Χόλλυγουντ, αγοράστηκαν μερικά άχρηστα πράγματα ακόμα, υπήρξε άγχος και κάποιες εκατοντάδες φλυτζάνια εσπρέσσο, μια χρονιά που πήγα ελαχιστο σινεμά και διάβασα ελάχιστα βιβλία, μια χρονιά που γνώρισα καινούριους ανθρώπους και οι περισσότεροι με απογοήτευσαν αλλά υπήρξαν και πολλοί που με αποζημίωσαν με το παραπάνω, μια ακόμα χρονιά που μεγαλώνω και παραδόξως χαίρομαι γι' αυτό, με ταξίδια με το καράβι, με πιασμένη πλάτη, πολλες σπατάλες, άσκοπες βόλτες και ακόμα περισσότερα άσκοπα λόγια, κι έτσι κι αλλιώς τα χρόνια μετά το 2001 περνούν σα χειμερία νάρκη, με τους ανθρώπους που αγαπώ περισσότερο μακριά μου στα μήκη και τα πλάτη της γης, με κοσμήματα που αγόρασα και δε φόρεσα, άλλοτε με ροζ και άλλοτε με χλωμά μάγουλα ,άλλοτε με χαμηλωμένα και άλλοτε με ψηλό βλέμμα, λίγο σνομπ, να καλύπτει φόβους και κρίσεις ,τις περισσότερες φορές στο ξύλινο πάτωμα σαν άνοστο φαγητό,ή περιπλανώμενη στους δρόμους να χαζεύω περαστικούς και να κριτικάρω ειρωνικά.
Μα νιώθω πως ίσως η ειρωνία μου φεύγει σαν το χιόνι που λιώνει την άνοιξη.
Και θα κλέισω τα μάτια, και όπου με βγάλει.

Friday, December 29, 2006

If...

Εάν ήμουν ζώο,θα ήμουν ελάφι.Αν ήμουν πίνακας ζωγράφου,θα ήμουν του Χόππερ.
Αν ήμουν δέντρο,θα μουν αγριοκερασιά,να φιλεύω τους διαβάτες καρπούς.Αν ήμουν λουλούδι,θα μουν κρινάκι του αγρού.
Αν ήμουν τραγούδι θα μουν αρχοντορεμπέτικο.Αν ήμουν ποιήτρια,θα μουν η Ελίζαμπεθ Μπάρεττ Μπράουνινγκ.Αν ήμουν ταινία,θα ήμουν το "Μια υπέροχη ζωή".
Αν ήμουν τοπίο,θα μουν η θάλασσα κάτω απ'το γκρεμό.Αν ήμουν πόλη,θα μουν η Νέα Υόρκη,γεμάτη αντιθέσεις.Αν ήμουν κλασικό κομμάτι,θα μουν το Μπολερό του Ραβέλ.
Αν ήμουν καταραμένος ήρωας θα μουν ο Ρασπούτιν.
Αν ήμουν μαρκαδόρος θα μουν διάφανος.Αν ήμουν ποίημα θα μουν το "If" του Κίπλινγκ.Αν ήμουν χαρακτήρας καρτούν θα μουν ο Γκαρής απ'το Γουίνι.Αν ήμουν γλυκό θα μουν κρεμ μπρυλέ.Αν ήμουν θεατρικό έργο θα μουν το "Λεωφορείο ο Πόθος."Αν ήμουν όργανο θα μουν ακορντεόν.
Μα δεν είμαι τίποτα από όλα αυτά.Είμαι γυναίκα με σάρκα οστά και αίμα.Και ίσως έτσι,να ναι καλύτερα.

Wednesday, December 27, 2006

Τα τραίνα που φύγαν...

Το ποστ αυτό είναι αφιερωμένο στους μετανάστες.Ανθρώπους που μοίρα δεν είχαν και δεν είχαν τίποτα να χάσουν.Για άντρες που είχαν να παντρέψουν τις αδερφές τους και έστελναν στο σπίτι χρήματα,που πέθαναν τελικά από καρκίνο,από αναθυμιάσεις και κατέβαιναν κάθε μέρα" στου Βελγίου τις στοές" ,και δούλευαν βάρδιες νυχτερινές τορναδόροι και εργάτες ανειδίκευτοι στο Μάνχαιμ και στο Βούπερταλ και στο Τύμπινγκεν και στο Μόναχο.Που δούλευαν σερβιτόροι και μάζευαν τα λεφτά τους για μια μπύρα ,έστω,στις κακόφημες συνοικίες.Που έστελναν στις αδελφές τους κρέμα Νιβέα και καλσόν απ'το Κάρσταντ και το Κάουφχοφ.
Για γυναίκες που έφυγαν νύφες και άφησαν πίσω όσα ήξεραν για να μην τα ξαναδούν.
Για άντρες που κάθε Κυριακή πήγαιναν στους σταθμούς των τραίνων για να δουν αυτά που γυρνούσαν στο χωριό τους.
Για αυτούς που δεν άντεξαν και γύρισαν πίσω.Για άλλους που έγιναν προαγωγοί και για άλλους που άνοιξαν ταβέρνες με σπιτικά φαγητά-και ίσως πέθαναν από καρκίνο λόγω των αναθυμιάσεων που έβγαιναν απ'τη σχάρα,κάπνιζαν άφιλτρα Ρεβάλ και δε μιλούσαν πολύ.Για άλλους που έκαναν χρήματα,που πρόκοψαν και έγιναν ισότιμοι και όχι πολίτες δεύτερης κατηγορίας.Για άντρες που παντρέυτηκαν ξανθές γυναίκες και έκαναν ξανθά παιδιά-με σταρένιο όμως δέρμα.Που τα βράδια κρύωναν κάτω από την τριμμένη κουβέρτα.
Στην ακόμα βομβαρδισμένη μεταπολεμική Γερμανία και την Αμερική που άνοιξαν ντάινες.
Για το μίνι μάρκετ κοντά στο σπίτι που πουλάει ρωσικά προιόντα.
Για τους μετανάστες στον τόπο τους τον ίδιο.Για εκείνους που πέθαναν από τις αναθυμιάσεις των μαγκαλιών.
Και ας ακούγεται γραφικό-είναι μια πραγματικότητα.Και είναι και η πραγματικότητα η δική μου.
Για αυτούς που στο δέρμα τους δε χωράνε.Και κυρίως,για τον Γ.Κ και τον Χ.Κ.

Tuesday, December 26, 2006

Ίσως το πιο όμορφο χριστουγεννιάτικο ποίημα που γράφτηκε ποτέ

Christmas by John Betjeman

The bells of waiting Advent ring,
The Tortoise stove is lit again
And lamp-oil light across the night
Has caught the streaks of winter rain.
In many a stained-glass window sheen
From Crimson Lake to Hooker's Green.

The holly in the windy hedge
And round the Manor House the yew
Will soon be stripped to deck the ledge,
The altar, font and arch and pew,
So that villagers can say'
The Church looks nice' on Christmas Day.

Provincial public houses blaze
And Corporation tramcars clang,
On lighted tenements I gaze
Where paper decorations hang,
And bunting in the red Town Hall
Says 'Merry Christmas to you all'

And London shops on Christmas Eve
Are strung with silver bells and flowers
As hurrying clerks the City leave
To pigeon-haunted classic towers,
And marbled clouds go scudding by
The many-steepled London sky.

And girls in slacks remember Dad,
And oafish louts remember Mum,
And sleepless children's hearts are glad,
And Christmas morning bells say 'Come!'
Even to shining ones who dwell
Safe in the Dorchester Hotel.

And is it true? and is it true?
The most tremendous tale of all,
Seen in a stained-glass window's hue,
A Baby in an ox's stall?
The Maker of the stars and sea
Become a Child on earth for me?
And is it true?

For if it is,
No loving fingers tying strings
Around those tissued fripperies,
The sweet and silly Christmas things,
Bath salts and inexpensive scent
And hideous tie so kindly meant.
No love that in a family dwells,
No carolling in frosty air,
Nor all the steeple-shaking bells
Can with this single Truth compare
-That God was Man in Palestine
And lives to-day in Bread and Wine.

Δουλειά-Δουλεία

Και το βράδυ μπορείς να συναντήσεις τη Γυναίκα της Ζάκυθος,το Χάρο σαν τον Τζόελ Γκρέυ στο Καμπαρέ να κάνει οντισιόν,τη βοηθό του,την Αγγέλα και τη Μαρούλα και τη Ροδώπι,την πόρνη της αρχαιότητας που "απο δουλάρα έγινε ιεροδουλάρα και όλες οι δούλες της ρίχνουνε κατάρα",το γερο-νεγρο Τζιμ,τον Τρουφαλδίνιο του Γκολντόνι,το αγόρι που ζει με τη μαμά του στο Καλαμάκι και το βράδυ κάνει στριπτιζ,την Καλλιόπη από τον Πειρασμό του Ξενόπουλου που της την πέφτουν όλοι οι άντρες του σπιτιού "μα είναι κι αυτό κάτι,κυρία¨,να τραγουδάει Τσιτσάνη" καμεριέρα θες να γίνεις να σερβίρεις τα ποτά",τις Δούλες του Οξυ-ζενέ ίδιες με τη Νιτσα Τσαγανέα που "βαριόσαντε",την υπηρέτρια της Εκάλης με τον "καμπούρη Αντρέα και την κουλή απ'τη Μήλο",μια Κυριακή απόγευμα είχα έναν άνθρωπο κι έπιανα μπράτσο,και χρώματα και φωνές και μια οντισιόν που κανένας δεν παίρνει το ρόλο,κι ένα καμπαρέ αέναο σαν τη ζωή να περιφέρεται σαν ουράνιος θίασος,ναρκισσιστικά και με θράσος και αυτοσαρκασμό σε πείσμα των καιρών που ρίχνει μια γροθιά στο στόμα,γιατί όχι γαμώτο,δεν πεθάναμε ακόμα.

