Friday, September 28, 2012

1997

θα συνεχίσω να ψάχνω εκείνο το σκούρο κραγιόν σου που έβαζες ευλαβικά κάθε πρωί με βία πάνω στα ξεραμένα χείλη
θα αναζητώ τα μάλλινα φορέματά σου κάτω από το τριμμένο σου πανωφόρι
τα φθαρμένα παπούτσια σου και τα ξυπόλητα βήματά σου στις σκάλες
τα άνοστα ανάλατα φαγητά σου
τη συλλογή από καρτ ποστάλ 
τα άκομψα μεθύσια σου 

τη θέα σου το πρωί σε ένα ροζ μπουρνούζι
σε ρώταγα αν έκλαιγες και έλεγες είναι το νερό
τα εσώρουχά σου να στεγνώνουν στο καλοριφέρ
στο γραφείο σου μισοφαγωμένες σοκολάτες και φτηνό κονιάκ
σερβιρισμένο σε φλυτζάνια του καφέ

την παιδική σου οδοντόβουρτσα 
τα βράδια που γυρνούσες λεκιασμένη από τσιγάρα και ιδρώτα 
και γελούσες,γελούσες
έβαζες νερό στο βραστήρα
άνοιγες το ραδιόφωνο 
ακουμπούσες τα ρούχα σου κουβαριασμένα πάνω στην καρέκλα
έτριβες τα πονεμένα σου πόδια

κάθε βράδυ πέθαινες  και δεν το ξέραμε.

Monday, September 24, 2012

πριν την καθημερινότητα

σε μιά ξένη πόλη ξανά, στην πρασινάδα των προαστίων ξεραίνονται τα χέρια μου,τα χείλια μου ματώνουν και πονάνε,αγχώνομαι,φοβάμαι να περάσω το δρόμο.
Παρατηρώ τους λεκέδες στο πάτωμα και αναβάλλω να τους καθαρίσω, λεκιασμένες κουρτίνες από νικοτίνη και σκέψεις από υδροχλωρικό οξύ, πέφτουν οι σοβάδες στο μπάνιο,δεν έχω που να βολέψω τα πόδια μου,τα χέρια μου,μισογεμάτα βαζάκια στα ντουλάπια της κουζίνας,κουάκερ και στιγμιαίες σούπες, καλαμποκάλευρο και κακάο,τα φλιτζάνια μου με τη ρωγμή,η ρωγμή στο μετωπό μου και η ρωγμή στην καρδιά μου,τα πράγματα που θέλω να πετάξω,οι άνθρωποι που δεν πέταξα,τα άδεια μπουκάλια νερού και η τσαλακωμένη μου μνήμη.
Δεν θέλω να θυμάμαι ονόματα.
Δεν θέλω να θυμάμαι ονόματα δρόμων.
Η σκόνη στο δωμάτιο είναι από το δικό μας δέρμα.
Πως γίνεται να αγαπάς και να μισείς τα ντουβάρια που σε έθρεψαν,να φοράς κουρελιασμένα ρούχα και να περνάς μια μέρα ολόκληρη ανακατεύοντας παλιές αποδείξεις και ψάχνοντας σε παλιές ατζέντες τηλεφωνων..
πως γίνεται να είναι βράδυ,να είναι πάντα βράδυ στο μυαλό σου χωρίς καν τα αρρωστιάρικα φώτα του δρόμου,πως γίνεται όλα να είναι γύρω σου λευκά κι εσύ να τα λερώνεις, να στριγγλίζουν οι εξαίσιες μουσικές και να γίνεται κράξιμο η φωνή σου
πως γίνεται να τρως όρθια στην κουζίνα εσύ που έστρωνες κάθε μέρα καθαρά τραπεζομάντιλα
πως γίνεται να μη σου λέει τίποτα το παρελθόν σου,το παρόν σου και το μέλλον σου
πως γίνεται να είσαι μια ανάμνηση και να σαι ζωντανή.
 

Sunday, September 23, 2012

Στην Κ.

Δεν έκανε πολύ εντύπωση η κοπέλα αυτή στο δρόμο όταν κυκλοφορούσε.  
Όχι πως ήταν άσχημη,κάθε άλλο. Ήταν η σιωπή της που κυριαρχούσε. Και η σιωπή της έκανε σχεδόν να αχνίζει, να βλέπεις γύρω της ατμούς και δροσοσταλίδες και να περνούν σε δεύτερη μέρα τα πλούσια,λαμπερά σγουρά μαλλιά της, τα έξυπνα μάτια της, το χαμόγελό της το πλατύ.
Ζούσε μαζί με τους γονείς της σε μια παλιά μονοκατοικία.Δούλευε σε μια δημόσια υπηρεσία που σιχαινότα .Σηκωνόταν κάθε μέρα στις 6 και γυρνούσε το μεσημέρι. Ζουσε με ελάχιστα
χρήματα, δεν ψώνιζε ρούχα,δεν έβγαινε μου είχε πει. Της έδιναν προσκλήσεις και τις χάριζε αλλού. Για θέατρα,για παραστάσεις, για εγκαίνια.Από τη δουλειά.Και εκείνη αρνιόταν και την κοιτούσαν παράξενα,κουνούσε τις μπούκλες της και πήγαινε να πάρει το τραινο για να γυρίσει στο σπίτι.
Έβγαινα παλιά μου είπε.Πήγαινα και διακοπές σε νησιά το καλοκαίρι, έπινα τζιν με τόνικ και σφηνάκια τεκίλας και φλέρταρα με γνωστούς και αγνώστους. 
Κανά δυο αδιέξοδοι έρωτες, μια μεγάλη απογοήτευση. Οδηγούσα  τζιπ, έβγαινα στα μπαρ στο Κολωνάκι και σχεδίαζα ταξίδια στη Φλωρεντία.
Τώρα δεν μπορώ πια.Όχι πως μου αρέσει να κάθομαι στην τηλεόραση κάθε βράδυ.Όχι πως μου αρέσει να μαλώνω με τη μητέρα μου, δεν ξέρω πως άλλαξαν όλα μου είπε.
Καμιά φορά παίρνω το τραίνο και πάω μέχρι τον Πειραιά.Μετά ξαναγυρνάω πίσω στο σπίτι,αγοράζω μια σοκολάτα από το περίπτερο,την τρώω με βουλιμία. Κάθε μέρα αγοράζω μια διαφορετική σοκολάτα,έτσι για ποικιλία. Δεν βοηθάω στις δουλειές του σπιτιού.Η μάνα μου φωνάζει.Λέει πως είμαι κακή κόρη μα εγώ την αγνοώ.Ερωτεύομαι πια μόνο πλατωνικά.Δεν έχω ερωτικές ορμές.Δεν θέλω να κάνω παιδί, θέλω μόνο να πηγαίνω στο σταθμό στα Καλάβρυτα και να κοιτάζω τα τραίνα,όταν πηγαίνω με τους γονείς μου κάθε Αύγουστο.Να κοιτάζω τα τραίνα και να σκέφτομαι πως μοιράζω καραμέλες στα παιδιά που σκότωσαν οι Γερμανοί για να τους γλυκάνω τη σιωπή.
Γιατί ξέρω καλά από σιωπή.

Saturday, September 22, 2012

Για απόψε

Δεν γράφω σαν τη Σέξτον ή την Πλαθ.
Δεν έβαλα το κεφάλι μου στο φούρνο υγραερίου, ή στο γκαράζ του αυτοκινήτου.
Δεν θα κερδίσω Πούλιτζερ, δεν θα διδάξουν τα γραπτά μου
δεν θα γίνω προιον λογοτεχνικών συζητήσεων.
Αντί για βραβεία κουβαλάω κάτι τσαλακωμένα χαρτιά 
γεύση μεταλλική στο στόμα, σκονισμένες βαλίτσες, ένα κουρασμένο δέρμα,
κανα δυο ανεκπλήρωτους έρωτες, σκόνη πολλή, καρτ ποστάλ από μέρη που δεν πήγα.
Την παιδική μου κουβέρτα,δυο τρία δάκρυα που δε χύθηκαν
και αυτά έκαναν όλη τη διαφορά.
Δεν πήγα πολλά ταξίδια,δεν έχω να διηγηθώ ιστορίες.
Δεν είμαι πολύ φιλόδοξη ούτε δυναμική
δεν έχω  ιδιαίτερα ταλέντα ούτε χαρακτηριστικά
πολλές φορές περνάω απαρατήρητη
δεν εμπνέω άγριους πόθους ή μίση.
Δεν είμαι καλή ούτε κακή.
Ενα κορίτσι σαν όλα τα άλλα δηλαδή.
Μα είμαι εδώ. Για απόψε. Για σήμερα.
Γράφω τις γραμμές αυτές.
Με ακούς να γράφω,όταν όλοι κοιμούνται?
 

Friday, September 21, 2012

κι εγω σαν θάλασσα

θα συνεχίσουν τα κορίτσια να παντρεύονται με λευκά νυφικά
να στρώνονται κρεβάτια με νομίσματα και να θυμούνται οι μεγαλύτερες
δυο τρία μικρά κοριτσάκια στο δωμάτιο παίζουν με την κούκλα τους
ανίδεες για τί τις περιμένει.

θα συνεχίσουν τα ζευγάρια να αγκαλιάζονται τις κρύες νύχτες
να μαλώνουν ο ένας για τα παγωμένα πόδια του άλλου
ενώ κάποιοι άλλοι την ίδια ώρα ξοδεύονται σε ξύλινες μπάρες 
σέρνοντας τα βαμμένα μάτια τους,τα κοτλέ σακάκια τους, τους κιρσούς τους
κοιτάνε κάποια βιτρίνα,ξημερώματα, ψιθυρίζοντας  κάποιο όνομα.

θα συνεχίσουν τα καράβια να πιάνουν στο Λαύριο
σαν φαντάσματα ή σάπιες χώρες
θα βάζουν ουίσκι και καφέ οι κοπέλες στο μπαρ του πλοίου
"πλησιάζουμε Μακρόνησο,λίγο έχουμε ακόμα" 
ένα κορίτσι με ξεχειλωμένο πουλόβερ θα κλαίει 
θα τρίζει τα δόντια της στη ζέστη του γκαράζ λουσμένη σε φώτα

θα φορτώνουν οι πωλητές στις λαικές την πραμάτεια τους σε καφάσια
θα ανάβουν τσεμπεροφόρες τα καντήλια στα ξωκλήσια
θα απολαμβάνουν οι άνθρωποι τις ήττες και τις εκδικήσεις
μεταξύ τους,μέσα τους,στον καθρέφτη τους.

η θάλασσα θα αφρίζει θα ξεσπάει θα τιμωρεί θα λιώνει
θα ημερεύει θα μαγεύει θα καταριέται
άψυχα κορμιά μαλλιά βρεφών σκαριά πλοίων
θα μπλαβίζει θα κοκκινίζει θα σκληραίνει
δεν θα κοιμάται δεν θα ησυχάζει δεν θα παραδοθεί
θα καταπίνει αχόρταγη δεν θα θυμάται δεν θα έχει έλεος
συνείδηση και ελαφρυντικά
θα μας φιλάει γλυκά σαν το θάνατο
σαν τον έρωτα.σαν το ψέμα.

 

Wednesday, September 19, 2012

τα κόκκινα δηλητήρια

είχες φακίδες και εγώ δυο σπασμένα μπροστινά δόντια
ήσουν πιο γρήγορος αλλά ήμουν ψηλότερη και σε περνούσα κάθε χρόνο
μιλούσες τρεις γλώσσες και σε ζήλευα που διάβαζες κόμικς σε γλώσσες που εγώ δεν καταλάβαινα
με έμαθες να κάνω τσιχλόφουσκες.μου χάρισες το κραγιόν της γιαγιάς σου.
σου έδινα όλα τα παιχνίδια μου για να παίζεις μαζί μου.

δεν συμπαθώ τα κορίτσια μου έλεγες. όλα τα κορίτσια ή μόνο εμένα?
εμένα με συμπαθείς?δεν απαντούσες.έκανες κόλπα με την τράπουλα.
παίρνεις την καλή θέση όταν σκαρφαλώνουμε στα βράχια και με αφήνεις να στέκομαι. 
κολυμπάς πιο γρήγορα από μένα αλλά εμένα θαυμάζουν στην παραλία.
είμαι πιο όμορφη και πάντα θα είμαι.το ξέρεις.

δεν με αφήνεις να παίζω με τις κούκλες μου.φτιάχνουμε δηλητήρια και μαγικά φίλτρα.
δηλώνω πως βρήκα τι δουλειά θα κάνω μεγαλώνοντας.
καγχάζεις.θέλω να σε βάλω να δοκιμάσεις.είμαστε 5 χρονών με χτυπημένα γόνατα και ήδη στη μάχη.

θες να διαβάσεις το ημερολόγιό μου.θυμώνω.δεν με αφήνεις να ακούω τα τραγούδια που μου αρέσουν.
αναζητάς άλλα πιο όμορφα κορίτσια.δε μου μιλάς.σκαρφαλώνεις τα βράχια πιο γρήγορα από μένα. με κοιτάς κοροιδευτικά και πετάς λέξεις που δεν καταλαβαίνω.
άγνωστες λέξεις.Βοστώνη.Χόκευ.Χιόνι.Αεροπλάνα.
Είμαι ακόμα ψηλότερη από σένα.Ξαπλώνουμε τα μεσημέρια δίπλα δίπλα πάνω στα μάρμαρα που έχει δροσιά.
Το βράδυ με βάζεις να πιω ξύδι,σε στοίχημα.
Είμαστε 12 χρονών. Κρύβουμε λέξεις.

