και εκείνος στο δρόμο για το σπίτι ήθελε να γυρίσει πίσω σε εκείνη, έχεις δίκιο να θυμώνεις, μόνο τώρα σου είπα πως ομόρφυνες, εδώ και πέντε χρόνια σε βλέπω και έρχομαι στο σπίτι σου και κοιμόμαστε μαζί. Και δεν είμαι ερωτευμένος μαζί σου αλλά το σώμα σου είναι το μόνο που έχω. Ούτε το σπίτι μου ούτε η δουλειά μου, το σώμα σου, ούτε τα λίγα χρήματα που έχω σε οικονομίες,το σώμα σου και το πρόσωπό σου.
Το λίγο πεσμένο στήθος σου σφιγμένο μέσα στα απλά λευκά σουτιέν σου.Η τούφα που πέφτει στο μέτωπό σου και το ένα σου μάτι που είναι λίγο πιο μικρό το ένα από το άλλο και σπιθηρίζουν όταν θυμώνεις μαζί μου γιατί αργώ και είσαι κουρασμένη αλλά μετά με συγχωρείς και με αγκαλιάζεις πάλι. Και το κρεβάτι σου με την καράφα του νερού στο κομοδίνο με το πετσετάκι το κοφτό πάνω. Και δίπλα αυτός ο τόμος με τα ποιήματα του Ρίτσου, που τα βράδια που εγώ δεν είμαι εκεί διαβάζεις πριν κοιμηθείς.
Αυτό έχω μόνο στον κόσμο, σκεφτόταν μέσα στο αυτοκίνητο, ακούγοντας τις τελευταίες ειδήσεις της ημέρας, στον δρόμο για το σπίτι, η μόνη μου κληρονομιά ένα σώμα γυναικείο, ούτε καν στην ακμή του, στα νιάτα του, ένα σώμα φθαρμένο σαν κι εμένα και τη συνείδησή μου. Είναι αυτό έρωτας? Δεν ξέρω και μια ζωή θα αναρωτιέμαι, και είναι νύχτα με κρύο και το λιγότερο που μπορούσα να κάνω ήταν να ξαπλώσω δίπλα της, να τη ζεστάνω,να της πω δεν είναι και πολύ, αλλά έχουμε ο ένας το σώμα του άλλου, αποκούμπι και βάσανο μαζί. Και δεν σου έχω κάνει ποτέ καν ένα δώρο, ούτε ένα μπουκάλι ουίσκυ καθώς έρχομαι, είμαι κάθαρμα, ασυγχώρητος, και έφτασα σχεδόν πενήντα και δεν έχω ιδέα τι μου γίνεται, το μόνο σταθερό μου βάσανο να αγαπώ είσαι εσύ.
Thursday, December 05, 2013
Wednesday, December 04, 2013
καθημερινές σκηνές
αυτή ακριβώς τη στιγμή ένα παράνομο ζευγάρι κάνει έρωτα σε άπλυτα σεντόνια, κρυώνει αλλά δεν περνάει από το μυαλό τους να σκεπάσουν τα γυμνά κορμιά τους, τα σώματά τους από την ηλικία έχουν κάπως χαλαρώσει, το στήθος της γυναίκας δεν είναι πια τόσο στητό,ο άνδρας έχει γκρίζες τρίχες στο στέρνο, παίζει στο ραδιόφωνο ένας σταθμός ειδήσεις και διαφημίσεις για τα Χριστούγεννα, ένα γεμάτο τασάκι στο κομοδίνο και δυο ποτήρια ουίσκυ σκέτο. εκείνη είναι νεότερη, κρατιέται σφιχτά πάνω του για να τον νιώσει πιο πολύ,τι μοναξιά να είσαι πιο μόνη όταν ο άλλος είναι μέσα σου, ακουμπάει τον ώμο του με τα δάχτυλά της, στον τοίχο σχηματίζονται σκιες, είναι βράδυ, οι ειδήσεις αρχίζουν ή έχουν τελειώσει για να δώσουν τη θέση τους σε διαφημίσεις, εκείνος από πάνω της είναι λίγο κουρασμένος, σκέφτεται το δρόμο για το σπίτι και το αποψινό κρύο, πως θα θελε να κοιμάται μαζί της τα βράδια μα δεν μπορεί, οι συνθήκες της ζωής, σταματάει για λίγο, τη ρωτάει αν κουράστηκε, εκείνη λέει,πως σου πέρασε από το μυαλό, συνέχισε.Εκείνος συνεχίζει με λιγότερη όρεξη, εκείνη γλιστράει, να το αφήσουμε καλύτερα,είμαστε και οι δυο κουρασμένη, ας προσπαθήσουμε αργότερα, δεν υπάρχει αργότερα λέει εκείνος, πρέπει να φύγω.
Εκείνη γυρνάει στο πλάι, εκείνος εκνευρίζεται, κοίτα τώρα την πουτάνα που μου κάνει γυμνάσια, μπαίνει μέσα της ξανά στη στάση αυτή λίγο με το ζόρι, εκείνη τον αφήνει, εκείνος ερεθίζεται από την αδιαφορία της περισσότερο,τη σφίγγει λίγο περισσότερο από όσο πρέπει, εκείνη συνεχίζει να μην έχει όρεξη αλλά κάπως λυπάται και της αρέσει που τον λυπάται, νιώθει καλύτερα από το να τη λυπάται αυτός, εκείνος τελειώνει πολύ έντονα, βγαίνει από μέσα της και γυρνάει πλευρό να ηρεμήσει, πίνει λίγο ακόμα, κρυώνεις του λέει εκείνη, όχι είμαι εντάξει, σκεπάσου εσύ, έχεις ανατριχιάσει. Εκείνη πηγαίνει στο μπάνιο και κάνει ντους, φοράει μια καρώ ρόμπα μπλε, πίνει και εκείνη μια γουλιά δίπλα του, την κοιτάει εκείνος και της λέει ομόρφυνες, τόσα χρόνια γνωριζόμαστε και ποτέ δεν σου είπα πως ομόρφυνες, πόσα χρόνια είναι, πέντε ή κάτι τέτοιο, τη σφίγγει στην αγκαλιά του, μυρίζουν τα μαλλιά της όμορφα, φρέζια, της σφίγγει το χέρι, ίσως να πηγαίναμε στον κινηματογράφο το σαββατοκύριακο, το ξέρει πως δεν μπορούν και οι δυο, σηκώνεται κι εκείνος για να κάνει ντους, εκείνη πίνει λίγο ακόμα για να ζεσταθεί, βγάζει τη ρόμπα και φοράει το νυχτικό της,γκρίζο με ένα φιόγκο στο μπούστο, εκείνος βγαίνει, θα ξαπλώσω για να κοιμηθώ είμαι πολύ κουρασμένη, βγες μόνος σου αυτή τη φορά, εντάξει της λέει εκείνος, ντύνεται γρήγορα,τη φιλάει στο μάγουλο και φοράει ήδη το σακάκι του, εκείνη σκεπάζεται μέχρι το κεφάλι, κλείνει τη λάμπα και μετά την ξανανοίγει, ξέχασε να βουρτσίσει τα δόντια της, βουρτσίζοντας τα λέει ναι ομόρφυνα, κλείνει το ραδιόφωνο, αύριο τα ποτήρια με το ουίσκυ, απόψε κάνει πολύ κρύο για να σηκωθεί ξανά,αγκαλιάζει το μαξιλάρι, θα τον ξαναδεί σύντομα,ίσως μεθαύριο, ίσως.
Εκείνη γυρνάει στο πλάι, εκείνος εκνευρίζεται, κοίτα τώρα την πουτάνα που μου κάνει γυμνάσια, μπαίνει μέσα της ξανά στη στάση αυτή λίγο με το ζόρι, εκείνη τον αφήνει, εκείνος ερεθίζεται από την αδιαφορία της περισσότερο,τη σφίγγει λίγο περισσότερο από όσο πρέπει, εκείνη συνεχίζει να μην έχει όρεξη αλλά κάπως λυπάται και της αρέσει που τον λυπάται, νιώθει καλύτερα από το να τη λυπάται αυτός, εκείνος τελειώνει πολύ έντονα, βγαίνει από μέσα της και γυρνάει πλευρό να ηρεμήσει, πίνει λίγο ακόμα, κρυώνεις του λέει εκείνη, όχι είμαι εντάξει, σκεπάσου εσύ, έχεις ανατριχιάσει. Εκείνη πηγαίνει στο μπάνιο και κάνει ντους, φοράει μια καρώ ρόμπα μπλε, πίνει και εκείνη μια γουλιά δίπλα του, την κοιτάει εκείνος και της λέει ομόρφυνες, τόσα χρόνια γνωριζόμαστε και ποτέ δεν σου είπα πως ομόρφυνες, πόσα χρόνια είναι, πέντε ή κάτι τέτοιο, τη σφίγγει στην αγκαλιά του, μυρίζουν τα μαλλιά της όμορφα, φρέζια, της σφίγγει το χέρι, ίσως να πηγαίναμε στον κινηματογράφο το σαββατοκύριακο, το ξέρει πως δεν μπορούν και οι δυο, σηκώνεται κι εκείνος για να κάνει ντους, εκείνη πίνει λίγο ακόμα για να ζεσταθεί, βγάζει τη ρόμπα και φοράει το νυχτικό της,γκρίζο με ένα φιόγκο στο μπούστο, εκείνος βγαίνει, θα ξαπλώσω για να κοιμηθώ είμαι πολύ κουρασμένη, βγες μόνος σου αυτή τη φορά, εντάξει της λέει εκείνος, ντύνεται γρήγορα,τη φιλάει στο μάγουλο και φοράει ήδη το σακάκι του, εκείνη σκεπάζεται μέχρι το κεφάλι, κλείνει τη λάμπα και μετά την ξανανοίγει, ξέχασε να βουρτσίσει τα δόντια της, βουρτσίζοντας τα λέει ναι ομόρφυνα, κλείνει το ραδιόφωνο, αύριο τα ποτήρια με το ουίσκυ, απόψε κάνει πολύ κρύο για να σηκωθεί ξανά,αγκαλιάζει το μαξιλάρι, θα τον ξαναδεί σύντομα,ίσως μεθαύριο, ίσως.
Tuesday, December 03, 2013
σαν το ματωμένο γαμο
Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια χώρα που οι άνθρωποι ήταν ζαλισμένοι από γεγονότα. Κάποτε κατανάλωναν και έτσι περνούσε ο καιρός τους, προσπαθώντας να ζηλέψουν οι γείτονες, οι συγγενείς, οι γνωστοί, και να ξεχάσουν τις ταπεινές τους ρίζες που οι ίδιοι νόμιζαν ταπεινές,γιατί οι ρίζες ποτέ ταπεινές δεν είναι. Και όταν στη χώρα αυτή τέλειωσαν τα αγαθά άρχισαν να καταναλώνονται τα αισθήματα και ο φθόνος, γιατί όταν έχεις μάθεις να καταναλώνεις το κάνεις ασυναίσθητα. Και άρχισαν τα λόγια γιατί οι άνθρωποι είχαν ξεχάσει πως οι πράξεις μετράνε στη ζωή, φτάνει να δείχνεις και να φαίνεσαι πιο έξυπνος από τον άλλον, ακόμα και αν δεν είσαι στην πραγματικότητα, και να γίνονται χαιρέκακοι, όλο και περσσότερο χαιρέκακοι, παρόλο που το αρνιούνταν και έγραφαν στους τοίχους "αγάπη ρε ******" δεν ήξεραν να αγαπήσουν καν τον τοίχο. Και κρατούσαν το κεφάλι με τα χέρια και δεν είχαν τι να πουν γιατί κάποτε ανακύκλωναν κουτσομπολιά αφού κανένας δεν τους έμαθε να συζητάνε ή να μένουν μόνοι, γράφουν σε τοίχους εικονικούς και διαβάζουν ασυνάρτητες προτάσεις από διάφορα status ανθρώπων που βρίσκονται για φαγητό και το φωτογραφίζουν, γιατί κανένας άλλος πληβείος δεν έχει την τύχη να πάει σε εστιατόρια και να ζηλέψει, όπως ζήλευε παλιά η γειτονιά ζηλεύει τώρα η γειτονιά η εικονική. Και ξέχασαν να βλέπουν τηλεόραση που τους έτρεφε σαν μητρικό γάλα ή τους νανούριζε και δεν μιλούσε ο ένας με τον άλλον, ούτε καν στο τηλέφωνο. Αλλά όλοι μαγείρευαν γιατί ανακάλυψαν την κουζίνα και τις σπιτικές μυρωδιές, αλλά τι να τις κάνεις τις σπιτικές μυρωδιές αν δεν έχεις σπίτι και κανέναν να καλέσεις, αφού δεν έχεις να μιλάς και να αγαπάς? Μια φορά και έναν καιρό μια πόλη αργοπέθαινε και την άφηναν να αργοπεθαίνει από ασφυξία, ασφυξία αισθημάτων, θυμού και φόβου, ασφυξία απραξίας, ασφυξία μίσους, γιατί μη μου πεις πως όταν μισείς δεν σε κουράζει, και όταν μισείς ξεχνάς ακόμα και το πένθος ενός γονιού που έχασε το παιδί του, να μην σου τύχει να μην σου τύχει έλεγε η γιαγιά μου και κανένας δεν σεβάστηκε τη σιωπή μιας μητέρας αλλά έκαναν υποθέσεις και τσακώνονταν από ψεύτικη συγκίνηση, μα η μητέρα τώρα πια δεν έχει κόρη και μόνο εκείνη το ξέρει πως πονάει, και μόνη της θα θρηνήσει το βράδυ, ενώ οι υπόλοιποι θα αναλώνονται ξανά σε συζητήσεις για την τρόικα και τη χώρα που αργοπεθαίνει από ασφυξία γιατί την έπνιξαν οι ίδιοι.
Sunday, November 24, 2013
κυριακάτικα λείψανα
φτιάχνω τσάι με λεμόνι χωρίς ζάχαρη, το φλυτζάνι μου ζεσταίνει τα χέρια τις μέρες σαν αυτές, τις βροχερές. Κυριακή και κανένας δεν μπήκε ή δεν βγήκε από την πολυκατοικία, δεν άκουσα τα ασανσέρ να ανοιγοκλείνουν, τις πόρτες, τα κλειδιά να μπαίνουν στην εσοχή.
Δεν βγήκα για τσιγάρα για περίπατο για φαγητό να κατεβάσω τα σκουπίδια, ξύπνησα το πρωί και νόμιζα πως ήταν ακόμα βράδυ, σηκώθηκα με κόπο, έβαλα τα πόδια στο χαλί, τα ξανανέβασα πάνω στο κρεβάτι διστακτικά, μα σηκώθηκα και ήπια καφέ χωρίς να κοιτάω έξω, το τσαλακωμένο μου νυχτικό παραπονέθηκε, δεν σε κρατάω αρκετά ζεστή? δεν ένιωθα κρύο ή υγρασία, μόνο τη ζεστασιά μιας βροχερής Κυριακής μέσα σε σπίτια και καναπέδες και κουβέρτες ,ούτε ένα κακό όνειρο για απόψε, κάποιοι περιμένουν τα Χριστούγεννα. Φόρεσα μια ζακέτα, άνοιξα το παράθυρο να βγει ο κλειστός αέρας μιας νύχτας.
Μέχρι το τέλος της ημέρας δεν είδα ούτε έναν άνθρωπο στο δρόμο, έστρωσα το τραπέζι μου και χαμογέλασα, οι μέρες με βροχή είναι χαρούμενες μέρες, μέρες που δροσίζουν τη γη και μας αναγκάζουν να κοιταζόμαστε στον καθρέφτη, για αυτό σε πολλούς δεν αρέσουν.
Δεν βγήκα για τσιγάρα για περίπατο για φαγητό να κατεβάσω τα σκουπίδια, ξύπνησα το πρωί και νόμιζα πως ήταν ακόμα βράδυ, σηκώθηκα με κόπο, έβαλα τα πόδια στο χαλί, τα ξανανέβασα πάνω στο κρεβάτι διστακτικά, μα σηκώθηκα και ήπια καφέ χωρίς να κοιτάω έξω, το τσαλακωμένο μου νυχτικό παραπονέθηκε, δεν σε κρατάω αρκετά ζεστή? δεν ένιωθα κρύο ή υγρασία, μόνο τη ζεστασιά μιας βροχερής Κυριακής μέσα σε σπίτια και καναπέδες και κουβέρτες ,ούτε ένα κακό όνειρο για απόψε, κάποιοι περιμένουν τα Χριστούγεννα. Φόρεσα μια ζακέτα, άνοιξα το παράθυρο να βγει ο κλειστός αέρας μιας νύχτας.
Μέχρι το τέλος της ημέρας δεν είδα ούτε έναν άνθρωπο στο δρόμο, έστρωσα το τραπέζι μου και χαμογέλασα, οι μέρες με βροχή είναι χαρούμενες μέρες, μέρες που δροσίζουν τη γη και μας αναγκάζουν να κοιταζόμαστε στον καθρέφτη, για αυτό σε πολλούς δεν αρέσουν.
Monday, November 18, 2013
νοέμβρης
δεν έχω να πω πολλές ωραίες ιστορίες από το παρελθόν μου
δεν πήγα διακοπές με φίλους δεν ξενύχτησα πολύ
στον ύπνο μου κρατούσα τα μωρά σας στην αγκαλιά μου και τους τραγουδούσα
ίσως να μην είμαι πολύ έξυπνη για σοβαρές συζητήσεις και αντιπαραθέσεις
σου έγραψα μια φορά δεν απάντησες
δεύτερη είπα να μην απελπιστώ, είπα έτσι είναι η ζωή (πως να την αλλάξεις με μολύβι και χαρτί)
τρίτη είπα να ανησυχήσω αλλά καθησυχάστηκα , τράβηξα ένα λαγό από το καπέλο
έπλυνα το πρόσωπό μου για κάθε ενδεχόμενο
να είμαι καθαρή όταν έρθεις να μη με δεις να κλαίω
μετά είπα μα δεν κλαίω για σένα ούτε επειδή δεν έρχεσαι εσύ, πολύ αξία σου έδωσα
είπα θα τη βγάλουμε και απόψε πλάθοντας ιστορίες σαν ζυμάρι
μετά βγήκα στο δρόμο είχε πια νυχτώσει
είχα ξεχάσει το σακάκι μου γύρισα πίσω
έβαλα τα κλειδιά μου το πορτοφόλι μου είπα να εξαφανιστώ
έμεινα τελικά γιατί τα φώτα στα διόδια με ηρέμησαν
δεν έβαλα να πιω κάτι δεν πήρα κανένα τηλέφωνο
είπα χωρίς δεκανίκια και σπασμωδικές κινήσεις
είπα είσαι μια απελπισία άσε μας
καλύτερα να κινείσαι με δεκανίκια είναι πιο εύκολο από το να γλιστράς
αλλά ήταν πια αργά
για δάκρυα ή για χαμόγελα ήταν πια αργά
για σπαραγμούς ήταν αργά
κι όμως είπα κι απόψε θα νανουρίσω τα μωρά σας
πιο πολύ αυτά που ρίξατε για να συνεχισετε μια ζωή
εκείνα που δεν την έβγαλαν ως προτεραιότητα
εκείνα που δεν έχουν καν τάφο όπως τα όνειρα
απόψε φοβάμαι να σε σκεφτώ
όταν παλεύεις με το θηρίο απλά δίνεις στο θηρίο αξία
θα ξυπνήσω το πρωί όλα θα είναι εντάξει
θα φτιάξω καφέ και μια ζεστή ατμόσφαιρα
θα σε διαλύσω σαν τους κόκκους του όπως το λιώνει το νερό από το βραστήρα
θα έρθει ο χειμώνας και μετά οι άνοιξη
θα ανθίζουν οι πασχαλιές κάτω από τη νεκρή γη
θα τραγουδάω την πόρτα ανοίγω το βράδυ
είναι Νοέμβρης ανοίγω επιτέλους το παράθυρο
σαν κακό αστείο πέρασες και απόψε και έφυγες
δεν πήγα διακοπές με φίλους δεν ξενύχτησα πολύ
στον ύπνο μου κρατούσα τα μωρά σας στην αγκαλιά μου και τους τραγουδούσα
ίσως να μην είμαι πολύ έξυπνη για σοβαρές συζητήσεις και αντιπαραθέσεις
σου έγραψα μια φορά δεν απάντησες
δεύτερη είπα να μην απελπιστώ, είπα έτσι είναι η ζωή (πως να την αλλάξεις με μολύβι και χαρτί)
τρίτη είπα να ανησυχήσω αλλά καθησυχάστηκα , τράβηξα ένα λαγό από το καπέλο
έπλυνα το πρόσωπό μου για κάθε ενδεχόμενο
να είμαι καθαρή όταν έρθεις να μη με δεις να κλαίω
μετά είπα μα δεν κλαίω για σένα ούτε επειδή δεν έρχεσαι εσύ, πολύ αξία σου έδωσα
είπα θα τη βγάλουμε και απόψε πλάθοντας ιστορίες σαν ζυμάρι
μετά βγήκα στο δρόμο είχε πια νυχτώσει
είχα ξεχάσει το σακάκι μου γύρισα πίσω
έβαλα τα κλειδιά μου το πορτοφόλι μου είπα να εξαφανιστώ
έμεινα τελικά γιατί τα φώτα στα διόδια με ηρέμησαν
δεν έβαλα να πιω κάτι δεν πήρα κανένα τηλέφωνο
είπα χωρίς δεκανίκια και σπασμωδικές κινήσεις
είπα είσαι μια απελπισία άσε μας
καλύτερα να κινείσαι με δεκανίκια είναι πιο εύκολο από το να γλιστράς
αλλά ήταν πια αργά
για δάκρυα ή για χαμόγελα ήταν πια αργά
για σπαραγμούς ήταν αργά
κι όμως είπα κι απόψε θα νανουρίσω τα μωρά σας
πιο πολύ αυτά που ρίξατε για να συνεχισετε μια ζωή
εκείνα που δεν την έβγαλαν ως προτεραιότητα
εκείνα που δεν έχουν καν τάφο όπως τα όνειρα
απόψε φοβάμαι να σε σκεφτώ
όταν παλεύεις με το θηρίο απλά δίνεις στο θηρίο αξία
θα ξυπνήσω το πρωί όλα θα είναι εντάξει
θα φτιάξω καφέ και μια ζεστή ατμόσφαιρα
θα σε διαλύσω σαν τους κόκκους του όπως το λιώνει το νερό από το βραστήρα
θα έρθει ο χειμώνας και μετά οι άνοιξη
θα ανθίζουν οι πασχαλιές κάτω από τη νεκρή γη
θα τραγουδάω την πόρτα ανοίγω το βράδυ
είναι Νοέμβρης ανοίγω επιτέλους το παράθυρο
σαν κακό αστείο πέρασες και απόψε και έφυγες
Sunday, November 10, 2013
will you still...
πήγα σε εκθέσεις που ήθελαν να μου πουλήσουν από φιλία μέχρι μάλλινα κασκώλ, ήπια κοκτέιλ και χαμένα όνειρα και άγχη ντυμένα με βίντατζ σακάκια και ήρεμη, συγκαλυμμένη απελπισία,πήρα το μετρό και ταξί και βγήκα στο δρόμο με ένα ζευγάρι πέδιλα και στενοχωρήθηκα που άφησα την θαλπωρή ή όχι και τόσο θαλπωρή του διαμερίσματός μου ή του παιδικού μου δωματίου.
