δεν βραχήκαμε ένα βράδυ στα προάστεια και μετά να ξεσπάσουμε σε γέλια,δεν ξενυχτήσαμε μιλώντας και καπνίζοντας σε ένα πλοίο, δεν θα κάνουμε ταξίδια και δε θα αναρωτηθούμε αν η ζωή μας ήταν καλύτερη χωρίς τον άλλον. δεν θα βαρεθούμε τα απογεύματα και χωρίς να αρθρώσουμε κουβέντα θα κλείσουμε την πόρτα, ίσα ίσα ένας κόμπος κοντά στο λαιμό και ίσως με τον καιρό βρεθεί ο ένας στη σκέψη του άλλου,εκεί που σηκώνεσαι τη νύχτα να πιεις νερό, στο σταμάτημα ενός βήχα, εκεί που πιάνεις κάτι ψηλό από το ράφι ή μετράς τα κέρματά σου θα ακούγεται κάτι σαν τραγούδι του Πιατσόλα και εγώ με τη σειρά μου θα λέω τελικά δεν έγινα σκόνη, γκρίζα λευκή ωχρή πάντα εκεί. Σκόνη όμως.
και γονατισμένη θα συνεχίζει η μέρα και η πίκρα μας,βάζουμε στοίχημα κάθε μέρα μόνο και μόνο για να χάσουμε και να παρηγορηθούμε από αυτό.
και στάθηκα γυμνή μπροστά σου και ευάλωτη μα αυτό δε σημαίνει πως ακόμα δεν μπορώ να σε δαγκώσω χαιδεύοντας σου το χέρι.ακόμα και με την τελευταία σου ασπίδα πεσμένη στο πάτωμα,αν έχεις δύναμη δεν μπορείς να το κρύψεις, και αυτό, αυτό ειναι το δυσκολότερο από όλα.
Sunday, December 30, 2012
Friday, December 28, 2012
η τελευταια πανσέληνος του 2012
Παπαδιαμάντης στο ραδιόφωνο και σκόνη στο γραφείο, λένε πως η Πανσέληνος θα φέρει τα πάνω κάτω μα έξω λαμπερό φως-και ξέρουμε πως το φεγγάρι καραδοκεί για να μας πει μην ξεγελιέστε, πέφτετε στα νύχια μου και τα λέπια μου τα ασημένια και σας δείχνω καθαρά αυτά που φοβάστε, δεν είμαι αρχαία μαγεία ούτε οι σεληνιακές θεές που λάτρεψαν και λατρεύονται.είμαι απλά η αλήθεια η γκριζόλευκη και η καθαρή, δεν κολακεύω σαν τον ήλιο που λέει λόγια και υπόσχεται φως, είμαι η δίδυμη αδερφή του και στο φως μου ακονίζουν μαχαίρια να ετοιμάσουν τις πληγές.
φολίδες και κρύο φως, με εμένα ξέρετε που βρίσκεστε, όταν γεμίζω σας δείχνω το δρόμο διαβάτες μου,όταν αδειάζω διασκεδάζω να σας βλέπω να χάνεστε,να φουσκώνετε σαν νερά και παλίρροια είμαι η μόνη σας δορυφόρος και πάνω μου διασκεδάζετε να βλέπετε σχήματα και ενοχές.
Οι γυναίκες το ξέρουν χρόνια σκέφτομαι, το ξέρουν μα καμιά δεν το παραδέχεται, omerta, με βλέπετε και δεν με ξέρετε όσο και να λάμπω μπορεί να είμαι μικρή ή μεγάλη μα πάντα εκεί, φακός ανάκρισης και τα κορίτσια που ξενυχτάνε στα παράθυρα με ένα παλτό ριγμένο στους ώμους και στην ψυχή, καθάρια και σκληρή με γωνίες που σας ματώνουν στα πιο παράξενα σημεία,μπορεί να τα έγραφα κι εγώ σε κάποιον κάποτε, μπορεί να ήμουν κάποτε κι εγώ κοπέλα σε ένα παράθυρο στην αυγή του χρόνου, μα δεν σας λέω, σας αφήνω να μαντεύετε και να κάνετε λάθη.
φολίδες και κρύο φως, με εμένα ξέρετε που βρίσκεστε, όταν γεμίζω σας δείχνω το δρόμο διαβάτες μου,όταν αδειάζω διασκεδάζω να σας βλέπω να χάνεστε,να φουσκώνετε σαν νερά και παλίρροια είμαι η μόνη σας δορυφόρος και πάνω μου διασκεδάζετε να βλέπετε σχήματα και ενοχές.
Οι γυναίκες το ξέρουν χρόνια σκέφτομαι, το ξέρουν μα καμιά δεν το παραδέχεται, omerta, με βλέπετε και δεν με ξέρετε όσο και να λάμπω μπορεί να είμαι μικρή ή μεγάλη μα πάντα εκεί, φακός ανάκρισης και τα κορίτσια που ξενυχτάνε στα παράθυρα με ένα παλτό ριγμένο στους ώμους και στην ψυχή, καθάρια και σκληρή με γωνίες που σας ματώνουν στα πιο παράξενα σημεία,μπορεί να τα έγραφα κι εγώ σε κάποιον κάποτε, μπορεί να ήμουν κάποτε κι εγώ κοπέλα σε ένα παράθυρο στην αυγή του χρόνου, μα δεν σας λέω, σας αφήνω να μαντεύετε και να κάνετε λάθη.
Thursday, December 27, 2012
boxing day
περπατάμε στα άδεια πλακόστρωτα, οπλισμένες με καφεινη και χοντρά παλτά, ήρθε για λίγο ο ήλιος και μας χάιδεψε τα πρόσωπα, άρωμα eau des bienfaits, πορτοκάλι του αίματος και κέδρος, φαντάσου ένα απόγευμα στη Σικελία να κόβουμε λεμόνια από τις λεμονιές και να δαγκώνουμε τους χυμούς τους και να στάζουν στο σαγόνι και να γελάμε γιατί είναι όξινα και μυρωδάτα σαν τις ζωές μας και μας τσιμπάνε στη γλώσσα και το άρωμά τους μένει στα χέρια όσο και να τα πλύνουμε, να κόβουμε λεμόνια και να ακούμε Παγιουμτζή και Καλδάρα σε ένα μέρος θολό, κίτρινο και λευκό.
Και η ζωή συνεχίζεται και μετά από χλιαρές γιορτές, πέρασαν κι αυτές, φέτος καμία κάρτα και μαγκωμένες ευχές, όνειρα που είδα και είχαν μέσα πάλι ανθρώπους που έφυγαν αθόρυβα και μαλακά όπως έζησαν,παιδιά που μεγάλωσαν και μερικά που δεν μεγάλωσαν ποτέ, δεν έχει σημασία, ζουν κάτω από τις κουβέρτες τους σαν σε άλλη πολιτεία, σηκώνονται για να καπνίσουν και να κοιτάξουν λίγο έξω από το παράθυρο,και φέτος πέρασαν οι γιορτές, σε λίγο θα ξυπνήσω και θα είναι άνοιξη.
Και η ζωή συνεχίζεται και μετά από χλιαρές γιορτές, πέρασαν κι αυτές, φέτος καμία κάρτα και μαγκωμένες ευχές, όνειρα που είδα και είχαν μέσα πάλι ανθρώπους που έφυγαν αθόρυβα και μαλακά όπως έζησαν,παιδιά που μεγάλωσαν και μερικά που δεν μεγάλωσαν ποτέ, δεν έχει σημασία, ζουν κάτω από τις κουβέρτες τους σαν σε άλλη πολιτεία, σηκώνονται για να καπνίσουν και να κοιτάξουν λίγο έξω από το παράθυρο,και φέτος πέρασαν οι γιορτές, σε λίγο θα ξυπνήσω και θα είναι άνοιξη.
Wednesday, December 19, 2012
εμμονες
πόσο μου αρέσει να γράφω για κορίτσια λυπημένα με τσαλακωμένα φορέματα στο στρίφωμα, για νύχτες βροχερές και λουλούδια κίτρινα στο χρώμα του βουτύρου να ξεπροβάλλουν από το χώμα, για την κάμφορα στις ντουλάπες μας για γραφομηχανές που λερώνουν τα χέρια οι κορδέλες τους
πόσο μου αρέσει να γράφω για τα μοναχικά αγόρια με ένα τσιγάρο μισόσβηστο στα δάχτυλα που σε φιλάνε ντροπαλά όσο σε κρατούν μέσα στο μαύρο τους παλτό να μην κρυώνεις και μετά μόνα τους γυρνούν σπίτι για να σε σκεφτούν μα δε στο λένε- για τα πράγματα τα αθώα, τα ευτελή που άλλοι προσπερνάνε, για καραμέλες με άρωμα βιολέτας , για μπαούλα ξύλινα με καλοδιπλωμένα λευκά μαντίλια.
Και να αναρωτιούνται όλοι-μα ακόμα σε αυτά δίνει σημασία?
Ακόμα ένα γραπτό για μια αντανάκλαση στο τζάμι, τον απόηχο μιας φωνής, ένα σκισμένο γόνατο, μια άγρυπνη νύχτα ένα σκληρό πρωινό.
κι εγώ να απαντώ πόσο λαχτάρησα ένα απόγευμα στη θάλασσα, σε ένα καφενείο μαζί σου να λέω ας καούμε μαζί ας γίνουμε αφρός και όστρακα ας γίνουμε γλάροι-να σου γράφω σημειώματα και να μου απαντάς δεν χόρτασα το δάκρυ σου που δεν κύλησε ακόμα
πόσο μου αρέσει να γράφω για τα μοναχικά αγόρια με ένα τσιγάρο μισόσβηστο στα δάχτυλα που σε φιλάνε ντροπαλά όσο σε κρατούν μέσα στο μαύρο τους παλτό να μην κρυώνεις και μετά μόνα τους γυρνούν σπίτι για να σε σκεφτούν μα δε στο λένε- για τα πράγματα τα αθώα, τα ευτελή που άλλοι προσπερνάνε, για καραμέλες με άρωμα βιολέτας , για μπαούλα ξύλινα με καλοδιπλωμένα λευκά μαντίλια.
Και να αναρωτιούνται όλοι-μα ακόμα σε αυτά δίνει σημασία?
Ακόμα ένα γραπτό για μια αντανάκλαση στο τζάμι, τον απόηχο μιας φωνής, ένα σκισμένο γόνατο, μια άγρυπνη νύχτα ένα σκληρό πρωινό.
κι εγώ να απαντώ πόσο λαχτάρησα ένα απόγευμα στη θάλασσα, σε ένα καφενείο μαζί σου να λέω ας καούμε μαζί ας γίνουμε αφρός και όστρακα ας γίνουμε γλάροι-να σου γράφω σημειώματα και να μου απαντάς δεν χόρτασα το δάκρυ σου που δεν κύλησε ακόμα
Tuesday, December 18, 2012
red.again.
όταν κρυώνω δεν έχω άμυνα, ο θάνατός μας είναι πάντα κρύος και υγρός σαν τη μέρα τη σημερινή, κρύοι και απροστάτευτοι βγαίνουμε από τις μανάδες μας και τα βράδια αναζητάμε εκείνο το πρώτο χάδι της κουβέρτας και της αγκαλιάς, της ασπίδας μας απέναντι στον κόσμο. 36.6 η θερμοκρασία μας μα η ψυχή σε υποθερμία, βάζω ένα σάλι στους ώμους χρώματος λαδί και ξαπλώνω κατάκοπη, είναι μια από αυτές τις μέρες που όλα τα υπολογίζω σε νούμερα, βαθμοί Κελσίου 15,τσιγάρα 7, φλιτζάνια καφέ 2.
Το νερό μας κάνει καλύτερους προσπαθώ να ψελλίσω, αυτά τα δύο υγρά, αίμα και νερό από αρχή μέχρι τέλος, πηγάζω πηγάζεις ροή ποτάμι σου άνοιξαν το σώμα με ξυράφι και πετάχτηκε το αίμα σαν πίδακας για να κάνεις τη μεγάλη σου έξοδο ήδη σημαδεμένος από το σώμα της μάνας σου ήδη βαμμένος με χρώματα του πολέμου στην εφηβεία σου ρωτάς για την περίοδο την πρώτη φορά που κοιμάσαι με κάποιον τον ξαναβάφεις με χρώματα πολέμου για να σαγηνεύσεις διαλέγεις κόκκινα χείλη κόκκινα νύχια-τίποτε δεν έχει αλλάξει.
και η καρδιά σαν γροθιά σφιγμένη ρίχνει τυφλά χτυπήματα σε γνωστούς και αγνώστους.
Το νερό μας κάνει καλύτερους προσπαθώ να ψελλίσω, αυτά τα δύο υγρά, αίμα και νερό από αρχή μέχρι τέλος, πηγάζω πηγάζεις ροή ποτάμι σου άνοιξαν το σώμα με ξυράφι και πετάχτηκε το αίμα σαν πίδακας για να κάνεις τη μεγάλη σου έξοδο ήδη σημαδεμένος από το σώμα της μάνας σου ήδη βαμμένος με χρώματα του πολέμου στην εφηβεία σου ρωτάς για την περίοδο την πρώτη φορά που κοιμάσαι με κάποιον τον ξαναβάφεις με χρώματα πολέμου για να σαγηνεύσεις διαλέγεις κόκκινα χείλη κόκκινα νύχια-τίποτε δεν έχει αλλάξει.
και η καρδιά σαν γροθιά σφιγμένη ρίχνει τυφλά χτυπήματα σε γνωστούς και αγνώστους.
Sunday, December 16, 2012
μυστικος χειμώνας
Τις Κυριακές του χειμώνα βλέπω γυναίκες με καλυμμένα κεφάλια. Φορούν μαντίλια κόκκινα ή μαύρα, σκεπασμένα κεφάλια και ένα δάχτυλο μπροστά στα χείλη, σα να σε καλούν να συνωμοτήσεις κι εσύ στη σιωπή τους-περπατούν σε ζευγάρια και στις τσέπες τους κρύβουνη όλες τις ξηλωμένες κλωστές από τα ρούχα μας και αποκόμματα παλιών εφημερίδων που γράφουν για καταιγίδες.
όταν ήμουν παιδί κατέβαινα από ένα μονοπάτι γεμάτο αγκάθια σε μια παραλία που κανείς δεν κολυμπούσε-γέμιζε σκουπίδια από το ρεύμα και πίσσες. Ήταν γεμάτη πλαστικά μπουκάλια και φύκια και πίσσες, μα τα νερά ήταν συνήθως ήρεμα και γαλήνια, έψαχνα να βρω ναυάγια και σημειώματα σε μπουκάλια, έβρισκα μπουκάλια χλωρίνης και μύριζε πετρέλαιο και αλμύρα, δεκάδες μπουκάλια χλωρίνης σφουγγάρια κουζίνας απορρυπαντικά και φύκια υγρά και κρύα και σκεφτόμουν πως γίνεται η θάλασσα να είναι άσχημη, μα πήγαινα τα απογεύματα λέγοντας πάντα πως πάω αλλού, δεν ήθελα να με βλέπει κανένας και μετά έτριβα τις πίσσες από πόδια και χέρια και γελούσα, είχα μυστικά έτσι όπως όλοι, ξεχνούσα το επόμενο πρωί πως είμαι οκτώ, έντεκα ή δεκατριών, με γοήτευαν τα παρατημένα πράγματα, τα απομεινάρια των άλλων, ένα φάντασμα των καλών τους στιγμών γλιστρούσε πάνω μου και το σκεφτόμουν το χειμώνα που ερχόταν όταν κλεινόμασταν μέσα στα σπίτια.
Ο χειμώνας δεν είναι σκληρός δεν είναι δύσκολος δεν είναι άπονος.Είναι άνδρας, ο χειμώνας, με μια μάλλινη χοντρή κάπα, μας βάζει από κάτω της τις νύχτες για να αισθανόμαστε ρωμαλέοι, έχει κοκκαλιάρικα χέρια και ρόζους, κρύβεται από τον κόσμο τον πολύ ξεγεννάει αρνάκια σε ξέφωτα και σπηλιές-δεν φοβάται το σκοτάδι και δεν γράφει αποχαιρετιστήριες επιστολές, μα συνοδεύει τις γυναίκες με τα μαντίλια σε βάρκες και τις βοηθάει να ανέβουν αόρατος.
όταν ήμουν παιδί κατέβαινα από ένα μονοπάτι γεμάτο αγκάθια σε μια παραλία που κανείς δεν κολυμπούσε-γέμιζε σκουπίδια από το ρεύμα και πίσσες. Ήταν γεμάτη πλαστικά μπουκάλια και φύκια και πίσσες, μα τα νερά ήταν συνήθως ήρεμα και γαλήνια, έψαχνα να βρω ναυάγια και σημειώματα σε μπουκάλια, έβρισκα μπουκάλια χλωρίνης και μύριζε πετρέλαιο και αλμύρα, δεκάδες μπουκάλια χλωρίνης σφουγγάρια κουζίνας απορρυπαντικά και φύκια υγρά και κρύα και σκεφτόμουν πως γίνεται η θάλασσα να είναι άσχημη, μα πήγαινα τα απογεύματα λέγοντας πάντα πως πάω αλλού, δεν ήθελα να με βλέπει κανένας και μετά έτριβα τις πίσσες από πόδια και χέρια και γελούσα, είχα μυστικά έτσι όπως όλοι, ξεχνούσα το επόμενο πρωί πως είμαι οκτώ, έντεκα ή δεκατριών, με γοήτευαν τα παρατημένα πράγματα, τα απομεινάρια των άλλων, ένα φάντασμα των καλών τους στιγμών γλιστρούσε πάνω μου και το σκεφτόμουν το χειμώνα που ερχόταν όταν κλεινόμασταν μέσα στα σπίτια.
Ο χειμώνας δεν είναι σκληρός δεν είναι δύσκολος δεν είναι άπονος.Είναι άνδρας, ο χειμώνας, με μια μάλλινη χοντρή κάπα, μας βάζει από κάτω της τις νύχτες για να αισθανόμαστε ρωμαλέοι, έχει κοκκαλιάρικα χέρια και ρόζους, κρύβεται από τον κόσμο τον πολύ ξεγεννάει αρνάκια σε ξέφωτα και σπηλιές-δεν φοβάται το σκοτάδι και δεν γράφει αποχαιρετιστήριες επιστολές, μα συνοδεύει τις γυναίκες με τα μαντίλια σε βάρκες και τις βοηθάει να ανέβουν αόρατος.
Friday, December 14, 2012
κυκλάμινα
γιατί άλλα άσχημα νέα θέλω να πω, λέξεις που δεν καταλαβαίνω και δεν θέλω να τα καταλάβω, γύρω μου άνθρωποι που αναφέρουν ανθρώπους και βιβλία και τέχνες που δεν ξέρω, θέλω να πω μήπως το κάνετε επίτηδες, επίτηδες για να με κάνετε να νιώσω άσχημα και μετά βαθιά ανάσα,όχι όχι όχι μην σκέφτεσαι έτσι.
Χτενίζω τα μαλλιά μας όλα προς τα πίσω και τα πιάνω σφιχτά για να πω είμαι εκτεθειμένη δεν αφήνω να με προστατεύει τιποτα, γυμνός λαιμός για κάθε είδους βαμπίρ και χτυπήματα στο πίσω μέρος του σώματος, μόνο όταν παραδεχτείς πόσο ευαλωτος είσαι είσαι πραγματικά ανίκητος.
Στο κρύο στην κακία στο θράσος, όταν ήμουν 12 χρονών στο βουνό στην Πάρνηθα σε ένα παρατημένο γήπεδο του μινι γκολφ και σε όλο το βουνό φύτρωναν κυκλάμινα και ήταν φθινόπωρο, ήταν όλα πράσινα με ροδαλές πινελιές τόσες δα και τώρα τα χρόνια μου εκείνα δεν υπάρχουν,κάηκαν και μου τα πήραν, δεν θέλω λύπη οίκτο ή λόγια δήθεν συμπόνοιας,μα εκείνοι που έφταιξαν να μου τα δώσουν πίσω ούτε καν το είχαν καταλάβει και αυτό και αν πονάει μετά από τόσα χρόνια.
Χτενίζω τα μαλλιά μας όλα προς τα πίσω και τα πιάνω σφιχτά για να πω είμαι εκτεθειμένη δεν αφήνω να με προστατεύει τιποτα, γυμνός λαιμός για κάθε είδους βαμπίρ και χτυπήματα στο πίσω μέρος του σώματος, μόνο όταν παραδεχτείς πόσο ευαλωτος είσαι είσαι πραγματικά ανίκητος.
Στο κρύο στην κακία στο θράσος, όταν ήμουν 12 χρονών στο βουνό στην Πάρνηθα σε ένα παρατημένο γήπεδο του μινι γκολφ και σε όλο το βουνό φύτρωναν κυκλάμινα και ήταν φθινόπωρο, ήταν όλα πράσινα με ροδαλές πινελιές τόσες δα και τώρα τα χρόνια μου εκείνα δεν υπάρχουν,κάηκαν και μου τα πήραν, δεν θέλω λύπη οίκτο ή λόγια δήθεν συμπόνοιας,μα εκείνοι που έφταιξαν να μου τα δώσουν πίσω ούτε καν το είχαν καταλάβει και αυτό και αν πονάει μετά από τόσα χρόνια.