Πίνουμε τζιν και βότκα σε μπαρ της συμφοράς.Πίνουμε ουίσκι πάνω σε καναπέδες.
Ζαλιζόμαστε και γελάμε και κλαίμε.
Κάνω εμετό στο πεζοδρόμιο.Κρατάς τα μαλλιά μου μακριά από το πρόσωπο.
Ξέρεις πως υποψιάζομαι τις κινήσεις σου,
Πλέον με πολιορκείς. Είσαι ψηλότερος από εμένα.
Σε φοβάμαι. Σου γράφω γράμματα.Ξέρω πως δεν τα διαβάζεις.
Είμαστε 20 χρονών. Μυρίζουμε αλκοόλ και ήττα.

Έχουμε ρυτίδες και ξεχωριστές ζωές.
Μαζεύουμε πτώματα από μάχες που δώσαμε και χάσαμε ηρωικά.
Χάσαμε όμως.Εσύ στο θόρυβο του μυαλού σου κι εγώ σε δειλία και φόβο.
Δεν γελάμε πια στα εστιατόρια. Παίζουμε με τα κουτάλια και κοροιδεύεις τα καπέλα μου,
Πίνεις και κλαίω.
Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ σου λέω.Οι γρατζουνιές από τις παιδικές φιλίες.
Δεν με καταλαβαίνεις.Είμαστε 30.Μη φύγεις μου λες.
Θυμήσου τα δηλητήρια που φτιάχναμε.Τότε,στα πέντε και στα εφτά.Τότε που το σκάγαμε από το μεσημεριανό ύπνο.Τότε που μαζεύαμε βότσαλα και φυσούσαμε σαπουνόφουσκες.
Ήταν τόσο ροζ τα χείλια σου μου λες.¨Ελαμπε πάνω σου ο ήλιος.
Κλαις στον ώμο μου.Με παρακαλάς.
Μου δίνεις δολώματα.Μου στήνεις παγίδες.
Ο θόρυβος στο μυαλό σου και οι φλέβες σου.
Το φωνητικό σου αλφάβητο και οι ασκήσεις φυσικής.
Έρχεσαι σαν εφιάλτης σε γνωστά μέρη.
Μα εγώ πια δεν πολεμάω. 


 

Sunday, September 16, 2012

Θ.Κ

τον είδα απόψε.το στόμα του μύριζε γάλα όπως παλιά,η γκρίζα του φανέλα πάνω στα κόκκαλα έπλεε, με κοιτούσε και ήταν σα να μου έλεγε,τι έκανες τόσο καιρό όσο έλειπα,και εγώ ήθελα να πω,δεν άκουσα ποτέ τη φωνή σου, έβλεπα τα χείλη σου και τα δόντια σου αλλά τη φωνή σου δεν την άκουσα, δεν έμαθα ποτέ αν κοιμήθηκες καλά, αν σου άρεσαν τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα ή το καλοκαίρι,δεν είχες μυστικά,ήσουν το πιο όμορφο λευκό χαρτί που υπήρξε ποτέ,δεν γράφτηκαν πάνω σου λέξεις,δεν έγιναν λάθη και μουτζούρες,δεν τσαλακώθηκαν οι άκρες σου,δεν πετάχτηκες στον κάλαθο των αχρήστων.
και έζησες
σαν λευκό χαρτί που έκανε ένα απαλό τρίξιμο όταν φυσάει το αεράκι,όταν ξημερώνει.
εκείνη σου έβαζε μάλλινες κάλτσες το χειμώνα για να μην κρυώνεις.δεν υπήρχε περίπτωση να κρυώσεις,αφού ήσουν άγγελος.
και δεν έμαθα ποτέ αν πονούσες όταν κοβόσουν στο ξύρισμα,αν με έβλεπες ποτέ στα όνειρά σου, δεν μαλώσαμε ποτέ,δεν είχαμε μυστικά,δεν καλύψαμε ο ένας τον άλλο,δεν γκρίνιαξες γιατί έπρεπε να με πάρεις μαζί σου, δεν είχαμε μυστική γλώσσα και βλέματα.
Ήσουν σιωπηλός και όμορφος σαν όστρακο, σπάνιο και ακριβό και πολύτιμο,και κάποτε ανασαίναμε τον ίδιο αέρα και πίναμε το ίδιο νερό και τώρα εσύ είσαι ο αέρας και το νερό και οι κόκκοι της άμμου,είσαι η σκουριά του μεταλλείου και όταν εγώ θα φύγω-
λίγοι θα σε θυμούνται πια
τα μεγάλα σου μάτια και την κορμοστασιά σου και εγώ ακόμα δεν ξέρω πως ήταν ο ήχος της φωνής σου
δεν ξέρω καν 
αν είχες φωνή.

Saturday, September 15, 2012

η μαγισσα και η ντουλαπα

στην άκρη του δωματίου μου
στέκεται
μια μπλε ντουλάπα γεμάτη με στιγμές
παιχνίδια που τα παιδιά δεν έπαιξαν
σπασμένα κομμάτια καπνού
άμμος στις τσέπες της ζακέτας μου
και ξύλινες γυαλιστερές κρεμάστρες.
Τον Μάιο την τακτοποιώ με χαρά
φρεσκοπλυμένα και αναιδή σαν σε βιτρίνα
το Σεπτέμβρη μαραμένα τριαντάφυλλα
με λεκέδες από καφέ και τριμμένους αγκώνες.

Άραγε ψιθυρίζουν το ένα στο άλλο το χειμώνα
αγγίζονται με τρυφερότητα οι τιράντες και οι ξηλωμένες ραφές
τα ετοιμόρροπα κουμπιά 
ανυπομονούν για να γυρίσω την επόμενη χρονιά
σε ποια χέρια θα περάσουν όταν φύγω?
θα μοιραστούν ευλαβικά σε φίλους και συγγενείς?
θα σωριαστούν σε πεζοδρομια
θα κρεμαστουν σαν τάματα
ή σε πενήντα χρόνια 
πάλι σαν σε βιτρίνα, πολύχρωμα βαλσαμωμένα πουλιά
κάποιος σαν κι εσένα να τα δει και να σκεφτεί
πως  " μοιάζει με κάτι που θα φορούσες,αν υπήρχες? "
 
 

Friday, September 14, 2012

συννεφιασμενος ουρανός

τα λευκά σύννεφα 
διαστέλλονται σαν το εσωτερικό 
του σώματός μου
που συλλέγει νερό και αίμα 
κάθε μήνα
το στήθος μου γυμνό στον καθρέφτη να καταπίνει φως
με δυο τρεις μαβιές γραμμες στις καμπύλες του
σα μαχαιριές αδιόρατες
ένα κρύο που ανεβαίνει απο τα γυμνά πόδια 
στα πλακάκια
εισπνοή,εκπνοή-
καταρράκτες κύματα 
ακόμα κι όταν ματώνουμε μαζί πεθαινουμε μόνοι.

Tuesday, September 11, 2012

William S.

ο κόσμος όλο θέατρο,ο κόσμος μια σκηνή
και πως να χωρέσει η σιωπή
ο βοριάς, ένα σπουργίτι με σπασμένο φτερό
το πρόσωπό σου φτιαγμένο από χιλιάδες παραστάσεις
που στο τέλος της νύχτας 
κέρινο πλάθεται κατά βούλησιν
κοινού και σκηνοθετών και έργου.
Έργου προπαντώς.
Πλάθοντας ξανά βλέφαρα και χείλη 
σβήνοντας τις ρυτίδες ανάμεσα στα φρύδια,
πρόσωπο μισολειωμένο μα ζωντανό.
Κι εσύ, ο συγγραφέας του έργου,
κοιμάσαι άραγε τα βράδια ήσυχος
χωρίς να αναρωτιέσαι 
αν ζει ακόμα η Δεισδαιμόνα, η Οφηλία,η λαίδη Μάκβεθ,η Μιράντα?
Έκανες ειρήνη ακουμπώντας την πένα σου στο γραφείο
ή σε κηνυγούν ακόμα τα κορίτσια που τους φύσηξες ζωή?
Ρόζαλιντ, Κορδηλία,Βεατρίκη, Λαβίνια,Βαιόλα,
δεκάδες γυναικεία ονόματα με μάσκες κέρινες
τυλιγμένες στη σιωπή?
 

Monday, September 10, 2012

τα κύματα σαν εσένα

δέκα βότσαλα κατηφορίζουν στην ακρογιαλιά.
αφρός.
ανοίγω τα μάτια μου με βία. σκιές στους λόφους.
δεν κράτησα ούτε μια φωτογραφία αν θες να ξέρεις.

γνωρίζω λίγα και σκέφτομαι λιγότερα.
μου έκαναν δώρο ένα άρωμα που λέγεται χίλια φιλιά.
κάποιος άλλος έπρεπε να μου δώσει ό,τι δε μου έδωσες εσύ.
ή η ζωή γενικότερα, ή όποιος μου χρωστούσε.

μα δεν θέλω να πορεύομαι με χρέη
φίλων ή εραστών ή του κόσμου.ή ενοχές, ή δανεικά.
ακόμα οι μελανιές έχουν μείνει στο λαιμό μου από εκβιασμούς 
και δεν μαλακώνουν.
και τα δικά μου δάχτυλα κουράστηκαν να σφίγγουν.

τα βράχια πάντα έτσι κι αλλιώς ξέρουν
πως είναι να είσαι δυνατός.
πάνω σου ζουν πεταλίδες,αχινοί, χταπόδια.
τους δίνεις σπίτι και νερό και σου χαρίζουν ρωγμές 
αλάτι στις πληγές, σάλιο.
μα καμιά φορά σε φιλούν.
και εσύ διαλέγεις αυτό που πονάει λιγότερο.
το κόστος του φιλιού προπαντώς.
και το δηλητήριό του
νυν και αεί,μες στη ζωή, όπως έλεγε και ο Γκάτσος.

Friday, September 07, 2012

σαν σεπτέμβρης

ήρθε πάλι ο καιρός που θα κλείσουμε τις πόρτες.
στις βεράντες που κάναν νυχτέρια οι γειτόνισσες χώμα.
έκοψε τα δρομολόγια του το λεωφορείο,
έβγαλα τη ζακέτα μου από τη ντουλάπα.
κάθε χρόνο όλο και πιο λίγο.
όλο και πιο λίγες ηλιαχτίδες, όλο και πιο λίγα φώτα στο δρόμο.
μάζεψα λιγότερα βότσαλα, μέτρησα λιγότερους αχινούς,
έκλεψα λιγότερα σύκα,είδα λιγότερα όνειρα.
κι ο βοριάς που τα χείλη ματώνει το ξέρει
χτυπάει τις γρίλιες τα ξημερώματα βρυχώντας
εσύ και εγώ και η αλμύρα
δεμένα τα χέρια μας
έλα να μας ακολουθήσεις.

Thursday, September 06, 2012

ζαχαρώδη και άλλα

μέσα στη ζάλη οι γυναίκες
φυσώντας απαλά καπνό
ψιθυρίζουν λέξεις όπως
καραμέλες βουτύρου, ροζ μαλλί γριας, παστέλι.
σιρόπι βύσσινο, κυδώνι, γλυκόριζα.
βανίλια μαδαγασκάρης, ζαχαρωμένα κομμάτια ανανά,
θρυμματισμένα αμύγδαλα, παγωτό φυστίκι.
ροδοζάχαρη, σφεντάμι, μπαστουνάκια κανέλλας,
φουσκωμένα αναιδή γλειφιτζούρια
λικέρ λεμόνι και καρυδάκι
μελάσσα, σπόροι ροδιών, γαρύφαλο.
γλασαρισμένα κεράσια, κάστανο ψημένο,
αρωματισμένα μήλα.
σπάνε τη ζάχαρη με τα δόντια,σκίζουν το τούλι της μπομπονιέρας
πετάνε τα κουφέτα σαν βότσαλα στην αμμουδιά
και δεν ξέρεις πιο είναι πιο λευκό
το κουφέτο ή ο κυνόδοντας
τι είναι πιο ροδαλό
το γλυκό τριαντάφυλλο ή τα χείλη
πιο τρυφερή η ανάσα ή το στήθος τους.


Wednesday, September 05, 2012

Η Κασσάνδρα του Παρνασσού

Η γιαγιά μου ήταν η Κασσάνδρα.
Κρατώντας με στο στήθος της προσευχόταν
το χάρισμα αυτό να μην βυζάξω.
Έλυνε και ξέλυνε τα μαλλιά της κάθε πρωί
κοιτώντας την κορφή του Παρνασσού
και μνημόνευε τα χιόνια
που καταραμένα στέκονταν εκεί
λεία, παγωμένα και κατάλευκα
σαν τα νερά της Στυγός
να αγκιστρώνουν πτώματα, λάφυρα του Εμφυλίου, βρέφη που γεννήθηκαν νεκρά
κομματιασμένες στρατιωτικές στολές, ατιμασμένες χωριατοπούλες,
μυστικά, εγκλήματα, μπλαβιασμένα μέλη, σπονδυλικές στήλες ζώων.
Κι εγώ βρέφος στην κούνια
κρυφά ακόνιζα τη γλωσσα μου
γιατί ηταν πια αργά.

Sunday, September 02, 2012

στα θαλασσινά καφενεία

κάθομαι με λυγισμένα πόδια, ποιήματα του Ναμπόκωφ και ιδρωμένες παλάμες, ο αέρας δεν πέφτει και οι γνωστοί με κοιτούν συγκαταβατικά, περνούν από μπροστά μου σχολιάζοντας φεγγάρια και δρομολόγια, ένα φεγγάρι πάλι κόκκινο και θυμωμένο να μου κάνει ανάκριση
και εγώ τυλίγομαι με την εσάρπα μου
και κάνω πάλι την αθώα
γυρνώντας δεν καληνυχτίζω κανέναν και μετράω τα σκοτεινά και τα φωτισμένα παράθυρα,θέλω να σκαρφαλώσω στα βράχια όπως τότε που ήμουν 13 αλλά τα βράχια δεν είναι πια τα ίδια
ούτε είμαι κι εγώ
κάθε νύχτα η ίδια διαδρομή προς το σπίτι με το σφίξιμο στο στομάχι και την ψυχή στο στόμα
σκέφτομαι τη Βιρτζίνια Γουλφ με τις πέτρες στις τσέπες να βαδίζει με αστάθεια και να χάνεται,ανεβαίνω τις σκάλες κρατώντας τον τοίχο σιωπηλά
και λέω μέσα μου,πόσα ακόμα σκαλοπάτια
πόσα ακόμα σκαλοπάτια.