έκανα κουβέντες χωρίς νόημα σε τουαλέτες θεάτρων σε κακές παραστάσεις με υπερτιμημένο καφέ και επαρχιακή μούχλα στα καλοχτενισμένα κεφάλια, κέρασα καφέδες και έναν ώμο περιφερόμενο για να κλάψουν, πήγα σε πάρτυ με βαρετές συζητήσεις και ακόμα βαρετότερους ανθρώπους και μίλησα περισπούδαστα για σκηνοθέτες που δεν έχω δει
είπα να τα πούμε και μου είπαν θα σε πάρω τηλέφωνο και είπα ναι και εννοούσα ίσως
φόρεσα ένα χαμόγελο και μια σφαίρα και γύρισα σπίτι με αγνώστους και είπα δεν ήταν τελικά και τόσο κακη ιδέα και άκουσα πως είμαι στρίγγλα και δυσπρόσιτη έφτιαξα τσάι και συμπάθεια και είπα τι ωραίο σπίτι, τι ωραία ζωή
ενώ μάκραιναν τα νύχια μου κάτω από τις παλάμες ήπια και ζαλίστηκα και έφυγα με βιαστικές δικαιολογίες κατούρησα σε μπάνια που μύριζαν cif και ψεύτικα λουλούδια και αρωματικό χώρου βανίλια
κάπνισα σε μπαλκόνια αντικαπνιστών φανατικών που δεν νοιάστηκαν πολύ για τα ευαίσθητα πνευμόνια μου και είπα ωραία θέα έχετε και μου το είπαν και εμένα
τις νύχτες τραγουδούσα στον εαυτό μου will you still love me tomorrow
μετά τα τηλέφωνα λιγόστεψαν και τα χαμόγελα το ίδιο
έβαζα άρωμα στο μαξιλάρι σου και σε φώναζα σύντροφο στα αστεία, περίμενα το τηλέφωνό σου για να πάμε για έναν καφέ κάπου σε ένα παγκάκι και δεν ήρθε ποτέ
έστρωνα το καλό τραπεζομάντιλο για να είναι καθαρά όταν έρθεις επίσκεψη και είχα ζεστό γάλα με κανέλα και μοσχοκάρυδο, ξανατραγουδούσα το will you still love me tomorrow
δεν ήρθες, αλλά είναι ωραίο τραγούδι, όπως και να το κάνεις
έκανα κουβέντες χωρίς νόημα σε τουαλέτες θεάτρων σε κακές παραστάσεις με υπερτιμημένο καφέ και επαρχιακή μούχλα στα καλοχτενισμένα κεφάλια, κέρασα καφέδες και έναν ώμο περιφερόμενο για να κλάψουν, πήγα σε πάρτυ με βαρετές συζητήσεις και ακόμα βαρετότερους ανθρώπους και μίλησα περισπούδαστα για σκηνοθέτες που δεν έχω δει
είπα να τα πούμε και μου είπαν θα σε πάρω τηλέφωνο και είπα ναι και εννοούσα ίσως
φόρεσα ένα χαμόγελο και μια σφαίρα και γύρισα σπίτι με αγνώστους και είπα δεν ήταν τελικά και τόσο κακη ιδέα και άκουσα πως είμαι στρίγγλα και δυσπρόσιτη έφτιαξα τσάι και συμπάθεια και είπα τι ωραίο σπίτι, τι ωραία ζωή
ενώ μάκραιναν τα νύχια μου κάτω από τις παλάμες ήπια και ζαλίστηκα και έφυγα με βιαστικές δικαιολογίες κατούρησα σε μπάνια που μύριζαν cif και ψεύτικα λουλούδια και αρωματικό χώρου βανίλια
κάπνισα σε μπαλκόνια αντικαπνιστών φανατικών που δεν νοιάστηκαν πολύ για τα ευαίσθητα πνευμόνια μου και είπα ωραία θέα έχετε και μου το είπαν και εμένα
τις νύχτες τραγουδούσα στον εαυτό μου will you still love me tomorrow
μετά τα τηλέφωνα λιγόστεψαν και τα χαμόγελα το ίδιο
έβαζα άρωμα στο μαξιλάρι σου και σε φώναζα σύντροφο στα αστεία, περίμενα το τηλέφωνό σου για να πάμε για έναν καφέ κάπου σε ένα παγκάκι και δεν ήρθε ποτέ
έστρωνα το καλό τραπεζομάντιλο για να είναι καθαρά όταν έρθεις επίσκεψη και είχα ζεστό γάλα με κανέλα και μοσχοκάρυδο, ξανατραγουδούσα το will you still love me tomorrow
δεν ήρθες, αλλά είναι ωραίο τραγούδι, όπως και να το κάνεις
Tuesday, October 29, 2013
παλιά προγράμματα
ας μείνουμε ένα βράδυ μόνοι ο ένας από μας να νοσταλγεί τον άλλον, να σκέφτομαι τι να σου πω όταν σε δω, να ξεχάσω πως είναι το σώμα σου στο κρεβάτι και να σε μυρίζω στα μαξιλάρια πάλι-να αναρωτηθώ αν γύρισες στο σπίτι με ασφάλεια.
να ξεχάσεις κι εσύ τα τραγούδια που αγαπώ και να με ρωτήσεις αλήθεια σου αρέσει τόσο ο Κοέν, είσαι χαζούλα που ξεχνάς το νούμερο του τηλεφώνου σου, προτιμάς το ξύδι ή το λεμόνι, να σου ξανακάνω τις ίδιες ερωτήσεις, θέλεις γάλα ή λεμόνι στο τσάι σου και να μη θυμώνεις-και όταν πηγαίνουμε στον κινηματογράφο πάλι να ρωτάς άν θέλω διάδρομο ή μέσα.
Και θα ήθελα να πάμε πάλι μαζί στον κινηματογράφο,να κόψουμε εισητήρια και να σου πω σώπα, αρχίζει η ταινία, όταν σβήνουν τα φώτα σβήνει κ ο έξω κόσμος, στο είχα πει,πρόσεχε, είναι κολλητική η μαγεία, σαν μια γρίπη που όλο υποτροπιάζει,σαν το αίμα που βράζει όταν έχουμε πυρετό.
Να δώσουμε ραντεβού μπροστά στον κινηματογράφο, να με ξεχωρίσεις από το παλτό μου, τώρα που νυχτώνει νωρίς στο φουαγιέ ανάβουν τα φώτα, στην Αλεξάνδρας και στην Κηφισίας η Αθήνα επιπλέει, όταν αρχίσουν τα κρύα θα είμαστε δυο ορφανά που ψάχνουν καταφύγιο από το κρύο, κωμωδία ή το δράμα μιας πράξεως.
Και να γυρίσουμε στο σπίτι χωριστά, να μετανιώνω που δεν σου είπα να έρθεις μαζί, να μου πεις να ξαναπάμε σύντομα,έρχεται χειμώνας πάλι στο εκράν, κι όταν φοβάσαι θα σε νανουρίζω με παλιά προγράμματα και αποκόμματα εισητηρίων.
να ξεχάσεις κι εσύ τα τραγούδια που αγαπώ και να με ρωτήσεις αλήθεια σου αρέσει τόσο ο Κοέν, είσαι χαζούλα που ξεχνάς το νούμερο του τηλεφώνου σου, προτιμάς το ξύδι ή το λεμόνι, να σου ξανακάνω τις ίδιες ερωτήσεις, θέλεις γάλα ή λεμόνι στο τσάι σου και να μη θυμώνεις-και όταν πηγαίνουμε στον κινηματογράφο πάλι να ρωτάς άν θέλω διάδρομο ή μέσα.
Και θα ήθελα να πάμε πάλι μαζί στον κινηματογράφο,να κόψουμε εισητήρια και να σου πω σώπα, αρχίζει η ταινία, όταν σβήνουν τα φώτα σβήνει κ ο έξω κόσμος, στο είχα πει,πρόσεχε, είναι κολλητική η μαγεία, σαν μια γρίπη που όλο υποτροπιάζει,σαν το αίμα που βράζει όταν έχουμε πυρετό.
Να δώσουμε ραντεβού μπροστά στον κινηματογράφο, να με ξεχωρίσεις από το παλτό μου, τώρα που νυχτώνει νωρίς στο φουαγιέ ανάβουν τα φώτα, στην Αλεξάνδρας και στην Κηφισίας η Αθήνα επιπλέει, όταν αρχίσουν τα κρύα θα είμαστε δυο ορφανά που ψάχνουν καταφύγιο από το κρύο, κωμωδία ή το δράμα μιας πράξεως.
Και να γυρίσουμε στο σπίτι χωριστά, να μετανιώνω που δεν σου είπα να έρθεις μαζί, να μου πεις να ξαναπάμε σύντομα,έρχεται χειμώνας πάλι στο εκράν, κι όταν φοβάσαι θα σε νανουρίζω με παλιά προγράμματα και αποκόμματα εισητηρίων.
Saturday, October 26, 2013
μέρες μαγισσών
και καθόταν σε ένα πιάνο με ένα μαύρο μάλλινο φουστάνι, τα χείλη της φουσκωμένα από τα δαγκωματα και τα φιλιά, σαν μαθήτρια Αρσακείου ή ωδείου, σαν να έδινε παράσταση στο σχολείο και κάτω την παρακαλουθούσαν, και έκλαιγε για μας, ήταν μια νύχτα του Οκτώβρη, έπεφταν τα φύλλα και δεν έβγαιναν τα όνειρα.
Ήθελε πραγματικά η Χιονάτη να φάει το μήλο? φυσικά και ήθελε,το μήλο ήταν εύγεστο, μυρωδάτο,εκεί είναι το δηλητήριο, στην ομορφιά του, στο κόκκινο χρώμα του,όλοι θέλουν να γευτούν την ομορφιά, να την κατασπαράξουν,ούτε η Χιονάτη ήταν τόσο αθώα,ήξερε πως το δηλητήριο είναι θελκτικό και κολλάει στα χείλη όπως τα φιλιά μετά από μια νύχτα έρωτα.
Πως μπορεί και κάτω από το μάλλινο φόρεμά της είχε και εκείνη είχε φρούτα για κέρασμα σε άγνωστα παλικάρια, πως έγραφε τραγούδια για να προσεγγίσει περαστικούς μέσα σε δάση. Και ήταν και κείνη,σου λέω,μάγισσα.
και σε θυμάμαι και σένα που ήσουν μια μάγισσα και πίστευες σε εκείνες μα δεν τις φοβόσουν σαν τις άλλες στη γειτονιά. Και κάτω από τα φορέματά σου τα μάλλινα δεν έκρυβες δηλητήρια γιατί ήξερες καλύτερα,την ομορφιά τη χαρίζουμε απλόχερα στα μικρά κορίτσια για να μεγαλώσουν και να δίνουν χαρά, και πως ο κόσμος μας είναι μαγικός χωρίς φίλτρα και μαντζούνια,κι ας γεννήθηκες σε χρονιά γρουσούζικη με τη μητέρα σου να ψιθυρίζει στο αυτί σου πως οι γυναίκες πρέπει να έχουν ανοιχτές λεκάνες για να κάνουν παιδιά γερά που να μην τα παίρνει ο Χάρος.
Και ζεις μέσα μου μια μέρα σαν και αυτή, ζωντανεύουν τα μάτια σου τα καστανά πάνω από τα δικά μου, και για ένα μόνο λεπτό έχω τα χέρια μου σαν τα δικά σου, φθαρμένα.
Ήθελε πραγματικά η Χιονάτη να φάει το μήλο? φυσικά και ήθελε,το μήλο ήταν εύγεστο, μυρωδάτο,εκεί είναι το δηλητήριο, στην ομορφιά του, στο κόκκινο χρώμα του,όλοι θέλουν να γευτούν την ομορφιά, να την κατασπαράξουν,ούτε η Χιονάτη ήταν τόσο αθώα,ήξερε πως το δηλητήριο είναι θελκτικό και κολλάει στα χείλη όπως τα φιλιά μετά από μια νύχτα έρωτα.
Πως μπορεί και κάτω από το μάλλινο φόρεμά της είχε και εκείνη είχε φρούτα για κέρασμα σε άγνωστα παλικάρια, πως έγραφε τραγούδια για να προσεγγίσει περαστικούς μέσα σε δάση. Και ήταν και κείνη,σου λέω,μάγισσα.
και σε θυμάμαι και σένα που ήσουν μια μάγισσα και πίστευες σε εκείνες μα δεν τις φοβόσουν σαν τις άλλες στη γειτονιά. Και κάτω από τα φορέματά σου τα μάλλινα δεν έκρυβες δηλητήρια γιατί ήξερες καλύτερα,την ομορφιά τη χαρίζουμε απλόχερα στα μικρά κορίτσια για να μεγαλώσουν και να δίνουν χαρά, και πως ο κόσμος μας είναι μαγικός χωρίς φίλτρα και μαντζούνια,κι ας γεννήθηκες σε χρονιά γρουσούζικη με τη μητέρα σου να ψιθυρίζει στο αυτί σου πως οι γυναίκες πρέπει να έχουν ανοιχτές λεκάνες για να κάνουν παιδιά γερά που να μην τα παίρνει ο Χάρος.
Και ζεις μέσα μου μια μέρα σαν και αυτή, ζωντανεύουν τα μάτια σου τα καστανά πάνω από τα δικά μου, και για ένα μόνο λεπτό έχω τα χέρια μου σαν τα δικά σου, φθαρμένα.
Thursday, October 24, 2013
fall dreaminess
και γινόταν, που λες, μια γιορτή στην πόλη χωρίς ιδιαίτερο λόγο.Αποφασίστηκε δια μαγείας όταν οι άνθρωποι κατάλαβαν πως ίσως και να αξίζουν μια ευκαιρία.
Στο κέντρο της πόλης και στα πλακόστρωτα οι κοπέλες με τα κυριακάτικά τους και το κόκκινο κραγιόν τους έβαζαν γλυκά σε δίσκους και τα άφηναν σε τάβλες, γλυκα ταψιού,γλυκά του κουταλιού,χαλβά σιμιγδαλένιο,καραμελωμένα μήλα και αχλάδια ποσέ σε παχύρρευστο σιρόπι.
Έκανε που λες, κρύο πολύ και τα σπίτια είχαν τις πόρτες τους ορθάνοιχτες. Παντού φαναράκια να δίνουν φως στο γκρίζο της ημέρας και τα τζάκια και οι σόμπες αναμμένες-και όλοι έτρωγαν ice-cream soda, με βανίλια παγωτό και σιρόπι μύρτιλλο.
Τα νέα ζευγάρια, κρυμμένα στις γωνίες έκαναν έρωτα σα να ήταν το φυσικότερο πράγμα στον κόσμο,φορώντας τα παλτά τους, ο ένας μέσα στον άλλον και αναβόσβηναν και εκείνοι σαν τα φαναράκια με κάθε οργασμό, ζέσταιναν τα χείλη τους και έμπλεκαν τα μαλλιά τους, και τάιζαν μετά ο ένας τον άλλον κάστανα από τη φουφού,ορθιοι, να κάνουν ένα διάλειμμα από τον κολλώδη έρωτα και να αφεθούν πάλι μετά.
Πάμε μια βόλτα μου είπες, το παλτό σου ήταν λευκό κατάλευκο,μα χαθήκαμε στο δρόμο και χώρισαν οι δρόμοι μας, σα να άναβαν πάλι τις λάμπες τη νύχτα μία μία, φως κίτρινο της ώχρας, μια βικτωριανή Αθήνα-δεν ήθελα να κάνω έρωτα σαν τα νέα ζευγάρια,με τύφλωνε η καθαρότητα των κορμιών τους,κοιτούσα να πόδια μου ντυμένα με γκρίζες μάλλινες κάλτσες με πλεξίδες στην άκρη της γάμπας,και εσύ με το λευκό παλτό σου έκανες πως δεν με έβλεπες.
Άναψα τσιγάρο και πήρα ένα παγωτό σόδα από ένα μπαρ, ήταν το ποτό της μέρας που μοίραζαν σε όλους που περνούσαν, είμαι γλυκιά και αναβράζουσα σα σόδα. Βγηκα με το γυάλινο μπωλ στο χέρι, λαίμαργη και χορτάτη, πεινασμένη και χορτασμένη από το κρύο μέσα κι έξω.
Και όλα τα κορίτσια της πόλης άνοιξαν τις ντουλάπες τους και πέταξαν τα ρούχα από το μπαλκόνι, να διαλέξουν οι περαστικοί πουκάμισα και φούστες κλος, βελούδινα σακάκια σε κόκκινο και κυπαρισσί. Και αντί για λουλούδια προσφέραμε ο ένας μεταξωτα μαντίλια με σπόρους ρόδι μέσα.
Σε φώναξα από μέσα μου.Δεν ήθελα όμως να έρθεις.
Στο κέντρο της πόλης και στα πλακόστρωτα οι κοπέλες με τα κυριακάτικά τους και το κόκκινο κραγιόν τους έβαζαν γλυκά σε δίσκους και τα άφηναν σε τάβλες, γλυκα ταψιού,γλυκά του κουταλιού,χαλβά σιμιγδαλένιο,καραμελωμένα μήλα και αχλάδια ποσέ σε παχύρρευστο σιρόπι.
Έκανε που λες, κρύο πολύ και τα σπίτια είχαν τις πόρτες τους ορθάνοιχτες. Παντού φαναράκια να δίνουν φως στο γκρίζο της ημέρας και τα τζάκια και οι σόμπες αναμμένες-και όλοι έτρωγαν ice-cream soda, με βανίλια παγωτό και σιρόπι μύρτιλλο.
Τα νέα ζευγάρια, κρυμμένα στις γωνίες έκαναν έρωτα σα να ήταν το φυσικότερο πράγμα στον κόσμο,φορώντας τα παλτά τους, ο ένας μέσα στον άλλον και αναβόσβηναν και εκείνοι σαν τα φαναράκια με κάθε οργασμό, ζέσταιναν τα χείλη τους και έμπλεκαν τα μαλλιά τους, και τάιζαν μετά ο ένας τον άλλον κάστανα από τη φουφού,ορθιοι, να κάνουν ένα διάλειμμα από τον κολλώδη έρωτα και να αφεθούν πάλι μετά.
Πάμε μια βόλτα μου είπες, το παλτό σου ήταν λευκό κατάλευκο,μα χαθήκαμε στο δρόμο και χώρισαν οι δρόμοι μας, σα να άναβαν πάλι τις λάμπες τη νύχτα μία μία, φως κίτρινο της ώχρας, μια βικτωριανή Αθήνα-δεν ήθελα να κάνω έρωτα σαν τα νέα ζευγάρια,με τύφλωνε η καθαρότητα των κορμιών τους,κοιτούσα να πόδια μου ντυμένα με γκρίζες μάλλινες κάλτσες με πλεξίδες στην άκρη της γάμπας,και εσύ με το λευκό παλτό σου έκανες πως δεν με έβλεπες.
Άναψα τσιγάρο και πήρα ένα παγωτό σόδα από ένα μπαρ, ήταν το ποτό της μέρας που μοίραζαν σε όλους που περνούσαν, είμαι γλυκιά και αναβράζουσα σα σόδα. Βγηκα με το γυάλινο μπωλ στο χέρι, λαίμαργη και χορτάτη, πεινασμένη και χορτασμένη από το κρύο μέσα κι έξω.
Και όλα τα κορίτσια της πόλης άνοιξαν τις ντουλάπες τους και πέταξαν τα ρούχα από το μπαλκόνι, να διαλέξουν οι περαστικοί πουκάμισα και φούστες κλος, βελούδινα σακάκια σε κόκκινο και κυπαρισσί. Και αντί για λουλούδια προσφέραμε ο ένας μεταξωτα μαντίλια με σπόρους ρόδι μέσα.
Σε φώναξα από μέσα μου.Δεν ήθελα όμως να έρθεις.
Tuesday, October 22, 2013
the importance of eyebrows
τις τελευταίες μέρες δεν μπορώ να βγω έξω αν δεν φτιάξω σωστά τα φρύδια μου, αν τα ξεχάσω είμαι γυμνή σαν χωρίς ρούχα.Βγάζω τις τρίχες με ένα τσιμπιδάκι, εκείνες που ξεφεύγουν από τη γραμμή, τα γεμίζω με μία καφετί πούδρα με κέρινη μυρωδιά, τα στρώνω ευλαβικά με ένα βουρτσάκι.Άλλες φορές με ένα μολύβι που έχει χρώμα "στάχτη" , ash, τα ζωγραφίζω και τα κάνω πιο σκούρα, πιο μακριά, πιο ογκώδη.Θέλω πάνω από τα μάτια μου να έχω τόξα σαν σοφός Κένταυρος, να πετυχαίνουν το σημάδι και να με μια σαιτιά να το ρίχνουν να ψυχορραγεί στο έδαφος.
Μόνο έτσι είναι τα μάτια μου προστατευμένα από καπνούς και στραβές ματιές, άστοχα σχόλια και κακές προθέσεις.
Ο κένταυρος Νέσσος προσπάθησε να βιάσει τη Διηάνειρα,τη σύζυγο του Ηρακλή,καθώς την περνούσε από το ποτάμι.Και οι κένταυροι, αντίθετα με τη μυθολογία και τα ψέματα που πλάθουμε στο μυαλό μας, δεν ήταν πάντα γενναίοι και και σοφοί,γίνονταν έρμαια των παθών τους, γίνονται ύπουλοι και μας δίνουν συνταγές για τον αιώνιο έρωτα ενώ στην πραγματικότητα μας κάνουν να τρώμε τις σάρκες μας.
Βαφή ματιών και φρυδιών, τα βαμμένα μάτια των Αιγυπτίων,των Φαραώ.Τα βαμμένα μάτια του προφήτη όταν προσευχόταν που ακόμα τιμούν οι μωαμεθανοί. Η Λιζ Τέιλορ με την αψίδα της σαν φτιαγμένη με μαθηματική ακρίβεια,γράφει not for sale στο butterfield 8 ή πετάει ποτήρια ουίσκυ στο Ρίτσαρντ Μπάρτον,χωρίς να φοβάται εκείνον, το αλκοόλ, τα σπασμένα γυαλιά ή τον εαυτό της.Τα φρύδια του Κωστή Παλαμά, λευκά και παντοδύναμα παρά την πείνα και το κρύο της Κατοχής.
Γαιτανόφρυδα,έλεγε ο παππούς μου,ο πατέρας του ήταν τόσο γυναικάς και κοκέτης που χτένιζε τα φρύδια του στον καθέφτη πριν βγει.Λένε πως ήταν όμορφος,πως ακόμα και στην Αθήνα οι γυναίκες έβγαιναν στα μπαλκόνια να τον δουν όταν περνούσε,τότε,και έφυγε νέος,πολύ νέος,όπως φεύγει και η ομορφιά.
Αφήνω το στόμα μου άβαφο τις περισσότερες φορές μήπως ξαφνικά εμφανιστείς από το πουθενά και θέλεις να με φιλήσεις.Το αφήνω άβαφο και χωρίς πυρομαχικά ακόμα κι αν ξέρω πως το φιλί σου μπορεί να μου σπασει τα δόντια.
Μόνο έτσι είναι τα μάτια μου προστατευμένα από καπνούς και στραβές ματιές, άστοχα σχόλια και κακές προθέσεις.
Ο κένταυρος Νέσσος προσπάθησε να βιάσει τη Διηάνειρα,τη σύζυγο του Ηρακλή,καθώς την περνούσε από το ποτάμι.Και οι κένταυροι, αντίθετα με τη μυθολογία και τα ψέματα που πλάθουμε στο μυαλό μας, δεν ήταν πάντα γενναίοι και και σοφοί,γίνονταν έρμαια των παθών τους, γίνονται ύπουλοι και μας δίνουν συνταγές για τον αιώνιο έρωτα ενώ στην πραγματικότητα μας κάνουν να τρώμε τις σάρκες μας.
Βαφή ματιών και φρυδιών, τα βαμμένα μάτια των Αιγυπτίων,των Φαραώ.Τα βαμμένα μάτια του προφήτη όταν προσευχόταν που ακόμα τιμούν οι μωαμεθανοί. Η Λιζ Τέιλορ με την αψίδα της σαν φτιαγμένη με μαθηματική ακρίβεια,γράφει not for sale στο butterfield 8 ή πετάει ποτήρια ουίσκυ στο Ρίτσαρντ Μπάρτον,χωρίς να φοβάται εκείνον, το αλκοόλ, τα σπασμένα γυαλιά ή τον εαυτό της.Τα φρύδια του Κωστή Παλαμά, λευκά και παντοδύναμα παρά την πείνα και το κρύο της Κατοχής.
Γαιτανόφρυδα,έλεγε ο παππούς μου,ο πατέρας του ήταν τόσο γυναικάς και κοκέτης που χτένιζε τα φρύδια του στον καθέφτη πριν βγει.Λένε πως ήταν όμορφος,πως ακόμα και στην Αθήνα οι γυναίκες έβγαιναν στα μπαλκόνια να τον δουν όταν περνούσε,τότε,και έφυγε νέος,πολύ νέος,όπως φεύγει και η ομορφιά.
Αφήνω το στόμα μου άβαφο τις περισσότερες φορές μήπως ξαφνικά εμφανιστείς από το πουθενά και θέλεις να με φιλήσεις.Το αφήνω άβαφο και χωρίς πυρομαχικά ακόμα κι αν ξέρω πως το φιλί σου μπορεί να μου σπασει τα δόντια.