Tuesday, December 11, 2012
ισημερίες
είναι όμορφες αυτές οι μεγάλες νύχτες του χρόνου, ανακατεμένα παπλώματα και κουβέρτες, λέμε ας έρθουμε έτσι πιο κοντά και ας μην το εννοούμε, ακόμα και όταν είμαστε μόνοι. Τα βαριά μας ρούχα είναι μια δικαιολογία, κλέβουμε άλλο ένα σοκολατάκι ή μια φέτα ψωμί και όσοι έχουν τζάκι αισθάνονται λιγότερο μόνοι με παρέα τη φωτιά.
Οι υπόλοιποι δολοπλοκούν και λοιδωρούν, μερικοί βλέπουν άσχημα όνειρα και προσεύχονται και λένε ας χαράξει, η μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου η μεγαλύτερη σκοτεινιά και ισημερία.
Εγώ θέλω να πω τύλιξέ με με τα βαριά σου πέπλα και αρωμάτισέ με, η καθαριότητα της παγωνιάς σου στην ανάσα μου, τα ροζ χρώματα πριν έρθεις και πριν φύγεις σαν κοχύλι δώσε μου, για να αντέχουμε ο ένας τον άλλον νύχτα μου, παρέα εσύ στα πάπλωμά μου.
Οι υπόλοιποι δολοπλοκούν και λοιδωρούν, μερικοί βλέπουν άσχημα όνειρα και προσεύχονται και λένε ας χαράξει, η μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου η μεγαλύτερη σκοτεινιά και ισημερία.
Εγώ θέλω να πω τύλιξέ με με τα βαριά σου πέπλα και αρωμάτισέ με, η καθαριότητα της παγωνιάς σου στην ανάσα μου, τα ροζ χρώματα πριν έρθεις και πριν φύγεις σαν κοχύλι δώσε μου, για να αντέχουμε ο ένας τον άλλον νύχτα μου, παρέα εσύ στα πάπλωμά μου.
σπίθα
ακόμα και όταν δεν κάνω λάθη με μαλώνουν.καμιά φορά το να είσαι θύμα εξιλαστήριο γίνεται επάγγελμα,προσφέρεσαι κιόλας χωρίς λόγο για να πάρεις το βάρος των άλλων, λες φταίω εγώ κοιτάξτε με κατηγορήστε με, μη μπαίνετε σε κόπο θα σας γλιτώνω εγώ από τη φθορά κάθε φορά, σηκώνεις το χέρι και λες εγώ, ίσως έτσι να σας κάνω να με αγαπήσετε.
και βέβαια ποτέ δε σε αγαπούν έτσι, μα συνηθίζεις να σηκώνεις εσύ τα βάρη και μπορεί και να τα αγαπάς.
και η σπασμένη φωνή της Βίκυς συμφωνεί, το χω πάρει απόφαση και δεν πάει άλλο, έργο και υπόθεση λάθος μου μεγάλο, και θα δίνω μόνο στο δικό σου πόνο κάτι Κυριακές, για να βρίσκει πρόφαση το δικό σου δράμα όταν θα με θες, μα πως γίνεται να συνηθίζεις τη θυσία που κάνει με το όνομά σου ρίμα, και σκέφτεσαι μα από κάπου πρέπει κι εγω να πιαστώ.
Έστω από δύο σταγόνες αρώματος, την πορτοκαλί φωτιά απέναντι, έστω για δυο σταγόνες αγάπης που δε θα πάει χαμένη, θα πάει και θα βρει τους απελπισμένους και για ένα λεπτό ίσως δουν, ίσως δουν μια δυο σπίθες να ανάβουν στα κρύα τους τα χέρια.
και βέβαια ποτέ δε σε αγαπούν έτσι, μα συνηθίζεις να σηκώνεις εσύ τα βάρη και μπορεί και να τα αγαπάς.
και η σπασμένη φωνή της Βίκυς συμφωνεί, το χω πάρει απόφαση και δεν πάει άλλο, έργο και υπόθεση λάθος μου μεγάλο, και θα δίνω μόνο στο δικό σου πόνο κάτι Κυριακές, για να βρίσκει πρόφαση το δικό σου δράμα όταν θα με θες, μα πως γίνεται να συνηθίζεις τη θυσία που κάνει με το όνομά σου ρίμα, και σκέφτεσαι μα από κάπου πρέπει κι εγω να πιαστώ.
Έστω από δύο σταγόνες αρώματος, την πορτοκαλί φωτιά απέναντι, έστω για δυο σταγόνες αγάπης που δε θα πάει χαμένη, θα πάει και θα βρει τους απελπισμένους και για ένα λεπτό ίσως δουν, ίσως δουν μια δυο σπίθες να ανάβουν στα κρύα τους τα χέρια.
Sunday, December 09, 2012
της αγίας άννης
τα πεζοδρόμια αχνίζουν χειμωνιάτικα. μπήκε για τα καλά το κρύο, δεν σβήνω το βράδυ τις φωτισμένες χιονονιφάδες στο σαλόνι, χιονονιφάδες και κόκκινες πιπεριές τι αστείος συνδυασμός, μαζί με τα ξεραμένα μου χέρια που καμιά κρέμα δε θεραπεύει.
Ξεραίνονταν τα χέρια της Αγίας Άννας από τις δουλειές και τα πλυσίματα των ρούχων της μικρής Μαρίας? Κρύωνε? Τότε ήταν βέβαια απλά Άννα. Και ήθελε πολύ ένα κοριτσάκι κι ας της ξέραινε τα χέρια και τις θηλές τρώγοντας-να το ντύνει στα λευκά και να του στρώνει τη χωρίστρα.
Στον ύπνο μου έρημοι σταθμοί τραίνων και δρομολόγια, αγκαλιάζω τα γόνατά μου στο στήθος, τα γόνατα είναι λέει το πιο άσχημο μέρος του σώματος, κοκκαλιάρικα και ισχνά και οστεώδη, η φούστα πρέπει να τα κρύβει μα εγω τα βλέπω καθαρά, της μάνας μου μάζευαν υγρό και στρογγύλευαν,φούσκωναν σα μάγουλα, πρησμένα γόνατα γυμνά χειμώνα καλοκαίρι που δεν απολογούνταν.
σταθμοί τραίνων και τα σώματα και τα πρόσωπα, υγρά μάγουλα και γόνατα στο στήθος, τις Κυριακές είμαι αόρατη και παρατηρώ, είμαι όλες οι γυναίκες χάρτες, σταθμοί τραίνου και στάσεις.
Ξεραίνονταν τα χέρια της Αγίας Άννας από τις δουλειές και τα πλυσίματα των ρούχων της μικρής Μαρίας? Κρύωνε? Τότε ήταν βέβαια απλά Άννα. Και ήθελε πολύ ένα κοριτσάκι κι ας της ξέραινε τα χέρια και τις θηλές τρώγοντας-να το ντύνει στα λευκά και να του στρώνει τη χωρίστρα.
Στον ύπνο μου έρημοι σταθμοί τραίνων και δρομολόγια, αγκαλιάζω τα γόνατά μου στο στήθος, τα γόνατα είναι λέει το πιο άσχημο μέρος του σώματος, κοκκαλιάρικα και ισχνά και οστεώδη, η φούστα πρέπει να τα κρύβει μα εγω τα βλέπω καθαρά, της μάνας μου μάζευαν υγρό και στρογγύλευαν,φούσκωναν σα μάγουλα, πρησμένα γόνατα γυμνά χειμώνα καλοκαίρι που δεν απολογούνταν.
σταθμοί τραίνων και τα σώματα και τα πρόσωπα, υγρά μάγουλα και γόνατα στο στήθος, τις Κυριακές είμαι αόρατη και παρατηρώ, είμαι όλες οι γυναίκες χάρτες, σταθμοί τραίνου και στάσεις.
Thursday, December 06, 2012
minestrone
η passata κοχλάζει μέσα στην κατσαρόλα, ζωμός λαχανιών και ψιλά ψιλά μακαρόνια, η συσκευασία γράφει ditallini, πόσο μου αρέσουν οι φουσκάλες μέσα στην κατσαρόλα, μαλακώνουν σαν το βούτυρο στον ήλιο, ατμός που φεύγει σαν τον ήλιο το απόγευμα μας τυλίγει, δεν σου γράφω για να σε καλέσω να φάμε, θα ήταν όμορφο μα όχι σήμερα, πόσα πράγματα πρέπει να κάνει ένας άνθρωπος μόνος του για να τα εκτιμήσει, το μοναχικό μαγείρεμα το μοναχικό φαγητό, το ένα πιάτο στο τραπέζι, το ένα ποτήρι, το ένα κουτάλι, το τσιγάρο στο μπαλκόνι έξω και δυο τρεις αναστεναγμοί, λίστες για ψώνια για έναν άνθρωπο, μια σοκολάτα, ένα μικρό γάλα ίσως δύο πορτοκάλια, οδοντόκρεμες στη μικρότερη συσκευασία όχι για εμάς τα οικογενειακά μεγέθη, με μια και μοναχική σακούλα γυρίζουμε στο σπίτι, η ταμίας μας γνωρίζει πια, με γνώριμο βλέμμα μας βοηθάει να βάλουμε τα ψώνια στη σακούλα,ίσως και εκείνη να ελπίζει να δει μια μέρα γεμάτα καρότσια και να ρωτήσει αν έχουμε τραπέζι, μα κι εκείνης της πονάνε τα πόδια τόση ώρα καθισμένη και δε θα ρωτήσει, συνήθισε τα μοναχικά πορτοκάλια μας και τα λίγα μας καρυκεύματα.
Wednesday, December 05, 2012
κάστανα.chestnuts.
Θα έρθουν φέτος τα Χριστούγεννα μα τα δώρα που θα ανταλλάξουμε ίσως και να μην έχουν αξία, δε θα έχουμε όρεξη ούτε για πολύχρωμα στολίδια ούτε για διάθεση, με κόπο θα σηκώνουμε το τηλέφωνο για να ευχηθούμε, ίσως εγώ αγοράσω ένα βιβλίο και στο χαλάκι του πατρικού μου στο σαλόνι σκύβω για να δω τις σελίδες στο μισοσκόταδο.
Λέξεις όπως προδοσία. Απογοήτευση. Λέξεις όπως θράσος, φόβος, δειλία. Αγάπη, συντροφικότητα, εμπάθεια.
Λέξεις όπως ταπείνωση. Σκορπισμένες πάνω σε λευκό φόντο τα μαύρα τυπωμένα σημάδια, τα φώτα στο τζάμι ξέρουν περισσότερα από όσα ξέρω εγώ, κάπου ακούγονται φωνές μα φέτος όχι γλέντια όχι τραγούδια ούτε Τζούντυ Γκάρλαντ και γιρλάντες. Μόνο στιγμιαίος καφές σε ραγισμένα φλυτζάνια, πέρασαν οι γιορτές των παιδικών μου χρόνων στα λόμπυ ξενοδοχείων τότε που λαχταρούσα αγγίγματα που δεν επιτρέπονταν και άνοιγα τα μάτια διάπλατα σε φλερτ, σε κρυφά ψεκάσματα με μεγαλίστικες κολώνιες και τα μαλλιά ριγμένα στους ώμους, τώρα δε θέλω να με αγγίξεις στα μαλλιά ο αυχένας μου νομίζει πως είσαι ο δήμιος του και ανατριχιάζει από φόβο
Και θέλω να σου πω, σώμα, έχω σώμα και έχω φωνή μα εσύ είσαι στέρεος και εγώ εξαυλωμένη μέσα στους φόβους μου και θέλω να ψήσουμε κάστανα στη φωτιά και να τα συνοδέψουμε με καφέ και κονιάκ σε μισοσκόταδα χωρίς να μιλάμε μα πάντα ξεχνάω να τα αγοράσω και τα κάστανα και τα ξύλα-και το κακό είναι πως το ξεχνάς κι εσύ.
Λέξεις όπως προδοσία. Απογοήτευση. Λέξεις όπως θράσος, φόβος, δειλία. Αγάπη, συντροφικότητα, εμπάθεια.
Λέξεις όπως ταπείνωση. Σκορπισμένες πάνω σε λευκό φόντο τα μαύρα τυπωμένα σημάδια, τα φώτα στο τζάμι ξέρουν περισσότερα από όσα ξέρω εγώ, κάπου ακούγονται φωνές μα φέτος όχι γλέντια όχι τραγούδια ούτε Τζούντυ Γκάρλαντ και γιρλάντες. Μόνο στιγμιαίος καφές σε ραγισμένα φλυτζάνια, πέρασαν οι γιορτές των παιδικών μου χρόνων στα λόμπυ ξενοδοχείων τότε που λαχταρούσα αγγίγματα που δεν επιτρέπονταν και άνοιγα τα μάτια διάπλατα σε φλερτ, σε κρυφά ψεκάσματα με μεγαλίστικες κολώνιες και τα μαλλιά ριγμένα στους ώμους, τώρα δε θέλω να με αγγίξεις στα μαλλιά ο αυχένας μου νομίζει πως είσαι ο δήμιος του και ανατριχιάζει από φόβο
Και θέλω να σου πω, σώμα, έχω σώμα και έχω φωνή μα εσύ είσαι στέρεος και εγώ εξαυλωμένη μέσα στους φόβους μου και θέλω να ψήσουμε κάστανα στη φωτιά και να τα συνοδέψουμε με καφέ και κονιάκ σε μισοσκόταδα χωρίς να μιλάμε μα πάντα ξεχνάω να τα αγοράσω και τα κάστανα και τα ξύλα-και το κακό είναι πως το ξεχνάς κι εσύ.
Tuesday, December 04, 2012
πες
δεν κατάφερα να γίνω σαν τα άλλα κορίτσια, δεν έχω να πω ιστορίες για αγάπες έρωτες και φιλίες, να μιλήσω για φλερτ και βόλτες σε πλακόστρωτα, διακοπές και μαλώματα που μοιάζουν αστεία με τα χρόνια που ξεθωριάζουν σαν ρούχα αφημένα στον ήλιο και τη βροχή, δεν περπάτησα έφηβη σε σοκάκια επικίνδυνα με κρυμμένα στην τσάντα ψηλά τακούνια και κόκκινο κραγιόν, δεν παραπονέθηκα και δεν έκλαψα σε ώμους φίλων να πω είμαστε σύμμαχοι είμαστε ομάδα
όλοι μου είπαν σύνελθε σταμάτα να κλαις μη νοσταλγείς κι εγώ σκέφτηκα μα τότε εγώ θα πεθάνω και έτσι έκλεισα τις πόρτες και τις μαντάλωσα
με είπα Μπερνάρντα 'Αλμπα με είπα Τζελσομίνα με είπα Λώρα έβαζα μόνη αρώματα για να θυμάμαι πως έχω δέρμα και ιδρώτα
τα βράδια έκανα σημάδια στους καρπούς με τη μασιά του τζακιού αναμμένη σκεφτόμουν αν υπάρχουν και άλλες σαν κι εμένα να σαπίζουν πριν μεστώσουν
πες πως τράβηξα ένα δρόμο χωρίς παπούτσια στάζοντας πες πως ίσως κάποτε με γνώρισες πως ίσως καμιά φορά με θυμάσαι
όταν βλέπεις κάποια να καθρεφτίζεται σε βιτρίνες και να είναι αλλιώς η αντανάκλασή της, στις ουρές των ταμείων να περιμένει να πληρώσει ένα μολύβι νο 2 μόνο, με ένα λυτό κορδόνι, μυρίζοντας σαν μια πούδρα παλιομοδίτικη βιολέτα σε ένα κοριτσάκι στο καρότσι κρατώντας μια σπασμένη κούκλα
όλοι μου είπαν σύνελθε σταμάτα να κλαις μη νοσταλγείς κι εγώ σκέφτηκα μα τότε εγώ θα πεθάνω και έτσι έκλεισα τις πόρτες και τις μαντάλωσα
με είπα Μπερνάρντα 'Αλμπα με είπα Τζελσομίνα με είπα Λώρα έβαζα μόνη αρώματα για να θυμάμαι πως έχω δέρμα και ιδρώτα
τα βράδια έκανα σημάδια στους καρπούς με τη μασιά του τζακιού αναμμένη σκεφτόμουν αν υπάρχουν και άλλες σαν κι εμένα να σαπίζουν πριν μεστώσουν
πες πως τράβηξα ένα δρόμο χωρίς παπούτσια στάζοντας πες πως ίσως κάποτε με γνώρισες πως ίσως καμιά φορά με θυμάσαι
όταν βλέπεις κάποια να καθρεφτίζεται σε βιτρίνες και να είναι αλλιώς η αντανάκλασή της, στις ουρές των ταμείων να περιμένει να πληρώσει ένα μολύβι νο 2 μόνο, με ένα λυτό κορδόνι, μυρίζοντας σαν μια πούδρα παλιομοδίτικη βιολέτα σε ένα κοριτσάκι στο καρότσι κρατώντας μια σπασμένη κούκλα
Monday, December 03, 2012
παράλληλες διαδρομές
ο ήλιος που δε θα κρατήσει πολύ, η καινούρια μου μπλε κατσαρόλα, κάποιος μου ζητάει ένα συνδετήρα,ένα πορτοκαλί φυτό στο μπαλκόνι, πυρόξανθο-δεν ξέρω το όνομά του μα το αμέλησα και διαλύεται στο μωσαικό.
Λες να με εκδικείται? Γεμίζω σελίδες και πιάνεται το χέρι μου το δεξί, κοιτάω τις γραμμές στην παλάμη μου μήπως άλλαξαν και εκείνες μα δε θυμάμαι.
Τα βράδια με καλούν σε γάμους και δεξιώσεις, τα ρούχα στη ντουλάπα δεν είναι δικά μου και αγωνίζομαι να βρω κάποιο που να μου κάνει, να κατεβαίνει στο σώμα και να μη σταματάει και ο χρόνος με πιέζει, όλοι θα δουν τα χέρια μου, τα χέρια μου και δεν κάνει περπατάω πάνω στα πλακάκια και ξέρω ενστικτωδώς πως κάποιος είναι νεκρός
μακάρι να ήταν όλος ο κόσμος στρωμένος με μοκέτες για να μην ακούγονται τα βήματά μας τη νύχτα σκέφτομαι, άλλοι στα κρεβάτια και άλλοι στα πατώματα έτσι πάει.
κάπου σα να είδα το γκρίζο σου σακάκι στα φώτα των διοδίων ψαροκόκκαλο και σκέφτηκα να που εξαυλωθήκαμε τελικά το συζητούσαμε και έγινε
ο καθένας χωριστά και ποτέ μαζί μα κανείς δεν υποστήριξε πως δεν κινούμασταν παράλληλα
Λες να με εκδικείται? Γεμίζω σελίδες και πιάνεται το χέρι μου το δεξί, κοιτάω τις γραμμές στην παλάμη μου μήπως άλλαξαν και εκείνες μα δε θυμάμαι.
Τα βράδια με καλούν σε γάμους και δεξιώσεις, τα ρούχα στη ντουλάπα δεν είναι δικά μου και αγωνίζομαι να βρω κάποιο που να μου κάνει, να κατεβαίνει στο σώμα και να μη σταματάει και ο χρόνος με πιέζει, όλοι θα δουν τα χέρια μου, τα χέρια μου και δεν κάνει περπατάω πάνω στα πλακάκια και ξέρω ενστικτωδώς πως κάποιος είναι νεκρός
μακάρι να ήταν όλος ο κόσμος στρωμένος με μοκέτες για να μην ακούγονται τα βήματά μας τη νύχτα σκέφτομαι, άλλοι στα κρεβάτια και άλλοι στα πατώματα έτσι πάει.