Monday, December 25, 2006

The journey of the Magi by T..S Elliott

The Journey of the Magi
"A cold coming we had of it,Just the worst time of the yearFor a journey, and such a long journey:The was deep and the weather sharp,The very dead of winter.
"And the camels galled, sore-footed, refractory,
Lying down in the melting snow.
There were times we regretted
The summer palaces on slopes, the terraces,
And the silken girls bringing sherbet.
Then the camel men cursing and grumbling
And running away, and wanting their liquor and women,
And the night-fires gong out, and the lack of shelters,
And the cities hostile and the towns unfriendly
And the villages dirty, and charging high prices.:
A hard time we had of it.At the end we preferred to travel all night,
Sleeping in snatches,
With the voices singing in our ears, saying
That this was all folly.
Then at dawn we came down to a temperate valley,
Wet, below the snow line, smelling of vegetation;
With a running stream and a water-mill beating the darkness,
And three trees on the low sky,
And an old white horse galloped away in the meadow.
Then we came to a tavern with vine-leaves over the lintel,
Six hands at an open door dicing for pieces of silver,
And feet kicking the empty wine-skins.
But there was no information, and so we continued
And arrived at evening, not a moment too soon
Finding the place; it was (you may say) satisfactory.
All this was a long time ago,
I remember,
And I would do it again, but set down
This set down
This: were we lead all that way forBirth or Death?
There was a Birth, certainly,
We had evidence and no doubt.
I have seen birth and death,
But had thought they were different;
this Birth wasHard and bitter agony for us, like Death, our death.
We returned to our places, these Kingdoms,
But no longer at ease here, in the old dispensation,
With an alien people clutching their gods.
I should be glad of another death.

Friday, December 22, 2006

Χριστουγεννιάτικο ποστ

Πάντα πίστευα πως τα Χριστούγεννα περνούσαν με ατελείωτα ρεβεγιόν και σαμπάνια.Μαύρα και κόκκινα φορέματα,οι γυναίκες έμοιαζαν με τη Χόλλυ Γκολάιτλυ και οι άντρες με τον Κάρυ Γκραντ,τον Έρρολ Φλυνν,τον Γκρέγκορυ Πεκ,τραγουδούσε ο Μπινγκ Κρόσμπυ,ο Σινάτρα,ο Ντην Μάρτιν,ο Τόνυ Μπένετ.Η Άβα Γκάρντνερ αστειευόταν στη γωνία,η Γκάρμπο πάντα μόνη σαν Σφίγγα,η Χέυγουορθ ανέβαινε να κάνει νούμερο με τη Λάιζα Μινέλλι και η Γκάρλαντ στην τουαλέτα έπαιρνε κρυφά τα αντικαταθλιπτικά της και τραγουδούσε σαρκαστικά "there's o business like show business".Και η Τέιλορ με το Μπάρτον τσακώνονταν.Αρώματα Creed,Joy του Jean Patou και Chanel.
Και μετά,ξαφνικά,δεν ήταν έτσι.Ανακάλυψα πως ο κόσμος κάθεται σπίτι και βλέπει βαρετά εορταστικά σόου οικογενειακά,αναλώνεται με βαρετούς συγγενείς και όλοι φοράνε πυζάμες,εκτός απ'τους νέους που γυρνούν με χανγκόβερ και με την απογοήτευση ζωγραφισμένη.Μυρίζοντας τσιγάρο και σπέρμα.Με τσαλακωμένα ρούχα.Με άθλια λαικά.
Και αποφάσισα πως θα τα περνάω μόνη στο δωμάτιο.Με πυζάμες μεν,αλλά τις καλές μου νυχτικές απ'το Παρίσι.Με σαμπάνια ατομική.Είχε εκπομπή ο Κώστας Θωμαίδης και έπαιζε τραγούδια απ'το σινεμά,Μαίρη Πόππινς και Όλιβερ Τουίστ,μιούζικαλ και Λούι Άρμστρονγκ,και αποσπάσματα απ'τη Λιλιπούπολη,στη ροδοζαχαρένια παραλία μιλούν ακόμα για τη Ρόζα Ροζαλία.Βλέπω το Σινεμά ο Παράδεισος.Τραγουδάω μόνη.
Και φέτος.Θα ακούσω Brothers Four,το "Green Fields". Θα διαβάσω τις Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες του Παπαδιαμάντη.Και θα αφιερώσω το τραγούδι,όπως και το ποστ μου αυτό,στη μοναξιά μου.

Thursday, December 21, 2006

O Αχιλλέας αστροναύτης και η Τσέρυ στην αυλή με το κομπινεζόν

Είχαμε ένα καφενείο
και ένα πράσινο θρανίο κι ήρθαν κάτι γεγονότα
κι άλλαξε η ζωή
Κυριακή στην εκκλησία,"τι είναι ρε λογοκρισία;"
Αν ακούσεις Θεοδωράκη μπαίνεις φυλακή

Κι είχε ένα πουλί στα σπίρτα ζωγραφιά
κι ένα μαύρο φανταράκι μέσα στη φωτιά

Είχαμε έναν αστυνόμο μια πλατεία κι ένα δρόμο
κι όταν θέλαμε γυναίκα τρέχαμε με ορμή
έξω από την κάμαρά της,γυάλιζαν τα βλέφαρά της
μια κοτούλα η Ουρανία,πέντε οι πετεινοί

Κι είχε ένα πουλί στα σπίρτα ζωγραφιά
κι ένα μαύρο φανταράκι μέσα στη φωτιά

Είχε ο γάιδαρος σαμάρι και πατούσε στο φεγγάρι
μ΄ένα πόδι οαστρονάυτης μαύρο κι ασημί
κι όπως έπεφτε ησυχία ξαφνικά στην επαρχία
ένα αστέρι έπεσε στη γη

Με το Φώτη του μπακάλη,το Φανούρη του παπά
Ηρακλή και Αχιλλέα κι ένα αμίλητο Θωμά
Είχαμε ψηλά ταβάνια και απ'τις δέκα στα ντιβάνια
τηλεόραση ουράνια κι ήτανε πρωί
που έφυγε για την Αθήνα,όμορφη σαν την ελαφίνα
αγκαλιά με κάποιον άλλον,μάνα μου,η ζωή

Κι έκλαψα πολύ για κείνα τα φιλιά
που ποτέ δε σου χα δώσει,άδεια μου αγκαλιά
που φυγε για την Αθήνα όμορφη σαν ελαφίνα,αγκαλιά με κάποιον άλλον,μάνα μου,η ζωή..

Λίνα-Καλαντζόπουλος

Ουρανία,γούνινοι γιακάδες και φωτογραφίες

Η Γ. μου στέλνει φωτογραφίες της με μπύρες στο χέρι στο Μάλιμπου.Στο Χόλυγουντ και στον ωκεανό.Είναι πανέμορφη.Και έχει κάτι άλλο.Είναι ήρεμη.Κοιτάει με νάζι.Χαμογελάει.Λέει πως το τρυκ είναι να κάνεις παρέα με φωτογράφους.Δεν είναι αυτό.Και ξέρω τι είναι..
Μέσα στις ζακέτες με γούνινους γιακάδες νιώθω ευάλωτη.Χαιδεύω το μάγουλό μου με το γιακά.Κλείνω τα κουμπιά και βγαίνω.Διπλός εσπρέσσο και καθημερινότητα αδυσώπητη.
Δες,στο πάρκο φύτρωσαν μανιτάρια.Λες να να δηλητηριώδη;Γκρίζα με καπελάκια.Φύτεψαν και πανσέδες,μωβ,κόκκινους στα παρτέρια.Τα μανιτάρια κουτσομπολεύουν κρυφά τις νύχτες κάτω απ'τα καπελάκια τους.Ολονυχτίες με κατάνυξη μέσα στην πάχνη.
Μου χε μαγειρέψει γκούλας με άγρια μανιτάρια η Ε.Ο γάτος γυρνούσε ήρεμα στα πόδια μας κάτω απ'το τραπέζι και το ψωμί ήταν ζεστό.Τον αγκάλιαζα και γουργούριζε.Αρρώστησε στο τέλος της ζωής του,δεν έτρωγε.Είχε την πιο όμορφη παχιά γούνα.Μπεζ,γάτος του Σιαμ με γαλάζια μάτια σα χάντρες.
Ζω μετέωρα σαν εκκρεμές.Τεντώνω τα χέρια και σβήνω τα ίχνη,ακούω την Uranya και βγαίνω στην αυλή.
Πόσο θα θελα να βλέπαμε απόψε μαζί το "Two for the road"...