Monday, October 21, 2013
σε ξαναβρήκα
μα για πόσο θα κρατήσει αυτός ο ήλιος θα σκεφτεί με σταυρωμένα τα χέρια στο μπαλκόνι. δεν μου πάει ο ήλιος αυτός δεν είναι καν χαρούμενος.μικρό καλοκαιράκι του αη-δημήτρη λένε οι παλιοί στο καφενείο και κοιτούσαν τα μπράτσα της,λευκά και άδολα κάτω από το καθημερινό της φόρεμα, ελπίζοντας πως θα ζεσταθεί και θα σηκώσει και άλλο τα μανίκια της.Αλλά όχι, δεν θέλει να τους δώσει αυτή τη χαρά. τα μαλλιά της πάλι γέμισαν σκόνη και χώμα από το σκούπισμα του μπαλκονιού, πάλι να ζεσταίνει νερό στην κατσαρόλα για να λουστεί, να τα ξεβγάλει με ξύδι για να λάμπουν και να τα στεγνώσει δίπλα στο τζάκι που ανάβει έτσι για λίγο, ανάβουν το βράδυ όταν σκοτεινιάζει όταν γυρίζει ο πατέρας στο σπίτι και κάθεται αμίλητος. μα γιατί δε μας μιλάει την ακούω σχεδόν να σκέφτεται,γιατί ήμαστε κορίτσια και η γνώμη μας δε μετράει σε τίποτα,μας βλέπει σαν κάτι άλλο, μεταξύ ανθρώπων και παραδείσιων πουλιών και δούλων, αχ δυο κορίτσια του λένε συνεχώς οι γειτόνοι,θα θελα να λεγε για μας, είμαι ο πιο περήφανος από όλους σας για τα παιδιά μου, ο πιο περήφανος και ο πιο τυχερός.Και θα πρεπε να το λεγε και σε μας, αλλά δεν το λέει.
Και καμαρώνει που στο δρόμο με κοιτάζουν όταν βγαίνω για τα ψώνια,όταν σταματάω στη γειτόνισσα και όταν πάω στην κυρα-Λένη για βεγγέρα,και που είμαι η μόνη που δε φοβάμαι να περπατήσω το μονοπάτι που κόβει δρόμο ακόμα και αργά τη νύχτα.Καμαρώνει μα δεν λέει κουβέντα και αυτό σκοτώνει και εκείνον και εμένα.
Την παρακολουθώ και σαν να την ακούω. Μικρό καλοκαιράκι του Αη-Δημήτρη,πριν καποια χρόνια θα ξεσπούσε ο πόλεμος και θα άλλαζαν πολλά,εκείνη το θυμάται κι ας κάνει πως δεν το θυμάται γιατί θα ουρλιάξει και δεν μπορεί,να ουρλιάξει επειδή πείνασε και κρύωσε? όλοι πείνασαν και κρύωσαν και ακόμα πεινάνε και κρυώνουν.μόνο τα βράδια που φοβόταν πως θα ξυπνούσε και θα έβλεπε μπροστά της όλο το χωριό σκοτωμένο και εκείνη η μόνη ζωντανή, να μην ξέρει αν θα θέλει να ζήσει ή να μπει στην ομάδα με τα χλωμά, πεσμένα σώματα που κανένα δε φοράει παπούτσια και κάλτσες και τα πόδια τους είναι κέρινα μα τα πρόσωπά τους χαμογελαστά και να μην ξέρει ποιοι είναι οι ζωντανοί και ποιοι είναι οι πεθαμένοι.
Και καμαρώνει που στο δρόμο με κοιτάζουν όταν βγαίνω για τα ψώνια,όταν σταματάω στη γειτόνισσα και όταν πάω στην κυρα-Λένη για βεγγέρα,και που είμαι η μόνη που δε φοβάμαι να περπατήσω το μονοπάτι που κόβει δρόμο ακόμα και αργά τη νύχτα.Καμαρώνει μα δεν λέει κουβέντα και αυτό σκοτώνει και εκείνον και εμένα.
Την παρακολουθώ και σαν να την ακούω. Μικρό καλοκαιράκι του Αη-Δημήτρη,πριν καποια χρόνια θα ξεσπούσε ο πόλεμος και θα άλλαζαν πολλά,εκείνη το θυμάται κι ας κάνει πως δεν το θυμάται γιατί θα ουρλιάξει και δεν μπορεί,να ουρλιάξει επειδή πείνασε και κρύωσε? όλοι πείνασαν και κρύωσαν και ακόμα πεινάνε και κρυώνουν.μόνο τα βράδια που φοβόταν πως θα ξυπνούσε και θα έβλεπε μπροστά της όλο το χωριό σκοτωμένο και εκείνη η μόνη ζωντανή, να μην ξέρει αν θα θέλει να ζήσει ή να μπει στην ομάδα με τα χλωμά, πεσμένα σώματα που κανένα δε φοράει παπούτσια και κάλτσες και τα πόδια τους είναι κέρινα μα τα πρόσωπά τους χαμογελαστά και να μην ξέρει ποιοι είναι οι ζωντανοί και ποιοι είναι οι πεθαμένοι.
Saturday, October 12, 2013
Φτήνια
δεν λέει να σταματήσει ο πονοκέφαλος τις μέρες αυτές. Έχω δυο καλοξυσμένα μολύβια faber no 2 και τα περιεργάζομαι με ενδιαφέρον.Να τα βάλω μέσα στο αυτί μου,να δω πόσο θα πονέσω? Να τα γευτώ σαν τη Λούκα στον Υπνοβάτη της Καραπάνου, να κόβω τη μύτη κομματάκια κομματάκια και να τη φάω, εγώ κυρία μου τα ζω τα γραπτά μου,νιώθω τον πόνο της πένας μου, δεν είμαι φέηκ, ξεχάστε την Πλαθ και τη Σέξτον και την Καραπάνου,ήρθε αντάξια διάδοχος, διάδοχος του θρόνου,δελφίνη.
Ο ήλιος μας ξανάρθε.Φτιάχνω τσάι και καφέ-το μόνο που πετάω είναι φίλτρα.Μάλλον οι γείτονες σκέφτονται πως δεν τρώω,πως είμαι ένα πλάσμα που τρέφεται με υγρά και μυρωδιές σαν την Horla του Μωπασσάν,και άδεια μπουκάλια από νερό,ατέλειωτα μπουκάλια νερό. Στεγνώνω, μαζέυω,σαφρακιάζω σαν αποξηραμένο φρούτο,το μόνο που με σώζει είναι το νερό και η καφεινη,έχει ανθρώπινες ανάγκες άραγε η κοπέλα του τρίτου?
Έχει άραγε?
Μια φορά μου είπες πως δεν με παρεξηγείς όταν είμαι έτσι και εγώ λέω, μα πάντα είμαι έτσι,όλα τα άλλα είναι μια καλή μεταμφίεση, ένα καλό δέρμα που από κάτω κρύβει ηλεκτροφόρα χέλια. Μην αγγίζετε. Κάθε μέρα αδειάζω πύον από τους πόρους και το πετάω στον κάδο των αχρήστων. Αυτό είναι.
Σε μια βόλτα σε ένα εμπορικό κέντρο χαζεύω μια συλλογή από βεστιάρια και μουσειακές τσάντες Chanel και Hermes. Τα ρούχα είναι βελούδινα, μεταξωτά, κεντημένα στο χέρι. Αγγίζω ένα παλτό από φιδίσιο δέρμα και ανατριχιάζω, ήρθες και με βρήκες και εδώ λοιπόν,Φόβε, στα Μεσόγεια Αττικής , καταφύγιο Αρβανιτών, αχανών λακανόκηπων και παράνομων οικημάτων.
Κρατάω ένα γαλάζιο πλεκτό απο lambswool (αγνό,παρθενικό, καλά πάμε), προσιτής τιμής,και σκέφτομαι πως δε θα σου άρεσε καθόλου.Με τη σκέψη αυτή πάω κατευθείαν στο ταμείο,μια κυρία που μοιάζει φτηνή με το έντονο μολύβι χειλιών και καμμένα από το οξυζενέ μαλλιά μου παίρνει τη σειρά.Όχι, κάνω λάθος,η φτηνή της υπόθεσης είμαι εγώ.
Ο ήλιος μας ξανάρθε.Φτιάχνω τσάι και καφέ-το μόνο που πετάω είναι φίλτρα.Μάλλον οι γείτονες σκέφτονται πως δεν τρώω,πως είμαι ένα πλάσμα που τρέφεται με υγρά και μυρωδιές σαν την Horla του Μωπασσάν,και άδεια μπουκάλια από νερό,ατέλειωτα μπουκάλια νερό. Στεγνώνω, μαζέυω,σαφρακιάζω σαν αποξηραμένο φρούτο,το μόνο που με σώζει είναι το νερό και η καφεινη,έχει ανθρώπινες ανάγκες άραγε η κοπέλα του τρίτου?
Έχει άραγε?
Μια φορά μου είπες πως δεν με παρεξηγείς όταν είμαι έτσι και εγώ λέω, μα πάντα είμαι έτσι,όλα τα άλλα είναι μια καλή μεταμφίεση, ένα καλό δέρμα που από κάτω κρύβει ηλεκτροφόρα χέλια. Μην αγγίζετε. Κάθε μέρα αδειάζω πύον από τους πόρους και το πετάω στον κάδο των αχρήστων. Αυτό είναι.
Σε μια βόλτα σε ένα εμπορικό κέντρο χαζεύω μια συλλογή από βεστιάρια και μουσειακές τσάντες Chanel και Hermes. Τα ρούχα είναι βελούδινα, μεταξωτά, κεντημένα στο χέρι. Αγγίζω ένα παλτό από φιδίσιο δέρμα και ανατριχιάζω, ήρθες και με βρήκες και εδώ λοιπόν,Φόβε, στα Μεσόγεια Αττικής , καταφύγιο Αρβανιτών, αχανών λακανόκηπων και παράνομων οικημάτων.
Κρατάω ένα γαλάζιο πλεκτό απο lambswool (αγνό,παρθενικό, καλά πάμε), προσιτής τιμής,και σκέφτομαι πως δε θα σου άρεσε καθόλου.Με τη σκέψη αυτή πάω κατευθείαν στο ταμείο,μια κυρία που μοιάζει φτηνή με το έντονο μολύβι χειλιών και καμμένα από το οξυζενέ μαλλιά μου παίρνει τη σειρά.Όχι, κάνω λάθος,η φτηνή της υπόθεσης είμαι εγώ.
Monday, October 07, 2013
τα τσιγάρα που ανάψαμε
δεν σου κρατώ κακία αν θες να μάθεις. Αμφιβάλλω αν θες να μάθεις προφανώς. Μα εγώ θα το πω-ίσως και να το ακούσεις.
ίσως και να πηγαίναμε μια βόλτα στην εξοχή-να έμοιαζε με φιλμ του νεορεαλισμού,να έμοιαζε με τα τοπία που έφτιαχνες.Στην άμμο του μυαλού σου,στα βότσαλά του.Στο κέντρο υπάρχει μια λίμνη στρογγυλή με σύρμα στο κέντρο της που μας απαγορεύει να κολυμπάμε μέσα της.Είναι ένας μικρός κύκλος μα κανείς δεν ξέρει γιατί δεν μπορούμε να βουτήξουμε.Κολυμπάμε γύρω γύρω σαν τυφλά ψάρια, σαν ναρκωμένα-στο πλάι με την μέση μας να αγγίζει τον πάτο που είναι άμμος.Όπως ακριβώς το μυαλό σου, ψιλό και κοκκώδες.
Δεν μπορούμε να μιλήσουμε-κάτι κολλάει στον ουρανίσκο μας.Τα χρώματα γύρω μας ψυχρά,γαλάζια, πράσινα, γκρίζα.Υπόλευκα και χαμηλής θερμοκρασίας. Και γύρω μας ένας θίασος τσιγγάνων με 2 γυναίκες κορυφαίες του χορού. Ούτε εκείνες μπορούν να μιλήσουν-οι άνδρες κοιτούν το έδαφος,έχουν ένα μαχαίρι στη ζώνη.Ακονισμένο.
Και 2 τσιγγάνες δίνουν η μια στην άλλη φουστάνια.Ένα μαύρο πλεκτό στο χέρι, ένα γκρίζο που θα ταίριαζε σε γραμματέα,καλοκαιρινά με τιράντες, χειμωνιάτικα με μανίκια 3/4.Σε στραβές κρεμάστρες που μας δίνουν στο καθαριστήριο και μετά θέλουμε να τις πετάξουμε μα τις κρατάμε για άγνωστους λόγους και μας πληγώνουν τα μάτια στη ντουλάπα.
Και ο βουβός θίασος αυτός συνέχεια μαζεύει τα ρούχα αυτά που δεν ανήκει σε κανέναν, οι γυναίκες έχουν ψηλούς μαύρους κότσους και πρόσωπα σουφρωμένα,κρέμονται πάνω τους τάματα και μισοφέγγαρα και γιαταγάνια, και στον πάτο της λίμνης τα ρούχα όλα μαζί πέφτουν κρεμασμένα, και έχουν πάνω τους καρφιτσωμένο σε ένα χαρτάκι το όνομά σου
ίσως και να πηγαίναμε μια βόλτα στην εξοχή-να έμοιαζε με φιλμ του νεορεαλισμού,να έμοιαζε με τα τοπία που έφτιαχνες.Στην άμμο του μυαλού σου,στα βότσαλά του.Στο κέντρο υπάρχει μια λίμνη στρογγυλή με σύρμα στο κέντρο της που μας απαγορεύει να κολυμπάμε μέσα της.Είναι ένας μικρός κύκλος μα κανείς δεν ξέρει γιατί δεν μπορούμε να βουτήξουμε.Κολυμπάμε γύρω γύρω σαν τυφλά ψάρια, σαν ναρκωμένα-στο πλάι με την μέση μας να αγγίζει τον πάτο που είναι άμμος.Όπως ακριβώς το μυαλό σου, ψιλό και κοκκώδες.
Δεν μπορούμε να μιλήσουμε-κάτι κολλάει στον ουρανίσκο μας.Τα χρώματα γύρω μας ψυχρά,γαλάζια, πράσινα, γκρίζα.Υπόλευκα και χαμηλής θερμοκρασίας. Και γύρω μας ένας θίασος τσιγγάνων με 2 γυναίκες κορυφαίες του χορού. Ούτε εκείνες μπορούν να μιλήσουν-οι άνδρες κοιτούν το έδαφος,έχουν ένα μαχαίρι στη ζώνη.Ακονισμένο.
Και 2 τσιγγάνες δίνουν η μια στην άλλη φουστάνια.Ένα μαύρο πλεκτό στο χέρι, ένα γκρίζο που θα ταίριαζε σε γραμματέα,καλοκαιρινά με τιράντες, χειμωνιάτικα με μανίκια 3/4.Σε στραβές κρεμάστρες που μας δίνουν στο καθαριστήριο και μετά θέλουμε να τις πετάξουμε μα τις κρατάμε για άγνωστους λόγους και μας πληγώνουν τα μάτια στη ντουλάπα.
Και ο βουβός θίασος αυτός συνέχεια μαζεύει τα ρούχα αυτά που δεν ανήκει σε κανέναν, οι γυναίκες έχουν ψηλούς μαύρους κότσους και πρόσωπα σουφρωμένα,κρέμονται πάνω τους τάματα και μισοφέγγαρα και γιαταγάνια, και στον πάτο της λίμνης τα ρούχα όλα μαζί πέφτουν κρεμασμένα, και έχουν πάνω τους καρφιτσωμένο σε ένα χαρτάκι το όνομά σου
Thursday, October 03, 2013
κάποτε ήταν δύο ανθρωποι σε μια ακρογιαλιά
τον πηγαίνει συχνά στη θάλασσα, στην παραλία, από το χέρι. Δεν θα μάθει ποτέ να κολυμπάει μα γιατί να τη στερηθεί? Κρατάει το χερι της στη διαδρομή και σηκώνει το κεφάλι του να νιώσει τον άνεμο που φυσάει.Της σφίγγει το χέρι περισσότερο.
Όταν σηκώνει το κεφάλι του έτσι φαίνονται καθαρά τα σημάδια από τα ράμματα.
Ροζ, λευκά σκουλήκια πάνω στο κεφάλι του παιδιού της μαρμαρωμένα. Με τον καιρό θα γίνουν πιο λεπτά, σαν σε κέντημα.
Δεν θέλει να σκέφτεται τώρα το νυστέρι, όχι τώρα.
Τώρα είναι η ώρα του παιχνιδιού,του απογευματινού μπάνιου. Συνεχίζουν να περπατάνε.Του δείχνει τους γλάρους στον ορίζοντα.Όταν πετάνε χαμηλά θα έχουμε τρικυμία. Οι γλάροι τρώνε ψαράκια σαν εσένα,το ήξερες? Τα ψαρεύουν με το ράμφος τους και πετάνε μετά ψηλά στον ουρανό. Είναι λευκοί σαν τον αφρό της θάλασσας και κάνουν παρέα στα πλοία. Κι έτσι δεν είμαστε μόνοι μας όταν ταξιδεύουμε,έχουμε τους γλάρους συντροφιά.
Την κοιτάει με τα μεγάλα μάτια του. Θαυμάζει και το μαγιώ του, τις σαγιονάρες του.Περπατάει αβέβαιο, λίγο φοβισμένο, μα χαμογελάει.
¨Οταν κάθονται στην παραλία του δίνει ένα αδειο μπουκάλι και μαζεύει θησαυρούς.
Βοτσαλάκια ανοιχτόχρωμα, ροζ και λευκά σαν τα ράμματά του.
(Θέλει να κλάψει.Όχι τώρα διατάζει τον εαυτό της.Σφίγγει τα δόντια,κακή συνήθεια)
Της φέρνει και κοχύλια και χρωματιστα γυαλάκια. Τα απλώνει στην πετσέτα και τα χαζεύει.
Πάμε να τα πλύνουμε καλά,να τα πάρουμε στο σπίτι για ενθύμιο,του λέει, είναι ώρα για το φαγητό σου, να ξεκουραστείς, να κοιμηθείς.
Στην παραλία είναι μόνοι. Σιγά σιγά θα σουρουπώσει.
Της δίνει στο χέρι μια πετρούλα στρογγυλη, μετά αλλάζει γνώμη,την ακουμπάει στην κοιλιά της και την πιέζει.
Είναι γκρίζα σαν το μαγιώ της τον ουρανό την ψυχή της.
Του λέει ευχαριστώ πολυ, του δίνει ένα φιλί.
Οι γλάροι σιωπαίνουν.
Όταν σηκώνει το κεφάλι του έτσι φαίνονται καθαρά τα σημάδια από τα ράμματα.
Ροζ, λευκά σκουλήκια πάνω στο κεφάλι του παιδιού της μαρμαρωμένα. Με τον καιρό θα γίνουν πιο λεπτά, σαν σε κέντημα.
Δεν θέλει να σκέφτεται τώρα το νυστέρι, όχι τώρα.
Τώρα είναι η ώρα του παιχνιδιού,του απογευματινού μπάνιου. Συνεχίζουν να περπατάνε.Του δείχνει τους γλάρους στον ορίζοντα.Όταν πετάνε χαμηλά θα έχουμε τρικυμία. Οι γλάροι τρώνε ψαράκια σαν εσένα,το ήξερες? Τα ψαρεύουν με το ράμφος τους και πετάνε μετά ψηλά στον ουρανό. Είναι λευκοί σαν τον αφρό της θάλασσας και κάνουν παρέα στα πλοία. Κι έτσι δεν είμαστε μόνοι μας όταν ταξιδεύουμε,έχουμε τους γλάρους συντροφιά.
Την κοιτάει με τα μεγάλα μάτια του. Θαυμάζει και το μαγιώ του, τις σαγιονάρες του.Περπατάει αβέβαιο, λίγο φοβισμένο, μα χαμογελάει.
¨Οταν κάθονται στην παραλία του δίνει ένα αδειο μπουκάλι και μαζεύει θησαυρούς.
Βοτσαλάκια ανοιχτόχρωμα, ροζ και λευκά σαν τα ράμματά του.
(Θέλει να κλάψει.Όχι τώρα διατάζει τον εαυτό της.Σφίγγει τα δόντια,κακή συνήθεια)
Της φέρνει και κοχύλια και χρωματιστα γυαλάκια. Τα απλώνει στην πετσέτα και τα χαζεύει.
Πάμε να τα πλύνουμε καλά,να τα πάρουμε στο σπίτι για ενθύμιο,του λέει, είναι ώρα για το φαγητό σου, να ξεκουραστείς, να κοιμηθείς.
Στην παραλία είναι μόνοι. Σιγά σιγά θα σουρουπώσει.
Της δίνει στο χέρι μια πετρούλα στρογγυλη, μετά αλλάζει γνώμη,την ακουμπάει στην κοιλιά της και την πιέζει.
Είναι γκρίζα σαν το μαγιώ της τον ουρανό την ψυχή της.
Του λέει ευχαριστώ πολυ, του δίνει ένα φιλί.
Οι γλάροι σιωπαίνουν.
Sunday, September 29, 2013
in memoriam
του φοράει μια καρφίτσα στο πέτο του.με ένα φυλαχτό για να μην τον ματιάζουν. η μπλούζα του καλοσιδερωμένη και φρεσκοπλυμένη,το παντελονάκι του με τσάκιση σαν μεγάλου.
όλοι τον κοιτάζουν στο βαγόνι του τραίνου. είναι όμορφος είναι όμορφος είναι όμορφος επαναλαμβάνει από μέσα της,είναι όμορφος και ας λέτε εσείς.το δέρμα του σαν το πτι μπερ που κάθε μέρα του βάζω στην κρέμα, σταρένιο,φρεσκοψημένο.τα μαλλιά του μαύρα μαύρα σαν τα μάτια του βελούδινη νύχτα.
κουνάει τα πόδια του σαν να παραπονιέται.την κοιτάζει σαν να της λέει πως κουράστηκε και θέλει να πάει στο κρεβάτι του,απλώνει ικετευτικά το χέρι προς τη μεριά της.
Ο γιατρός δεν ήταν αισιόδοξος. Δεν θέλω να σας στενοχωρήσω αλλά τα νέα δεν είναι καλά.
Δυστυχώς.Λυπάμαι.Κουράγιο.
Τρεις λέξεις θανατική καταδίκη. Μου ξεριζώνετε την ψυχή σα να βγάζετε σάπιο δόντι πήγε να του πει.Καταλαβαίνω αν θέλετε να κλάψετε,κάναμε ότι μπορούμε.Δύσκολη περίπτωση πολύ.Είστε πολύ νέα.Σύζυγος υπάρχει?
Θα έπρεπε να είστε έξω με τις φίλες σας, να χαζεύετε βιτρίνες, να γελάτε,να σας κρατάει κάποιος το χέρι με στοργή.
Δεν μίλησε καθόλου.Πήρε το καρότσι και πήγε προς την έξοδο.
Ανησύχησε μήπως τα πόδια του κρυώνουν, να μην κρυώσει, να τον σκεπάσω με την κουβέρτα,από τη βιασύνη ξέχασα τις κάλτσες,θα κρυώσει και θα φταίω εγώ.Θα πλέξω το χειμώνα γαλάζιες και κίτρινες,κίτρινες και γαλάζιες,με ρίγες και σούρες,θα καθόμαστε μαζί στην κουζίνα να του πλέκω.
Την ξανακοιτάει σαν να της λέει φοβάμαι.Κι εγώ θέλει να του πει,κι εγώ φοβάμαι.
Φοβάμαι που δεν σε βλέπουν τόσο όμορφο όσο σε βλέπω εγώ.Φοβάμαι που ψιθυρίζουν.Φοβάμαι τα βλέμματα του οίκτου.Φοβάμαι τις συζητήσεις πίσω από την πλάτη μου και τις εκφράσεις σηκώνει μεγάλο στραυρό και κρίμα.Αυτές τις λέξεις τις λένε για να με τρομάξουν.
Δεν ξέρουν πως εγώ είμαι η πιο ευτυχισμένη μητέρα του κόσμου.Και το πιο όμορφο παιδί του κόσμου είσαι εσύ.
όλοι τον κοιτάζουν στο βαγόνι του τραίνου. είναι όμορφος είναι όμορφος είναι όμορφος επαναλαμβάνει από μέσα της,είναι όμορφος και ας λέτε εσείς.το δέρμα του σαν το πτι μπερ που κάθε μέρα του βάζω στην κρέμα, σταρένιο,φρεσκοψημένο.τα μαλλιά του μαύρα μαύρα σαν τα μάτια του βελούδινη νύχτα.
κουνάει τα πόδια του σαν να παραπονιέται.την κοιτάζει σαν να της λέει πως κουράστηκε και θέλει να πάει στο κρεβάτι του,απλώνει ικετευτικά το χέρι προς τη μεριά της.
Ο γιατρός δεν ήταν αισιόδοξος. Δεν θέλω να σας στενοχωρήσω αλλά τα νέα δεν είναι καλά.
Δυστυχώς.Λυπάμαι.Κουράγιο.