κάπου σα να είδα το γκρίζο σου σακάκι στα φώτα των διοδίων ψαροκόκκαλο και σκέφτηκα να που εξαυλωθήκαμε τελικά το συζητούσαμε και έγινε
ο καθένας χωριστά και ποτέ μαζί μα κανείς δεν υποστήριξε πως δεν κινούμασταν παράλληλα
Sunday, December 02, 2012
Saturday, December 01, 2012
dolly
κι ας μην είμαι σαν τα άλλα κορίτσια
κι ας μου στέλνεις κρυπτογραφήματα και κομμένα κεφάλια τα Σαββατόβραδα
κι ας ζω σε ένα κουτί τυλιγμένο με λευκές κορδέλες
κι ας μην είναι τα χείλη μου αληθινά αυτό το χρώμα
κι ας είναι τα χέρια μου βαμμένα με τα χρώματα του πολέμου
κι ας είμαι σε ενα ράφι ακουμπισμένη
όρθια με τεντωμένο δέρμα
ή σε ένα σύνθετο φωτισμένη σε ειδικές περιπτώσεις
ατσαλάκωτη ανέκφραστη
τουλάχιστον όταν ακούω μην λέτε πως δεν έχω ζωή
πως δεν βλέπω τα βράδια εφιάλτες όταν αστράφτει και βροντάει
μόνο και μόνο επειδή φοράω ένα φόρεμα καλοσιδερωμένο
και είναι ρόδινα τα μάγουλά μου
κι ας μου στέλνεις κρυπτογραφήματα και κομμένα κεφάλια τα Σαββατόβραδα
κι ας ζω σε ένα κουτί τυλιγμένο με λευκές κορδέλες
κι ας μην είναι τα χείλη μου αληθινά αυτό το χρώμα
κι ας είναι τα χέρια μου βαμμένα με τα χρώματα του πολέμου
κι ας είμαι σε ενα ράφι ακουμπισμένη
όρθια με τεντωμένο δέρμα
ή σε ένα σύνθετο φωτισμένη σε ειδικές περιπτώσεις
ατσαλάκωτη ανέκφραστη
τουλάχιστον όταν ακούω μην λέτε πως δεν έχω ζωή
πως δεν βλέπω τα βράδια εφιάλτες όταν αστράφτει και βροντάει
μόνο και μόνο επειδή φοράω ένα φόρεμα καλοσιδερωμένο
και είναι ρόδινα τα μάγουλά μου
Friday, November 30, 2012
πίνοντας
το αλκοόλ μια γροθιά στο στομάχι, κυλάει ζεστό και αψύ στο λαιμό, ένα χρώμα διάφανο και καθαρό, οι ήχοι που με συντροφεύουν οι στροφές του πλυντηρίου και το τσακ του αναπτήρα, άδειοι δρόμοι άδεια σπίτια, ίσως σε κάποιο από εκείνα που βλέπω άνθρωποι να αποφασίζουν να ενώσουν τη ζωή τους και τα σώματά τους.
Θα ήθελα να μην υπάρχουν ειδήσεις και νέα, να μην μαθαίναμε βασανιστήρια και πτώματα, και ας ξέρω πως δε γίνεται, μόνο να βλέπω φώτα και σταγόνες και να φαντάζομαι πως θα με έπαιρνες να φύγουμε, εσύ και εγώ σε κάποιο τραίνο με φως μόνο τα μάτια μας.
να μου δίνεις το παλτό σου όταν κρυώνω και να μου χτενίζεις τα μαλλιά που θα είναι μακριά σε σκάλες και να μοιραζόμαστε το τελευταίο μας τσιγάρο, το τελευταίο μας παγωτό το τελευταίο μας απομεινάρι.
και να σκεφτομαι δεν υπάρχει επιστροφή μα κρατάω ένα μπουκάλι και λέω "επέστρεφε", επέστρεφε μνήμη και βλέμμα και ρόγχο, άνοιξε την πόρτα με ένα ποτήρι να το μοιραστούμε
και όταν με αγκαλιάσεις να σβήσουν δια μαγείας όλες οι τηλεοράσεις και οι οθόνες υπολογιστών και οι ταμειακές μηχανές
μόνο γροθιές στο στομάχι και φωτιά στην ανάσα σαν μετά από πλημμύρα, παλίρροια και περηφάνεια
Θα ήθελα να μην υπάρχουν ειδήσεις και νέα, να μην μαθαίναμε βασανιστήρια και πτώματα, και ας ξέρω πως δε γίνεται, μόνο να βλέπω φώτα και σταγόνες και να φαντάζομαι πως θα με έπαιρνες να φύγουμε, εσύ και εγώ σε κάποιο τραίνο με φως μόνο τα μάτια μας.
να μου δίνεις το παλτό σου όταν κρυώνω και να μου χτενίζεις τα μαλλιά που θα είναι μακριά σε σκάλες και να μοιραζόμαστε το τελευταίο μας τσιγάρο, το τελευταίο μας παγωτό το τελευταίο μας απομεινάρι.
και να σκεφτομαι δεν υπάρχει επιστροφή μα κρατάω ένα μπουκάλι και λέω "επέστρεφε", επέστρεφε μνήμη και βλέμμα και ρόγχο, άνοιξε την πόρτα με ένα ποτήρι να το μοιραστούμε
και όταν με αγκαλιάσεις να σβήσουν δια μαγείας όλες οι τηλεοράσεις και οι οθόνες υπολογιστών και οι ταμειακές μηχανές
μόνο γροθιές στο στομάχι και φωτιά στην ανάσα σαν μετά από πλημμύρα, παλίρροια και περηφάνεια
Thursday, November 29, 2012
αθώοι μέχρι τέλους
βρέχει
δε θέλω να σε βλέπω πια θέλω να ξανασυναντηθούμε στα πενήντα και να λέμε για το τότε, να νοσταλγούμε που δεν είμασταν ούτε νέοι ούτε όμορφοι
με ρίζες γερές σαν βελανιδιές θέλω όταν με βλέπεις να βρέχει και να ναι τα μάτια σου θολωμένα και να έχω ρυτίδες σαν χάρτης και κοφτερά νύχια σαν μάγισσα μα να μην είμαι πια ούτε γυναίκα ούτε όμορφη ούτε χαριτωμένη
να μην είμαι η γυναίκα ή η κόρη κανενός μα ορφανή σαν δακρύβρεχτο μυθιστόρημα, να γυρίζω τα χρόνια πίσω όπως και όσο μου αρέσει να μπερδεύω επίτηδες ημερομηνίες και πρόσωπα
θα έχω ένα σάλι και μια άκακη καρδιά και μια υπόνοια λεβάντας στα μαλλιά μου-λιγοστά και ίσια σαν βανίλια
και να λέμε στίχους από παλιά τραγούδια και να βήχουμε στα καλοσιδερωμένα μας μαντίλια και με κάθε ανάσα να μην ξέρουμε αν θα είναι η τελευταία ή πάλι η πρώτη
θα σου λέω θυμάσαι τότε που φορούσα τα λευκά και να εννοώ μαύρα να εννοώ κόκκινα κι εσύ να καταλαβαίνεις και να γελάς
να μην μου χωράνε πια τα δαχτυλίδια και να τρίβω με σαπούνι και βούτυρο και να μαγκώνει πάλι
και να λέμε για τα ρούχα και τα παπούτσια που έχουμε φυλαγμένα στο μπαούλο ολοκαίνουργια τα αφόρετα παπούτσια και να νοσταλγούμε
άλγος ίσον πόνος θα λέμε
μια νιότη που δε ζήσαμε
ίσως για να είμαστε αθώοι μέχρι τέλους
δε θέλω να σε βλέπω πια θέλω να ξανασυναντηθούμε στα πενήντα και να λέμε για το τότε, να νοσταλγούμε που δεν είμασταν ούτε νέοι ούτε όμορφοι
με ρίζες γερές σαν βελανιδιές θέλω όταν με βλέπεις να βρέχει και να ναι τα μάτια σου θολωμένα και να έχω ρυτίδες σαν χάρτης και κοφτερά νύχια σαν μάγισσα μα να μην είμαι πια ούτε γυναίκα ούτε όμορφη ούτε χαριτωμένη
να μην είμαι η γυναίκα ή η κόρη κανενός μα ορφανή σαν δακρύβρεχτο μυθιστόρημα, να γυρίζω τα χρόνια πίσω όπως και όσο μου αρέσει να μπερδεύω επίτηδες ημερομηνίες και πρόσωπα
θα έχω ένα σάλι και μια άκακη καρδιά και μια υπόνοια λεβάντας στα μαλλιά μου-λιγοστά και ίσια σαν βανίλια
και να λέμε στίχους από παλιά τραγούδια και να βήχουμε στα καλοσιδερωμένα μας μαντίλια και με κάθε ανάσα να μην ξέρουμε αν θα είναι η τελευταία ή πάλι η πρώτη
θα σου λέω θυμάσαι τότε που φορούσα τα λευκά και να εννοώ μαύρα να εννοώ κόκκινα κι εσύ να καταλαβαίνεις και να γελάς
να μην μου χωράνε πια τα δαχτυλίδια και να τρίβω με σαπούνι και βούτυρο και να μαγκώνει πάλι
και να λέμε για τα ρούχα και τα παπούτσια που έχουμε φυλαγμένα στο μπαούλο ολοκαίνουργια τα αφόρετα παπούτσια και να νοσταλγούμε
άλγος ίσον πόνος θα λέμε
μια νιότη που δε ζήσαμε
ίσως για να είμαστε αθώοι μέχρι τέλους
Wednesday, November 28, 2012
απόγευμα
Τσάι χωρίς ζάχαρη και τσιγάρα με γδαρμένο λαιμό,είπα να σου γράψω ένα γράμμα μα είπα να μάθω πια να ξεγράφω και όχι να γράφω, να σβήνω τα μελάνια από τα χέρια και τις στάχτες,να ξεχάσω τις ιστορίες που μου είπαν να γίνω πάλι αθώα με μάτια ορθάνοιχτα, να δακρύζω σε δρόμους και να μιλάω μόνη πάνω σε σκαμπώ,να πω σε ξένους αυτά που δεν πρόλαβα να πω, αυτά που μόνα τους μου έκλεισαν το στόμα,αυτά που πνίγηκαν βγαίνοντας ή που μου έδωσαν γροθιά, λόγια βαμμένα με κραγιόν ή καφείνη, λόγια δύσοσμα και άγευστα, κουβέντες που δεν άκουσαν οι τοίχοι, τα φώτα και τα μαξιλάρια, που μόνα τους έβαλαν ταινία λογοκρισίας.
Και μόνη μου αναρωτιέμαι αν άντεξαν οι τοίχοι των ψυχιατρείων και των έρημων κλιναμαξών, τις κραυγές που αντανακλούνται στη σιωπή και στο χιόνι του μυαλού, του υπόκωφου πόθου και της υπόκωφης άμυνας, της άμυνας που είναι η χειρότερη επίθεση γιατί το χέρι πονάει τα κρατάει το σουγιά και το σπαθί, τα δόντια τρίζουν και διαλύονται από τις κουβέντες που δεν ξεπλύθηκαν με στοματικό διάλυμα, δεν συγχωρέθηκαν και δεν ξεχάστηκαν.
και συνήθως δεν είναι τίποτα, είναι τρεις λέξεις,είναι φοβάμαι ή βοήθεια ή μη φεύγεις, ακόμα και αν δε φοβάσαι ή δεν χρειάζεσαι βοήθεια, μα αντί για αυτά ψελλίζεις είμαι καλά αντέχω μη φοβάστε.Γιατί το να καθησυχάζεις είναι το πιο κουραστικό πράγμα στον κόσμο,κουράζεσαι η ίδια που το ακούς και σε κάνει να θες να ξαπλώσεις άλλη μια φορά στα πλακάκια,στο ξύλινο πάτωμα ή στο παιδικό σου κρεβάτι και να κοιτάς πάλι
όπως τότε που ήρθες στον κόσμο και δεν ήξερες να μιλάς πια,μόνο άγγιζες, ένιωθες και ήθελες και άλλο να μαθαίνεις.
Και μόνη μου αναρωτιέμαι αν άντεξαν οι τοίχοι των ψυχιατρείων και των έρημων κλιναμαξών, τις κραυγές που αντανακλούνται στη σιωπή και στο χιόνι του μυαλού, του υπόκωφου πόθου και της υπόκωφης άμυνας, της άμυνας που είναι η χειρότερη επίθεση γιατί το χέρι πονάει τα κρατάει το σουγιά και το σπαθί, τα δόντια τρίζουν και διαλύονται από τις κουβέντες που δεν ξεπλύθηκαν με στοματικό διάλυμα, δεν συγχωρέθηκαν και δεν ξεχάστηκαν.
και συνήθως δεν είναι τίποτα, είναι τρεις λέξεις,είναι φοβάμαι ή βοήθεια ή μη φεύγεις, ακόμα και αν δε φοβάσαι ή δεν χρειάζεσαι βοήθεια, μα αντί για αυτά ψελλίζεις είμαι καλά αντέχω μη φοβάστε.Γιατί το να καθησυχάζεις είναι το πιο κουραστικό πράγμα στον κόσμο,κουράζεσαι η ίδια που το ακούς και σε κάνει να θες να ξαπλώσεις άλλη μια φορά στα πλακάκια,στο ξύλινο πάτωμα ή στο παιδικό σου κρεβάτι και να κοιτάς πάλι
όπως τότε που ήρθες στον κόσμο και δεν ήξερες να μιλάς πια,μόνο άγγιζες, ένιωθες και ήθελες και άλλο να μαθαίνεις.
Tuesday, November 27, 2012
code red
βλέπω παντού κόκκινα, όχι ερεθισμένα σαν ταύρος μα με περιέργεια μωρού. χαζεύω κραγιόν σε βιτρίνες, τα χείλη που βάφονται και το αίμα που τα πλημμυρίζει όταν ερωτεύεσαι, όταν πονάς όταν δαγκώνεσαι, με ονόματα όπως κόκκινο της Σαγκάης, Εξπρές Οριάν,κόκκινο της παπαρούνας, κόκκινο του τούβλου, της τουλίπας.
στρώνω κόκκινες κουβέρτες και τις ακουμπάω στο μάγουλό μου,μου έλειψαν οι παλιές κουβέρτες και φλοκάτες, να τσιμπάνε λίγο το δέρμα να θυμίζουν πως ερχεται χειμώνας και μας τσιμπάνε και οι αναμνήσεις μας και θέλουν πλύσιμο στο χέρι και ξέπλυμα καλό, όχι ένα δυο στροφές στο πλυντήριο και δικτατορία του συνθετικού,ακόμα και αν πέσαμε στη γοητεία του προσωρινά,μαλλί που κάποιοι έγνεψαν και έπλεξαν και εξημέρωσαν.
Και έτσι είμαστε και εμείς, ευαίσθητοι και ευερέθιστοι και ψάχνουμε κάποιον να μας εξημερώσει, παλιά οι γυναίκες έβαφαν τα χείλη τους με χυμό μούρων και αγριοκέρασων μα έκρυβαν το αίμα του μήνα τους για να μη δείξουν τη δύναμή τους σε λευκά πανιά, κόκκινο και λευκό και ο κύκλος στο πακέτο των τσιγάρων μου, i am a stranger here myself, σπίθες στο τζάκι πέφτουν στο πάτωμα και πεθαίνουν,γευματίζω σήμερα πάνω σε παλιά τεύχη του Θησαυρού, μα δεν υπογραμμίζω πια με μολύβι τα λάθη, μαρμελάδα κεράσι σε πιάτο πορσελάνινο,code red,code red.
στρώνω κόκκινες κουβέρτες και τις ακουμπάω στο μάγουλό μου,μου έλειψαν οι παλιές κουβέρτες και φλοκάτες, να τσιμπάνε λίγο το δέρμα να θυμίζουν πως ερχεται χειμώνας και μας τσιμπάνε και οι αναμνήσεις μας και θέλουν πλύσιμο στο χέρι και ξέπλυμα καλό, όχι ένα δυο στροφές στο πλυντήριο και δικτατορία του συνθετικού,ακόμα και αν πέσαμε στη γοητεία του προσωρινά,μαλλί που κάποιοι έγνεψαν και έπλεξαν και εξημέρωσαν.
Και έτσι είμαστε και εμείς, ευαίσθητοι και ευερέθιστοι και ψάχνουμε κάποιον να μας εξημερώσει, παλιά οι γυναίκες έβαφαν τα χείλη τους με χυμό μούρων και αγριοκέρασων μα έκρυβαν το αίμα του μήνα τους για να μη δείξουν τη δύναμή τους σε λευκά πανιά, κόκκινο και λευκό και ο κύκλος στο πακέτο των τσιγάρων μου, i am a stranger here myself, σπίθες στο τζάκι πέφτουν στο πάτωμα και πεθαίνουν,γευματίζω σήμερα πάνω σε παλιά τεύχη του Θησαυρού, μα δεν υπογραμμίζω πια με μολύβι τα λάθη, μαρμελάδα κεράσι σε πιάτο πορσελάνινο,code red,code red.
Sunday, November 25, 2012
Saturday, November 24, 2012
οι λύκοι για άλλη μια φορά
και κάτι μου λέει πως οι λύκοι ακόμα τριγυρίζουν στην πλατεία του χωριού με το στόμα τους ξερό και κατακόκκινο, η γκρίζα τους γούνα μαδημένη και με δαγκωνιές βαθιές μέχρι το κόκκαλο να φεγγίζει στο πίσω τους πόδι και τα μάτια τους με γλαύκωμα ή τυφλά από ζάχαρο και γηρατιά,δεν σταματάνε όμως να γυρίζουν με τα ρουθούνια τους να οσμίζονται την αδύναμη σάρκα,τα ρουθούνια τους ερεθισμένα από τη μυρωδιά του αίματος
και στόχο κάθε κοριτσάκι χαμένο στο σταυροδρόμι με μπλεγμένες τις μπούκλες του, κάθε μεθυσμένο διαβάτη με τρύπιους αγκώνες στο σακάκι, κάθε χωριάτη με το τσεκούρι πάνω στο άλογο στο δρόμο για ξύλα, κάθε σεληνιασμένο εραστή να πεθαίνει από πόθο και σκουριά και κάθε μωρό στην κούνια.
και χωμένοι μέσα στα κρεβάτια, μισοκοιμισμένοι στα τζάκια, άυπνοι με το χέρι στην κουρτίνα και τα μάτια υποψιασμένα ή θλιμμένα ή άδεια, μερικοί ακούν το γρύλισμά τους και ξέρουν να το ερμηνεύουν
κανείς δεν είναι ασφαλής
κάτω από τη γλώσσα τους σχεδιάζουν δεκάδες εκτελέσεις, αποκεφαλισμούς και πλιάτσικα
και στόχο κάθε κοριτσάκι χαμένο στο σταυροδρόμι με μπλεγμένες τις μπούκλες του, κάθε μεθυσμένο διαβάτη με τρύπιους αγκώνες στο σακάκι, κάθε χωριάτη με το τσεκούρι πάνω στο άλογο στο δρόμο για ξύλα, κάθε σεληνιασμένο εραστή να πεθαίνει από πόθο και σκουριά και κάθε μωρό στην κούνια.
και χωμένοι μέσα στα κρεβάτια, μισοκοιμισμένοι στα τζάκια, άυπνοι με το χέρι στην κουρτίνα και τα μάτια υποψιασμένα ή θλιμμένα ή άδεια, μερικοί ακούν το γρύλισμά τους και ξέρουν να το ερμηνεύουν
κανείς δεν είναι ασφαλής
κάτω από τη γλώσσα τους σχεδιάζουν δεκάδες εκτελέσεις, αποκεφαλισμούς και πλιάτσικα
Thursday, November 22, 2012
και μετά απο μας?
σε δέκα χρόνια ίσως να είμαστε ακόμα έτσι, με μεγαλύτερη φθορά να στρώνουμε τραπέζι,εσύ αδύναμη και μερικούς πόντους πιο κοντή, εγώ με κουρασμένα μάτια να σε βοηθάω πια με τα ψώνια, στα γεράματά μας να γίνουμε πάλι όπως παλιά,ίσως να έρχομαι να σε βλέπω και να σου κάνω δουλειές, δέκα χρόνια, και πολλά και λίγα,ίσως και να κοιμάσαι ακόμα πιο λίγο τα βράδια,ίσως να βλέπουμε μαζί τηλεόραση και να σου λέω καληνύχτα με μια θερμοφόρα στο χέρι, να παραπονιέμαι για πόνους και εγχειρήσεις και φάρμακα,χέρι χέρι στα νοσοκομεία να ετοιμάζω την τσάντα σου και όλοι να λένε, κρίμα που δεν έφτιαξε τη ζωή της και εγώ θα ακούω μα θα κάνω πως δεν άκουσα και θα πλένω τα χέρια μου σχολαστικά στο νιπτήρα να τρέχει η βρύση να τα παρασέρνει όλα και θα σου λέω μην κλαις βρε μάνα,δεν έγινε και τίποτα,πρέπει να υπάρχουμε και εμείς,δίνουμε και θέμα συζήτησης, και εσύ να μην απαντάς
και ίσως να μην υπάρχετε πιά,προχτές μου είπες τι να κρατήσω από τα πράγματά σου και το έλεγες τόσο φυσικά και απλά, τρόμαξα, έμεινα ψύχραιμη και είπα μέσα μου ναι τελικά είμαι κόρη σου,δεν θέλω να γίνω η μαμά σου,δεν θέλω να σε ταίσω με το κουτάλι όταν θα είσαι αδύναμη,δεν θέλω να σε βάζω για ύπνο,δεν θέλω να σου λιώνω τα χάπια όταν εσύ δε θα μπορείς να καταπιείς, δε θέλω να σε κάνω μπάνιο, δε θέλω να τα κάνω όλα αυτά μα είναι νόμος να γινόμαστε βάρος στους άλλους όταν είμαστε πια περιττοί και ακούμε πια τη φθορά στα χέρια μας και στο στήθος μας
είναι τόσο κλισέ που σε σκέφτομαι πάντα με το γαλάζιο σου φόρεμα και τα όμορφά σου νύχια στο γραφείο να δουλεύεις και να με κοιτάζεις όπως κάθομαι δίπλα σου και να μου χαμογελάς, γιατί έχει η μαμά σου άσπρα μαλλιά με ρωτούσαν,το λευκό σου νυχτικό να τσαλακώνει, η μοναδική βελούδινή σου φούστα και τα παλτά μας ενθύμιο στη ντουλάπα,οι σοκολάτες που έκρυβες,το φόρεμά σου στροβίλιζε στις σκάλες ήσουν πάντα εκεί και έχει περάσει τόσος καιρός και κάποια στιγμή μόνο εγώ θα τα θυμάμαι αυτά και μετά κανένας,από δω και πέρα κανένας.