Tuesday, December 19, 2006

Συμβουλές

Τώρα που έρχονται γιορτές και πλησιάζουν δείπνα,συναντήσεις,έξοδοι,θέατρα και λοιπές συνάξεις,ε,να πω κι εγώ πέντε έξι πράγματα,μπας και βοηθήσω και βγούμε όλες(μαζί κι εγώ γιατί είμαι επιρρεπής)σε όσο λιγότερα εμφανισιακά λάθη για να μην ντρεπόμαστε όταν βλέπουμε φωτογραφίες μετά από λίγους μήνες κραυγάζοντας "θεούλη μου,τι σκεφτόμουν όταν έβαζα το χρυσό φουστάνι αυτό'.
Όταν πηγαίνετε για ψώνια,η πωλήτρια θέλει να κάνει τη δουλειά της,δηλαδή να πουλήσει για να πληρωθεί.Και τις μέρες αυτές είναι απασχολημένη.Δεν σκέφτεται να εξυπηρετήσει εσας,αλλα τον εαυτό της.
Κωδικός 1-Όταν σας λένε "δείχνετε πολύ εντυπωσιακή" δείχνετε απλά κιτς.Είτε είναι φόρεμα,μπλούζα,καλσόν,κραγιόν.
2.'Μην το βλέπετε έτσι,θέλει βραδινό μακιγιάζ,αξεσουάρ,τακούνια κλπ." Δεν σας πάει.
3.Μην το αγοράζετε αν τσιμπάει,ενοχλεί,γενικά σας κάνει να νιώθει άβολα.Δεν θα το βάλετε ποτέ και θα φορέσετε το ίδιο μαύρο κοντό φόρεμα που θα φοράνε όλες οι άλλες.Ή αν το φορεσετε,θα νιώθετε άβολα και θα φαίνεται.
4.Αν δεν ξέρετε να περπατάτε τα ψηλά τακούνια,μην αγοράσετε.Απλό.
5.Το πολύ κοντό-στενό-αστραφτερό-αν δεν είστε κάτω απ'τα 25 και έχετε αδυναμία στα μελομακαρονακουραμπιέδεςδίπλες,δεν σας πάει.
6.Πολύ μαύρη σκια+μάσκαρα+μολύβι=βαμπίρ.
7.Πολύ βαθύ ντεκολτέ.Μια λέξη.Στέλλα Μπεζεντάκου.Εκτός κι αν είστε η Στέλλα Μπεζεντάκου,οπότε καλωσορίσατε στο μπλογκ αυτό.Ή θέλετε να πετύχετε το λουκ Στελλίτσας,άρα βουρ.
8.Κι αν κάνετε λάθος,οι περισσότεροι θα μεθύσουν και δεν θα θυμούνται τίποτα.Και μάλλον θα μεθύσετε κι εσείς οπότε δε θα σας νοιάζει.
9.Και στο κάτω κάτω,η πρώτη ή η τελευταία θα στε;
10.Μην πιείτε όλη τη σαμπάνια.Αφήστε και για μενα,κανα μπουκάλι.Τουλάχιστον.
Άντε και καλές γιορτές,που μεταξύ μας δεν το βλέπω,γιατί πάντα χάλια είναι,αλλά έστω.

Monday, December 18, 2006

Στιγμές

Ο πατέρας μου σιωπηλός να δακρύζει πάνω στον τάφο του καλύτερου του φίλου στο Μάνχαιμ και να μου λέει "θέλω να μείνω μόνος μαζί του".Τα σιωπηλά μαθητικά μου χρόνια με τις συμμαθήτριες μου να μυρίζουν ckone,την κολώνια της μόδας τότε,και white musk του body shop.
Η πρώτη κρίση στα 12.Το βράδυ που είδα το "Trust" του Hal Hartley και το 'Τελευταία Έξοδος-Ρίτα Χειγουορθ" σε ένα κινηματογράφο κάπου στα Πατήσια,μήνας Μάιος μέσα στα τσιμέντα.Το κοριτσάκι της Ρ,να μου τραβάει το χέρι και να μου λέει επίμονα "φουστάνι,φουστάνι" στο νησί φέτος και να κουνιέται πέρα δώθε,και να παίζει με τη σφουγγαρίστρα σα να είναι κούκλα.Το παγωμένο πρωί που σχεδόν μύριζα το φρεσκοσπασμένο μου υμένα καθώς έπινα καφέ.Όλο το έρημο βράδυ στο αεροδρόμιο Stansted στην Αγγλία,πτήση για Βενετία,που έγραφα ημερολόγιο και διάβαζα το "Rings of Saturn" του W.G Sebald.Το βράδυ που σχεδόν έπαθα δηλητηρίαση από το αλκόολ και έτρεμα και νόμιζα πως πεθαίνω-ίσως και να πέθαινα.Το "Prozac Nation' της Elizabeth Wurtzel,Χαιδελβέργη και για πρώτη φορά το όνομά μου σε κουδούνι.Τα πρώτα ακριβά μου καλλυντικά, κραγιόν και βερνίκι rouge noir,Chanel.Οι αγκαλιές.Ο Φ.σε κρίση στέρησης.Τότε που οι φίλες μου σταμάτησαν να μου μιλάνε και έκαναν σα να ήμουν αόρατη.Το Η+Μ.Η Λολίτα του Ναμπόκοωφ,ο Κέρουακ.Να διαβάζω δυνατά Τ.Σ Έλλιοτ μόνη "I do not think that they will sing to me".Σεφέρης με δάκρυα.Να βάζω υγρό eyeliner,παγωμένα πρωινά σε σταθμούς τραίνων,η μέρα που ακουγα την Αράχνη του Σωκράτη πριν ταξιδέψω στην Οξφόρδη.Τα γαμημένα προάστια της Αθήνας,μπάνιο στη θάλασσα που δεν πίστευα ποτέ πως μπορεί να υπάρχει τόσο καθαρό και κρύο νερό.Ποτίζω τα λουλούδια στο χωριό με το παλιό ποτιστήρι του παππού.
Πασταλιάζω φύλλα καπνού στις Σέρρες,γονατιστή.Κλαίω στο θέατρο,σε ΕΚΕΙΝΗΝ την παράσταση με λυγμούς και την επόμενη μέρα βλέπω εκείνο το όνειρο.
Η μάνα μου στα μαύρα πλένει τον τάφο,Μεγάλη Παρασκευή.Ο Καζαντζίδης.Και πάντα κλαυσίγελος,πάντα.

Saturday, December 16, 2006

οι λύκοι..

Πρωινό με τραγούδια από μιούζικαλ και ναπολιτάνικες καντσονέτες,η Ντόρις Ντέυ του τεχνικολόρ μπροστά στο τζάκι,μαργαριτάρια πάνω στο γραφείο μαζί με ξεσκονόπανα και η Κερασία τραγουδάει Χιώτη.Είμαι ο πιανίστας του 1900.Είμαι η Ίλια με το τσιγάρο να βουτάει στο Πέραμα.Είμαι η κακιά μάγισσα.Είμαι η αιώνια νιότη.Είμαι ο Ντόριαν Γκρέυ χωρίς πορτραίτο.
Τατουάζ πάνω στο λευκό δέρμα σου,η μάνα μου ακούει στο μαχαίρι μου είπες.Φίλοι που δεν ξέφυγαν.Γαλάζιες βελούδινες πλατφόρμες με το τακούνι να λείπει.
Τα άλογα του κινέζικου ωροσκοπίου δεν υπακούν στους κανόνες του πλήθους.Οι μέρες μυρίζουν 1993.Και από τότε όλα άλλαξαν.
Κοιμήσου τώρα,και πάνω στο λευκό,φιλικό χιόνι θα στάζει το δικό μου αίμα σα βροχή και οι μοναχικοί λύκοι θα τριγυρνούν δακρύζοντας.

Friday, December 15, 2006

Αχ...