Τρεις λέξεις θανατική καταδίκη. Μου ξεριζώνετε την ψυχή σα να βγάζετε σάπιο δόντι πήγε να του πει.Καταλαβαίνω αν θέλετε να κλάψετε,κάναμε ότι μπορούμε.Δύσκολη περίπτωση πολύ.Είστε πολύ νέα.Σύζυγος υπάρχει?
Θα έπρεπε να είστε έξω με τις φίλες σας, να χαζεύετε βιτρίνες, να γελάτε,να σας κρατάει κάποιος το χέρι με στοργή.
Δεν μίλησε καθόλου.Πήρε το καρότσι και πήγε προς την έξοδο.
Ανησύχησε μήπως τα πόδια του κρυώνουν, να μην κρυώσει, να τον σκεπάσω με την κουβέρτα,από τη βιασύνη ξέχασα τις κάλτσες,θα κρυώσει και θα φταίω εγώ.Θα πλέξω το χειμώνα γαλάζιες και κίτρινες,κίτρινες και γαλάζιες,με ρίγες και σούρες,θα καθόμαστε μαζί στην κουζίνα να του πλέκω.
Την ξανακοιτάει σαν να της λέει φοβάμαι.Κι εγώ θέλει να του πει,κι εγώ φοβάμαι.
Φοβάμαι που δεν σε βλέπουν τόσο όμορφο όσο σε βλέπω εγώ.Φοβάμαι που ψιθυρίζουν.Φοβάμαι τα βλέμματα του οίκτου.Φοβάμαι τις συζητήσεις πίσω από την πλάτη μου και τις εκφράσεις σηκώνει μεγάλο στραυρό και κρίμα.Αυτές τις λέξεις τις λένε για να με τρομάξουν.
Δεν ξέρουν πως εγώ είμαι η πιο ευτυχισμένη μητέρα του κόσμου.Και το πιο όμορφο παιδί του κόσμου είσαι εσύ.
Thursday, September 05, 2013
coney island cream
Πέρασαν οι διακοπές και μας χαιρέτησαν,σε λίγο καιρό τα σαββατοκύριακα δεν θα ζητάμε τη θάλασσα,θα λέμε για αρωματικά τσάγια και κόζυ καφέ στο κέντρο, θα φοράμε μια χιλιομπαλωμένη μάλλον ζακέτα του πατέρα μας που λάπως θα μας τσιμπάει το μαλλί μά θα το αντιμετωπίζουμε με τρυφερότητα,θα λέμε τι ταινία θα δούμε απόψε, οι ειδήσεις των 9 των 10 τα πονεμένα πόδια μας όλη μέρα στους δρόμους, τα παιδιά γράφτηκαν στο φροντιστήριο, οι νεότεροι θα ξεχάσουν τα αλμυρά φιλιά που αντάλλαξαν σε κακόγουστα beach bar και θα αναζητήσουν νέα φλερτ, νέους έρωτες, θα βαφτούν πάλι με τα χρώματα του πολέμου, θα διηγούνται περιπέτειες διακοπών ή απογεύματα στο χωριό τους-και στα μέρη μου η θάλασσα το καταλαβαίνει,θυμώνει και αφρίζει.
την παρακολουθώ να παραπονιέται να εγκαταλείπεται και με το κύμα της να ξερνάει κομμάτια ξύλο ,σπασμένα πιάτα και πλακάκια και γυαλιά από μπουκάλια μπύρας,κουκούτσια από φρούτα , πλαστικές σακούλες μπουκάλια αντιηλιακών.
φτύνει τα περιττά ξανά στο πρόσωπό μας, οι νεκροί και τα οστά τους είναι ακόμα πιο βαθιά μην χαλάτε τον ύπνο τους ακόμα, σας στέλνουν κοφτερά φιλιά από την άβυσσο οι πνιγμένοι,με τα γυαλισμένα οστά τους τα λεία, είναι ακόμα πολύ νωρίς για δάκρυα καθώς απομακρυνόμαστε από τον ήλιο.
προχτές βρήκα στην άμμο δυο πλαστικά μπουκαλάκια από αυτά που έχουν στα εκκλησάκια για αγιασμό,για λάδι, φερμένα ποιος ξέρει από που και ξεβρασμένα στην αμμουδιά,άοσμα και πεντακάθαρα,και χωρίς ενοχές τα πέταξα στον κάδο των αχρήστων.
την παρακολουθώ να παραπονιέται να εγκαταλείπεται και με το κύμα της να ξερνάει κομμάτια ξύλο ,σπασμένα πιάτα και πλακάκια και γυαλιά από μπουκάλια μπύρας,κουκούτσια από φρούτα , πλαστικές σακούλες μπουκάλια αντιηλιακών.
φτύνει τα περιττά ξανά στο πρόσωπό μας, οι νεκροί και τα οστά τους είναι ακόμα πιο βαθιά μην χαλάτε τον ύπνο τους ακόμα, σας στέλνουν κοφτερά φιλιά από την άβυσσο οι πνιγμένοι,με τα γυαλισμένα οστά τους τα λεία, είναι ακόμα πολύ νωρίς για δάκρυα καθώς απομακρυνόμαστε από τον ήλιο.
προχτές βρήκα στην άμμο δυο πλαστικά μπουκαλάκια από αυτά που έχουν στα εκκλησάκια για αγιασμό,για λάδι, φερμένα ποιος ξέρει από που και ξεβρασμένα στην αμμουδιά,άοσμα και πεντακάθαρα,και χωρίς ενοχές τα πέταξα στον κάδο των αχρήστων.
Monday, September 02, 2013
στην κ που φετος δεν θα ερθει
δεν θα μπορέσει να έρθει φέτος, η μητέρα άρρωστη στο κρεβάτι να διατάζει και να θέλει την τηλεόραση ανοιχτή όλη την ημέρα,ο πατέρας αμίλητος στην εκκλησία και σιωπηλός σαν να θέλει να πει κάτι και να μη λέει,ο δικός της πίνει το ένα μετά το άλλο και της λέει που να τρέχουμε τώρα,μάζεψέ τα και έλα να μείνεις εδώ τι κάθεσαι άλλο μεγάλωσες δεν είσαι πια εκείνη που ήσουν
και αυτό περίμενε κάθε χρόνο,ένα μπαλκόνι και μια βεράντα έστω και στριμωγμένη με τη μάνα της κι εκείνη στο ντιβάνι,μα είχε η σοκολάτα άλλη γεύση και ο ουρανός χρώμα λιλά,την έκαναν να θυμάται κάτι που ίσως να ήθελε κάποια στιγμή πολύ,αλλά δεν το βρήκε ούτε δουλεύοντας στα καλά μαγαζιά του Κολωνακίου ούτε μετά που πήγαιναν στα μπαρ στο κέντρο και έπιναν ποτά με ονόματα προορισμών και σεξουαλικών υποννοουμένων,ούτε σε ένα ταξίδι στο εξωτερικό σε μια πόλη της κεντρικής Ευρώπης διάσημης για τα γλυκά της και τις δαντέλες της-το μόνο που θυμάται είναι μια ασπρόμαυρη τηλεόραση να δείχνει ειδήσεις σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινε και δεν ήθελε να καταλάβει, ούτε κάτι τριήμερα σε νησιά με γκόμενους που έτρωγαν σαν ζώα και το μεσημέρι ήθελαν να κοιμούνται κάτω από την επήρρεια της μπύρας-όχι δεν ήταν αυτό,τους έδιωξε όλους από το μυαλό της και ησύχασε κάπως,είπε στον δικό της πως δεν θα έρθει κι ας της αρέσει το ουίσκυ που αγοράζει κάθε φορά που πάει στην κάβα-
κατηφόρισε προς το εμπορικό κέντρο για να καθίσει στο κλιματιζόμενο καφέ,ίσως να φταίει που είμαι Ιχθείς ξανασκέφτηκε,ρέπω προς τη μελαγχολία και ερωτεύομαι μόνο πλατωνικά,για μια στιγμή σιχάθηκε τον εαυτό της μετά το ξανασκέφτηκε κάπως και δήλωσε ας με συμπαθήσω λίγο,τουλάχιστον έχω ζωηρές μπούκλες και καλή αίσθηση του χιούμορ,θα πουν πως φταίει πως δεν έκανα παιδι,δεν ήθελα παιδί να πηγαίνουμε τα καλοκαιρια στο χωριό, να αγοράζω για χάρη του φρέσκα αυγά και να στίβω πορτοκαλάδες,λες κι εγω ξέρω τι θέλω,όλα είναι μέσα μου σαν το θολό νερό στον κάδο του πλυντηρίου,δεν ερωτεύτηκα αρκετά και δεν με ερωτεύτηκαν,δεν ζήλεψα την Ιουλιέτα και την Καρένινα τι να κάνω,σκέφτηκε να καπνίσει ένα τσιγάρο και βγήκε από το εμπορικό κέντρο,αγόρασε ένα περιοδικό και χάθηκε ξανά στο βρώμικο βαγόνι-κάποια βραδιά,κάποια βραδιά επιτέλους θα ονειρευόταν.
και αυτό περίμενε κάθε χρόνο,ένα μπαλκόνι και μια βεράντα έστω και στριμωγμένη με τη μάνα της κι εκείνη στο ντιβάνι,μα είχε η σοκολάτα άλλη γεύση και ο ουρανός χρώμα λιλά,την έκαναν να θυμάται κάτι που ίσως να ήθελε κάποια στιγμή πολύ,αλλά δεν το βρήκε ούτε δουλεύοντας στα καλά μαγαζιά του Κολωνακίου ούτε μετά που πήγαιναν στα μπαρ στο κέντρο και έπιναν ποτά με ονόματα προορισμών και σεξουαλικών υποννοουμένων,ούτε σε ένα ταξίδι στο εξωτερικό σε μια πόλη της κεντρικής Ευρώπης διάσημης για τα γλυκά της και τις δαντέλες της-το μόνο που θυμάται είναι μια ασπρόμαυρη τηλεόραση να δείχνει ειδήσεις σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινε και δεν ήθελε να καταλάβει, ούτε κάτι τριήμερα σε νησιά με γκόμενους που έτρωγαν σαν ζώα και το μεσημέρι ήθελαν να κοιμούνται κάτω από την επήρρεια της μπύρας-όχι δεν ήταν αυτό,τους έδιωξε όλους από το μυαλό της και ησύχασε κάπως,είπε στον δικό της πως δεν θα έρθει κι ας της αρέσει το ουίσκυ που αγοράζει κάθε φορά που πάει στην κάβα-
κατηφόρισε προς το εμπορικό κέντρο για να καθίσει στο κλιματιζόμενο καφέ,ίσως να φταίει που είμαι Ιχθείς ξανασκέφτηκε,ρέπω προς τη μελαγχολία και ερωτεύομαι μόνο πλατωνικά,για μια στιγμή σιχάθηκε τον εαυτό της μετά το ξανασκέφτηκε κάπως και δήλωσε ας με συμπαθήσω λίγο,τουλάχιστον έχω ζωηρές μπούκλες και καλή αίσθηση του χιούμορ,θα πουν πως φταίει πως δεν έκανα παιδι,δεν ήθελα παιδί να πηγαίνουμε τα καλοκαιρια στο χωριό, να αγοράζω για χάρη του φρέσκα αυγά και να στίβω πορτοκαλάδες,λες κι εγω ξέρω τι θέλω,όλα είναι μέσα μου σαν το θολό νερό στον κάδο του πλυντηρίου,δεν ερωτεύτηκα αρκετά και δεν με ερωτεύτηκαν,δεν ζήλεψα την Ιουλιέτα και την Καρένινα τι να κάνω,σκέφτηκε να καπνίσει ένα τσιγάρο και βγήκε από το εμπορικό κέντρο,αγόρασε ένα περιοδικό και χάθηκε ξανά στο βρώμικο βαγόνι-κάποια βραδιά,κάποια βραδιά επιτέλους θα ονειρευόταν.
Saturday, August 31, 2013
once in a blue moon is not enough
τα βράδια φυσούσε στην μικρή πόλη. ήταν ένας άνεμος βαρύς και γλυκός σαν γλυκό ταψιού στο σπίτι της μάγισσας που είχε φυλακισμένο το Χάνσελ και τη Γκρέτελ.
Οι άνθρωποι είχαν χάσει όμως τη μυρωδιά και την αίσθησή της-περιφέρονταν με φούξια νύχια και δέρμα μαυρισμένο συνδυασμένο με ψέυτικα χαμόγελα-το δέρμα και τα δόντια τους γυάλιζαν σχεδόν αφύσικα,σαν τα παρκέ περασμένων χρόνων.
τα βράδια που φυσούσε στη μικρή πόλη έβγαινα μόλις έπεφτε ο ήλιος και πουλούσα το χαμόγελό μου σαν μάγισσα.μερικοί αγόραζαν και μερικοί έκαναν παζάρια.το στόλιζα, κι ας ήταν λίγο λεκιασμένο,τραβηγμένο ίσως σαν ξεχειλωμένο στρίφωμα. είχα μια λουλουδάτη τσάντα με κόκκινη φόδρα και ξεχασμένα μικρά αντικείμενα.καμιά φορά φωτογράφιζα τον εαυτό μου αγέλαστο για να σε θυμάμαι-δεν ήταν συχνά.
τα βράδια εκείνα μπορεί και να αγαπούσα τους ανθρώπους, αλλά μπορεί και όχι-ήταν ένα καλοκαίρι χωρίς πυρετούς και έρωτες,ένα καλοκαίρι χωρίς άμμο, ένα καλοκαίρι που δεν άκουσα λαικά τραγούδια με ένα νοητό τσεμπέρι στο κεφάλι-ήταν όλα χρυσά και ψεύτικα και ανώδυνα σαν μερικές μνήμες,σαν φορεμένες υποσχέσεις.το πρώτο καλοκαίρι που δεν ονειρεύτηκα κεράσια και ροδάκινα,μόνο πεύκα και τη δροσιά του βουνού.
το τελευταίο βράδυ του Αυγούστου οι τσιγγάνοι που κατασκήνωσαν στην αλάνα έσφαξαν ένα γουρούνι, οι κάτοικοι ενοχλήθηκαν.
έφυγαν άρον άρον,αλλά δεν ξέρω αν τελικά το ζώο φαγώθηκε.
Οι άνθρωποι είχαν χάσει όμως τη μυρωδιά και την αίσθησή της-περιφέρονταν με φούξια νύχια και δέρμα μαυρισμένο συνδυασμένο με ψέυτικα χαμόγελα-το δέρμα και τα δόντια τους γυάλιζαν σχεδόν αφύσικα,σαν τα παρκέ περασμένων χρόνων.
τα βράδια που φυσούσε στη μικρή πόλη έβγαινα μόλις έπεφτε ο ήλιος και πουλούσα το χαμόγελό μου σαν μάγισσα.μερικοί αγόραζαν και μερικοί έκαναν παζάρια.το στόλιζα, κι ας ήταν λίγο λεκιασμένο,τραβηγμένο ίσως σαν ξεχειλωμένο στρίφωμα. είχα μια λουλουδάτη τσάντα με κόκκινη φόδρα και ξεχασμένα μικρά αντικείμενα.καμιά φορά φωτογράφιζα τον εαυτό μου αγέλαστο για να σε θυμάμαι-δεν ήταν συχνά.
τα βράδια εκείνα μπορεί και να αγαπούσα τους ανθρώπους, αλλά μπορεί και όχι-ήταν ένα καλοκαίρι χωρίς πυρετούς και έρωτες,ένα καλοκαίρι χωρίς άμμο, ένα καλοκαίρι που δεν άκουσα λαικά τραγούδια με ένα νοητό τσεμπέρι στο κεφάλι-ήταν όλα χρυσά και ψεύτικα και ανώδυνα σαν μερικές μνήμες,σαν φορεμένες υποσχέσεις.το πρώτο καλοκαίρι που δεν ονειρεύτηκα κεράσια και ροδάκινα,μόνο πεύκα και τη δροσιά του βουνού.
το τελευταίο βράδυ του Αυγούστου οι τσιγγάνοι που κατασκήνωσαν στην αλάνα έσφαξαν ένα γουρούνι, οι κάτοικοι ενοχλήθηκαν.
έφυγαν άρον άρον,αλλά δεν ξέρω αν τελικά το ζώο φαγώθηκε.
Monday, July 22, 2013
η πανσέληνος στον υδροχόο
ο κύριος στην καρέκλα λέει να τρως τέσσερα βερύκοκα την ημέρα για τις πανάδες,με ρωτάει ποια είναι η σημαία του πλοίου.δεν ξέρω μου φαίνεται πράσινη ή κίτρινη,φυσάει πολύ για να είμαι συγκεντρωμένη όπως πρέπει,το ρυάκι από κάτω ξεχειλίζει και ο άνεμος σπρώχνει τα νερά προς τα πάνω.Πανσέληνος.
τριγύρω μου μιλούν για φεστιβάλ και παραστάσεις,γυναίκες ισορροπούν σε ψηλά τακούνια όπως στο θέατρο, τα μαλλιά τους ανεμίζουν στον αέρα και χάνουν το τέλειο σχήμα τους,φέτος ξανά κοραλλί νύχια και η ρίζα που στις διακοπές σκουραίνει στις ξανθές,η μικρή με τα κόκκινα γυαλιά φόρεσε φακούς επαφής και ξεθάρρεψε,τα καστανά της μαλλιά φτάνουν μέχρι τη μέση της.δεν ξέρεις καν τι σε περιμένει θέλω να της πω μα την αφήνω ανυποψίαστη να κοιτάξει με ύφος τους τριγύρω της σαν να της ανήκουν.
μα κι εσύ θα υποταχτείς θέλω να φωνάξω.
στα βράχια τα παιδιά μαζεύουν καβούρια και τα κρατάνε στα χέρια τους.ένα θηλυκό καβουράκι άπλωνε τα αυγά της πάνω στο χέρι της μικρής που την κρατούσε με γρήγορους,βιαστικούς ρυθμούς και για ένα λεπτό μου φάνηκαν τοξικά και δηλητηριώδη,σαν ψυχές.
τριγύρω μου μιλούν για φεστιβάλ και παραστάσεις,γυναίκες ισορροπούν σε ψηλά τακούνια όπως στο θέατρο, τα μαλλιά τους ανεμίζουν στον αέρα και χάνουν το τέλειο σχήμα τους,φέτος ξανά κοραλλί νύχια και η ρίζα που στις διακοπές σκουραίνει στις ξανθές,η μικρή με τα κόκκινα γυαλιά φόρεσε φακούς επαφής και ξεθάρρεψε,τα καστανά της μαλλιά φτάνουν μέχρι τη μέση της.δεν ξέρεις καν τι σε περιμένει θέλω να της πω μα την αφήνω ανυποψίαστη να κοιτάξει με ύφος τους τριγύρω της σαν να της ανήκουν.
μα κι εσύ θα υποταχτείς θέλω να φωνάξω.
στα βράχια τα παιδιά μαζεύουν καβούρια και τα κρατάνε στα χέρια τους.ένα θηλυκό καβουράκι άπλωνε τα αυγά της πάνω στο χέρι της μικρής που την κρατούσε με γρήγορους,βιαστικούς ρυθμούς και για ένα λεπτό μου φάνηκαν τοξικά και δηλητηριώδη,σαν ψυχές.
Saturday, June 22, 2013
με ένα στιλέτο ανάμεσα στα δόντια σου
μακάρι να ήταν οι ζωές μας σελίδες και να τις σκίζαμε όπως όταν είμαστε θυμωμένοι.
θα ήμουν κι εγώ μια κόλλα στον κάλαθο στον αχρήστων μαζί με τα τσιγάρα και τα κουτιά από τα φάρμακα, τα αμέτρητα μπουκάλια νερού και τις αποδείξεις που ποτέ δεν μπαίνουν σε τάξη.και θα με πετούσες εσύ στο τέλος της μέρας ή θα βαριόσουν να με κατεβάσεις κάτω.
απόψε η νύχτα είναι γεμάτη δαιμόνια και προφήτες.μην κρίνετε για να μην κριθείτε.βλακείες.κόβω μαχαίρι άσχημες σκέψεις, παίζω με τα μαλλιά μου.
Θέλω να σου πω να πάμε μια βόλτα και ας πεις δεν θέλω.Θέλω να σου πω να πάμε ένα ταξίδι και ας πεις δεν θέλω.Μετά θα θέλω να σε βλέπω να φεύγεις και να χαίρομαι που στενοχωριέμαι και χαίρομαι ξανά-τουλάχιστον η υποκρισία σου αληθινή είναι.
Θέλω να σου λέω πως φοβάμαι και να κουνάς τους ώμους σου αδιάφορα,να μου αρνιέσαι την παραμικρή χαρά και να να ξέρω πως ανυπομονείς να δεις κάποια άλλη.
Να σκέφτεσαι πως σε κούρασα και πως φλυαρώ και πως είμαι καλή για λίγη ώρα,σαν διάλειμμα ή ένα γερό μεθύσι.και εγώ θα βλέπω πως με περιπαίζεις και θα φουσκώνω από χαρά και ηδονή.θα θέλω να σου δώσω μια γροθιά στο στόμα και μετά να σε φιλήσω σαν προδότης
και μετά να μου πεις τι όμορφη που είσαι
με αυτό το στιλέτο που κρατάς ανάμεσα στα δόντια σου
θα ήμουν κι εγώ μια κόλλα στον κάλαθο στον αχρήστων μαζί με τα τσιγάρα και τα κουτιά από τα φάρμακα, τα αμέτρητα μπουκάλια νερού και τις αποδείξεις που ποτέ δεν μπαίνουν σε τάξη.και θα με πετούσες εσύ στο τέλος της μέρας ή θα βαριόσουν να με κατεβάσεις κάτω.
απόψε η νύχτα είναι γεμάτη δαιμόνια και προφήτες.μην κρίνετε για να μην κριθείτε.βλακείες.κόβω μαχαίρι άσχημες σκέψεις, παίζω με τα μαλλιά μου.
Θέλω να σου πω να πάμε μια βόλτα και ας πεις δεν θέλω.Θέλω να σου πω να πάμε ένα ταξίδι και ας πεις δεν θέλω.Μετά θα θέλω να σε βλέπω να φεύγεις και να χαίρομαι που στενοχωριέμαι και χαίρομαι ξανά-τουλάχιστον η υποκρισία σου αληθινή είναι.
Θέλω να σου λέω πως φοβάμαι και να κουνάς τους ώμους σου αδιάφορα,να μου αρνιέσαι την παραμικρή χαρά και να να ξέρω πως ανυπομονείς να δεις κάποια άλλη.
Να σκέφτεσαι πως σε κούρασα και πως φλυαρώ και πως είμαι καλή για λίγη ώρα,σαν διάλειμμα ή ένα γερό μεθύσι.και εγώ θα βλέπω πως με περιπαίζεις και θα φουσκώνω από χαρά και ηδονή.θα θέλω να σου δώσω μια γροθιά στο στόμα και μετά να σε φιλήσω σαν προδότης
και μετά να μου πεις τι όμορφη που είσαι
με αυτό το στιλέτο που κρατάς ανάμεσα στα δόντια σου
Friday, June 21, 2013
΄τιποτε αλλο
τα μεσημέρια με όλες τις πόρτες κλειστές και την αντηλιά νιώθεις πιο ευάλωτη από ότι τη νύχτα. είναι αυτό το λευκό που σε τσακίζει στο μάτι.πίνω καφέ από ένα πορτοκαλί φλυτζάνι που άνηκε σε ένα σετ που ράγισε κατά κάθος.Έμεινε μόνο αυτό ίσως από λάθος.
Έχω μέρες να δω όνειρα να πω πως κάποιος μου στένει μήνυμα ή θέλει κάτι να μου πει.
Έντυσα ένα παλιό ημερολόγιο του 2000 με χαρτί περυτιλίγματος και το χαζεύω στο γραφείο.
Χτες που κατέβηκα ήμασταν μετρημένοι στα δάχτυλα. Ήπια μια σοκολάτα που με πόνεσε στο στομάχι-στο μπαρ έβαλαν φώτα νέον γαλάζια και δεν μου άρεσαν, μα δεν είπα κάτι, ακόμα και να με ρωτήσουν δεν θα έλεγα κάτι, φαίνεται το γούστο μου είναι λειψό.
Έρχεται το τριήμερο και η θερινή ισημερία, στη βόρεια ευρώπη θα δέσουν κορδέλες στα μαλλιά και εγώ με κόπο θα σκεφτώ πως δεν είναι καλή ιδέα μια μακριά κορδέλα σαν σχοινί στο λαιμό.
Σταμάτα να σκέφτεσαι έτσι λέει μια φωνή μέσα μου.