Friday, August 31, 2012

αυτοπροσωπογραφια-η μητερα μου

Τα πρωινά ή τα βράδια που σε συναντάω
με τα πρησμένα σου πόδια λυγισμένα στον καναπέ
τα στραβωμένα σου δάχτυλα από τις μπουγάδες
ρούχα βρεφικά,σεντόνια,πετσέτες,πουκάμισα,
τα χέρια σου που μας έπλυναν και μας στέγνωσαν εκατοντάδες βράδια
που ηρέμησαν τους πυρετούς μας
έδειξαν δόντια στους εφιάλτες μας
νανούρισαν τους έφηβους και ενήλικους ερωτές μας
καμιά φορά ξεχνάω να δω τη λάμψη στα μάτια σου.
Και την ξεχνάς κι εσύ-και τότε θέλω να σε πιάσω από τον ώμο
να πλύνω τις λάσπες από τα πόδια σου
να σε γεμίσω βυζαντινές εικόνες και μανδύες
να πάρω στο πρόσωπό μου τις ρυτίδες και τους πόνους σου
να γίνεις εσύ ξανά κορίτσι κι εγώ να κλείσω την αυλαία τη δική μου
να σβήσω το φως
κι εσύ να τρέξεις,αντί για μένα,στους δρόμους,
και στις γάμπες σου να λιποθυμάνε όλα τα αγόρια της γειτονιάς,
όπως τότε,που ζαλισμένοι ξεροστάλιαζαν στα σοκάκια
μόνο για να σε βλέπουν να στρίβεις τη γωνία από το σπίτι σου.

σαν πρωινο

με στιλετο ανάμεσα στα δόντια αντί για τριαντάφυλλο
δεν είμαι πια σύντροφος, φίλη, κόρη.
τα βράδια κοιμάμαι οπλισμένη.
όταν δεν έχεις τίποτα να χάσεις
αμύνεσαι μόνο
για μια χουφτα χώμα και μια θύμηση ενός χαμόγελου
που ποτέ δεν ήταν δικό σου.

Wednesday, August 29, 2012

σαν σε καθρέφτη

" I am tired of being brave"
Anne Sexton

Θα  θελα να ΄μαι τόσο όμορφη
να ξεχνούν οι άνθρωποι τα βάσανά τους και τις πίκρες τους
να χαρίζω μεταδοτικά χαμόγελα στα πεφταστέρια με αυτή την καμπύλη των χειλιών μου.
Θα θελα να μουν η Σειρήνα που τραβάει τους ναύτες
όχι για να τους κατασπαράξω αλλά για να τους γλιτώσω από το ταξίδι
κι ας ξέρω πια πως τα μυθικά πλάσματα πάντα κατατροπώνονται,και για τους φονιάδες τους γράφουν ελεγείες.
Κι ας ξέρω πως τα χαμόγελα καθρεφτίζονται σαν λύπηση.
Κι ας ξέρω πως την ομορφιά οι άνθρωποι δεν θέλουν να τη βλέπουν.

Μα πιο πολύ, θα θελα να 'μαι όμορφη για σένα.
Μέσα στο βούρκο να χαμογελάμε σαν τους κλέφτες
ακόμα και να μην με βλέπεις-
μπορεί και να το νιώσεις,
ένα απόγευμα ίσως-
πεζός, σκυφτός και βουρκωμένος.
(τα βράδια,όταν μόνη μου ακούω Καζαντζίδη ,καπνίζω σαν Πυθία και υφαίνω χρησμούς που ξέρω πως δε θα βγουν)



Tuesday, August 28, 2012

τα ρολόγια

Δεν υπάρχει χρόνος,τόπος,σώμα.
Η ζάχαρη κάτω από τη γλώσσα έλιωσε.
12 χρονών σε μια μάντρα, φθινόπωρο,ζαρώνω και ξεζαρώνω τη φούστα μου.
15 χρονών σε ένα δωμάτιο, χαράζω με τα νύχια μου το πρώτο ξόρκι.
19 χρονών ,συναγωνίζομαι τον άνεμο σε κρύο.
Φτύνω φλόγες και εισπνέω τη στάχτη.
Δεν σταματώ να μουρμουρίζω ξόρκια, να νοσταλγώ τα κρύα δάση που γεννήθηκα.
Είμαι μικρή-τα μάτια σου δεν με χωράνε.
Γλιστρώ κάτω από δέρματα και ιστούς.
Και μέσα σας θεριεύω.
Είμαι νερό και είμαι αίμα.
Έζησα χιλιάδες χαραυγές χωρίς δέρμα.Και περιμένω τη στιγμή που θα ανάψω.

Friday, August 24, 2012

κι αν έφυγαν καράβια

στα καράβια που ανέβηκα ανέπνεα τη σκουριά από παιδί, ήθελα να τη σβήσω με το γαλάζιο του ουρανού και την ανακάτευα σαν χρώματα σε παλέτα στο μυαλό μου, το λευκό χρώμα των γλάρων.
Δεν ήθελα να κερδίζουν τα απόνερα και έβαζα στοιχήματα με τον εαυτό μου.
Καμιά φορά τα απόνερα σε έπαιρναν και σένα,άλλες φορές ερχόσουν δίπλα μου σαν νεκρός και μου ψιθύριζες χρησμούς και μαγγανείες,κι εγώ μάζευα τα ξόρκια μου να τα ενώσω με τα δικά σου για να γίνουμε ανίκητοι.
Και στο νου μου έμπλεκα σαν Πηνελόπη στον αργαλειό, ένα λευκό πουκάμισο και μια κάπα βελούδινη,την καταχνιά της ανάσας σου και το αχ της ξενιτεμένης, δυο μαργαριτάρια από ενα κόσμημα που έσπασε, και έφτιαχνα παραμύθια και ποιήματα να ταξιδεύουν.
Σε ταξιδεύω και με ταξιδεύεις σε λίμνες που 10 μαυροντυμένες γυναίκες μου γνέφουν
να πάω κοντά τους.

Friday, August 17, 2012

οι ντουλαπες και οι καθρέφτες

γεμίζω τις ντουλάπες μου με κουτιά, κουμπιά και σπάγκο
για να μην βλέπω την ψυχή μου που είναι άδεια.
φυσάω στον καθρέφτη δηλητήριο
κάθε φορά που κοιτάζομαι
για να μη βλέπω το πρόσωπό σου
πνίγω τους πόρους μου με πούδρες
γιατί δε θέλω να αναπνέω την ανάσα σου.

όσο και αν σκουπίζεις
θα έρθει πάλι η σκόνη.
όσο και να πλυθείς σχολαστικά
ανάμεσα στα δάχτυλα,στις ρίζες των μαλλιών,ανάμεσα στα πόδια
ο ιδρώτας θα ξανακυλίσει.
και δε θα είσαι ποτέ καθαρή.

Tuesday, August 14, 2012

τα ολοκαινουρια μας φορεματα

κάθε Δεκαπενταύγουστο βγάζουμε τα καλά μας φορέματα από την ντουλάπα, μπλε πουά με λευκά κουμπάκια στο μπούστο, κοκκινα πουά με τιράντες που συνέχεια πέφτουν, χαρούμενα κοραλλί ριγέ και λευκά,ολόλευκα λινά, πλεκτά κίτρινα με λουλουδάκια απλικέ.
κάθε Δεκαπενταύγουστο πιστεύουμε πως είμαστε όμορφες με τις σατέν μας κορδέλες και τα καλά μας εσώρουχα, τα λουλουδάτα μας ρούχα που θυμίζουν κρεμαστούς κήπους δεν θα δουν ποτέ αληθινά πικνικ σε πάρκα με όμορφα αγόρια, θα δουν μόνο τον ιδρώτα μας και την απογοήτευσή μας και τους κάλους από τα γοβάκια της Σταχτοπούτας,θα μας έχει πιάσει υπνηλία από τον ήλιο και τη ζέστη και θα ανυπομονούμε να γυρίσουμε στο σπίτι και να φορέσουμε αυτό το παλιό μας μεσοφόρι με τις δυο τρύπες στο στρίφωμα που έχει πάρει το σχήμα του σώματός μας και μυρίζει το δέρμα μας.
Κι εγώ, εγώ φέτος δεν φόρεσα ουτε κρουαζε ζέρσευ,δεν φόρεσα το καρω με τα κερασάκια ή το αλλο καρώ χωρίς κερασάκια,αλλά τυλίχτηκα σε ένα κομμάτι ύφασμα από παλιό σεντόνι και άκουσα για χιλιοστή φορά το georgia on my mind, το are you lonesome tonight,aretha franklin και sam cooke και είπα,
κι εσύ Παναγία έζησες τέτοιες βραδιές που δεν χωρούσες στο δέρμα σου σε καλοκαιρινές νύχτες,κι εσύ κοίταξες τα ρούχα σου και είπες, βαριεμαι τοσο να ντυθώ και να είμαι ευγενική και γλυκειά,θέλω μονο να ακουω τα τζιτζίκια στην κοιλάδα και να λέω
γεννηθηκες,τυλιχτηκες σε ένα σεντόνι,θα πεθάνεις και θα τυλιχτείς σε ενα σεντόνι.

Sunday, August 12, 2012

18 αυγουστοι μετά

δεν πιστεύω πως θυμάσαι τις μέρες εκείνες που περάσαμε μαζί.Δεν νομίζω πως θυμάσαι εκείνο το πράσινο πουκάμισο που φορούσα όταν πρωτομιλήσαμε,τα μάγουλά μου που κοκκίνιζαν και ευχαριστούσα το σκοτάδι και τη νύχτα την προστάτιδά μου που με έκρυβε από εσένα,πως ο ανεμος ήταν αλμυρός και φοβόμουν γιατί σε δε χόρταινα τη φωνή σου,το παράστημά σου, ζήλευα τα σεντόνια σου και πως φοβόμουν,φοβόμουν πως αν με άγγιζες θα εξαυλωνόμουν.
δεν εξαυλώθηκα κι εσύ έφυγες χωρίς να με χαιρετήσεις. Δεν ξέρεις πόσο σε έψαξα και πόσο δάκρυσα.
Τώρα οι κρυψώνες μας χορτάριασαν.Η θεά Νύχτα σκέπασε τα παράθυρά μας όπως κλείνουν τα μάτια των νεκρών.Τα δωμάτια που βρεθήκαμε περιμένουν σαν χρόνιοι ασθενείς τη λύτρωση κι εγώ κάθε Αύγουστο πίνω στην ανάμνησή σου.
Όχι στον έρωτά μας.Που δεν υπήρξε.Όχι στο άγγιγμά σου.Που δεν κράτησε πολύ.
Πίνω στα νιάτα σου, στην αθωότητά μου,στην αφέλεια μου πως μια μέρα θα ερχόσουν να με βρεις, στα δάκρυα που δε σκούπισε κανένας, στα τραγούδια που ακούσαμε ένα βράδυ,τότε που ήμασταν 17 χρονών και δεν ξέραμε τι μας έφερε κοντά, στα τσιγάρα που καπνίσαμε σαν συνωμότες, στην πίστη πως κάποτε θα ερχόσουν.
Λέω πια να μη σε νοσταλγώ. Λέω να σε αφήσω να γκριζάρεις πια κι εσύ.Μπορεί να κουράστηκες τόσα χρόνια να έρχεσαι στις αναμνήσεις μου.
και 18 Αύγουστοι μετά,ήρθε ο καιρός να κάνουμε ειρήνη.
Γιατί αν έλεγα πως αμέσως θα αναγνώριζα την ανάσα σου,μπορεί και να ταν ψέμα.

Wednesday, August 08, 2012

δεν ειναι ποτε ησυχα τα βραδια μας

σεργιανάνε τα κορίτσια με τα καλοκαιρινά τους φορέματα και τους πρώτους έρωτες κάτω από την ανάσα τους, όπως κι εμείς στην ηλικία τους πριν γίνουμε γυναίκες και οι ώμοι μας βαρύνουν κάτω από τη σκόνη
τα ντροπαλά κορίτσια θα ξαναδιαβάζουν το Μικρό Πρίγκιπα
οι γονείς θα κοιμούνται ανήσυχοι τα βράδια,τα πρώτα μοιρασμένα τσιγάρα, ο πρώτος πόνος ερωτικής απογοήτευσης στο στήθος,κλεμμένα φιλιά κατω από τα αρμυρίκια και αυτά τα ανήσυχα βράδια που όλα είναι σκόνη και δέρμα και ματωμένες γάμπες από τα στραβές απότομες ξυραφιές 
και θες να τα φιλήσεις και να πεις πως ήσουν κι εσύ κάποτε έτσι
πως χαμογελούσες και σκόρπαγες ματιές και έλαμπαν τα μάτια σου.
μα εμάς οι νύχτες μας πονάνε χωρίς γλύκα.
η σκόνη δεν είναι μόνο το δέρμα μας μα οι χαρές μας.
και για χρόνια θα γυρνάνε οι δίσκοι με τα παγωτά και το νερό να σβήνει το χρόνο
και η θάλασσα θα αλλάζει χρώματα και θα ξεβράζει κομμάτια από πλακάκια και χρωματιστά γυαλιά και οι άνθρωποι θα κάθονται στις βεράντες τους 
κι εσύ θα σαι πάντα η ίδια.και θα σε κοιτούν συγκαταβατικά οι συνομήλικοι.
και ίσως κι εσύ τον εαυτό σου,και θα λένε,μεγαλώσαμε,κι εσύ θα θες να κλάψεις με λυγμούς
για τα φορέματα που έμειναν στη ντουλάπα
τις συζητήσεις που δεν ήρθαν και δε θαρθουν 
μα δε θα κλαις γιατι το ξέρεις κατά βάθος
πως ήταν πάντα έτσι 
και πριν από σένα υπήρχαν κορίτσια με λυπημένα μάτια και στήθη βαριά από αγάπη
που στέγνωσαν και χάθηκαν 
ισως για να δείξουν σε μερικές έφηβες  μια μικρή σταγόνα από το μέλλον τους
ίσως για να πάρουν την εκδίκησή τους.