"Κι ανάβουν τα φώτα
και το όνειρο σβήνει
και το ένα ποτήρι
αχ γεμάτο έχει μείνει"...
Χιώτης-Οικονομίδης

Thursday, December 14, 2006

Κι αν έρθεις;

Κάποια μέρα θα έρθεις ξαφνικά όπως έφυγες χωρίς κουβέντα.Μπορεί να πάμε σε ένα ξενοδοχείο,μπορεί να έρθεις να με βρεις στο σπίτι,στο δρόμο,στο θέατρο,στη δουλειά.Δε θα μιλήσεις και δε θα μιλήσω,θα πιούμε καφέ ακούγοντας Πιαφ και Πιατσόλα και δε θα αντέχω να σε κοιτάζω.
Θα κάνουμε έρωτα,θα μπεις μέσα μου,μια δυο τρεις,όρθια με τα χέρια στον τοίχο,θα με δαγκώνεις,θα με τσιμπάς και θα τραβάς τα μαλλιά μου,δε θα νιώθω τίποτα πια,η αδιαφορία μου θα σε ερεθίζει περισσότερο και θα γαμάς με περισσότερη μανία,θα δαγκώσω τα χείλια μου δε θα φωνάξω δε θα σου κάνω το χατίρι.Θα μου σφίγγεις το στήθος και θα βαριανασαίνεις μέσα στο αυτί μου,αλλά ούτε θα με αγγίζεις ούτε θα με φιλάς για να με τιμωρήσεις,θα βλέπω το σώμα σου και εσένα δε θα σε βλέπω,ούτε θα σε ακούω,θα κρυώνω και θα σου αρέσει.Πάντα έτσι σου άρεσε.
Θα τελειώσεις με σπασμούς,ένα δύο,θα γυρίσεις την πλάτη και θα πας στο μπάνιο να πλυθείς,θα ανάψω τσιγάρο και θα κατεβάσω τη φούστα μου,γιατί με κάνεις να νιώθω τόσο φτηνή,θα βάλω το παλτό μου,θα γυρίσω την πλάτη και θα φύγω,θα μπω στον ηλεκτρικό και θα νιώθω πως όλοι ξέρουν,και πάλι δε θα με νοιάζει.

Tuesday, December 12, 2006

Ίδια και απαρράλαχτα,στο ίδιο δωμάτιο με τα ίδια έπιπλα για χρόνια.Πόσα πέρασαν ούτε κι εγώ θυμάμαι.Και η πίκρα ξανάρχεται.Όλοι προχωρούν και εσύ μένεις στάσιμη,εσύ μόνο,σε κινούμενη άμμο.Τίποτα,έτσι απλά,θα μεγαλώνεις,θα γερνάς,και θα μείνεις σαν κούκλα άθικτη μέσα στο κουτί της που δεν παίχτηκε ποτέ.
Και για όλους μοιάζουν όλα τόσο απλά.Κι εσύ στάσιμη με τα κόκκινα μολύβια και τα τσιγάρα.
Μώλωπες που δεν φεύγουν στην ψυχή,σιγανά ουρλιαχτά,ένα σώμα που δεν ησυχάζει, με χάπια με αλκοόλ με τσιγάρα.
Και πες μας,από τι θες να ξεφύγεις επιτέλους;
Άρχισε και το γνωστό το κρύο.Χρόνια τώρα και το στήθος ακάλυπτο.Όύτε καν μπαίνεις στον κόπο να το καλύψεις με τα χέρια.Ούτε καν ντρέπεσαι.Ούτε καν σε νοιάζει.
Και τριγύρω η νύχτα πέφτει για να ξαναφύγει.Και ήρθε ή ώρα.
Κυρίες και κύριοι,αρχίζει ο μεγάλος τρόμος.

Monday, December 11, 2006

Όσφρηση

Χωρίς εκείνη δεν υπάρχω.Καταλαβαίνω ανθρώπους ,τους συμπαθώ,τους αντιπαθώ,τους ερωτεύομαι,τους νιώθω κοντά μου,μακριά μου,καταλαβαίνω σπίτια,χώρους,μέρη.
Φρεσκοκομμένο γρασίδι και βρεγμένο χώμα,αλατισμένα βράχια,παιδικά δέρματα,παλιοί εραστές και αρώματα με πάνε σε πατρίδες γνωστές και άγνωστες,δωμάτια,εκκλησίες,πόλεις,χώρες.Δεν χρειάζεται καν να τις δω.
Και τώρα,που την έχασα λόγω κρυώματος,είμαι μισή.Δεν απολαμβάνω καφέ,σεντόνια,κοντινούς ανθρώπους,χάος.Δακρυσμένα μάτια,βουλωμένα ιγμόρια,ένας κόμπος κάτω από τα φρύδια και ζαλάδα.Δεν είμαι εγώ.Και ας μοιάζω ίδια και απαράλλαχτη.
Αν κάνουμε έρωτα,θα κοιμάσαι με κάποια άλλη,θα δαγκώνεις κάποια άλλη,θα πιάνεις τα δάχτυλα κάποιας άλλης,και ανταπόκριση δε θα χεις.
Βοήθησέ με όμως να χτενιστώ.Βρέξε μου τους κροτάφους,πες μου ιστορίες ασήμαντες,τις ρουφάω σα σφουγγάρι.Και όταν φύγεις,μη σβήσεις το φως,άσε ένα γαλάζιο λαμπάκι,θα το φωνάζω με το όνομά σου μέχρι να έρθεις.

Sunday, December 10, 2006

Επειδή έχω κέφια σήμερα

θα αντιγράψω τον Έντεκα κι εγώ.Έντεκα πράγματα που μου φτιάχνουν το κέφι,no matter what.
1.Η στήλη του Θάνου Αλεξανδρή στην Άθενς κάθε Πέμπτη
2.Τα βιβλία του Bill Bryson
3. Ένα ζεστό μπάνιο
4. να διαβάζω την Ελληνική Μυθολογία του Νίκου Τσιφόρου,ξανά και ξανά
5.να ξαναφτιάχνω τα συρτάρια μου,μυρίζοντας φρεσκα ασπρόρουχα
6.να καθαρίζω το μπανιο,με σφουγγάρι και χλωρίνη(πέστε με υποχόνδρια,δε με νοιάζει)
7.οι ηχογραφήσεις του Γιώργου Μαρίνου από τη Μέδουσα
8.οι φρέσκες φράουλες και τα κεράσια
9.η ταινίες του Αλέκου Σακελλάριου
10.ζεστό ψωμί
11.το να γελάω με τον εαυτό μου.Κυρίως.

Saturday, December 09, 2006

Επιτέλους

Επιτέλους,ζέστη και στοργή.Λευκό ανγκορά,κουβέρτες,φλοκάτες,ζεστός καφές.Ψηλά τακούνια,λίκνισμα,τα δάχτυλα μαζεύονται στις χούφτες για ζεστασιά.Τυλίγομαι σε μαγικές εσάρπες,ανεβαίνω στο γραφείο,κοιτάζω έξω,άρωμα τζακιού και κάστανα.
Το σπίτι μου βεστιάριο.Μυρωδάτα ασπρόρουχα,πούδρα,ένα τσιγάρο ακόμα,γυμνό σώμα σε καμβά,δέρμα με δέρμα.Νυστάζω στην αγκαλιά σου,σημάδια από το μαξιλάρι στο πρόσωπο.
Όμορφη λέξη το σώμα.Κάτω από τα παπλώματα,δαγκώνω τα χείλη μου,το φως κάνει σκιές.
Δεν είμαι μόνη και ας είμαι μόνη.Μαζεύω τα μαλλιά μου ψηλά και τα αφήνω να πέσουν στους ώμους,με κυριεύει η νάρκωση.
Σου προσφέρομαι σα γεύμα.Και είμαι έτοιμη.

Thursday, December 07, 2006

Δεκέμβρης

Δεν μου αρέσουν πια τα καταστήματα.Κοιτάζω κατευθείαν την πόρτα.Έξοδος Κινδύνου.
Το στομάχι μου με ενοχλεί όλο και πιο συχνά.Τάσεις για εμετό.Τα βλέπω όλα κόκκινα.
Και ζεσταίνομαι.Ζεσταίνομαι πολύ.Δε ζηλεύω.Μόνο τη δροσιά ζηλεύω.
Δεν πεινάω πια.Τρώω από ανάγκη για επιβίωση.Θέλω να βάλω τάξη και δεν μπορώ.
Τάξη στις σκέψεις,πρόγραμμα.Πάντα έτσι δε γινόταν,ακόμα και τελευταία στιγμή;
Ζητάω σιωπή και γράφω,γράφω ασταμάτητα.Θα ήθελα να φωνάξω"θέλω να μείνω μόνη" στο κενό.
Δεν επαναπαύομαι,δεν ηρεμώ.Τραντάζομαι στον ύπνο μου.Θέλω να δω τα ξημερώματα και δεν έρχονται.
Σίσυφος.Τάνταλος.
Δεν μπορώ να ξεκουραστώ.Αν το κάνω,θα ναι για πάντα.