Στρώσε το κρεβάτι σου και συνέχισε. Μου φάνηκε πως σε είδα στον αφρό των κυμάτων αλλά έκανα πάλι λάθος. Άλλη μια φορά και άλλη μια απάτη του ματιού. Ήταν μια γαλάζια πλαστική σακούλα που την έφερε ο βοριάς και τίποτε άλλο.
Έχω μέρες να δω όνειρα να πω πως κάποιος μου στένει μήνυμα ή θέλει κάτι να μου πει.
Έντυσα ένα παλιό ημερολόγιο του 2000 με χαρτί περυτιλίγματος και το χαζεύω στο γραφείο.
Χτες που κατέβηκα ήμασταν μετρημένοι στα δάχτυλα. Ήπια μια σοκολάτα που με πόνεσε στο στομάχι-στο μπαρ έβαλαν φώτα νέον γαλάζια και δεν μου άρεσαν, μα δεν είπα κάτι, ακόμα και να με ρωτήσουν δεν θα έλεγα κάτι, φαίνεται το γούστο μου είναι λειψό.
Έρχεται το τριήμερο και η θερινή ισημερία, στη βόρεια ευρώπη θα δέσουν κορδέλες στα μαλλιά και εγώ με κόπο θα σκεφτώ πως δεν είναι καλή ιδέα μια μακριά κορδέλα σαν σχοινί στο λαιμό.
Σταμάτα να σκέφτεσαι έτσι λέει μια φωνή μέσα μου.
Στρώσε το κρεβάτι σου και συνέχισε. Μου φάνηκε πως σε είδα στον αφρό των κυμάτων αλλά έκανα πάλι λάθος. Άλλη μια φορά και άλλη μια απάτη του ματιού. Ήταν μια γαλάζια πλαστική σακούλα που την έφερε ο βοριάς και τίποτε άλλο.
Wednesday, June 19, 2013
ανεμίζοντας τα μπλεγμένα μαλλιά μας
άρα ειμαι η γυναίκα η μοιραία, η πρώτη η μετέπειτα κι όμως η τελευταία αναρωτιέται το ραδιόφωνο-όχι λέω εγώ, είμαι μια γυναίκα σαν τις άλλες που ξεσπάει τελευταία στα μαλλιά της, ξανθό 8.7 ανοιχτό μπεζ, ξανθό 9.3. ανακατεύω οξυζενέ και μια παχιά κρέμα που σκουραίνει σιγά σιγά και τα ανακατεύω με ένα πινέλο όπως όταν ανακατεύω φαγητό ή χτυπάω αυγά για κέικ.μετά απλώνω τα μαλλιά μου μια χημική πάστα και ψάχνω να δω διαφορά. blondes have more fun λενε.βάφω μόνο τις άκρες για να είμαι όπως στην ψυχή μου,διχασμένη.
Έξυπνη και χαζή, δοτική και στρίγγλα, ένα χαμόγελο και ένα σούφρωμα στα χείλη λύπης.
Η καλή και η κακή μεριά των 30-θα σκαρφαλώσω σε λίγο και την κακή.
Ήμουν πιο χαρούμενη με σκούρα μαλλιά κάποτε-τώρα ανοίγω, ανοίγω,θα ξεθωριάσω και θα ξεπλύνω. Μα και τώρα δεν είμαι ακριβώς λυπημένη.
Ο καιρός περνάει για μας όπως περνάει για τον υπόλοιπο κόσμο, γκρινιάζοντας, λέγοντας σαχλά αστεία, φλερτάροντας υποχθόνια, με τον φρέσκο πόνο στη μέση και στο γόνατο.
Κάνεις την έξυπνη λέω στον εαυτό μου, σταμάτα. Σταμάτα να κάνεις την έξυπνη πια,κανένας δεν σε ακούει στα αλήθεια,νομίζεις πως σε ακούνε.
Τα 8 μποφωρ στο μπαλκόνι μου χτυπάνε συνθηματικά το τζάμι και χτυπάνε το πατζούρι σαν πνεύματα. Ακόμα εδώ λένε,σε πείσμα της ηρεμίας και της νηνεμίας.
Και για τιμωρία μας κλείνουν στο σπίτι να τα ακούμε και να συλλογιζόμαστε, πόσο άγρια είναι όταν θέλει η θάλασσα, πως πονάνε τα χέρια σου ανοίγοντας και σπρώχνοντας την εξώπορτα.Μα είμαστε δυνατά και εδώ κάθε καλοκαίρι σαν κι εσένα μου λένε.Μπορεί να γκρινιάζουμε για τον δυνατό αέρα και την τρικυμία μα τα αποζητούμε-ο βοριάς και οι κυκλάδες ένα ζευγάρι ταιριαστό,στέρεο,αέναο.
Πριν κοιμηθώ, όταν κάνω μπάνιο,είμαι η μόνη γυναίκα στον κόσμο.
Έξυπνη και χαζή, δοτική και στρίγγλα, ένα χαμόγελο και ένα σούφρωμα στα χείλη λύπης.
Η καλή και η κακή μεριά των 30-θα σκαρφαλώσω σε λίγο και την κακή.
Ήμουν πιο χαρούμενη με σκούρα μαλλιά κάποτε-τώρα ανοίγω, ανοίγω,θα ξεθωριάσω και θα ξεπλύνω. Μα και τώρα δεν είμαι ακριβώς λυπημένη.
Ο καιρός περνάει για μας όπως περνάει για τον υπόλοιπο κόσμο, γκρινιάζοντας, λέγοντας σαχλά αστεία, φλερτάροντας υποχθόνια, με τον φρέσκο πόνο στη μέση και στο γόνατο.
Κάνεις την έξυπνη λέω στον εαυτό μου, σταμάτα. Σταμάτα να κάνεις την έξυπνη πια,κανένας δεν σε ακούει στα αλήθεια,νομίζεις πως σε ακούνε.
Τα 8 μποφωρ στο μπαλκόνι μου χτυπάνε συνθηματικά το τζάμι και χτυπάνε το πατζούρι σαν πνεύματα. Ακόμα εδώ λένε,σε πείσμα της ηρεμίας και της νηνεμίας.
Και για τιμωρία μας κλείνουν στο σπίτι να τα ακούμε και να συλλογιζόμαστε, πόσο άγρια είναι όταν θέλει η θάλασσα, πως πονάνε τα χέρια σου ανοίγοντας και σπρώχνοντας την εξώπορτα.Μα είμαστε δυνατά και εδώ κάθε καλοκαίρι σαν κι εσένα μου λένε.Μπορεί να γκρινιάζουμε για τον δυνατό αέρα και την τρικυμία μα τα αποζητούμε-ο βοριάς και οι κυκλάδες ένα ζευγάρι ταιριαστό,στέρεο,αέναο.
Πριν κοιμηθώ, όταν κάνω μπάνιο,είμαι η μόνη γυναίκα στον κόσμο.
Sunday, June 09, 2013
σε πείσμα των καιρών και των νερών
ολη την ημέρα καθαρίζω σκόνες και χώματα.μια σκλήθρα μπήκε στο χέρι μου, μια τόση δα ακίδα από μια σκούπα.είναι κάτω από το δέρμα και το ερεθίζει σε δύσκολο σημείο.δεν μπορώ να τη βγάλω και πονάω όπως πάντα, ήσυχα και χωρίς ιδιαίτερο παράπονο.
στο λιμάνι με τρατάρουν βουτήματα, έχει γεύση χημικής μπανάνας και μου φέρνει λίγο ναυτία. μου δίνει άλλος ένας μαγαζάτορας ένα τόσο δα,ροζ γαρυφαλάκι. Γαρύφαλλο στο αυτί τραγουδάει.
για να με γνωρίζεις ανάμεσα στο πλήθος ένα γαρύφαλο στα δόντια-κι αν χιονίζει και αν βρέχει το αγριολούλουδο αντέχει.πόσο μάλλον το αγριόχορτο, το ζιζάνιο.αλλά μπορεί και στο πλήθος όλοι να έχουμε κάπου ένα λουλούδι και ας μη φαίνεται.στο στήθος, στον αγκώνα, κάπου ζωγραφισμένο. Ή πληγωμένο πολύ.
το χωριό μου είναι αφρόντιστο και λυπημένο. θέλω να ζωηρέψω τα βράχια του,τις πλάκες του, να αφήσω χρώμα να τρέξει απ τα χέρια.
καπνίζω ένα τσιγάρο στο παράθυρο-κάποιος με χαιρετάει στο δρόμο και δεν τον αναγνωρίζω.δεν θελω να έχω χρόνο να μου λείπεις, ούτε να με φαντάζεσαι καν.
και ερήμωσαν τα σπίτια μας και οι καρδιές μας,ας κάνουμε όμως λίγο τους ανήξερους.ας παραπονεθούμε για τα κουνούπια και τα δρομολόγια. ας κάνουμε πως αυτά είναι πως μας πειράζουν, γιατί αν πούμε αλήθειες,κανέναν μας δεν θα συμφέρει.
στο λιμάνι με τρατάρουν βουτήματα, έχει γεύση χημικής μπανάνας και μου φέρνει λίγο ναυτία. μου δίνει άλλος ένας μαγαζάτορας ένα τόσο δα,ροζ γαρυφαλάκι. Γαρύφαλλο στο αυτί τραγουδάει.
για να με γνωρίζεις ανάμεσα στο πλήθος ένα γαρύφαλο στα δόντια-κι αν χιονίζει και αν βρέχει το αγριολούλουδο αντέχει.πόσο μάλλον το αγριόχορτο, το ζιζάνιο.αλλά μπορεί και στο πλήθος όλοι να έχουμε κάπου ένα λουλούδι και ας μη φαίνεται.στο στήθος, στον αγκώνα, κάπου ζωγραφισμένο. Ή πληγωμένο πολύ.
το χωριό μου είναι αφρόντιστο και λυπημένο. θέλω να ζωηρέψω τα βράχια του,τις πλάκες του, να αφήσω χρώμα να τρέξει απ τα χέρια.
καπνίζω ένα τσιγάρο στο παράθυρο-κάποιος με χαιρετάει στο δρόμο και δεν τον αναγνωρίζω.δεν θελω να έχω χρόνο να μου λείπεις, ούτε να με φαντάζεσαι καν.
και ερήμωσαν τα σπίτια μας και οι καρδιές μας,ας κάνουμε όμως λίγο τους ανήξερους.ας παραπονεθούμε για τα κουνούπια και τα δρομολόγια. ας κάνουμε πως αυτά είναι πως μας πειράζουν, γιατί αν πούμε αλήθειες,κανέναν μας δεν θα συμφέρει.
Monday, June 03, 2013
μέδουσα
εγώ είμαι το καλοκαίρι-τα γαλάζια υγρά θαλάσσια όνειρα, φέτος όμως το μαγιώ μου είναι σκούρο και αυστηρό για να μου μοιάζει με σοκολατί ρίγες να καλύπτουν τις πληγές τις μέσα και να τις φυλακίζουν.Να μην τις βλέπει κανένας και να μην τις υποπτεύεται.
και από πάνω πουκάμισο που στο πλύσιμο έχει αλλάξει χρώμα να είναι μουντό, δύσκολο,φτηνό.
η θάλασσα ακόμα είναι κρύα και με πονάει-δεν μπορώ πάνω από 5 λεπτά, βγαίνω τρέμοντας, χαιρετάω το αλμυρίκι της παραλίας σαν να είμαστε παλιοί φίλοι, ο νοτιάς που τα κορίτσια παγώνει. τα αφελή κορίτσια στις παραλίες που συνήθως πατάνε αχινούς και γλιστράνε στα βράχια, που παθαίνουν εγκαύματα και χαλάνε τις διακοπές των υπόλοιπων.
βρήκα ένα κομμάτι από παλιό σερβίτσιο γαλάζιο και λευκό και το άφησα στη θέση του.
τα χρόνια που μάζευα βότσαλα και κοχύλια είναι περασμένα-μπορεί και να ήρθε από ένα σπίτι σαν το δικό μου, που στενάζει από το βάρος και τα μπλε κάγκελα ξερνάνε μπογιά,ξεφλουδίζουν σαν δέρμα μετά από έγκαυμα και δεν σε αφήνει να κοιμηθείς.
μια μέρα θα βουτήξω στο νερό και δεν θα ξαναβγώ στην επιφάνεια.τα πνευμόνια μου θα είναι κοράλια και ύφαλοι. τα ψάρια θα βγαίνουν από το στόμα μου χαρωπά και τα μαλλιά μου θα μεγαλώνουν σαν της Μέδουσας και θα πετρώνουν τους αντιπάλους.
και από πάνω πουκάμισο που στο πλύσιμο έχει αλλάξει χρώμα να είναι μουντό, δύσκολο,φτηνό.
η θάλασσα ακόμα είναι κρύα και με πονάει-δεν μπορώ πάνω από 5 λεπτά, βγαίνω τρέμοντας, χαιρετάω το αλμυρίκι της παραλίας σαν να είμαστε παλιοί φίλοι, ο νοτιάς που τα κορίτσια παγώνει. τα αφελή κορίτσια στις παραλίες που συνήθως πατάνε αχινούς και γλιστράνε στα βράχια, που παθαίνουν εγκαύματα και χαλάνε τις διακοπές των υπόλοιπων.
βρήκα ένα κομμάτι από παλιό σερβίτσιο γαλάζιο και λευκό και το άφησα στη θέση του.
τα χρόνια που μάζευα βότσαλα και κοχύλια είναι περασμένα-μπορεί και να ήρθε από ένα σπίτι σαν το δικό μου, που στενάζει από το βάρος και τα μπλε κάγκελα ξερνάνε μπογιά,ξεφλουδίζουν σαν δέρμα μετά από έγκαυμα και δεν σε αφήνει να κοιμηθείς.
μια μέρα θα βουτήξω στο νερό και δεν θα ξαναβγώ στην επιφάνεια.τα πνευμόνια μου θα είναι κοράλια και ύφαλοι. τα ψάρια θα βγαίνουν από το στόμα μου χαρωπά και τα μαλλιά μου θα μεγαλώνουν σαν της Μέδουσας και θα πετρώνουν τους αντιπάλους.
Friday, May 17, 2013
συγχώρεση κλπ
και δεν είναι αυτό το οξύμωρο της μουντάδας του Μαιου, που αντί για λεμονάδες και ποτά ακόμα φτιάχνεις τσάι και ακούς τον ήχο του βραστήρα και κόβεις το λεμόνι με υπομονή ως το λαιμό, ως το λαιμό και δεν ξέρω τι θα φέρει ένα τσακ παραπάνω, ειλικρινά δεν ξέρω τι θα φέρει αυτό το παραπάνω, δεν είναι που τα ρούχα σου είναι στο νιπτήρα και δεν μπορείς να αποφασίσεις τι να κάνεις,γιατί δεν έχεις όρεξη να πλένεις αλλά δεν έχεις το κουράγιο να τα βάλεις στο πλυντήριο γιατί είσαι τόσο κουρασμένη και απλά ανάβεις ένα τσιγάρο ακόμα στο μπάνιο και λες ας περιμένει λιγο ακόμα και η αξιοπρέπειά μου και η ανωτερότητά μου γιατί αυτά και αν με έχουν κουράσει και είσαι πολύ μεγάλη να πάρεις τη μαμά σου και να πεις θέλω να μου φτιάξεις τσάι όπως παλιά και να με σκεπάσεις αλλά δε μπορώ να σου πω αυτά που έχω να σου πω θα σε τρομάξω και μετά φοβαμαι όταν εσύ κλαις
και ακούς τσιτσάνη και λες κι εσύ τι σήμερα τι αύριο τι τώρα,δένεις τη σακούλα με τα σκουπίδια για να την κατεβάσεις θα προτιμούσες να την κλωτσήσεις με νεύρα αλλά πλένεις τα χέρια σου και βάζεις μια καινούρια, τι σήμερα τι αύριο τι τώρα ας παραδεχτούμε πως είμαστε μόνοι και ψάχνουμε σχεδίες, ας παραδεχτούμε πως ζηλεύουμε τις ομορφότερες γυναίκες και πως θέλουμε μια καλύτερη ζωή,κάτι άλλο εκτός από αυτό, αυτό που νιώθουμε τώρα που είναι γλιστερό σαν μαλάκιο και πικρό, πικρό σαν τη θλίψη του έρωτα που χάθηκε, ας παραδεχτούμε πως συγχωρούμε τους άλλους μα ποτέ τον εαυτό μας
και ακούς τσιτσάνη και λες κι εσύ τι σήμερα τι αύριο τι τώρα,δένεις τη σακούλα με τα σκουπίδια για να την κατεβάσεις θα προτιμούσες να την κλωτσήσεις με νεύρα αλλά πλένεις τα χέρια σου και βάζεις μια καινούρια, τι σήμερα τι αύριο τι τώρα ας παραδεχτούμε πως είμαστε μόνοι και ψάχνουμε σχεδίες, ας παραδεχτούμε πως ζηλεύουμε τις ομορφότερες γυναίκες και πως θέλουμε μια καλύτερη ζωή,κάτι άλλο εκτός από αυτό, αυτό που νιώθουμε τώρα που είναι γλιστερό σαν μαλάκιο και πικρό, πικρό σαν τη θλίψη του έρωτα που χάθηκε, ας παραδεχτούμε πως συγχωρούμε τους άλλους μα ποτέ τον εαυτό μας
Sunday, May 12, 2013
δέντρα
καθε βραδυ μόνη μου τραγουδάω τη συννεφιασμένη Κυριακή, ανεβάζω το διακόπτη του μπάνιου τα ράφια είναι πλαστικά και ευτελή και το φως με χλωμαίνει,συννεφιασμένη Κυριακή μοιάζεις με την καρδιά μου, λέω καθημερινά πράγματα στο τηλέφωνο, τετριμμένα, βγήκαν οι ρίζες πάλι και βαριέμαι, κι όμως στα πεζοδρόμια τα απογεύματα είμαι ευτυχισμένη κάπως, χαμογελάω και ίσως να μην το καταλαβαίνω.
μικρή νόμιζα πως είμαι μάγισσα και προκαλώ το κακό.
μπορεί να είμαι και ακόμα.
περιμένω να με ρωτήσεις που έκαψα το χέρι μου αν έβαλα betadine να προσέχω επιτέλους με τα καψίματα μα εσύ με καις θέλω να απαντήσω εσύ και δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό μου λες πάλι να ίδια συζητάμε σηκώνω τους ώμους
θέλω να πω είμαι πολυ κουρασμένη τα πόδια μου δεν με κρατάνε μα λέω είμαι γερή σαν δέντρο μερικά ζουν για χρόνια σταθερά θέλουν να αγγίξουν τον ουρανό ίσως και να είναι πιο όμορφα έτσι μονότονα και σκεφτικά.κανένα δέντρο δεν μοιάζει με άλλο.και καίγονται όμορφα σαν εμένα,κάπως.
και έτσι ίσως να γίνομαι λιγότερο κακιά λιγότερο χολή λιγότερο λάσπη λιγότερο ύποπτη
μικρή νόμιζα πως είμαι μάγισσα και προκαλώ το κακό.
μπορεί να είμαι και ακόμα.
περιμένω να με ρωτήσεις που έκαψα το χέρι μου αν έβαλα betadine να προσέχω επιτέλους με τα καψίματα μα εσύ με καις θέλω να απαντήσω εσύ και δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό μου λες πάλι να ίδια συζητάμε σηκώνω τους ώμους
θέλω να πω είμαι πολυ κουρασμένη τα πόδια μου δεν με κρατάνε μα λέω είμαι γερή σαν δέντρο μερικά ζουν για χρόνια σταθερά θέλουν να αγγίξουν τον ουρανό ίσως και να είναι πιο όμορφα έτσι μονότονα και σκεφτικά.κανένα δέντρο δεν μοιάζει με άλλο.και καίγονται όμορφα σαν εμένα,κάπως.
και έτσι ίσως να γίνομαι λιγότερο κακιά λιγότερο χολή λιγότερο λάσπη λιγότερο ύποπτη
Saturday, May 11, 2013
διαδρομές
και ίσως το πρόβλημα να είναι πως πάντα γυρνάς,γυρνάς πίσω, μπαίνεις με τις σκισμένες σου τσάντες στο σπίτι και λες ουφ, κάνεις έναν καφέ που έχει γεύση ασβέστη,αφηρημένα βγαίνεις στο μπαλκόνι και λες πως μαζεύτηκε πάλι η σκουριά, κανονίζεις ραντεβού με γιατρούς και πας σε υπηρεσίες
και στο κεφάλι σου η ίδια απορία και αυτή η πίκρα στο στόμα. μερικοί άνθρωποι ίσως και να μην γίνουν χαρούμενοι. μπορεί να είμαι και από αυτούς.μπορεί να με θες και εσύ έτσι.ίσως.
να θες να είμαι θλιμμένη για να νιώθεις εσύ υπέυθυνος, να ξέρεις πως είμαι πάντα στο σπίτι να μην με γνωρίζουν οι δικοί σου άνθρωποι να είμαι ένα δακρυσμένο μυστικό ένα μεγάλο ερωτηματικό ένα αίνιγμα μόνο δικό σου να το λύνεις να το δένεις μόνο εσύ να ξέρεις μόνο εσύ τα καρώ τραπεζομάντιλά μου τα απορρυπαντικά μου το σφουγγάρι μου τα ραγισμένα μου φλυτζάνια.και τον καφέ που έχει γεύση ασβέστη.
και σου αρέσει που θυμώνω και κοιμάμαι θυμωμένη.
μα i rise σκέφτομαι στο μπαλκόνι.γίνομαι ψηλότερη και χλωμότερη βλέπω πάνω από τους δρόμους. και στις πόλεις και στη γκριζάδα, στον ανελέητο ήλιο, στα κατεβασμένα στόματα, ίσως και να περιφέρεις τη θλίψη σου σαν παράσημο γενναιότητας, η θλίψη μου, η δική σου, η θλίψη των δικών σου ανθρώπων μαζεμένη φωλιασμένη σε ένα στόμα, σε μια καρδιά, σε ενα στέρνο.
και στο κεφάλι σου η ίδια απορία και αυτή η πίκρα στο στόμα. μερικοί άνθρωποι ίσως και να μην γίνουν χαρούμενοι. μπορεί να είμαι και από αυτούς.μπορεί να με θες και εσύ έτσι.ίσως.
να θες να είμαι θλιμμένη για να νιώθεις εσύ υπέυθυνος, να ξέρεις πως είμαι πάντα στο σπίτι να μην με γνωρίζουν οι δικοί σου άνθρωποι να είμαι ένα δακρυσμένο μυστικό ένα μεγάλο ερωτηματικό ένα αίνιγμα μόνο δικό σου να το λύνεις να το δένεις μόνο εσύ να ξέρεις μόνο εσύ τα καρώ τραπεζομάντιλά μου τα απορρυπαντικά μου το σφουγγάρι μου τα ραγισμένα μου φλυτζάνια.και τον καφέ που έχει γεύση ασβέστη.
και σου αρέσει που θυμώνω και κοιμάμαι θυμωμένη.
μα i rise σκέφτομαι στο μπαλκόνι.γίνομαι ψηλότερη και χλωμότερη βλέπω πάνω από τους δρόμους. και στις πόλεις και στη γκριζάδα, στον ανελέητο ήλιο, στα κατεβασμένα στόματα, ίσως και να περιφέρεις τη θλίψη σου σαν παράσημο γενναιότητας, η θλίψη μου, η δική σου, η θλίψη των δικών σου ανθρώπων μαζεμένη φωλιασμένη σε ένα στόμα, σε μια καρδιά, σε ενα στέρνο.
Saturday, May 04, 2013
κηλίδες χρώματος ιωδίου
σπίτι με ανακατωμένα συρτάρια και περσινή άμμο και κοχύλια στις τσάντες-κάνω την απασχολημένη με τα συρταρια μου και τις ντουλάπες ακούγοντας λειτουργίες κάθε απόγευμα και πίνοντας μπαγιάτικα τσάγια.μετά ντύνομαι και κατεβαίνω για να χαμογελάσω σε κάποιον.σε οποιονδήποτε.
φουσκώνω τα μαλλιά μου και βάφομαι σαν την ισμήνη του ρίτσου-για να κρατηθώ στη γη βαραίνομαι με ρούχα,για κανέναν άλλο λόγο.
ο κόσμος είναι κακός ακούω από παρέες.κοιτάω πίσω από τον ώμο μου και βλέπω τη μορφή σου στα μαύρα-αντίθεση με τις λευκές σου τρίχες.θα ήθελα να με δεις με τη λευκή μου μπλούζα και την μπεζ ριγέ μου φούστα-μοιάζω με ανάμικτο παγωτό έτοιμο για φάγωμα μα εσύ δε με θες και είναι κρίμα.