 

Monday, April 09, 2012

η κούραση

βαρέθηκα
τα τριμμένα τραπεζομάντιλα με τους λιπαρούς λεκέδες που δεν λιώνουν
τα γαριασμένα ξεθωριασμένα σεντόνια με τις τρύπες από τσιγάρα
τα πρασινωπά ,κάποτε μαύρα εσώρουχα που αντέχουν στους εξήντα βαθμούς
βαρέθηκα
τα μισοτελειωμένα σαμπουάν στα ράφια του μπάνιου
τα πασαλειμμένα καπάκια οδοντόκρεμας
τα υποτιθέμενα αριστουργηματικά μυθιστορήματα που άφησα στη μέση
βαρέθηκα τα μπεζ σουτιέν μου
τα άλατα στο βραστήρα
το μίκη θεοδωράκη
τα φαγωμένα μου νύχια
τα χαλασμένα πιαστράκια μαλλιών στην τσάντα μου και τα σπασμένα μανταλάκια
βαρέθηκα να ακούω για την οστεοπόρωση και για τον εμφύλιο
για τη χούντα και τους καρκίνους κάθε μορφής
για βιταμίνες και μεταλλικά άλατα
παραδοσιακά προιόντα ,βιολογικά προιοντα
παρενέργειες φαρμάκων
έξυπνες δήθεν ατάκες διαφημίσεων
θεατρικές παραστάσεις στην Επίδαυρο
μεγάλους έρωτες και νοσταλγία για τον παλιό καλό καιρό
δεν μου άρεσαν ποτέ τα γλυκά του κουταλιού
δε μου καίγεται καρφί για τη Μελίνα και τα μάρμαρα
για τη φάβα τα ενεργειακά τζάκια
θα θελα να μουν φωτιά να τα έκαιγα όλα
να μουν νερό να τα έπνιγα
ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις
ψωμί χωρίς γλουτένη
ντεκαφεινέ ονειρώξεις
υγιή σεξουαλικότητα
θα θελα να μουν ανεμοστρόβιλος να τα ξαναμοίραζα σε σας
μαζί με τις βρώμικες σκέψεις μου την ταραχή μου
τις ιδιοτροπίες μου τα πάθη μου.

αισθήσεις και παραισθήσεις

χτες το βράδυ ονειρεύτηκα σύκα βασιλικά κομμένα σε κύβους. μου θύμισαν τα κόκκινα μάτια σου, τα κόκκινα χάπια σου, την ομορφιά της ξενιτιάς σου.
ίσως αυτή τη φορά να μη σε νοστάλγησα τόσο,ίσως αυτή τη φορά ο δαίμονάς σου να μην ήταν τόσο θελκτικός.
τα δέντρα τα πρωινά χαμηλώνουν τα φύλλα τους όπως κλείνουμε τα βλέφαρα από ντροπή.
σαγηνεύουν και σαγηνεύονται όπως μπορούν μέσα στις πόλεις παλεύοντας με την ασφυξία.
αν ήμουν ποιήτρια ίσως να έγραφα κάτι όμορφο για χάρη τους.
μα δεν είμαι και βρίσκω πιο τρυφερές τις ρίζες τους που ποτέ δεν ησυχάζουν.
το κορμί μου είναι μόνο η αφορμή-μια στιγμή όμως,ποτέ δεν μένει ατιμώρητη.

Thursday, April 05, 2012

κοκκινοσκουφίτσα

όταν ήμουν μικρή
φοβόμουν τον κακό λύκο.
όταν μεγάλωσα
κατάλαβα πως ο κακός λύκος ήμουν εγώ
και απλά φοβόμουν τον εαυτό μου.

Wednesday, April 04, 2012

perfume

αρωματισμένη με αρχαία κεριά
με τσιμπήματα μέλισσας στα χείλη
ντυμένη ιερή στον ναό του νόστου
μυρωμένη τεμαχισμένη.

Tuesday, April 03, 2012

δημιουργία

θέλω να γεννήσω τα παιδιά όλου του κόσμου
να κάνω έρωτα με τους άνδρες όλου του κόσμου
θέλω να κυοφορήσω τα λουλούδια που ανθίζουν
τα φρούτα που σαπίζουν
θέλω να πιω όλες τις θαλασσινές σπηλιές τις οικουμένης.
γιατί είμαι γυναίκα.

Friday, March 02, 2012

ερωμένη

ξαφνικά έγινες η ιδανική και ανάξια ερωμένη.
άπλωσες τα νύχια σου και έπιασες
λευκά κορίτσια με ροζ μάγουλα,
απογοητευμένες ερωμένες, ερωτοχτυπημένους μαθητές
και σιτεμένες χήρες.
άπλωσες τη σκιά σου σε πετυχημένους επιχειρηματίες,
συγγραφείς,κοσμικούς, αλκοολικούς και ανορεξικούς.
σου έκαναν ξαφνικά καντάδες,
εκεί που σε περνούσαν για επάρατη νόσο,για κατάρα.
άπλωσες με στοργή τα λουλούδια σου σε βάζα,
ταβόρ,λεξοτανίλ,σεροκουέλ,ιμοβάν,λαντόζ,εφεξόρ, στιλνόξ
εξωτικά ονόματα όπως ψύχωση, παραίσθηση, λύπη, μελαγχολία, πρόβλημα συμπεριφοράς.
έγινες ρομαντική όπως έγινε κάποτε η φθίση-όσοι δεν σε έχουν ζηλεύουν.
ζηλεύουν το άπλυτο σώμα σου τα αχτένιστα μαλλιά σου
τα τσαλακωμένα σεντόνια σου την ανικανότητα για οργασμό σου
τις ονειρώξεις σου τα σπασμένα τζάμια σου τα κομμένα χέρια σου.
τις απόπειρες αυτοκτονίας σου τις μανίες σου τα κλάματά σου.
κι εσύ γελάς.
σκέφτεσαι τις χαμένες ώρες τα νεανικά σώματα να ζητάν κι άλλα προιόντα εργαστηρίου
φαρμακα ενέσεις βόλτες στην εξοχή ιδρύματα
φαγωμένα νύχια αλκοολικές ανθυμιάσεις
πόσα σώματα πήρες μαζί σου
στα μαύρα μάτια σου στην καυτή αναπνοή σου
έγινες ξαφνικά κάτι το συνηθισμένο το απτό το καθημερινό.
κι εγώ θυμάμαι από τότε που ζω μαζί σου
μόνο χαμένες ώρες χαμένο χρόνο
ανθρώπους που έχασα ταξίδια που δεν πήγα ζωή που έχασα.
μα μόνο εσύ ήσουν πάντα μαζί μου
όταν οι άλλοι έφυγαν.

Friday, February 17, 2012

δεν το θέλαμε

δεν θέλαμε να είμαστε οι χαμένοι,οι ηττημένοι.
είχαμε ξεχάσει όμως πως ήμασταν φυλακισμένοι σε μια γωνιά
του κόσμου,τυφλωμένοι από φθόνο και οργή.
και δεν ξεσπούσαμε στους καθρέφτες μας ούτε στη γροθιά μας.
σαν ζητιάνοι γυρνούσαμε τις νύχτες
παρακαλώντας για λίγη συμπόνοια λίγη αγάπη λίγη ανυπαρξία.
όταν την παίρναμε δίναμε μια γροθιά στο στόμα μας και ρουφούσαμε το αίμα μας.
θυσιάσαμε τις κόρες μας τους γιους μας τους τάφους μας.
στη σάρκα τους βλέπαμε τον εαυτό μας νικητή,
κι ας έλεγαν πως η ήττα είναι ηρωική, εμείς παλεύαμε χωρίς να μας έχει μείνει αναπνοή.
εμείς τα ξωτικά. εμείς οι επαίτες. εμείς οι κλεπταποδόχοι.
τις νύχτες σαν στρατός από κοράκια πετούσαμε πάνω από την πόλη
και ψάχναμε για θύματα.
τα βρήκαμε
αλλά αργά καταλάβαμε πως ήμασταν εμείς οι ίδιοι.

Monday, February 13, 2012

τις ημέρες αυτές

τις ημέρες αυτές δεν έχω σώμα.
εξατμίζεται στο ταβάνι και υγροποιείται κατά βούληση.
τις ημέρες αυτές δεν έχω σάρκα. τρέφομαι με υγρά και δάκρυα και ιδρώτα.
τις ημέρες αυτές δεν έχω θερμότητα.
τυλίγομαι με κουρέλια και δένω πέτρες στους αστραγάλους.
πόσο θα ήθελα να στολίζομαι με πολύτιμα υφάσματα
να χρωματίζομαι με πορφύρα
να αγγίζω το πρόσωπό σου.
κλαίω τα βράδια μουτζουρωμένη σαν απόρριψη.
τις ημέρες αυτές δεν έχω σώμα.
αν είχα θα σου ανήκε.

Saturday, February 04, 2012

στα ράφια

φουντωτά φύλλα από σπανάκι με στάλες δροσιάς ακόμα πάνω τους, πιπεριές τσίλι τόσο δα μικρές να καίνε το στόμα και τον ουρανίσκο,εξωτικό τζίντζερ πιπεράτο και ζωντανό, χαζεύω τη ζωντάνια σας και τα ζηλεύω,σπάνιες για την εποχή φράουλες να περιμένουν την κρέμα και τη ζάχαρη στο πορσελάνινο μπωλ, κολοκύθα ηλιοστάλαχτη μέσα στη γκρίζα μέρα, όταν μεγαλώσω θέλω να έχω το χρώμα σου στην καρδιά μου και να φωτίζω, λάχανα κόκκινα και λευκά, μεγάλα σαν κεφάλια, θέλω να τραβάω τα φύλλα σου με ηδονή, στη σειρά σαν στρατιωτάκια,πάρτε με στο σπίτι σας και θα σας θρέψω,θα σας φροντίσω και θα σας χορτάσω,οι χυμοί των φρούτων,φραγκόσυκα από τη Μάνη, βατόμουρα από σκονισμένους θάμνους να κοκκινίζουν τα στόματα, πορτοκάλια από την Καλιφόρνια και καρύδια να σπάνε στο πάτωμα, έλα να σε φροντίσω,να σε πλύνω και να σου μαγειρέψω,να σου χαρίσω όλα τα καλά του κόσμου και της γης, να σε αλατίσω και να σε πιπερώσω, να σε πλύνω και να σε ζεματίσω, να σε βάλω στο μπωλ και να σε θαυμάσω,να ταξιδέψουμε στην υφήλιο με τα στόματα μας γεμάτα σποράκια φράουλας να μεθάνε,έλα στον κήπο μου να σε φιλέψω,να σε γεύομαι και να με γεύεσαι, να είμαι η γη να είσαι το χώμα,να είμαι το φύλλο να είσαι η δροσιά μου.

Wednesday, February 01, 2012

1η φλεβάρη

και πάλι ήρθε το αίμα, τόσα χρόνια η ίδια δουλειά,μια φορά το μήνα να γίνεσαι βρέφος,να σκέφτεσαι πως πρέπει να αγοράσεις τις γαμημένες τις σερβιέτες και τα ταμπόν, να βγάλεις άπό το συρτάρι τα γκρίζα τα τρύπια τα παλιά εσώρουχα που δε λένε να σκιστούν να τα πετάξεις να πάρεις καινούρια,και το κρύο να μπαίνει μέσα σου και να μη βγαίνει με τίποτα, να λεκιάζει τα σεντόνια,να πρήζει το στήθος και την κοιλιά,να χαλάει το δέρμα και να ζητάει μεσάνυχτα σοκολάτες,και μέρες στο μπάνιο να τρίβεις τα ρούχα με βούρτσα και σαπούνι και κρύο νερό,το αίμα με ζεστό νερό δε βγαίνει με τίποτα,και να ξεραίνονται τα χέρια με τα απορρυπαντικά και οι λεκέδες εκεί,και να πλένεις και εσένα,να τρέχει σιγά σιγά σα χαλασμένη βρύση,πέντε το πρωί τρεις το πρωί και να κρυώνεις αλλά το ρημάδι εκεί,όχι γάργαρο σαν πληγή αλλά σκουριασμένο σαν εντόσθια,σφουγγάρι και νερό και χαρτιά τουαλέτας και βαμβάκια,τα νύχια να κοκκινίζουν από κάτω και να μην έχεις το κουράγιο,να στάζεις φοβισμένη στη ζέστη και στον καύσωνα και στα πρωτοβρόχια και στα κρύα του μάρτη,οι ορμόνες χορεύουν βάλς,τα σεντόνια να στριφογυρίζουν στο πλυντήριο,δεν αντέχω δεν αντέχω, μεσουλιντ και πονστάν στο κομοδίνο,και γιατροσόφια,τα έχουμε δοκιμάσει όλα,κανέλα και γλυκάνισο και χαμομήλι και θερμοφόρες,και ασταμάτητο το ρυάκι να τρέχει να τρέχει και να μη στερεύει,τα νιάτα μου τα πέρασα με λευκαντικά και χλωρίνες και μουλιάσματα και λεκάνες, κι ένα κρύο ανάμεσα στα πόδια και ένα φόβο και μια ενοχή,ωάρια που σε εγκαταλείπουν και σάλπιγγες που αδειάζουν και μια μήτρα μουγκή, και τη σιωπή της γυναίκας,να ματώνεις,να ματώνεις και να μην μπορείς να το πεις.