Tuesday, December 05, 2006

Άλκης Αλκαίος

Δεν τον έχω δει ποτέ.Ούτε σε φωτογραφία.Δεν τον έχω ακούσει να μιλάει.Δεν ξέρω τίποτε για αυτόν.
Αλλά τον γνωρίζω.Μένει στο σπίτι του τα βράδια και δουλεύει.Είναι άνθρωπος καθημερινός και απλός.Έχει χιούμορ.Μπορεί και να ασχολείται με την κηπουρική.Έχει λίγους φίλους.
Θυμοσοφεί.Καπνίζει πολύ.Του αρέσουν τα αναμμένα τζάκια και οι μακρινοί περίπατοι.Να περπατάει ανάμεσα στα πεσμένα φύλλα.
Δεν τον έχω δει ποτέ.Αλλά τον ξέρω.Είναι για μένα ο πιο σημαντικός Έλληνας στιχουργός.
Ακούω τους στίχους του τα βράδια.Δε νομίζω πως φαντάζεται πως μια κοπέλα σε αυτό το συρφετό των μπλογκς και το χάος τους γράφει για εκείνον με κατάνυξη.
Σας ευχαριστώ για την παρέα.
"Ελλάδα,Βέμπο μου και Μέρυλιν Μονρόε
Ελλάδα,Ελύτη μου και Έντγκαρ Άλλαν Πόε
Ελλάδα,μάγισσα,παρθένα και τροτέζα μου
Ελλάδα,Τούμπα,Αλκαζάρ και Καλογρέζα μου"

Monday, December 04, 2006

Μπαλόνι

Είμαι πρησμένη ολόκληρη,μαλακή σα μπαλόνι γεμισμένο με νερό που σακουλιάζει στις άκρες.
Έφαγα ένα ολόκληρο κουτί μπισκότα χωρίς να το καταλάβω.Πονάνε τα μάτια μου,κρυώνω.
Κοιτάω το ταβάνι ξαπλωμένη στο κρεβάτι.Έρχονται γιορτές.Πηγαίνω πάνω κάτω το σπίτι σαν οδοιπόρος,ίσως και ασθενής.
Τσιγάρο,κι άλλο ένα.Γκρίζα ρούχα,είμαι γάτα,γκρίζα με πράσινα μάτια και βελούδινα πόδια βαμμένα με βερνίκι rouge noir.Περπατάω χωρίς να κάνω θόρυβο.Ορμάω εκεί που δεν το παίρνεις χαμπάρι.
Στο φεγγάρι κάνει κρύο.Κολυμπάω σε λίμνες με θερμό νερό που βγαίνει ανάμεσα στους πάγους γυμνή. Περιεργάζομαι το σώμα.Μάτι το ένα πιο μικρό απ'το άλλο, έντονα μήλα,χέρια μακριά,ραγάδες στα πόδια,φύλο σκιερό,φρύδια κάπως πιο γεμάτα,γάμπες ανήσυχες,στήθος,στέρνο,λαιμός,μικρή κύφωση στην πλάτη.
Βουτάω το κεφάλι μέσα στο νερό και στάζω.Δε με νοιάζει,δε με νοιάζει.
Θυμάσαι τότε που μάζευα λουλούδια και στα πρόσφερα;Που πηγαίναμε βόλτες με το Βόλβο στα γειτονικά χωριά;Που μύριζε η κάμαρα της γιαγιάς απ΄τα τσιγάρα σου και τις πυζάμες σου;Που μικρή τις μύριζα όταν έλειπες;Που δεν άφηνα κανέναν να κάτσει στην καρέκλα σου στο τραπέζι;Που ταίζαμε τις πάπιες;Που παρακαλούσα για ένα κουνελάκι;Που μου αγόραζες βιβλία;Που καμάρωνες για μένα,ε μπαμπά;Θυμάσαι;Καμαρώνεις ακόμα;
Το κουμπί στο κομοδίνο του ξενοδοχείου που έβαζες ραδιόφωνο.Τα μπουκάλια με το αφρόλουτρο που μας έβαζαν.Το τρόλευ με τα γλυκά τις Κυριακές και η ζεστή σοκολάτα.
Τα φλαμπέ.Αποκοιμιόμουν στον καναπέ και σε περίμενα.Σημειώματα στο γραφείο σου,σ'αγαπώ πολύ.
Και κοιτάω το σώμα μου με τα παλιά μου εσώρουχα.Και σκεπάζομαι με την κουβέρτα.Αν το κοιτάξω παραπάνω,θα λιώσει.
Το ταπείνωσαν πολύ βλέπεις.Και δεν το σκέπασαν τη νύχτα.Υπήρξαν και μερικοί που προσέφεραν όμως.'Ελα και σένα να σε ζεστάνω,θα κάνει κρύο απόψε.

Friday, December 01, 2006

Παιδί χωρίς αμαρτίες,αυτό είναι για σένα.

Ήμουν εκεί μου είπε και δεν το περιμέναμε.Το κεφαλάκι του ήταν όλο γεμάτο αίματα.
Τι όμορφο μωρό,τι όμορφο παιδί.Τι έφταιξε και ο γιατρός.Κι εσύ τα ίδια.Και ζήλευες.Ζήλευες.Δεν καταλάβαινες μικρή ήσουν και ήθελες κι εσένα να σε αλλάζουν και να σε ταίζουν και παραπονιόσουν.Φοβόμασταν αν θα πείραζε την ψυχούλα σου.Πόσο ήσουν τότε;Κοριτσάκι.Τον είδες;Τον θυμάσαι;Όλοι τον αγαπούσαμε.Τέτοια μάτια όμορφα.
Θυμάσαι;Τον είδες;
Τότε;
Τον είδα. Με το σεντόνι καλυμμένο.Και θυμάμαι.Όλα τα θυμάμαι.Μη με ρωτάτε.Δεν μπορείτε να ξέρετε.
Και πιστεύω στους αγγέλους.Ποιος θα προσέχει τώρα εκεί το παιδί;Μήπως κρυώνει;
Μαύρα μάτια και μεγάλα ζυμωμένα με το γάλα.
Τον είδα.Και θυμάμαι.

Tuesday, November 28, 2006

Φύσα αεράκι

φύσα βοριά και πήγαινέ με στα νησιά,πήγαινέ με στα ποτάμια τα μανιασμένα πήγαινέ με στη Σκιάθο στη Σύμη στην Αμοργό στην Κύθνο στη Σύρα.
Πήγαινε με στο σπίτι του Κοσμοκαλόγερου να δω το μοναστικό του κρεβάτι.Ίσως ένα μαγκάλι πολύ κρασί και τα χέρια σταυρωμένα.Μια εικόνα της Παναγίας και μια καράφα νερό στο κομοδίνο.Να προσευχηθώ και να τραγουδήσω σιγανά στον τάφο, να φάω σε μια ταβέρνα με τους ψαράδες.
Πήγαινέ με στην Κύθνο στα βράχια της Παναγιάς της Κανάλας να δω τη Σέριφο.Τα τεράστια βράχια που έγιναν η ζωή μου.
Στη Σύρα στη Μεγάλη Χίμαιρα και στον Μάνο τον Ελευθερίου.Και στη Σύμη στα κουφετένια σπίτια.Πήγαινέ με στο Γλαύκο τον παλιό ναυτικό να μου δείξει να μπαλώνω δίχτυα να του φτιάξω φασκόμηλο.
Πήγαινέ με εκεί που δε θα μου πιουν το αίμα να φορέσω κι εγώ τα μαύρα να ξυπνάω χαράματα να ανάβω το τζάκι.
Χριστούγεννα στη λειτουργία να κοινωνήσω κρασί και ξεροβόρια.
Νυν απολύεις το δούλο σου δέσποτα.

Monday, November 27, 2006

Ζεσταίνομαι

στο δρόμο στο σπίτι στο πάτωμα.Στάζει ιδρώτας στην τσάντα στο αυτοκίνητο στα πλακάκια.
Η σάρκα πεινάει τάισέ με.Δες το πρόσωπό μου στο φως σαν πρόσοψη άψυχη.
Άφησέ με να λυποθυμήσω τάισέ με μαλλιά αγγέλου,λουίζα και βελγικά μπισκότα βουτύρου μπουκιά μπουκιά.Σήκωσέ με να πιω απ'την πηγή βοήθησέ με να γδυθώ μόνη μου δεν μπορώ θα πέσω.Μη βάζεις μουσική απόψε και ας μη μιλήσουμε.Πές μου για τις διακοπές στη Ρώμη που δε θα πάμε ποτέ."Και εδώ η Ωντρευ Χέπμπουρν αποκοιμήθηκε στον ώμο του Γκρέγκορυ Πεκ".Για τα φεττουτσίνε στου Αλφρέντο που δε θα φάμε.Για τη νυχτικιά στο έργο-"You know,I've heard that there are people who sleep with nothing on".Για τη νυχτικιά που ζητάει-μόνο εγώ θα μπορούσα να ζητήσω τέτοιες τρέλες σε τόσο περίεργες στιγμές στη ζωή,όχι στο σινεμά.Δείξε μου τις φλέβες σου και τους καρπούς σου είναι άφθαρτοι.
Θα μπορούσα να είμαι 6 χρονών.Είμαι η αιώνια νιότη κλείσε με σα σταγόνα με την κούκλα μου στο γυάλινο μπουκάλι.
Δεν έχω πια μονοπάτι δεν έχω πια μυρωδιά.Ζω στο κατάρτι τουπλοίου και φθείρομαι άσε με πάρε με κοντά σου.Γίνε ξύλο να γίνω νερό.
Θα μπορούσα να είμαι ακόμα 6 χρονών...

Saturday, November 25, 2006

Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

Θέλω να κλάψω,έτσι νιώθω
όπως κλαίνε τα παιδιά στο τελευταίο το θρανίο
γιατί δεν είμαι ποιητής,ούτε άντρας,ούτε φύλλο,
μα σφυγμός πληγωμένος που τα πράγματα σκαλίζει απ'την άλλη τους μεριά.

Θέλω να κλάψω,τ' όνομά μου να φωνάξω
Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, στην όχθη τούτης της λίμνης
αυτό που είμαι να δηλώσω,άνθρωπος με αίμα
που αρνιέται τη χλεύη και τους υπαινιγμούς των λέξεων.