που να είσαι άραγε? με μια καινούρια αγάπη, ξαπλωμένος μαζί της σε τσαλακωμένα σεντόνια? μόνος με αντίπαλο έναν καθρέφτη χτυπώντας μνήμες?
είμαι χαρούμενη λέω,είμαι χαρούμενη και σχεδόν το πιστεύω.αυτό το σχεδόν που κάνει όλη τη διαφορά.σχεδόν ερωτευμένη και σχεδόν νέα.σχεδόν όμορφη και σχεδόν υγιής-αν και απλώνεσαι καμιά φορά σαν κηλίδα σε ενα μεγάλο μέρος του μυαλού μου και με θολώνεις-χρώματος του ιωδίου που θεραπεύει και βάφει,βάφει τις ίνες του μυαλού και κιτρινίζει με το χρόνο.
φουσκώνω τα μαλλιά μου και βάφομαι σαν την ισμήνη του ρίτσου-για να κρατηθώ στη γη βαραίνομαι με ρούχα,για κανέναν άλλο λόγο.
ο κόσμος είναι κακός ακούω από παρέες.κοιτάω πίσω από τον ώμο μου και βλέπω τη μορφή σου στα μαύρα-αντίθεση με τις λευκές σου τρίχες.θα ήθελα να με δεις με τη λευκή μου μπλούζα και την μπεζ ριγέ μου φούστα-μοιάζω με ανάμικτο παγωτό έτοιμο για φάγωμα μα εσύ δε με θες και είναι κρίμα.
που να είσαι άραγε? με μια καινούρια αγάπη, ξαπλωμένος μαζί της σε τσαλακωμένα σεντόνια? μόνος με αντίπαλο έναν καθρέφτη χτυπώντας μνήμες?
είμαι χαρούμενη λέω,είμαι χαρούμενη και σχεδόν το πιστεύω.αυτό το σχεδόν που κάνει όλη τη διαφορά.σχεδόν ερωτευμένη και σχεδόν νέα.σχεδόν όμορφη και σχεδόν υγιής-αν και απλώνεσαι καμιά φορά σαν κηλίδα σε ενα μεγάλο μέρος του μυαλού μου και με θολώνεις-χρώματος του ιωδίου που θεραπεύει και βάφει,βάφει τις ίνες του μυαλού και κιτρινίζει με το χρόνο.
Thursday, May 02, 2013
περιγραφές ανθρώπων, Ι
απότομα ζέστανε και δεν ξέρει πως να το πει δυνατά.Καλοκαίριασε, μεγάλωσε η μέρα? Πως γίνεται να έχεις τη λέξη στη γλώσσα και να μην μπορείς να βγάλεις αυτό που θες να πεις?
Θέλω να πάω στη θάλασσα και ας μην ξέρω να κολυμπάω ίσως.
Επίσης θέλει να πει, είμαι μια μεγάλη γυναίκα. Ζηλεύω τις κοπέλες που χαζολογούν στα μαγαζιά με τα φτηνοραμμένα ρούχα από ασιάτες ράφτες. Ζηλεύω τα κορίτσια με τα ανοιξιάτικα φουστάνια και τα κόκκινα νύχια στα ιντελλεκτουέλ καφέ που πασάρουν τζαζ και ψεύτικη σπιτική ατμόσφαιρα με γλυκά από κέτερινγκ.
Φοιτήτριες, άνεργες που σουλατσάρουν με τα αγόρια τους, μαθήτριες, σχεδιάζουν διακοπές σε εξοχικά φίλων και με κοροιδεύουν. όχι πως μου δίνουν ιδιαίετερη σημασία δηλαδή,αλλά βλέπουν μια γυναίκα κακοχτενισμένη με κραγιόν που δεν την κολακεύει αλλά το χρώμα της αρέσει και το φοράει έτσι κι αλλιώς και πόρους γεμάτους λίπος ας μην το συζητάμε άλλο ας συγκεντρωθούμε στα θετικά
ακόμα και η φαρμακοποιός μου με λυπάται όταν αγοράζω τα ταβόρ θέλει να μου δώσει δείγματα από κρέμες τα παίρνω και τα χαρίζω στο κοριτσάκι εκείνου που καθαρίζει τις σκάλες και την φέρνει μαζί είναι τεσσάρων χρονών της λέω πάρε να κάνεις μπάνιο την κούκλα σου της είπε ευχαριστώ κυρία.
κυρία.
αχ δεν ξέρεις ακόμα τι πάει να πει ανεκπλήρωτος έρωτας θέλει να της πει να τον περιμένεις πλυμένη χτενισμένη με την κολώνια που φορούσε η μάνα της πριν πεθάνει και της άφησε να καθαρίζεις βεράντες για να πιειίτε τον καφέ σας και να μην έρχεται να λέει κάποια άλλη φορά θα σε δω για ώρα δεν θέλω να σε βλέπω έτσι στα βιαστικά
πάρε κοριτσάκι μου τα βραχιολάκια που θα έδινα στο βαφτιστήρι μου, αν μου ζητούσαν να βαφτίσω ένα παιδάκι θέλει να πει πες στον μπαμπά σου να σε πάει στη θάλασσα να σε μάθει να κολυμπάς να σε βάλει να περπατήσεις σε άμμο και βότσαλα να μην γνωρίσεις ανεκπλήρωτο έρωτα και ανεκπλήρωτη φιλία να μην είναι η μόνη γνωστή σου η φαρμακοποιός σου
να χαιδέψεις κάποιου το μάγουλο και να σου λέει δεν σε χορταίνω είσαι το λιμάνι μου και άδεια,άδεια κλισέ και να χαίρεσαι.να χαίρεσαι πολυ.
Θέλω να πάω στη θάλασσα και ας μην ξέρω να κολυμπάω ίσως.
Επίσης θέλει να πει, είμαι μια μεγάλη γυναίκα. Ζηλεύω τις κοπέλες που χαζολογούν στα μαγαζιά με τα φτηνοραμμένα ρούχα από ασιάτες ράφτες. Ζηλεύω τα κορίτσια με τα ανοιξιάτικα φουστάνια και τα κόκκινα νύχια στα ιντελλεκτουέλ καφέ που πασάρουν τζαζ και ψεύτικη σπιτική ατμόσφαιρα με γλυκά από κέτερινγκ.
Φοιτήτριες, άνεργες που σουλατσάρουν με τα αγόρια τους, μαθήτριες, σχεδιάζουν διακοπές σε εξοχικά φίλων και με κοροιδεύουν. όχι πως μου δίνουν ιδιαίετερη σημασία δηλαδή,αλλά βλέπουν μια γυναίκα κακοχτενισμένη με κραγιόν που δεν την κολακεύει αλλά το χρώμα της αρέσει και το φοράει έτσι κι αλλιώς και πόρους γεμάτους λίπος ας μην το συζητάμε άλλο ας συγκεντρωθούμε στα θετικά
ακόμα και η φαρμακοποιός μου με λυπάται όταν αγοράζω τα ταβόρ θέλει να μου δώσει δείγματα από κρέμες τα παίρνω και τα χαρίζω στο κοριτσάκι εκείνου που καθαρίζει τις σκάλες και την φέρνει μαζί είναι τεσσάρων χρονών της λέω πάρε να κάνεις μπάνιο την κούκλα σου της είπε ευχαριστώ κυρία.
κυρία.
αχ δεν ξέρεις ακόμα τι πάει να πει ανεκπλήρωτος έρωτας θέλει να της πει να τον περιμένεις πλυμένη χτενισμένη με την κολώνια που φορούσε η μάνα της πριν πεθάνει και της άφησε να καθαρίζεις βεράντες για να πιειίτε τον καφέ σας και να μην έρχεται να λέει κάποια άλλη φορά θα σε δω για ώρα δεν θέλω να σε βλέπω έτσι στα βιαστικά
πάρε κοριτσάκι μου τα βραχιολάκια που θα έδινα στο βαφτιστήρι μου, αν μου ζητούσαν να βαφτίσω ένα παιδάκι θέλει να πει πες στον μπαμπά σου να σε πάει στη θάλασσα να σε μάθει να κολυμπάς να σε βάλει να περπατήσεις σε άμμο και βότσαλα να μην γνωρίσεις ανεκπλήρωτο έρωτα και ανεκπλήρωτη φιλία να μην είναι η μόνη γνωστή σου η φαρμακοποιός σου
να χαιδέψεις κάποιου το μάγουλο και να σου λέει δεν σε χορταίνω είσαι το λιμάνι μου και άδεια,άδεια κλισέ και να χαίρεσαι.να χαίρεσαι πολυ.
Tuesday, April 30, 2013
της μεγάλης τρίτης
τόσα τροπάρια για γυναίκες που ξεστράτισαν, αμαρτωλές που έγιναν αθώες,που έκλαψαν για τα λάθη και τις αμαρτίες τους, μια μέρα της μεγάλης εβδομάδας αφιερωμένη στη βρώμικη σάρκα τους που με πίστη και μετάνοια καθαρίστηκαν, φτωχές ρακένδυτες και στεγνωμένες
στεγνωμένες από πόθο κουρασμένες από φιλιά και ξενύχτια δίπλα σε σώματα γνωστών και αγνώστων να καίγονται από θλίψη
γιατί κάποτε ήταν νέες
γιατί κάποτε ποθούσαν ένα σώμα.ίσως και παραπάνω.γιατί ποθούσαν τη μέθη των φιλιών.
γιατί για μια στιγμή είδαν την αλήθεια-και μετά δεν την ηθελαν πια,και τις γύρισαν την πλάτη
και σας βολεύει να ζητάμε για συγχώρεση
θέλετε να σας κοιτάμε με μάτια βουρκωμένα για μια χαμένη vagina intacta
την ίδια στιγμή που το δικό σας σπέρμα τρέχει από τα μπούτια μας
στεγνωμένες από πόθο κουρασμένες από φιλιά και ξενύχτια δίπλα σε σώματα γνωστών και αγνώστων να καίγονται από θλίψη
γιατί κάποτε ήταν νέες
γιατί κάποτε ποθούσαν ένα σώμα.ίσως και παραπάνω.γιατί ποθούσαν τη μέθη των φιλιών.
γιατί για μια στιγμή είδαν την αλήθεια-και μετά δεν την ηθελαν πια,και τις γύρισαν την πλάτη
και σας βολεύει να ζητάμε για συγχώρεση
θέλετε να σας κοιτάμε με μάτια βουρκωμένα για μια χαμένη vagina intacta
την ίδια στιγμή που το δικό σας σπέρμα τρέχει από τα μπούτια μας
Sunday, April 28, 2013
ninfeo mio
φοράω άρωμα ninfeo mio στη θάλασσα.η θάλασσα είναι κρύα με καθαρή άμμο και σημάδια από μαύρα φύκια.τα βράδια η θάλασσα δεν νιωθει μοναξιά. περνάμε ένα παρηκμασμενο μέρος με τροχόσπιτα,είναι ακόμα νωρίς, δεν έχουν ακόμα ξυπνήσει οι λουόμενοι,θα καταφθάσουν αργότερα με τα αντιηλιακά τους και τις κυριακάτικες εφημερίδες τους.
προς το παρόν μια κυριακάτικη σιωπή.σαρωνίδα,λαγονήσι.
η ζωή μου σαν κακοφωτισμένη ταινία του '60, στην άσφαλτο-κανένα κύμα, τα νησάκια λέγονται φλέβες θυμάμαι από πολύ παλιά, ποιος βασίλευε τα αρχαία χρόνια στη σαρωνίδα και το λαγονήσι?ο ποσειδώνας που ταλαιπώρησε τον οδυσσέα?
υπήρχε όμως και κάποιος βασιλιάς, υπήρχε βασίλισσα,είχαν παιδιά?
αν υπήρχαν μπορεί και σήμερα να έρχονται και να τρώνε στις εξοχικές ταβέρνες και τα κακοχτισμένα εκτρώματα-ποιος αντιστάθηκε στην κακογουστιά της κυριακής,μάλλον κανένας.
τα βράδια οι γοργόνες βγαίνουν στην ακρογιαλιά και πουλάνε χάντρες-
λίγοι τολμούν να βουτήξουν ακόμα-κάνουν εκφράσεις πόνου ή τους γενναίους, καταφέρνω μερικές απλωτές στα ρηχά, το μούδιασμα στα πόδια μου γνωστό και ο αέρας γύρω μου λέει περνάμε όλοι σαν την αμμο μα ελάχιστοι,ελάχιστοι μένουν.
προς το παρόν μια κυριακάτικη σιωπή.σαρωνίδα,λαγονήσι.
η ζωή μου σαν κακοφωτισμένη ταινία του '60, στην άσφαλτο-κανένα κύμα, τα νησάκια λέγονται φλέβες θυμάμαι από πολύ παλιά, ποιος βασίλευε τα αρχαία χρόνια στη σαρωνίδα και το λαγονήσι?ο ποσειδώνας που ταλαιπώρησε τον οδυσσέα?
υπήρχε όμως και κάποιος βασιλιάς, υπήρχε βασίλισσα,είχαν παιδιά?
αν υπήρχαν μπορεί και σήμερα να έρχονται και να τρώνε στις εξοχικές ταβέρνες και τα κακοχτισμένα εκτρώματα-ποιος αντιστάθηκε στην κακογουστιά της κυριακής,μάλλον κανένας.
τα βράδια οι γοργόνες βγαίνουν στην ακρογιαλιά και πουλάνε χάντρες-
λίγοι τολμούν να βουτήξουν ακόμα-κάνουν εκφράσεις πόνου ή τους γενναίους, καταφέρνω μερικές απλωτές στα ρηχά, το μούδιασμα στα πόδια μου γνωστό και ο αέρας γύρω μου λέει περνάμε όλοι σαν την αμμο μα ελάχιστοι,ελάχιστοι μένουν.
Saturday, April 27, 2013
γκρίζος σαν καπνός και επίμονος σαν ατσάλι
βάζω στην τσάντα μου 2 μπλε βαμβακερά πουλόβερ. Κυριακή του Λαζάρου με πρώιμες ζέστες, το πρώτο παγωτό της χρονιάς είναι αλμυρή καραμέλα, η μεγάλη εβομάδα θα περάσει χωρίς παγωτό σε μια Ιερουσαλήμ που όλο μπαίνουμε και περπατάμε μέσα σε μεγάλα πλήθη μα μόνοι, μόνοι ο καθένας στο θάνατό μας, με επευφημισμούς ή με κατηγορίες.
το ίδιο είναι έτσι κι αλλιώς εξάλλου,τυφλοί στον πόνο του άλλου και συνάμα ερήμην του και στο έλεος του-η αλήθεια είναι πόνος που χτυπάει κάτω από τον κρόταφο,κάτω από τα σπυράκια που έβγαλα από το άγχος κάτω από το δεξί μου χείλος και σε αυτή στη φλέβα στο λαιμό που τρεμοπαίζει, σαν αμνός που πάει υποτακτικά στο σφαγείο μα ξέρει τι ακριβώς τον περιμένει.
Ο πόνος μου δεν είναι καν δυσβάχταχτος, ούτε κόκκινος θυμωμένος, ούτε ορμητικός,είναι γκρίζος σαν καπνός και επίμονος σαν ατσάλι.Δεν ζητάει παυσίπονα και δικαιολογίες.
είναι μεθυστικός καμιά φορά σαν το αγέρι της άνοιξης και αρυτίδωτος σαν τη θάλασσα που δεν είδαμε.
Και γνώριμος όπως όταν ήρθαμε στη ζωή, ματωμένοι εξ αρχής με τα σημάδια του πολέμου
το ίδιο είναι έτσι κι αλλιώς εξάλλου,τυφλοί στον πόνο του άλλου και συνάμα ερήμην του και στο έλεος του-η αλήθεια είναι πόνος που χτυπάει κάτω από τον κρόταφο,κάτω από τα σπυράκια που έβγαλα από το άγχος κάτω από το δεξί μου χείλος και σε αυτή στη φλέβα στο λαιμό που τρεμοπαίζει, σαν αμνός που πάει υποτακτικά στο σφαγείο μα ξέρει τι ακριβώς τον περιμένει.
Ο πόνος μου δεν είναι καν δυσβάχταχτος, ούτε κόκκινος θυμωμένος, ούτε ορμητικός,είναι γκρίζος σαν καπνός και επίμονος σαν ατσάλι.Δεν ζητάει παυσίπονα και δικαιολογίες.
είναι μεθυστικός καμιά φορά σαν το αγέρι της άνοιξης και αρυτίδωτος σαν τη θάλασσα που δεν είδαμε.
Και γνώριμος όπως όταν ήρθαμε στη ζωή, ματωμένοι εξ αρχής με τα σημάδια του πολέμου
Thursday, April 25, 2013
κι αν κρεμαστείς
ήθελα να ταξιδέψουμε και να σε βλέπω κουρασμένο δίπλα μου στο κάθισμα του τραίνου ή του λεωφορείου, μια αφηρημένη παλάμη πάνω στο πόδι μου, ένα τσιγάρο φωλιασμένη στο παλτό σου.
να ξεχωρίζω και να πλένω τα ρούχα σου κι ας μένει ανέγγιχτο το φαγητό μου στο πιάτο και το τσάι στο φλυτζάνι ας παγώνει.
περπατάμε στους ίδιους δρόμους και είμαστε σε διαφορετικούς κόσμους λέω και ανάβω τσιγάρο, το αριστερό μου μάτι τσούζει και το τρίβω με κίνδυνο να φύγει ο φακός μου
βάζω τα χέρια στις τσέπες της φούστας μου άδειες εκτός από το σελοφάν ενός πακέτου τσιγάρων θέλω να πω είμαι γεμάτη αγάπη είμαι η ίδια αγάπη πως περνάνε οι μέρες μας χωρίς αγάπη κι έρχεται ο Μάης να μας κουράσει με σχέδια για διακοπές και ξέστρωτα σεντόνια
είσαι σε έναν καπνισμένο χώρο και δεν με βλέπεις μεθάω με τον καπνό και ξεχνάω να σε ψάξω να σε βρω να σου πω είμαι κουρασμένη πήγαινε με στο σπίτι τώρα μα χαίρομαι που σε ναρκώνει και εσένα ο καπνός για να με ξεχνάς ζαλισμένος θέλω να πω είμαστε ενήλικοι σε προβιές και γρατζουνάμε τον αέρα
κι αν κρεμαστείς εγώ θα είμαι το σκοινί σου αλλά και το πόδι που θα κλωτσήσει το σκαμνί
να ξεχωρίζω και να πλένω τα ρούχα σου κι ας μένει ανέγγιχτο το φαγητό μου στο πιάτο και το τσάι στο φλυτζάνι ας παγώνει.
περπατάμε στους ίδιους δρόμους και είμαστε σε διαφορετικούς κόσμους λέω και ανάβω τσιγάρο, το αριστερό μου μάτι τσούζει και το τρίβω με κίνδυνο να φύγει ο φακός μου
βάζω τα χέρια στις τσέπες της φούστας μου άδειες εκτός από το σελοφάν ενός πακέτου τσιγάρων θέλω να πω είμαι γεμάτη αγάπη είμαι η ίδια αγάπη πως περνάνε οι μέρες μας χωρίς αγάπη κι έρχεται ο Μάης να μας κουράσει με σχέδια για διακοπές και ξέστρωτα σεντόνια
είσαι σε έναν καπνισμένο χώρο και δεν με βλέπεις μεθάω με τον καπνό και ξεχνάω να σε ψάξω να σε βρω να σου πω είμαι κουρασμένη πήγαινε με στο σπίτι τώρα μα χαίρομαι που σε ναρκώνει και εσένα ο καπνός για να με ξεχνάς ζαλισμένος θέλω να πω είμαστε ενήλικοι σε προβιές και γρατζουνάμε τον αέρα
κι αν κρεμαστείς εγώ θα είμαι το σκοινί σου αλλά και το πόδι που θα κλωτσήσει το σκαμνί
Wednesday, April 24, 2013
δεκανίκια
κυκλοφορώ με παπούτσια που χτυπάνε. ολόισια μαύρα με μπεζ, μου κανουν φουσκάλες και συνεχίζω να τα φοράω, με δείχνουν αδύναμη όπως είμαι και μέσα. Μια ολοζώντανη φουσκάλα γεμάτη διάφανο πύο που την πιέζει φτηνή δερματίνη.
Κουτσαίνω στις ουρές στα ταμεία στην Ερμού με τα κοριτσάκια δίπλα μου υγιή και ρωμαλέα σαν γαζέλες, με χρωματιστές τούφες στα μαλλιά τους ξοδεύοντας το χαρτζιλίκι τους σε κοκκαλάκια μαλλιών και χρωματιστά μπλουζάκια.
θα έρθετε στη θέση μου σκέφτομαι, όχι τώρα, όχι σύντομα, αλλά σε μερικά χρόνια πόση ανακούφιση θα νιώθετε όταν επιτέλους αρχίσουν οι πόνοι στον αυχένα και προσμονή για την ώρα που μόνες διαβαίνετε το κατώφλι του σπιτιού σας για να κλείσετε την πόρτα σας και να μείνετε ξυπόλητες, ίσως με παράταιρες,τρύπιες κάλτσες.
στην πλατεία η σερβιτόρια φοράει ροζ κραγιόν που μοιάζει με κιμωλία και έχει μαλλί οξυζενέ. ίσως και εκείνη να τη βρίσκεις πιο όμορφη από μένα που κουτσαίνω και συνέχεια διπλώνω και ξεδιπλώνω και στρώνω τη φούστα μου,μου φέρνει έναν καφέ και θέλω να της πω άσε μου να σου γνωρίσω κάποιον θα ταιριάζετε πολύ, μα ντρέπομαι πάλι για τις χαζομάρες που σκέφτομαι και σωπαίνω.
και είναι τέλη απρίλη και ο κόσμος ακόμα στριμώχνεται στις πλατείες πίνουν καφέδες και νερά και βότανα και εγώ κουτσαίνω και δεν θελω να είσαι το δεκανίκι μου
Κουτσαίνω στις ουρές στα ταμεία στην Ερμού με τα κοριτσάκια δίπλα μου υγιή και ρωμαλέα σαν γαζέλες, με χρωματιστές τούφες στα μαλλιά τους ξοδεύοντας το χαρτζιλίκι τους σε κοκκαλάκια μαλλιών και χρωματιστά μπλουζάκια.
θα έρθετε στη θέση μου σκέφτομαι, όχι τώρα, όχι σύντομα, αλλά σε μερικά χρόνια πόση ανακούφιση θα νιώθετε όταν επιτέλους αρχίσουν οι πόνοι στον αυχένα και προσμονή για την ώρα που μόνες διαβαίνετε το κατώφλι του σπιτιού σας για να κλείσετε την πόρτα σας και να μείνετε ξυπόλητες, ίσως με παράταιρες,τρύπιες κάλτσες.
στην πλατεία η σερβιτόρια φοράει ροζ κραγιόν που μοιάζει με κιμωλία και έχει μαλλί οξυζενέ. ίσως και εκείνη να τη βρίσκεις πιο όμορφη από μένα που κουτσαίνω και συνέχεια διπλώνω και ξεδιπλώνω και στρώνω τη φούστα μου,μου φέρνει έναν καφέ και θέλω να της πω άσε μου να σου γνωρίσω κάποιον θα ταιριάζετε πολύ, μα ντρέπομαι πάλι για τις χαζομάρες που σκέφτομαι και σωπαίνω.
και είναι τέλη απρίλη και ο κόσμος ακόμα στριμώχνεται στις πλατείες πίνουν καφέδες και νερά και βότανα και εγώ κουτσαίνω και δεν θελω να είσαι το δεκανίκι μου
Sunday, March 31, 2013
μεταλλωρυχεία ξανά
τα άχρηστα της ζωής μου πεταμένα σε συνοικιακους δρόμους.Οι παπαρούνες άνθισαν και περιμένουν τους διαβάτες που αντί να τις κόψουν θα πετάξουν σκουπίδια και θα συνεχίσουν το δρόμο τους. Είμαι στο κάθισμα του συνοδηγού με κατεβασμένο το χείλος σαν κακομαθημένο παιδι και καθαρίζω αυτιστικά το καπώ για να δεις πως είμαι εκνευρισμένη και να με ρωτήσεις τί έχω και να χαίρομαι που δεν σου απαντάω.
Φυσικά, σκέφτομαι άλλα πράγματα και στο μυαλό μου επαναλαμβάνω diorella, diorissimo,dioressence,πράσινο chypre, chypre λουλούδι, chypre ξυλώδες.