Sunday, January 22, 2012

τι απέγιναν

τι απέγιναν εκείνα τα δειλά αγόρια
που ντρέπονταν να μας φιλήσουν
ντρέπονταν να δουν τον πόθο μας
που κάπνιζαν μαζί μας τσιγάρα και όνειρα στα σκαλοπάτια έρημων κτιρίων
τι απέγιναν τα ζεστά χέρια τους
τα κοχύλια που είχαν στα δάχτυλά τους
τα μαύρα πανωφόρια τους.
στράγγιζαν τα βράδια μας με τη μυρωδιά τους
θέλαμε να μας σκεπάζουν τις νύχτες
κλαίγαμε και λέγαμε πως φταίει ο καπνός
τους βλέπαμε να διαλύονται στην άμμο.

τι απέγιναν όλοι οι άνδρες που αγάπησα
που έδωσα ανάσες και μεθυσμένα φιλιά και ρίγη
που αποκοίμησα στο στήθος μου
που ήπιαν τον καφέ μου και τις λύπες μου
που μαχαίρωσα με το σώμα μου και σημάδεψα με το αίμα μου
τι να απέγινε ο ιδρώτας τους

άραγε με σκέφτονται
σαν παρθένα ή σαν ιέρεια μαυροντυμένη
σαν κορίτσι ή σαν κάτι πεθαμένο
με μπλε χείλη από το κρύο και την αναμονή
ή ανθισμένη από αγάπη
σημαδεμένη από μαχαίρια θυσίας
υποταγμένη στους όρκους τους
ή ίσως λευκοντυμένη με γρήγορη ανάσα
κάπου στις γκρίζες πόλεις.

Friday, January 20, 2012

καημός

δεν ξέρω τι με πονάει περισσότερο
το πράσινο των δέντρων
τα χείλια της μάνας μου στον καθρέφτη μου
ή η ζαλάδα του έρωτα
που δεν έρχεται.

Thursday, January 19, 2012

γράφοντας πονάς περισσότερο

γράφοντας πονάς περισσότερο, εισπνέεις τους καπνούς του τσιγάρου σα ναυαγός, ατέλειωτες νύχτες στα κρύα πλακάκια του μπάνιου, ο θάνατος αναπνέει στο λαιμό μου, ιδανικοί αυτόχειρες, το καλοκαίρι ήρθε και έφυγε και εγώ δεν πήγα πουθενά, σε έκρυβα στο μαξιλάρι μου για να μην σε δει ο ήλιος και σε κάψει, τώρα έρχεται η άνοιξη και δες με έχω ζαρώσει, είμαι ένα μικρό μικρό μπαλάκι, χωράω στο χέρι σου χωράω στην παλάμη σου, δεν κλαίω γιατί ξέμαθα, μια ζωή με τα μάτια ανοιχτά και το χέρι απλωμένο,αγάπα με αγάπα με, είμαστε τα παιδιά που δεν μεγάλωσαν, φοβόμαστε το σκοτάδι και τους έρημους δρόμους, τα κορμιά μας στέγνωσαν, καραμέλες τριαντάφυλλο και ταβόρ και αλκοόλ, μυρίζουμε γάλα και καπνό και απόγνωση, τα βράδια γυρνάμε σε σταθμούς τρένων σαν ξωτικά, πιάνουμε φιλίες με γάτες, αγκαλιάζουμε τις κολώνες για να ζεσταθούμε, με ένα μαχαίρι στο στήθος μας
με ένα δολοφόνο μέσα μας.

Tuesday, January 17, 2012

σταχτη

σαν να είμαι ένα ξύλο στο τζάκι χωρίς παρελθόν που μαζεύτηκε από ένα νεκρό δάσος, από κάτω μου άνθιζαν λουλούδια και βοτάνια, μάζευα νερά και μέλισσες, τώρα καίγομαι για να ζεσταίνω τους άλλους και μετά με ξεχνάνε
λάμπω για λίγο και μετά γίνομαι γκρίζα σκόνη
είμαι όμορφη και νέα και επικίνδυνη αν με πιάσεις θα σε κάψω γιατί σε ζεσταίνω
είμαι αίμα είμαι σπέρμα
κάνω έρωτα με σίδερα
καίω άχρηστα χαρτιά δεν έχω έλεος
απαιτώ το βλέμμα την προσοχή τον έρωτα
δεν τα παίρνω ποτέ όπως τα θέλω.
είμαι ορμή.
είμαι νερό.
είμαι παρελθόν και μέλλον.
είμαι χιλιάδες γέννες ενόχων.
με καταράστηκαν να ζεσταίνω τα μέλη σας.

Monday, January 16, 2012

οι γυναίκες του πρωινού

θέλουν να ουρλιάξουν
μπροστά στα ράφια
ζεσταίνονται μέσα στα χοντρά τους παλτά
τα χέρια τους πονάνε
κουβαλάνε βλέπεις αναμνήσεις και πόθους
και θέλουν να πετάξουν από πάνω τους τη σιωπή τη στοργή και τα θέλω των άλλων
χαμογελούν στωικά.
αφήνουν να τους πάρουν τη θέση.
έχουν το βλέμμα στραμμένο προς τα κάτω.
κάποτε ίσως να ήταν νέες
να είχαν μαύρα μάτια και κάρβουνα στην ψυχή.

τα βράδια έρχονται στον ύπνο μας σαν πουλιά
κάνουν στα όνειρά μας τα ταξίδια τους
καπνίζουν τα τσιγάρα μας
φιλούν τους άντρες μας
μας ξεσκεπάζουν
και από μέσα τους γελάνε.

και όταν ξυπνούν είναι τα μάγουλά τους κόκκινα
και η ανάσα τους πιο γρήγορη.
για μια στιγμή.
για ένα λεπτό.
όσο κρατάει η ευτυχία.

Thursday, January 05, 2012

βαφες

ακόμα και όταν βάφεις τα φριχτά καλύμματα ελπίζεις πως μαζί τους βάφεις ξανά
την άχρωμη ζωή σου,
σβήνεις το χρώμα με δηλητηριώδη άλατα και καυτά νερά,
δεν ξέρεις πού θα σε βγάλει,
αν το χρώμα είναι ομοιόμορφο και όπως το περιμένεις,
ο κάδος στριφογυρίζει
σαν το μυαλό σου
σαν τις σκέψεις σου
ακόμα και όταν βάφεις τα μαλλιά σου
προσπαθείς να κρύψεις το χρόνο
τους προγόνους σου
τα λάθη σου
θες να φτιάξεις καινούριους καμβάδες
να απλώσεις χρυσό και πορφύρα και λαμπερές πινελιές
μα πάντα
ξανά κερδίζει το γκρίζο
τα σκασμένα χείλη
το φτηνό ύφασμα
και σαν τον άδειο κάδο
είναι και η καρδιά σου.

Wednesday, January 04, 2012

οι ηλιολουστες μερες

ήταν όμορφα χτες στο Χαλάνδρι, ο ήλιος χάιδευε τα πεζοδρόμια, τις μύτες των παιδιών και τα κασκόλ στις τζαμαρίες, shalimar initial στους καρπούς μου, ένα καθυστερημένο δώρο, βελούδινες πούδρες chanel, περπατώ με σίγουρο βήμα όταν ο λύκος δεν είναι εδώ γιατί εγώ είμαι ο λύκος, είμαι η La Lupa η λύκαινα με τη Μανιάνι, τα μάτια μου είναι φωτεινά δες.
Τα βράδια καίω φλούδες πορτοκαλιού στο τζάκι,δεν ξέρω γιατί το κάνω αυτό, μου αρέσει να βλέπω τις ζουμερές σάρκες να καίγονται, τόσο χυμώδεις τόσο μαύρες, τόσο πυρωμένη η μασιά όσο η καρδιά μου, την ακουμπάω αλλά δεν καίγομαι, είμαι μάγισσα, είμαι λύκαινα,
είμαι ένα κορίτσι σαν όλα τα άλλα, τόσο ίδιο και τόσο διαφορετικό,στροβιλίζομαι στο πεζοδρόμιο, κοίτα,κοίτα
πετάω.

Saturday, December 24, 2011

24 δεκεμβριου,2011

ακόμα κι αν το δαχτυλίδι δεν φορέθηκε τα δάχτυλά μου
ακόμα κι αν το λευκό μου φόρεμα λερώθηκε
μέρα με τη μέρα
χρόνο με το χρόνο
μέσα στις γκρίζες πόλεις στα λασπόνερα στο χώμα
ακόμα κι αν τα πόδια μου μάτωσαν

πάνω στους καρπούς μου ισορροπώ
τρία κάρβουνα αναμμένα .
κι όσο και να πονώ δεν πέφτουν.
και στις βρώμικες πόλεις που ξημερώνομαι
γυμνή και σκοροφαγωμένη
βλέπουν τη φλόγα τους τα μάτια μου.

κι ας δεν στολίστηκα με τον καρπό της γης και τους χυμούς της.

Monday, December 05, 2011

πάλη

θα θελα να γράφω περισσοτερο
αλλα
κουραστηκα
να
χαιδευω
τους
εφιαλτες
μου
και
να καλω
αγαρμπες
αναμνησεις
σε παρτυ
και
εκεινες
να καθονται
στη γωνια
αμιλητες

Friday, December 02, 2011

Oh! Laura!

Φύλα το παιδί, Θεέ μου.
Ήταν ζεστό και γλυκο και κακό σε κανέναν δεν έκανε.
Έκανε την προσευχή του σε Σένα και ένα σημάδι περίμενε
απλά πως Εσύ υπάρχεις, μα δεν του το έδωσες.
Κι εκείνο μέσα στα σκεπάσματα έκλαιγε και σε ζητούσε
και έσφιγγε την άκρη της κουβέρτας από φόβο.
Δώσε του τώρα τη στοργή που δεν πρόλαβε να πάρει.
Και ένα αρνάκι δώσε του, μικρό και αθώο
να παίζουν και να το ζεσταίνει τα βράδια
να μην ξανανιώσει πια το κρύο.

Friday, November 25, 2011

χωρίς λόγια

μ' αγαπάς καθόλου?
θα θελα να μ' αγαπάς. μα
αντί για αυτό
διαρκώς χτυπάμε
και τρίζουμε τα δόντια μας
όταν προσπαθούμε να φιληθούμε
χύνουμε δηλητήριο με τις γλώσσες μας
για να κυλήσει αργά
να φτάσει στην καρδιά μας.
στήνουμε παγίδες, κροταλίζουμε τα δάχτυλά μας, κλαίμε για την ευτυχία
που ίσως και να αξίζαμε.
τα βράδια
κοιμόμαστε με άλλους
και νοσταλγούμε το μίσος μας, το θυμό μας.
όταν κοιμόμαστε μαζί τραβάμε χαρακιές
στους ώμους, στο στήθος και το λαιμό.
μετά γλείφουμε το αίμα και βάζουμε
αλάτι
ο ένας στον άλλον
με στοργή.
καίμε τον πόθο με δαυλούς σαν τη λερναία ύδρα
και ευχόμαστε ο ένας για τον άλλον
να
είναι
νεκρός.
οι σάρκες μας σε κοινή θέα.
"η αυτοκτονία σκοτώνει δυο ανθρώπους. αυτός είναι ο σκοπός της."

Wednesday, October 12, 2011

οι γοργόνες στο πέλαγος

Άνδρες που δεν άξιζαν
σταγόνα της αγάπης μου
που ρούφηξαν το φιλί μου
σιγά σιγά
μέχρι να πνιγούν
και το αίμα τους να βγει από την άκρη των χειλιών τους
με ένα άρρωστο χαμόγελο

απόψε σας εξατμίζω σε έναν άνεμο που μαστιγώνει.

Ήρθε η στιγμή να ελαφρώσετε το στήθος μου.

Για χρόνια βάραιναν τα μάτια μου τα κορμιά σας.

Τα χειμωνιάτικα απογεύματα
οι γοργόνες -μισές γυναίκες, μισές δελφίνια, ολόκληρες ψυχές
παίζουν και βουτούν γελώντας
σε ένα ρυάκι στη μέση του πελάγου
γλυκόπιοτο και ζεστό,
φτιαγμένο απ'ο τα δάκρυά σας.

Και δεν νοιάζονται για τους εξόριστους ναυαγούς
τους φυλακισμένους
τους τρελαμένους από δίψα.

Friday, October 07, 2011

"οταν σε περιμενω και δεν έρχεσαι"

σκέφτομαι πως όλος ο κόσμος είναι
μια στιγμή
που θα δω
να καθρεφτίζομαι στα μάτια σου.

Wednesday, October 05, 2011

η πρωτη φορά

την πρωτη φορά που κάναμε έρωτα ήταν σαν να μην έδυσε
ο ήλιος το απόγευμα
τα μάρμαρα στο πάτωμα αντανακλούσαν
το χρόνο που χάσαμε
ήταν ένας αιώνιος κήπος με πέτρινα αγάλματα, ποτισμένος με τα νερά της Στυγός.
Δεν θυμάμαι τι φορούσες
τι χρώμα είχαν τα μάτια σου
μόνο πως η ανάσα σου έφερνε το κλάμα απο χιλιάδες ξημερώματα
από ταξίδια και από πλοία και σταθμούς και στιγμιαίους καφέδες
που διαλύονταν για να φτάσουν στην αγκαλιά μου
στο στρογγυλό μέρος του στήθους μου,
στην καμπύλη του αγκώνα μου.
Σε μια γωνιά έκλαιγε ο Θάνατος.
Ίσως και να μιλήσαμε μετά, ίσως και να μην είπαμε τίποτα.
Θα ήθελα να θυμάμαι το άγγιγμά σου, να φυλάκιζα την άκρη των χειλιών σου.
Να φιλήσω το γυμνό ώμο σου, τα σημάδια σου ζεστά από το σώμα μου.
Στον αναστεναγμό σου ίσως και να ήμασταν ένα.