Εδώ,πλάι στο γυμνό νερό
την ελευθερία μου ζητώ,την ανθρώπινη αγάπη μου
όχι για το πέταγμα που ίσως μου δώσει,το φως ή τον καυτό ασβέστη
μα για τον ενεστώτα χρόνο μου που περιμένει στη σφαίρα της τρελής αύρας.

Thursday, November 23, 2006

Έχω πυρετό και παραισθήσεις.Φτιάχνω κακάο για να παρηγορηθώ με τη σοκολάτα και δε νιώθω γεύσεις,βλέπω εικόνες στην τηλεόραση και δεν εστιάζω.
Θέλω νανούρισμα και χάδια.Ανάβω τσιγάρα,σβήνω τσιγάρα,μια φωτιά,δυο φωτιές,νυν απολύεις το δούλο σου δέσποτα.
Φαντάζομαι ένα δωμάτιο με ζεστό ξύλο και κόκκινα και άσπρα χαλιά.Και φως,πολύ φως.Και φλοκάτη στο πάτωμα.Να προσπαθώ να αγγίξω τα δάχτυλα των ποδιών μου και να μην τα καταφέρνω και να γελάω.
Μακάρι να ήταν παρηγοριά το αλκοόλ.Μακάρι να ήταν παρηγοριά η πολυκοσμία.
Σκέφτομαι προορισμούς και τους αναιρώ.Στοκχόλμη,Κοπεγχάγη.Θα κρυώνω.
Παρίσι.Ακριβό και δεν ξέρω γαλλικά-ούτε όρεξη να μάθω.Λονδίνο,πάει η ατμόσφαιρα της παμπ πια,δενμου αρέσει πια.Δεν αντέχω την υγρασία.Το Βερολίνο με πλακώνει με την ιστορία του.Άλλη πλευρά του Ατλαντικού;Αλάσκα;Ακούγεται ρομαντικό,αλλά όχι για μένα τη Μεσόγεια.Όλη σου τη ζωή προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου πως δεν είσαι κάτι γιατί είσαι ακριβώς αυτό και δεν το αντέχεις.
Νέα Υόρκη;Μπορεί.Καλιφόρνια φοβάμαι.Μέην.Δε θα ταν άσχημα.
Θα νοικιάσω μια γκαρσονιέρα στο απόκεντρο
κάπου,δεν έχει σημασία
θα χω λίγα πράγματα
θα αγοράσω ένα τεράστιο πάπλωμα με φτερά χήνας και θα χοροπηδάω πάνω στο κρεβάτι
θα μου στέλνουν απ'την Ελλάδα σύκα ξερά και Ίον αμυγδάλου
θα κατεβαίνω νωρίς να ψωνίσω γάλα και ψωμί στο φούρνο
θα πιάσω δουλειά σε ένα παιδικό βιβλιοπωλείο
τα Σάββατα θα καλώ φίλους για πρωινό με ριζογκοφρέτες
θα μάθω να φτιάχνω μαρμελάδες και λιόπαστα με καρύδι
δε θα ξέρεις που είμαι πια
θα πηγαίνω στη συναγωγή και στην ορθόδοξη εκκλησία
τα βράδια θα διαβάζω θεατρικούς μονολόγους
θα χαζέυω την αυγή στα περβάζια
τα καλοκαίρια θα πηγαίνω εκδρομή στη λίμνη και θα πονάω αλλά δε θα ναι το ίδιο

ζαλίζομαι-Imperial leather και ύπνος με ανοιχτά παράθυρα,δε θα με πειραζε να με δεις μέσα στην γυαλάδα του πυρετού και να μου διαβάσεις λίγο Χριστιανόπουλο,το πρωί να έχω δίπλα μου ένα καινούριο πακέτο χαρτομάντιλα και να δω το πρόσωπό μου στον καθρέφτη όπως είναι,και ας μην έχω πια γεύση.

Wednesday, November 22, 2006

Θλίψη

Η θλίψη δεν συνηθίζεται να ακολουθείται από η λέξη "ομορφιά".Και όμως.
Όλο το πρωί με τις δουλειές ακούω το "Ματωμένο Γάμο" του Χατζιδάκη.Ναι,είναι λυπημένο και μιλάει για μια τραγωδία.¨Όμως,είναι τόσο όμορφο!Κάνει την καρδιά μου να σκιρτάει σαν το πουλάκι στη φωλιά.Φαντάζομαι την όμορφη νύφη να το σκάει μέσα στη νύχτα και να λάμπει από αγάπη και ας ξέρει.Φαντάζομαι το γαμπρό μέσα στην απόγνωση σαν τσακισμένο λαικό ήρωα.Και πάνω από όλα,φαντάζομαι τη μάνα.Και πάντα έχει την όψη της δικιάς μου μάνας.Που μέσα στα μαύρα της ρούχα έμοιαζε,και ακόμα μου φαίνεται σαν την πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου.Και ας μην ήταν ποτέ κοκέτα και ας μην έβαζε άρωμα και ας μην έμοιαζε με τις άλλες μανάδες.Τα φρύδια της ήταν γεφύρια και η κοιλιά της χωράφι και τα μάτια της αστέρια και καθρέφτες μαζί.Και γελούσε.Και γελάει.Και άστραφταν οι καθρέφτες όλου του κόσμου.Και σηκώνεται το πρωί και φτιάχνει καφέ και καλημερίζει το βουνό.και την αντιχαιρετάει.
Διαβάζω το Δίφωνο και βλέπω τον Κραουνάκη με τη Λίνα.Στις φωτογραφίες διαβάζουν μαζί στο κρεβάτι,κουβεντιάζουν στον κήπο.Ζηλεύω.
Ζηλεύω το δέσιμό τους.Που είναι παραπάνω από έρωτας και δεν σπάει και ας είναι εύθραυστος.Ζηλεύω που με ένα βλέμμα κατανοούν.Τα κοινά τους βιώματα.Που ο Σταμάτης πάει στο σπίτι της για να ξεκουραστεί λίγο και μετά συνεχίζει.
Ζηλεύω που διαβάζουν μαζί στο κρεβάτι ξυπόλητοι.
Αλλά μετά θυμάμαι κάτι που είπε σε μια συνέντευξη η Νικολακοπούλου και βάζω το καπέλο μου για έξω.
"Όταν βλέπω μια μητέρα να παίζει με το παιδί της ή έναν άντρα να καπνίζει το τσιγάρο του στη λιακάδα θυμάμαι ξανά τι είναι η πργματική ευτυχία.Και σκέφτομαι ότι αυτή την ευτυχία την αξίζω κι εγώ."
Αυλαία και πάμε λοιπόν.

Monday, November 20, 2006

Μουσική...

και ονειρεύομαι."Σαράντα παλικάρια στην άκρη του γιαλού επαίξανε στα ζάρια για τη μικρή Ραλλού" με τον πρωινό καφέ.Συνεχίζω με Κάλλας και Ενρίκο Καρούζο καθώς ετοιμάζομαι.
Ο ήλιος βγήκε.Δεν έφυγε ακόμα η δροσιά του πρωινού,ανεμίζουν οι κουρτίνες.
Κουράστηκα να διαβάζω πολύ.Θέλω να πάρω βαθιές ανάσες.Έλα να με ζεστάνεις.
Να πάμε βόλτα με αυτοκίνητο και να ακούμε Τζόνυ Κας και να γελάμε υστερικά.Να σταματήσουμε σε ένα ξέφωτο και να στριφογυρίζω χαρούμενη.Να με φιλήσεις πάλι.
Χτες το βράδυ,"το τέλος μιας σχέσης" όσο ετοιμαζόμουν για ύπνο.Θυμάμαι την ταινία.
" This is a diary of hate".Το ξέρω το σώμα αυτό της Τζούλιαν Μουρ.Να πέφτουν οι τοίχοι ολόγυρα και εκείνοι στο μικρόκοσμό τους.Έβλεπα το τρέιλερ της ταινίας "Πεθαίνοντας στην Αθήνα" πρόσφατα,μια σκηνή όπου η νεαρή ενζενύ στο κρεβάτι σηκώνει το σεντόνι για να δει ο εραστής της το γυμνό της σώμα.Και αυτή την έκφραση την ξέρω.Αδημονία,αγωνία,χαρά και μια στάλα πόνος.Άκουγα τη μουσική από το "Τέλος μιας σχέσης" μέσα στα σκοτάδια του δωματίου ολομόναχη.Αγκάλιασα το μαξιλάρι μου και χώθηκα πιο βαθιά μέσα στα σκεπάσματα και ας μην έκανε κρύο.
Σηκώθηκα και έβαλα άλλο."Οι φίλοι μου σαλτάρουνε.."
Και τώρα είναι πρωί και τα μακριά νύχια της νύχτας συρρικνώθηκαν.
"Με την Ελλάδα καραβοκύρη" και θέλω κι εγώ να στρωθούν λουλούδια σε όλα τα πέλαγα.
Θα νοικιάσω το "Διακοπές στη Ρώμη" και θα φάω μηλόπιτα με μπόλικη κανέλα σε ένα καφέ.
Στο χαμόγελο της Ώντρευ θα ξαναβρώ και το δικό μου.
This is not a diary of hate.