και ίσως να μην υπάρχετε πιά,προχτές μου είπες τι να κρατήσω από τα πράγματά σου και το έλεγες τόσο φυσικά και απλά, τρόμαξα, έμεινα ψύχραιμη και είπα μέσα μου ναι τελικά είμαι κόρη σου,δεν θέλω να γίνω η μαμά σου,δεν θέλω να σε ταίσω με το κουτάλι όταν θα είσαι αδύναμη,δεν θέλω να σε βάζω για ύπνο,δεν θέλω να σου λιώνω τα χάπια όταν εσύ δε θα μπορείς να καταπιείς, δε θέλω να σε κάνω μπάνιο, δε θέλω να τα κάνω όλα αυτά μα είναι νόμος να γινόμαστε βάρος στους άλλους όταν είμαστε πια περιττοί και ακούμε πια τη φθορά στα χέρια μας και στο στήθος μας
είναι τόσο κλισέ που σε σκέφτομαι πάντα με το γαλάζιο σου φόρεμα και τα όμορφά σου νύχια στο γραφείο να δουλεύεις και να με κοιτάζεις όπως κάθομαι δίπλα σου και να μου χαμογελάς, γιατί έχει η μαμά σου άσπρα μαλλιά με ρωτούσαν,το λευκό σου νυχτικό να τσαλακώνει, η μοναδική βελούδινή σου φούστα και τα παλτά μας ενθύμιο στη ντουλάπα,οι σοκολάτες που έκρυβες,το φόρεμά σου στροβίλιζε στις σκάλες ήσουν πάντα εκεί και έχει περάσει τόσος καιρός και κάποια στιγμή μόνο εγώ θα τα θυμάμαι αυτά και μετά κανένας,από δω και πέρα κανένας.
Tuesday, November 20, 2012
default
Δεν υπάρχουν αδυναμίες όταν βρέχει. Δεν υπάρχουν καλωσυνάτοι άνθρωποι που θα σου δανείσουν μια ομπρέλα,όλοι περπατούν ευθυτενείς σαν μαθητές με τιμωρία για να μη δείξει το νερό ελαττώματα και διαβρώσει τέλειες προσόψεις και συνειδήσεις.
Ηλικιωμένες κυρίες πέφτουν στη στάση του τραμ και κανένας δεν απλώνει το χέρι να βοηθήσει, κάνουμε όλοι τους συμπονετικούς στη θεωρία και από μέσα μας καγχάζουμε, στο κάτω κάτω ποιος θέλει να είναι ο ηττημένος...
και θέλω να πω δυνατά και να φωνάξω, έχει και αυτό την ηδονή του,την περηφάνεια του, να περπατάς με σπασμένο μεσαίο τακούνι και να λες είμαι εντάξει,καλύτερα ένα κουτσό πόδι, λες και δεν αμυνθήκαμε ποτέ στα χτυπήματα.
και εγώ εκείνες τις γυναίκες αγαπώ, με την αρχή του έρπη από το άγχος και τους πόντους στα καλσόν στρατηγικά κρυμμένους, πάντα όμως με άρωμα στους λοβούς των αυτιών που δεν προκαλούν καμιά εντύπωση μα είναι πάντα εκεί, στα καφενεία και στα μπακάλικα, στις τσάντες τους έχουν χαρτομάντιλα και παραμάνες, παυσίπονα σπίρτα αντισηπτικά, τα ξεθωριασμένα μαλλιά και αναρωτιέμαι αν τα μυστικά τους είναι μεγαλύτερα από πόνο ή ενοχή και αν κανείς ζωγράφισε αυτή τη γραμμή στο σαγόνι και το σφίξιμο στη μέση των χειλιών.
Περνάει από μητέρα σε κόρη άραγε? Είναι αυτό το μεγάλο μας μυστήριο?
Ηλικιωμένες κυρίες πέφτουν στη στάση του τραμ και κανένας δεν απλώνει το χέρι να βοηθήσει, κάνουμε όλοι τους συμπονετικούς στη θεωρία και από μέσα μας καγχάζουμε, στο κάτω κάτω ποιος θέλει να είναι ο ηττημένος...
και θέλω να πω δυνατά και να φωνάξω, έχει και αυτό την ηδονή του,την περηφάνεια του, να περπατάς με σπασμένο μεσαίο τακούνι και να λες είμαι εντάξει,καλύτερα ένα κουτσό πόδι, λες και δεν αμυνθήκαμε ποτέ στα χτυπήματα.
και εγώ εκείνες τις γυναίκες αγαπώ, με την αρχή του έρπη από το άγχος και τους πόντους στα καλσόν στρατηγικά κρυμμένους, πάντα όμως με άρωμα στους λοβούς των αυτιών που δεν προκαλούν καμιά εντύπωση μα είναι πάντα εκεί, στα καφενεία και στα μπακάλικα, στις τσάντες τους έχουν χαρτομάντιλα και παραμάνες, παυσίπονα σπίρτα αντισηπτικά, τα ξεθωριασμένα μαλλιά και αναρωτιέμαι αν τα μυστικά τους είναι μεγαλύτερα από πόνο ή ενοχή και αν κανείς ζωγράφισε αυτή τη γραμμή στο σαγόνι και το σφίξιμο στη μέση των χειλιών.
Περνάει από μητέρα σε κόρη άραγε? Είναι αυτό το μεγάλο μας μυστήριο?
Thursday, November 15, 2012
γράφοντας
όταν γράφεις ξαναγράφεις τη ζωή σου, σβήνεις την παλιά σου ζωή και παίρνεις μια δεύτερη ευκαιρία,ακόμα και αν σε κρίνουν εσύ λες γράφω μια ζωή σαν να ήθελα να τη ζήσω,μακριά ο φόβος και τα λόγια τα μαραμένα εσύ διαλέγεις ποια θα κρατήσεις ποια όχι,
θα φτιάξεις νέο σώμα ίσως νέα μάτια ένα άλλο σπίτι και θα έχεις άλλες μνήμες
μα δεν γίνεται ποτέ έτσι
τα βράδια εξακολουθώ να σε φιλώ με το στόμα μιας άλλης και είναι αυτές οι σκέψεις που με κάνουν να λέω περιμένω να έρθει χειμώνας να σε νοσταλγήσω ξανά, να πιω τον πόνο σου και να τον γεννήσω να τον μεγαλώσω άραγε είχαμε κάτι άλλο
τις νύχτες έρχεται ένα αγόρι με χώμα στις χούφτες του και μου λέει έλα μαζί μου να σκάψουμε ίσως να βρούμε θησαυρούς
μα εγώ ανάβω καντήλια σε προαύλια εκκλησιών και φοβάμαι τα καστανά μαλλιά του που θα ασπρίσουν
και τον αφήνω μόνο με μια λαχτάρα στο βλέμμα
άλλος ένας που εγώ άφησα μονάχο
θα φτιάξεις νέο σώμα ίσως νέα μάτια ένα άλλο σπίτι και θα έχεις άλλες μνήμες
μα δεν γίνεται ποτέ έτσι
τα βράδια εξακολουθώ να σε φιλώ με το στόμα μιας άλλης και είναι αυτές οι σκέψεις που με κάνουν να λέω περιμένω να έρθει χειμώνας να σε νοσταλγήσω ξανά, να πιω τον πόνο σου και να τον γεννήσω να τον μεγαλώσω άραγε είχαμε κάτι άλλο
τις νύχτες έρχεται ένα αγόρι με χώμα στις χούφτες του και μου λέει έλα μαζί μου να σκάψουμε ίσως να βρούμε θησαυρούς
μα εγώ ανάβω καντήλια σε προαύλια εκκλησιών και φοβάμαι τα καστανά μαλλιά του που θα ασπρίσουν
και τον αφήνω μόνο με μια λαχτάρα στο βλέμμα
άλλος ένας που εγώ άφησα μονάχο
Wednesday, November 14, 2012
πόλεις
Κάπου στην Ακροναυπλία ο κάμπος πυρώνει και μας χτυπάει, πόσο δυνατός μπορεί να είναι ο ήλιος πόση ζέστη μπορείς να αντέξεις και τα μάτια να πονάνε, δεν βλέπω καλά και ψαχουλεύω στα τυφλά το μέρος που μεγάλωσα.
Ο Αργολικός κάμπος. Ο τόπος που έθρεψε μύθους και ύφανε με φως ήταν στο μπαλκόνι μου, βαφόταν κόκκινος τα απογεύματα και γαλάζιος τα πρωινά, όταν βαριόμουν έψαχνα κάτω από τους καναπέδες να βρω αν άφησαν τίποτα οι προηγούμενοι που έμειναν εκεί.
Είχα ένα γραφείο και ένα κρεβάτι και οι επισκέπτες κάθονταν στο δικό μου δωμάτιο που ήταν και το σαλόνι και δε με άφηναν να διαβάσω και εκνευριζόμουν και το πρωί στο σχολείο είχα άγχος αλλά έβλεπα το Παλαμήδι από το παράθυρο και σκεφτόμουν 999,999 σκαλοπάτια και μια θάλασσα από κάτω, μια θάλασσα που δεν είναι κυκλαδίτικη, μια θάλασσα παράξενη, το μπάνιο μας ήταν φυστικί και η μοκέτα γαλάζια και μια φορά χιόνισε αλλά συνήθως έκανε ζέστη.
Μια φορά με το σχολείο μας πήγαν εκδρομή στην Τίρυνθα και είδαμε τις αγροτικές φυλακές. Στην παραλία είχε τεράστιες μέδουσες και φοβόμουν,είχε και το χειμώνα μέδουσες και εγώ νόμιζα πως το χειμώνα πέθαιναν αλλά ζούσαν.
Φύγαμε σαν κυνηγημένοι και ήταν Νοέμβρης μια Κυριακή απόγευμα έφτιαξα τα πράγματά μου βιαστικά και φορτώσαμε το αυτοκίνητο γυρίσαμε πίσω ήταν βράδυ έκανε κρύο φοβόμουν η μάνα μου έστρωνε αμίλητη το κρεβάτι μου και την επόμενη μέρα πήγα σχολείο και δεν πρόλαβα να αποχαιρετήσω κανέναν καν.
Και τώρα βλέπω μόνο μια βεράντα και γαλάζια νερά. Κάπου πριονίζουν μια ροδιά που ήταν η δική μου και ακούω μια φωνή δεν ανήκουμε πια εδώ είμαστε ξένοι κάποιοι με κοιτούν εχθρικά αλλά δεν τους βλέπω μυρίζει χλώριο και κάτω οι στέγες των σπιτιών να απλώνονται
και έχουν σχεδόν περάσει 30 χρόνια και ίσως από τότε να τους κοιτάω όλους υποψιασμένα και αυτό,αυτό είναι που δεν αντέχω.
Ο Αργολικός κάμπος. Ο τόπος που έθρεψε μύθους και ύφανε με φως ήταν στο μπαλκόνι μου, βαφόταν κόκκινος τα απογεύματα και γαλάζιος τα πρωινά, όταν βαριόμουν έψαχνα κάτω από τους καναπέδες να βρω αν άφησαν τίποτα οι προηγούμενοι που έμειναν εκεί.
Είχα ένα γραφείο και ένα κρεβάτι και οι επισκέπτες κάθονταν στο δικό μου δωμάτιο που ήταν και το σαλόνι και δε με άφηναν να διαβάσω και εκνευριζόμουν και το πρωί στο σχολείο είχα άγχος αλλά έβλεπα το Παλαμήδι από το παράθυρο και σκεφτόμουν 999,999 σκαλοπάτια και μια θάλασσα από κάτω, μια θάλασσα που δεν είναι κυκλαδίτικη, μια θάλασσα παράξενη, το μπάνιο μας ήταν φυστικί και η μοκέτα γαλάζια και μια φορά χιόνισε αλλά συνήθως έκανε ζέστη.
Μια φορά με το σχολείο μας πήγαν εκδρομή στην Τίρυνθα και είδαμε τις αγροτικές φυλακές. Στην παραλία είχε τεράστιες μέδουσες και φοβόμουν,είχε και το χειμώνα μέδουσες και εγώ νόμιζα πως το χειμώνα πέθαιναν αλλά ζούσαν.
Φύγαμε σαν κυνηγημένοι και ήταν Νοέμβρης μια Κυριακή απόγευμα έφτιαξα τα πράγματά μου βιαστικά και φορτώσαμε το αυτοκίνητο γυρίσαμε πίσω ήταν βράδυ έκανε κρύο φοβόμουν η μάνα μου έστρωνε αμίλητη το κρεβάτι μου και την επόμενη μέρα πήγα σχολείο και δεν πρόλαβα να αποχαιρετήσω κανέναν καν.
Και τώρα βλέπω μόνο μια βεράντα και γαλάζια νερά. Κάπου πριονίζουν μια ροδιά που ήταν η δική μου και ακούω μια φωνή δεν ανήκουμε πια εδώ είμαστε ξένοι κάποιοι με κοιτούν εχθρικά αλλά δεν τους βλέπω μυρίζει χλώριο και κάτω οι στέγες των σπιτιών να απλώνονται
και έχουν σχεδόν περάσει 30 χρόνια και ίσως από τότε να τους κοιτάω όλους υποψιασμένα και αυτό,αυτό είναι που δεν αντέχω.
Sunday, November 11, 2012
sundays in dry skin
οι Κυριακές μου άρεσαν πάντα περισσότερο από τα Σάββατα.Όταν ήμουν παιδί, έβλεπα οικογενειακές ταινίες τα απογεύματα καθισμένη στο χαλί του σαλονιού με τα πόδια μου διπλωμένα και μια σοκολάτα στο χέρι, μου άρεσε που ξαναγυρνούσαμε στη ρουτίνα της Δευτέρας, έφηβη κάπνιζα κρυφά στο παράθυρο και έλεγα που θα πάει, τσαλάκωνα τις εφημερίδες,τις πετούσα στον κάδο και έλεγα πως να ζει ο κόσμος αλλού τις Κυριακές του, πως ζουν οι μόνοι άνθρωποι, εκείνοι που ζουν μόνοι, πάνε στον κινηματογράφο,κοιτάνε τις βιτρίνες με ανεβασμένο το γιακά τους,τρώνε πάστες στα ζαχαροπλαστεία, τι κάνουν ακριβώς? Σιωπούν?Χαίρονται που θα έρθει η Δευτέρα?
Κάνουν ίσως έρωτα τα ζευγάρια ή μελαγχολούν για το χρόνο που περνάει και δεν αναζητούν τα σώματά τους,σκεφτόμουν σε σταθμούς τραίνων με ατέλειωτους καφέδες κάπου στην Ευρώπη, τους λείπουν τα παιδικά τους χρόνια, ή ζουν το τώρα,αγοράζουν με χαρά την κυριακάτικη εφημερίδα ή απλά δίνουν τα κέρματα στον περιπτερά, οι άντρες έχουν το ποδόσφαιρο,οι γυναίκες τι έχουν,τι έχουν ακριβώς?
Ξετυλίγουν τη ρόμπα τους άλλες γυμνές από μέσα άλλες με μια νυχτικιά που δεν τις κολακεύει, κάπου τρέχουν τα νερά στο μπάνιο, σαπούνι λεβάντα ή λεμόνι ή τριαντάφυλλο,αγριοπασχαλιά ίσως, μια τελευταία ματιά στην πόρτα που κλείνει και το κλειδί που έχει γυρίσει δυο φορές,τα πορτοκαλιά φώτα στο δρόμο,εκείνος που κάπου ανασαίνει μακριά,δεν δείχνουν πια οικογενειακές ταινίες έτσι δεν είναι?θέλουν να πουν
μα δεν το λένε,κι έτσι δεν το λέω ούτε εγώ
Κάνουν ίσως έρωτα τα ζευγάρια ή μελαγχολούν για το χρόνο που περνάει και δεν αναζητούν τα σώματά τους,σκεφτόμουν σε σταθμούς τραίνων με ατέλειωτους καφέδες κάπου στην Ευρώπη, τους λείπουν τα παιδικά τους χρόνια, ή ζουν το τώρα,αγοράζουν με χαρά την κυριακάτικη εφημερίδα ή απλά δίνουν τα κέρματα στον περιπτερά, οι άντρες έχουν το ποδόσφαιρο,οι γυναίκες τι έχουν,τι έχουν ακριβώς?
Ξετυλίγουν τη ρόμπα τους άλλες γυμνές από μέσα άλλες με μια νυχτικιά που δεν τις κολακεύει, κάπου τρέχουν τα νερά στο μπάνιο, σαπούνι λεβάντα ή λεμόνι ή τριαντάφυλλο,αγριοπασχαλιά ίσως, μια τελευταία ματιά στην πόρτα που κλείνει και το κλειδί που έχει γυρίσει δυο φορές,τα πορτοκαλιά φώτα στο δρόμο,εκείνος που κάπου ανασαίνει μακριά,δεν δείχνουν πια οικογενειακές ταινίες έτσι δεν είναι?θέλουν να πουν
μα δεν το λένε,κι έτσι δεν το λέω ούτε εγώ
Saturday, November 10, 2012
τρεις πληγές
τρεις πληγές στο πέλμα του δεξιού μου ποδιού να στέλνουν σήμα, δεν είναι καρφιά δεν είναι τρυπήματα,πως γίνεται στις μικρές πληγές να βγαίνει το αίμα το πιο βαθύ, πως γίνεται πάντα τα άκρα μας να μας προδίδουν πάνω στο σεντόνι.
Πληγή πρώτη-δε με πρόσεξες ποτέ. Μιλούσα μα δεν άκουγες και κουράστηκα να ανοιγοκλείνω χείλη και εικόνες.
Πληγή δεύτερη-δε με φρόντισες όσο έπρεπε κι εγώ θα ανοίγω πάλι, τύλιξέ με με επίδεσμο κι εγώ πάλι θα τρέχω πάλι να σε καίω
πληγή τρίτη- θα στάζω να καθαρίζεις τα πατώματα, είμαι όλοι οι ανώνυμοι που πλήγωσες με αδράνεια
μα νόμιζες πως ποτέ δε θα βγαίναμε από μέσα σου ρωτάνε.
Η κοκκινίλα τους γίνεται ποτάμι,ήρεμο, πλωτό κάτω από τη γη, γυρίζει από το ταξίδι της η Περσεφόνη με μάγουλα που κολλάνε από τους σπόρους του ροδιού.
Ακόμα και οι βασίλισσες του Άδη από λαιμαργία πάσχουν.
Πληγή πρώτη-δε με πρόσεξες ποτέ. Μιλούσα μα δεν άκουγες και κουράστηκα να ανοιγοκλείνω χείλη και εικόνες.
Πληγή δεύτερη-δε με φρόντισες όσο έπρεπε κι εγώ θα ανοίγω πάλι, τύλιξέ με με επίδεσμο κι εγώ πάλι θα τρέχω πάλι να σε καίω
πληγή τρίτη- θα στάζω να καθαρίζεις τα πατώματα, είμαι όλοι οι ανώνυμοι που πλήγωσες με αδράνεια
μα νόμιζες πως ποτέ δε θα βγαίναμε από μέσα σου ρωτάνε.
Η κοκκινίλα τους γίνεται ποτάμι,ήρεμο, πλωτό κάτω από τη γη, γυρίζει από το ταξίδι της η Περσεφόνη με μάγουλα που κολλάνε από τους σπόρους του ροδιού.
Ακόμα και οι βασίλισσες του Άδη από λαιμαργία πάσχουν.
Wednesday, November 07, 2012
ημέρες υγρές
στην Αθήνα βρέχει, μια γυναίκα ανοίγει τα πατζούρια και αρχίζει να κλαίει επειδή ο ορίζοντας την πνίγει, ένα κοριτσάκι κλαίει γιατί βράχηκαν και καταστράφηκαν τα ολοκαίνουριά της παπούτσια, έσβησε το τσιγάρο του συνταξιούχου στη γωνία που καπνίζει κρυφά από τη γυναίκα του και σήκωσε τα μάτια προς τον ουρανό και είπε να σου δώσω μια να σπάσεις αχ βρε κόσμε γυάλινε.
Η Κ. θα ανοίγει την ομπρέλα της περιμένοντας στη στάση, όταν βρέχει πάει με μια φίλη της στη δουλειά, το κρεβάτι μου πόσο θα θελα να μαι στο κρεβάτι μου λέει, η πατρίδα για μας τους μελαγχολικούς, η Β. δε θα βγει να περπατήσει θα ανάψει τα φώτα στο σαλόνι και θα πει αχ να ήμουνα αλλού..η Α. θα περιμένει να χτυπήσει το κουδούνι πάνω από τους ατμούς της κατσαρόλας. Η Ε. γυρίζει το φλυτζάνι από συνήθεια και η Μ σε ένα πούλμαν για Στερεά Ελλάδα λέει μόνο όταν βρέχει μου αρέσει, τι όμορφη που δείχνει η Οινόη στα γκρίζα σαν λερωμένο μαργαριτάρι, ο Α. σκέφτεται μια τέτοια μέρα σκοτώσαν τον πατέρα μου μια τέτοια μέρα γεννήθηκε ο γιος μου.