Sunday, August 28, 2011

ακουγοντας περυ κομο το απογευμα

τρωγοντας συκα στο μπαλκονι
διαβαζοντας τη λολιτα στην τεχερανη
κολλωντας τη μύτη μου στις κλειστες βιτρινες
σκουπιζοντας τη βουκαμβιλια στη βεραντα
δοκιμαζοντας αρωματα στο ταχυδρομειο
αγοραζοντας βιβλια στην προκυμαια
χαιδευοντας το μαγουλο μου στα βραχια

το καρβουνο στο στομαχι μου
βαφει τα παντζουρια
ο ερωτας που δεν αντοποδοθηκε
ταξιδευει για τον επομενο προορισμο.

Saturday, July 30, 2011

μαργαριτάρια

η πατρίδα μου
είναι
ένα απέραντο σκυλάδικο

κι εγώ είμαι
το μαργαριτάρι
μέσα σστο στρείδι
που σπρώχνει
παρασιτεί
ενοχλεί

για να γίνει ένα γυαλιστερό τρόπαιο
νικώντας
τη ζωή

χρόνια μέσα στους ωκεανούς
παρασιτώ
για να με αλιεύσουν
να με βασανίσουν
και να στολίσω
μια πλαστική βιτρίνα
που μυρίζει
αντισηπτικό.

είμαι
ένας κόκκος άμμου
είμαι
μια ασήμαντη ύπαρξη στο δάπεδο.

τα βράδια
ενοχλώ
τα κακομαθημένα κορμιά σας
αόρατη.

Friday, July 29, 2011

σκέψεις

μακάρι να έφευγε η ξινή γεύση από το στόμα,
τα τσιγάρα, το γλυφό νερό
είναι οι σύμμαχοί τους.
Ανοίγω το στόμα μου
και βγαίνουν αρουραίοι, σκόνη, μούχλα,
κομμάτια χαρτί που σκίστηκαν.
Ο εμετός μου θα πνίξει την ελπίδα-ο εμετός μου γεμάτος οξέα και μικρόβια και δυσωδία
είναι καταστροφικός μόνο για μένα, όχι για σας.
Μακάρι να έκαιγε τα ρούχα σας, το ειρωνικό χαμόγελό σας,
τα σφιγμένα δόντια σας, τα βρώμικα νύχια σας
την αυταρέσκεια σας.
Μα διαβρώνει το δέρμα μου
τα χείλη μου, τα φιλιά μου.
Ο έρωτάς μου είναι επικίνδυνος, επώδυνος και εξευτελιστικός.
Τη νύχτα φτύνει χάπια και πληγές και μελάνια.
Τη νύχτα φτύνει εξάντληση.
Πάντα την πληρώνουν οι αθώοι-ή τουλάχιστον αυτοί που μοιάζουν αθώοι.

Wednesday, July 27, 2011

οταν σε αγαπουσα

καμιά φορά
σε σκεφτομαι- σιωπηλό δίπλα στο τηλέφωνο, ώμοι σκυφτοί.
Δεμένα τα χέρια, γερμένες οι άκρες των χειλιών.
Κι όλα τα λόγια που δεν μου είπες
να γίνονται πουλιά στους γκρίζους φόντους της κρεβατοκάμαράς σου.
Τσαλαπετεινοί, κοκκινολαίμηδες,
μαύρα κοράκια, σπουργίτια απορημένα, περιστέρια.
(Κι ας μην σου άρεσε ο Ζαμπέτας).
Σπίνοι, χελιδόνια, αποδημητικά,
των πόλεων και τον εξοχών,
οι όμορφες φτερούγες να ταξιδεύουν στον ορίζοντα,
πλημμυρισμένα με αυτά που ποτέ δεν μου είπες
που κρατούσες στα φιλιά σου
σαν όρκο σιωπής
να κελαηδήσουν, κι ας λένε " δε σ' αγαπώ"
Και οι ώμοι σου ακόμα κατεβασμένοι
σε μισοσκότεινες γρίλιες, τσαλακωμένα σεντόνια,
και βρύσες που δεν σταματούν να στάζουν.
Θα ξαναστείλω τα πουλιά πίσω σε σένα,
μαζί με δυο τρία δάκρυα.
Κι εσύ θα ξαναπείς σιγανά- "δε σ' αγαπώ".
Μα δεν θα το λες σε μένα.

Sunday, July 17, 2011

ηλιοθεραπεια..

ξεραμένο σπέρμα στα μπούτια εκδιδομένων γυναικών, ο εμετός μετά το σεξ στα φτηνά ξενοδοχεία, το αίμα μου στα σεντόνια, το ξεραμένο δέρμα στις φτέρνες, μωρά που κλαίνε, οι άντρες που κάποτε με αγάπησαν, οι μωβ μέδουσες στο σαρωνικό,
i am on a losing streak
αφροδίσια νοσήματα, ο ιδρώτας στα νοσοκομεία, η μυρωδιά του απολυμαντικού μετά τις χιλιάδες μας εκτρώσεις, τα τσιγάρα πάνω στο δέρμα σου
κάποτε σε αγαπούσα
η ξινή γεύση στα χείλη τα πρωινά
οι χαρακιές στον τοίχο των φυλακισμένων, οι γόπες που σε έκαψαν
μια, δυο τρεις φορές
ο πανικός των κοριτσιστικων ονείρων, τα μαλλιά μου στο πάτωμα, φάρμακα, σκισμένες σελίδες
σκισμενοι κόλποι γυναικών δολοφονημένων
κάποτε σε αγαπούσα
κάποτε λάτρευα την ανάσα σου
τώρα σπάω γυαλιά με τη γλώσσα μου
τώρα κάνω εκκλήσεις πάνω σε άψυχες φωτιές

(σκέψεις πάνω στο "ηλιοθεραπεια" του boy )

Thursday, March 17, 2011

αραγε

αραγε είμαι εγω η γυναίκα η μοιραία
που στην καταστροφή στέλνω τους άντρες
στον μισεμό, την τρέλα και την ξενιτιά
ή το θύμα που μόνο του ξεσκίζει τις σάρκες του
ανήμπορο και πολύ περήφανο να ζητήσει βοήθεια
με μόνη συντροφιά τα ουρλιαχτά του αργοπεθαίνει.
είμαι εγώ η γυναίκα που τους άνδρες στον πόθο σπρώχνει
σα σε γκρεμό ή φαράγγι
δαγκώνοντας τα δάχτυλά τους διαβάζοντας την ηδονή στα μάτια τους
ή η μοναξιά προσωποποιημένη
που τα ξημερώματα πεθαίνει αγγίζοντας το γυμνό κορμί της.

Tuesday, March 08, 2011

χιονι

το χιόνι στη γλώσσα μου έχει γεύση γρανίτας-
ζάχαρη άχνη παγωμένη ίσως, καραμέλες μέντας.
μέσα στο κρύο βουλιάζει η αγάπη μου.
άσε με να σου πλέξω-ζεστά ρούχα να βάλεις την ψυχή σου.
άσε με να μαγέψω τις διαδρομές σου, να τις κάνω δυσπρόσβατες, με ρίζες δέντρου να σου κόβουν τη βιασύνη.
άσε με να σε αφήσω να παγώσεις για να σε λιώσω μετά.
εκεί στο τζάκι καίω το ομοίωμά σου,κλαδί κλαδί.
με τις αναθυμιάσεις φτιαχνω τελετές λευκής μαγείας.
αναπνέω κ εισπνέω πάγο- στα χείλη μου τα κρύσταλλά σου-οι χιονονιφάδες σου.
άσε με να σου κάψω τα χέρια με τον πάγο μου.
όταν έρθει η άνοιξη και οι δυο θα χουμε χαθει.

Friday, March 04, 2011

αγριοσυκιες

ποτέ δεν μένει ατιμωρητος ο πόθος.
όσο κι αν σφίξεις τα χείλη σου, λουστείς με κρύο νερό
πάντα τα αγριόσυκα που δεν γεύτηκες θα πονουν τα χείλη σου
και θα τα βάφουν με το ζωμό τους.
φυτρωμένα στις άκρες του δρόμου
δίπλα στις πεταμένες σόμπες, τα κουτάκια μπύρας, το σπέρμα της προηγούμενης νύχτας
που διαλύεται στον αλμυρό αέρα
εκείνα θα φυτρώνουν.
όταν θα μου τα προσφέρεις
μαζί με τα κομμενα σου μαλλιά πάνω στον ασημένιο δίσκο
εγω θα κάνω ότι δε βλέπω.
θα τρίβω μόνο το άγριο γάλα τους στα χέρια μου
θα περιμένω το φίδι του πειρασμού να με δαγκώσει
κι έτσι θα περνούν τα δικά σου καλοκαίρια
όσο εγώ θα καίγομαι
-παίδες εν καμίνω-
και θα κλαίω το εφηβικό σώμα
που μόνο η φύση το χάρηκε.

Wednesday, February 23, 2011

τι αξιζει τελικά?

γιατι τελικά ελάχιστα αξίζουν. ενα τσιγάρο στο μπαλκόνι τα μεσάνυχτα. εκείνη η στιγμή του έρωτα. τότε που σκαρφάλωσες στα βράχια και το αίμα έτρεχε στη θάλασσα. εκείνος ο καφές στο καράβι. η φωνή της μοσχολιού, απόγευμα, με παγωμένα χέρια.
το πρωί που κοιμόσουν δίπλα μου.
όταν γδύθηκες και κατάλαβα τι σήμαινε ομορφιά. η μια μοναδική παπαρούνα στο μονοπάτι.
κατι στίχοι τοθ Χριστιανοπουλου πεταμένοι στο γραφείο, το ακορντεόν να παιζει τραγούδια του Γκαρντελ,
και πάνω απο όλα
η καλωσύνη των ξένων.

Thursday, February 03, 2011

εκρηξη

φάρμακα νοσοκομεία εντατικές
παστίλιες για το βήχα
επιθανάτιοι ρόγχοι απολυμαντικά
κωδεινη λυσοπαινη οπιούχα
φλέγματα βλέννες βρώμικα νύχια

χαρτομάντιλα αποκλειστικές
κρύο βροχή μουσκεμένα παπούτσια
σκασμένα χείλια ανοιγμένο δέρμα
παυσίπονα αποχρεμπτικά
τσάι του βουνού φασκόμηλα

άβολες σεξουαλικές ορέξεις
μυκητιάσεις γυναικολογικές πλύσεις
λευκο ξίδι κολπικά υπόθετα
άγονο δέρμα μαύρα στίγματα
καλυμμένη ακμή με παχύ μακιγιάζ

άδεια καφενεία κυρίες με γούνες
στομαχικες πλύσεις ηρεμιστικά
σωληνάκια και κουμπιά
καταρροή των αισθήσεων
βουβαμάρα αναισθησία
θάνατος

Tuesday, February 01, 2011

αμυγδαλιες

αν ανθισαν οι αμυγδαλιές φέτος δεν είδα.
η πάχνη στο παράθυρό μου πυκνή-τα σύννεφα μολυβιά
με έπνιξε ο καπνός του τσιγάρου μου.
Κρυώνω.

Τα βράδια πια δεν ονειρεύομαι. Σκέψεις σα φύκια μπλεγμένα στα μαλλιά μου.
Αίμα στα χείλια μου που δεν τρέχει.
Ο αόρατος δήμιος με οδηγεί στην αγχόνη. Μαζί με τους συντρόφους μου τους μάγους.
Μαζί τους έφτιαξα φίλτρα που έπνιξαν αθώους.
Ανάμεσα στα πόδια μου ξεψύχησαν οι αγνοί.

Θα ματώσω και θα κλάψω και θα εξιλεώσω την κατάρα.
Αν η ψυχη μου βγει θα ριζωσει στα δέντρα.

Monday, January 31, 2011

δεν προλαβαμε

δεν προλάβαμε να δουμε εκείνο το έργο στο σινεμά που περιμέναμε
δεν αγοράσαμε εκείνο το μπαούλο που είδαμε στη βιτρίνα
δεν με είδες να σου γράφω γράμματα
δεν ακούσαμε εκείνο το τραγούδι που έλεγε η Μοσχολιού
δεν πήγαμε βόλτα στα Μεσόγεια

δεν με είδες να βρέχω τα μαξιλάρια μου με δάκρυα
να κλείνω να τηλέφωνα
να δαγκώνω τη γροθιά μου
να κρύβομαι από τον κόσμο

όταν ήμασταν μαζί δεν υπήρχε μέλλον. Ήμασταν ακίνητοι στο χρόνο.
Μόνο αέρας, θάλασσα και γη.
Και εσύ ήσουν η φωτιά.
Και σβήνεις, και τα χέρια μου δεν μπορούν να σηκωσουν άλλα ξύλα.

Monday, January 24, 2011

...

καμια φορά
αναπολώ την ομορφιά σου
όπως χτες
που το τρένο κυλούσε αργά πάνω στις ράγες
κι εγώ σκεφτόμουν τις ρυτίδες που ακόμα στο πρόσωπό σου δεν ήρθαν
αυτή την ειρωνία του προσώπου σου
την αναίδεια του κορμιού σου-τη σκληρότητα του δικού μου.
και εκείνο το μαχαίρι στη μπότα μου-το κρύο ατσάλι των ματιών σου.
δεν αγγιχτήκαμε εκείνη τη βραδιά που έκαιγε ο κόσμος και καιγόταν.
έβγαλα μόνο το κραγιόν μου με τα δάχτυλα
και πάνω στην κοιλιά μου τα σημάδια
ήταν τα δικά σου.