και πάλι από την αρχή,dioressence, diorissimo,diorella,βάλε και miss dior να υπάρχει.
Μπουκάλια γεμάτα δηλητηριώδη πράσινα υγρά σε δέρματα.Υγρασία.
Μια γυναίκα μόνη της με ξεχειλωμένο πουλόβερ και φυμέ κάλτσες κάπου στην Κερατέα.Πλάι στη λεωφόρο σε αντίθετη φορά.
Τα λιμάνια μόνα χωρίς πλοία, κλειστά πρατήρια εισητηρίων και ψαροταβέρνες ανοιχτές.Κάποιοι κάνουν μπάνιο στην κλειστοφοβική παραλία δίπλα.
chypre ξυλώδες και λουλουδάτο, ανοιξιάτικο.Θερινή ώρα με βλέμμα αγουροξυπνημένο και ρολόγια που ξεχάστηκαν,να αλλαχτούν, να φορεθούν να πεθάνουν.
Παντού άδεια μπουκάλια εμφαλιωμένου νερού και τα παπούτσια της Ντόροθυ με φαγωμένα τακούνια γιατί πάντα οι δρόμοι σε λιμάνια οδηγούν,Κυριακές και αργίες.
Παλιά έβγαζαν ασήμι τώρα βγάζουν ψυχές.
Οι πόλεις που είναι τόσο ξένες κοντά μας και είναι γεμάτες τσουκνίδες και αυθαίρετα.Η ίδια μας η ζωή.
Φυσικά, σκέφτομαι άλλα πράγματα και στο μυαλό μου επαναλαμβάνω diorella, diorissimo,dioressence,πράσινο chypre, chypre λουλούδι, chypre ξυλώδες.
και πάλι από την αρχή,dioressence, diorissimo,diorella,βάλε και miss dior να υπάρχει.
Μπουκάλια γεμάτα δηλητηριώδη πράσινα υγρά σε δέρματα.Υγρασία.
Μια γυναίκα μόνη της με ξεχειλωμένο πουλόβερ και φυμέ κάλτσες κάπου στην Κερατέα.Πλάι στη λεωφόρο σε αντίθετη φορά.
Τα λιμάνια μόνα χωρίς πλοία, κλειστά πρατήρια εισητηρίων και ψαροταβέρνες ανοιχτές.Κάποιοι κάνουν μπάνιο στην κλειστοφοβική παραλία δίπλα.
chypre ξυλώδες και λουλουδάτο, ανοιξιάτικο.Θερινή ώρα με βλέμμα αγουροξυπνημένο και ρολόγια που ξεχάστηκαν,να αλλαχτούν, να φορεθούν να πεθάνουν.
Παντού άδεια μπουκάλια εμφαλιωμένου νερού και τα παπούτσια της Ντόροθυ με φαγωμένα τακούνια γιατί πάντα οι δρόμοι σε λιμάνια οδηγούν,Κυριακές και αργίες.
Παλιά έβγαζαν ασήμι τώρα βγάζουν ψυχές.
Οι πόλεις που είναι τόσο ξένες κοντά μας και είναι γεμάτες τσουκνίδες και αυθαίρετα.Η ίδια μας η ζωή.
Friday, March 22, 2013
γυναίκες, δυο
κουράστηκα να βλέπω το σημαδεμένο πρόσωπό σου.όπου και να κοιτάξω είσαι εκεί και με κοιτάς με μάτια στρογγυλά και αυτό το στράβωμα του επάνω χείλους και μια γλώσσα σαύρας να περιμένει
έχω και δεν έχεις είσαι και δεν είμαι
τα μάτια σου γίνονται καστανά και μετά πράσινα και μετά γκρίζα ψηλώνεις
οι χαρακιές στο πρόσωπό σου θα μπορούσαν να είναι οι δικές μου τα έλη σου οι νυχτερινοί σου ιδρώτες
το κτητικό βλέμμα θα είναι μια μέρα και δικό μου λέω
νοσταλγώ τη σκληρότητά σου που δεν απέκτησα ακόμα και τη γύμνια σου τη σπασμένη
αν γινόταν να ενωθούμε
θα ήμασταν η τέλεια γυναίκα
σκοτεινέ εαυτέ λίλιθ με γαμψους κυνόδοντες
μαραίνεις τις εγκύους αποβάλλεις τρομαγμένα έμβρυα
κι εγω σε χρειάζομαι σαν προηγούμενη ή επόμενη ζωή, σαν μεθύσι που δεν μπορείς να αποτινάξεις
κιτρινιάρικο δέρμα σπασμένη φωνή βλέμμα σαν κομμάτι πάγου
έχω και δεν έχεις είσαι και δεν είμαι
τα μάτια σου γίνονται καστανά και μετά πράσινα και μετά γκρίζα ψηλώνεις
οι χαρακιές στο πρόσωπό σου θα μπορούσαν να είναι οι δικές μου τα έλη σου οι νυχτερινοί σου ιδρώτες
το κτητικό βλέμμα θα είναι μια μέρα και δικό μου λέω
νοσταλγώ τη σκληρότητά σου που δεν απέκτησα ακόμα και τη γύμνια σου τη σπασμένη
αν γινόταν να ενωθούμε
θα ήμασταν η τέλεια γυναίκα
σκοτεινέ εαυτέ λίλιθ με γαμψους κυνόδοντες
μαραίνεις τις εγκύους αποβάλλεις τρομαγμένα έμβρυα
κι εγω σε χρειάζομαι σαν προηγούμενη ή επόμενη ζωή, σαν μεθύσι που δεν μπορείς να αποτινάξεις
κιτρινιάρικο δέρμα σπασμένη φωνή βλέμμα σαν κομμάτι πάγου
Thursday, March 21, 2013
νίκος γκάτσος
Παγκόσμια Ημέρα ποίησης και εγώ σε σκέφτομαι Νίκο Γκάτσο, εσένα που ξεκίνησες από την Αρκαδία την άγρια για να δώσεις φως
εσύ που δεν ταξίδεψες καθόλου μα έμεινες πιστός στο αττικό φως και το τίμησες όπως κανένας άλλος, μα ταξίδεψες ολους σου τους συμπατριώτες σου στις Κυκλάδες και κάτω απ' το νερό μα και πέρα από τη λήθη
που δεν μετακινήθηκες ωραίος σαν Έλληνας ξερακιανός σαν τη ζωή με το βλέμμα του ιερέα την έκφραση τη λαξεμένη
το τσιγάρο στο χέρι σου φάρος.
Λένε πως έγραψες την Αμοργό σε μια νύχτα μα εγώ δεν το πιστεύω.Την έγραφες κάθε νύχτα ξανά και ξανά στο πρόσωπό σου για να τη δουν οι εκλεκτοί και οι μυημενοι
κι εσύ γεννημένος στον αστερισμό του Τοξότη πετούσες βέλη βουτηγμένα σε λέξεις και αλατόνερο και ιδρώτα κοριτσιών κοιμισμένα πάνω σε μικρά νεογέννητα κυκλάμινα
Όταν περνάω από τον καινούριο Ζώναρς ξέρω πως δεν θα σου άρεσε καθόλου και χαμογελάω κρυφά
στους δρόμους νοσταλγώ το λευκό καλοσιδερωμένο σου πουκάμισο
κι εσύ δεν ταξίδεψες ποτέ μα με ταξιδεύεις από τα δεκάξι μου σα να μου κρατάς το χέρι όταν γίνονται απότομες οι στροφές
εσύ που δεν ταξίδεψες καθόλου μα έμεινες πιστός στο αττικό φως και το τίμησες όπως κανένας άλλος, μα ταξίδεψες ολους σου τους συμπατριώτες σου στις Κυκλάδες και κάτω απ' το νερό μα και πέρα από τη λήθη
που δεν μετακινήθηκες ωραίος σαν Έλληνας ξερακιανός σαν τη ζωή με το βλέμμα του ιερέα την έκφραση τη λαξεμένη
το τσιγάρο στο χέρι σου φάρος.
Λένε πως έγραψες την Αμοργό σε μια νύχτα μα εγώ δεν το πιστεύω.Την έγραφες κάθε νύχτα ξανά και ξανά στο πρόσωπό σου για να τη δουν οι εκλεκτοί και οι μυημενοι
κι εσύ γεννημένος στον αστερισμό του Τοξότη πετούσες βέλη βουτηγμένα σε λέξεις και αλατόνερο και ιδρώτα κοριτσιών κοιμισμένα πάνω σε μικρά νεογέννητα κυκλάμινα
Όταν περνάω από τον καινούριο Ζώναρς ξέρω πως δεν θα σου άρεσε καθόλου και χαμογελάω κρυφά
στους δρόμους νοσταλγώ το λευκό καλοσιδερωμένο σου πουκάμισο
κι εσύ δεν ταξίδεψες ποτέ μα με ταξιδεύεις από τα δεκάξι μου σα να μου κρατάς το χέρι όταν γίνονται απότομες οι στροφές
Wednesday, March 20, 2013
ατμοί
μανώλης χιώτης στο ραδιόφωνο και νερό στο τραπεζομάντιλο,κατά πόδας η άνοιξη.
Η άνοιξη είναι εφηβεία λέει η μητέρα μου, είναι δύσκολη σαν την εφηβεία τη δική μας κάθε χρόνο.
Έρχεται φορτωμένη με ορμόνες πάνω σε καλοσχηματισμένα λευκά εφηβικά πόδια και γεμάτη χυμούς για να μας τα δώσει. Τα μπουμπούκια φουσκώνουν όπως το στήθος της και πετάει τα μαλλιά της πάνω από τα μάτια της για να μας χαμογελάσει με αναίδεια ή ντροπαλά,κυκλοθυμία.
Αγόρασα ένα σίδερο και ο ατμός του με συντροφεύει.Κάθε ζάρα από τα ρούχα φεύγει όπως από το πρόσωπό μου.Είναι γαλάζιο και λευκό και κοχλάζει.Η πωλήτρια είπε πως παίρνει όλου του είδους τα νερά για να μας διευκολύνει.Το νερό της βρύσης δεν το πειράζει όπως εμένα που έχω ευαίσθητο στομάχι,το δικό του στομάχι είναι ατσάλι.
Και θα περάσει η άνοιξη και εγώ θα σιδερώνω.Βαμβακερά πουκάμισα και σεντόνια και καλύμματα στρωμάτων.Το πλυντήριο θα τρώει τα ρούχα μου και θα τα ξαναβγάζει με περίσσεμα νερού.
Καθαρά και ξάστερα όπως μερικές σκέψεις και αισθήματα.Κάθετα σαν τις αποφάσεις που πήρα και μου κόστισαν.Λευκά και γαλάζια σαν το σίδερο και καυτά σαν τον ατμό που σβήνει με ένα κουμπί και χάνεται.
Η άνοιξη είναι εφηβεία λέει η μητέρα μου, είναι δύσκολη σαν την εφηβεία τη δική μας κάθε χρόνο.
Έρχεται φορτωμένη με ορμόνες πάνω σε καλοσχηματισμένα λευκά εφηβικά πόδια και γεμάτη χυμούς για να μας τα δώσει. Τα μπουμπούκια φουσκώνουν όπως το στήθος της και πετάει τα μαλλιά της πάνω από τα μάτια της για να μας χαμογελάσει με αναίδεια ή ντροπαλά,κυκλοθυμία.
Αγόρασα ένα σίδερο και ο ατμός του με συντροφεύει.Κάθε ζάρα από τα ρούχα φεύγει όπως από το πρόσωπό μου.Είναι γαλάζιο και λευκό και κοχλάζει.Η πωλήτρια είπε πως παίρνει όλου του είδους τα νερά για να μας διευκολύνει.Το νερό της βρύσης δεν το πειράζει όπως εμένα που έχω ευαίσθητο στομάχι,το δικό του στομάχι είναι ατσάλι.
Και θα περάσει η άνοιξη και εγώ θα σιδερώνω.Βαμβακερά πουκάμισα και σεντόνια και καλύμματα στρωμάτων.Το πλυντήριο θα τρώει τα ρούχα μου και θα τα ξαναβγάζει με περίσσεμα νερού.
Καθαρά και ξάστερα όπως μερικές σκέψεις και αισθήματα.Κάθετα σαν τις αποφάσεις που πήρα και μου κόστισαν.Λευκά και γαλάζια σαν το σίδερο και καυτά σαν τον ατμό που σβήνει με ένα κουμπί και χάνεται.
Thursday, March 14, 2013
υδροκυάνιο χρώματος γαλάζιο
ζω μέσα σε καφετιά μπουκάλια φαρμακείου τετράγωνα. μέσα εκεί παρασκευάζω αισθήματα και τα τρέφω.τα χρώματά μου δεν φαίνονται μέσα από το παχύ τζάμι της ετικέτας.καμιά φορά βγαίνουν λευκά και μωβ χαπάκια με το όνομα ευτυχία.
δεν έχω χέρια δεν έχω λαιμό
η ετικέτα λέει λ.κ ημερομηνία γέννησης ημερομηνία παραγωγής ημερομηνία λήξης
κάθε μήνα παράγω ένα παχύ ζωηρό ωάριο που το βαφτίζω υγεία
καίγεται σαν τα φαγητά που σας μαγείρεψα σαν τα φρύδια μου έναν χειμώνα που έγιναν φλογοβόλα
το αποβάλλω με μουσική υπόκρουση από ανάσες και αναστεναγμούς
θα θελα να το πω αρμονία μα δεν μιλάω πολυ
κάποτε με φώναζαν κεράσι μετά μπήκα σε ένα μπουκάλι σκουρόχρωμο με καπάκι και κουτί
και εμπορεύομαι
φλέβες αρτηρίες βλέννες σάλπιγγες
κάθε βράδυ πουδράρω τους ώμους μου με σκόνη από το δέρμα σου
εσύ με λες κανίβαλο εγω λέω δεν ξανάκουσα πιο τρυφερή λέξη
συναντιόμαστε στα διπλανά ράφια συνουσιαζόμαστε σε σωλήνες βγάζουμε ατμούς και γεννάμε μικρά μπουκάλια με λεπτούς λαιμούς
τα λέμε υδροκυάνιο και τα βαφτίζουμε σε βιτρίνες
δεν έχω χέρια δεν έχω λαιμό
η ετικέτα λέει λ.κ ημερομηνία γέννησης ημερομηνία παραγωγής ημερομηνία λήξης
κάθε μήνα παράγω ένα παχύ ζωηρό ωάριο που το βαφτίζω υγεία
καίγεται σαν τα φαγητά που σας μαγείρεψα σαν τα φρύδια μου έναν χειμώνα που έγιναν φλογοβόλα
το αποβάλλω με μουσική υπόκρουση από ανάσες και αναστεναγμούς
θα θελα να το πω αρμονία μα δεν μιλάω πολυ
κάποτε με φώναζαν κεράσι μετά μπήκα σε ένα μπουκάλι σκουρόχρωμο με καπάκι και κουτί
και εμπορεύομαι
φλέβες αρτηρίες βλέννες σάλπιγγες
κάθε βράδυ πουδράρω τους ώμους μου με σκόνη από το δέρμα σου
εσύ με λες κανίβαλο εγω λέω δεν ξανάκουσα πιο τρυφερή λέξη
συναντιόμαστε στα διπλανά ράφια συνουσιαζόμαστε σε σωλήνες βγάζουμε ατμούς και γεννάμε μικρά μπουκάλια με λεπτούς λαιμούς
τα λέμε υδροκυάνιο και τα βαφτίζουμε σε βιτρίνες
Monday, March 11, 2013
let me play the lion
για μια φορα μόνο αφήστε με να παίξω το γενναίο λιοντάρι που δε βρυχάται αλλά επιβάλλεται, lioness make a mess με τα χρυσά μαλλιά σου και τη στραβή κορώνα σου
ανάμεσα στο βασίλειο ίσως έτσι και να μη δουν το αγκάθι στο πόδι σου μόνο τα κοφτερά σου δόντια
αν και όλοι ξέρουν πως είναι οι ύαινες που διώχνουν με το γέλιο τους το θήραμα και το διώχνουν που δίκαια κυνήγησες.
τότε θα ήμουν πιο δυνατή και θα με λυπόσουν πάλι.you love me as a loser and now you re worried that i just might win. catch 22 και άλλα λογοτεχνικά κλισέ.
θα πάω για ύπνο με τους φίλους μου τους αληθινούς τα πλήκτρα της γραφομηχανής στο κεφάλι μου τη γυναίκα που δεν είχατε με λεκέδες στις γάμπες κόκκινες κερασί ορθάνοιχτες τρύπες απο καρφιά σημάδια στο πρόσωπο από καμένο λάστιχα
αφήστε με να παιξω το λιοντάρι χωρίς να δειλιάσετε εσείς
lioness, make a mess
ανάμεσα στο βασίλειο ίσως έτσι και να μη δουν το αγκάθι στο πόδι σου μόνο τα κοφτερά σου δόντια
αν και όλοι ξέρουν πως είναι οι ύαινες που διώχνουν με το γέλιο τους το θήραμα και το διώχνουν που δίκαια κυνήγησες.
τότε θα ήμουν πιο δυνατή και θα με λυπόσουν πάλι.you love me as a loser and now you re worried that i just might win. catch 22 και άλλα λογοτεχνικά κλισέ.
θα πάω για ύπνο με τους φίλους μου τους αληθινούς τα πλήκτρα της γραφομηχανής στο κεφάλι μου τη γυναίκα που δεν είχατε με λεκέδες στις γάμπες κόκκινες κερασί ορθάνοιχτες τρύπες απο καρφιά σημάδια στο πρόσωπο από καμένο λάστιχα
αφήστε με να παιξω το λιοντάρι χωρίς να δειλιάσετε εσείς
lioness, make a mess
Sunday, March 10, 2013
carthago civitas delenda est
όταν βγαίνουμε έξω δε με φιλάς ποτέ.σα να φοβάσαι πως μπροστά στον κόσμο θα πάρω τη δύναμή σου και θα την καταθέσω στα πεζοδρόμια,δεν μυρίζεις την κολώνια μου
κουμπώνεις το σακάκι σου και με ρωτάς αν θέλω έναν καφέ ακόμα κι γώ κοιτάω τις ράγες του τραίνου ίσως με απάθεια και ηδυπάθεια
καθαρίζεις τα γυαλιά σου για να δεις καλύτερα, το πρωί πηγαίνεις αμέσως στο μπάνιο για να με ξεπλύνεις από πάνω σου
μου λες γράφεις σπουδαία σα να απαγγέλλεις επικήδειο
σε πιάνω να κοιτάς με νοσταλγία την πόρτα και ξανά ερωτεύεσαι εμένα σε συσκευασίες άλλης κακέκτυπά μου
ίσως να σε αγαπώ περισσότερο έτσι να βλέπω να με κηνυγάς σε άλλες
γίναμε τελικά ο ένας ο καθρέφτης του άλλου με όλα τα ραγίσματα με την ατυχία που λένε οι παλιές 7 χρόνια και πάλι από την αρχή
κι εσύ δώστου να τσιμπας με το κεντρί για να φτιάξω εγώ αντισώματα δε με θες αδύναμη λες καλό θα σου κάνει
κ εγώ εκεί να λέω οι ράγες οι ράγες σκουριασμένα βαγόνια που σου έμοιασαν
κουμπώνεις το σακάκι σου και με ρωτάς αν θέλω έναν καφέ ακόμα κι γώ κοιτάω τις ράγες του τραίνου ίσως με απάθεια και ηδυπάθεια
καθαρίζεις τα γυαλιά σου για να δεις καλύτερα, το πρωί πηγαίνεις αμέσως στο μπάνιο για να με ξεπλύνεις από πάνω σου
μου λες γράφεις σπουδαία σα να απαγγέλλεις επικήδειο
σε πιάνω να κοιτάς με νοσταλγία την πόρτα και ξανά ερωτεύεσαι εμένα σε συσκευασίες άλλης κακέκτυπά μου
ίσως να σε αγαπώ περισσότερο έτσι να βλέπω να με κηνυγάς σε άλλες
γίναμε τελικά ο ένας ο καθρέφτης του άλλου με όλα τα ραγίσματα με την ατυχία που λένε οι παλιές 7 χρόνια και πάλι από την αρχή
κι εσύ δώστου να τσιμπας με το κεντρί για να φτιάξω εγώ αντισώματα δε με θες αδύναμη λες καλό θα σου κάνει
κ εγώ εκεί να λέω οι ράγες οι ράγες σκουριασμένα βαγόνια που σου έμοιασαν
Saturday, March 09, 2013
κρατώντας κιτρινα τριαντάφυλλα
πεζοδρόμια στρωμένα με βότσαλο για να σκαλώνει το βήμα και τα μάτια να κιτρινίζουν.
σήκωσε τους ώμους σου μου έλεγε η μάνα μου όταν πηγαίναμε για ψώνια τέτοιες μέρες,μου αγόραζε μια σοκολάτα και το ξεχνούσαμε. ο ήχος από τα χαμηλά τακούνια της και τα σκούρα γκρι της καλσόν.ήταν μανταρισμένα και ξαναραμμένα πολλές φορές,στη φτέρνα,βαριόταν να αγοράζει άλλα και το ξεχνούσε διαρκώς.μια ελαφριά ζακέτα στους ώμους της,δεν κρύωνε,θαύμαζε πορσελάνες στις βιτρίνες και σετ τσαγιού που ήξερε πως δεν θα αγοράσει.
εγώ κρύωνα και χασμουριόμουν και κοιτούσα τα πεζοδρόμια.
τώρα κίτρινα πρωινά,αβέβαιες μέρες.πίνω καφέ σε νεορετρό καφενεία καπνίζοντας και ψάχνω την τσάντα μου για τσιγάρα και αναπτήρα.
μαξιλάρια με παχουλά ροζ τριαντάφυλλα σαν σε αναγεννησιακό πίνακα μαλακά στην αφή σε καναπέδες,η μαμά μου δεν είναι στο πλάι μου πια.και άλλα λουλούδια σε πράσινο φόντο
ραμμενα απλά,γλυκά,ροζ κραγιόν σε εφηβικα χείλη και γεύση ροζ μαλλί γριάς και τριαντάφυλλο λικέρ.
τριγύρω μου κορίτσια με τα ψώνια τους ευτελη βραχιόλια και ρούχα απο αλυσίδες και γέλια χαρούμενα διαδηλώνουν με τα νιάτα τους βάζοντας κερασί λιπ γκλος σε άγουρα στόματα που θα φιληθούν όπως εσύ δε με φίλησες απόψε
και ένα λεμονί σπίτι στο γυρισμό,το ξύνω και τρώω τη φλούδα του με χαρά
κρατώντας κίτρινα τριαντάφυλλα
σήκωσε τους ώμους σου μου έλεγε η μάνα μου όταν πηγαίναμε για ψώνια τέτοιες μέρες,μου αγόραζε μια σοκολάτα και το ξεχνούσαμε. ο ήχος από τα χαμηλά τακούνια της και τα σκούρα γκρι της καλσόν.ήταν μανταρισμένα και ξαναραμμένα πολλές φορές,στη φτέρνα,βαριόταν να αγοράζει άλλα και το ξεχνούσε διαρκώς.μια ελαφριά ζακέτα στους ώμους της,δεν κρύωνε,θαύμαζε πορσελάνες στις βιτρίνες και σετ τσαγιού που ήξερε πως δεν θα αγοράσει.
εγώ κρύωνα και χασμουριόμουν και κοιτούσα τα πεζοδρόμια.
τώρα κίτρινα πρωινά,αβέβαιες μέρες.πίνω καφέ σε νεορετρό καφενεία καπνίζοντας και ψάχνω την τσάντα μου για τσιγάρα και αναπτήρα.
μαξιλάρια με παχουλά ροζ τριαντάφυλλα σαν σε αναγεννησιακό πίνακα μαλακά στην αφή σε καναπέδες,η μαμά μου δεν είναι στο πλάι μου πια.και άλλα λουλούδια σε πράσινο φόντο
ραμμενα απλά,γλυκά,ροζ κραγιόν σε εφηβικα χείλη και γεύση ροζ μαλλί γριάς και τριαντάφυλλο λικέρ.
τριγύρω μου κορίτσια με τα ψώνια τους ευτελη βραχιόλια και ρούχα απο αλυσίδες και γέλια χαρούμενα διαδηλώνουν με τα νιάτα τους βάζοντας κερασί λιπ γκλος σε άγουρα στόματα που θα φιληθούν όπως εσύ δε με φίλησες απόψε
και ένα λεμονί σπίτι στο γυρισμό,το ξύνω και τρώω τη φλούδα του με χαρά
κρατώντας κίτρινα τριαντάφυλλα
Friday, March 08, 2013
post mortem
όταν πεθάνω
μην κόψετε τα μαλλιά μου για να λέτε πόσο όμορφη ήμουν
στα παιδιά μου
όταν πεθάνω
μεγάλη ή μικρή,ποιος ξέρει άραγε
μη μου κλείσετε τα μάτια στοργικά
μα αφήστε τα μισάνοιχτα και υποψιασμένα
και μην κρατήσετε ενθύμια
και μην βάλετε μαζί μου αντικείμενα για συντροφιά
εφόσον εσείς στη ζωή μου δε μου κάνατε.