Στο Λονδίνο ανοίγουν ομπρέλες με κινήσεις συγχρονισμένης κολύμβησης, βάζουν οι κυρίες κρέμα χεριών με άρωμα verbena και lily of the valley,το κρίνο της κοιλάδας λευκό και ασήμαντο με μια ευωδιά που ζαλίζει, βήματα αθόρυβα πάνω στις μοκέτες,κάπου αλλού πέφτει ήσυχο και ντροπαλό το χιόνι..
Η Κ. θα ανοίγει την ομπρέλα της περιμένοντας στη στάση, όταν βρέχει πάει με μια φίλη της στη δουλειά, το κρεβάτι μου πόσο θα θελα να μαι στο κρεβάτι μου λέει, η πατρίδα για μας τους μελαγχολικούς, η Β. δε θα βγει να περπατήσει θα ανάψει τα φώτα στο σαλόνι και θα πει αχ να ήμουνα αλλού..η Α. θα περιμένει να χτυπήσει το κουδούνι πάνω από τους ατμούς της κατσαρόλας. Η Ε. γυρίζει το φλυτζάνι από συνήθεια και η Μ σε ένα πούλμαν για Στερεά Ελλάδα λέει μόνο όταν βρέχει μου αρέσει, τι όμορφη που δείχνει η Οινόη στα γκρίζα σαν λερωμένο μαργαριτάρι, ο Α. σκέφτεται μια τέτοια μέρα σκοτώσαν τον πατέρα μου μια τέτοια μέρα γεννήθηκε ο γιος μου.
Στο Λονδίνο ανοίγουν ομπρέλες με κινήσεις συγχρονισμένης κολύμβησης, βάζουν οι κυρίες κρέμα χεριών με άρωμα verbena και lily of the valley,το κρίνο της κοιλάδας λευκό και ασήμαντο με μια ευωδιά που ζαλίζει, βήματα αθόρυβα πάνω στις μοκέτες,κάπου αλλού πέφτει ήσυχο και ντροπαλό το χιόνι..
νοέμβρης χωρίς πεσμένα φύλλα
οι γκρίζες στάχτες μου λερώνουν το τραπεζομάντιλο, στάσιμες μέρες,ελώδης, λιμνάζουσες και εγώ κοιμάμαι με σπασμούς.Οι άνθρωποι περπατάνε με τις μύτες των ποδιών στις μπεζ πολυκατοικίες της γειτονιάς,οι δικές μας μέρες δεν είχαν trick or treat του Halloween με πορτοκαλί κολοκύθες φαναράκια και γελαστά παιδιά, δεν θα έχουν ημέρα των Ευχαριστιών με τα ευωδιαστά μούρα στρωμένα τραπέζια, βουνά από ψητές πατάτες και γλυκές πίτες και προσμονή για το χειμώνα που έρχεται.
Ο δικός μου χειμώνας είναι αμφιβολία και ακινησία και γκρίζο, καμένο λαιμό από το τσιγάρο και τα φώτα της πόλης που μετακινείται με τα αυτοκίνητά της, με την τσάντα στο μπροστινό κάθισμα και ένα ραδιόφωνο που στριγγλίζει στα αυτιά, καραμέλες έξω από το κουτί να λιώνουν και μια οργή που σιγοκοχλάζει.
Σκέφτομαι, λες και περιμένεις να κολλήσουμε ταινίες στα τζάμια για να είμαστε ασφαλείς όπως τότε που μας έλεγαν οι γιαγιάδες μας και σκουρόχρωμες κουρτίνες, για να μην κινδυνεύουμε από τον εχθρό και ταυτόχρονα θες να φωνάξεις μα από τον εαυτό μας και τους γύρω μας κινδυνεύουμε, ίσως μέσα στα σπίτια μας να είναι ο εχθρός και να μην θέλουμε να το δούμε, πατάω λίγο το άρωμα στον αέρα που πλανάται για να θυμιατίσω, kenzo jungle, γαρύφαλλο κάρδαμο κανέλα, βαρύ για την εποχή μα το χρειάζομαι, θέλω να δώσω χρώμα στην ταλαιπωρημένη μου νυχτικιά με τα τρυπημένα μανίκια, να αποξηράνω τα έλη τριγύρω με αλχημείες..
Ο δικός μου χειμώνας είναι αμφιβολία και ακινησία και γκρίζο, καμένο λαιμό από το τσιγάρο και τα φώτα της πόλης που μετακινείται με τα αυτοκίνητά της, με την τσάντα στο μπροστινό κάθισμα και ένα ραδιόφωνο που στριγγλίζει στα αυτιά, καραμέλες έξω από το κουτί να λιώνουν και μια οργή που σιγοκοχλάζει.
Σκέφτομαι, λες και περιμένεις να κολλήσουμε ταινίες στα τζάμια για να είμαστε ασφαλείς όπως τότε που μας έλεγαν οι γιαγιάδες μας και σκουρόχρωμες κουρτίνες, για να μην κινδυνεύουμε από τον εχθρό και ταυτόχρονα θες να φωνάξεις μα από τον εαυτό μας και τους γύρω μας κινδυνεύουμε, ίσως μέσα στα σπίτια μας να είναι ο εχθρός και να μην θέλουμε να το δούμε, πατάω λίγο το άρωμα στον αέρα που πλανάται για να θυμιατίσω, kenzo jungle, γαρύφαλλο κάρδαμο κανέλα, βαρύ για την εποχή μα το χρειάζομαι, θέλω να δώσω χρώμα στην ταλαιπωρημένη μου νυχτικιά με τα τρυπημένα μανίκια, να αποξηράνω τα έλη τριγύρω με αλχημείες..
Monday, November 05, 2012
...
και ήταν μια μέρα δε θυμάμαι αν ήταν απόγευμα ή βράδυ καλοκαίρι ήταν πάντως και έπεφτε από το κρεβάτι χτυπούσε σηκωνόταν ξανάπεφτε δάγκωνε το δάχτυλό της να πονέσει να πονέσει έλεγε δεν κλαίω αλλά έκλαιγε επέμενε δεν κλαίω δεν κλαίω φύγετε αφήστε με μόνη διψάω έλεγε φέρτε μου νερό το έχυνε κάτω και έβαζα τα πόδια της να μουσκέψουν να κρυώσουν ήθελε να βγει στο δρόμο δεν την αφήναμε δεν είμαι πια παιδί έλεγε γιατί μου φέρεστε σαν παιδί μετά ξεχνούσε αχ πηγαίνετε με στη θάλασσα δεν έβλεπε τη θάλασσα δίπλα της δίπλα της ήταν άναβε τσιγάρα το ξεχνούσε μετά τα μαζεύαμε εμείς γελούσε έσκισε τη μπλούζα της πήγε να σβήσει το τσιγάρο δεν ντρεπόταν που είδαμε το στήθος της ούτε καν προσπάθησε να το καλύψει βλέπαμε το δέρμα της να ανατριχιάζει δεν έκανε κρύο δεν έκανε και έκλαιγε έτρεχαν τα δάκρυα και την έπιασε λόξυγκας μόνο να με αγαπάτε θέλω έλεγε μόνο να με αγαπάτε και δεν με αγαπάει κανένας και εγώ τα πάντα έχω δώσει έχω χάσει το μυαλό μου το έχασα πάει και θυμάσαι μαμά τότε που έσωσες εκείνο το κοριτσάκι από πνιγμό και ζήλευα γιατί άλλο κοριτσάκι φρόντιζες και το κλώτσησα πολύ λυπάμαι δεν ήθελα να το πονέσω δεν ήθελα λόξιγκας ανεβοκατέβαινε η ανάσα της δεν ήξερε που να πάει το στήθος της έξω προσπάθησε πάλι να καεί της το τραβήξαμε από το χέρι καήκαμε εμείς και έβαλε τα γέλια αν πονάω εγώ όλοι σας να πονάτε είπε όλοι σας να μη νιώσετε χαρά ποτέ να νιώσετε όπως νιώθω εγώ κάθε μέρα κάθε λεπτό ζήτησε πάλι τη θάλασσα τα μαλλιά της μπερδεμένα έσφιγγε τους κόμπους να πονέσει είπε ένα αχ ηρέμησε λίγο μας ξεγέλασε είπε σας ξεγέλασα όλοι νομίζετε πως ξημέρωσε μα ήταν βράδυ και έξω σκοτάδια σκοτάδια έβλεπε το δρόμο ήθελε να τρέξει τα πόδια της δεν πατούσαν στη γη δεν πατούσαν σας λέω δεν ήταν άνθρωπος πια
μα τι σας έκανα είπε τι σας έκανα και με κοιτάζετε με τέτοια σιωπή δεν ήμουν κακό κορίτσι δώστε μου μια ευκαιρία ακόμα σας ντρόπιασα σας ντρόπιασα έλεγε ντρέπεστε για μένα δεν ξέραμε τι να της πούμε κάποιος ψέλλισε όχι ήταν αργά σπάραξε αχ να μη νιώσετε όπως ένιωσα εγώ έριξε κάτω το ποτήρι και είπε να ναι τόσες οι πίκρες σας σαν τα κομμάτια του γυαλιού και τόσο κοφτερές να ξέρετε να ξέρετε έξω σκοτάδια και εγώ βλέπω το ξημέρωμα σε μανταλωμένα παράθυρα δεν θα με κρατήσετε κοντά σας όλοι σας δε θέλετε να με ξέρετε κάνετε πως δεν υπάρχω πως είμαι καλά θα ηρεμήσει λέτε μα δεν ηρέμησα δεν ηρέμησα θέλω τη μαμά μου βοήθεια μα η μητέρα της ήταν νεκρή χρόνια
κάποιος πήγε να πάρει τηλέφωνο το γιατρό
δε μάθαμε τι απέγινε
εμείς τη σκοτώσαμε
μα τι σας έκανα είπε τι σας έκανα και με κοιτάζετε με τέτοια σιωπή δεν ήμουν κακό κορίτσι δώστε μου μια ευκαιρία ακόμα σας ντρόπιασα σας ντρόπιασα έλεγε ντρέπεστε για μένα δεν ξέραμε τι να της πούμε κάποιος ψέλλισε όχι ήταν αργά σπάραξε αχ να μη νιώσετε όπως ένιωσα εγώ έριξε κάτω το ποτήρι και είπε να ναι τόσες οι πίκρες σας σαν τα κομμάτια του γυαλιού και τόσο κοφτερές να ξέρετε να ξέρετε έξω σκοτάδια και εγώ βλέπω το ξημέρωμα σε μανταλωμένα παράθυρα δεν θα με κρατήσετε κοντά σας όλοι σας δε θέλετε να με ξέρετε κάνετε πως δεν υπάρχω πως είμαι καλά θα ηρεμήσει λέτε μα δεν ηρέμησα δεν ηρέμησα θέλω τη μαμά μου βοήθεια μα η μητέρα της ήταν νεκρή χρόνια
κάποιος πήγε να πάρει τηλέφωνο το γιατρό
δε μάθαμε τι απέγινε
εμείς τη σκοτώσαμε
Sunday, November 04, 2012
στο ενδιάμεσο
τα χρώματα και η ομορφιά τους δεν σου ανήκουν, δε θες να τα δεις, είναι Κυριακή, μοιάζει με Μάιο και είναι Νοέμβρης, ο Οκτώβρης πέρασε χωρίς να βρέξει πολύ, ήθελα να βρέξει και να μυρίζει το χώμα και να λέω γη και ύδωρ,γη και ύδωρ,παραδίδω και κρατάω τα δάκρυά μου κάτω από τα μάτια,δεν είναι η ώρα ακόμα για κλάμα ούτε γέλιο, είναι καιρός να δω χρώμα και ομορφιά, να πάλλεται ο σφυγμός στην όψη της ομορφιάς και των πικρών πρωινών με ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι να σκέφτομαι πως είμαι αυτό που δε θες να δεις,που δε θα καταλάβεις, που δε θες να καταλάβεις.
Και να λέω μη μου λεκιάζετε τη ζωή, είμαι ζωντανή παρόλες τις προβλέψεις και τις στατιστικές και τις υποθέσεις, θα γράφω γράμματα και σημειώματα που κανείς δε θα διαβάσει και δε θα θυμάται,ένας κόκκος άμμου μέσα στο στρείδι σας, το σημείο στο πεζοδρόμιο που πάντα σκοντάφτεις.
Και να λέω μη μου λεκιάζετε τη ζωή, είμαι ζωντανή παρόλες τις προβλέψεις και τις στατιστικές και τις υποθέσεις, θα γράφω γράμματα και σημειώματα που κανείς δε θα διαβάσει και δε θα θυμάται,ένας κόκκος άμμου μέσα στο στρείδι σας, το σημείο στο πεζοδρόμιο που πάντα σκοντάφτεις.
Tuesday, October 30, 2012
Μέδουσα
τα μαλλιά μου πάλι σκούρα, κάστανα στη φωτιά και κομμένα κλαδιά,αποκτούν ζωή δική τους και φουσκώνουν,φυσαλίδες σιγά σιγά τα ανεβάζουν και οι ρίζες ανυψώνονται,δεν μπορώ να τα σταματήσω
και είναι τα δέντρα αυτά που κουράζονται να αντιστέκονται στον αέρα τα κλαδιά φωνάζουν για βοήθεια ανήμπορτα χέρια
δρυς οξιές ιτιές κλαίουσες
το νερό θα το σταματήσει σκέφτομαι μα τύχη καμιά θυμώνουν που αντιστέκομαι γίνονται κισσός γίνονται ερπετά
κροταλίζουν στους κροτάφους μου δε φοβούνται το νερό
σκούρο χρώμα καλός οιωνός κακός οιωνός, νερά ήρεμα ή φουρτουνιασμένα? ψάρια τύχη ή λαχτάρα? γάμος τύχη ή ατυχία?
και βουίζουν τα νερά στα αυτιά μου
γοργόνα της πεντάρας λέω. φτηνή και ψεύτικη.
ένας καθρέφτης από το πουθενά βλέπει τις μπογιές στο πρόσωπό μου,ροζ και γαλάζιες, να διαλύονται
και είναι τα δέντρα αυτά που κουράζονται να αντιστέκονται στον αέρα τα κλαδιά φωνάζουν για βοήθεια ανήμπορτα χέρια
δρυς οξιές ιτιές κλαίουσες
το νερό θα το σταματήσει σκέφτομαι μα τύχη καμιά θυμώνουν που αντιστέκομαι γίνονται κισσός γίνονται ερπετά
κροταλίζουν στους κροτάφους μου δε φοβούνται το νερό
σκούρο χρώμα καλός οιωνός κακός οιωνός, νερά ήρεμα ή φουρτουνιασμένα? ψάρια τύχη ή λαχτάρα? γάμος τύχη ή ατυχία?
και βουίζουν τα νερά στα αυτιά μου
γοργόνα της πεντάρας λέω. φτηνή και ψεύτικη.
ένας καθρέφτης από το πουθενά βλέπει τις μπογιές στο πρόσωπό μου,ροζ και γαλάζιες, να διαλύονται
Monday, October 29, 2012
στις πολύβουες Κυριακές
περπατάω και είμαι ζωντανή, σπρώχνουμε τον κόσμο στα στενάκια,οι ράγες του τραίνου προς Πειραιά και αεροδρόμιο, ο κόσμος δε με καταπίνει πια, είναι απόγευμα νωρίς και έχει υγρασία .Δεν με πειράζει που είναι Κυριακή και νυχτώνει.
Βλέπω μια ανοιχτή ομπρέλα σε μα τζαμαρία, παντού ερείπια και μανταλωμένες πόρτες,ομπρέλα ανοιχτή σημαίνει γρουσουζιά μα μπορεί και να είναι τύχη,ζωγγραφισμένη στο χέρι προσεκτικά σαν κούκλα,μπλε βασιλικό και λεπτομέρειες γύρω γύρω, λευκές και κίτρινες σα λεμονιές, η ομπρέλα μέσα στο τζάμι λέει προστάτεψέ με και θα σε σκεπάσω από τη βροχή και τον ήλιο,θα μπω στην τσάντα σου αν με πάρεις στο σπίτι και δε θα σου φέρω κακή τύχη, θα βρέχει και θα βρέχομαι εγώ για σένα και δε θα ξεβάφω, μπλε σαν τη θυμωμένη θάλασσα σαν δυο ανταριασμένα μάτια.
Τρώμε διαφημιστική κρέμα καραμελέ καθισμένες στην πλατεία και χαζεύουμε δαχτυλίδια,τα μαγαζιά κλείνουν ένα ένα πόσοι άνθρωποι ετερόκλητοι σε αυτή την πόλη, άνθρωποι με λειψά μέλη άλλοι με λειψές ψυχές, ξανθά κορίτσια με σακούλες στα χέρια και την υπεροψία της νιότης τους,του φρέσκου δέρματός τους, φάλτσα λαικά τραγούδια πεινασμένες γάτες,έλα να μυρίσεις το άρωμά μου ambre des merveilles,το κεχριμπάρι των θαυμάτων, αναβλύζει από τη θάλασσα ζεστό και φέρνει τύχη,είναι πορτοκαλί και λευκό και κολλάει στο δέρμα σα στρείδι, ένα στρείδι από βανίλια, κεχριμπάρι εσπεριδοειδή, απλώνεται στο γκρίζο του μετρό και τα πλακάκια, αναβλύζει Βαλτική μέσα στη Μεσόγειο και οι ράγες του τραίνου όταν με τραβήξουν στη γειτονιά μου λένε να είσαι η θάλασσα να μην ησυχάζεις ποτέ
Βλέπω μια ανοιχτή ομπρέλα σε μα τζαμαρία, παντού ερείπια και μανταλωμένες πόρτες,ομπρέλα ανοιχτή σημαίνει γρουσουζιά μα μπορεί και να είναι τύχη,ζωγγραφισμένη στο χέρι προσεκτικά σαν κούκλα,μπλε βασιλικό και λεπτομέρειες γύρω γύρω, λευκές και κίτρινες σα λεμονιές, η ομπρέλα μέσα στο τζάμι λέει προστάτεψέ με και θα σε σκεπάσω από τη βροχή και τον ήλιο,θα μπω στην τσάντα σου αν με πάρεις στο σπίτι και δε θα σου φέρω κακή τύχη, θα βρέχει και θα βρέχομαι εγώ για σένα και δε θα ξεβάφω, μπλε σαν τη θυμωμένη θάλασσα σαν δυο ανταριασμένα μάτια.
Τρώμε διαφημιστική κρέμα καραμελέ καθισμένες στην πλατεία και χαζεύουμε δαχτυλίδια,τα μαγαζιά κλείνουν ένα ένα πόσοι άνθρωποι ετερόκλητοι σε αυτή την πόλη, άνθρωποι με λειψά μέλη άλλοι με λειψές ψυχές, ξανθά κορίτσια με σακούλες στα χέρια και την υπεροψία της νιότης τους,του φρέσκου δέρματός τους, φάλτσα λαικά τραγούδια πεινασμένες γάτες,έλα να μυρίσεις το άρωμά μου ambre des merveilles,το κεχριμπάρι των θαυμάτων, αναβλύζει από τη θάλασσα ζεστό και φέρνει τύχη,είναι πορτοκαλί και λευκό και κολλάει στο δέρμα σα στρείδι, ένα στρείδι από βανίλια, κεχριμπάρι εσπεριδοειδή, απλώνεται στο γκρίζο του μετρό και τα πλακάκια, αναβλύζει Βαλτική μέσα στη Μεσόγειο και οι ράγες του τραίνου όταν με τραβήξουν στη γειτονιά μου λένε να είσαι η θάλασσα να μην ησυχάζεις ποτέ
Saturday, October 27, 2012
πυξίδες
η φωτιά στο τζάκι να σιγοκοιμάται, ξερά σύκα σε ένα πιάτο στο τραπέζι κι ένα ραδιόφωνο μονάχο του να παίζει, στα φλυτζάνια καφές πικρός, στους διαβάτες υψωμένοι γιακάδες ένα κοριτσάκι με την κούκλα του στο χέρι,πρωτοβρόχια, οδηγίες προς ναυτιλομένους.
δεν ξέρω αν είμαι γέλιο ή κλάμα
παλιές εφημερίδες και κουκουνάρια στο καλάθι, τα φαγωμένα καλύμματα των καναπέδων,στο μυαλό μου τα καράβια φεύγουν από το Λαύριο,κόκκινο και πορτοκαλί φόντος στους εφιάλτες μου,το καράβι που παίρναμε τότε λεγόταν Μύρινα και είχε κόκκινα καλύμματα στο σαλόνι του και τραπεζάκια χαμηλά,φθαρμένες αφίσες σε βρώμικες κορνίζες, ταξιδεύαμε νυσταγμένοι αναχώρηση στις οκτώ κοιμόμουν στο αυτοκίνητο και χάραζε,μια χαραμάδα ήλιου και ροζ βλέφαρα να ανοιγοκλείνουν σαν στόματα,περνούσαμε από τα Μεσόγεια ανοίγαν τα μαγαζιά φούρνοι νεωτερισμοί χασάπικα, γυναίκες με ψηλοτάκουνα στη στάση του λεωφορείου τα μπαρ που έκλειναν,κι εγώ έλεγα η Αθήνα με διώχνει τα ξημερώματα,απόρριψη και αναγούλα και αναφιλητό,δεν έχω πόλη δεν έχω προορισμό.