Sunday, November 19, 2006

Ruby shimmer..

το κραγιόν που άνοιξε στην τσάντα μου το χτεσινό βράδυ και τα έκανε όλα χάλια.Όλα είναι πια κόκκινα.Καφές και κονιάκ στην πλατεία για το μνημόσυνο του γείτονα,κρυώνω,πίνω λίγο κονιάκ να ζεσταθώ,τετριμμένα λόγια,τι λες σε στιγμές τέτοιες,δυο μέρες τώρα κοιμήθηκα άθλια.
Θέατρα.Ματωμένος γάμος,Τριαντάφυλλο στο στήθος,Ντα.Θα τα καταφέρω να τα δω;
Γκάτσος στην τηλεόραση.Αφιέρωμα.Συζητάμε στο τραπέζι για τα ποιήματά του.Δεν είδα την εκπομπή,αλλά ο Γκάτσος είναι στο αίμα μου πια,από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ξέρω στίχους του.Διάβασα την Αμοργό στα 16 και ξαναγυρνάω συχνά.Δεν χρειάστηκε να γράψει άλλη συλλογή και ας τον κατηγόρησαν τόσο οι δυσκοίλιοι λόγιοι.Με οικονομία λόγου και αγάπη στους στίχους του χώρεσε τη φύση και τους προβληματισμούς του ανθρώπου,με λόγια απλά αλλά όχι απλοικά.Και τα κατάφερε.Και αγαπήθηκε από όλους.Και αυτό οι δυσκοίλιοι λόγιοι δεν του το συγχώρεσαν ποτέ.
400 τραγούδια.Σαν ταινίες μικρού μήκους ή πίνακας με τις πινελιές ακρίβειας του πιο ταλαντούχου ζωγράφου.Συγχωρέστε με αν γίνομαι ξεροκέφαλη.Τον αγαπώ πολύ.Και για αυτά και αυτούς που αγαπώ έχω πάθος.Και το πάθος με έχει λυτρώσει από τους δαίμονές μου.
Κυριακή με σώμα ταλαιπωρημένο.Με ψυχή ακόμα ζεστή.
Βρήκα ένα ξέφωτο στο δάσος των μπλογκς,έχτισα ένα σπιτάκι,έψησα μπισκότα και καφέ για τους διαβάτες για να ξαποστάσουν και το διακόσμησα με κρεμασμένα φορέματα στους τοίχους.Συνεχίστε το δρόμο σας.Δεν θα μετακομίσω,όχι σύντομα.

Saturday, November 18, 2006

Κρύα χέρια

σχεδόν κέρινα,αφυδατωμένη και σκονισμένη με απειλή από πάνω φωτεινή τον ήλιο,όλοι οι ήχοι ένα ανακάτωμα,αυτοκίνητα και τραγούδια και η μηχανή του καφέ και το τσακ του αναπτήρα.
Χλωμή σα να μαι μπροστά στους εκτελεστές με μάτια ανοιχτά να τους κοιτάω κατάματα -πώς ένιωσες άραγε Ελένη,κι εσύ Αλεξάνδρα;πως;-
διαβάζω ξανά και ξανά το σημερινό κείμενο του Ξανθούλη στην Ελευθεροτυπία,διαβάστε το αν θέλετε να δείτε ένα πραγματικό υπόδειγμα γραφής,με ήθος,σεβασμό στο λόγο,στο παρελθόν,στον τόπο και στην μόνη πατρίδα που υπάρχει,την πατρίδα της παιδικής ηλικίας,ακούω ξανά στίχους του Τριπολίτη,με τρυπάνε μολυβένιες σφαίρες,"να φοβάσαι τους Μπεντουίνους" είχε γράψει ο Τσίρκας και η σκέψη είναι τόσο επικίνδυνη,το πιο κοφτερό όπλο,κοίτα με,κοίτα με πως λάμπω στη σκηνή.

Thursday, November 16, 2006

Uranya

" Κι έκλαψα πολύ
για κείνα τα φιλιά
που δε σου δωσα ποτέ μου
άδεια μου αγκαλιά"...

Tuesday, November 14, 2006

Cinderella,thou shall go to the ball!

Δεν μου άρεσε η Σταχτοπούτα.Μου άρεσε η Χιονάτη γιατί την έβρισκα πανέμορφη με τα κατάμαυρα μαλλιά,το κατακόκκινο στόμα και το δέρμα σαν ριζόχαρτο,λευκό,διάφανο.
Πιο πολύ μου άρεσε η Μικρή Γοργόνα που ζούσε στο βυθό,κολυμπούσε πάντα με χάρη προς την επιφάνεια και ήταν τόσο αξιαγάπητη και ζαβολιάρα και ο μπαμπάς της τη λάτρευε.Και μιλούσε και στα ψαράκια,και έκανε και του κεφαλιού της.
Και ο Γκαρής ο γαιδαράκος που είμαι εγώ σε καρτούν.Γκρινιάρα, και απαισιόδοξη αλλά πάντα στο τέλος χαρωπή-και ευτυχισμένη.
Πλένω τα πινέλα του μακιγιάζ και έχω πάλι τα παράθυρα ορθάνοιχτα.Βράζει το νερό για το τσάι που θα σερβίρω στα πορσελάνινα φλυτζάνια με κύβους μαύρης ζάχαρης.Το ακούω νκοχλάζει.Δεν έχω ξύλα για να ανάψω τζάκι και να κουρνιάσω φορώντας την παλιά φανελένια πυζάμα του μπαμπά μου.Έχουν κάτι τα φθαρμένα ρούχα με τη μυρωδιά των αγαπημένων...
Στην σόμπα πετρελαίου της γιαγιάς πάντα έβραζε η τσαγιέρα για να υγραίνει το χώρο και να μας φτιάχνει αφεψήματα-άλλη γεύση είχε το νερό του Παρνασσού,άλλος ο ύπνος κάτω από τα παπλώματα της προίκας της.Και έκαιγε και το καντίλι στη γωνία και φώτιζε το εικόνισμα,και δε φοβόσουν όσο και αν φυσούσε έξω και κατέβαζε παγωμένο αέρα.Ξυπνούσαμε νωρίς με τα κοκόρια,κακάο για τα παιδιά,καφές για τους μεγάλους,κακάο πάλι το βράδυ πριν τον ύπνο.Δεν έχω ξαναπιεί τόσο νόστιμο κακάο μετά-όσες βιενουά και σε όσα πολυτελή καφέ έχω δοκιμάσει στην Ευρώπη,και στην Αθήνα.
Στην αγγλική έκδοση του Vogue-90 χρόνια έκδοσης,χαζεύω ρούχα από εποχές και φαντάζομαι τη θέα,ξημερώματα και η Αθήνα να ξυπνάει,κι εγώ στη μπανιέρα ενός πολυτελούς ξενοδοχείου με ζεστό νερό να μουλιάζω το σώμα μου με τις αμαρτίες να φεύγουν όπως αδειάζει το νερό,και να εξιλεώνομαι γυμνή πίνοντας εσπρέσσο κοιτάζοντας από ψηλά με τους ατμούς ακόμα τριγύρω.
"Cinderella,thou shall go to the ball!" The fairy godmother

Monday, November 13, 2006

Ο βιασμός...

δεν είναι μόνο σωματικός, μπορεί να ναι και ένα βλέμμα ειρωνικό, λόγια πικρά που θα ειπωθούν εσκεμμένα, ένα άγγιγμα πρόστυχο που δεν κρύβει καμιά διάθεση για επαφή, τα λόγια τα πισώπλατα της έχιδνας, ο φθόνος που μαζεύεται και γίνεται απόστημα γεμάτο πύον που τρέφεται σαν παράσιτο,η δίψα για αίμα και πληγές, η συνήθεια μας στο τρομακτικό και ο μετέπειτα εθισμός μας, η ζωή μας που γίνεται δυστύχημα τροχαίο με αργό ζουμ πάνω στα κομμένα μέλη, ο βασανιστής που είναι καλά καμουφλαρισμένος στο γείτονα και στον περιπτερά και τον φούρναρη, η περιέργεια που δενθα ησυχάσει αν δε φάει και της σάρκες της ακόμα, η μικρή κοινωνία που κρύβουμε όλοι μέσα μας που καταδίδει και δικάζει στην πλατεία του χωριού με ψευδομάρτυρες και καταδικάζει και εκτελεί με συνοπτικές διαδικασίες άμαχο πληθυσμό, το μικροσκόπιο που θέλουν οι περισσότεροι να βάλουν οι άλλοι στον κόλπο σου και να βγάλουν συμπεράσματα αλλά δεν τολμούν να κοιτάξουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη.
"Προσπαθώ κάθε μέρα να είμαι καλός."
"Ανθρωπος"
"Είμαι άνθρωπος;"
"Αφού έχεις αξιοπρέπεια"
"Αυτό σε κάνει άνθρωπο;"
"Το κυριότερο".(από το θεατρικό "ο άνθρωπος ελέφαντας").
Κι εγώ δεν φοβάμαι πια.Στη ζωή μου έχω πάρει τόση αγάπη, που λειτουργεί σαν ασπίδα ακόμα και στο πιο θανατηφόρο δηλητήριο.