Friday, October 29, 2010

πιερ παολο

Τι όμορφος που ήσουν Πιερ Πάολο μέσα στα λευκά.
Τι κι αν ήταν σάβανα.
Τι όμορφος που ήσουν κι εσύ χτες έτσι όπως έπεφτε πάνω σου το φως του δρόμου.
Ήθελα να σε ρωτήσω αν με αγαπάς-μα δεν το τόλμησα, ήταν γλυκειά η στιγμή, ήταν παγωμένο το στόμα.
Το βράδυ χαράζω σχήματα στο χώμα. Χωράει, σκέφτομαι, η τρέλα μου σε κουτάκια?
με τα δάχτυλά μου σφίγγω το χώμα, το πιέζω, το αφήνω.
τι όμορφα που κάθε τι ωραίο πεθαινει-κι ετσι πάντα πικρά το νοσταλγούμε.
δεν χρειάζεται καν να πούμε την αλήθεια που χρειαζόταν τότε.
Τι είπες εκείνη τη στιγμή στο δολοφόνο σου,Πιερ Πάολο?

Thursday, October 28, 2010

Sunday, August 22, 2010

τα κύματα που δεν έσπασαν στους βράχους

Και το μόνο που θα μείνει από μας,
δυο μπουκάλια άρωμα, άμμος στα παπούτσια και τις τσάντες μας,
μισοτελειωμένα βιβλία, ταινίες που δεν προλάβαμε να δούμε, εκδρομές που δεν σχεδιάσαμε,
ένα στρωμένο κρεβάτι που δε θα προδώσει τα μυστικά που είχαμε
-διπλωμένα σεντόνια, μια νυχτικιά με σατέν κορδέλα προσεκτικά απλωμένη-
δυο εισητήρια από μουσεία που επισκεπτήκαμε, μισοτελειωμένα φλιτζάνια τσάι
πεταμένα φίλτρα καφέ.
Δυο φορέματα που δεν είδες να φοράω.
Εκείνο που σου άρεσε δεν θα το ξαναβάλω-το μπλε μαρέν με τη δαντέλα σα να κουρέλιασε, σα να ξεχείλωσε το στρίφωμά του-
κι ας είναι πλυμένο και σιδερωμένο στη ντουλάπα μου.


Όταν θα σε βλέπω καμιά φορά στο δρόμο, θα λέω από μέσα μου
πως ίσως, τότε που τα φώτα για ένα λεπτό έσβησαν, για μια στιγμή να με αγάπησες.
Και μετά θα σκεπάζομαι όπως σαβανώνουν τους νεκρούς.
Με τα χέρια σταυρωμένα και τα χείλη στεγνά
θα σιγοτραγουδάω
για τα παιδιά μας που δεν γεννήθηκαν, τις νύχτες που δεν αγκαλιαστήκαμε,
τα κρύα πρωινά που δεν μου κράτησες το χέρι.

Τα μεσάνυχτα, κάποιος θα μου βρέξει τα χείλη με ένα βαμβάκι.
Ίσως να είσαι εσύ.
Ίσως πάλι, και όχι.

Friday, May 14, 2010

the queen

η βασίλισσα των Κυκλάδων με καλεί.
Και σαν ναύτης που περιμένει να πιάσει το λιμάνι,
διαλέγω πουκάμισα ριγέ και χοντρά βαμβάκια, σηκώνω τα μανίκια ξανά,
καλύπτω το καμένο μου χέρι -μα όχι τελείως- να βλέπω το χρόνο στον καρπό μου να ξαναγεννιέται
και ξεχνάω να ξυπνήσω την αυγή, να καλωσορίσω τα πουλιά στο μπαλκόνι.
Ποιο άρωμα να διαλέξω- τον κάλυκα της δροσιάς, το πράσινο τσάι της Άπω Ανατολής, βανίλια βερύκοκο, το φιλί της Ρώμης, την απόδραση από το άστυ-
ποιο χρώμα για τα μάγουλά μου, μπρούντζινο σαν αρχαίο κεραμικό, κόκκινο σαν το αίμα του μήνα μου, ροδαλό σαν τα χείλη μου, κοραλί σαν τα κοράλλια που έψαχνα μικρή
μέσα στα καταστήματα γυρνώ σαν το δερβίση.
Και γράφω πάλι λέξεις κομμένες σαν την αλυσίδα που με κρατούσε σαν ομφάλιος λώρος,
πέφτω στα λάθη μου όπως άλλοι στα βράχια
αγγίζω το λαιμό μου σαν τη μητέρα μου τις άυπνες της νύχτες.

"Herr God, Herr Lucifer
beware, beware.
Out of the ash I reach with my red hair
and I eat men like air"
Sylvia Plath

Saturday, May 08, 2010

ebben?

δεν γράφω πια για τις ημέρες της θλίψης.
Ίσως τα πράγματα που βλέπω- δυο νεκροί σκατζόχοιροι στη σειρά σαν στρατιώτες πεσμένοι στη μάχη, ο εκτυφλωτικός ήλιος τα μεσημέρια που κάνει όλα τα αντικείμενα να κολυμπούν στο φως, τα κύματα-
να μην υπάρχουν, να τα βλέπω μόνο εγώ
και να είναι μόνο οι νεκρές ψυχές πραγματικότητα, ο επιθανάτιος ρόγχος, οι αναθυμιάσεις των μολυσμένων πόλεων, το ουρλιαχτό του λύκου στην καρδιά μου.
Κι έτσι δεν θέλω να γράφω πια.
Το σώμα δεν πεινάει, δεν διψάει για συγκινήσεις.
Τα μάτια χόρτασαν αντανακλάσεις.
Και λερώνω τα χέρια μο με μπογιές και στολίδια, τραβάω τα βλέφαρά μου να μην πέσουν
σα γκροτέσκα μάσκα,
μουτζουρώνω τα χείλη μου με μελάνι, κρατάω το κοντάρι της σκούπας με καμάρι.
Δεν ξέρω τι να γράψω πια σε εκείνους που με άκουγαν-
καπνίζω, αγγίζω επιφάνειες, αφουγκράζομαι τις καμινάδες
μήπως βγάλουν καπνό, παρόλο που έρχεται το καλοκαίρι.

Saturday, December 12, 2009

φοβαμαι

φοβάμαι τα κρύα πρωινά που δεν έχω τι να κάνω.
βρίσκω δουλειές περίπλοκες, ανακατώνω συρτάρια τακτοποιημένα,
τσαλακώνω ρούχα κολλαριστά, τρίβω πλακάκια με δηλητήρια.
και η λευκή κόλλα εκεί.
μα εμένα με τραβάει η σκόνη στα ράφια και τα άχρηστα χαρτιά.
θυμάμαι μέρες γενικής καθαριότητας-η γιαγιά μου με σηκωμένα μανίκια και πιασμένα μαλλιά, νερά να τρέχουν, οι άντρες κάπου εξορισμένοι
σκέτος ελληνικός στο τραπέζι της κουζίνας
κόλλα για τα ασπρόρουχα και σύρμα για τις κατσαρόλες
αγορασμένο από την οδό Αθηνάς μια μέρα σαν κι αυτή
μα τα χέρια μου δεν πηγαίνουν.
και το γραψιμο πιο δύσκολο από το σήκωμα των επίπλων
-ο ίδιος πόνος στο στήθος, κάπου χαμηλά-
και το πετάρισμα της ανυπομονησίας στο δωμάτιο
το καντήλι στο τζάκι να σβήνει από ένα φύσημα αόρατο
τα υγρά του στομαχιού να ανεβαίνουν και να μην τα σταματάει η θέληση
παυσίπονα τσάι σοκολάτες αλεύρι
αργία μήτηρ πάσης κακίας
γλυκό μου βάσανο.

Thursday, December 10, 2009

κι ο δεκεμβρης..

άσχημα που φαίνονται τα σπίτια
που δεν έχουν στα παράθυρα κουρτίνες.
σα να περιμένουν το ληστή να τους δώσει συντροφιά.
happily ever after.
και το μυαλό μου μια έρημος. δουλεύω πασαλείβοντας τα δάχτυλά μου με βερνίκι νυχιών και εισπνέοντας τις αναθυμιάσεις, καίγοντας τα χείλη μου με μαύρο τσάι, φυσώντας τον καπνό στα μάτια μου.
closing time.
κάποτε σε ερωτεύτηκα-όταν ήμουν όμορφη και τα λουλούδια στα μαλλιά μου δε σάπιζαν.
κάποτε σε ερωτεύτηκα, είχαν τα μάτια σου την περιέργεια της αλεπούς χωρίς θήραμα.
κάποτε ήμουν εγώ το θήραμα. τώρα είμαι ο θύτης με συνείδηση.
και τα βράδια τσαλακώνω την περήφανη ψυχή μου
τα μαύρα μάτια μου
τα λευκά μου όνειρα
και χαιδεύω τα τραχιά δάχτυλα της ζωής μου.
it looks like freedom, but it feels like death.
it's closing time.

Sunday, November 01, 2009

μέσα στις συνοικίες

μπήκε ξαφνικά το κρύο μέσα στη ραχοκοκκαλιά,
εκεί, δίπλα στις ψησταριές και τα οπωρωπωλεία
με πεπόνια θράκης στα τελάρα.
ένα πακέτο καρέλια στα πόδια μου.

και κάθε μέρα ένας άνθρωπος πεθαίνει.
τα σαββατόβραδα, που μαθαίνεις τα νέα
καθώς βάζεις τα σκουλιαρίκια σου στον καθρέφτη, ή όταν μισοκοιμάσαι στον καναπέ.
και δεν έχεις τι να πεις.
ή έχεις να πεις πολλά, όλα εξίσου άχρηστα.
Ισως να κουκουλωθείς με την κουβέρτα. Ίσως να πιεις, μονορούφι,το κονιάκ που κρατούσες για τα γλυκά σου.
Ίσως και να ζήλεψεις. (" Αμαρτία" -η φωνή της νεκρής μάνας σου στα αυτιά σου σαν κρότος)

Στα νησιά φυσάει άγρια όπως φυσάει συνήθως τέτοια εποχή.
Σήμερα, των Αγίων Αναργύρων ανήμερα, έσφαξαν κατσικάκι.
Το έβρεξαν με κρασί στη γλώσσα.
Ταυτόχρονα αμέτρητοι Αθηναίοι δεν μπορούσαν να συνέλθουν από το χτεσινό μεθύσι.

Και το κρύο να σου κόβει το αίμα.
Ουδείς αναντικατάστατος.
Και περιμένεις τη σειρά σου-αργά, βασανιστικά , ίσως με μια ελπίδα στην άκρη του ματιού
ίσως να ξέρουμε όλοι τους τίτλους του τέλους.

Wednesday, October 28, 2009

ιωσήφ

εκατομμύρια οδήγησες στο θάνατο
κι εκείνοι σε δόξαζαν
οι οικογένειες ων νεκρών, τα θύματα από τις δίκες σου, οι εργάτες στα καταναγκαστικά σου έργα.
τσάρε της φρίκης.

έγινες εφιάλτης και λατρεύτηκες.
και σιωπηλά, μασούσες το στόμιο της πίπας σου.
κατω από το αρρωστημένο φως του γραφείου σου δεν φαίνονταν τα σημάδια της ευλογιάς.
γιε του Καυκάσου. Απόγονε του Προμηθέα.
Τι κι αν η φωτιά που έδωσες σκότωνε με τις αναθυμιάσεις της.

Και νίκησες. Με αμέτρητα κομμένα μέλη και σφαίρες στο λαιμό.
ένας στρατός φρίκης γυρνούσε από το μέτωπο. τους εκτέλεσες.
ο γιος σου έπεσε στα ηλεκτροφόρα σύρματα.
κι εσύ γύρισες τη σελίδα της πράβντα.

κι έγινες θεός. με τα κίτρινα μάτια του αρπακτικού.
θεέ ασιάτη, Βάαλ της Σιβηρίας, δε χόρταινες.
στα σωθικά σου θυσίαζαν ζωές και ιδέες και ελπίδες.

Το αγαπημένο σου βιβλίο ήταν ο Ιβάν ο Τρομερός.
Ποιος Δρ. Φάουστ, ποιος Μεφιστοφελής.
Είναι η μοίρα να μισούν τους δυνατούς.
Ειναι η μοιρα να μισούν τους επιζώντες.
Είναι κρίμα να μη μπορείς να δικαιολογηθείς.

Και κάτω από τις κοζακικές λόγχες
που μίσησες
τα άγρυπνα μάτια του Μπέρια
όλες τις επαναστάσεις που πνίγηκαν στο αίμα
πάντα κάτι τέτοιες μέρες σε θυμάμαι,
Ιωσήφ Βισαριόνοβιτς Γιουγκασβίλι, γιε του τσαγκάρη.

Tuesday, October 27, 2009

μαλβίνα

κι εσύ
πίστεψες στον έρωτα
με όλο σου το είναι-κι έγινες σκλάβα και σκλαβιά, μέσα στην επανάσταση των ιδεών σου.
και έκανες αρχαίες θυσίες
αντί για λάδι και στάρι και κρασί
έφτιαχνες πιάτα με τζίντζερ και κάρυ, κάρδαμο και μέλι
να κατευνάσουν τη γλώσσα, να κατευνάσουν τους θεούς
την τρικυμία στην καρδιά
σιδέρωνες τα παντελόνια με άψογη τσάκιση, έψηνες ελληνικό με παχύ καιμάκι
πάνω σε ελβετικά κεντήματα, χειρόγραφα του Χειμωνά, το αστέρι του Δαυίδ.