αν πεθάνω άραγε θα είμαι όμορφη
αφροί στο φόρεμά μου ανοιγμένα πανιά στα μάτια μου αν πεθάνω ας γίνω μια ανάσα, μια σπίθα στα ξύλα του τζακιού το πρωινό τσιγάρο των ξυλοκόπων, μια λάμπα που κάποιος ξέχασε να σβήσει όταν η ώρα αλλάζει τον Οκτώβρη
δεν ξέρω αν είμαι γέλιο ή κλάμα
παλιές εφημερίδες και κουκουνάρια στο καλάθι, τα φαγωμένα καλύμματα των καναπέδων,στο μυαλό μου τα καράβια φεύγουν από το Λαύριο,κόκκινο και πορτοκαλί φόντος στους εφιάλτες μου,το καράβι που παίρναμε τότε λεγόταν Μύρινα και είχε κόκκινα καλύμματα στο σαλόνι του και τραπεζάκια χαμηλά,φθαρμένες αφίσες σε βρώμικες κορνίζες, ταξιδεύαμε νυσταγμένοι αναχώρηση στις οκτώ κοιμόμουν στο αυτοκίνητο και χάραζε,μια χαραμάδα ήλιου και ροζ βλέφαρα να ανοιγοκλείνουν σαν στόματα,περνούσαμε από τα Μεσόγεια ανοίγαν τα μαγαζιά φούρνοι νεωτερισμοί χασάπικα, γυναίκες με ψηλοτάκουνα στη στάση του λεωφορείου τα μπαρ που έκλειναν,κι εγώ έλεγα η Αθήνα με διώχνει τα ξημερώματα,απόρριψη και αναγούλα και αναφιλητό,δεν έχω πόλη δεν έχω προορισμό.
αν πεθάνω άραγε θα είμαι όμορφη
αφροί στο φόρεμά μου ανοιγμένα πανιά στα μάτια μου αν πεθάνω ας γίνω μια ανάσα, μια σπίθα στα ξύλα του τζακιού το πρωινό τσιγάρο των ξυλοκόπων, μια λάμπα που κάποιος ξέχασε να σβήσει όταν η ώρα αλλάζει τον Οκτώβρη
sylvia
είναι όμως άδικο να μένεις στην ιστορία για ένα φούρνο του γκαζιού
έναν αποτυχημένο γάμο
τα ξανθά μαλλιά και το λευκό μαγιώ σου
έναν έρωτα με πάθος
και δύο αυτοκτονίες
η μία η πιο διάσημη της λογοτεχνίας
τα βρώμικα μαλλιά σου την αρρώστια σου
για να σε διαγράψουν
ως ποιήτρια για μικροαστές με νευρώσεις και τεντωμένα νεύρα
διατροφικές διαταραχές
και βαμμένα μάτια μαύρα και μαλλιά
για κακομαθημένα κορίτσια που κραυγάζουν βοήθεια
όταν οι λέξεις σου πάνω στο λευκό χαρτί
ήταν τόσο όμορφες σαν παγωμένο ατσάλι
τέλειες σαν χειρουργικό εργαλείο
παγωμένες σαν τις νύχτες της Βοστώνης
κοφτερές σαν αλκοόλ στο στομάχι
και γροθιά
μα όλοι θυμούνται έναν αποτυχημένο γάμο
σκηνές ζηλοτυπίας έναν άνδρα άπιστο
καμένες σελίδες ημερολογίων
κι ένα μάγουλο να τρέχει αίμα
(και εγώ όταν σε διάβασα ήμουν μικροαστή με νευρώσεις και τεντωμένα νεύρα, Βικτώρια Λουκά)
έναν αποτυχημένο γάμο
τα ξανθά μαλλιά και το λευκό μαγιώ σου
έναν έρωτα με πάθος
και δύο αυτοκτονίες
η μία η πιο διάσημη της λογοτεχνίας
τα βρώμικα μαλλιά σου την αρρώστια σου
για να σε διαγράψουν
ως ποιήτρια για μικροαστές με νευρώσεις και τεντωμένα νεύρα
διατροφικές διαταραχές
και βαμμένα μάτια μαύρα και μαλλιά
για κακομαθημένα κορίτσια που κραυγάζουν βοήθεια
όταν οι λέξεις σου πάνω στο λευκό χαρτί
ήταν τόσο όμορφες σαν παγωμένο ατσάλι
τέλειες σαν χειρουργικό εργαλείο
παγωμένες σαν τις νύχτες της Βοστώνης
κοφτερές σαν αλκοόλ στο στομάχι
και γροθιά
μα όλοι θυμούνται έναν αποτυχημένο γάμο
σκηνές ζηλοτυπίας έναν άνδρα άπιστο
καμένες σελίδες ημερολογίων
κι ένα μάγουλο να τρέχει αίμα
(και εγώ όταν σε διάβασα ήμουν μικροαστή με νευρώσεις και τεντωμένα νεύρα, Βικτώρια Λουκά)
Friday, October 26, 2012
λωτοφάγοι
και να υπήρχε που λες μια χώρα για όλους εμάς τους ξεγραμμένους
εκεί που δε θα κρύβαμε τα σημάδια από τα ξυράφια στις γάμπες και τους καρπούς
εκτρώσεις διατροφικές διαταραχές αποβολές
δε θα μας πλήγωναν τα σκληρά λόγια μα θα κυλούσαν σαν νερό σαν αμαρτία
θα αγκαλιαζόμασταν θα σπάγαμε ροζ μπαλόνια και θα γελούσαμε με τον κρότο
ναρκωμένοι με διεσταλμένες κόρες και μουτζουρωμένα βλέφαρα
θα τριγυρνούσαμε με ξεχειλωμένα στριφώματα και φρεσκοπλυμένα κορμιά
χωρίς νοσοκόμες χωρίς κρίσεις πανικού
ιλίγγους λαβυρίνθους κεφαλαλγίες
θα μας μοίραζαν χαρτιά για να ζωγραφίσουμε και οπιούχα κρυμμένα σε μαρμελάδα σύκο
δε θα υπήρχαν λόγια που καίνε
φθονερές ματιές επικριτικά σχόλια
μόνο λωτοφάγοι. εμείς.κανένα ουρλιαχτό μέσα στη νύχτα
κανένας εφιάλτης με παγωμένα δόντια και αιμοβόρικα δάχτυλα
μόνο θα τραγουδάμε νανουρίσματα
και δε θα ξέρουμε ποιον κηδεύουμε
εσένα εμένα εκείνους που μας χλεύασαν
μια αρρώστια χωρίς όνομα που μια μέρα έτσι μας διάλεξε
τα παιδιά που δεν κάναμε
φλουοξετίνη σεροτονινη οι δυο μου κόρες
θηλάστηκαν με σκόνες εργαστηρίου και πειράματα
φοράνε τα καλά τους φορέματα τις Κυριακές
καμιά φορά με επισκέπτονται ακόμα
χαίρονται όταν με βλέπουν
όχι σαν εσένα που στρίβεις το βλέμμα σου από την άλλη
εκεί που δε θα κρύβαμε τα σημάδια από τα ξυράφια στις γάμπες και τους καρπούς
εκτρώσεις διατροφικές διαταραχές αποβολές
δε θα μας πλήγωναν τα σκληρά λόγια μα θα κυλούσαν σαν νερό σαν αμαρτία
θα αγκαλιαζόμασταν θα σπάγαμε ροζ μπαλόνια και θα γελούσαμε με τον κρότο
ναρκωμένοι με διεσταλμένες κόρες και μουτζουρωμένα βλέφαρα
θα τριγυρνούσαμε με ξεχειλωμένα στριφώματα και φρεσκοπλυμένα κορμιά
χωρίς νοσοκόμες χωρίς κρίσεις πανικού
ιλίγγους λαβυρίνθους κεφαλαλγίες
θα μας μοίραζαν χαρτιά για να ζωγραφίσουμε και οπιούχα κρυμμένα σε μαρμελάδα σύκο
δε θα υπήρχαν λόγια που καίνε
φθονερές ματιές επικριτικά σχόλια
μόνο λωτοφάγοι. εμείς.κανένα ουρλιαχτό μέσα στη νύχτα
κανένας εφιάλτης με παγωμένα δόντια και αιμοβόρικα δάχτυλα
μόνο θα τραγουδάμε νανουρίσματα
και δε θα ξέρουμε ποιον κηδεύουμε
εσένα εμένα εκείνους που μας χλεύασαν
μια αρρώστια χωρίς όνομα που μια μέρα έτσι μας διάλεξε
τα παιδιά που δεν κάναμε
φλουοξετίνη σεροτονινη οι δυο μου κόρες
θηλάστηκαν με σκόνες εργαστηρίου και πειράματα
φοράνε τα καλά τους φορέματα τις Κυριακές
καμιά φορά με επισκέπτονται ακόμα
χαίρονται όταν με βλέπουν
όχι σαν εσένα που στρίβεις το βλέμμα σου από την άλλη
το μικρο καλοκαιράκι του αη δημήτρη
Είναι το μικρό καλοκαιράκι του Αη Δημήτρη και αυτές τις μέρες πάντα σκέφτομαι τις καμπάνες στην πλατεία να χτυπάνε το 1940 και έναν νέο άνδρα να ετοιμάζεται να ανέβει στο μέτωπο και τη γυναίκα του με τη μακριά πλεξούδα να του ετοιμάζει τα ρούχα, με την κόρη τους να κλαίει στην κούνια αγνοοώντας τις καταστάσεις και η γυναίκα,μικρόσωμη και φοβισμένη να διπλώνει μάλλινες φανέλες με φουσκωμένη την κοιλιά της, να πηγαίνει να δηλώνει τα άλογά τους για επιστράτευση και να τον αποχαιρετάει χωρίς να ξέρει αν θα τον ξαναδεί, να μετράει στην αποθήκη λάδι και στάρι και ζάχαρη και να κλαίει μόνη χωρίς πατέρα χωρίς άνδρα επιταγμένο σπίτι από γερμανούς στην κατοχή να τρέμει μόνη τη νύχτα στο κρεβάτι σε ποιον να πει φοβάμαι δε μου λένε τίποτα οι νίκες σας
και έναν άνδρα να περπατάει μέσα στα χιόνια με τη χλαίνη σιωπηλό και να σκοτώνει τα άλογα με το όπλο όταν δεν άντεχαν άλλο και να καπνίζει με τους άλλους στρατιώτες αμίλητο και να σκέφτεται πως αν πεθάνει μαζί θα πεθάνουν 3 γυναίκες
φύτευε και όργωνε και τσάπιζε και βρέθηκε να παίρνει ζωές και να ματώνει από τις ψείρες και τον τρόμο από τα κομμένα λαρύγγια και τα μέλη σκορπισμένα τριγύρω
και να περπατάει το δρόμο του γυρισμού εξαθλιωμένος διψασμένος βρώμικος δεν έχω δει ακόμα το παιδί μου ζει το παιδί μου ζει η γυναίκα μου ηττημένοι σε μια σειρά και άλλοι να κρύβουν όπλα για τον εμφύλιο που θα ερχόταν πάλι αίμα
ατέλειωτα βήματα και ανορθόγραφα γράμματα στην τσέπη και για μια ζωή εφιάλτες τη νύχτα ιδρωμένα σεντόνια και ουρλιαχτά
γάγγραινες σαλεμένα μυαλά
ένα όπλο συντροφιά και το κρύο κι εκείνο εχθρός χιονίστρες και σας χαρίζω τα εμβατήριά σας εμένα τη ζωή μου ποιος θα μου τη δώσει πίσω γνώρισα τον τρόμο και ποτέ δεν θα φύγει από μένα τώρα πάνω μου κολλημένος και ο θάνατος μια ρουτίνα οι ζωντανοί είναι η εξαίρεση κι εγώ δεν είμαι ζωντανός μυρίζω σφαίρα και ανώνυμες ζωές που πήρα και σάπιο δέρμα
και η γυναίκα μου να μην ξέρει καν αν είμαι ζωντανός και εκείνη τι δίνει να φάει το παιδί σας χαρίζω νίκες και κλέος θέλω πίσω τα άλογά μου το χωράφι μου να μυρίσω γη να σκάψω για να δώσω ζωή όχι να θάψουμε γνωστούς και φίλους
και μας λένε ήρωες μα εγώ μόνο θάνατο βλέπω ο καθημερινός μου σύντροφος ο μόνος φίλος
και έναν άνδρα να περπατάει μέσα στα χιόνια με τη χλαίνη σιωπηλό και να σκοτώνει τα άλογα με το όπλο όταν δεν άντεχαν άλλο και να καπνίζει με τους άλλους στρατιώτες αμίλητο και να σκέφτεται πως αν πεθάνει μαζί θα πεθάνουν 3 γυναίκες
φύτευε και όργωνε και τσάπιζε και βρέθηκε να παίρνει ζωές και να ματώνει από τις ψείρες και τον τρόμο από τα κομμένα λαρύγγια και τα μέλη σκορπισμένα τριγύρω
και να περπατάει το δρόμο του γυρισμού εξαθλιωμένος διψασμένος βρώμικος δεν έχω δει ακόμα το παιδί μου ζει το παιδί μου ζει η γυναίκα μου ηττημένοι σε μια σειρά και άλλοι να κρύβουν όπλα για τον εμφύλιο που θα ερχόταν πάλι αίμα
ατέλειωτα βήματα και ανορθόγραφα γράμματα στην τσέπη και για μια ζωή εφιάλτες τη νύχτα ιδρωμένα σεντόνια και ουρλιαχτά
γάγγραινες σαλεμένα μυαλά
ένα όπλο συντροφιά και το κρύο κι εκείνο εχθρός χιονίστρες και σας χαρίζω τα εμβατήριά σας εμένα τη ζωή μου ποιος θα μου τη δώσει πίσω γνώρισα τον τρόμο και ποτέ δεν θα φύγει από μένα τώρα πάνω μου κολλημένος και ο θάνατος μια ρουτίνα οι ζωντανοί είναι η εξαίρεση κι εγώ δεν είμαι ζωντανός μυρίζω σφαίρα και ανώνυμες ζωές που πήρα και σάπιο δέρμα
και η γυναίκα μου να μην ξέρει καν αν είμαι ζωντανός και εκείνη τι δίνει να φάει το παιδί σας χαρίζω νίκες και κλέος θέλω πίσω τα άλογά μου το χωράφι μου να μυρίσω γη να σκάψω για να δώσω ζωή όχι να θάψουμε γνωστούς και φίλους
και μας λένε ήρωες μα εγώ μόνο θάνατο βλέπω ο καθημερινός μου σύντροφος ο μόνος φίλος
Tuesday, October 23, 2012
Cabiria
Δεν έχει γεύση ούτε η ευτυχία ούτε ο θάνατος, σαν σήμερα γεννήθηκε ο Μάνος Χατζιδάκης και στη βροχή που πέφτει λέω τα παιδιά κάτω στον κάμπο,τα παιδιά κάτω στον κάμπο μεγάλωσαν είναι δίπλα μας, τρέχουν τα μάτια τους αίμα και χολή και μας τραβάνε κάτω στο έδαφος, ο Ροβινσώνας δε ζει πια στη Μύκονο η σκούνα δεν έφυγε στο Μαρόκο αλλά έμεινε στα καρνάγια στον Πειραιά και στο Λαύριο και πέρασε και ο εικοστός αιώνας..
Ζυγός μα και Σκορπιός και εγώ Καρκίνος στη λίμνη σαν την Καμπίρια να σηκώνεται αργά και να δακρύζει στην κάμερα,τα παιδιά την αγκάλιασαν μα δεν σκέφτηκε κανείς τι έγινε μετά μα χαμογέλασε και περπάτησε και αγόρασε και ένα ζευγάρι τακούνια να τη συντροφεύουν με τον ήχο τους, να αγκαλιάζουν τα πόδια της, ένα ζευγάρι παπούτσια καστόρινα να λένε ας περπατήσουμε μαζί μέσα στη φτήνια και την αρρώστια και το κλάμα και τη ζωή που δεν έρχεται,που την περιμένουμε και δεν έρχεται κι ας περπατάμε στη βροχή μπροστά γιατί κάπου μέσα , μέσα εκεί υπάρχει κάπου η ευτυχία ή κάτι που να της μοιάζει και βρίσκεται σε κάτι μαγαζιά με ρετάλια και γαριασμένα σεντόνια,σε έναν άνδρα που ανάβει ένα τσιγάρο στο λιμάνι αποχαιρετώντας τα καράβια που έφυγαν χωρίς να τον πάρουν μαζί και σε μια γυναίκα που ζυμώνει και αυτήν την ευτυχία και εγώ την αξίζω, Καμπίρια,Τζελσομίνα,Ιουλιέτα..
Ζυγός μα και Σκορπιός και εγώ Καρκίνος στη λίμνη σαν την Καμπίρια να σηκώνεται αργά και να δακρύζει στην κάμερα,τα παιδιά την αγκάλιασαν μα δεν σκέφτηκε κανείς τι έγινε μετά μα χαμογέλασε και περπάτησε και αγόρασε και ένα ζευγάρι τακούνια να τη συντροφεύουν με τον ήχο τους, να αγκαλιάζουν τα πόδια της, ένα ζευγάρι παπούτσια καστόρινα να λένε ας περπατήσουμε μαζί μέσα στη φτήνια και την αρρώστια και το κλάμα και τη ζωή που δεν έρχεται,που την περιμένουμε και δεν έρχεται κι ας περπατάμε στη βροχή μπροστά γιατί κάπου μέσα , μέσα εκεί υπάρχει κάπου η ευτυχία ή κάτι που να της μοιάζει και βρίσκεται σε κάτι μαγαζιά με ρετάλια και γαριασμένα σεντόνια,σε έναν άνδρα που ανάβει ένα τσιγάρο στο λιμάνι αποχαιρετώντας τα καράβια που έφυγαν χωρίς να τον πάρουν μαζί και σε μια γυναίκα που ζυμώνει και αυτήν την ευτυχία και εγώ την αξίζω, Καμπίρια,Τζελσομίνα,Ιουλιέτα..
apples and time
τα πιο όμορφα είναι πάντα τα φθαρμένα από το χρόνο, την ύλη, την ίδια τη ζωή, φράουλες που έχουν παραωριμάσει, η Βενετία αλατισμένη και ποτισμένη από τη λιμνοθάλασσα και το αλκοόλ στα μπάρ,τα χείλη ξεραμένα να ανάβουν τσιγάρο και το μακιγιάζ να διαλύεται στο τέλος της νύχτας.
το μήλο που έδωσε η Εύα δεν ήταν δροσερό και σφιχτό σαν το στήθος της ούτε κόκκινο σαν τα χείλη της αλλά ένα μήλο σαν τα παραπάνω ,μαραγκιασμένο από τη φθορά της ύπαρξης και το χρόνο που περνάει χαιδεύοντας μας τρυφερά το μάγουλο, σκέφτομαι και ακόμα είναι πρωί,είναι νωρίς ακόμα και εγώ τα πρωινά τιμωρώ τον εαυτό μου,δεν τρώω μαρμελάδα μήλου ή φράουλας ή βατόμουρου, καφές στεγνός με την κηλίδα του στην επιφάνεια,σκούρος χωρίς χρώμα και υφή να λεκιάζει ρούχα και λαιμό απρόσεχτα,η κομπόστα μήλου που έφτιαχνε η μάνα μου τα απογεύματα κι εγώ στο τραπέζι της κουζίνας πράσινο και εκείνο και στρογγυλό όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω παπαρούνα,λουλούδι ή φρούτο, σύκο ο καρπός του δέντρου που κρεμάστηκε ο Ιούδας, κεράσι με λεπτή επιδερμίδα ζεστή σάρκα και ένα κουκούτσι στο κέντρο, ο λεκές που δε βγαίνει από τα ρούχα στη μνήμη,είχε και ένα κραγιόν στην τσάντα της σάπιο μήλο που δεν το φόρεσε ποτέ, αρνιόταν εκείνη το χρώμα με γυμνά χείλη πάλεψε στη ζωή,με άβαφα μάτια και μαλλιά, γιατί να ξεγελάς την παρακμή σου,είναι σύντροφός σου και αλήθεια σου,μουτζουρώνω τα μάτια μου τα βράδια,γεμίζω χαρτιά και νιώθω φύλλα να βγαίνουν από πάνω μου,φύλλα και μπουμπούκια κι ας έρχεται χειμώνας.