Μην καλύψετε τα νύχια των ποδιών μου
με κάλτσες και παπούτσια
αφήστε τα να γρατζουνάνε πόρτες τις νύχτες
όταν φύγω με το καλό
άκαπνη και άυπνη και αποκαμωμένη
μην πείτε πως ήμουν καλόψυχη και αγνή
γιατί δεν ήμουν και τόσο
και δεν μου άρεσαν ποτέ τα κακόγουστα αστεία.
'οταν φύγω με χρώμα στο πρόσωπο χρυσό
σαν νόμισμα και σαν πασχαλινή λαμπάδα
μην πείτε πως ήμουν γενναία
γιατί τα ψέματα κανείς δεν τα θέλει
πείτε μόνο οριστικά και αμετάκλητα
πως τα κορίτσια θα τρώνε παγωτά όπως έκαναν και τότε
και θα σκορπίζουν
κάποια γυναίκα καθώς μεγαλώνουν
όπως κάποτε,ίσως ήμουν κ εγώ
μην κόψετε τα μαλλιά μου για να λέτε πόσο όμορφη ήμουν
στα παιδιά μου
όταν πεθάνω
μεγάλη ή μικρή,ποιος ξέρει άραγε
μη μου κλείσετε τα μάτια στοργικά
μα αφήστε τα μισάνοιχτα και υποψιασμένα
και μην κρατήσετε ενθύμια
και μην βάλετε μαζί μου αντικείμενα για συντροφιά
εφόσον εσείς στη ζωή μου δε μου κάνατε.
Μην καλύψετε τα νύχια των ποδιών μου
με κάλτσες και παπούτσια
αφήστε τα να γρατζουνάνε πόρτες τις νύχτες
όταν φύγω με το καλό
άκαπνη και άυπνη και αποκαμωμένη
μην πείτε πως ήμουν καλόψυχη και αγνή
γιατί δεν ήμουν και τόσο
και δεν μου άρεσαν ποτέ τα κακόγουστα αστεία.
'οταν φύγω με χρώμα στο πρόσωπο χρυσό
σαν νόμισμα και σαν πασχαλινή λαμπάδα
μην πείτε πως ήμουν γενναία
γιατί τα ψέματα κανείς δεν τα θέλει
πείτε μόνο οριστικά και αμετάκλητα
πως τα κορίτσια θα τρώνε παγωτά όπως έκαναν και τότε
και θα σκορπίζουν
κάποια γυναίκα καθώς μεγαλώνουν
όπως κάποτε,ίσως ήμουν κ εγώ
Thursday, March 07, 2013
σιμιγδάλι
στο σουπερμαρκετ δίπλα στον ηλεκτρικό Πειραιάς-Κηφισιά ταξιδεύω. Λέω να φτιάξω πατάτες μέ καρυ και σαμόσας και ψάχνω στα ράφια στην τύχη. Μαύρες φακές beluga και χωριάτικες χυλοπίτες, shortbread από τη Σκωτία και βελγικές σοκολάτες. Μαλλιά αγγέλου ξανθά σαν του μωρού.
Η ποίηση μια λέξη,σιμιγδάλι.Αλεύρι που λέγεται η φάρμα των περιστεριών,λευκό σαν φτερό,σαν πούπουλο. Δίπλα περνάνε τα τραίνα για Πειραιά.
Tumeric και τριμμένος κόλιανδρος και αλάτι Ιμαλαιων για τους σνομπ της γεύσης.Τόσες δα συσκευασίες που κοστίζουν μια περιουσία με όμορφα χρώματα,τσάγια που υπόσχονται ηρεμία και ανακούφιση.Εσύ είσαι το τσάι μου θέλω να πω.Να σε βάλω σε βραστό νερό να τσουρουφλιστείς να σε πιω,τι λες?
Κορνφλεικς χωρίς γλουτένη και βιολογικά συστατικά,ρυζογκοφρέτες που κάνουν κρακ και εκρήγνυνται στο στόμα αλμυρά.Σαπούνια χωρίς parabens λευκά και διάφανα σαν το νερό μα δεν είναι αγνά πάντα. Σαν τους ανθρώπους και την αγάπη τους.
Νοσταλγώ το μπάνιο της γιαγιάς μου με τη μοναχική της οδοντόβουρτσα μόνη, σε ένα ποτήρι.¨οταν πηγαίναμε το ποτήρι γέμιζε οδοντόβουρτσες κι εγώ έλεγα,ορίστε, έχεις παρέα. Μια πλάκα σαπούνι πράσινο για όλο το σώμα.Μόνη και εκείνη.Νερό βράζαμε στην κατσαρόλα και μας έλουζε. Κι όλα ήταν πλούσια κι ας ήταν μοναχικά.Το νερό της βρύσης έκανε τα πιάτα να κελαηδούν στο πλύσιμο.
Το φλυτζάνι της και το πιάτο της.Μόνα σε ένα νιπτήρα λευκό. Τίποτα περιττό τίποτα ανούσιο.Κι όταν έμπαινε Μάρτης χαμογελούσε. Και κοιτούσε τη σόμπα και μας περίμενε.
Και ακόμα μας περιμένει.Λιγνή, με κοκκαλωμένα χέρια.Σε ένα τραίνο με διαδρομή προς Πειραιά,στα προάστια πάνω απο Φιλιπιννέζες βοηθούς και μένα που απόψε κρυώνω.
Η ποίηση μια λέξη,σιμιγδάλι.Αλεύρι που λέγεται η φάρμα των περιστεριών,λευκό σαν φτερό,σαν πούπουλο. Δίπλα περνάνε τα τραίνα για Πειραιά.
Tumeric και τριμμένος κόλιανδρος και αλάτι Ιμαλαιων για τους σνομπ της γεύσης.Τόσες δα συσκευασίες που κοστίζουν μια περιουσία με όμορφα χρώματα,τσάγια που υπόσχονται ηρεμία και ανακούφιση.Εσύ είσαι το τσάι μου θέλω να πω.Να σε βάλω σε βραστό νερό να τσουρουφλιστείς να σε πιω,τι λες?
Κορνφλεικς χωρίς γλουτένη και βιολογικά συστατικά,ρυζογκοφρέτες που κάνουν κρακ και εκρήγνυνται στο στόμα αλμυρά.Σαπούνια χωρίς parabens λευκά και διάφανα σαν το νερό μα δεν είναι αγνά πάντα. Σαν τους ανθρώπους και την αγάπη τους.
Νοσταλγώ το μπάνιο της γιαγιάς μου με τη μοναχική της οδοντόβουρτσα μόνη, σε ένα ποτήρι.¨οταν πηγαίναμε το ποτήρι γέμιζε οδοντόβουρτσες κι εγώ έλεγα,ορίστε, έχεις παρέα. Μια πλάκα σαπούνι πράσινο για όλο το σώμα.Μόνη και εκείνη.Νερό βράζαμε στην κατσαρόλα και μας έλουζε. Κι όλα ήταν πλούσια κι ας ήταν μοναχικά.Το νερό της βρύσης έκανε τα πιάτα να κελαηδούν στο πλύσιμο.
Το φλυτζάνι της και το πιάτο της.Μόνα σε ένα νιπτήρα λευκό. Τίποτα περιττό τίποτα ανούσιο.Κι όταν έμπαινε Μάρτης χαμογελούσε. Και κοιτούσε τη σόμπα και μας περίμενε.
Και ακόμα μας περιμένει.Λιγνή, με κοκκαλωμένα χέρια.Σε ένα τραίνο με διαδρομή προς Πειραιά,στα προάστια πάνω απο Φιλιπιννέζες βοηθούς και μένα που απόψε κρυώνω.
παραπονο
όταν σου λέω πως πονάω
τότε να μην κοιτάς αλλού
και μη μου λες πόσο όμορφη είμαι
γιατί τότε βλέπω το πόσο άσχημος είσαι εσύ
και με απογοητεύεις πάλι
τότε να μην κοιτάς αλλού
και μη μου λες πόσο όμορφη είμαι
γιατί τότε βλέπω το πόσο άσχημος είσαι εσύ
και με απογοητεύεις πάλι
Wednesday, March 06, 2013
αποτοξινωση
τσάγια με γεύση περίεργη και οκτώ βότανα.πόσες δόσεις θα χρειαστεί να πάρω την ημέρα για να φύγεις από πάνω μου?
σε φακελάκια ή σε μπουκάλι,διαλέγεις και παίρνεις,γιατρεύει τα πάντα για τον ερχομό της άνοιξης για να νιώθω εύρωστη και εύκαμπτη και ανίκητη για να μην μπαίνω στο σίφουνά σου, στη δίνη σου.
κάψουλες με λάδι που δένουν τα κουρασμένα μου κόκκαλα και λειαίνουν τα κουρασμένα μου μαλλιά και τα σπασμένα μου νύχια και δίπλα ένα τσιγάρο να καίει ανελέητο να λέει θα σε νικήσω ομορφιά θα σβήσω τα ροζ σου μάγουλα τη σκιά των ματιών σου γράφω σε λαδωμένα τεφτέρια και σέρνω το μολύβι στις σελίδες
τα νιάτα σου ήταν τα καλοκαίρια που ζεσταινόσουν και ζαλιζόσουν και άλλαζες δέρμα
τα φίδια κάτω από το δέρμα σου βγήκαν έξω και ψάχνουν θύματα
με ή χωρίς αποτοξινώσεις και δηλητήρια
σε φακελάκια ή σε μπουκάλι,διαλέγεις και παίρνεις,γιατρεύει τα πάντα για τον ερχομό της άνοιξης για να νιώθω εύρωστη και εύκαμπτη και ανίκητη για να μην μπαίνω στο σίφουνά σου, στη δίνη σου.
κάψουλες με λάδι που δένουν τα κουρασμένα μου κόκκαλα και λειαίνουν τα κουρασμένα μου μαλλιά και τα σπασμένα μου νύχια και δίπλα ένα τσιγάρο να καίει ανελέητο να λέει θα σε νικήσω ομορφιά θα σβήσω τα ροζ σου μάγουλα τη σκιά των ματιών σου γράφω σε λαδωμένα τεφτέρια και σέρνω το μολύβι στις σελίδες
τα νιάτα σου ήταν τα καλοκαίρια που ζεσταινόσουν και ζαλιζόσουν και άλλαζες δέρμα
τα φίδια κάτω από το δέρμα σου βγήκαν έξω και ψάχνουν θύματα
με ή χωρίς αποτοξινώσεις και δηλητήρια
Tuesday, March 05, 2013
σε ενοχλεί το κόκκινο κραγιόν μου?
does my sassiness offend you?
σε πειράζει που με μια πουά καπαρντίνα περπατάω σαν άλογο. i stride. beauty and pride.
σε ενοχλεί που κρατάει η ομορφιά μου εδώ και καιρό και δεν την λερώνουν οι πιστοί,δικοί μου και άλλων, που γράφω μαγκωμενα ποίηματα για κορίτσια στα σύρματα των τηλεγράφων και τηλεγραφημάτων.
δεν μπορείς να δεχτείς πως μέσα μου έχω ένα φεγγάρι, μια ηλιαχτίδα, μια θάλασσα γαλαζοπράσινη πως μυρίζω μήλο και κανέλα και μαύρη ζάχαρη και παίζεις μαζί μου την Ηχώ και το Νάρκισσο μα δεν καταλαβαίνεις πως εγώ είμαι η ίδια η Φύση που έτσι κι αλλιώς γεννάει για να γεννήσει
does my sexiness upset you?
δεν είμαι η ντροπή που θες να είμαι. δεν είμαι η ενοχή η δικιά σου, ούτε καν η σκιά της.
μοιράζω φιλιά σαν τσιχλόφουσκες σε αγνώστους .art deco rouge και siren red.
σε πειράζει που με μια πουά καπαρντίνα περπατάω σαν άλογο. i stride. beauty and pride.
σε ενοχλεί που κρατάει η ομορφιά μου εδώ και καιρό και δεν την λερώνουν οι πιστοί,δικοί μου και άλλων, που γράφω μαγκωμενα ποίηματα για κορίτσια στα σύρματα των τηλεγράφων και τηλεγραφημάτων.
δεν μπορείς να δεχτείς πως μέσα μου έχω ένα φεγγάρι, μια ηλιαχτίδα, μια θάλασσα γαλαζοπράσινη πως μυρίζω μήλο και κανέλα και μαύρη ζάχαρη και παίζεις μαζί μου την Ηχώ και το Νάρκισσο μα δεν καταλαβαίνεις πως εγώ είμαι η ίδια η Φύση που έτσι κι αλλιώς γεννάει για να γεννήσει
does my sexiness upset you?
δεν είμαι η ντροπή που θες να είμαι. δεν είμαι η ενοχή η δικιά σου, ούτε καν η σκιά της.
μοιράζω φιλιά σαν τσιχλόφουσκες σε αγνώστους .art deco rouge και siren red.
Wednesday, February 27, 2013
δεν σου γράφω κόκκινα απογεύματα
και είναι εκείνες οι στιγμές που δεν μπορείς να ανέβεις τις σκάλες και πιάνεσαι από οποιδήποτε μπράτσο πριν νιώσεις τα γόνατά σου να λυγίζουν,πριν βγάλουν το λευκό τους τα μάτια, πριν πεις ήταν αυτό-αν ήταν κάτι
τότε που οι καλεσμένοι φεύγουν από τα σπίτια και αφήνουν τα τασάκια γεμάτα και τα ποτήρια με μισολιωμένα κοκτέιλ που χύνεις στο νεροχύτη το επόμενο πρωινό κλέβοντας πρωινό αέρα και ατμό-κλέβοντας, σωστά.
Όχι δικαίωμα ή ανάγκη. Κλεψιά, απάτη και καπνός και καθρέφτες.
Έτσι όπως σκύβεις και φαίνονται στο φως τα πεσμένα σου στήθη και η πεσμένη σου αυτοπεποίθηση, όπως σε καίει το σπέρμα ενός εραστή που δεν κατάφερες να αγαπήσεις ακόμα σαν εκδίκηση, το τηλέφωνο που χτυπάει και είναι ακόμα μια έρευνα, ο ταχυδρόμος που φέρνει ένα πακέτο πάλι σε άλλον, το κραγιόν που πάντα αναβάλλεις να φορέσεις. και φοράς το άλλο, που ξέρεις πως σε χλωμαίνει, για να το βλέπεις και να λες ωραία, τώρα δείχνω ακόμα πιο φρικτή.
και λες εσύ είσαι η πιστή μου,μοναδική, μονάκριβη αγάπη,ροζ,γκρίζα ή κόκκινη.
Πολυταξιδεμένη,τρανή,χιλιοφιλημένη και αφίλητη
εσύ,η τραγουδισμένη και τραγουδιστή,εσύ,μοναξιά μου
τότε που οι καλεσμένοι φεύγουν από τα σπίτια και αφήνουν τα τασάκια γεμάτα και τα ποτήρια με μισολιωμένα κοκτέιλ που χύνεις στο νεροχύτη το επόμενο πρωινό κλέβοντας πρωινό αέρα και ατμό-κλέβοντας, σωστά.
Όχι δικαίωμα ή ανάγκη. Κλεψιά, απάτη και καπνός και καθρέφτες.
Έτσι όπως σκύβεις και φαίνονται στο φως τα πεσμένα σου στήθη και η πεσμένη σου αυτοπεποίθηση, όπως σε καίει το σπέρμα ενός εραστή που δεν κατάφερες να αγαπήσεις ακόμα σαν εκδίκηση, το τηλέφωνο που χτυπάει και είναι ακόμα μια έρευνα, ο ταχυδρόμος που φέρνει ένα πακέτο πάλι σε άλλον, το κραγιόν που πάντα αναβάλλεις να φορέσεις. και φοράς το άλλο, που ξέρεις πως σε χλωμαίνει, για να το βλέπεις και να λες ωραία, τώρα δείχνω ακόμα πιο φρικτή.
και λες εσύ είσαι η πιστή μου,μοναδική, μονάκριβη αγάπη,ροζ,γκρίζα ή κόκκινη.
Πολυταξιδεμένη,τρανή,χιλιοφιλημένη και αφίλητη
εσύ,η τραγουδισμένη και τραγουδιστή,εσύ,μοναξιά μου
Tuesday, February 26, 2013
σκέψεις παρελθόντος μαρτίου
και ήρθε μέσα μου ο ήλιος ο αθάνατος ο ελληνικός και κόψανε τα χόρτα στους κήπους που φέτος δεν πότισαν-λόγω κρίσης και χρημάτων- βλέπω ένα φουλάρι με βούλες κίτρινες και σαπούνι λεμόνι. περπατώ περπατώ εις τους δρόμους όταν ο εαυτός μου δεν είναι εδώ-είσαι?
Κίτρινη σαν το χρώμα του φρέσκου βουτύρου και την εφημερίδα που σου κράτησα μα δε διάβασες γιατί έφυγες και εγώ τύλιξα τα λουλούδια στο χαρτί για να στα δώσω μα δεν τα είδες και βήμα βήμα έλεγες πως έρχεσαι μα δεν ερχόσουν
και έρχεται η άνοιξη και λέω δεν είμαι η γυναίκα κανενός τρώω μόνο τις σόλες των παπουτσιών μου και καπνίζω και γύρω μου γύρη να κάνει τα παιδιά να φτερνίζονται-
και κίτρινοι λένε πως είναι οι νεκροί μα εγω βλέπω ζωντανούς παντού-κι αν ακόμα δεν έχουν φύγει μπορεί και να γίνονται γύρη
ίσως μέλισσες με κεντριά που δεν τσιμπάνε πια-ποιος αλήθεια διαχωρίζει νεκρούς και ζωντανούς?
ένα χέρι που δε χαιδεύτηκε, ενα φως του δρόμου που δε δουλεύει μόνο.
Μια κόκκινη remington γραφομηχανή δίπλα στον κάδο με ειρωνεύεται.
Και τα πλήκτρα γράφουν σονάτες-δεν τις γράφω εγώ και θα θελα να μη με νοιάζει,μα πονάνε σαν κομμένα γυαλιά-αυτά που βρίσκεις στο φαγητό σου όταν έχεις εφιάλτες.
Κίτρινη σαν το χρώμα του φρέσκου βουτύρου και την εφημερίδα που σου κράτησα μα δε διάβασες γιατί έφυγες και εγώ τύλιξα τα λουλούδια στο χαρτί για να στα δώσω μα δεν τα είδες και βήμα βήμα έλεγες πως έρχεσαι μα δεν ερχόσουν
και έρχεται η άνοιξη και λέω δεν είμαι η γυναίκα κανενός τρώω μόνο τις σόλες των παπουτσιών μου και καπνίζω και γύρω μου γύρη να κάνει τα παιδιά να φτερνίζονται-
και κίτρινοι λένε πως είναι οι νεκροί μα εγω βλέπω ζωντανούς παντού-κι αν ακόμα δεν έχουν φύγει μπορεί και να γίνονται γύρη
ίσως μέλισσες με κεντριά που δεν τσιμπάνε πια-ποιος αλήθεια διαχωρίζει νεκρούς και ζωντανούς?
ένα χέρι που δε χαιδεύτηκε, ενα φως του δρόμου που δε δουλεύει μόνο.
Μια κόκκινη remington γραφομηχανή δίπλα στον κάδο με ειρωνεύεται.
Και τα πλήκτρα γράφουν σονάτες-δεν τις γράφω εγώ και θα θελα να μη με νοιάζει,μα πονάνε σαν κομμένα γυαλιά-αυτά που βρίσκεις στο φαγητό σου όταν έχεις εφιάλτες.
Sunday, February 24, 2013
Σάββατο στην πόλη
όταν βγαίνω στους δρόμους βλέπω τα μπαρ και λέω είναι σαν αμπάρια καραβιών.Αμπάρια καραβιών και αμπαρόριζα.μέσα στο μυαλό μου τις κόβω στα λιβάδια της Αθήνας που δεν υπάρχουν και σε ένα μυαλό που δεν κουμπώνει όπως το παλτό μου που είναι στενό στις πλάτες και μυρίζει μπαγιάτικο κέδρο και έχω ράψει τη φοδρα με παραταιρη κλωστή.μπλε,σαν τα μάτια της θάλασσας. καφέ παλτό, με κουμπιά που τρέμουν.
καφέ σαν τη γη που πατάμε.
στο κέντρο έχουν ξεχάσει πως είναι η γη.Νιώθω ένοχη για το κόκκινο κραγιόν μου στο σταθμό. Λέει δες με και φοβάμαι τα Σάββατα.
Είμαστε κορίτσια μόνα, σιωπηλές στη μπάρα,κουρασμένα βλέμματα. Κοιτάμε φούστες από ύφασμα καναπέ σε ένα μέρος που θυμίζει γκαράζ μα δε μυρίζει πίσσα και βενζίνη.Στην τσάντα μου τα χαλασμένα μου ακουστικά και διάσπαρτες αποδείξεις,κέρματα που κροταλίζουν.Ρούχα προς πώληση δίπλα σε μπαρ και εστιατόρια και ένας σκύλος που κρυώνει,μπερδεύομαι, γιατί πουλάνε ρούχα και δίσκους δίπλα σε μπαρ? Τα παζάρια του χωριού μου μεταφέρθηκαν στο κέντρο, θέλω να δω τις μάλλινες φανέλες που αγόραζε η γιαγιά μου για τον άντρα της μα έχουν εξαφανιστεί σαν κι εκείνη.
Μα το στόμα μου μπορεί να προφέρει όλους τους φθόγγους και είναι γεμάτο μουσική που δεν χωράει σε ένα βαγόνι, σε μια κρεμάστρα, στο βλέμμα σου που είναι σκοτεινό μα δεν το έχει πάρει η νύχτα, μόνο ο χρόνος,ο αδυσώπητος χρόνος σου και οι ώρες που δεν με είδες.
Στο γυρισμό η υγρασία με πόνεσε. ¨Ενας επιβάτης σε ένα αυτοκίνητο μου έγνεψε φιλικά.
Θέλω να βάλω τα κλάματα στο ασανσέρ προς το σπίτι μα συγκρατούμαι.Το κραγιόν μου σταθερό με τόσα τσιγάρα,τα Σάββατα στην πόλη,Γολγοθάς.
καφέ σαν τη γη που πατάμε.
στο κέντρο έχουν ξεχάσει πως είναι η γη.Νιώθω ένοχη για το κόκκινο κραγιόν μου στο σταθμό. Λέει δες με και φοβάμαι τα Σάββατα.
Είμαστε κορίτσια μόνα, σιωπηλές στη μπάρα,κουρασμένα βλέμματα. Κοιτάμε φούστες από ύφασμα καναπέ σε ένα μέρος που θυμίζει γκαράζ μα δε μυρίζει πίσσα και βενζίνη.Στην τσάντα μου τα χαλασμένα μου ακουστικά και διάσπαρτες αποδείξεις,κέρματα που κροταλίζουν.Ρούχα προς πώληση δίπλα σε μπαρ και εστιατόρια και ένας σκύλος που κρυώνει,μπερδεύομαι, γιατί πουλάνε ρούχα και δίσκους δίπλα σε μπαρ? Τα παζάρια του χωριού μου μεταφέρθηκαν στο κέντρο, θέλω να δω τις μάλλινες φανέλες που αγόραζε η γιαγιά μου για τον άντρα της μα έχουν εξαφανιστεί σαν κι εκείνη.
Μα το στόμα μου μπορεί να προφέρει όλους τους φθόγγους και είναι γεμάτο μουσική που δεν χωράει σε ένα βαγόνι, σε μια κρεμάστρα, στο βλέμμα σου που είναι σκοτεινό μα δεν το έχει πάρει η νύχτα, μόνο ο χρόνος,ο αδυσώπητος χρόνος σου και οι ώρες που δεν με είδες.
Στο γυρισμό η υγρασία με πόνεσε. ¨Ενας επιβάτης σε ένα αυτοκίνητο μου έγνεψε φιλικά.
Θέλω να βάλω τα κλάματα στο ασανσέρ προς το σπίτι μα συγκρατούμαι.Το κραγιόν μου σταθερό με τόσα τσιγάρα,τα Σάββατα στην πόλη,Γολγοθάς.
Subscribe to:
Posts (Atom)