Με μουσική υπόκρουση Ζυλιέτ Γκρεκό, έγραφες με πυρετό στη σάρκα.
Σε θυμάμαι να μιλάς για αμερικάνικες αγορές και ρούχα από τον Ρομέο Τζίλι.
Μου άρεσαν τα μάτια σου.
Μου άρεσε που δε φοβόσουν κανέναν.
Όταν παντρεύτηκες στενοχωρήθηκα. Ήθελα να είσαι ελεύθερη.
Κι εγώ ήθελα να 'μαι σαν κι εσένα.

Αδωνάι! Αδωνάι!
Σε είδα μια φορά στον ύπνο μου
κρατουσες ένα ποτήρι σαμπάνια, φορούσες μια λευκή γούνα.
Δεν ήθελα πια να 'μαι σαν εσένα.
Κι όμως φοβόσουν, είναι αλήθεια.
Την τρέλα του έρωτα όμως δεν τη φοβήθηκες ποτέ.
Ισως να ταν και το μεγαλείο σου αυτό. Ισως και η αχίλλειος πτέρνα.

Κι εγώ που δε δέχτηκα σε κανέναν να μαι υπόδουλη
και όταν με φιλούσαν εγώ κλωτσούσα
δε φοβάμαι και ξέρω πια πως δε σου μοιάζω.

Κι έτσι σε φίλησα στο μέτωπο
ήταν ίσως χαραυγή και έβγαινε ο ήλιος κόκκινος
και με τα αχτένιστα μαλλιά μου, τσαλάκωσα την άκρη του φουστανιού μου
(χρώμα κρεμ, ζεστό ρυζόγαλο με κανέλα χυμένο)
και είπα αμήν, ο νεκρός δεδικαίωται.
Πάντα.

Monday, October 19, 2009

τα απόνερα της καρδιάς μας

θα έρθει
χορεύοντας ένα παλιό ζειμπέκικο
στον ρυθμό αυτών των εννέα ογδώων θα σηκώσει τις φτέρνες του

ένα δρεπάνι λουστρίνι

η γλυκιά γεύση του ατσαλιού πάνω στη γλώσσα

"θεέ μου, τη δεύτερη φορά.." κι αν δεν υπάρξει πρώτη, αναρωτιέμαι
δεν πίστεψα στον έρωτα μα εκείνος με κηνυγά

κι εγώ σαν θήραμα αβοήθητο τεντώνω τα αυτιά μου
στηλώνω τα μάτια μου
και να κουνηθώ δεν μπορώ

θα έρθει χορεύοντας στον ρυθμό των εννέα ογδώων
θα με ζητήσει για ντάμα
θα χώσει στο στήθος μου μια τανάλια
να με σφίγγει όταν θα σε σκέφτομαι

κι εγώ με τα χέρια μέχρι τους αγκώνες στις σαπουνάδες
κρύβομαι από τα σύννεφα, για να μην καώ
από τη δική μου την αντανάκλαση.

Saturday, September 19, 2009

τα πλοία που φεύγουν σα φαντάσματα

ξανά ξημερώματα βρίσκομαι στα λιμάνια
μια μπάλα στο στομάχι δυο χτυπήματα στην καρδιά
στον αέρα ακόμα η τσίκνα και τα καμένα λάδια στο πεζοδρόμιο
πειραιάς άγιος σπυρίδωνας σταθμός ηλεκτρικός
τα πορνοπεριοδικά στα περίπτερα δυο πεταμένα χαρτάκια από γκοφρέτα αποτσίγαρα
μια βροχή που δεν έρχεται
μια ζωή που δεν έρχεται.

Θα θελα να άκουγα λίγο Αζναβούρ λίγο Ζακ Μπρελ
λιπαρό δέρμα νύχια φαγωμένα
και ποια είσαι εσύ που θα μου πεις τι θα κάνω
ne me quitte pas άρωμα bois des iles
κίτρινα λουλούδια στα μάτια μου ανθίζουν στα θάλασσα
κι όμως δεν είναι ψέμα
-τα μυστικά σου φανερώθηκαν-
η ραφή στην κάλτσα σου, το στιλέττο στη μπότα σου
σε φιλώ γλυκά και σε μισώ θανάσιμα
με λίγο νάζι και οργή, τρίξιμο των δοντιών
κι αέρα στα πανιά μου.

Thursday, September 17, 2009

ατμος ρυζιου

στην Αθήνα είμαι ξανά μια επαρχιώτισσα. Τι κι αν γεννήθηκα πικρά μέσα στην αλμύρα-είναι ξένη η πόλη, είναι ξένοι οι δρόμοι, είναι ξένοι οι άνθρωποι, σε κοιτούν απειλητικά, χαιδεύουν απειλητικά τις κλειδώσεις των δακτύλων τους, τρίβουν τις γροθιές τους.
Το Λαύριο περίμενε την ατομική βόμβα, έλεγες σε λίγο θα βγει στον ουρανό το μανιτάρι της Χιροσίμα ,μια γκρίζα μέδουσα, μια μολυσμένη τσιχλόφουσκα, και θα ξεράσει πάνω μου.
Έτρεμα, έτρεμα τη μυρωδιά της, την υφή της, τη φύση της.
Και στη βρώμικη ζακέτα μου -ένα δώρο μιας γυναίκας που έφυγε, που της άρεσαν τα παξιμάδια και το μέλι το θυμαρίσιο, οι πόροι μου σπάραξαν. Το βράδυ δεν κοιμήθηκα.
Νόμισα πως είμαι βαμπίρ. Έσφιξα τα δόντια και έκλεισα τα μάτια. Ονειρεύτηκα πως δεν ήσουν εκεί, τρόμαξα λίγο, ένα τσιγάρο, το γνώριμο σούρσιμο, το βουητό μιας τηλεόρασης, η ανοησία η ίδια, στα μάτια του μυαλού μου.Χάνομαι.
Ψάχνω την ηρεμία μου σε ρίζες μπαμπού και ορυζώνες.
Το πρωινό δεν ήταν φιλικό. Τα βλέμματα των περαστικών έκοβαν μέσα μου μικρά κόκκινα σημάδια σε σχήμα σταυρού.
Φόρεσα το κρύομου βλέμμα. Έπιασε.
Ο Βιζυηνός από μια εκκλησία με κοίταξε συγκαταβατικά.

Tuesday, July 14, 2009

καλοκαιρινή σκόνη

Στις ταβέρνες, αναρίθμητα τίποτα παραγγέλνουν σαλάτες με μπόλικο λάδι και αφηγούνται ιστορίες παλιάς επιβολής και εξουσίας-σωπαίνω.
Παρακολουθώ την ψαλίδα που θερεύει στα μαλλιά μου, σκουπίζω τα χέρια στο παντελόνι μου, σωπαίνω.
'Αθλιος καφές. Μπαγιάτικα φυστίκια, πετάγεται θαλασσινός αφρός και κρυώνει τα πόδια μου.
Η διπλανή μου στριγγλίζει-Ντάριο Αρτζέντο της λέω, με αγνοεί. Καλά κάνει, δεν έχω άλλο θέμα συζήτησης, μυρίζω τον καρπό μου, kenzo amour, βανίλια και κρεμώδες ρύζι, κάπως ηρεμώ.
Η εκκλησία έχει ένα φως πορτοκαλί, αχνή ιδέα απο φάντα σε ποτήρι να αναγουλιάζει τον ουρανίσκο, βλέπω το ανοιχτό στόμα της μπακάλισσας να πολτοποιεί μια σοκολάτα snickers-ξερνάω στη γωνία.
Καταραμένα κινούμενα νησιά, καταραμένες βάρκες. Εκτυφλωτικό άσπρο-μια ιδέα απολυμαντικού, μια ιδέα εγκαυματος απο ακουαφόρτε, πορτοκαλί μπουκάλι, μαύρο καπάκι, φονικό όπλο.
Μια λίμα φτιαγμένη απο μικρούς κρυστάλλους. Ακονίζω τα νύχια μου, εν δυνάμει φονικά όπλα, στιγματισμένα από την αβιταμίνωση. Μια μυρωδιά ιλίγγου απλώνεται παντού.
Δε γινόμαστε σκουλήκια μόλις πεθάνουμε, αλλά από πολύ πιο πριν.
Ο βόμβος τν μελισσών.Κιτρινόμαυρο τσίμπημα, γλυκό μου κεντρί.

Friday, May 15, 2009

γλάροι

παράξενο που δεν μαράθηκαν ακόμα
οι παπαρούνες στα νησιά
ίσως
να τις ποτίζει το αλμυρό νερό που κυλάει στα αυλάκια
τα αρχαία νερά τα κόκκινα κάτω από τη γη χίλια χιλιόμετρα
πως βρέθηκε τόσο αίμα σε ένα βράχο
πως βρέθηκε στα μαραμένα μου χείλια τόσος πόθος λέει η γη
χρόνια βγάζω μάραθο, αγριόχορτα , αγκάθια
πονάω στη γέννα σαν τις γυναίκες τις παλιές
και πάλι γόνιμη δεν είμαι μα κάθε μήνα παλεύω
με τα ωάριά μου τα ζαρωμένα τα μέλη μου τα γερασμένα
να ποτίσω τους ανθρώπους
κι ας με γεμίζουν με το σάλιο τους το δηλητηριασμένο τα ζώα
κι ας χαράζουν πάνω μου γραμμές με καυτή πίσσα
τα φώτα κάθε βράδυ τώρα ανάβουν.
τα απογεύματα οι γλάροι
ψάχνοντας για ψάρια
μου φιλούν τα πόδια
που καμιά φορά
τους αφήνω να ξεκουράζονται .

Wednesday, May 13, 2009

τα μεσημέρια

και τις μέρες αυτές γίνομαι ένα με τη σκόνη

που ηδονικά μαζεύεται στα ράφια μου και στα παράθυρά μου.

οι μεγάλες ζέστες δεν με νικάνε

-θα βγάζω γλώσσα στη χαιρεκακία και το θράσος-

σαν δωδεκάχρονη που χρυπάει το πόδι της στο δάπεδο.

σας φιλώ γλυκά με χείλη βαμμένα από χυμό κερασιών και βατόμουρων

και σας βλέπω να φθονείτε τα στραβά μου μέλη, τις λευκές μου ρίζες και

Sunday, May 10, 2009

κι αν ο καιρός πέρασε

δεν πειράζει που δεν είδα φέτος να ανθίζουν τα λουλούδια,
τα φύλλα να ρουφάνε τις σταγόνες, να καίγεται ο ήλιος σε μεγαλοπρεπή κάθοδο κάθε νύχτα.
Δεν πειράζει που ο χειμώνας σκεπάστηκε από μικρές, άδολες αγάπες.
Και τώρα που η γύρη τσούζει τα μάτια
ο ήλιος θαμπώνει τα χείλη τα αφίλητα
" et in arcadia ego"
κατεβαίνω τις σκάλες της βαθιάς της θύμησης, τα καλοξυσμένα μου μολύβια, τις κόλλες τις λευκές από χαρτί.
κι όταν αφήνω τα πόδια μου γυμνά στο ξύλινο πάτωμα
αφουγκράζομαι ανάσες ξεχασμένες.
τα ξεραμένα μου δάχτυλα ακουμπούν τη θάλασσα που βρυχάται.

Monday, January 19, 2009

το πρόσωπό μου στον καθρέφτη

τις αλκυονίδες μέρες θα τις περάσω φορώντας μαύρα.
θα περιποιούμαι τους αρρώστους της ψυχής μου με αφεψήματα.
θα βλέπω τον πρόσωπό μου στον καθρέφτη και τα φύλλα των δέντρων θα μου μοιάζει.
θα με συνοδεύει ο Κουρτ Βάιλ στις βόλτες πάνω στο ξύλινο πάτωμα
θα μου βάφει τα μάτια η Κλεοπάτρα νικημένη στο Άκτιο.
Και όταν βουτάω
στα νερά του δρόμου
θα μαι η ντροπή
ολόγυμνη
που όλους σας σκιάζει
και στα αυτιά μου θα ακούγεται
το βουητό
του φόβου σας
όπως ο ήχος μέσα σε ένα κοχύλι
και η άρπα του Νέρωνα στη φλεγόμενη Ρώμη
θα βγάζει την πιο γλυκιά φωτιά.
όμορφα που είναι τα πρωινά που κρατάς τους καρπούς μου
σαν φίλντισι και στάχτη μαζί
κι εγώ όταν θα καίγομαι στους δρόμους
φωνάζοντας το όνομά σου
ακριβέ μου
θα κρατήσω φυλαχτό το γυαλί που σε σκότωσε.


Wednesday, January 07, 2009

στρατώνες


κάνει κρύο το βράδυ στους στρατώνες των πόλεων
ακόμα κι αν διασκεδάζουν όλοι με αλκοόλ και καπνό
κάπου φεύγει η χαρά χωρίς να φαίνεται ο ρόδινος καπνός της.
κι ας μυρίζει η χαρά πιπερόριζα και βατόμουρο
και σοκολάτες, κι ας περπατάει γελώντας
δεν γελούν πια τα παιδιά, δεν κρατούν μπαλόνια.
κι εγώ μέσα σε υπόγειους σιδηροδρόμους
διπλώνω και ξεδιπλώνω τα δάχτυλά μου για ζέστη
μυρίζω τον καρπό μου για θαλπωρή
αχ και να χε το αρωμα πατρίδα
και ακούω πως αρπάξαμε φωτιά, σαν τα ξερά τα φύλλα-
με ρωτούν για την ελένη, αχ ελένη
και η δικιά μου ελένη με μάτια κόκκινα με ψάχνει
και φωνάζει το όνομά μου ασταμάτητα τις νύχτες με το τριμμένο της φουστάνι
κι εγώ ματώνω ανήμπορη σε ένα πεζοδρόμιο
σαν φύλλο ξερό που δεν άρπαξε φωτιά, μα το παίρνει ο άνεμος και το πάει
εκείνος όπου θελει