το μήλο που έδωσε η Εύα δεν ήταν δροσερό και σφιχτό σαν το στήθος της ούτε κόκκινο σαν τα χείλη της αλλά ένα μήλο σαν τα παραπάνω ,μαραγκιασμένο από τη φθορά της ύπαρξης και το χρόνο που περνάει χαιδεύοντας μας τρυφερά το μάγουλο, σκέφτομαι και ακόμα είναι πρωί,είναι νωρίς ακόμα και εγώ τα πρωινά τιμωρώ τον εαυτό μου,δεν τρώω μαρμελάδα μήλου ή φράουλας ή βατόμουρου, καφές στεγνός με την κηλίδα του στην επιφάνεια,σκούρος χωρίς χρώμα και υφή να λεκιάζει ρούχα και λαιμό απρόσεχτα,η κομπόστα μήλου που έφτιαχνε η μάνα μου τα απογεύματα κι εγώ στο τραπέζι της κουζίνας πράσινο και εκείνο και στρογγυλό όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω παπαρούνα,λουλούδι ή φρούτο, σύκο ο καρπός του δέντρου που κρεμάστηκε ο Ιούδας, κεράσι με λεπτή επιδερμίδα ζεστή σάρκα και ένα κουκούτσι στο κέντρο, ο λεκές που δε βγαίνει από τα ρούχα στη μνήμη,είχε και ένα κραγιόν στην τσάντα της σάπιο μήλο που δεν το φόρεσε ποτέ, αρνιόταν εκείνη το χρώμα με γυμνά χείλη πάλεψε στη ζωή,με άβαφα μάτια και μαλλιά, γιατί να ξεγελάς την παρακμή σου,είναι σύντροφός σου και αλήθεια σου,μουτζουρώνω τα μάτια μου τα βράδια,γεμίζω χαρτιά και νιώθω φύλλα να βγαίνουν από πάνω μου,φύλλα και μπουμπούκια κι ας έρχεται χειμώνας.
Monday, October 22, 2012
οι λύκοι
δεν μου αρέσει να γράφω για ανθρώπους ζωντανούς, εκείνοι που συναντάω στο δρόμο και περνάνε σε γραπτούς λόγους έχουν μέσα τους κάτι το πεθαμένο,μάτια χέρια μυρωδιά,δάχτυλα που γραπώνουν πριν για πάντα αποσυρθούν, μου αρέσουν και εκείνοι που δε μεγάλωσαν και αυτός είναι ο θάνατος ο πιο βαθύς ο πιο πένθιμος,στα μνημόσυνά του πάμε κάθε Κυριακή και ρίχνουμε λουλούδια και ανάβουμε κεριά, σαν το δαυλί που έκαιγε και όσο έκαιγε ο ήρωας θα ζούσε και οι ίδιοι το πετάμε στη φωτιά,δεν κλαίω δεν είμαι στενοχωρημένη αλήθεια,μου αρέσει να γράφω για φουσκονεριές και μπουγάδες και ασπρόρουχα,για λάμες που χτυπάνε στον τοίχο,για κιτρινισμένα φύλλα και μπουμπούκια την άνοιξη,για χρώματα που φεύγουν από καμβάδες όταν φυλακίζονται, το χρώμα τρέχει στον τοίχο βγαίνει στο μπαλκόνι τρέχει με τα νερά της βροχής στα λούκια για να πάει στη θάλασσα, και φέτος δεν θυμάμαι που έβαλα την ομπρέλα μου,μια ζωή χωρίς όπλα κινούμαι,χωρίς ομπρέλα και γάντια και καπέλο και πήρα τη στράτα κι έρχομαι μες στη βροχή και βρέχομαι,Τσιτσάνης στο ραδιόφωνο, και στρώσε μου να κοιμηθώ μα εγώ δεν έχω ύπνο, όλοι έχουν ύπνο και εγώ έχω μόνο φυγή και σταγόνες της βροχής γαλάζιες και λιλά και γκρίζο μια ζωή γκρίζο σε καμβά και πρόσωπο και χείλη,πάνω στα βουνά αλυχτάνε οι λύκοι και τέτοιες μέρες κατεβαίνουν με τα μάτια τους στοργικά να ξαπλώσουν στα πόδια κάτι κοριτσιών σαν και μένα.
Sunday, October 21, 2012
νυχτερινά φώτα
Εντίθ Πιαφ και η φωνή της είναι το βράδυ, η γυναίκα με το μαύρο φόρεμα και τα κόκκινα χείλη θριαμβεύει στο Olympia, la foule, τραγουδούσε στο δρόμο και είχε δεκάδες εραστές, ναι σου λέω, ήταν η νύχτα με τη φωνή την πικρή και τη μοναξιά της, τα μοναχικά μας βράδια με το φωτάκι της κουζίνας και το τσιγάρο στα χείλη,το ραγισμένο φλυτζάνι να γεμίζει τσάγια και καφέδες και νερά που βάζουμε μέσα μας για να μην αρχίσουμε να κλαίμε και τρέχουν δάκρυα, είναι οι νύχτες που περάσαμε με δεκάδες εραστές αλλά μόνοι,να ισιώνουμε και να ξαναισιώνουμε τα σεντόνια για να μην πούμε λέξεις που θα μετανιώσουμε,κινήσεις που δεν θα πάρουμε πίσω και πως δαγκώνεις τα χείλη σου όταν πονάς και επίτηδες τα ξεραίνεις για να πονάς και να ξέρεις που πονάς, ο Οκτώβρης και ο Νοέμβρης φέρνουν κρύο και βροχές,μάλλινες ζακέτες με τρύπες στα μανίκια και πακέτα με χαρτομάντιλα,πόσο μου έλειψε το ξεροβόρι στο νησί μου, κάτι λευκές νύχτες μου έλειψαν που είχαν ξαστεριά,σου λέω εγώ δεν είμαι αυτό που κάποτε ίσως αγάπησες,δεν είναι το ίσως αυτό που πονάει είναι το αγάπησες,Οκτώβρης,κιτρινισμένα βιβλία και κλειστά παράθυρα,πλένεις τα πιάτα στο νεροχύτη και λες εγώ δεν έγινα αυτό που ονειρεύτηκα όπως τόσοι άλλοι και είμαι τώρα μέρος μιας μεγάλης παράδοσης,μιας μεγάλης γενιάς,στάζουν οι σαπουνάδες και λες μα συνέχεια απλώνουν στο απέναντι μπαλκόνι,γράφω γράμματα με τη σαπουνάδα στα ποτήρια,σβήνω τους λεκέδες από τις κούπες και λέω μπορεί να μην έγινα κάτι που ονειρεύτηκα αλλά είμαι ήσυχη,είμαι γαλήνια κάτω από το δέρμα μου,και το λέω και μόλις το ξεστομίζω ξέρω πως είναι ψέμα μα μια στο τόσο συγχωρείται,πόσο κοστίζει ένα ήσυχο βράδυ να τα δώσω, να τα χτυπήσω στο τραπέζι και να πω πάρτε τα,ξοφλήσαμε και εντάξει,μα φοβάμαι πως γίνομαι μια καρικατούρα χωρις καν περίγραμμα και σβήνω στο χαρτί,μη με πετάξεις,μη με πετάξεις σε παρακαλώ σου προσφέρομαι να μη νυχτώνεις και εσύ, μα πάντα σκοτεινιάζει και το μελάνι μου στάζει στα χέρια σου και πας να τα ξεπλύνεις.
Saturday, October 20, 2012
βαδίζοντας
δεν θέλω να κρυώσει η αγάπη σου σαν τον καιρό σκέφτομαι καθώς περπατάω στο πεζοδρόμιο, δεν θέλω, αν με κοιτάς είμαι ο ήλιος, γυρνάω γύρω από τη γη και φλέγομαι ως τις ρίζες των μαλλιών, θα θελα να κλαις για να σε παρηγορώ μόνο εγώ μα με κάνεις έτσι να πονάω περισσότερο,δεν ξέρουν τι σκεφτομαι τα ζευγάρια στα καφέ στα πεζοδρόμια,τραπεζάκια έξω και ραστώνη,είναι πρωί πάλι.
Κι εγώ τριγυρνάω ζαλισμένη, βλέπω τις βιτρίνες με τα παιδικά ρούχα, κανένα παιδί δε θα γίνει το δικό μας,δε θα αγοράσουμε κουβερτούλες και καροτσάκι, δε θα βάψουμε το παιδικό δωμάτιο, παιδικά σερβίτσια τσαγιού και τραινάκι, πάντα το ήξερα μα σήμερα με πονάει πιο πολύ, δε θα στρώσω το τραπέζι για να φάμε δε θα πεις σε κάποιον τι όμορφη που είναι σήμερα η μαμά, για κοίτα,τι όμορφη που είναι η μαμά μας.
Μα βάζω κραγιόν στο χέρι μου και δε λέω τίποτα σε κανέναν,δε θα σε συναντήσω δε θα με δεις, μα στο μυαλό σου θέλω να είμαι δυνατή και ίσια, να βαδίζω με στιλπνά πόδια και βλέμμα καθαρό, είναι το χρέος μου,είναι το χρέος μου προς εσένα και σε μένα και αυτά ξεπληρώνονται με τους πιο υψηλούς τόκους, αν δεν το κάνω το ξέρω πως θα σε απογοητεύσω,και αυτό,αυτό είναι που είναι το χειρότερο από όλα.
Κι εγώ τριγυρνάω ζαλισμένη, βλέπω τις βιτρίνες με τα παιδικά ρούχα, κανένα παιδί δε θα γίνει το δικό μας,δε θα αγοράσουμε κουβερτούλες και καροτσάκι, δε θα βάψουμε το παιδικό δωμάτιο, παιδικά σερβίτσια τσαγιού και τραινάκι, πάντα το ήξερα μα σήμερα με πονάει πιο πολύ, δε θα στρώσω το τραπέζι για να φάμε δε θα πεις σε κάποιον τι όμορφη που είναι σήμερα η μαμά, για κοίτα,τι όμορφη που είναι η μαμά μας.
Μα βάζω κραγιόν στο χέρι μου και δε λέω τίποτα σε κανέναν,δε θα σε συναντήσω δε θα με δεις, μα στο μυαλό σου θέλω να είμαι δυνατή και ίσια, να βαδίζω με στιλπνά πόδια και βλέμμα καθαρό, είναι το χρέος μου,είναι το χρέος μου προς εσένα και σε μένα και αυτά ξεπληρώνονται με τους πιο υψηλούς τόκους, αν δεν το κάνω το ξέρω πως θα σε απογοητεύσω,και αυτό,αυτό είναι που είναι το χειρότερο από όλα.
Thursday, October 18, 2012
on desk
Μου έλειψαν τα όμορφα λαικά τραγούδια που ακούγονται από τα μπαλκόνια καθώς περπατάω σε λοξές γραμμές και οι γαζίες, για χατίρι σου ξημερώνει βγαίνει η Πούλια βγαίνει ο Αυγερινός, αυτές οι κουρτίνες που τρεμουλιάζουν σαν ερωμένες στο φύσημα του ανέμου, λευκές κόκκινες γαλάζιες πεταλούδες με κολλημένα φτερά μέσα στα σπίτια μας, μου έλειψαν τα μαντίλια της γιαγιάς μου και η πλεξούδα της, γεννημένη του Αγ.Δημητρίου ανήμερα με καραμέλες στις τσέπες της για τα παιδιά της γειτονιάς.
Γιαγιά τα αποστεωμένα χέρια σου που δε στόλισαν βάζα με λουλούδια μόνο καπνά πότισαν και καπίστρωσαν άλογα και τάιζαν τη σόμπα με ξύλα.
Μου έλειψαν τα μπλε τετράδια στοιβαγμένα στα χαρτοπωλεία που ήταν αστέρια και μπλε ποδιές και εξωτικά ψάρια σε ενυδρεία στο μυαλό μου και ζωντάνευαν τα βράδια, το ζύγισμα στο φαρμακείο η σκέψη πως όταν μεγαλώσω θα με περιμένει ένας κόσμος όμορφος να περπατήσουμε μαζί εγώ άτσαλα στα ενήλικα πόδια μου και εκείνος πιο σοφός.
Τώρα στα μπαλκόνια μόνο σφουγγαρίστρες και τραγούδια πουθενά, γράφω γράμματα στις εμμονές μου και απάντηση δεν παίρνω, μπροστά όχι πίσω όχι πλάγια όχι.
Να φοβάσαι να προχωρήσεις και πίσω να μη μπορείς να γυρίσεις πια.
Τα πρωινά καμιά φορά ανελέητα και πιο σκληρό το γεγονός πως τα αντέχεις.
Γιαγιά τα αποστεωμένα χέρια σου που δε στόλισαν βάζα με λουλούδια μόνο καπνά πότισαν και καπίστρωσαν άλογα και τάιζαν τη σόμπα με ξύλα.
Μου έλειψαν τα μπλε τετράδια στοιβαγμένα στα χαρτοπωλεία που ήταν αστέρια και μπλε ποδιές και εξωτικά ψάρια σε ενυδρεία στο μυαλό μου και ζωντάνευαν τα βράδια, το ζύγισμα στο φαρμακείο η σκέψη πως όταν μεγαλώσω θα με περιμένει ένας κόσμος όμορφος να περπατήσουμε μαζί εγώ άτσαλα στα ενήλικα πόδια μου και εκείνος πιο σοφός.
Τώρα στα μπαλκόνια μόνο σφουγγαρίστρες και τραγούδια πουθενά, γράφω γράμματα στις εμμονές μου και απάντηση δεν παίρνω, μπροστά όχι πίσω όχι πλάγια όχι.
Να φοβάσαι να προχωρήσεις και πίσω να μη μπορείς να γυρίσεις πια.
Τα πρωινά καμιά φορά ανελέητα και πιο σκληρό το γεγονός πως τα αντέχεις.
Wednesday, October 17, 2012
mornings of a perfume muse
πόσα χρόνια αντί για τραίνα εμείς ταξιδεύουμε με μπουκάλια, αντί για εισητήρια παρακαλάμε στα ταμεία για κομμάτια από γυαλί γεμάτα ελιξίρια.
Μαγικά φίλτρα διάφανα και αλκοολούχα που φεύγουν σαν τα φιλιά σου και τη δική σου μυρωδιά πάνω στο δέρμα μου, η Βενετία με τον Άσενμπαχ και τις φράουλες και το ζευγάρι που πενθεί το κορίτσι του σε άρωμα από δαμάσκηνα βερύκοκα κανέλα, η Ρώμη με μέντα του Απόλλωνα στα χέρια και περγαμόντο και λεμόνι Ρωμαία αρχόντισσα καθαρή με καστανά μάτια
στο Παρίσι στη Rive Gauche παίζουμε το ρόλο της Juliette Greco ερωτευόμαστε ξανά τον Μοντάν μνημονεύουμε κάθε φορά τη μητέρα μας στη Madame Rochas και το νο 5 σε καθρέφτες
Je reviens και εκδικήσεις μπαίνουμε σε πίνακες του Βαν Γκογκ με τη Μπλε Ώρα, τρομάζουμε με τη Mitsouko σε χάρτινο δέρμα της Μαντάμ Μπατερφλάυ, οι υποσχέσεις σου κράτησαν λιγότερο από τα αρώματά μου, στα βότσαλα γεμίζουμε σύριγγες με άρωμα ταχυδρομούμε προσωπικότητες ακόμα κι όταν δεν έχουμε χρήματα στο μυαλό μας σέρνουμε βαριά Οργάντζα.
Στα παιδικά μας πανηγύρια με το μαλλί της γριας και τη βανίλια, σε σαφάρι με ελέφαντες εξημερωμένες τίγρεις, πίνουμε το νερό των θαυμάτων
Shalimar και τα νιάτα μας άδεια από το περιεχόμενο αλλά ακόμα ευωδιαστά Αmarige και ερωτευόμαστε για πρώτη φορά
τα δικά μας λουλούδια δε μαραίνονται μαζεύονται στα εργαστήρια εξαυλώνονται και ξαναζούν
ποιος είπε πως το άρωμα τελικά δεν είναι η ίδια η αθανασία
Μαγικά φίλτρα διάφανα και αλκοολούχα που φεύγουν σαν τα φιλιά σου και τη δική σου μυρωδιά πάνω στο δέρμα μου, η Βενετία με τον Άσενμπαχ και τις φράουλες και το ζευγάρι που πενθεί το κορίτσι του σε άρωμα από δαμάσκηνα βερύκοκα κανέλα, η Ρώμη με μέντα του Απόλλωνα στα χέρια και περγαμόντο και λεμόνι Ρωμαία αρχόντισσα καθαρή με καστανά μάτια
στο Παρίσι στη Rive Gauche παίζουμε το ρόλο της Juliette Greco ερωτευόμαστε ξανά τον Μοντάν μνημονεύουμε κάθε φορά τη μητέρα μας στη Madame Rochas και το νο 5 σε καθρέφτες
Je reviens και εκδικήσεις μπαίνουμε σε πίνακες του Βαν Γκογκ με τη Μπλε Ώρα, τρομάζουμε με τη Mitsouko σε χάρτινο δέρμα της Μαντάμ Μπατερφλάυ, οι υποσχέσεις σου κράτησαν λιγότερο από τα αρώματά μου, στα βότσαλα γεμίζουμε σύριγγες με άρωμα ταχυδρομούμε προσωπικότητες ακόμα κι όταν δεν έχουμε χρήματα στο μυαλό μας σέρνουμε βαριά Οργάντζα.
Στα παιδικά μας πανηγύρια με το μαλλί της γριας και τη βανίλια, σε σαφάρι με ελέφαντες εξημερωμένες τίγρεις, πίνουμε το νερό των θαυμάτων
Shalimar και τα νιάτα μας άδεια από το περιεχόμενο αλλά ακόμα ευωδιαστά Αmarige και ερωτευόμαστε για πρώτη φορά
τα δικά μας λουλούδια δε μαραίνονται μαζεύονται στα εργαστήρια εξαυλώνονται και ξαναζούν
ποιος είπε πως το άρωμα τελικά δεν είναι η ίδια η αθανασία
Tuesday, October 16, 2012
τα χαμόγελα κρύβουν κομμένες γλώσσες
πόσο παράξενο να συνεχίζει να είναι ίδια η καθημερινή ζωή σου, να ξεχνιούνται οι νυχτερινές κράμπες και ημικρανίες, σπασμένα ποτήρια ραγισμένες μποτίλιες φαρμάκων, οι σκιες στον τοίχο και αυτά τα σκυλιά που αλυχτάνε.
και με μια γρήγορη κίνηση ακουμπάς το πόδι σου στο πάτωμα και ετοιμάζεσαι να κάνεις το πρώτο βήμα της ημέρας, καφές και ήλιος και υγρασία παντού,στο μυαλό σου στα μαλλιά σου στα χείλια σου, το κρύο νερό στο πρόσωπο και το λαιμό, το συνωμοτικό βλέμμα στον καθρέφτη κάθε μέρα παίζουμε αυτό το παιχνίδι, ο ένας να ναρκώνει τον άλλον σαν σε χειρουργείο ή σε πνιγμό και να κερδίζουν πάντα οι αναθυμιάσεις.
και όπως φοράς το κραγιόν σου και το άρωμά σου και ψηλαφίζεις το λαιμό σου για να σιγουρευτείς πως είσαι στέρεα λες δε μου χαρίστηκε τίποτα, δεν δικαιούστε τίποτα από μένα για να με κομματιάζετε κάθε μέρα, η ομορφιά μου δεν ήταν για κανέναν απειλή ή μαχαιριά γιατί πρώτη πλήγωσε εμένα και από τότε που με θυμάμαι κραυγάζω από μέσα μου
αυτό το μαχαίρι δεν ήταν δικό μου.
και με μια γρήγορη κίνηση ακουμπάς το πόδι σου στο πάτωμα και ετοιμάζεσαι να κάνεις το πρώτο βήμα της ημέρας, καφές και ήλιος και υγρασία παντού,στο μυαλό σου στα μαλλιά σου στα χείλια σου, το κρύο νερό στο πρόσωπο και το λαιμό, το συνωμοτικό βλέμμα στον καθρέφτη κάθε μέρα παίζουμε αυτό το παιχνίδι, ο ένας να ναρκώνει τον άλλον σαν σε χειρουργείο ή σε πνιγμό και να κερδίζουν πάντα οι αναθυμιάσεις.
και όπως φοράς το κραγιόν σου και το άρωμά σου και ψηλαφίζεις το λαιμό σου για να σιγουρευτείς πως είσαι στέρεα λες δε μου χαρίστηκε τίποτα, δεν δικαιούστε τίποτα από μένα για να με κομματιάζετε κάθε μέρα, η ομορφιά μου δεν ήταν για κανέναν απειλή ή μαχαιριά γιατί πρώτη πλήγωσε εμένα και από τότε που με θυμάμαι κραυγάζω από μέσα μου
αυτό το μαχαίρι δεν ήταν δικό μου.