Saturday, November 11, 2006

Η ωραία κοιμωμένη...

τυλίχτηκε στα ζαχαρένια της παπλώματα,ανασηκώθηκε κάπως αφηρημένη,ακούμπησε τα γυμνά πόδια της στο ξύλινο πάτωμα ,πλύθηκε με βρόχινο νερό τουρτουρίζοντας από το κρύο,κάθισε δίπλα στην ξυλόσομπά της και ήπιε καφέ από χώρες μακρινές καβουρδισμένο με κάρδαμο και άλλα φίλτρα μαγικά, άρχισε να βουρτσίζει τα μαλλιά της με τη φιλντισένια βούρτσα της και απήγγειλε Ann Sexton...
" There is joy
in all:
in the hair
I brush each morning,
in the Cannon towel ,
newly washed,
that I rub my
body with
each morning"

και βγήκε έξω στο πρωινό φως,για να δει τον κόσμο από ψηλά, στο δεντρόσπιτό της πάνω στη βελανιδιά.

Friday, November 10, 2006

Λικέρ ρόδι

που φτιάχνει η μητέρα μου αυτή τη στιγμή στην κουζίνα.Θέλω να δω την Περσεφόνη "κατεβαίνω σα νυφούλα που χασε το μάγκα της,το λούσο και τα φράγκα της",και να την τρατάρω ένα ποτήρι,κατακόκκινο υγρό να της βάψει τα χείλη,να τα γλύψει με τη γλώσσα της και να τραγουδήσουμε "έχε χάρη μάγκα,που σε αγαπώ"..
εξω στο δρόμο,κάποιος παίζει στο ακορντεόν τα κύματα του Δουνάβεως του Στράους.Δυνατά παυσίπονα και μυρίζω στον αέρα άνθη μηλιάς.Παραίσθηση.
Βάφω τα μάγουλά μου με ρουζ "Frankly Scarlett"...ράβω κουμπιά,δεν θα πω σε κανέναν πως δεν είναι αληθινά τα διαμάντια σου.
Κόκκινο,κατακόκκινο του ροδιού και της έμμηνου ρύσης,κόκκινο το λαικό τραγούδι που σημαίνει και είναι: Βάδισμα βαρύ και σακάκι φθαρμένο,η καύτρα του τσιγάρου μετέωρη,ένας έρωτας εφήμερος στα πεζοδρόμια,ο όμορφος Μητσάκης κάπου ψηλά να γελάει στραβά και γυναίκες χωρίς αύριο με τη μπρετέλα του σουτιέν πεσμένη,η κεντρική αγορά να ξυπνάει χαράματα και το πικρό στόμα που θα σκόρπιζε φιλιά ξεραμένα,οι πόντοι που έφυγαν από την κάλτσα μου,ο στρατώνας στο σταθμό Λαρίσης και το αχ του Καζαντζίδη,τα κέρματα στην τσέπη σου,το τελευταίο τσιγάρο πριν κάνουμε έρωτα,άνοιξ' την πόρτα για να μπω και στρώσε μου να κοιμηθώ...

Thursday, November 09, 2006

Η ζωή τελικά

και το νόημά της είναι γάμοι,γέννες ,βαφτίσια και κηδείες.
και σήμερα ξημερώματα άνοιξε τα ματάκια του με απορία στο βίαιο αυτό κόσμο ο Alessandro,ο γιος του Luca και της Antonella,με ναπολιτάνικο και σιτσιλιάνικο ταμπεραμέντο,και κούρνιασε στην αγκαλιά της μάνας του,για να γνωριστούν λίγο καλύτερα και να τα πουν λίγο οι δυο τους.

Wednesday, November 08, 2006

Το πλιάτσικο

Και το μυθικό τέρας κρατούσε την κοπέλα με την ονειρεμένη ομορφιά φυλακισμένη πάνω στα βράχια της έδινε ότι τραβούσε η ψυχή της μα εκείνη έτρεμε το γαλάζιο του βλέμμα τη πρόσφερε της πρόσφερε σπάνια υφάσματα και πανάκριβα μετάξια που δεν την προστάτευαν από το κρύο κι εκείνος δεν εμφανιζόταν κι όταν εκείνη το σκασε λύθηκαν τα μάγια το τέρας έλιωσε και σκορπίστηκε σα στάχτη μπήκε ο όχλος κι έκανε πλιάτσικο όλα δωρεάν όλα τα άχρηστα τα κοσμήματα τα αρώματα μέσα στο φυσητό γυαλί τα κεντητά της μεσοφόρια τα πήραν τα λεηλάτησαν και με το φως της αυγής μέσα στη θάλασσα το τέρας άρχισε να παίρνει ξανά μορφή και εγώ φοβήθηκα τα κοφτερά του δόντια όχι όχι φώναξα και όπως καθόμουνα μια γάτα με δάγκωσε στο στήθος στα χέρια και στην πλάτη κι έτρεξε αίμα στο σχήμα του σταυρού αλλά κανείς δε με πίστεψε,κανείς.

Sunday, November 05, 2006

Πικρό,αλλά αληθινό...

"Και να θυμάσαι,οι πιο επικίνδυνοι είναι αυτοί που μας φαίνονται διασκεδαστικοί..."
από την θεατρική παράσταση "Ντα" του Χιου Λέοναρντ.

Saturday, November 04, 2006

Αστραδενή

Το Αστραδενάκι φτάνει από τη Σύμη στην Αθήνα μαζί με τους γονείς του για μια καλύτερη ζωή.Στη Σύμη δεν μπορούν να ζήσουν πια.Είναι τέλη της δεκαετίας του 70 στην Κυψέλη,η Φωκίωνος γεμάτη φώτα και οι νοικοκυρές αγοράζουν το Φαντάζιο.
Η Αστραδενή βλέπει για πρώτη φορά τηλεόραση και πάει στο σουπερ μάρκετ για να περάσει η ώρα της μιας και δεν την παίζουν οι συμμαθητές της.Την κοροιδεύουν για το παράξενο της όνομα και το άγνωστο νησί της.Ο πατέρας της δεν βρίσκει δουλειά,η μητέρα της στενοχωριέται και τα λεφτά λιγοστεύουν.Δεν μιλάει σε κανέναν δικό της για να μην τους στενοχωρήσει κι άλλο.Στον τοίχο φαντάζεται σχήματα,ένα εκκλησάκι,ένα αρνάκι,λουλούδια.
Διηγείται ιστορίες απ'το νησί και δεν της επιτρέπουν να πάει στην παρέλαση γιατί δεν έχει τα σωστά ρούχα.
Στο τέλος του βιβλίου βιάζεται από τον καλό πολίτη όταν γυρναέι από μια σχολική εκδρομή.
Η θυσία της παρθένου στο βωμό της καινούριας ζωής.
Και όπως λέει και ο Θανάσης Γκαιφύλλιας,πάσα ομοιότητα είναι εντελώς τυχαία.

Friday, November 03, 2006

Και τι ψυχή...

έχει μια νύχτα που το ουίσκυ καίει το λαρύγγι σου,που τα κρύα άρχισαν και έπεσε και το πρώτο χιόνι της χρονιάς,που το πρωί ξημέρωνε και άλλοι πήγαιναν στη δουλειά τους,φρέσκιοι,καθαροί και αγουροξυπνημένοι,με μια μέρα ολόκληρη μπροστά τους κι εσύ μια μέρα που αρχίζει και πας για ύπνο και τρέμεις από το κρύο και την αυπνία αλλά θες και άλλο,μια απληστία που τσακίζει.
Ψιλοκουβέντες και όνειρα της στιγμής,λίγο μεθυσμένη,λίγο χαρούμενη λίγο θλιμμένη,βγήκαν οι εφημερίδες,ανοίγουν τα γραφεία,ο μικρός παράδεισος του φούρνου,πιάσε με,καίω,οι πιο άγριες στιγμές είναι αυτές που συμβαίνουν το ξημέρωμα,και τι ψυχή έχει μια νύχτα στους αιώνες,και τι ψυχή έχεις κι εσύ να μ'αρνηθείς.

Wednesday, November 01, 2006

Φεγγάρια

Φεγγάρια σκοτεινά
θερίζουνε ξανά
τους έρωτες των δρόμων
κι από κει
μια ώρα διαρκεί
ο βίος των εντόμων

Σ'αγαπάω και βυθίζομαι
στη ρωγμή κι απελπίζομαι
έπεται γιατί ντρέπεται
η κραυγή του θηρίου
Σ'αγαπάω σαν οτιδήποτε
κόσμε μου έρημε και αλύτρωτε
τα τρωτά απορρίπτονται
στα υπόγεια του κτιρίου

Χαμένη Κιβωτός
ο μέσα εαυτός
που δεν ολοκληρώνεται
κι από δω
αυτά μπορώ να δω
και τη ζωή σα χιόνι
(του Σταμάτη Κραουνάκη)