Monday, October 15, 2012
και δεν πολέμησα με φωτιά αλλά νοστάλγησα πυρκαγιές
θέλω να είμαι στα σβηστά φώτα
ένα τσιγάρο που περιμένει να ανάψει
πίσω από τις γρίλιες του μυαλού σου
εύθραυστη απαραίτητη
δηλητηριώδης αναγκαία
σύντομη και συνήθεια
με στρογγυλή άκρη λεπτό σκελετό
χάρτινη λευκή
τα φώτα δεν ανάβουν πια στους δρόμους
μόνο τα καντήλια στα εικονοστάσια δείχνουν την πορεία
άλλη μια μέρα πέρασε
και δεν σου έγραψα ακόμα
σκέφτομαι τι χρώμα θα έχει το μελάνι σου
και βγαίνει στα χέρια μου καταπράσινο
όχι σα σμαράγδι όχι σα φύλλο
μα σαν το δέρμα του δράκοντα
και τις φολίδες που εσύ κρύβεις
ένα τσιγάρο που περιμένει να ανάψει
πίσω από τις γρίλιες του μυαλού σου
εύθραυστη απαραίτητη
δηλητηριώδης αναγκαία
σύντομη και συνήθεια
με στρογγυλή άκρη λεπτό σκελετό
χάρτινη λευκή
τα φώτα δεν ανάβουν πια στους δρόμους
μόνο τα καντήλια στα εικονοστάσια δείχνουν την πορεία
άλλη μια μέρα πέρασε
και δεν σου έγραψα ακόμα
σκέφτομαι τι χρώμα θα έχει το μελάνι σου
και βγαίνει στα χέρια μου καταπράσινο
όχι σα σμαράγδι όχι σα φύλλο
μα σαν το δέρμα του δράκοντα
και τις φολίδες που εσύ κρύβεις
Saturday, October 13, 2012
homage to homes
όταν δε λέει να ξημερώσει περπατάω σε δρόμους και χαζεύω τα παράθυρα των άλλων, θαυμάζω τις κουρτίνες τους και κατασκοπεύω τη ζωή τους,τις λίστες για τα ψώνια τους το σημειωματάριο δίπλα στο τηλέφωνο,τα κάδρα στους τοίχους,τα μισοτελειωμένα φλυτζάνια γεμάτα καφέ.
Στο μυαλό μου είναι πάντα πρωινό ηλιόλουστο και από κάπου ακούγεται ένα πιάνο να παίζει. Οπως τότε που πήγαινα με τη μάνα μου στο φούρνο και φλυαρούσα κλοτσώντας μια πέτρα, το σπίτι με το πηγάδι στην αυλή του,φαντάσου πως τότε κάθε πρωί έβγαινες και τραβούσες μου έλεγε, πόσα ατυχήματα σε πηγάδια,πόσα παιδιά νεκρά και φοβόμουν και της κρατούσα σφιχτά το χέρι. Μαζί σου δε φοβάμαι μαμά.
Θα με σώσουν τα χέρια σου με τα κόκκινά σου νύχια.
Οι σκάλες υπηρεσίας στριφογυρνούσαν στο άπειρο σα γιρλάντες και εγώ άπλωνα στη φαντασία μου ρούχα στην ταράτσα,φρέσκια μπογιά και κλαδιά απλωμένα να ζητάνε βοήθεια στο πεζοδρόμιο,αμυγδαλιές βερυκοκιές κερασιές, το καλοκαίρι θα πάμε στο νησί και θα είναι ωραία, θα μαζέψουμε βότσαλα και κοχύλια.
Τα σπίτια μας τα σπίτια που δε ζήσαμε που γκρεμίσαμε στη μνήμη μας που πουλήθηκαν που δόθηκαν αντιπαροχή τα μωσαικά που έμαθα να μετράω τα σπίτια που δε ζήσαμε μαζί θα αγοράσω μια ζωγραφιά του Ρόκγουελ που δείχνει ένα ζευγάρι να βγάζει άδειες γάμου και είναι φθινόπωρο θα την βάλω στην κρεβατοκάμαρα θα τη χαιδεύω θα τη φιλάω θα με προστατεύει από την αγάπη.
Θα φοράω το άρωμά μου όπως τότε που οι γυναίκες εμένα με αγαπούσαν τότε που τα χρώματα ήταν χρώματα τα σπίτια καταφύγια οι πόρτες σε παρακαλούσαν να τις ανοίξεις δεν σε έδιωχναν έλαμπαν στραφτάλιζαν τύφλωναν με την αγάπη τους.
Στο μυαλό μου είναι πάντα πρωινό ηλιόλουστο και από κάπου ακούγεται ένα πιάνο να παίζει. Οπως τότε που πήγαινα με τη μάνα μου στο φούρνο και φλυαρούσα κλοτσώντας μια πέτρα, το σπίτι με το πηγάδι στην αυλή του,φαντάσου πως τότε κάθε πρωί έβγαινες και τραβούσες μου έλεγε, πόσα ατυχήματα σε πηγάδια,πόσα παιδιά νεκρά και φοβόμουν και της κρατούσα σφιχτά το χέρι. Μαζί σου δε φοβάμαι μαμά.
Θα με σώσουν τα χέρια σου με τα κόκκινά σου νύχια.
Οι σκάλες υπηρεσίας στριφογυρνούσαν στο άπειρο σα γιρλάντες και εγώ άπλωνα στη φαντασία μου ρούχα στην ταράτσα,φρέσκια μπογιά και κλαδιά απλωμένα να ζητάνε βοήθεια στο πεζοδρόμιο,αμυγδαλιές βερυκοκιές κερασιές, το καλοκαίρι θα πάμε στο νησί και θα είναι ωραία, θα μαζέψουμε βότσαλα και κοχύλια.
Τα σπίτια μας τα σπίτια που δε ζήσαμε που γκρεμίσαμε στη μνήμη μας που πουλήθηκαν που δόθηκαν αντιπαροχή τα μωσαικά που έμαθα να μετράω τα σπίτια που δε ζήσαμε μαζί θα αγοράσω μια ζωγραφιά του Ρόκγουελ που δείχνει ένα ζευγάρι να βγάζει άδειες γάμου και είναι φθινόπωρο θα την βάλω στην κρεβατοκάμαρα θα τη χαιδεύω θα τη φιλάω θα με προστατεύει από την αγάπη.
Θα φοράω το άρωμά μου όπως τότε που οι γυναίκες εμένα με αγαπούσαν τότε που τα χρώματα ήταν χρώματα τα σπίτια καταφύγια οι πόρτες σε παρακαλούσαν να τις ανοίξεις δεν σε έδιωχναν έλαμπαν στραφτάλιζαν τύφλωναν με την αγάπη τους.
Thursday, October 11, 2012
autumn sea
ξανά να λούζομαι στο φως σου
πορτοκαλί, κεραμιδί, κατακόκκινο
η άμμος στα πόδια μου χρυσή
ήμασταν μόνες.
τα εστιατόρια και τα καταστήματα κλειστά
τα δωμάτια άδεια και οι άνθρωποι
σε χειμερία νάρκη
σε νοσταλγώ με πάθος
άλγος πόνος κόκκινα νερά
τόσα χρόνια ματώνεις στη θάλασσά σου
βαθμοί 52 χειμώνα καλοκαίρι σταθερή
και ήμουν κι εγώ κόκκινη
και όμορφη στην ακτή σου
και γλυκιά στο αλάτι σου
η πατρίδα έρχεται μόνο στα όνειρά σου όπως τη θες
πορτοκαλί, κεραμιδί, κατακόκκινο
η άμμος στα πόδια μου χρυσή
ήμασταν μόνες.
τα εστιατόρια και τα καταστήματα κλειστά
τα δωμάτια άδεια και οι άνθρωποι
σε χειμερία νάρκη
σε νοσταλγώ με πάθος
άλγος πόνος κόκκινα νερά
τόσα χρόνια ματώνεις στη θάλασσά σου
βαθμοί 52 χειμώνα καλοκαίρι σταθερή
και ήμουν κι εγώ κόκκινη
και όμορφη στην ακτή σου
και γλυκιά στο αλάτι σου
η πατρίδα έρχεται μόνο στα όνειρά σου όπως τη θες
brides
ποσα κορίτσια ονειρεύτηκαν το σπίτι τους
στη Βενετία την Τοσκάνη στο Γκλόστερ
ταξίδεψαν για να κάνουν την προίκα τους από την Αθήνα
στο Παρίσι στο Μιλάνο
αγόρασαν και παρήγγειλαν μπαούλα για τα ασπρόρουχα
πορσελάνες για τους σκαλιστούς μπουφέδες τους
λινές πετσέτες γαλατιέρες ζαχαριέρες
δώρα για τους εραστές τους είδη καπνιστού καπέλα γάντια για το κρύο
με την κοιλιά τους να περιμένει ένα παιδί
έπιπλα για παιδικά δωμάτια
γαλάζια ροζ τα χάιδεψαν με τα απαλά τους χέρια
ακούω τα τακούνια τους τακ τακ στα πλακόστρωτα
κορίτσια πλούσια και φτωχά
ευλογημένα όμορφα όχι τόσο όμορφα
νέα με τις μαμάδες τους τις νταντάδες τους
έκλαψαν έκαναν παζάρια
περίμεναν με αγωνία να φτάσουν στις παιδικές τους κρεβατοκάμαρες
ξενυχτούσαν καπνίζοντας
έκλαψαν για το άγνωστο και σκούπισαν τα μάγουλά τους με τα λευκά τους μεσοφόρια
ονειρεύτηκαν εκείνον
εκείνον που μπορεί να μην ήρθε
να διάλεξε μια άλλη
να σκοτώθηκε στη μάχη
με μια κραυγή στους λευκούς τους λαγόνες
με ένα θέλω που δεν ειπώθηκε
με ένα παιδί που δε γεννήθηκε
και σήμερα όλα τους τα σπασμένα νοικοκυριά και όνειρα
πωλούνται σε τιμές κόστους στα προάστεια
με μια ετικέτα και μια χρονολογία
σε καλλιγραφικά γράμματα
στη Βενετία την Τοσκάνη στο Γκλόστερ
ταξίδεψαν για να κάνουν την προίκα τους από την Αθήνα
στο Παρίσι στο Μιλάνο
αγόρασαν και παρήγγειλαν μπαούλα για τα ασπρόρουχα
πορσελάνες για τους σκαλιστούς μπουφέδες τους
λινές πετσέτες γαλατιέρες ζαχαριέρες
δώρα για τους εραστές τους είδη καπνιστού καπέλα γάντια για το κρύο
με την κοιλιά τους να περιμένει ένα παιδί
έπιπλα για παιδικά δωμάτια
γαλάζια ροζ τα χάιδεψαν με τα απαλά τους χέρια
ακούω τα τακούνια τους τακ τακ στα πλακόστρωτα
κορίτσια πλούσια και φτωχά
ευλογημένα όμορφα όχι τόσο όμορφα
νέα με τις μαμάδες τους τις νταντάδες τους
έκλαψαν έκαναν παζάρια
περίμεναν με αγωνία να φτάσουν στις παιδικές τους κρεβατοκάμαρες
ξενυχτούσαν καπνίζοντας
έκλαψαν για το άγνωστο και σκούπισαν τα μάγουλά τους με τα λευκά τους μεσοφόρια
ονειρεύτηκαν εκείνον
εκείνον που μπορεί να μην ήρθε
να διάλεξε μια άλλη
να σκοτώθηκε στη μάχη
με μια κραυγή στους λευκούς τους λαγόνες
με ένα θέλω που δεν ειπώθηκε
με ένα παιδί που δε γεννήθηκε
και σήμερα όλα τους τα σπασμένα νοικοκυριά και όνειρα
πωλούνται σε τιμές κόστους στα προάστεια
με μια ετικέτα και μια χρονολογία
σε καλλιγραφικά γράμματα
Monday, October 08, 2012
το στόμα της σιωπής
σου λένε ψέματα
πως στην πόλη σου δεν είσαι ξένη
τότε που κατέβαινες κρατώντας το χέρι του πατέρα σου
παρακαλώντας να πάρετε το τραίνο στο γυρισμό
στόμα που κολλούσε από καραμέλες και ανυπομονησία
βιτρίνες, κινηματογράφοι
αυτά που σε περίμεναν στοργικά να μεγαλώσεις.
και μεγάλωσες και δεν ξέρεις που να τρέξεις
λες μου κρύβατε όλοι την αλήθεια
δεν μου είπατε για παιδιά που περνάνε τα χέρια στα τζάμια δίπλα σου
δε μου είπατε για βρώμικους δρόμους και συνειδήσεις
δε μου είπατε η πόρτα κλείνει και η συντροφιά σου ο πονοκέφαλος
δε μου είπατε ηλικιωμένοι σε πλησιάζουν ζητάνε να πληρώσουν για την παρέα σου
στα χέρια σου κρατάς κεράσια
κανείς δεν τα βλέπει δεν τα μυρίζει δεν τα λαχταράει
τα πρωινά μου δεν έχουν πια δροσοσταλίδες δεν έχουν πάχνη
μόνο ιδρώτα και πίκρα στα μάτια
φοράω το άρωμά μου και όλοι το φόβο μυρίζουν
και τον ακολουθούν με πάθος
στα ραγισμένα πεζοδρόμια και περιμένουν σαν σκυλιά
τη στιγμή που το πόδι μου θα λυγίσει για να πέσω
πως στην πόλη σου δεν είσαι ξένη
τότε που κατέβαινες κρατώντας το χέρι του πατέρα σου
παρακαλώντας να πάρετε το τραίνο στο γυρισμό
στόμα που κολλούσε από καραμέλες και ανυπομονησία
βιτρίνες, κινηματογράφοι
αυτά που σε περίμεναν στοργικά να μεγαλώσεις.
και μεγάλωσες και δεν ξέρεις που να τρέξεις
λες μου κρύβατε όλοι την αλήθεια
δεν μου είπατε για παιδιά που περνάνε τα χέρια στα τζάμια δίπλα σου
δε μου είπατε για βρώμικους δρόμους και συνειδήσεις
δε μου είπατε η πόρτα κλείνει και η συντροφιά σου ο πονοκέφαλος
δε μου είπατε ηλικιωμένοι σε πλησιάζουν ζητάνε να πληρώσουν για την παρέα σου
στα χέρια σου κρατάς κεράσια
κανείς δεν τα βλέπει δεν τα μυρίζει δεν τα λαχταράει
τα πρωινά μου δεν έχουν πια δροσοσταλίδες δεν έχουν πάχνη
μόνο ιδρώτα και πίκρα στα μάτια
φοράω το άρωμά μου και όλοι το φόβο μυρίζουν
και τον ακολουθούν με πάθος
στα ραγισμένα πεζοδρόμια και περιμένουν σαν σκυλιά
τη στιγμή που το πόδι μου θα λυγίσει για να πέσω
Sunday, October 07, 2012
reflections on a kitchen floor
η κούραση να σηκώσεις τα βλέφαρά σου από το πάτωμα
σηκώνεις αντικείμενα από τη θέση τους
ένα μάτσο κλειδιά, ενα ποτήρι, ένα βιβλίο
τα ξαναβάζεις στη θέση τους σχεδόν υπνωτισμένη
αναγνωρίζεις τα αποτυπώματά σου σε πόρτες
που έκλεισες πριν χρόνια
σε σκοτεινούς διαδρόμους και αδιέξοδα
σε άγριες νύχτες και εξημερωμένες μέρες
αναγνωρίζεις το πρόσωπό σου με την αφή
ποια δάκρυα ποια θλίψη
πιάνεις τυχαία ένα μαχαίρι του ψωμιού
λες δεν έχω κανέναν να ταισω
απογεύματα στο πάτωμα της κουζίνας
παρέα με στιγμιαίο καφέ τον ήχο του ασανσέρ
γυρνάς στο στόμα σου τα ίδια κλισέ
θα ζήσω θα ζήσω δεν θα το βάλω κατω
θα συνεχίσω θα πλέκω η ίδια έναν ιστό
θα κολλάω πάνω του
τέχνη είναι και αυτό
ίσως η πιο δύσκολη η πιο γοητευτική
να πιάνεσαι στον ιστό σου
να περιμένεις να σε καταβροχθίσει ο εαυτός σου
ο άλλος ο λιπόσαρκος με τα μάτια τα στεγνά
και τα κλαδιά για χέρια
ο άλλος εκείνος που κροταλίζουν τα δόντια του
ο άλλος που είναι τόσο όμορφος
στέρεος σταθερός που σου μελανιάζει τη σάρκα
τόσο γλαφυρά τόσο ιδιαίτερα τόσο ηδονικά
τραβάει ένα ένα τα κουμπιά της μπλούζας σου
τα φτύνει στο πάτωμα
είσαι τόσο τυχερή σου λέει τόσο πιστή τόσο σοφή
εσύ η μικρή γλυκιά μου ερωμένη
θα είσαι για πάντα νέα και όμορφη
δεν δίνεσαι στον καθένα σε μένα μόνο
σε μένα σε σκονισμένες γωνίες σε εγκαταλελειμένες οικοδομές
σε μένα όρθια πάντα πρόθυμη πάντα τόσο ζεστή
κοχλάζουν οι φλέβες σου προσμένοντας να τις χαράξω μόνο εγώ
εγώ που έχω μόνο πάνω σου το δικαίωμα
να σου λέω σκίσε τα χείλια σου στο κομμένο γυαλί και φίλησέ με
σηκώνεις αντικείμενα από τη θέση τους
ένα μάτσο κλειδιά, ενα ποτήρι, ένα βιβλίο
τα ξαναβάζεις στη θέση τους σχεδόν υπνωτισμένη
αναγνωρίζεις τα αποτυπώματά σου σε πόρτες
που έκλεισες πριν χρόνια
σε σκοτεινούς διαδρόμους και αδιέξοδα
σε άγριες νύχτες και εξημερωμένες μέρες
αναγνωρίζεις το πρόσωπό σου με την αφή
ποια δάκρυα ποια θλίψη
πιάνεις τυχαία ένα μαχαίρι του ψωμιού
λες δεν έχω κανέναν να ταισω
απογεύματα στο πάτωμα της κουζίνας
παρέα με στιγμιαίο καφέ τον ήχο του ασανσέρ
γυρνάς στο στόμα σου τα ίδια κλισέ
θα ζήσω θα ζήσω δεν θα το βάλω κατω
θα συνεχίσω θα πλέκω η ίδια έναν ιστό
θα κολλάω πάνω του
τέχνη είναι και αυτό
ίσως η πιο δύσκολη η πιο γοητευτική
να πιάνεσαι στον ιστό σου
να περιμένεις να σε καταβροχθίσει ο εαυτός σου
ο άλλος ο λιπόσαρκος με τα μάτια τα στεγνά
και τα κλαδιά για χέρια
ο άλλος εκείνος που κροταλίζουν τα δόντια του
ο άλλος που είναι τόσο όμορφος
στέρεος σταθερός που σου μελανιάζει τη σάρκα
τόσο γλαφυρά τόσο ιδιαίτερα τόσο ηδονικά
τραβάει ένα ένα τα κουμπιά της μπλούζας σου
τα φτύνει στο πάτωμα
είσαι τόσο τυχερή σου λέει τόσο πιστή τόσο σοφή
εσύ η μικρή γλυκιά μου ερωμένη
θα είσαι για πάντα νέα και όμορφη
δεν δίνεσαι στον καθένα σε μένα μόνο
σε μένα σε σκονισμένες γωνίες σε εγκαταλελειμένες οικοδομές
σε μένα όρθια πάντα πρόθυμη πάντα τόσο ζεστή
κοχλάζουν οι φλέβες σου προσμένοντας να τις χαράξω μόνο εγώ
εγώ που έχω μόνο πάνω σου το δικαίωμα
να σου λέω σκίσε τα χείλια σου στο κομμένο γυαλί και φίλησέ με
Thursday, October 04, 2012
sympony in gray
στη γύμνια μου είμαι ειλικρινής
λέω αυτό είναι το αληθινό μου σώμα
χωρίς στολίδια περιττά και υποσχέσεις
κάτω από νυχτερινά φώτα και λέξεις
λευκό και στροβιλίζεται
οι ώμοι μου στρογγυλοί και η πλάτη λυγισμένη
ο λαιμός μου σε κοινή θέα, η κλείδα έτοιμη να τσακιστεί στα δύο
η ανατριχίλα των χεριών από το κρύο
το στήθος ανεβοκατεβαίνει καθησυχαστικά
λέει είμαι ακόμα εδώ και σε προσέχω
κρατάω την καρδιά σου σε μέρος ασφαλές
πιάσε,πιάσε να νιώσεις
η καμπύλη ανάμεσα στα πόδια το βάθος του αφαλού σου
ένας λαβύρινθος χωρίς πόρτες χωρίς παράθυρα
ένα κουμπί λευκό ,ίσα που χωράει η άκρη του δαχτύλου σου
οι φουσκάλες στα δάχτυλα των ποδιών
τα σημάδια στις γάμπες οι μελανιές στους μηρούς αλλάζουν χρώματα και σχήματα
τόσο στέρεο και τόσο φτιαγμένο από αέρα και νερό
τα κόκκαλα της λεκάνης τρυπάνε τον καθρέφτη σου
ανάμεσα στα πόδια είμαι ζάχαρη που λιώνει
είμαι γη είμαι κοιλάδα είμαι βυθός
ζαρώνω και διαστέλλομαι στο χώρο και το χρόνο
δροσίζω τις νύχτες τα σεντόνια
η θέα μου μουδιάζει τα λόγια και τις προσβολές
ένα σωρό από κόκκαλα και σάρκα
απαιτώ να μου δίνεις προσοχή
μόνο επειδή υπάρχω
Subscribe to:
Posts (Atom)